Το πληγωμένο αηδόνι
Ένα πληγωμένο αηδόνι
ήρθε κι έπεσε απόψε
στον ανθισμένο σου κήπο.
Έπειτα όλα ησύχασαν
κι ήρθαν τα βήματά σου να συντροφέψουν
την πληγωμένη Σιωπή.
Τώρα κρατάς παγωμένο
στην απαλαμη σου μέσα
το νεκρό πόνο της Αγάπης.
Κι είσαι έτοιμη κι εσύ να πετάξεις
στα πεπρωμένα που βαστούν
το θόλο τούτης της Νύχτας
σ’ ένα θριαμβικό κι αμφίβολο κυμάτισμα
και να μεθύσεις σα Σκέψη που τρυπιέται
απ’ τον υστερνότατο πόνο
κάποιου πληγωμένου αηδονιού !
ΝΤΙΝΟΣ ΜΑΗΣ - Σ Ι Α Ο
Μ’ ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΤΟΥ Φ. ΓΕΝΑΡΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΠΕΝΤΑΔΑΣ” ΑΡΙΘ. 1 ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 15 ΤΡΙΠΟΛΗ 1939
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
ΣΟΣΑΣΤΗΘΗΧΤΥΠΙΟΥΝΤΑΙΑΠΤΗΝΕ
ΑΝΙΚΗΚΑΡΔΙΑΤΗΝΚΑΡΔΙΑΤΩΝΕΝΘ
ΟΥΣΙΑΣΜΩΝΚΑΙΤΩΝΟΝΕΙΡΩΝΤΗΝΚ
ΑΡΔΙΑΠΟΥΖΗΤΑΚΑΙΠΟΥΤΟΛΜΑ
ΣΟΣΕΣΚΑΡΔΙΕΣΣΚΕΠΑΖΟΝΤΑΠΟΣΤΗ
ΘΗΝΕΑΝΙΚΑΣΤΗΘΗΓΕΜΑΤΑΠΝΟΗΠ
ΟΥΠΑΛΛΟΝΤΑΙΜΠΡΟΣΤΑΣΤΗΝΟΜΟΡ
ΦΙΑΚΑΙΠΟΥΔΙΨΟΥΝΚΙΝΤΥΝΟΥΣ.
ΣΕΣΑΣΩΝΕΟΙΚΑΙΝΕΕΣΤΟΥΚΟΣΜΟΥ!
ΝΤ. ΜΑΗΣ
ΣΤΟΝ ΠΟΘΟ
Πέρνα βαρειέ κι ασύντριφτε,
γιγαντωμένε πόθε,
και σύντριψε τις σάρκες μου.
Μες στην καρδιά μου μπες,
και γίνε μια ψυχή μ’ εμέ
κι ας σμίξουμε ως σμίγουν
μες στις ψυχές οι χαλασμοί
οι αντάρες κι αστραπές
κι ορθοφτερώνουν τις καρδιές
π’ ακράτητες πια πάνε
να συντριφτούν σαλεύοντας
στα χείλη πάντα ωδές!
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ
Ποιος θάρθει να σε ράνει
με μύρα όταν πεθάνεις;
Θα σε κηδέψουνε δίχως πόνο
και θα σε θάψουνε δίχως τραγούδι.
Κι αν γίνεις άνθος και ξεφυτρώσεις
στο μνήμα σου απάνω
— θα σε θερίσουν.
Κι αν τραγουδάκι, ζητάς για στρώμα
κάποια καρδούλα
— δε θα σ’ αφήσουν.
Κι όταν πεθαίνεις;
Κι όταν πεθαίνεις
κανείς δε θάρθει να σε ποτίσει
με μαύρα δάκρυα να σε δροσίσει
Κανείς δε θάρθει…
Ούτ’ ένα χάδι ούτε μια λέξη,
[μια προσευχή…
Θάσαι μονάχος. Και θάνε νύχτα.
τ’ άστρα σβησμένα… Βουβή κι η γη.
Και θα στενάζω και θα φωνάζω —
και θα φωνάζω και θα ζητώ
νάρθω σιμά σου να σε δροσίσω
και να σε ράνω και να σε κλείσω
μες στην καρδιά μου και να σε ζω!
Μ’ αλίμονό μου…
Βουβή η φωνή μου… Νεκρό παρακάλιο…
Νεκρός κι εγώ!
ΘΝΗΤΟΙ ! ΘΝΗΤΟΙ !
Στην παναρμόνια φθινοπωρινή θέλω τη δύση
σε μια φωτόχυτη στιγμήν ηδονική
να γίνω ένα με Σένα, ω φύση!
Ν’ απλώσω την περίφλεκτη ψυχή μου
μες στο ροδάφρισμα του ουράνιου ωκεανού.
Να ρουφηχτώ, να διαλυθώ
στις αρμονίες μέσα των χρωμάτων,
σαν όνειρον εφήβου ευγενικού…
Να μαγευτώ και να μεθύσω,
τις σιωπηλές ακούγοντας φωνές των ουρα-
[νών!
Να σπαραχτώ και να δακρύσω
τις συντριμένες μελωδίες των ανθρωπίνων
[σπαραγμών,
λιβανωτά, ν’ ανέρχωνται αγροικώντας, στα πό-
[δια των Θεών!
Και θα ρουφήξω
κάθε θριαμβική κι αθώρητη
στα μάτια των θνητών θωριά Σου, ω φύση!
Θα κυλιστώ ηδονικά
στη χλόη των αστεριών και των ηλίων!
και θα λουστώ στα νάματα
των πιον ανήκουστων θεϊκών ανασασμών!
Και θα απορήσω!
Και τίποτ’ από Σε πιο πάνω δε θα βρω!
ω συντριμένη μελωδία των ανθρώπων,
της καρδιάς τρέμισμα εσύ σπαραχτικό!
ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΠΙΑ
Σώπα! Μην μιλάς. Μην κλαις πια!
Διώξε τον πόνο σου απ’ την καρδιά σου,
φέρ’ τον στα χείλη σου, κάν’ τον ψυχή!
Κάν’ τον τραγούδισμα που να μεθάει
που να δακρύζει και να θρηνεί
πότε καλέσματα για την Αγάπη,
πότε μηνύματα στη ντροπαλή
παιδούλα ελπίδα…
Σώπα!
Ας μη θολώσουν πια τη ματιά σου
των θρήνων οι θολοί λυγμοί…
Κι άσ’ τη βροχή –κι άσ’ τη βροχή
του πόνου ν’ αργοπέφτει,
και να σπαράζει σαν προσευχή
το μήνυμά της μες στην ψυχή σου…
Είν’ η βροχή του πόνου
τόσο απλή, τόσο μικρή
που δεν αξίζει ούτ’ ένα δάκρυσμα
στην άκρη του ματιού
ούτ’ ένα θρήνο κι ούτε καν
έν’ αφανέρωτο στα χείλη ανασασμό
για ένα “Γιατί” !
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΚΑΡΩΝ
Νοιώθω μέσα μου μια φλόγα
να με λυώνει και να με σώνει!
Νοιώθω μέσα μου ν’ ανοίγονται φτερά
και να με υψώνουν
πέρα σε χώρες μ’ ανήκουστη Αρμονία,
και με μι’ αθώρητη Ομορφιά!
Νοιώθω βαθειά μου έν’ αγιούπα
να με τρώει και να με θεμελιώνει!
Κι είμ’ έτοιμος να υψώσω το μέτωπό μου,
και να σηκώσω τα στήθη μου
στα ύψη των Θεών!
Κι είμ’ έτοιμος να πω:
— Θ ε ο ί ! Θ ε ο ί !
Γ ε ν ν ή θ η κ ε ο Θ ε ό ς σ α ς !
Ν ο ι ώ θ ω β α θ ε ι ά μ ο υ τ η ν υ π έ ρ –
θ ε η π ν ο ή
π ο υ θ α σ α ς υ π ο τ ά ξ ε ι !
Τόπα και μούγκρισεν ο τόπος
στην ιερήν ορμήν του λόγου.
Κι απόρησαν τ’ ανήξερα πουλιά
και σώπασαν την προσευχή…
Τα χόρτα συντριμένα σαλευτήκαν,
και τ’ άνθη μαραθήκαν…
Κι ως κι ο λαμπρός ο Ηλιος
οπούσμιγεν σ’ ερωτικά αγκαλιάσματα,
πιο πίσω απ’ τα βουνά του κάμπου, με τη
[Γη,
έτρεξε να κρυφτεί απορημένος…
Κι ευθύς ήρθε και σκέπασε την Πλάση,
Νύχτα άφεγγη βαθειά και σιωπηλή…
Και τότε μέσ’ από τη Γη και μέσ’ απ’ τα ουράνια
μέσ’ απ’ τα χόρτα και μέσ’ απ’ τ’ άνθη
και μέσ’ από το κάθε τι
άρχισε ν’ αναδεύει μια μουρμούρα…
Ηταν σαν κύλισμα ξερόφυλλων
στην παγωμένη γη —
χιλιόστηθος ανασμός —-
ανατριχίλα…
Και σε μι’ ανείπωτη στιγή (στιγμή ; )
όλ’ η πελώρι’ αυτή θροή
παίρνει ρυθμό και παίρνει νόημα
κι ακούστηκαν μεσ’ στη βαθειά σιωπή
τρεις λέξεις:
— Δ ε ν ε ί σ α ι σ υ !
…………………………………………………………………
Ητανε μια κηδεία θλιβερή…
Κανείς δεν ακολούθα…
Στην ξύλινη την κάσα ένα παιδί…
Κι είχε την όψη τόσο ευγενική, τόσο λεπτή.
Ενα παιδί…
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
** (Βλ. σημείωση στο τέλος του κειμένου)
Δεν είναι συνήθεια, μα θα ‘πρεπε να γίνει, ύστερ’ από κάθε έργο κάτι να βρίσκεται που να βοηθάει τον αναγνώστη να μπει στα βάθη της ψυχής του δημιουργού για να ολοκληρωθεί έτσι η αποστολή του έργου. Τούτο το έργο που ζητάει νάναι ένα παιχνίδι στα χέρια όλων, απαιτεί την πλέρια γνώση. Ο,τι διαιστάνθηκ’ ο δημιουργός τ’ ολοκληρώνει ο αναγνώστης. Ο ερμηνευτής τραβάει λίγο και τους δυο για να “άρη” το κενό που πάντα υπήρχε ανάμεσά τους.
Ενα ξέσπασμα νεανικής ψυχής πρέπει να διακρίνουμε σε τούτα τα ποιήματα, μια ψυχή που ‘νοιωσε το γύρω της κόσμο και τον εαυτό της και ξεχείλισε από πόθο, πόνο και θαυμασμό. Τα ‘νοιωσε να ‘ρχωνται για να φεύγουν και χάρηκε ή νοστάλγησε την ομορφιά τους. “έφερε στα χείλη της” τη νοσταλγία αυτή και τη χαρά και “τα ‘κανε τραγούδισμα”. Στο “μην κλαις πια” μας το λέει καθαρά. “Διώξε τον πόνο σου απ’ την καρδιά σου – φέρ’ τον στα χείλη σου κάν’τον ψυχή -κάν’τον τραγούδισμα που να μεθάει -που να δακρύζει και να θρηνεί -πότε καλέσματα για την αγάπη -πότε μηνύματα στην ντροπαλή -παιδούλα ελπίδα…”. Η συλλογή αρχίζει με την επίκληση “Στον πόθο”. Μια καθαρή Διονυσιακή μέθη, του πρόσταξε αυτό το δωδεκάστιχο. Η Διονυσιακή μέθη, η αγνή, η καθάρια, η αιώνια, φανερώνεται ολόκληρη στον “Πόθο”. “Πέρνα βαρειέ κι ασύντριφτε, γιγαντωμένε πόθε, -και σύντριψε τις σάρκες μου…”. Το σύντριμα της σάρκας είναι η εξίσωσή του με τη φύση. Το βγάλσιμο απ’ τα στενά όρια που τον ζώνουν. Ετσι φαντάζει στο “Θνητοί! Θνητοί!…” όπου θέλει “Στην παναρμόνια φθινοπωρινή τη δύση -να γίνει ένα με τη φύση!”. Με μια τέτοια ταύτιση ενώνεται και με τον πόθο. Ο πόθος για τον ποιητή είναι κάτι το εξωτερικώτερο και η είσοδό του στην καρδιά έχει σκοπό να μεταμορφωθεί μαζί της σε μια ψυχή. Τώρα νοιώθουμε καλά τον ποιητικό αυτό πόθο, που στέκει πιο ψηλά απ’ ό,τι κοινά λέμε “Πόθο!”. Είν’ ο πόθος που θ’ ανοίξει έναν ολόκληρο αγώνα μαζί του, όμοιον μ’ αυτούς τους ψυχικούς αγώνες “π’ ορθοφτερώνουν τις καρδιές -και τις πάνε ακράτητες να συντριφτούν -σαλεύοντας στα χείλη πάντα ωδές!…” (1) Ενα σύντριμα -μας προλέει- θα ‘ναι το τέλος αυτής της ένωσης. Το ποίημα κρύβει νόημα τραγικό, που δείχνει πως ο ποιητής κάτι γνώρισε από τραγικότητα ζωής. Αυτό μας το φανερώνει το ακόλουθο ποίημα “Στο θάνατό μου!”. Στο ποιητικό σύντριμα που ‘δαμε πιο πάνω μοιάζει σα συμπλήρωμα το ποίημ’ αυτό. Σ’ έναν τέτοιο θάνατο δεν πρέπει να καρτερεί κανείς ανθρώπινη συμπόνια γιατί “αν γίνεις άνθος και ξεφυτρώσεις στο μνήμα σου απάνω -θα σε θερίσουν…”. Οχι μόνο οι άνθρωποι μα και τα στοιχεία εγκαταλείπουν τον τέτοιο μελλοθάνατο. “Θάσαι μονάχος και θάναι νύχτα. Τ’ άστρα σβησμένα… βουβή κι η γη!” Και μόνο η ποιητική ψυχή του το “σπαραχτικό τρέμισμα της καρδιάς” όπως λέει στ’ άλλο ποίημα, θα θέλει να δώσει μια παρηγοριά μα θάναι χωρίς πόθο, θάναι κι αυτή νεκρή!…
Στο ποίημα “Θνητοί! Θνητοί!…” στην ταύτισή του με τη φύση αξιοποιεί όλη τη φύση που θα του προσφέρει την πιο τρανή χαρά, όμως μόνο “στη συντριμένη μελωδία των ανθρώπων” βρίσκει “της καρδιάς το τρέμισμα το σπαραχτικό!”. Ενας ποιητικός ανθρωπισμός αναδεύει δω μέσα και μοιάζει να μας οικτίρει γιατί δεν εκτιμήσαμε “της καρδιάς το τρέμισμα…”.
(1) Είν’ ένα είδος elan, μια πίστη, που στιγμές-στιγμές κινάει την ψυχή για τις μεγάλες κατακτήσεις.
Υστερ’ απ’ την έξαρση του σπαραγμού της καρδιάς, θα καρτερούσαμε να μας παινέσει τον πόνο που το προκαλεί. Φαίνετ’ όμως πως δεν είναι ολομόναχο αίτιο ο πόνος και γι’ αυτό κάτι άλλο προτρέπει. Να μην τον προσέχουμε γιατ’ είναι τιποτένιος. “Είν’ η βροχή του πόνου -τόσο απλή, τόσο μικρή -που δεν αξίζει ούτ’ ένα δάκρυσμα -στην άκρη του ματιού… -ούτ’ ένα θρήνο. Κι ούτε καν έν’ αφανέρωτο στα χείλη ανασασμό -για ένα “Γιατί” –”
Στο τελευταίο ποίημα “Το τραγούδισμα των Ικάρων” ένας Νιτσεϊκός άνθρωπος ξεπετιέται, που νοιώθει μέσα του βαθειά μια υπέρθεη πνοή. Είν’ ο άνθρωπος που τον γιγάντωσ’ ο πόθος και τον ενεθάρρυνε το τρέμισμα της ανθρώπινης καρδιάς, ο άνθρωπος π’ αψήφησε τον πόνο κι όμως δείλιασε σαν άκουσε τρεις λέξεις: “Δεν είσαι Συ!”. Ο εξωτερικός πόθος σαν ένοιωσε τον εξωτερικό εχθρό πέθανε κι ο ποιητής είδε “Μια θλιβερή κηδεία, που κανείς δεν ακολούθα” κι ο νεκρός “ήταν ένα παιδί”. Οταν σταμάτησε ο ενθουσιασμός και κόπηκ’ η ορμή ακλούθησ’ η κηδεία. Το ποίημα είναι καθαρό ξεπέταγμα της λεπτής νεανικής ψυχής που γεμάτη ορμή και θάρρος σκοπεύει να γκρεμίσει τα παλιά για να χτίσει νέα. Ο ποιητής με τα λιγοστά του τούτα τραγούδια μας ζωγράφισε ζωηρά την ανήσυχη κι αγνή νεανική ψυχή. Την ψυχή π’ όλα τ’ αψηφά, κι όλα νοιώθει πως είναι γι’ αυτή κι όμως της τ’ αρνούνται. Χωρίς να υποστηρίζω πως θέλησε να μας κάνει Ηθική, βλέπω όμως πως μας έδειξε ότι σαν κάποιος “Πόθος” μας γιγαντώσει την καρδιά, κι υψώσουμε τ’ ανάστημά μας, συναντάμε τη μουρμούρα και την ανατριχίλα των σερπετών και τ’ αχούγιασμα όλων που μας φωνάζουν “Δεν είστε σεις” ή πιο καλά “Δεν αξίζετε” κι έτσι ακολουθάμε τη θλιβερή κηδεία μας.
