skip to Main Content

15 Ιουνίου 2024, συμπληρώνονται 30 χρόνια από την εκδημία του μεγάλου συνθέτη και λογοτέχνη Μάνου Χατζιδάκι, και αγαπημένου φίλου του Μίκη Θεοδωράκη.

Στην επέτειο αυτή ο mikisguide κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στον Μάνο Χατζηδάκι με την τελευταία του συνέντευξη πριν το θάνατό του, συμπληρωμένη με λογοτεχνικά του κείμενα.


Η τελευταία συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι δόθηκε στον Φώτη Απέργη και την Γιώτα Συκκά, τον Ιούνιο του 1994, μια εβδομάδα πριν φύγει από τη ζωή. Η συνέντευξη μεταδόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019, στην εκπομπή του Φώτη Απέργη «Η κατάλληλη ώρα» στο Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.


Μάνος Χατζιδάκις: Αυτοβιογραφούμενος

Ένα βιογραφικό σημείωμα του Μάνου Χατζηδάκι σε πρώτο πρόσωπο.

«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ’ όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες.

Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ’ την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ’ την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το ’32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.

Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.

Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.

Το ’66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ’72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε «Πολύτροπον», ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.

Από το ’75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ’ έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ’ ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των Ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.

Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ  για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω  στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ  αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.

Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός».

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων του φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού, στη Μελβούρνη, το 1980

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ (5 ποιήματα)

 Η θερμότης ενός Αλγερινού

Έκανε κρύο και μου ζήτησε φωτιά
Κ’ έτσι μου μίλησε για το πόσο φοβάται τους αστυνομικούς.

Του είπα να μη φοβάται γιατί είμαι ένας ξένος
Μου μίλησε μετά για τη συνήθεια που έχει να πεινάει τέτοια ώρα

Του είπα να μην πεινάει και τον έβαλα να φάει
Μετά μου μίλησε για την αβάσταχτη ανάγκη του ύπνου

Του είπα να μη νυστάζει και τον έβαλα να κοιμηθεί
Μου είπε να πέσω πλάι του να ζεσταθεί
Όμως τα μάτια του μείναν μισανοιχτά
Και το στόμα του γέμισε σκόνη
Τότες κατάλαβα πως τα όνειρά του ήταν πλαστά
Καθώς δεν ήτανε σε θέση να μ’ ακούσει
Κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας
Και βγήκα έξω στο δρόμο

Με πλησιάζει ένας καινούργιος νεαρός Αλγερινός
Έκανε κρύο και μου ζήτησε φωτιά
Του έδωσα
Όμως δεν είπε τίποτα
Κ’ έφυγε.

 

Μελαγχολία Ωδείου

Ήταν γραμμένο με κιμωλία πάνω στις σκονισμένες
πλάκες τού δρόμου
«Είμαι σπουδαστής τού Ωδείου
Βοηθήστε με παρακαλώ να σπουδάσω»

Ήταν πολύ όμορφος
Για να τον ευνοεί ή Μουσική
Κ’ ήτανε φανερό πώς ήταν σχέδιο
Το βράδυ οι φίλοι τα κορίτσια το κρασί
Και αύριο
«Είμαι σπουδαστής του Ωδείου
Βοηθήστε με παρακαλώ να σπουδάσω»

Και τι με νοιάζει;
Θα του μιλούσα για Μουσική
Θα του μιλούσα για χρήματα
Θα του μιλούσα για μας τους δύο
Όμως δεν τόλμησα
Γιατί στα μάτια του
Κείνη την ώρα ήταν το σχέδιο
Το βράδυ θα ήταν ή ζωή
Κ’ εγώ δεν ήμουν
Ούτε στο σχέδιο
Ούτε στη ζωή του

 

Μελισσάνθη

Μέσα στην αναρχία των πρώτων ημερών με την απελευθέρωση του
’45 όλοι γυρέψαμε να βρούμε τη Μ ε λ ι σ σ ά ν θ η

Οι δρόμοι ακόμη σκοτεινοί
Και στο σκοτάδι η ερημιά
Χιλιάδες κόσμος που κυκλοφορεί
Και σιγοψιθυρίζει τ ’ όνομα
Της Μελισσάνθης

Πού είναι η Μελισσάνθη;
Μελισσάνθη
-σάνθη
—ηηη…
Καμιά φωνή
Κανείς δεν ξέρει τι ν’ αποκριθεί
Τώρα πια φύγαν οι εχθροί
Χιλιάδες έρημοι άνθρωποι
Χυμένοι στο μεγάλο δρόμο από άσφαλτο
Τραυματισμένο απ’ τις μικρές χρωματιστές σημαίες
Κι εγώ μαζί τους
Έφηβος
Με σπρώχνουν σπρώχνω και ρωτώ
Ψελλίζω τ’ όνομά της …
Μελισσάνθη
—σάνθη
—ηηη…
Πού νάναι ή Μελισσάνθη;

Φοβόμουν μ’ έπνιγε ή σιωπή
Απ ’ τα σπαρμένα ηλεκτρικά καλώδια
Από τις σιδεριές των γκρεμισμένων μας σπιτιών

Σαν χέρια παραμορφωμένα
Σχήματα αιχμηρά
Που να ζητάν ελεημοσύνη από τον ουρανό
Ηλεκτρικά συνθήματα, φωτιές μέσ’ στο σκοτάδι
Από το πλήθος που ζητά
Τη Μελισσάνθη!

