skip to Main Content
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ

«Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΜΙΚΗΣ»

Ο όρος «ο Αγωνιστής Μίκης» στον τίτλο της εισήγησής μου είναι μάλλον περιττός! Όλοι γνωρίζουν τους αγώνες που εξακολουθεί να δίνει ο Μίκης, μέχρι σήμερα. Και όχι μόνο στην Ελλάδα.

‘Αρχισε πάρα πολύ νωρίς. Κατά σύμπτωση, πριν λίγες ημέρες ένας νέος συγγραφέας και ερευνητής μου έφερε ένα βιβλίο που αφορά την πατρίδα μου την Πελοπόννησο για τα χρόνια της κατοχής και τα πρώτα βήματα της αντίστασης σ’ αυτή την περιοχή.

Στο κεφάλαιο «Πατριωτικός συναγερμός στις πόλεις» αναφέρεται σχετικά: αποφασίστηκε στην Τρίπολη (που ζούσε τότε ο Μίκης) ανοιχτή αντιστασιακή εκδήλωση στο κέντρο της πόλης για να γιορταστεί η εθνική επέτειος της 25ης Μαρτίου το 1943. Από τις 10 το πρωί ομάδες νέων περιέτρεχαν την πόλη και καλούσαν τον κόσμο να συμμετάσχει στην εκδήλωση. Η ανταπόκριση ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Στις 11 οι συγκεντρωμένοι ανέρχονταν σε χιλιάδες. Το πλήθος ψάλλει τον εθνικό ύμνο. Εμφανίζονται ιταλικές δυνάμεις και ακολουθούν συμπλοκές στους δρόμους. Ο πανύψηλος έφηβος Μίκης Θεοδωράκης συνεχίζει να ψάλλει, τον τραβούν οι φίλοι του και οι καραμπινιέροι τον συλλαμβάνουν μαζί με άλλους, και τους φυλακίζουν.

Έτσι άρχισε η μεγάλη πορεία του προς το μεγαλείο.

‘Αφησε το όπλο του αγωνιστή της ελευθερίας και πήρε στα χέρια του τη μπαγκέτα του μαέστρου που κι αυτή ήταν και είναι για το Μίκη ένα άλλο αποτελεσματικό όπλο.

Όμως ο τίτλος της εισήγησής μου έχει και δεύτερο σκέλος· «Ο φίλος μου»! Πιο ουσιαστικό για μένα γιατί μου έκανε τη μεγάλη τιμή – μήπως χάρη; – να σταθώ κοντά του, κοντά 45 χρόνια, περπατώντας δίπλα του σε στιγμές μεγάλες, σε στιγμές ωραίες, και δύσκολες και πικρές.

***

‘Ακουσα για πρώτη φορά το όνομά του το μακρινό 1953. Ο αδελφός μου φοιτητής της νομικής κι αυτός, είχε μία κλίση στη μουσική. Σπούδασε μαντολίνο και κιθάρα, και παρακολουθούσε τα μουσικά δρώμενα διαβάζοντας άρθρα και κριτικές κι όταν περίσσευε καμιά δραχμή πήγαινε σε συναυλίες. Κάποια ημέρα άρχισε πάλι να μου μιλάει για μουσική, για μαέστρους κλπ. Σε μια στιγμή μου λέει: «Ξέρεις ποιος θα διακριθεί και θα φτάσει πολύ ψηλά; Ένας νεαρός, κάποιος Μίκης Θεοδωράκης». Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Συνέχισε όμως: «Είναι και δικός μας· έχει κάνει στη Μακρόνησο». Ενθουσιάστηκα. Ενθουσιασμένος εγώ βασανισμένος ο Μίκης. Πέρασαν χρόνια, ο Μίκης έφυγε για το Παρίσι, δεν άκουσα ξανά το όνομά του. Ώσπου έφτασε η μεγάλη στιγμή του Επιτάφιου. Δεν ήμουν στη λέσχη των Φιλελεύθερων όπου δόθηκε η μάχη, «Χατζιδάκις και Νάνα Μούσχουρη» ή «Θεοδωράκης και Μπιθικώτσης».