Θάπρεπε τάχα να συνεχίσει το κακό;
Τίποτ’ άλλο αν δεν είναι τούτ’ η Συλλογή είναι όμως καθώς κρύβει το νεανικό παράπονο, έν’ ανύψωμα του νεανικού αναστήματος ενάντια στη ζωή. –Κι ας ακούσει απ’ όλα τα σερπετά:
“Δεν είσαι Συ!”
ΦΟΙΒΟΣ ΓΕΝΑΡΗΣ
* Ποιητικό ψευδώνυμο του Μίκη Θεοδωράκη με το οποίο δημοσίευσε την πρώτη του αυτή ποιητική συλλογή.
** Το κείμενο αυτό το έγραψε ο συμμαθητής και φίλος του Μίκη Θεοδωράκη Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος με το ψευδώνυμο Φοίβος Γενάρης. Υπήρχε στο βιβλιαράκι που εκδόθηκε τότε με τίτλο ΣΙΑΟ ως επίλογος.
Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα
Για μια τιμή και για μια δόξα πέφτω
για την Ελλάδα τώρα πολεμώ
καινούριους με το αίμα κόσμους τρέφω
τον ήλιο σπέρνω απ’ όπου κι αν περνώ.
Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα
και λεύτερη κει μέσα την φρουρώ
πεθαίνω, μα όπου θάνατος και νίκη
με πόνο αδέλφια τη χαρά κερνώ.
Ιούδας
Ναζωραίε! Ναζωραίε!
Όλων των ανθρώπων των αληθινών
ο δρόμος τους απ’ το σταυρό περνά.
Κέρδισες την αιώνια ευτυχία
και μ’ άφησες τον αβασίλευτο καημό
με κείνο το φιλί που με τόση αγάπη
το βράδυ αυτό (το αιώνιο βράδυ
που δε φεύγει απ’ το πλευρό μας)
απόθεσα σπαραχτικά σαν προσευχή
στον άσπρο λαιμό σου.
Ω να με δεις εκείνη την απέραντη στιγμή που σε φιλούσα.
Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο που 'κείνος και 'κείνη...
Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο
που ‘κείνος και ‘κείνη…
Δε θα ξαναπλάσουμε όνειρα
Δε θα ξαναπούμε τραγούδια
Μόνο -θα ‘ναι δείλι σαν θα ‘ρθω-
στη μελαγχολική την ησυχία
θ’ ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
και κρύα ως πεθαμένου ανάσα
– “Αγαπημένη μου αντίο…”
Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσει
ως σβήνουν οι γλυκές μορφές των ονείρων
με το φως της ημέρας.
Και θα χάσει ο ένας τον άλλον
και θα χαθούμε
και θα μας σκεπάσει
της νύχτας το σκότος.
4.1.41
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
για πάντα
λες και μας ρούφηξε η νύχτα
σα σκύλα και μ’ άφαντα στόματα.
Ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που στέκεσαι μεγάλη μπρος μου
κι εγώ μπροστά σου
ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που τρώμε αντάμα ακόμα
απ’ της νιότης το κόκκινο ρόδο
και την καρδιά μας δε μάρανε
των χρόνων το βάρος.
Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω “σ’ αγαπώ”
Δε θα σε πάρω απ’ το χέρι
να σε φιλήσω όπως πάντα
ούτε θα σε πάρω απ’ το χέρι
να σ’ οδηγήσω στο πράσινο δάσος
και κει σαν κάθε φορά να σε φιλήσω
και να σου πω το παραμύθι εκείνο
που κείνη και κείνος
ενώνονται υμνώντας τη χαρά.
Μόνο -θα ‘ναι δείλι σαν θα ΄ρθω
στη μελαγχολική την ησυχία
θ’ ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
τρεμουλιαστή σαν πεθαμένου ανάσα
και θα πει
“αγαπημένη αντίο”
Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
μες στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσεις από μπρος μου
ως σβηούνται οι μορφές
που μας αγκαλιάζουν στις χώρες
των ονείρων μας με το φως
της ημέρας
Και τώρα ας χωριστούμε
γλυκειά μου αγαπημένη
τώρα που ‘σαι για με μεγάλη
κι εγώ μεγάλος για σένα.
Τώρα που ‘μαστε αντικρύ
σα δυο φωτιές που καίνε
κι εξαγνίζουν κάθε σκέψη
μαυροφόρα κι ανάγκη.
Ας χωριστούμε, αγαπημένη
τώρα που δαγκώνουμε αντάμα
της νιότης το κόκκινο ρόδο
ως το αίμα μας κτυπά δυνατά μες στις φλέβες
και την καρδιά μας δεν μάρανε
ακόμα των χρόνων το βάρος.
Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω “σ’ αγαπώ”
Το όνειρό μου η ζωή μου
θα πετάξει και θα ‘ρθει
η νυχτιά της ημέρας
και κοιτώντας τ’ αστέρια
μ’ ενωμένα τα χέρια
θε να πούμε βουβοί
της ζωής και της νύχτας
την ωδή με τον ίδιο
τον πρώτο σκοπό:
“Η Δυάδα η Τριάδα
Εκείνος κι εκείνη!
Γελάτε αστέρια
Χαρείτε ουρανοί!
Εγώ ‘μαι ο κόσμος
η αρχή και το τέλος!
Φιλιά στα φιλιά
κι όρκοι στους όρκους….
Ζωή μου πού είσαι;
Τ’ όνειρό μου η ζωή μου
επέταξε κι ήρθε η νύχτα
της ημέρας.
Σαν έρθει το βράδυ
και διώξει τη μέρα
θε να ‘ρθω κοντά σου
με τ’ όνειρό μου.
Με σκυμμένο το βλέμμα
θα σου πάρω το χέρι
με κλεισμένο το στόμα
θα σου πω “σ’ αγαπώ”.
Τρίπολη, 1941
Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάρα
Γέμισ’ η καρδιά μου από λαχτάρα
έλα πριχού βασιλέψει τ’ άστρο κι έρθ’ η Νύχτα.
Θέλω να ρουφήξω απ’ τα μάτια σου την ψυχή σου,
θέλω να ρουφήξω απ’ τα χείλια σου τα σωθικά σου!
Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!
Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!
Τάχα δεν είμαστε πιο πάνω απ’ όλα χώμα και λάσπη;
Στη Σάρκα πάνω δε θα πατήσεις να δεις τον Ουρανό;
Σ’ αγκαλιάζω κι αδράχνω την ίδια τη Θεότη!
Στο ηδονικό σου το κορμί διαβάζω την αιτία και το Σκοπό!
Τα σωθικά μου αφρίζουν για ηδονή και για μανία.
Νοιώθω ν’ ανάβουν μέσα μου φωτιά. Αντάρες
και μανίες ραπίζουν την ψυχή μου. Σίφουνας
με πλημμυράει του Δημιουργού σπασμού η τρικυμία…
Έλα πριχού βασιλέψει τ’ άστρο κι έρθει η Νύχτα.
Θέλω να ρουφήξω απ’ τα μάτια σου την ψυχή σου,
θέλω να ρουφήξω απ’ τα χείλια σου τα σωθικά σου!
Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!
Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!
Τρίπολη, 1942
Προσφορά
Στην Ελλη Π.
Το μίλημά σου
κελάϊδισμα πουλιών μέσα στο Μάη!
Το γέλιο σου, το γέλιο της Αυγής!
Της Νύχτας τ’ άστρα λάμπουν στη ματιά σου!
Σωριάζει η ζωή τα κάλη της μπροστά σου
και μένω σκλάβος σου εγώ και υμνητής!
Κι όνειρο αγάπης μοιάζει η καρδιά σου
που τρεμολάμπει μπρος μου εκεί στητή…
Και μοιάζεις τόσο αιθέρια, κι η θωριά σου
έχει μια χάρη τόσο εξωτική
που τρέμω αν είσαι μια γλυκειά οπτασία
κι απλώνοντας το χέρι μου σβηστεί!..
30.Ι.43
Μη θρηνήσεις
Μη θρηνήσεις τους θανάτους που διαβαίνουν
με το γέλιο του Απριλιού στ’ αχνά τα χείλη…
– Είν’ η σκέψη που ξανοίγει ευτυχισμένη
σαν πουλί του λυτρωμού της τα φτερά.
Μη θρηνήσεις τους θανάτους που διαβαίνουν
με την όψη πονεμένη… ωχρό δείλι…
– Η καρδιά μοιάζει μ’ αυτούς η ραγισμένη
που απ’ τον πόνο της στυλώνει τη χαρά !
Μονάχα κλάψε εμάς, φτωχέ μας φίλε,
που θρηνούμε κάποια ανύπαρχτη χαρά,
που η καρδιά μας τώρα πλάθει μεθυσμένη
Που θρηνούμε κάποια ανύπαρχτη χαρά
που θα θάψει πάλι η σκέψη π’ απομένει.
(πονεμένη…)
28.1.43
Προσφορά
Στην Ελλη Π.
Δεν θα ‘φταναν τα λούλουδα της γης
κι οι μεγαλόπρεποι της Νύχτας θόλοι
Δε θα ‘φταναν κι οι κόσμοι όλοι
να σταφανώσουν την απέραντη ομορφιά σου!
Ω! συ! που σκύβουν μπρος σου τα κάλη της Αυγής!
Είν’ άσκημα τα ωραία της γης μπροστά σου!
Και μπρος στη λάμψη που σκορπάς, ω συ Γλυκειά μου
τα φώτα, να, του κόσμου είναι σκιές
Οδυσσέας
Γυρίζω! Γυρίζω! Γυρίζω!
Οι πόροι μου ανοίξανε στο πέρασμα της θάλασσας
που ‘ρθε και στήθηκε μες στην καρδιά μου.
Κι η καρδιά μου διάβηκε το κορμί μου
κι απλώθηκε σκορπίζοντας μες στην καρδιά του ωκεανού
τη γλυκειά μελωδία του γυρισμού.
Γυρίζω! Γυρίζω! Γυρίζω!
Πίσω από κάθε λουλούδι , κάθε νησί
και κάθε ομορφιά
προβάλλει εμπρός μου όραμα θείο
η μια κι αταίριαστη και πάντα όμοια Ιθάκη
Λες κι όλη η φύση δεν έγινε παρά για να κρύβει
την ομορφιά της σαν τα αδύνατα σύννεφα
την ώρα της δύσης που σκεπάζουν τον ήλιο
για να υψώσουν πιο ψηλά την ομορφιά του.
Γύρω μου, μέσα μου, παντού θάλασσα.
Γελαστή κι αγαπημένη
Καθρεφτίζει τον ήλιο, τ’ άστρα και τους περαστικούς γλάρους.
Κάθε κύμα που περνά
με φέρνει σιμώτερά σου.
Όλα όλα είναι γλυκά (πόσο γλυκά!)
ακόμα κι ο πιο αβάσταχτος ο πόνος
όταν με φέρνουν πιο σιμά σου ω Πατρίδα.
Αθήνα, 1943
Η Άνοιξη
Χλοϊζει καινούρια ελπίδα η λαγκαδιά
Κάποιο γλυκοκελάϊδισμα σκορπά στη φύση
η νιόχτιστη χελιδονοφωλιά.
Τρέμει η φωνή στα χείλη τα δειλά, που θα σκορπίσει
στη Φύση ό,τι φτερώνει την καρδιά.
Τώρα το κύμα το κινά μια νέα πνοή
κι ήμερα πια στην αμμουδιά το σέρνει
στην αγκαλιά τη μυστικιά του πέλαου αρμονία φέρνει
και στ’ ακρογιάλι τη σκορπά μ’ ένα φιλί.
Μέσα στ’ απίστευτο όνειρο μεθά η δειλή ψυχή
μεθά κι η ελπίδα από το θάμα μαγεμένη
Νέες χαρές χαμογελούν μες απ’ τη νέα ζωή.
Η Άνοιξη είμαι ‘γώ η λατρεμένη.
30.8.43
Στίχοι από δω κι από κει
Ι
Λιώσαμε τις καρδιές μας μες στα δάκρυα
και γονατίσαμε σα σε θεό μπροστά στη θλίψη.
Κι όταν αγαπήσαμε κι όταν μισήσαμε
βρήκαμε πως το μίσος κι η αγάπη μας
δεν μπόρεσε να πάει αλλού έξω από μας
και βάλαμε σε κάποιον άλλο την καρδιά μας
να τη μισήσουμε, να τη λατρέψουμε.
*
ΙΙ
Μας βαραίνει η αμαρτία της αγάπης και της ζωής.
*
Οι καρδούλες που πλανιώνται μεθυσμένες
τρελλές ανάμεσα στις ευτυχίες φτάνει
μόνο έν’ ανάσαμα να τις ραγίσει, πικραμένο.
Η μεγάλη Ψυχή δεν απορεί:
Γνωρίζει και περιμένει.
*
Τώρα το κύμα το κινά μια νέα πνοή
κι ήμερα πια στην αμμουδιά το σέρνει
στην αγκαλιά τη μυστική του πέλαου
αρμονία φέρνει
και στ’ ακρογιάλι τη σκορπά μ’ ένα φιλί.
Αθήνα, 1943
Πώς να στο γράψω πως σ' αγαπώ;
Η χαρά, η μεγάλη χαρά που δημιουργεί
τους κόσμους μαζεύοντας στοργικά κάθε
συντρίμι γεννημένο απ’ τα σπλάχνα σου
ω Νύχτα, ήρθε κι έδιωξε κάθε τι
Καλό ή Κακό απ’ την καρδιά μου και
με πλημμύρισε με τον ωκεανό κάθε ομορφιάς
Τη Χαρά τη μεγάλη τη δημιουργική εσύ
Αγαπημένη μου Ψυχή μου την εφτέρωσες
και μου την έστειλες χθες το πρωί
με το ουράνιό σου το γράμμα:
Διάβασα εκεί μέσα να μου λες πως μ’ αγαπάς.
Είμαι τρελλός!
Πετώ και δεν πιστεύω την
απίστευτη ευτυχία.
18.8.43
Μικρή φαντασία
Ήρθες σαν αύρα κι απόθεσες τους Παράδεισους
στα χείλη μας μ’ ένα φιλί. Και μας προσπέρασες.
Και σ’ ειδαμε, εκστατικοί να λιώνεις
μέσα στο Άπειρο Φως !
Τώρα πια τίποτα δε μένει που να θυμίζει το πέρασμά σου.
Μόνο τα φιλημένα χείλη μας
γίνηκαν αηδόνια που στενάζοντας πετούν προς κάθε λάμψη
τάχα μην είσαι συ και το φιλί σου.
24.Χ.43
Το παν θα τελειώσει
Θα ‘ρθει μια μέρα και ο ήλιος δε θα βασιλέψει
οι σκιές θα γίνουν φως
και στα φύλλα του δέντρου θα σταλάζει
το αίμα φλογισμένο σα δάκρυ
Το παν θα τελειώσει.
Ο θεός θα φανεί σκεπασμένος με κρίνα και ρόδα
με λάσπη και δάκρυα
Γύρω του αγγέλοι θ’ αλαλάζουν ωσανά
και τα σκουλήκια θα υψώνουν στο φως το κεφάλι
Το παν θα τελειώσει.
Ανθρώποι και ζώα θα σπαράζουν μες στην ευτυχία
ο ένας δε θα βλέπει τον άλλον
τα χέρια θα ξεχάσουν την αφή
κι η ψυχή τη σάρκα
Και θα γίνει μια λάμψη μεγάλη
και το Σύμπαν θα πυρποληθεί σα ξερόχορτο.
‘Ηλιοι και φώτα, σκέψεις και πόθοι
φωνές και σιωπή, πλάσμα και πλάστης
Το παν θα τελειώσει.
Δε θα μπορέσω ποτέ μου να εννοήσω τη σοφία
Δε θα μπορέσω ποτέ μου να εννοήσω
τη σοφία εκείνη που χαρίζει το γέλιο
και την αυταπάτη στους ανθρώπους.
Μαντεύω πως θα χρειασθεί μεγάλη προσπάθεια
να κτίσεις μες στην ψυχή σου ένα ψέμα
τόσο μέγα που σίγουρα να μπορέσεις
να πιαστείς απ’ αυτό και να μην πνιγείς.
Η ψυχή μου πεταλουδίζει στον ανθισμένο ουρανό
Η ψυχή μου πεταλουδίζει στον ανθισμένο ουρανό
Κι εγώ ήμουν δεμένος μέσα στο Άπειρο Φως!
Τότε πόνεσα τη θλίψη της Μοναξιάς
Κι ό,τι μου απόμεινε, το Ιδανικό
πετούσε κι αυτό προς κάποιο αστέρι.