Πού νάναι ή Μελισσάνθη;
Μελισσάνθη
—σάνθη
—ηηη…

Κι ο αγέρας ήταν βρώμικος και τα παιδιά ορφανά
Μια πληγωμένη σκύλα λειτουργούσε τραγικά
Έξω από ναούς και ιερά
Παρατηρούσε μας ξεχώριζε και μας κερνούσε πυρετό
Κι ο δρόμος παντοδύναμος
Ρουφούσε το αίμα για κρασί
Κάπνιζε ομίχλη
Μασούσε πέτρες σώματα
Χιλιάδες στόματα πικρά
Παίρναν τη λύπη για χαρά
Κι ανάβαν δάδες και κεριά
Και φωτιζόταν η φθορά — μαύρη μεγάλη συμφορά—
Πού νάναι ή Μελισσάνθη;
Σύνθημα και κραυγή
Λυγμός στα χείλια των εφήβων
Που με τα σώματα ζεστά ’πό το κρεβάτι
Ερωτικά ξαπλώνουν με την άσφαλτο
Με μια σημαία του έθνους καρφωμένη στην καρδιά
Φώναζαν ψάχναν να την βρουν
Την Μελισσάνθη!

ΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΟΙ ΕΤΟΙΜΑΣΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥΣ
ΝΟΜΟΥΣ:
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥΣ
ΑΣΤΥΝΟΜΟΥΣ

Τα πρώτα νέα κυκλοφορούν στις έκτακτες εκδόσεις
Κι ο τελικός συμβιβασμός:
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΟΥΣ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥΣ
Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Αλαλαγμός
Ο πληθυσμός είναι νεκρός
Στην Πολιτεία κατοικούν οι Δολοφόνοι
Κι ούτε ψωμί ούτε νερό — οι Νέοι τρέφονται με σκόνη
Τα βρέφη πίνουνε χολή κ’ οι Μάνες…
Οι Μάνες τρέχουν έξαλλες στους δρόμους
Ταΐζουν με τα ψίχουλα πουλιά
Ή βγαίνουν πάνω στις καμένες στέγες
Και προσπαθούν να πιούνε τη βροχή σταλιά σταλιά
Να πάρουν δύναμη και να χυμήξουνε κοράκια
Κραυγάζοντας στης πολιτείας τα στενά
Μα ή Μελισσάνθη πουθενά!

Πολύχρωμη απελπισία του καιρού μου
Βοήθησέ με να εξαφανιστώ
Να σκεπαστώ
Απ’ τη ψυχρή αλήθεια που γεννάει ο Χρόνος
Κατευναστικά

Η Μελισσάνθη χάθηκε οριστικά

Νοέμβριος 1965

 

Σπουδαστής Φιλοσοφίας

Είναι σαν να τον γνώριζα από καιρό
Σπουδάζει φιλοσοφία
Για να μπορεί να ακούει το MODERN JAZZ QUARTET
Και να υπακούει το σώμα του σε αδυναμίες
με την απόλυτη επικύρωση τού ακριβού μυαλού του

Είναι νέος κι όμορφος
Και στα γαλάζια μάτια του
Δεν καθρεφτίζεται ο ουρανός
Μα μια περίεργη ιδέα τού Μαρκησίου Ντε Σαντ

Του αρέσει ο Αλμπινιόνι
Γιατί βοηθά ν’ ανέχεται τον φίλο του
Που εκδίδεται επί χρήμασι
Και χωρίς διαβατήριο

Χτυπάει δύο
Ύστερ’ απ’ τα μεσάνυχτα

Όλο το πνεύμα των προγόνων του
Έχει ακουμπήσει σκόνη
Πάνω από το φθαρμένο του καφέ πουλόβερ

Απόψε το μόνο πού θέλει
Είναι να κοιμηθεί
Τίποτες άλλο.

 

Τρεις Προσωπογραφίες

Ι

στον Οδυσσέα Ελύτη

Ό,τι χάραζε σε στίχους
Τάπαιρνε ή θάλασσα πούχε στα χέρια του
Ό,τι ζωγράφιζαν τα χείλια του
Τάσβηνε ο ουρανός πούχε στα μάτια του
Κ’ έτσι δεν μπόρεσε να δει
Αν έπρεπε να παραμείνει Αττικός
Ή Αιγαιοπελαγίτης

ΙΙ

στο Γιώργο Σεφέρη 

Από τη Μικρασία μετά την καταστροφή, ένας αστός ξεκίνησε με μια βαλίτσα αναμνήσεων στο χέρι, γύρισε χώρες μακρινές και πολιτείες άγνωστες, μάζεψε ακριβό υλικό και συνταγές, μέτρα, ρυθμούς και χρώματα, και τέλος γύρισε στη χώρα του, έχτισε με τα χέρια του σπίτι σημερινό κ’ ελληνικό, εμπήκε μέσα, κλείδωσε και από τότε πια κανείς δεν τον συνάντησε στην αγορά.

ΙΙΙ

στο Νίκο Γκάτσο 

Η γη καθώς τον γέννησε
Τον στόλισε
Πράσινα φύλλα τής ιτιάς
Του έλατου και της ελιάς
Μα ή σκέψη του τον βύθισε
Στης πολιτείας την άσφαλτο
Κ’ έγινε πέτρα αρχαϊκή
Στη μνήμη των εφήβων

 

Back To Top