Σε ένα φιλικό σπίτι άκουσα τον Επιτάφιο και στις δύο απόψεις. Καθώς ο άγνωστος σε εμένα Μπιθικώτσης άνοιξε το στόμα του κυριολεκτικά καθηλώθηκα. Τι είχε αυτή η φωνή που τόσο με τάραξε και με ταράζει ακόμα κάθε φορά που τον ακούω στους δίσκους, και πιο πολύ τώρα που λείπει για πάντα. Και επί τέλους τι μαγικό ραβδί κρατούσε αυτός ο Θεοδωράκης που με μεταμόρφωσε τόσο εμένα όσο και χιλιάδες άλλους και σκόρπισε το όνομα της Ελλάδας σ’ ολόκληρο τον κόσμο στα χρόνια που ήλθαν. Αυτή τη φορά η επανάσταση είχε πετύχει· και ο αδελφός μου, που δεν υπάρχει πια, είχε δικαιωθεί, πρόφτασε να χαρεί την προφητεία του.

***

Ο νεαρός ασκούμενος δικηγόρος που μπήκε στο γραφείο μου το Σεπτέμβρη του 1962 και έκανε την πρόταση σε εμένα και το συνεργάτη μου, Δημήτρη Δρούζα, δεν ήξερε βέβαια ότι αυτή τη στιγμή άλλαζε τη ζωή μου – κυριολεκτώ. «Ο Θεοδωράκης θέλει ένα δικηγόρο γιατί δημιουργεί μια συμφωνική ορχήστρα και ζητάει τη βοήθειά σας για το νομικό μέρος της προσπάθειάς του».

Στην ουσία ο Μίκης απλά άρχιζε ένα καινούργιο αγώνα. Γιατί αγώνας αποδείχτηκε αυτή η έμπνευσή του να διδάξει στο λαό όχι μόνο λαϊκή μουσική, αλλά και συμφωνική. Ένας αγωνιστής όπως ο Μίκης, δεν σκέφτεται μόνο την καριέρα του, το συμφέρον του την καλλιτεχνική του δόξα, την υστεροφημία του. Σκέφτεται και τη διδασκαλία· τη διδασκαλία στους πολλούς, και όχι βέβαια στους λίγους ειδήμονες που στο κάτω-κάτω δεν την έχουν ανάγκη.

Έτσι γεννήθηκε η «Μικρή Ορχήστρα Αθηνών» ή ΜΟΑ.

Δεχτήκαμε με ενθουσιασμό την πρόταση του συναδέλφου μας. Και ένα μεσημέρι ύστερα από λίγες ημέρες έμπαινα στο μικρό γραφείο στην οδό Σταδίου 58, που θα γινόταν η έδρα της Μ.Ο.Α. Πρώτη φορά τον έβλεπα από κοντά. Του εξήγησα τι είμαι και ποιος είμαι. Συζητήσαμε τα προβλήματα που υπήρχαν γι’ αυτό το δύσκολο εγχείρημα. Ήταν, αισιόδοξος. Βρισκόταν όπως πάντα σε αγωνιστική έξαρση. Κατεχόταν όπως πάντα απ’ την ορμή του αγωνιστή. Σίγουρος ότι θα ξεπερνούσε κάθε δυσκολία. Όταν έφευγα, μου χάρισε το πρώτο βιβλίο του. «Για την Ελληνική Μουσική» με ένα λάθος στο όνομα: «Στον… Κώστα με αγάπη». Δημήτρη με λένε, του είπα. Το διόρθωσε. Ακολούθησαν άλλα πενήντα. Μέχρι τώρα.

Η σταδιοδρομία της Μ.Ο.Α. ήταν δύσκολη αλλά ωραία. Χωρίς χρήματα (επιχορήγηση βέβαια δεν περιμέναμε). Η πηγή της Μ.Ο.Α ήταν οι συνδρομητές και κάποιες ιδιωτικές χορηγίες. Ελάχιστες. Έδωσε συναυλίες με έργα κυρίως προκλασικής μουσικής (πρώτη φορά ακούσαμε τότε για κάποιο … Βιβάλντι). Είπαμε, δεν ήμασταν από τους ειδήμονες (λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα ο Μίκης ανέλυσε το πρόγραμμα σε συγκέντρωση μπροστά σ’ ένα κόσμο όπως τον ήθελε: πολλοί ήταν οι εργαζόμενοι που έκαναν ερωτήσεις ζητώντας να μάθουν τι ήταν αυτή η συμφωνητική μουσική.). Η σταδιοδρομία όμως της Μ.Ο.Α δεν ήταν μόνο δύσκολη και ωραία· ήταν και σύντομη, γιατί έλειπαν, όπως είπαμε, τα μέσα.