Κάθομαι τώρα συντριμμένος και θρηνώ τ’ όνειρό μου
Και ζηλεύω το ζηλευτό σκουλήκι εκείνο
που μες στη λάσπη πλάθει κι ελπίζει
μα που ποτέ δε θ’ αξιωθεί τον ουρανό.
5.Χ.43
Μίκης Θεοδωράκης
Ζήτησα μήπως ουράνια δώρα;
Ζήτησα μήπως ουράνια δώρα;
Μήπως ικέτεψα τη νύχτα ανάμεσα στ’ άστρα
το λεπτό ίχνος της ευωδίας κάποιου θεού;
ΛΥΚΟΙ
Στη ράχη μου σέρνω την αιώνια κατάρα
στον ίσκιο μου μέσα ζει
το μίσος των ψυχών και των πραγμάτων
και μ’ άφησε μια θεία βουλή
να ζω κι εγώ στο μίσος
οι σκιές μέσα των ψυχών και των πραγμάτων
Της πατρίδας μου τα όνειρα τριγυρίζουν την καρδιά του θανάτου
Η ανατολή κι αν έρθει δεν φέρνει το φως
άναρχη κι ατελεύτητη ανατριχίλα
στενάζει τον βαθύ μας τον πόνο
μην πετάξει προς τα ρόδα
των πλασμάτων των μακαριστών
και σπείρει κι εκεί το αίμα που πνίγει…
Είναι η ώρα που το σκούσμα του λύκου
θα ξυπνήσει στα σπλάχνα μας την κοιμισμένη λαχτάρα
του φωτός
το τέλος της μέρας
κι η ανάσταση του πρώτου αδερφικού χεριού που σκοτώνει
ηχεί τώρα στ’ αυτιά μας σαν βρυκολακιασμένη κραυγή
διψασμένου θανάτου.
Πρέπει να χώσω το ρύγχος μου
στα καυτά σπλάχνα των αθώων
Καταραμένη εσύ θεία βουλή
που με χωρίζεις απ’ τον εαυτό μου.
Θα με στεφανώσει πάλι ματωμένον η ροδοστάλαχτη αυγή
Θα με στεφανώσει πάλι ματωμένον
η ροδοστάλαχτη αυγή
Κι η ίδια η παντοτινή φωνή θα με παρηγορήσει:
– Είσαι το πλάσμα το ξεχωριστό!
ο εκλεκτός των σεβάσμιων ουρανών!
Στη δοκιμασία τη φριχτή μέσα πάντα ζεις
Ενάντια στην αλήθεια της ζωής μόνος παλεύεις
κι ενάντια στο νόμο της πούν’ η αγάπη.
31.Χ.43
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε
τις έζησα, τις ρούφηξα και κείτονται νεκρές…
Τη νύχτα πια δεν έρχονται σαν τότε να με βρούνε
του ονείρου οι πολυδάκρυτες Αυγές…
Και τίποτ’ άλλο από ‘να Τίποτα
μες στην καρδιά μου δε βασιλεύει
κι αργοσαλεύει…
Και μου θολώνει τη ματιά και δε μπορώ να δω
την ομορφάδα των ματιών
που ερωτικά δακρύζουν
μπροστά στις θείες πυρκαγιές
των ουρανών και των καρδιών!
Και μου μαραίνει την καρδιά και δε μπορώ να νοιώσω
τα ερωτικά τρεμίσματα της αυγινής δροσιάς
μες στην καρδιά τ’ ανθού
το πάθος της φωνής μες στην βραδιά
και τα λυγίσματα της φλογερής καρδιάς οπ’ αγαπάει
με την αγάπη των πουλιών και τ’ ουρανού…
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικουνε
βαθειά μου νοιάθω δύναμη – ωκεανό.
Φωνές αδύνατες στ’ αυτιά μου δεν ηχούνε
κι αληθινός μοιάζω Θεός στον ουρανό.
Με Χερουβείμ τριγύρω και με “Αινείτε”.
Κι όμως και δύναμες χαρίζω κι ουρανούς.
Ερχεστε, ω πόνοι, πάλι να με βρήτε;
Ξαναθρηνείς καρδιά μου σαν κείνους τους καιρούς;
12.1.43
Ακόμη τώρα
Ακόμη τώρα
όταν θυμούμαι τη λεμονόστηθη μικρούλα
το χρυσαφένιο προσωπάκι που ακόμη λάμπει
ολόϊδια αστέρι, το φλογισμένο της κορμί
το πληγωμένο από την καφτερή του έρωτα σαϊτα
πρώτη απ’ όλες σε νιάτα και ομορφιά
θάβεται η καρδιά μου ζωντανή στα χιόνια.
Ακόμη τώρα
αχ η παιδούλα με τα μάτια του λωτού
ερχότανε, βαριά με πόθο ερωτικό της νιότης
θα την αδράξουνε τα δυο μου πεινασμένα χέρια
κι από το στόμα της θα πιω το δυνατό κρασί
όπως η κλέφτρα μέλισσα ρουφάει
το μέλι από το νούφαρο.
Ακόμη τώρα
να την έβλεπα να κείτεται
με μάτια ορθάνοιχτα, γαλαζωμέν’ από ξαγρύπνι
με μάγουλα να καίνε ως το χλωμό αυτάκι της
απ’ τον πυρετό του χωρισμού μας
ο έρωτάς μου θα την τύλιγε με λουλουδένια δάση
κι η νύχτα θα γινότανε ο μαυρομάλης εραστής
απάνω στο κορμί της μέρας.
Όταν το φως που καίει ανάμεσά μας δύσει
Όταν το φως που καίει ανάμεσά μας δύσει
τότε η μεγάλη θα σαλπίσει ψυχή των Ανέμων
κι ο συντριμένος θρήνος των δειλών μας ελπίδων
θα δέεται στους ουρανούς που θάχουν σβήσει
θα προσκυνά τους ήλιους που πια δε θ’ανατείλουν.
[ και θα καλεί τους ήλιους που πια δε θ’ανατείλουν.]
Μάθε να λατρεύεις στο Φως τη χαρά!
Μη τη ζητάς πέρ’απ’τον κύκλο της καρδιάς σου.
Ας δύσει πια στους ουρανούς για ν’ανατείλει
ανάμεσά μας ντυμένη τη γήινη πορφύρα.
[Τίναξε απ’τα στήθη σου των υπερκόσμιων Παράδεισων
την πλημμύρα.
Τα ωραία και τα ευτυχισμένα να δέσουν πια
στους ουρανούς
Και ν’ ανατείλουν στο πλευρό σου
ντυμένα τη γήινη πορφύρα.
30.Χ.43
Χριστούγεννα
ΙΙΙ.
Τσακισμένοι
Βολευτήκαμε ο ένας πλάι στον άλλο
πλάι στο σάπιο σανίδι
που ‘χε μπροστά καθένας.
[ Θα έπρεπε τώρα απ’ τη μεριά του ήλιου
να ‘ρχονται οι τρεις Μάγοι
στα ζαρωμένα μέσα χέρια της γιαγιάς μου.
Κι από πίσω αγκαλιασμένοι
οι ήχοι της καμπάνας τα καθαρά ρούχα
του σπιτιού η ζεστασιά.]
Από πάνω μας τ’ αεροπλάνα της RAF
φυτεύουν στο σκοτάδι πύρινες μαργαρίτες
[έτοιμα να πολυβολήσουν την πομπή των παιδικών μας ονείρων…]
VI
Χαϊδεύω με το γυμνό δάχτυλο τη σκανδάλη του όπλου
καθώς περιπολώ στην ψηλή ταράτσα..
Ο άνεμος κι η βροχή
χαστουκίζουν στο πρόσωπό μου
τα περβόλια με τα όνειρα
την αίθρια τόλμη της γενιάς μου.
[Δεν είμαι μόνος εδώ ψηλά
ο Κώστας που σκοτώθηκε χτες πρωί
με κεντημένους στο στήθος μικρούς κόκκινους πανσέδες
κάθεται πλάϊ και μου ζεσταίνει
με τα χνώτα του τα χέρια].
Ξαφνικά καθώς βαδίζω
απ’ την μιαν άκρη της ταράτσας στην άλλη
βλέπω να ‘ρχονται τυλιγμένοι στο σκοτάδι
και να με χαιρετούνε ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες
άνθρωποι του Γενάδ, του Σίντεϊ και του Πλύμουθ.
Η καρδιά μου φωτίστηκε τότες με μια ρόδινη ανταύγεια
λες και μ’ είχε φιλήσει στο στόμα
ο ξανθός ήλιος του Απρίλη.
Τα μάτια μου σπίθισαν τόσο πολύ
που αναγκάστηκα να τα σκεπάσω
μήπως τα διακρίνουν απ’ την απέναντι σκοπιά
οι Εγγλέζοι φρουροί.
Ήξερα τώρα πως τα βήματά μου
πάνω στην παγωμένη πλάκα της ταράτσας
μετρούσαν τους παλμούς του κόσμου. 19.ΙΙΙ. 46
V
Ο Μαργαρίτης πήγαινε μπροστά
στη γυριστή σκάλα
π’ οδηγούσε στη σκοπιά
Κι ανεβαίναμε σπρώχνοντας
προς τα πάνω
μ’ όλη μας τη δύναμη
τον σκοτεινό ουρανό
που μας πιέζει.
ΙV
Οι λεύκες γέρνουν
στο χώμα γεμάτες οργή
προσπαθώντας να φτάσουν τα τανκς
που μας παραμονεύουν σιωπηλά
μες στη Νύχτα.
Ι
Ο αγέρας εκάλπαζε
με πύρινα χαλινά
τα σκοτεινά σύννεφα.
Σ’ έναν διαβάτη....
Ο Λόφος που βλέπεις διαβάτη
ας φαίνεται, είναι ψηλός…
Γι’αυτό, χωρίς βιάση περπάτει…
Γιατί σαν τα πόδια κουράσεις
σαν πεις στην κορφή του θα φτάσεις…
Στον νεκρό μου φίλο...
Απ’ τα λίγα τα φύλλα των δέντρων
πούχουν πέσει στην κρύα τη γη
το δρομάκι που σ’ άρεσε, φίλε,
έχει βάλει τη μαύρη στολή…
*
Το τραγούδι που πριν εσκορπούσε
αρμονία γλυκειά στη νυχτιά
δεν ακούστηκε το άμοιρο, πάλι…
αχ, το πήρε κι αυτό η παγωνιά…
*
Για θυμήσου, ω φίλε, την ώρα
πούχαμ’ έρθει οι δυο μας μαζί
στων μνημάτων την ήσυχη χώρα…
Σ’ έναν τάφο καθόσουν εσύ…
*
Κι ένα μνήμα θωρώντας πιο πέρα
που βαθειά μες στην κρύα τη γη
τον γλυκό σου είχε κλείσει πατέρα
αχ, τι τάχα να σκεπτόσουν εσύ;
*
Να σκεπτόσουν, ποιος ξέρει, αδελφέ μου
πως ταχιά σ’ ένα μνήμα βαθύ
ήθελε έμπεις σκληρά μιαν ημέρα
σαν πρωτόλαβο, αθώο πουλί;
*
ΙΙ
Μη διαβάτη, μην κόψεις το άνθος
πούχει βγει απ’ του τάφου τη γη
που τον μαύρο σκεπάζει μας φύλλο
κι άλλος Χάρος του θέλει γενής.
*
Ασπρο λούλουδο ήταν και πρώτα
άσπρο λούλουδο βγήκε ξανά
κι αν σκορπούσε και πρώτα το μύρο
πάλι χύνει λευκή ευωδιά…
*
ΙΙΙ
Και σύ, ω φίλε μας, γίνε μας πάλι
αηδονάκι αθώο, γλυκό
κι ας μας ψάλλεις εκειά τα τραγούδια
με τον ίδιο αγάπης σκοπό.
Αφιερωμένα στους φίλους μου,
ΜΙΚΗΣ
Ελεύθερος στοίχος
Στα ποιήματά μου
Μικρά ταπεινά λουλουδάκια
– κι αν μπορώ να σας πω και λουλούδια-
ω αγνά ξεχασμένα τραγούδια
Χύστε και σεις (αχ και μπορείτε)
μες στη φύση μια μυρωδιά…
Πριν αρχίσω
Σ’ έναν σωρό, πανώρια μαζεμένα
τα υλικά προσμένουν με για να τα πάρω
κι εγώ ο κτίστης καθισμένος
πριν αρχίσω σ’ ερωτώ, ω θεά
θα θελα φτάσω μια φορά
να φτιάσω το παλάτι που θα κάτσεις;
Μ’ αν καταλάβεις πως ποτέ
δεν θα μπορέσω και θα κουραστώ
στο φτειάξιμο απάνω,
ρίξε φωτιά και κάψε με, θεά
πριν σ’ ένα “σταυρό”
σαν τον Χριστό πεθάνω.
Τι μπορεί να βλάψει τη Νύχτα;
Είμαι διατεθειμένος να καταστρέψω την ακοή μου
για να μην ακούω πια τη φωνή σου
Γιατί να καταστρέψω έτσι άδικα
αυτό που έφτιαξα με τόση υπομονή και τόσο κόπο;
Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό
Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό.
Κατόπι σταμάτησαν, σφίχτηκαν
δυνατά και δώσαν το στερνό τους φιλί.
Κάποιες παράξενες σκέψεις τους βαραίνουν.
Ξαναφιλιούνται μηχανικά για να παρατείνουν
ποιος ξέρει τί.
‘Ομως τα χείλη δε γνωρίζουν τη σάρκα και τα
χέρια ενώνονται σε αδιάφορα σφιξίματα.
*
Τότε παίρνω μορφή ποντικού και παρουσιάζομαι
μπροστά τους. Βουτώ την ουρά μου στο
μελάνι και γράφω πάνω στο τζάμι:
“Το πεπρωμένο καλεί τη ζωή”.
Με μάντεψαν φαίνεται αμέσως. Φτιάχτηκαν
βιαστικά βιαστικά και ξεχαστήκαν.
*
Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον ποντικό να
σουλατσάρει. Το περίστροφο είχε λησμονηθεί
πάνω στο γραφείο. Το κοιτάζω και του
λέω: -Εσύ έκανες αυτή την απερισκεψία;
Τρέχει και χώνει το κεφάλι του μέσα
στην κάνη για να εμποδίσει τη σφαίρα. Εγώ
όμως δε χάνω καιρό και τραβώ.
Πολύ προσεχτικά μαζεύω το λίγο αίμα που
υπήρχε και με αυτό σκεπάζω τις αδέσποτες
φράσεις.
18.ΙΙΙ.44
Μίκης Θεοδωράκης
ΑΘΗΝΑ
Εκείνο που μας ενώνει με το Άπειρο
Εκείνο που μας ενώνει με το Άπειρο
και που δίνει στη Σκέψη τη δύναμη να τραγουδήσει
είν’ η εντύπωση που γεννιέται
απ’ τη διείσδυση μιας ψυχής σε μιαν άλλην.
Ας σμίξουν λοιπόν τα αισθήματα
δίχως υποκρισία και ντροπή,
κι ας κυλιστούν
πάνω στην υγρή χλόη της ‘Ανοιξης.
Υπάρχει ένα βαθύ μυστήριο
στην ένωση τούτη
που συγκλονίζει τα ρωμαλέα σώματα
και που δίνει το μέτρο του μεγαλείου της Δημιουργίας!
Είναι ακατανόητο κι όμως αληθινό αγαπημένη,
πως το Σύμπαν ολάκερο κι ολάκερος ο θεός
χωρούν στο φιλί που μου δίνουν τα υγρά σου χείλη !
Αθήνα 17.ΙΙΙ.45
Μίκης Γ. Θεοδωράκης
Απρίλης
Της αγάπης λόγια σαν της Άνοιξης τα φύλλα
ένας ήλιος ήρθε και μας φίλησε στα χείλια.
Πέντε παλικάρια και μια νια χορεύουν
κι η καρδιά στο στόμα.
Όμοιες σαν κλωνάρια ανθισμένα με μια χάρη
πέντε αγάπες σμίγουν και φιλούνε το χορτάρι.
Το συλλαλητήριο στις τρεις του Δεκέμβρη
Είμαι ποταμός θολός
στα νερά μου ο κάθε εχθρός
όταν μ’ αδικίες πάει να με μπλέξει
άγριο τέλος θα βρει
τώρα κι αν με χτυπά.
Κύμα είμαι και ξεσπώ
δίχως λευτεριά δε ζω
σύμμαχα τα βόλια που με σκίζουν
μα εγώ ορμώ, πάντα θα ορμώ
γύρω πόνος βαρύς.
Κύμα είμαι και ξεσπώ
δίχως λευτεριά δε ζω
μεσ’ απ’ το αίμα των αθώων
η Ελλάδα με κοιτάζει
με οδηγεί.
Πέστε κλαδιά
Πέστε κλαδιά
πέστε δέντρα
νεράκια κρουσταλλένια
πέστε, ο αντάρτης που’ πεσε
στη μάχη λαβωμένος
πριν ξεψυχήσει, μίλησε
τ’ όνομα της μανούλας
που περιμένει λιώνοντας
και καρτερεί πονώντας.
Αν γυρεύεις απ’ τον ήλιο τη χαρά
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά
κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη
μη μακραίνεις την καρδιά σου απ’ τη δική μου
που διψά για φως.
Σαν τον ήλιο π’ όλο σβήνει κι όλο ζει
θ’ αρμενίζουν οι καρδιές μας μέσα στη γαλήνη.
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά
κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη
μη ζητήσεις να βρεις φως μακριά από μένα
θα ‘μαι σαν νεκρός.
Ας γυρέψουμε αντάμα τη χαρά
πιο πολύ κι από τ’ αστέρια μες στον έρωτά μας.
Έτσι μύριζε το ύστερα από μια μικρή ανοιξιάτικη βροχή
Στη Μυρτώ
22.ΙV.46
Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη
Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι
με τις ρίζες γιομάτες από χώμα
να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.
Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί
μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα
και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες
για τα μυστικά της γης.
Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να μήνυμα
κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο
που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες
καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.
Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος
και ξεπήδαγε καινούριο φυτό…
Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια
μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα
ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ
ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του
χορεύουν πάνω στο δέρμα
τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι
που τα λόγια του χάνουνται τώρα
βαθειά μες στη μνήμη μου.
Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα
να ταιριάσω τα τραγούδια
που άκουγα όλη μέρα
σ’ ένα μονάχα τραγούδι
που θα το λέγαμε όλοι μαζί.
Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου.
Άκουσα να τη λέει
ένα μικρό πρασινοκίτρινο φυλλαράκι
που ξεπήδαγε κείνη τη στιγμή
μες απ’ το χλωρό κλαδί της μηλιάς μας.
Την άλλη μέρα ξύπνησα μαζί με την Αυγή
κατέβηκα στα χορτάρια και κυλίστηκα
μες στις δροσοσταλίδες.
Ανατρίχιασε όλο το κορμί μου
δεν υπήρχε ούτε και το πιο μικρό μόριο
πάνω στο δέρμα μου που να μην έλεγε
κι ένα μικρό τραγουδάκι.
Τότε είπα το μυστικό μου στα χορτάρια
τα φυλλαράκια που ‘σαν κοντά
σκύψαν το κεφάλι να κρυφακούσουν
πολλές σκουληκαντέρες κατέβηκαν
χαρούμενες βαθειά σ’ όλο τον κόσμο
να πουν το μυστικό μας
κάθε σταγόνα γης ήταν τη μέρα κείνη
ευτυχισμένη…
Τότε τους είπα να ξαπλώσουμε ήσυχα
περιμένοντας να βγει ο ήλιος…
πραγματικά κάναμε με μιας
τόσο ησυχία
ώστε μπορούμε ν’ ακούμε
το μακρινό τραγούδι της Αυγής
που μοιάζει σαν κοράλι
περιχυμένο με λεπτά δάκρυα πουλιών…
Τι όμορφο που ήταν εκείνο το τραγούδι
θα μπορέσουμε άραγε να τραγουδήσουμε
έτσι όμορφα και μεις;
*
Όχι δε μου αρέσει τώρα πια το τραγούδι της γης.
Οι ρίζες σχίζουν το χώμα παράφωνα
κι οι αχτίδες φωνάζουν με ορμή και μανία.
Εμένα τώρα μου αρέσει το τραγούδι της Αυγής
όταν το ακούω νομίζω πως βρίσκομαι
στο δάσος με τα κοράλια περιχυμένα
από λεπτά δάκρυα πουλιών
μέσα στη γαλανή ανταύγεια του πρωινού.
Τα χορταράκια, τα φύλλα και τα σκουλήκια
μ’ απλώνουν σα λυγμό τα χέρια
και μου φωνάζουν παρακαλεστά
“Μείνε, σε λίγο θα βγει κι ο ήλιος
να τραγουδήσουμε μαζί”.
Μπορώ όμως να μείνω μακριά
απ’ το τραγούδι της Αυγής;
Για πρώτη φορά σκαρφαλώνω τη μάντρα
του κήπου μας κι ένοιωσα
σαν το φυτό που το τραβούν από τη γης του.
Βρέθηκα τότες μέσα σε άγνωστους δρόμους.
Στα μάτια μου όμως μπροστά τρεμοπαίζει
η ρόδινη ανταύγεια κι ήμουν ευτυχισμένος
που σε λίγο η επιδερμίδα μου θα λούζονταν
μέσα σε κείνο το εξαίσιο τραγούδι.
*
Καθώς βλέπεις, δεν είμαι τώρα πια παιδί
κι όμως ακόμα δεν κατόρθωσα να φτάσω
τ’ όμορφο κείνο τραγούδι.
Είμαι σχεδόν μετανοιωμένος
που άφησα τη μισή μου καρδιά
χωμένη μες στη γης.
Φοβάμαι αν θα με ξαναδεχτούν
οι αγαπημένοι μου φίλοι
κι αν θα με γνωρίσει η καρδιά μου
που τώρα πια θα ‘χει γίνει κι αυτή
ίσως λίγη χλόη
ίσως ένας μικρός θάμνος
με λίγα κόκκινα λουλουδάκια περιχυμένα
με λεπτές δροσοσταλίδες.
Θα ήθελα τόσο να ξαναγυρίσω στη γης.
Πόσα τραγούδια αλήθεια θα ξαναπούμε…
Και τώρα που ‘ρχεται το καινούριο καλοκαίρι
θα περιμένουμε τον ήλιο
να του πούμε πια το μυστικό μας
και να πραγματοποιήσουμε
το παλιό μας το όνειρο.
Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
11.2.46
Αθήνα
Σ’ αγαπώ. Δε μπορεί ναν’ αλλιώς...
Έχω χώμα μαύρο, χώμα ξανθό
ήλιους αιμάτινους, ήλιους λευκούς
καρδιές με ρίζες, ρίζες με φτερά
πόλεις με τάφους, τάφους με ζωή
Στο ‘να μου χέρι το μίσος κρατώ
στ’ άλλο μου χέρι κρατώ την αγάπη.
Δεν είμαι ξωτικό.
Κατοικώ στα γαλάζια νησιά
Και στα κόκκινα πάθη.
Με ξέρεις… Πιο πολύ με νοιώθεις
παρά με ξέρεις.
Ερωτικό τραγούδι
Όλη η Σκέψη μου είναι έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς
κρεμασμένο στο παράθυρό σου.
Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες
μυστικές ανταύγειες, κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη
το όνειρο της ζωής σου που ιλαρύνεται
από μια φλόγα ευδαιμονίας.
(Κοίταξε τα φεγγάρια που λιώνουνε μες στα δάκρυα
κοίταξε τα δάκρυα που φλογίζουνε σαν αστέρια
κοίταξε τ’ αστέρια που μοιάζουν με τις αμέτρητες
ελπίδες των καρδιών που η άρνηση της
ζωής τους αποκάλυψε το πεπρωμένο!)
Και μην ξυπνήσεις! Δε θα ‘χεις εδώ να γνωρίσεις
τίποτα πιότερο απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις, αφού κι ο
πόνος ακόμα που σημαδεύει μ’ ένα άστρο
το σκεφτικό μέτωπο της ζωής, αρνήθηκε
τον εαυτό του και γίνηκε ως κι αυτός απόψε
χαρά !
Πέντε στρατιώτες
Πώς βρέθηκα με μιας τόσο μακριά;
(Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω
Πόσο εκμηδενίζεται η στιγμή
όταν κάθεσαι ανάμεσα σε δύο φώτα).
– Αναγκάστηκα να αμυνθώ για τη ζωή μου
Είχα τόσο μυστικά διαρρεύσει απ’ το σώμα μου
κι είχε σκορπίσει τριγύρω μου
ώστε ήμουν δεμένος αναπόσπαστα
με τα πράγματα και τους άλλους.
– Προχωρήσαμε μαζί
σφιχτοδεμένοι
με αλλαγμένες τις καρδιές μας
από στήθος σε στήθος.
Δεν είχαμε δικαίωμα να μιλήσουμε
με τον εαυτό μας.
– Γυρίσαμε σχεδόν μαζί τα μάτια:
Στο βάθος του ορίζοντα
χίλια πουλιά ασύνταχτα σβήναν.
– Είχαμε ήδη διανύσει περπατώντας
μια μεγάλη απόσταση.
Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε
μπορέσαμε να διακρίνουμε
μια κόκκινη πινακίδα.
Υποθέσαμε πως μπορεί αυτό να σημαίνει
κάποιο ορόσημο που χωρίζει
το παρόν απ’ το μέλλον.
– Σφίξαμε τότε το λουρί της κάσκας στο μάγουλο
προσπαθώντας ν’ αναπνεύσουμε
με τον παγωμένο αέρα
κάποια σκέψη που ν’ αντέχει
μέσα σ’ αυτό το θλιβερό τοπίο.
Οι τοίχοι των σπιτιών
ξαποστέλνουν πίσω τρομαγμένοι
τους ήχους των βημάτων μας.
Βλέπουμε τους ίσκιους μας
να καθρεφτίζονται κουρασμένοι
μες στα συννεφιασμένα μάτια του ουρανού
καθώς περπατούμε προσεχτικά
πιασμένοι χέρι με χέρι
πλάι στο σύνορο που χαράζει
το ανασηκωμένο φρύδι του πολέμου.
Πίσω απ’ τις σκοτεινές πολυκατοικίες
παραμονεύει το τριχωτό
χέρι του Πολύφημου.
Είμαστε πέντε σύντροφοι
πιασμένοι χέρι με χέρι
με την καρδιά ξεπλυμένη
στο χιόνι της νύχτας
και τα λιβάδια της Άνοιξης
ζωγραφισμένα.
Σε λίγο άρχισε ν’ αστράφτει
Την πρώτη φορά τα μάτια μου
δακρύσανε απ’ το φως
Μετά συνήθισα έτσι ώστε να μπορώ να διακρίνω
το χέρι της μητέρας μου
καθώς ήρθε να μου δροσίσει τα βλέφαρα.
Κρατώ στο χέρι την αραβίδα μου
και βρίσκομαι χωμένος στη λάσπη ως το λαιμό.
Για μια στιγμή αισθάνθηκα το κεφάλι
να ξεκολλά απ’ το σώμα μου
και να πηγαίνει σε άλλο σώμα
κι έπειτα σε άλλο και σε άλλο.
Ο τόπος γέμισε με ακέφαλα πτώματα
και μόνο το κεφάλι μου γυρίζει
από σώμα σε σώμα.
Τί γίνηκαν λοιπόν τα κεφάλια
των συντρόφων μου;
Κάποιος τράβηξε το παραπέτασμα της βροχής
κι ένοιωσα σα να ήμουν μόνος
προσπάθησα τότε με την ευκαιρία αυτή
να ρίξω μια ματιά στον εαυτό μου.
(Τα σύννεφα δεν απέχουνε πολύ απ’ τη γη
Έχουν κατεβεί ’ [έχει κατεβεί]
πιστεύω πως μέχρι το πρωί
δεν θα υπάρχει πια τίποτα.
Θ’ αρχίσουν απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες
και τα φουγάρα των εργοστασίων στον Πειραιά.
Οι τοίχοι θα λυγίζουν και θα σπάζουν λίγο λίγο
Έπειτα θα ‘ρθει η σειρά των σπιτιών.
Τελευταίοι θα λιώσουν οι συνοικισμοί
κι οι ξύλινες παράγκες στο Δουργούτι).
Τότε στην απέναντι γωνιά από μας
φάνηκαν τέσσερις άντρες
Ήσανε τέσσερις άντρες της Αρχαίας Αθήνας
με χειμωνιάτικες χοντρές χλαμύδες.
Ήταν πια καιρός γιατί το χώμα
είχε γίνει ρευστό και τρικυμισμένο
Περάσαμε συρτά στο μέρος τους
κι όλοι αντάμα βλέπαμε
την Πολιτεία μας
να κλυδωνίζεται τριγύρω
ακυβέρνητη και μεθυσμένη.
Σιγά σιγά εντελώς απροσδόκητα
πλάι σ’ αυτούς τους άντρες
καταλάβαμε πως είμαστε άνθρωποι
κι έχουμε στο στήθος καρδιά
Τα Γερμανικά κράνη
κατεβασμένα πάνω στο μέτωπο
δεν μας εμπόδιζαν τώρα να δούμε τα μάτια μας
Η Αγαπημένη μου
με χαιρετούσε στην είσοδο του πάρκου
με το θαλασσί της μαντήλι.
Όμως μάταια
Μια βουή άρχισε να ξεσηκώνεται
απ’ την μιαν άκρη της Πολιτείας έως την άλλη
Βουτήξαμε τότε αμέσως κι οι πέντε
στην τρικυμισμένη θάλασσα
Καθώς κολυμπούσαμε
για πρώτη φορά νοιώσαμε την καρδιά μας
να γέρνει σαν κυπαρίσσι
Φτάσαμε στη λεωφόρο και διακρίναμε
την ατέλειωτη σειρά των κρεμασμένων.
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Χίλιες φορές
Η Μητέρα μου κι η Αγαπημένη μου
Κι από πάνω
περνώντας τα βλήματα των πλοίων του Φαλήρου
να σχηματίζουν μια γιορτινή
πολύχρωμη αλέα.
Οι πέντε σύντροφοι ανησύχησαν καθώς αργούσαμε
Κρατούσαν γερά όμως στο πόστο μας
Στις στιγμιαίες λάμψεις του πολυβόλου
μπορούσε κανείς να διακρίνει
την λεπτή κόκκινη κλωστή που ένωνε τις καρδιές μας.
Ο ουρανός και τα σύννεφα
κατεβαίνανε ολοένα προς την πολιτεία
Γύρω μας η θάλασσα φούσκωνε
και τα κύματα
μας κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια
Απ’ το λόφο του Αρδηττού
ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει
“Η Αθήνα δεν πεθαίνει. Νικά”.
Όμως η αυγή δεν έλεγε να ‘ρθει.
Ο ουρανός με τα σύννεφα
καθώς κατεβαίνει έχει ακουμπήσει
τις ψηλές πολυκατοικίες
και τα φουγάρα των εργοστασίων του Πειραιά
Κι η θάλασσα από κάτω ανεβαίνει και μας αρπάζει.
Ξαφνικά μέσα στην τρικυμία φάνηκε ένα φως
κι η φωνή σου αντήχησε δυνατά
πριν προλάβει το κύμα να την αρπάξει
Ήταν τόσο γερή ώστε να μας στηρίξει
για αρκετήν ώρα στην επιφάνεια.
Όμως ήταν πια αργά
Τώρα ακριβώς που οι καρδιές μας
άνοιγαν ξανά διάπλατα τις πόρτες τους
στην αγάπη της γης
βρέθηκε να στερέψει με μιας η απέραντη θάλασσα
και τα κύματα γίνηκαν μαύρα πουλιά
Η φωνή σου μας ήταν άχρηστη πια
έτσι καθώς βρισκόμαστε ξαπλωμένοι
ανάμεσα στα ερείπια
κι οι άλλοι να περνούν και να μας πατούν.
Παλέψαμε με τα κύματα κει πάνω στη θάλασσα
μέρα νύχτα
κι όμως δε μάθαμε τίποτα πιο πάνω
απ’ ό,τι ξέρει μια σταγόνα γης
Ρωτήστε το μικρό φυλλαράκι που σιγοπαίζει με τον
άνεμο
πάνω στο δέντρο της αυλής σας
και θα σας πει για ποιο λόγο
δρασκελίσαμε με τόση αγάπη
το σύνορο του θανάτου
οι πέντε αμούστακοι στρατιώτες του Δεκεμβρίου.
Μ. Γ. Θεοδωράκης
Αθήνα
1946
Τετράδιο
Τετράδιο
Μιχ. Γ. Θεοδωράκης
1946-1947
Αθήνα
Αυτά τα εξαίσια μάτια
Προσπαθώ να παραλληλίσω
την έννοια της θάλασσας με την έννοια της αγάπης.
Αυτό το πέλαγος
μοιάζει σα να ‘χει ανατριχιάσει από τον πόθο μου.
Θέλω να βρω μια βάρκα να ταξιδέψω.
Να γνωρίσω τις χώρες που κρύβονται πίσω από τον ορίζοντα,
τις σκέψεις που κρύβονται πίσω από τα μάτια σου.
Αυτά τα εξαίσια μάτια.
*****
Μικρές ανεμώνες
Ξέρεις τις μικρές ανεμώνες που φυτρώνουν τον Απρίλη;
Θα ‘θελα πολύ να στις αραδιάσω πλάϊ – πλάϊ
μέσα σ’ ένα πλαίσιο.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σου πω
τα όνειρα που με δέρνουν για σένα…
1946
*****
Με ξέρεις.
Πιο πολύ με νοιώθεις παρά με ξέρεις.
Ω θα μου πεις
είναι καιρός που κηδέψαμε τη Βηθλεέμ
και στον τάφο τους απάνω οι ανεμώνες
κουβεντιάζουν με τα χλωμά κορίτσια
της Σιών.
Δεν έχω αξιώσεις. Δεν έχω καθόλου αξιώσεις.
Μόνο να μου επιτρέπεις να βλέπω
στα μάτια σου τις δύσεις.
1946
Η μεταμόρφωση του Διονύσου
– Δε θα μπορέσεις ποτέ να δεις κατάματα τον εαυτό σου.