***

Λαμπράκηδες! Είχαμε συνοδέψει το δολοφονημένο, τραγικό αγωνιστή, τόσες χιλιάδες! στο δρόμο του προς την αιωνιότητα. Λίγες ημέρες μετά ο Μίκης μπήκε στο γραφείο μου με τη συνηθισμένη ορμή του. «Ξεκινάμε» μου είπε. «Θα γίνει οργάνωση νεολαίας με το όνομα του σκοτωμένου συντρόφου μας». (Σκέφτομαι τώρα: έτσι κάπως θα ήταν εκείνο το μακρινό 1943, όταν ο πανύψηλος έφηβος Μίκης Θεοδωράκης τραγουδούσε μόνος τον Εθνικό Ύμνο, κυκλωμένος από τις λόγχες των κατακτητών). Από αυτό το γραφείο στην οδό Πανεπιστημίου 44, 1ος όροφος άρχισε η εποποιία που τόση λατρεία γέννησε στις ψυχές ολόκληρου του λαού αλλά και τόσο μίσος! Οργάνωση πολιτική με καθημερινή δράση, για τη δημοκρατία, την πρόοδο, τον πολιτισμό. Επιτρέψτε μου ένα μικρό απολογισμό. Πάνω από 100.000 μέλη σε όλη την Ελλάδα. 200 λέσχες πολιτισμού. Καθημερινοί αγώνες με τις δυνάμεις του παρακράτους. Θυσίες σε νεανικές ζωές.

Οι συνθήκες ήταν σκοτεινές. Προσφέρονταν για τις μάχες που έδινε καθημερινά η οργάνωση. Όμως και ο ρόλος του Μίκη καθοριστικός. Αγωνιζόταν ασταμάτητα. Μαγνήτης που τραβούσε τα νιάτα και πύκνωνε τις γραμμές της οργάνωσης· έτρεχε σε κάθε γωνιά της χώρας όπου η βία ξεσπούσε πάνω στα παιδιά μας που μάχονταν και τραγουδούσαν. Ακόμα και χειροβομβίδες κατέστρεφαν οι λέσχες. Κι ο Μίκης ήταν εκεί (θυμάμαι, στο τέλος κάθε συναυλίας έρχονταν κατά δεκάδες, αγόρια και κορίτσια, και ζητούσαν να γίνουν Λαμπράκηδες). Το σύνθημα «κάθε νέος και Λαμπράκης» ήταν μια ζωντανή πραγματικότητα. Η συκοφαντία γέμιζε τις πρώτες σελίδες εφημερίδων αντιδραστικών. «Διαλύστε τους Λαμπράκηδες» ζητούσε ο τέως βασιλιάς, σημερινός Ντε γκρέτσια. ‘Αποψή μου: μια αφορμή για την κήρυξη της δικτατορίας ήταν και η ύπαρξη αυτής της πρωτοποριακής και ελεύθερης οργάνωσης.

Κι όμως πολλοί την «ξέχασαν». «Είσαστε συνεχιστές του 114 και του πολυτεχνείου» δήλωνε πολιτικός αρχηγός, στα φεστιβάλ της νεολαίας του. Γι’ αυτόν και πολλούς άλλους οι Λαμπράκηδες δεν υπήρξαν ποτέ.

Όμως για μια ζωή σαν του Μίκη, τα χρόνια αυτά της δράσης, της Νεολαίας Λαμπράκη ήταν τα καλύτερα της ζωής του, όπως δήλωσε πρόσφατα σε μια εκδήλωση που κάναμε για τα 40 χρόνια της, γερασμένοι, όμως πάντα ατίθασοι. Αυτό φτάνει!!

Δικτατορία: Δύο ημέρες πριν μέσα στο αυτοκίνητό του μου είπε «θα την κάνουν τη δικτατορία Δημήτρη και μαζί μου θα πληρώσεις κι εσύ». Χάθηκε στα σκοτάδια της παρανομίας. Χάθηκα στους δρόμους της πολιτικής προσφυγιάς. Χάθηκε; Όχι βέβαια. Νέο πεδίο δράσης για έναν αγωνιστή· και 3 ημέρες μετά την κήρυξη της δικτατορίας η πρώτη αντιστασιακή πράξη: Μια φλογερή προκήρυξη καλούσε τον κόσμο σε εξέγερση. Η πρώτη! Κι ύστερα το Πατριωτικό Μέτωπο, η σύλληψη, η φυλακή, η εξορία… αλλά παντού ο αγώνας· με μηνύματα με μουσική, με τραγούδια που έφταναν σε μας εκεί έξω και κρατούσαν ψηλά το ηθικό μας, έτσι όπως είχαμε στερηθεί πατρίδα, οικογένεια, φίλους.