Εφ’ όσον ο αδελφός σου διαλύεται μες στο αίμα
αυτή η θαμπή βροχή του μίσους
δε θα σ’ αφήσει ούτε μια φωτεινή κολώνα
όρθια μες στην ψυχή σου…
Είναι νόμος η καρδιά μας να τραβιέται από τον πόνο.
– Σκέψου μόνο πόσο πόνεσα για να βρεθώ έτσι μόνος.
– Ετοιμάσου να επιστρέψεις στο μέρος όπου ξεφύτρωσες.
– Πρόσεξέ με αν με αγαπάς και θέλεις να με καταλάβεις καλα΄.
Συνήθισα να ζω μες στο σκοτάδι.
Αυτό με ωφελεί και με βοηθεί.
Αισθάνομαι τη Νύχτα
όπως αισθάνεται η μητέρα την ανάσα του μωρού της
πάνω στο δέρμα της.
Υπάρχει μέσα σ’ αυτό δίχως άλλο ηδονή
είναι όμως πιότερο ανάγκη.
– ‘Ακουσέ με και μένα τώρα με τη σειρά σου.
Κι η χώρα η δική μου είναι σκοτεινή.
Τ’ όνομά της είναι ξακουσμένο και θα την ξέρεις και συ.
Ονομάζεται Αρκαδία.
Κάποτε όμως πήρα το δρόμο απ’ τα δασά της έλατα
και περνώντας από χώρα σε χώρα
έφτασα στον τόπο αυτόν που ήταν καθώς μου τον είπαν.
Εμείς εκεί πάνω δε γνωρίζουμε τόσο άφθονα χυμένο το φως
κι έτσι μου φάνηκε σα να ‘χα ξαναγεννηθεί
κι είχα περάσει από μια ζωή σε μιαν άλλη.
Φαίνεται πως εδώ κατοικεί ένας νέος θεός, είπα
και οι άνθρωποι πρέπει να είναι φωτεινοί και ωραίοι…
Τώρα μπορούσα να νοιώθω κάθε τι
που μου ήταν πριν ακατανόητο
και μπορούσα ακόμα να ευχαριστήσω
δίχως υποκρισία τον δημιουργό μου.
– Ξέρω πως η Αρκαδία είναι η χώρα με τα πυκνά δάση
και τις χίλιες πηγές.
– Εκεί έχει σκοτάδι και η ζωή είναι πολύ βαθειά κρυμμένη.
Εδώ ξεπετάγεται όπως ακριβώς είναι
Δεν υπάρχει κάτι που να τη μισοσκεπάζει.
Στην αρχή τρόμαζα έτσι που ζούσα.
Ένοιωθα την ψυχή μου να πεθαίνει και να γεννιέται
σε κάθε στιγμή.
Έπιανα κι άφηνα δίχως τελειωμό
δίχως ποτέ να πω δε θέλω.
Μια μέρα συνάχτηκαν οι άνθρωποι του τόπου αυτού
και έκαναν τον συνηθισμένο όρκο της φυλής τους.
“Αν γνωρίζω πως η ψυχή μου που σβήνει
σε λίγο θα ξαναγεννηθεί
γίνομαι πιο χαρούμενος, αφού μέσα μου
θα υπάρξει κάτι καινούριο…
Κι όταν μαντεύω τη θέλησή μου όλο να τρέχει
δίχως να σταματά
δίχως ποτέ να πει δε θέλω
κι αυτό με κάνει ευτυχισμένο
γιατί η κίνηση είναι ζωή…
Ορκίστηκα κι εγώ να πολεμήσω το σκοτάδι.
Αυτό είναι που λιώνει μες στο αίμα τον αδελφό μου.
Όταν κλείνω τα μάτια
τον βλέπω να κάθεται μπροστά
στο πελώριο όργανό του
και να παίζει μακάβρια και ήρεμα.
Αμέσως σκεπάζω τ’ αυτιά μου.
Δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω
ο τόπος γεμίζει κοράκια
Μ’ ευθυγραμμισμένα κι ακίνητα φτερά
παρελαύνουν μπροστά του.
Θα ‘χεις δίχως άλλο ακούσει κι εσύ
αυτό το παράξενο όνομα: ΠΟΛΕΜΟΣ.
– Αυτό που εγώ απόφυγα μ’ όλες μου τις δυνάμεις
βάζοντας πλάι στη μαύρη κλωστή μαύρη
και στην άσπρη άσπρη.
Καταλαβαίνεις πόσο μου απολείπεται η γαλήνη.
Ένα ίσιο χωράφι με κοντό γρασίδι
καταντά να μου γίνεται ιδανικό…
– Θα σε ρωτήσω κάτι. Σκέφτηκες ποτέ σου
πού θα σκύψεις να δεις το ομοίωμά σου;
Γιατί νομίζω πως δεν έχεις άλλο ιδανικό.
– Έχω τη γνώμη πως το έργο του καθενός είναι ένας καθρέφτης
Άλλωστε είναι νύχτα.
Όμως στο λίγο φως που σκορπίζει στιγμιαία ένας διάττων
μπορείς να διαβάσεις γραμμένη οπουδήποτε
την ιστορία της γης.
[- Ένας διάττων είναι πάντα ένα καλό σημάδι.
Αυτό σημαίνει πως ο έρωτας
συνεχίζει να σμίγει τ’ αστέρια
πίσω από τη λευκή κουρτίνα του Γαλαξία
θα ‘θελα πολύ να νοιώσω αυτό το αίσθημα
που αποσπά την φωτεινή βροχή
ανάμεσα στ’ αστέρια.
Θα ‘ναι δίχως άλλο για μένα
μια πηγαία χαρά.]
Λοιπόν μη γυρεύεις άλλο κανένα νόημα
σ’ αυτή τη μικρή σπίθα που ανάφτει μπροστά σου.
Στο κάτω-κάτω οι λέξεις
χάνουν στα χείλη σου τη σημασία τους.
Η λέξη “ευαισθησία” είναι κάτι που ταιριάζει
στους ώριμους καρπούς που πλημμυρίζουν από ζωή.
Πολύ περισσότερο αν είναι μητρικό στήθος
παρ’ ό,τι αν είναι μια φωνή που σε καλεί σε βοήθεια.
Εξ άλλου οι αναθυμιάσεις αυτές του αίματος
δεν μπορούν ν’ αφήσουν ασυγκίνητο
ούτε ένα μικρό σπόρο σταριού.
Ήδη τρώγοντας ψωμί τρέφεις τις σάρκες σου
με πόνους και χρέη…
Ο αδελφός μας λιώνει μέσα στο αίμα του
κι όλοι λέγανε πως η γης εκδικιέται.
Όμως εμείς μαθαίνουμε κάθε μέρα που περνάει
πως δεν υπάρχει τίποτα πιο τρυφερό στον κόσμο
απ’ την καρδιά της πονεμένης μας μητέρας.
Απ’ την ημέρα που άνθρωποι θα αισθανθούν την ανάγκη
να γίνουν απλοί σαν κάτι που δεν γυρεύει λύση
τότε το φως θα αναδύεται από το χώμα
και τα φύλλα των δέντρων.
Το αίμα έχει σχηματίσει μια λίμνη
λίγο πιο πάνω από το μέρος που στεκόμαστε.
Ο μύθος της φυλής αυτής λέει
πως στο βυθό της
κατοικούνε τα ινδάλματα όλων των ανθρώπων.
Όποιος θελήσει να δει τον εαυτό του
δεν έχει παρά να σταθεί
πάνω απ’ την ακίνητη επιφάνειά της.
Ημιτελής του Σούμπερτ
Τρία αναποδογυρισμένα φεγγάρια
σε μια χούφτα νερό.
Τσακισμένο καράβι γεμάτο
κορυδαλλούς και βιολέτες.
Πέρασα μπροστά σου κι εσύ ήσουν
η χθεσινή βροχή.
Θα ‘ρθω να σε βρω κρατώντας
μια χορδή τεντωμένη στο χέρι.
Ονομάζομαι Φαίδων.
Δεν έχω τίποτ’ άλλο
έξω απ’ το κουρελιασμένο μου μανίκι.
Δεν υποφέρω πια τη φωνή των πουλιών.
‘Ετσι απλά που τραγουδήσατε το τραγούδι
(‘Ετσι απλά που τραγουδήσατε το τραγούδι
έτσι ήρεμα που τραγουδήσατε το τραγούδι)
Ανεβήκατε χειροπιαστά τραγουδώντας
ένα ένα τα σκαλιά της αντρειωσύνης
που οδηγούν στον ‘Ηλιο
ανεμίζοντας τα νιάτα σας
ανθισμένο κλαρί με κόκκινα λουλούδια.
(Σχεδίασμα για τους ήρωες του Μπιζανιού_
Τα σύννεφα είναι τ’ ουρανού
κι η χλόη ‘ναι του κάμπου.
Μικροί νάρκισσοι
Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει
το μικρό γιασεμί που έσπειρες
με τα λεπτά σου δάχτυλα τούτη τη
δε μπορούσα να σε διακρίνω
μέσα στο τόσο σκοτάδι.
Τα μάτια σου όμως ένοιωθα
σ’ όλο μου το δέρμα να με διατρέχουν
Και μπορούσα να μαντέψω ακόμα
τους μικρούς Νάρκισσους πεσμένους
πάνω στα πρασινογάλαζα νερά τους.
Δεν ήμουν πια μόνος
αιχμάλωτος της δυστυχίας
Πλάϊ μου άρχισε ήδη να φουντώνει
η πυρκαϊά που άναψες εκείνο το βράδυ
τρίβοντας με δύναμη το γέλιο σου
στην ανώμαλη πάνω επιφάνεια της καρδιάς μου
όπως κάνουν στα ανήσυχα δάση
της Κεντρικής Αφρικής.
Τώρα κατάλαβες κι εσύ πόσο κοντά μου
είναι αυτή η φωτιά, ώστε να κινδυνεύω
να γίνω στάχτη.
‘Ετσι όμως που μ’ έχεις ποτίσει
με κρασί και με γάλα – με χαρά κι εμπιστοσύνη
πιστεύω πως θα γίνω μια γόνιμη στάχτη.
Θέλω λοιπόν να με σκορπίσεις
στις ρίζες των μικρών καρδιών
που ονειρεύονται έναν παρόμοιο θάνατο.
Θ’ ανάψω παντού πυρκαϊές
θα κάνω ν’ ακούγεται παντού
το πύρινο γέλιο σου!
Αμφιβάλλω όμως αν οι φωτιές μου
φτάσουν το φως τόσο ψηλά
που ανεμίζεις τη σημαία των ματιών σου.
Ας ζήσουμε λοιπόν ακόμα
ανυποψίαστοι πως υπάρχουμε
σαν τα τρομαγμένα πλοία που τσακίζονται
στα βράχια.
Κι οι μικροί Νάρκισσοι πεσμένοι
πάνω απ’ την πρασινογάλαζη επιφάνειά τους
θα εξακολουθούν να πνίγονται γεμάτοι έκσταση
προσπαθώντας να ανακαλύψουν το βυθό
που υποβαστάζει
τόση απλότητα και αγάπη συμπυκνωμένη.
9.ΧΙΙ.46
Της εξορίας
Θάλασσες μας ζώνουν
κύματα μας κλειούν
σ’ άγριους βράχους πάνω
τα νιάτα μας φρουρούν.
Στείλαν του λαού μας
τ’ άξια τα παιδιά
για να τα λυγίσουν
σε δεσμά βαρειά.
Στων φρουρών το πείσμα
θα σταθούμε ορθοί
στις καρδιές ατσάλι
φλόγα στην ψυχή.
Μάνα μην στενάζεις
μάνα μην θρηνείς
τώρα πέφτουν οι θρόνοι
και τραντάζει η γης.
Η αυγή χαράζει
πάνω στα βουνά
ο εχθρός λουφάζει
φτάνει η λευτεριά.
Χτυπάτε τους αδέρφια
χτυπάτε δυνατά
σαν χτυπάει ο Μάρκος
σειέται γη, στεριά.
Στον Όλυμπο
Αν έμεινες ξαφνικά τόσο έρημος κι εγκαταλελειμμένος
απ’ τις φωνές που χρωματίζουν τον ορίζοντα
σου ‘χαν απομείνει σύντροφοι πιστοί τα γέρικα έλατα
κι η πολύχρωμη μεταμόρφωση της Άνοιξης..
Ήσουν ένας καλόγνωμος πατέρας
με σγουρά γένια κι ολόισιες σκέψεις
και θυμάμαι που καλούσες
τους αχτένιστους βοριάδες της Θράκης
να κρατούν φουντωμένες τις φωτιές που φυτρώναν
στις καρδιές των αμέτρητων παιδιών σου..
Μιλούσες ήσυχα με τον Ήλιο και με τη Νύχτα
καθώς γέμιζες με κόκκινους σπόρους
τις φτερούγες των πουλιών.
*
Ήσουν πατέρας μας
κι έπρεπε να ξανάρθουμε κοντά σου..
Συνάξαμε τα τρομαγμένα πουλιά
και βάφουμε ξανά τον ουρανό
με τα τραγούδια μας.
Σ’ ακούμε πάλι να κουβεντιάζεις ήρεμα
με τη Νύχτα και με τον Ήλιο
καθώς βλέπαμε να ‘ρχονται από κάθε μονοπάτι
τις ρόδινες λαχτάρες του Κόσμου
και ν’ απιθώνονται στα γόνατά σου.
Είμαστε τώρα δυο φορές παιδιά σου
κι οι φωτιές μας που φλογίζουνε τον ουρανό
οδηγούνε απ’ αυτό το ψηλό σημείο
τα τρομαγμένα πλοία.
Μ.Γ. Θεοδωράκης
2.2.47
Αθήνα
Το σπίτι μας με τους σκορπιούς
* Α
Ο καθένας θα ‘χει βρεθεί σε παρόμοιες στιγμές. Υπάρχουν δεσμίδες από ζεστές επικλήσεις. Πράσινες, κίτρινες, μωβ, που ανεβαίνουν από κάθε φυτό. Η θάλασσα φυσά θυμωμένα είτε ήρεμα, τις τυλίγει και τις διευθύνει ψηλά στο υπομονετικό μας σπίτι. Θα ‘πρεπε να σας μιλήσω γι’ αυτό το σπίτι. Η έκφρασή του αντανακλά τις πτυχές των βασανισμένων βουνών. ‘Εχει κάτι από το συρτό θρήνο.
* Β
Ευθύς εξ αρχής θα διακρίνει κανείς το τείχος των δέντρων που τυλίγονται ολόγυρά του με φροντίδα και στοργή. Υπάρχει ανάμεσά τους η απόσταση των ισοδύναμων ανθρώπων, η απόσταση ανάμεσα σε δυο όμοιες αχτίνες που κατευθύνονται από το βάθος της θάλασσας προς δύο απομονωμένους γλάρους.
* Γ
Με πέντε βήματα αγγίζεις από τη ρίζα των δέντρων τις ξασπρισμένες πέτρες που υποβαστάζουν την υπομονή και τα όνειρα του σπιτιού μας. Το χαμόγελό του είναι πάντα βεβιασμένο. Η γνώση του τροχίζεται απ’ τους σκορπιούς και το βορινό άνεμο που φοβισμένος το παρακάμπτει συχνά όταν μέσα στις νύχτες του Δεκεμβρίου αλλοιθωρίζει προς την απέραντη θάλασσα με τα μάτια πύρινα και προκλητικά.
* Δ
‘Επειτα απο ένα συγκρατημένο και ήρεμο όνειρο ξύπνησε αντικρύζοντας την καταματωμένη θάλασσα ως τις ρίζες της γης. Αναταράχτηκε από τις χιλιάδες λεπτές και φευγαλέες μυρωδιές που κυνηγιούνται με τις πεταλούδες και τις μέλισσες πάνω στο κάτασπρο σεντόνι του ‘Ηλιου. ‘Ηταν καιρός να εξακοντίσει την πρώτη του σκέψη προς το στερέωμα που το συγκρατούσε στο χώμα με συγκατάβαση και ειρωνία. ‘Ισως να μη γνώριζε που το πλοίο μας διέσχιζε ήδη το Αιγαίο κι ακόμα πως πριν γεννηθούν οι μητέρες μας είχε αποφασιστεί ο ερχομός μας εδώ ψηλά.
* Ε
Δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε το βεβιασμένο του χαμόγελο καθώς και την παράξενη συνήθεια να προσκαλεί τ’ αδέσποτα σύγνεφα που τριγυρίζουν ψαχουλεύοντας στο λόγγο και τις πλαγιές του βουνού. ‘Ετσι δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τα μάτια μας, δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε σ’ αυτή την απότομη και βάρβαρη μεταλλαγή ανάμεσα στο φως και την πάχνη, στο κύμα και τη συρτή φωνή που εξακοντίζεται τόσο συχνά προς το δυτικό Αιγαίο. Χάνουμε έτσι το πρόσωπό μας καθώς γινόμαστε ένα με τα παράξενα όνειρά του που ενώ έχουν αγκυροβολήσει στις σφραγισμένες εποχές προεκτείνονται προς τα μακρινά σημεία που ειρωνεύονται τους κύκλους και τις επανόδους.
* ΣΤ
Υπάρχει εν τούτοις κάτι που ενώ δεν τραβά σε δένει σφιχτά. Νομίζεις ότι προεκτείνεσαι διαρκώς προς τα μπρός ενώ τα ίχνη σου μπλέκονται μες στις ρίζες των θάμνων που σε περικυκλώνουν με θανάσιμη χαρά.
Θα ‘ρθει και για σένα η όμορφη εποχή !
* Ζ
Θα πρέπει τώρα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του. Την ήρεμη αφήγηση κάτω απ’ το θόλο των κουμαριών. Τον τελείως απόκρυφο έρωτά του για την νοτιοανατολική πηγή. Τη νοσταλγία των ξασπρισμένων του τοίχων που ήταν συνηθισμένοι ν’ αγναντεύουν προς το Αιγαίο τους κουρσάρους καθώς γύριζαν ανήσυχοι τα κεφάλια για να χαιρετήσουν με σεβασμό και φόβο. Προ παντός όμως η φροντίδα του από αιώνες ήταν αυτός ο ατέλειωτος κι ανώφελος αγώνας που γίνεται μέσα του ανάμεσα σ’ ό,τι υπήρχε και σ’ ό,τι ήρθε.
* Η
Αυτή την ώρα ο ορίζοντας εξαφανίζεται κάτω από την πίεση του ουρανού και το ανέβασμα της θάλασσας. Υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα το αίσθημα της κατανόησης. Στα μικρά σύγνεφα που ταξιδεύουν προς τον ήλιο αντιμάχονται η αγάπη με το μίσος. Σε λίγο το φως θα ισομοιραστεί εφ’ όσον ο ήλιος εξαλείψει τις σκιές και τους ενδοιασμούς που τον οδηγούν στην οδυνηρή και χιλιοτραγουδισμένη του πτώση. Η τελευταία αχτίνα οδηγείται προς τον γνώριμο δρόμο του σπιτιού μας. Τη δεχόμαστε ήρεμα δίχως φωνές. Θα συνομιλήσουμε όλη τη νύχτα μαζί της. Θα ονειρευτούμε μαζί.
* Θ
Υπάρχει μια αναγκαιότητα που διανοίγει ανάμεσα στα σύννεφα μακρύ και ανήσυχο δρόμο. Απ’ αυτόν θα περάσουν οι σκέψεις του σπιτιού μας, οι σιωπηλές του έγνοιες για κάθε τι που πιστεύει στη ζωή. Όλοι απορούν για το βάθος του βλέματός του. Ξεσκίζει κατάβαθα τους σκλάβους της Νότιας Αφρικής όπως και τα αιχμάλωτα θηρία των ζωολογικών κήπων της Ευρώπης. Από κει πάλι έρχονται αγκαλιασμένα τα όνειρα του κόσμου με ανοιχτά και βρώμικα τραύματα. Μπορεί κάθε στιγμή να δεις την ατέλειωτη φάλαγγα που κάνει τους σκορπιούς να αναδιπλώνονται με ανατριχίλα..
* Ι
Βλέπετε πως όλο παρασύρομαι απ’ αυτήν την αργυρή αντανάκλαση που μου δίνει την αυταπάτη πως είμαι αδερφός των σκορπιών, παιδί των τοίχων και των στοχασμών του σπιτιού μας. Σας υποσχέθηκα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του.
* Κ
Σήμερα η μέρα ήρθε αθόρυβα. Το φως κλιμακώνεται στην ήρεμη θάλασσα σχηματίζοντας μια φωτεινή σκάλα που συνεχίζεται απ’ τις γραμμές του ορίζοντα. Θα μπορέσω ίσως να τοποθετήσω δίπλα δυο σκέψεις που να έχουν το θάρρος να αλληλοκοιταχτούν στιγμιαία στα μάτια; Όμως αυτή η ησυχία μου επιτρέπει ν’ ακούω τον παράξενο σάλο που γίνεται εντός μου… Όσο κι αν θέλω να το ξεφύγω είμαι παιδί των στοχασμών του, είμαι αδερφός των σκορπιών του. Δεν ανέχεται μέσα μου αυτό που υπάρχει εκείνο που έρχεται.. Πώς θέλετε λοιπόν ν’ αρνηθώ τη γενιά μου, να επιτρέψω να δώσουν τα χέρια που τρέμουν από το μίσος, να κοιταχτούνε στα μάτια που χάνονται απ’ το ακόρεστο πάθος, ν’ αγκαλιαστούνε κραυγές που ξεσκίζονται απ’ την ανατριχίλα; ΕΧΘΡΟΙ ΜΕ ΕΧΘΡΟΙ ;
* Λ
(Το βράδυ καθόμαστε κι αγναντεύουμε τη θάλασσα. Τραγουδάμε σιγά… Συχνά σιωπούμε κοιτάζοντας κάτω. Μας στεναχωρεί αυτή η συνεχής παρακολούθηση. Θέλουμε πολύ να μείνουμε μια στιγμή μόνοι με συντροφιά μας μονάχα τους σκορπιούς και τους τοίχους).
ΙΚΑΡΙΑ 1947
(17 – 21 ΙΙΧ)
Νυχτερινό τραγούδι
Κι ενώ ακόμα ήσουνα στο Φως,
η Νύχτα ξαγρυπνούσε στο πλευρό σου…
Και μάνιαζαν απάνωθέ σου οι άγρι’ ανέμοι
όταν η ραγισμένη ακόμα μελωδία της Γαλήνης
σε σιγοκοίμιζε γλυκά-γλυκά…
Χτύπα – χτύπα
Τα πλοία προσμένουν κρυφά στα σκοτάδια
δεμένα σε κάποια ακτή μυστική
καμιόνια με φάρους σβησμένους
γεμάτα συντρόφους πιστούς
γλιστρούν μες στην πόλη που τώρα σφαδάζει
στα νύχια των εχθρών του λαού.
Χτύπα, χτύπα το στήθος π’ ανάβει
χτύπα, χτύπα το νου που φωτά
στα χτυπήματα θεριεύουν οι σκλάβοι
κάτω μας σπρώχνεις μα πάμε ψηλά.
Τα πλοία στα βράχια σκορπούν τους συντρόφους
τους ζώνουν σαν φίδια φρουροί τρομεροί
μα κείνοι ψηλά το κεφάλι ψηλά η σημαία προχωρεί
παιδιά του λαού τιμημένα γνωρίζουν
πως πλάθουν την καινούρια ζωή.
Ελεγείο για τον Αγαμέμνονα Δάνη
Χίλια ζευγάρια χέρια ν’ ανεμίζουν υψωμένα και να σβήνονται στ’ απόβραδο
κι εσύ, χαμένε σύντροφε,
να χαιρετάς και να γκαρδιώνεις, καθισμένος
στο γόνα του ήλιου.
(Σιωπή γερμένη με λυμένα μαλλιά -πάνω στην βαθειάν ανάσα της γης
κάτω από τα λιόδεντρα κραυγή
που ξεχάστη θρηνώντας).
Απ’την απόμακρη Χίο στο Πετροπούλι
κι απ’ την Ασία στον Αη-Ληα
νοιώσαμε τον ουρανό να σκύβει
και να φιλά την πληγή μας
κι ήσουν, χαμένε σύντροφε
χίλια πουλιά να πετούν
προς το Νότο!
Κι ήρθαν κοπέλες απ’ τη Δάφνη
κι απ’ το Στελί μανούλες πικραμένες
απ’ την Αρέθουσα και τους Βρακάδες οι μαυροφόρες
κι απ’ τον Αρμενιστή γερο-ψαράδες ήρθαν
μ’ αλατισμένη την καρδιά στο κύμα και στα δάκρυα
Και κάθισαν ολόγυρά σου, χαμένε σύντροφε,
και κάθισαν ολόγυρά μας
ν’ αρχινήσουν ψιλό μοιρολόι
Τ’ ήσουν ο στεναγμός ενού Λαού
το φτεροζύγισμα ενού γύπα
που χιμάει !
Δάφνη Ιούνης 1948
Παλικάρι
Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε
τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στη δουλειά
στο σπίτι παλικάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας
γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου
κι έκοβες το φεγγάρι
ως σ’ έκοψε σα λούλουδο
ο Χάρος μια νυχτιά.
Κλαίνε οι τράτες, κλαίνε
τα κύματα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στα κουπιά
στο γλέντι παλικάρι
οι κοπελιές κεντούσανε
για σένανε κρυφά
κεντούσανε τα όνειρα,
τον ήλιο, το φεγγάρι
κεντούσαν την αγάπη τους,
της βάζανε πανιά.
Κλαίνε οι ναύτες, κλαίνε
τα σύννεφα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι, η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα
τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά
το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη
κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.
Μαργαρίτα
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
περιστεράκι στον ουρανό
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω
βλέπω την πούλια και τον αστερισμό.
Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή
σαν θέλω να ‘μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί.
Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
βαρκούλα στο Σαρωνικό
Σαρωνικέ μου τα κυματάκια σου δωσ’ μου
δωσ’ μου τ’ αγέρι, δωσ’ μου το πέλαγο.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
δεντράκι στο Βοτανικό
πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα
πέφτουν οι ώρες, πέφτω λιποθυμώ.
Η μάνα μου είναι τρελή
και με κλειδώνει μοναχή
σαν θέλω να ‘μπεις στην κάμαρή μου
σου ρίχνω μεταξωτό σκοινί.
Και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
Απαγωγή
Θα πάρω μια βαρκούλα
στον Κάτω Γαλατά
και στην Αθήνα θα ‘ρθω
καβάλα στο νοτιά.
Και σαν θα ‘ρθει το δειλινό
στον κήπο σου θα μπω
να κόψω τα τριαντάφυλλα
να κόψω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό.
Θα βάλω στην βαρκούλα
λουλούδια και φιλιά
δυο γλάροι ταξιδεύουν
καβάλα στο βοριά.
Και νάτη η Κρήτη φάνηκε
γαλάζια και ξανθιά
τη θάλασσα στα μάτια της
τον ουρανό στην αγκαλιά
τον ήλιο στα μαλλιά.
Θ’ αράξω την βαρκούλα
μπροστά σε μια σπηλιά
θα σε ταΐζω χάδια
καβούρια και φιλιά.
Στη μάνα μου, στον κύρη μου
λέγω και τραγουδώ
σας φέρνω την τριανταφυλλιά
σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό.
Πάμε βόλτα στα Χανιά
Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει
δωσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά.
Τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι
στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.
Μοσχοβολούν οι γλάστρες
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Το Σαββάτο το βράδυ, φως μου
είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός
έχω όλα τα πλούτη του κόσμου
δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.
Το μπαλκονάκι σου δικό μου
δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός
κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια
σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός.
Δεληβοριά – Δεληβοριά
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε πήραν πάλι τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
δεν θα βρεθεί, δεν θα βρεθεί
αγάπης πόνος πιο πικρός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε ταξιδεύουν τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
για μια μικρούλα καστανή
που ‘ναι κρυμμένη σε σπηλιά
και σ’ άλλον δίνει τα φιλιά
Δεληβοριά, Δεληβοριά
σε τραγουδάνε τα πουλιά
σε Δύση και σ’ Ανατολή
δεν θ’ ακουστεί, δεν θ’ ακουστεί
αγάπης πιο πικρός σκοπός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.
Απρίλης
Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε
καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη
και στις τόσες ομορφιές.
Γιομίζει η γειτονιά
τραγούδια και φιλιά
την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
μα το ‘χω μυστικό.
Αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα
στο γαϊτανόφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου
σαν το πουλάκι στο ξόβεργο.
Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο
στη μάνα σου θα ‘ρθω
να πάρω την ευχή της
και το ταίρι π’ αγαπώ.
Το όνειρο
Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια
δυο κάστρα βενετσιάνικα
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την Ανατολή
κι ο άλλος για τη Δύση
και συ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς τον Ήλιο.
– Ήλιε, που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες,
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ ένα λυγμό τα εγέννα.
Μα εκείνοι αφήνουνε βουνά,
διαβαίνουνε ποτάμια.
Ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Και κει στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι δυο
το νεκρικό κρεβάτι
μαζί τα χέρια δίνουνε
της κλείνουνε τα μάτια
και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθειά μέσα στο χώμα
κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις, να ξεδιψάσεις
Μοιρολόι
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο
Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.
Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμα
κι ήρθα να το προϋπαντήσω.
Ξέρετε πώς το λένε;
ΟΛΟΙ
Ξέρουμε !
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ξέρετε πόσα χρόνια είχε;
ΟΛΟΙ
Ξέρουμε!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ξέρετε πόσο ψηλό ήταν;
ΕΝΑΣ
Ξέρουμε πόσο ψηλό ήταν και πόσο όμορφο και πόσο καλό.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Πότε και πού το ‘δαν για στερνή φορά;
ΟΛΟΙ
Ψηλά στο λόφο !
ΕΝΑΣ
Στη θέση της καρδιάς είχε πουλί και κελαηδούσε! Τον πήρανε χιλιάδες πουλιά και τον πάνε στον φίλο του τον Ηλιο!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Το παιδί μου φορούσε καθαρά ρούχα, είχε αλλάξει σήμερα το πρωί πριν φύγει.
ΕΝΑΣ
Ηξερε πως πάει σε γάμο! Πως πάει σε πανηγύρι!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Του χάρου πανηγύρια και χαρές.
Α’
Ηταν ωραίος σαν δέντρο!
Β’
Ψηλός σαν κάστρο!
Γ’
Καλός σαν το γάλα!
Δ’
Ημερος σαν τον θάνατο!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Το παιδί μου είχε χαρτζιλίκι. Του ‘δωσα χτες το βράδυ.
ΕΝΑΣ
Ηξερε πως πάει να πιει και να γλεντήσει!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Του χάρου κρασί και γλέντια.
ΑΛΛΟΣ
Ηταν πιο ζωντανός κι απ’ τη ζωή! Πιο δίκιος κι απ’το δίκιο!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Το παιδί μου είχε αγάπη. Τον ξόφλησαν σήμερα το πρωί.
ΕΝΑΣ
Σήμερα το πρωί τον ξόφλησαν γιατί είχε πολλή αγάπη!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ξέρετε πώς θα ‘ναι ο κόσμος χωρίς το παιδί μου;
ΟΛΟΙ
Ξέρουμε!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Πώς θα ‘ναι ο ήλιος κι η μέρα;
ΕΝΑΣ
Η μέρα οχιά κι ο ήλιος πόνος κι ο κόσμος πληγή χωρίς γιατρειά.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μου φέρνουν το παιδί μου σκοτωμένο.
Μου ‘παν πως το φέρνουν απ’ το ρέμα
δεν άντεξα να πάω παρακάτω.
Ξέρετε πώς το λένε;
ΟΛΟΙ
Ιησού!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ξέρετε πώς το λένε;
ΟΛΟΙ
Πέτρο, Χανς και Γιούρι, Αννα, Χανς και Λιου-Τσε!
ΕΝΑΣ
Είχε δέσει τον ήλιο στην άκρη της κλωστής και τον έπαιζε σαν χαρταετό!
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μα είναι αλήθεια; Το παιδί μου ήταν φτωχό. Δεν ήξερε γράμματα.
ΟΛΟΙ
Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!
Αλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα!
ΕΝΑΣ
Θα μάθει τώρα το αλφάβητο μετρώντας τ’ άστρα, βγάζοντας τις σφαίρες απ’ το πετσί του.
ΓΥΝΑΙΚΑ
(Μοιρολογώντας)
Σφαίρες μου, καλές μου σφαίρες
μπείτε γλυκά στο κρεατάκι του
του το ‘δεσα στάλα με στάλα
δεκαοχτώ χρόνια νύχτα μέρα.
Μην το πονέσετε πολύ.
Μπείτε γλυκά
να μη σας καταλάβει και ξυπνήσει.
ΕΝΑΣ
Για τη λευτεριά και για το λαό δεν υπάρχει θυσία μεγάλη.
ΑΛΛΟΣ
Για την πατρίδα μας την Ελλάδα λίγοι οι νεκροί κι οι τάφοι λίγοι.
ΟΛΟΙ
Για τη λευτεριά και για το λαό!
Για την πατρίδα μας την Ελλάδα!
ΙΣΜΗΝΗ
Για τη ζωή, για τη ζωή!
Για το νερό όταν αγαπάς!
Για την αγάπη όταν διψάς!
Η πιο μεγάλη θυσία είναι να ζεις!
ΟΛΟΙ
Θάνατος στο Θάνατο!
Η αλυσίδα
Την αλυσίδα τη βαρειά
την κάνω χελιδόνι
τη φυλακή τη σκοτεινή
την κάνω ξαστεριά.
Την αλυσίδα τη βαρειά
εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ
την κόβουμε μαζί.
Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!
Φτιάξε την αλυσίδα με τα κύματα!
Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!
Φτιάξε την αλυσίδα με τα σύννεφα!
Σπάσε την αλυσίδα με τις ντροπές!
Φτιάξε την αλυσίδα με τις Πασχαλιές!
Σπάσε την αλυσίδα με τον αγκυλωτό!
Φτιάξε την αλυσίδα με τον Εωθινό!