***

Όπως κάθε πρωί από την ημέρα που έφτασα στη Ρώμη συναντιόμουν, κι εγώ και όλοι οι άλλοι (δεν ήμασταν λίγοι) που μέναμε στην πανσιόν, που την πλήρωνε το ουμανιτάριουμ της Ιταλικής Γερουσίας για να συναντηθούμε με φοιτητές που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο της Ρώμης. Μας βοηθούσαν πολύ καθώς ακόμα δε γνωρίζαμε τη γλώσσα.

Έτσι έκανα και εκείνο το πρωί του Αυγούστου του 1967. Όμως οι φοιτητές και οι πρόσφυγες στέκονταν σιωπηλοί. «Τον έπιασαν;» ρώτησα. Δε μου απάντησαν. Μου έδειξαν την πρώτη σελίδα της Paese Sera μιας αριστερής εφημερίδας με τεράστια κυκλοφορία. «Συνελήφθη ο Θεοδωράκης. Επιτέλους η Φρειδερίκη θα εκδικηθεί» έγραφε με μεγάλα γράμματα. (Λίγο καιρό πριν ο Μίκης είχε κατηγορήσει τη Φρειδερίκη για ηθική αυτουργό της δολοφονίας του Λαμπράκη).

Αμίλητος γύρισα στο δωμάτιό μου. Βγήκα το βράδυ για να πάω στη συγκέντρωση έξω από την Ελληνική Πρεσβεία. Μια συγκέντρωση τεράστια κι ένα τεράστιο πανό που έγραφε στα Ιταλικά (οι συγκεντρωμένοι ήταν φυσικά αμέτρητοι Ιταλοί): να σώσουμε τη Ζωή του Θεοδωράκη. Χιλιάδες αφίσες με τη φωτογραφία του, ολόκληρη ένα χαμόγελο, πετούσαν στον αέρα, κι ο Μπιθικώτσης μέσα απ’ τα πλατάνια διαλαλούσε: «Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Δε μπορεί κανείς να μας το πάρει». Πήρα μια αφίσα και ξεκίνησα να γυρίσω στο δωμάτιό μου. Έπρεπε να περάσω τη γέφυρα «Ματεότι». Σ’ αυτό το σημείο οι φασίστες είχαν σκοτώσει το σοσιαλιστή βουλευτή Τζιάκομο Ματεότι. Γίνομαι ξαφνικά προληπτικός. Όχι απόψε απ’ αυτή τη γέφυρα. Έκανα ένα μεγάλο κύκλο κι έφτασα το δωμάτιό μου. Κάρφωσα την αφίσα πάνω απ’ το κεφάλι μου και βυθίστηκα σ’ έναν ατέλειωτο εφιάλτη.

***

Το τηλεφώνημα ήλθε το απόγευμα της 13ης Απριλίου 1970. «Έλα, ο Μίκης έρχεται». Ξεκίνησα αργά το βράδυ για το Παρίσι με το τρένο. Έφτασα το πρωί και τον αναζήτησα αμέσως. Δεν τον βρήκα. Περίεργες σκοπιμότητες με εμπόδιζαν. Μετά δυο-τρεις ημέρες επιτέλους ένα άλλο τηλεφώνημα μου υπέδειξε το νοσοκομείο που βρισκόταν. Κι άρχισε καινούργιος αγώνας. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Αντώνης Καλογιάννης που βρίσκονταν εκεί από καιρό είχαν γυρίσει την Ευρώπη, τώρα θα γύριζαν μαζί του όλο τον κόσμο. Προγραμμάτισαν 200 συναυλίες. Έκαναν 1.000.

Ο Μίκης δεν έχει την αίσθηση του «μικρού» του «ελάχιστου». Όλα σ’ αυτόν είναι μεγάλα, απέραντα «εκατοντάδες χορωδίες, χιλιάδες τραγουδιστές θέλω» έλεγε πάντα. Κι όχι μόνο στη μουσική. Ήλθε στη Ρώμη για μια συγκέντρωση που θα μιλούσε με τον Γραμματέα του Ισπανικού Κομ. Κόμματος Καρίγιο και του Μπερλίγκουερ, Γραμματέα του Κομ. Κόμματος Ιταλίας.

Έφτασε άρρωστος. Οι γιατροί είπαν να μην πάει στη συγκέντρωση. Όχι μόνο αρνήθηκε αλλά ζήτησε να του μεταφράσουν την ομιλία του στα Ιταλικά.

Στο κρεβάτι με πόνους διάβαζε. Ήθελε να είναι όπως πάντα πανέτοιμος.