Σπάσε την αλυσίδα και τη φυλακή!
Φτιάξε την αλυσίδα κορμί με κορμί!
Την αλυσίδα που μιλά
την κάνω αστροπελέκι!
Των παλατιών σου τη χλιδή
σου κάνω φυλακή!
Την αλυσίδα που μιλά
εγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύ
τη φτιάχνουμε μαζί!
Η Λευτεριά κερδίζεται!
Η Λευτεριά κερδίζεται!
Ραγιάδες σηκωθείτε
φωνάζει ο Κίτσος!
Ένα δειλινό
Ένα δειλινό
σε δέσαν στο σταυρό.
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου,
μου κάρφωσαν τα σπλάχνα,
σου δέσανε τα μάτια σου,
μου δέσαν την ψυχή μου.
Ένα δειλινό
με τσάκισαν στα δυο.
Μου κλέψανε την όραση
μου πήραν την αφή μου
μόν’ μου ‘μεινε η ακοή
να σ’ αγροικώ παιδί μου.
Ένα δειλινό
ωσάν τον σταυραητό.
χύμηξε πα στις θάλασσες,
χύμηξε πα στους κάμπους,
κάμε ν’ ανθίσουν τα βουνά
και να χαρούν οι ανθρώποι.
Το τανγκό του εφιάλτη
Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;
Ο Εφιάλτης ήταν ο πρώτος προδότης!
Τότε ακόμα η προδοσία ήταν αμάρτημα!
Θεοί και άνθρωποι τιμωρούσαν σκληρά τον προδότη.
Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη;
Αργότερα η προδοσία έγινε επάγγελμα!
Οι προδότες πηγαίναν στη δουλειά τους
όπως οι μαγαζάτορες στα μαγαζιά τους.
Πουλούσαν την πραμάτεια τους
και παίρναν το μισθό τους τακτικά.
Παντρεύονταν ανάμεσό τους
να μην προδώσουν της ράτσας τη σειρά!
Κι όμως όλος ο κόσμος θυμόταν ακόμα
την ιστορία του Εφιάλτη τόσα χρόνια!
Ώσπου η προδοσία γίνηκε αρετή!
Έγινε καθήκον
και για τους προδότες
θεσπίστηκε εύφημος μνεία ειδική!
“Στο σεμνό προδότη
τη μεγάλη προδοσία πιστοποιούσα
η πατρίς ευγνωμονούσα!”
Ποιος θυμάται πια τον Εφιάλτη;
Προδομένη αγάπη
Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν,
προδομένη μου αγάπη
σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της ζωής μας.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τον Παύλο και το Νικολιό
Τον Παύλο και τον Νικολιό
τους πάνε για ταξίδι
με βάρκα δίχως άρμενα,
με πλοίο δίχως ξάρτια.
Τ’ άρμενα τα ‘καψε φωτιά,
τα ξάρτια καταιγίδα
και το ταξίδι θάνατος,
που γυρισμό δεν έχει.
Του Παύλου και του Νικολιού
οι μάνες παν αντάμα
ρωτούν το χώμα να τους πει
και κείνο βγάζει αίμα.
Δεν είναι αναστεναγμός
που βγαίνει απ’ το χώμα
μόνο πηγή λαχταριστή,
να πιεις να ξεδιψάσεις
Στα περβόλια
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά.
Αχ κι εγώ θα ‘ρθω…
Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό.
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή.
Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκειά
κι εγώ είμ’ ο νιος που γύρισε για μια σου ματιά.
Αχ για μια ματιά…
Για το μέτωπο σαν έφυγα μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις.
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τραίνο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή…
Ενωθείτε
Ενωθείτε βράχια, βράχια.
Ενωθείτε χέρια, χέρια.
Τα βουνά και τα λαγκάδια πιάστε το τραγούδι.
Πολιτείες και λιμάνια μπείτε στο χορό.
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!
Πασχαλιά μας, κοπελιά μας
κάμποι, θάλασσες, βουνά μας,
μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδες
ένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση.
Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο,
τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!
Πολυχρόνιος ημέρα
Υπερμάχω – Υπερμάχω.
Βάρκα στο γιαλό
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά
για τα δυο σου μάτια
για τις δυο φωτιές
που όταν με κοιτάζουν
νοιώθω μαχαιριές.
Βάρκα στο γιαλό
βάρκα στο γιαλό
γλάστρα με ζουμπούλι
και βασιλικό.
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά.
Κι όταν σε μεθύσω
κι όταν θα σε πιω
θα σε νανουρίσω
με γλυκό σκοπό.
Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά
φεύγω για τα ξένα
για την ξενητειά
και μην κλαις για μένα
αγάπη μου γλυκειά.
Το φεγγάρι
Το φεγγάρι κάνει βόλτα
στης κυράς μου τα μαλλιά.
Παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκειά πενιά,
παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά.
Το φεγγάρι κάνει κύκλο
στης κυράς μου την καρδιά.
Παίξε Μανώλη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκειά πενιά,
παίξε Μανώλη μου το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά.
Το φεγγάρι κάνει βόλτα
μα η κυρά δεν μ’ αγαπά.
Παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκειά πενιά
παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι
να ξεχαστούνε τα παλιά.
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
φάνηκε πάνω στην κορφή
κρατά στο χέρι την αυγή
και στ’ άλλο τη ζωή μου.
Το παλικάρι, το παλικάρι
θα ‘ρθει το βράδυ στις εννιά
βόηθα Χριστέ και Παναγιά.
Ο καβαλάρης του βουνού
φάνηκε στα σοκάκια
κρατά στο χέρι κεραυνούς
και στ’ άλλο αναστεναγμούς.
Ο καβαλάρης τ’ ουρανού
φέρνει μαζί του την αυγή
φέρνει το χέρι που σκορπά
και τ’ άλλο που θερίζει.
Πέντε στρατιώτες
Πέντε στρατιώτες ξεκινήσανε
το βουνό να βάψουν, ξεκινήσανε
το βουνό να βάψουν, σταματήσανε
το βουνό το βάψαν, κοιμηθήκανε.
Πέντε στρατιώτες κοιμηθήκανε
το βουνό τους τρώει, θυμηθήκανε
το βουνό τους πίνει, ονειρευτήκανε
το βουνό τους φτύνει, διαλυθήκανε.
Πέντε στρατιώτες διαλυθήκανε
το βουνό ανθίζει, ονειρευτήκανε
το βουνό χιονίζει, κοιμηθήκανε
το βουνό στενάζει, αγαπηθήκανε.
Μάνα…. Μάνα…. Μάνα….
Πέντε μάνες, μάνες, μανούλες…
Μανούλα μου ο γιόκας σου
Μανούλα μου ο γιόκας σου
που έφυγε στα ξένα
βλέπει τη νύχτα μοναχός
βλέπει τον πόνο μόνος
τον λιώνει ο ξενητεμός
και τονε δέρνει ο πόνος.
Μανούλα, μανούλα πού ‘ ν’ ο γιόκας σου
μανούλα, μανούλα πού ‘ν’ ο βασιλικός σου
πού ‘ναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού
πού ‘ν’ η ζωή κι ο βιος σου;
Μανούλα στείλε τα πουλιά
μανούλα στείλ’ τ’ αηδόνια
να με ξυπνάνε την αυγή
να ‘ρχονται στα όνειρά μου
να μη με δέρνει απαντοχή
να ‘ναι βουνό η καρδιά μου.
Σωτήρη Πέτρουλα
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου, οδήγα μας μπροστά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα.
Ελευθερία ή Θάνατος
Όταν ο ήλιος κουραστεί και πάει για να πλαγιάσει
τα παλικάρια βγαίνουνε έξω απ’ τους κρυψώνες.
Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη
Ελευθερία ή Θάνατος το λάβαρό μας γράφει.
Κρατούν στα χέρια τους μπογιά να βάψουν την Αθήνα
στα μάτια τους η Λευτεριά αστράφτει κι η Πατρίδα.
Γλυκά προβάλλει η χαραυγή, γλυκά χαμογελάει
το Μέτωπο μας προσκαλεί και μας καθοδηγάει.
Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικάνοι
θα σας σαρώσει ο Λαός, θα ‘ρθει γιορτή μεγάλη.
Το μέτωπο
Κρυφά μιλάνε τα βουνά, κρυφά κι οι πολιτείες
ο Υμηττός στην Πάρνηθα, η Κοκκινιά στον Ταύρο.
Κρυφά μιλάν κι οι άνθρωποι, κρυφά τα παλικάρια
τη μέρα αγριεύουνε, τη νύχτα τραγουδάνε.
Όσο μεγάλη η θάλασσα μεγάλος κι ο καημός μου
όσο βαθειά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.
Μες στην καρδιά σου Αθήνα μας φύτεψα τη φωνή μου
εγώ είμαι το Μέτωπο, καλώ τους πατριώτες,
καλώ τα νιάτα του Μαγιού, καλώ και τους εργάτες
να γίνουν πέλαγο βαθύ, τους Παττακούς να πνίξουν.
Όσο μεγάλη η θάλασσα μεγάλος κι ο καημός μου
όσο πλατειά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.
Πέλαγο (Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος)
Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος, την άλλη μέρα σκλάβος
την Κυριακή ξημέρωμα με φώναξε ο Χάρος.
Κάψε του νου σου τα φτερά, της σκέψης σου τα μάτια
να μη θωρείς τη συμφορά, να μη γροικάς τον πόνο.
Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.
Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.
Καλέ μου Χάρε μίλησε, καλέ μου Χάρε λέω
θέλω ν’ ανέβω στα βουνά, να προσκυνώ τον ήλιο
θέλω να βλέπω τα νερά, να παίζουν με τους ίσκιους
να βλέπω και τη μάνα μου τη γλυκοπικραμένη.
Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.
Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.
Ο ήλιος ελαβώθηκε και τα βουνά στενάζουν
κι ο χρόνος εσταμάτησε μπροστά από το Παγκράτι.
Κι η μάνα σου στη θάλασσα στέλνει τους στεναγμούς της
παρακαλεί τα κύματα στα Γιούρα να τους πάνε.
Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.
Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου.
Ο Ήλιος
Σε μια μικρή χώρα έγινε ένα μεγάλο έγκλημα.
Γι’ αυτό κάθε νέος και κάθε νέα σε όλο τον κόσμο
πρέπει να κλάψει πικρά.
Γιατί όταν ποδοπατιέται ένα λουλούδι
είναι τα νιάτα του κόσμου που ποδοπατιούνται.
Γιατί όπου σκοτώνεται ένα τραγούδι
είναι τα νιάτα του κόσμου που σκοτώνονται.
Γιατί όπου σταυρώνεται ένας λαός
είναι τα νιάτα του κόσμου που σταυρώνονται.
Βοηθήστε νέοι και νέες
να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα.
Ο Ήλιος μας είναι και ο δικός σας Ήλιος.
Είναι ο Ήλιος όλου του κόσμου.
Σεπτέμβριος 1967
Το πρώτο πράγμα που έγραψα στο χαρτί ήταν οι νότες από ένα αγαπημένο μου τραγούδι:
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι
δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Μετά. Εικόνες, έννοιες σε ρυθμό ακατάσχετο. Ίσως πιο πολύ μουσικοί ήχοι και ηχοχρώματα εκφρασμένα με λέξεις:
Πέντε διαστήματα αυξημένης δευτέρας
με παρεμβολές τρίτης μικρής οδηγούν
σε διακλαδώσεις μονοχρωμικές
που η αξία τους εξαρτάται
από το βαθμό της δόνησης σε ύψη και μήκη
και σε αξίες.
Φτάνουμε στην υπερήχηση του ήχου
που μας οδηγεί στην επισήμανση ηχητικών μαιάνδρων
με τα διαστήματα της ηλαττωμένης πέμπτης.
Αρχή μιας σειράς αντιθέτων ρευμάτων
χρωματικών
που δεν αποκλείεται να συμπεριέχουν
και ορισμένα διατονικά ψήγματα.
Πρέπει όμως επ’ αυτών να γίνεται
ρυθμική απομόνωση, διαφορετικά
θα υπάρχει σύγχυση αισθητικού ύψους.
Έτσι προχωρούμε εις την διερεύνησιν των σχέσεων μεταξύ χρωματικών ποσοτήτων και διατονικών ποιοτήτων. Ο προσδιορισμός της χρυσής τομής αποτελεί το στοιχείο της βάσεως του υπολογισμού. Η σχέση των ποιοτήτων και των ποσοτήτων δια του συνόλου των ρυθμικών παραγόντων μας οδηγεί στην υπερχρωματική απεικόνιση του κυρίου θέματος. Επ’ αυτού θα γίνει η παραπέρα οικοδόμηση των υπολοίπων στοιχείων. Ποια είναι αυτά; Ο συνειδησιακός χώρος των διαστημάτων φωτιζόμενος από τας θυμικάς διακυμάνσεις των ρυθμών. Όμως οι θυμικοί ρυθμοί δεν φωτίζουν μόνο αλλά και ερεθίζουν τα χρώματα. Τα πλουτίζουν με νέες χρωματικές δονήσεις, που μας οδηγούν σε νέα ηχοχρώματα. Σε νέες συνειδησιακές αλλαγές. Εις το ά π ε ι ρ ο ν.
Είναι το σημείον της εκκινήσεως. Σημαντικόν, βεβαίως. Όμως γεννιούνται πολλά και πολύπλοκα προβλήματα. Ποια είναι; Η σχέση του συνόλου προς το μέρος. Φυσικά ποιοτική. Πώς καθορίζεται; Δια του συνόλου των ταχυτήτων επί των όγκων;
Κεντρική ιδέα
εσωτερικός ρυθμός
Τ χ Ο
Ο Εσωτερικός Ρυθμός πρέπει να είναι αυτός καθ’ εαυτός συνειδησιακή αποδοχή της γενικότερης κριτικής που εξασκεί τα έργα εις την παράδοσιν.
Ακολουθεί για πρώτη φορά ο τίτλος:
ΕΓΩ Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Και οι πρώτοι στίχοι:
Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμή
το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος…
Άλλοι στίχοι που δεν περιέχονται στην τελική μορφή του έργου:
Τα δέντρα που μας χωρίζουν έγιναν δωμάτια
τα λουλούδια άνθρωποι
οι γαίες και τα μαμούνια
γραφεία, χαρτιά, κλειδαριές
το χάος γέμισε με χάος
η αγάπη.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κάπα, ύψιλον, λάμδα – παύση
Άλφα – παύση μεγάλη – φι
παύση μικρή – Ήτα, σίγμα
Πάτρα, Ρίο, Μεσολόγγι, Αιτωλικό
μουλάρια φορτωμένα δάφνες
μουλάρια του Ξηρόμερου
καπνός ξανθός αρωματικός
κέικ που μυρίζει πετρέλαιο
μεθυσμένοι από την πείνα
Βόνιτσα
μεθυσμένοι από την πείνα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτα του Σεπτεμβρίου
κοιτάζεις αλλήθωρα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Φλύαρο αστέρι
ήρθε και κρεμάστηκε
έξω από το κάγκελό μου
– Πώς είναι ο ουρανός, πώς είν’ η γη
πώς είναι τα πελάγη;
– Ο ουρανός η μάνα σου
και γη ‘ναι η κυρά σου
και τα πελάγη φίλοι σου
στενάζουνε για σένα.
(11.9.67)
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώρα εννέα βραδυνή
το ακίνητο σκάφος σταματά
ο χρόνος μας θωπεύει
το Μυρτώον πέλαγος μας θυμάται
η μνήμη μας σκαλώνει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μόλις δακρύσει ο ουρανός
έβγα στο παραθύρι
μόλις χτυπήσει ο κεραυνός
κ’ η μέρα θα ‘χει γύρει
όλες τις στάλες της βροχής
τις μάζεψα για σένα
όλους τους πόνους της ζωής
τους μάζεψα από σένα
σταλαματιά η αγάπη σου
πέλαγο η καρδιά μου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Βαθύς γαλάζιος ουρανός
μας κοιτάζει με μελαγχολία
(τόσο πολύ τους ευνόησα
τους ανθρώπους αυτούς)
βαθύ γαλάζιο φως
τυφλώνεις τον άνθρωπο.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κροταλίες, χαμαιλέοντες, μέδουσες
ζωγραφισμένα μπακίρια
χέρι αγιογράφου 17ου αιώνος
Πολύκαρπος θεολόγος εκ Μεσσηνίας
λοφία της Σχολής των Ευελπίδων
χιτώνες αρχαίων, θέατρο Επιδαύρου
Λιγουριό πρακτορείο εφημερίδων
ένας αρχαίος πολιτισμός
πολύ αρχαίος πάρα πολύ αρχαίος
αρχαιότατος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ελένη Βλάχου, κότερο, Ρώμη, μπαλκόνι
το κακό καλό μπροστά στο χειρότερο
γαλάζιο πέλαγος του Ιουνίου
Φεστιβάλ του Αυγούστου
προχωρούν σφυρίχτρες εμβατήρια προχωρούν
κουβέρτες σεντόνια φαγητά κλειδαριές
δόξα δόξα δόξα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ελληνικός Μουσικός Αύγουστος
το μουσικό δαιμόνιο της φυλής
αρχαίοι ύμνοι, βυζαντινές ψαλμωδίες
λαϊκά έντεχνα συμφωνικά
όλος ο θησαυρός θεάτρου Στουρνάρα
εισιτήρια προπωλούνται
ώρα ενάρξεως ενάτη ακριβώς
εξασφαλίσατε θέσεις λόγω μεγάλης ζητήσεως
είσοδος δωρεάν έξοδος απαγορευμένη
Εκ της Διευθύνσεως της Αστυνομίας.