Έφτασε στη συγκέντρωση. Χιλιάδες κόσμος περίμενε ν’ ακούσει τους τρεις ηγέτες του Ευρωκομμουνισμού. Ο Μίκης άρχισε με φωνή ραγισμένη. Και ξαφνικά κατέρρευσε. Το νοσοκομειακό τον μετέφερε στο Νοσοκομείο. Ένα μεγάλο, υπερμοντέρνο κομματικό νοσοκομείο. Το πρωί άρχισε η εγχείρηση. Και εδώ μεγαλοσύνη. Εγχείρηση 20 λεπτών για όλους. Για το Μίκη 6,5 ωρών. Περιτονίτις. Τον προλάβαμε, μου είπε ο γιατρός. Ευτυχώς. Ο καθηγητής φυματιολόγος τον εξέταζε κάθε ημέρα πολλές φορές, για την παλιά του φυματίωση. «Ο Μίκης δεν πρέπει να ξανατραγουδήσει ποτέ» μου είπε. Ήθελα να τον έβλεπα να του πω ότι ο Μίκης τραγουδάει ακόμα.

Σε μια συναυλία στο Λουκγάνο ήταν πάλι άρρωστος. «Μήπως πρέπει να αναβάλουμε τη συναυλία;», τον ρώτησα. «Αριστοκρατικές αντιλήψεις έχεις αποκτήσει» μου είπε. «Δε διασκεδάζουμε· αγωνιζόμαστε». Πάλι και πάντα ο αγώνας.

Κάθε Σεπτέμβρη γίνεται η φέστα (γιορτή) της ΟΥΝΙΤΑ, εφημερίδας του κόμματος. Το Σεπτέμβρη του 1970 ήταν αφιερωμένη στην ΕΛΛΑΔΑ με τίτλο Γκρέτσια Λίμπερα. Ελεύθερη Ελλάδα. Προσκεκλημένος φυσικά ο Μίκης. Μια Ιταλική ορχήστρα, η γνώστη ηθοποιός Εντμόντα Αλντίνη και η Μαρία φυσικά θα τραγουδούσαν. Ο Μίκης ως τιμώμενο πρόσωπο δεν επρόκειτο να διευθύνει. Πήγαμε στην πρόβα. Κατάλαβα ότι δεν του άρεσε. Ξαφνικά μου λέει: θα διευθύνω. Σηκώθηκε και άρχισε την πρόβα, που κράτησε δέκα πέντε ώρες συνεχώς. Βγήκε μια κυριολεκτικά ελληνική ορχήστρα.

Πριν τελειώσω θέλω να πω κάτι που θα κάνει τους κρητικούς ακόμα πιο περήφανους απ’ ό,τι είναι. Μόλις έφτασε στη Μακρόνησο με τη συνοδεία χωροφυλάκων έπεσαν πάνω του, και στους άλλους βέβαια, και άρχισε άγριος ξυλοδαρμός. Ο μοίραρχος όταν είδε το Μίκη πνιγμένο στα αίματα τον πλησίασε και του είπε: «Παιδί μου υπόγραψε, είναι κανίβαλοι θα σε σκοτώσουν». Δεν υπογράφω απάντησε ο Μίκης· όχι γιατί είμαι κομμουνιστής αλλά γιατί είμαι κρητικός.

***

Μου είπαν Μίκη ότι έγινες ογδόντα χρόνων. Ίσως.. Εγώ όμως κρατάω μέσα μου την κραυγή που άκουσα σε μια συναυλία, που βγήκε μέσα απ’ τα χειροκροτήματα και τις φωνές: Γεια σου Μίκη ατελείωτε. Γενέθλια λοιπόν. Ευχές πολλές· δεδομένες οι δικές μου. Θα σε χαιρετήσω με το ποίημα του Αναγνωστάκη, μελοποιημένο από σένα.

Μίκη όπου κι’ αν είσαι, όπου κι αν βρίσκεσαι όπου κι αν πας να το ξέρεις: «ένα τρένο τη νύχτα σφυρίζοντας ή κάποιο πλοίο μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρνει μαζί με τη νιότη μας, και τα όνειρά μας».

Παλιέ μου φίλε!

Δημήτρης Καραχάλιος
Γεννήθηκε το 1929 στο Αργολικό Ναυπλίας. Τελείωσε το Γυμνάσιο στο ‘Αργος και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για σαράντα χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα. Στα μαθητικά του χρόνια υπήρξε μέλος της ΕΠΟΝ και ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης, στη συνέχεια δε διετέλεσε ηγετικό στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.

Back To Top