(8.9.67)
Ι
Γεια σου Ακρόπολη
Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου.
Ο Πολικός σημαδεύει με φως
το σταθερό σημείο του κόσμου.
Αθήνα η πρώτη
στο βυθό των αιώνων
με το γυαλί
σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.
Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά
η Γενική κέντρο του κόσμου.
Ο Πολικός γυρίζει σταθερά
το φουγάρο του μαγειρείου
σημαδεύει με καπνό
το σταθερό σημείο του Στερεώματος.
Η Πούλια, η Αφροδίτη
η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ
πέντε εκατομμύρια έτη φωτός
σταθερή γραμμή διασχίζει
πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες
σε πέντε μέτρα
σε πέντε μέτρα
σε πέντε μόνο μέτρα
από το κελί μου.
ΙΙ
Ο χρόνος διαλύεται
μέσα στη στιγμή
το ελάχιστο γίνεται
ο μέγιστος τύραννος
βασανίζει ανθισμένες πληγές
γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις
για κάτι άλλο, αυτό το άλλο
είναι που ζούμε κάθε στιγμή
νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο.
Όμως το άλλο δεν υπάρχει
είμαστε μεις, η Μοίρα μας
που μας λοξοκοιτάζει
Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα
δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε
δεν υπάρχει αίνιγμα
δεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλο
τον πύρινο κύκλο
του Ήλιου και του Θανάτου.
ΙΙΙ
Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια
έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
να γεμίσει κρατήρες με σκόνη
να γίνει σελήνη δίχως διάστημα,
κίνηση, ρυθμό,
χαμένος διάττων εσβεσμένος από αιώνες
καταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπων
ν’ ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών.
Ο Άνθρωπος πέθανε! Ζήτω ο Άνθρωπος!
IV
Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
ξεφύτρωσε ένας κάκτος
πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
που ονειρεύομαι γιασεμί
τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
η φωνή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμά του
τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί
η ζωή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμά του
όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται
κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες
θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.
V
Ανάμεσα σε μένα και στον Ήλιο
δεν υπάρχει
παρά μόνο η διαφορά του χρόνου
ανατέλλω και δύω
υπάρχω και δεν υπάρχω
με βλέπουν
χωρίς να μπορώ
να δω τον εαυτό μου.
VI
Όταν σταματήσει ο χρόνος
το κελί μου γεμίζει μήνες
μήνες, μέρες, ώρες, στιγμές
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
ένα βήμα πριν από το χάος
υπάρχει χάος
ένα βήμα μετά το χάος
υπάρχει χάος
εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά
υπάρχω μέσα στο χάος
δεν υπάρχω.
VII
Τα κελιά ανασαίνουν
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
η βροχή μας ενώνει
ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.
VIII
Ο Ήλιος με δαγκώνει
δεν έχει δόντια
απατηλές
απατηλές υποσχέσεις πάνω στον τοίχο
επάνω στο άσπρο χρώμα το άσπρο χρώμα
με σκιές
χωρίς σκιές
μονάχα εγώ μένω ακίνητος
αμετακίνητος μέσα στο φως και το άσπρο
αμετάθετος μένω ψηλά
πάνω από το μωσαϊκό που αιωρείται
η σκέψη μου στροβιλίζεται προς τη Γη
το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε
ο Ήλιος συμπιέζεται,
αποκαλύπτει το κενό
τρία κενά συγκρούονται
η Σκέψη μου, η Γη και ο Ήλιος.
ΙΧ
Κάτω στη Γη διασπορά
ο Νόμος του Νόμου ω Νόμε
ο Νόμος δε συγκρούεται με το κενό
όταν φορεί κράνος καπνίζει
τσιγάρα με φίλτρο
όταν φορεί πιζάμες
όταν φορεί πιζάμες μεταξωτές
δεν καπνίζει δεν καπνίζει
καπνίζουν τα χωριά, τα δάση, οι ρυζώνες
οι μητέρες δεν καπνίζουν
οι στρατιώτες καπνίζουν πριν κοιμηθούν
κοιμούνται βαθειά, έως δύο αιώνες
εγώ καπνίζω πριν πεθάνω
πάντοτε πριν πεθάνω καπνίζω
σέρτικα Λαμίας, μυρωδάτα Ξάνθης
γλυκειά μυρωδιά λίγο πριν το τέλος
το τέλος έχει γλυκειά μυρωδιά
μυρωδάτα Ξάνθης, σέρτικα Λαμίας.
Χ
Τα δόντια του Ήλιου είμαι εγώ
αυτό που με δαγκώνει είμαι εγώ
είμαι εγώ αυτό που θέλει
αυτό που δεν θέλει είμαι εγώ
εγώ είμαι όταν εσύ με θυμάσαι
όταν εσύ με ξεχνάς εγώ είμαι
όταν δεν υπάρχω είμαι εγώ
όταν δεν θα υπάρχω είμαι εσύ
όμως εσύ είμαι εγώ.
ΧΙ
Το Αιγαίο σηκώθηκε και με κοιτάζει
– Είσαι συ; μου λέει.
– Ναι, του απαντώ, είμαι εγώ
μαζί με κάποιον άλλον,
δεν τον γνωρίζεις;
– Όχι, μου λέει.
– Δεν τον γνωρίζεις,
όμως αυτός ο άλλος
είσαι εσύ.
Το Αιγαίο ξάπλωσε
ο Ήλιος έβηξε
έμεινα μόνος
εντελώς μόνος.
ΧΙΙ
Όχι εντελώς μόνος
εσένα δε σε θέλω
σε θέλω τόσο πολύ
γι’ αυτό εσένα δε σε θέλω
τα πλατάνια, τα κρύα νερά
μυρτιά μυρτιά μυρτιά
ένα σύμβολο, ένα ιδεώδες, μια πίστη
σε θέλω τόσο πολύ
ραδίκι γεμάτο χώμα
μυρτιά μυρτιά μυρτιά
γι’ αυτό εσένα δεν σε θέλω
γιατί χωρίς εσένα
δεν μπορώ να είμαι μόνος
εντελώς μόνος να είμαι.
ΧΙΙΙ
Πυροβολήστε το χρόνο,
σκοτώστε το χρόνο
ο χρόνος εκτός νόμου
θέλω να στήσω το πτώμα του
στην οδό Αιόλου
πωλείται ο χρόνος σε τιμή ευκαιρίας
στο Μοναστηράκι
αγοράστε το χρόνο σε τιμή ευκαιρίας
είναι φρεσκότατος
τον κυνηγήσαμε χτες,
τον σκοτώσαμε χτες
χτες χτες χτες
από το χτες στο σήμερα
που σημαίνει ότι δεν κάναμε καλή δουλειά.
XIV
Έξω απ’ αυτόν τον κύκλο
δεν θα περάσεις
θα μείνεις μέσα
Εσύ, ο Ήλιος και ο Χρόνος
η τροχιά ρυθμίζεται με κούρδισμα
τη νύχτα κουρδίζεις
τη μέρα ξεκουρδίζεις
υπόκλιση, χαμόγελο, κραυγή, βλαστήμια
XV
Όποιος κι αν είσαι
πέλαγο, βουνό, γυναίκα, ταύρος
αν είσαι άνθρωπος
δέντρο, τραγούδι, φόρος, θάνατος
αν είσαι άνθρωπος
αν είσαι άνθρωπος
βγάλε μαλακά το χειρόφρενο
ξεκίνησε με δεύτερη στον κατήφορο
όποιος κι αν είσαι
θα σου κοστίσει λιγότερο
λεωφορείο φορτηγό σιτροέν ντεκαβε
Μαργαρίτα Μυρτιά Ροδόσταμο Θεοδωράκης
αν είσαι άνθρωπος
θα σου κοστίσει λιγότερο
θύμηση παλιά
παλιά όσο σήμερα
όσο αύριο
όσο αύριο
όσο ποτέ
αν είσαι άνθρωπος
όποιος κι αν είσαι.
XVI
Ήλιος ο Πρώτος
Αθήνα η Πρώτη
Μίκης ο εκατομμυριοστός
έπονται εκατό χιλιάδες
και άλλες εκατό
και εκατό άλλες χιλιάδες αθώοι
και ούτω καθεξής
έως τη συντέλεια του κόσμου.
XVII
Ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιές
ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα
πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, μωβ, θαλασσιά
ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές
όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω
ποτέ ποτέ ποτέ ποτέ
δεν θα γνωρίσω τη μία σημαία
τη μοναδική
εσένα
Τάνια.
XVIII
Όταν πλάγιασα στην αμμουδιά
οι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσα
όταν μπήκα στη θάλασσα
οι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιά
όταν πνίγηκα
οι λουόμενοι πήγαν στα σπίτια τους
κι όταν αναστήθηκα
ήταν πια αργά
οι λουόμενοι μπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους.
ΧΙΧ
Το είδωλό μου είσαι εσύ
το χέρι μου είναι το δικό σου
όταν το σφίγγω σφίγγεται
όταν το υψώνω υψώνεται
μονάχα αυτό το κάγκελο είναι δικό μου
κι αυτό που καθρεφτίζεται είναι δικό σου
(να τονιστεί το αίσθημα της ατομικής ιδιοκτησίας)
δικό μου δικό σου το κάγκελο
όμως δικά μας
τα μάτια τα χείλη και τα χέρια.
ΧΧ
Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου
κίτρινος Ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου
ακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτερά
προπορεύονται άγγελοι με τζετ
μεγαλόπρεπη πορεία
πάνω από μπανανιές ευκαλύπτους και πεύκα
που καλύπτουν την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου
στη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνες
σκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρες
ακούν τους καταρράκτες
που χάνονται στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου
εκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαν
αιφνιδίως η μεγαλόπρεπη πομπή ακινητοποιείται
ώρα έξι το απόγευμα
ώρα έξι ακριβώς
σταματά η πομπή ο Χρόνος ο Ήλιος
μοναχά τα πουλιά ταξιδεύουν
χτυπούν τα ξύλινα φτερά
και τα τζετ θρηνούν κι αυτά αγγελικά.
ΧΧΙ
Έχω ένα λαβύρινθο γιωταχί
ένα γιωταχί μινώταυρο δώδεκα ίππων
ζητώ Θησέα μεταχειρισμένο σε καλή τιμή
ανταλλάσσω ραδιόφωνο ιαπωνικό
με Αριάδνη ει δυνατόν χήρα
κάτω των σαράντα
εισόδημα άνω των πέντε
χρονικό όριο ένα δέκατο του δευτερολέπτου
σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου
θα είμαι νεκρός.
ΧΧΙΙ
Ο Ελύτης ο Γκάτσος ο μέγας Σεφέρης
ο Τσαρούχης ο Μινωτής ο Χατζιδάκις
η Βέρα η Ντόρα η Τζένη
ο κινηματογράφος το θέατρο η μουσική
και τόσοι άλλοι
οι ποιητές οι ποιητές
και τόσοι άλλοι
κι εσύ κι εσύ κι εσύ
ο φίλος ο εχθρός ο αντίπαλος ο αντίζηλος
κοιμηθείτε ήσυχα
ο λογαριασμός είναι πληρωμένος
ο φίλος που πληρώνει
έχει λεφτά.
ΧΧΙΙΙ
Επουράνιοι ποταμοί
υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας
Οδός Ονείρων Ομόνοια
Σίλβα
σίγμα γιώτα λάμδα βήτα άλφα
Φιλοθέη Χαϊδάρι
τα νερά τους ξανθά
δυο στρώματα ξανθά
δυο στρώματα πράσινα
στη μέση εγώ
κόκκινη ακρίδα
φτερά φυσαρμόνικες
ήχοι από νερό
σαύρες φεγγάρια
βουτούν βυθίζονται πνίγονται
κάγκελα
κάγκελα
κάγκελα
Σίλβα.
XXIV
Όταν εσύ φωνάζεις
εγώ κοιμάμαι
όταν εσύ πονάς
εγώ χασμουριέμαι
όταν εσύ σφαδάζεις
εγώ ξύνομαι
Σεπτέμβριος
ημέρα δεκάτη έκτη
της Δημιουργίας
Διονύση.
XXV
Στο τέταρτο πάτωμα
η μαμά σου κοιμάται
Έλενα
μουσική θεία τα όνειρά της
τα όνειρά της
Πεπίνο ντι Κάπρι
πέρα από τη θάλασσα
μην την ξυπνήσεις.
XXVI
Η οδοντοστοιχία του Ήλιου με απειλεί
το κάγκελο του Χρόνου με προστατεύει
ο Γιάννης ο Ιάσων ο Βύρων
ο Τάκης ο Αλέκος
στα κατάρτια ψηλά υψώστε
τα λεμόνια τα πορτοκάλια
υψώστε
τα πέδιλα στην άμμο
φωνές κρέμα νιβέα
ιππόκαμπος πασιέντζες νες καφέ
σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.
XXVII
Έκτη Σεπτεμβρίου
ώρα έντεκα πρωινή
τώρα λούζονται
τα πουλιά στα ποτάμια
στα έλατα τρίβονται οι Βοριάδες
σε χτύπησε ο Τούρκος στο Μπιζάνι
τώρα κάθεσαι και με κοιτάς
πίνεις καφέ
στάζεις φαρμάκι
αγάπη αγάπη
ο Ήλιος ψήνει το σταφύλι
ώρα έντεκα πρωινή.
XXVIIΙ
Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος
πάψε πια να φωνάζεις
λαθρέμπορος λωποδύτης νταβατζής
φωνητικές χορδές
ο Αντρέας ο Ηλίας η Ανθή
λαρύγγι ζώου λαρύγγι ανθρώπου
Άγια Σοφιά στίφη βαρβαρικά το υγρόν πυρ
ο Γέρος του Μωριά σκουλήκι
σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω
ζερβά θηρία του Βόρνεο
δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι
μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη
πάνω κάτω πάνω κάτω
ανατολικά δυτικά
μαχαίρια ακόντια μαστίγια ορδές
ορδές αγίων ορδές δαιμόνων
ορδές αγίων ορδές στρατηγών
είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα
αντίο Ήλιε αντίο Ήλιε αντίο Ήλιε
αντίο Φως
καληνύχτα.
ΧΧΙΧ
Ανατολικά από τον Σείριο
περνούν οι ξανθές βροχές
κρατούν κίτρινες ομπρέλες
πράσινα γυαλιά ηλίου
μίνι φούστες φορούν
οι ξανθές βροχές του Σεπτεμβρίου
παρακάμπτουν τον Άρη
την ερχόμενη Τετάρτη
μπαίνουν στην τροχιά της Γης
Ανόι Ουάσιγκτον Μόσχα
η έρημος του Σινά
Αθήνα οδός Τοσίτσα
δυτικώς της Χίου
ανατολικώς της Κορίνθου
εντός εκτός
πεύκο βαθειά χαραγμένο
μίνι φούστες
πράσινα γυαλιά ηλίου
κίτρινες ομπρέλες κρατούν
οι ξανθές πρώιμες βροχές
ανατολικά από τον Σείριο
δυτικά από το κελί μου
του Σεπτεμβρίου.
ΧΧΧ
Όταν τα Μετέωρα χορεύουν συρτάκι
σε αναγνωρίζω πατρίδα μου
όταν ο Αχελώος ξενυχτά στις ταβέρνες
όταν τα Λευκά Όρη κολυμπούν κρόουλ
όταν το Αιγαίο παίζει προπό
όταν οι Ρουμελιώτες χορεύουν τσάμικο
όταν το Κρητικό Πέλαγο βιάζει τη Μήλο
και όταν εγώ γράφω άτεχνους στίχους
τότε σε αναγνωρίζω
σε αναγνωρίζω πατρίδα μου.
ΧΧΧΙ
Οι εννέα Μούσες μένουν κοντά μου
μας χωρίζει ένας διάδρομος
δυο πόρτες τέσσερις φρουροί
Ντόρα Μαρία Τάκης
Αννα Τόνια Ρούσος
ίσως γνωρίζουν καλλίτερα
στοιχεία νούμερα διευθύνσεις
τεχνοτροπίες σχολές μουσεία
οι εννέα Μούσες μένουν κοντά στα Μουσεία
η Μουσική μένει κοντά στα Μουσεία
Μουσική Μούσες Μουσεία
τέλος πάντων
νοοτροπίες τεχνοτροπίες δοκιμάζονται
βροχή σκόνη ήλιος γέλιο
ένα απέραντο κονσερβατουάρ
πιάνα σολφέζ ωδική
οι εννέα Μούσες πλένονται
χτενίζονται ξαπλώνουν
χτυπούν να τις ανοίξουν
Πίνδαρος Αισχύλος Μότσαρτ Σοπέν
οι φρουροί τις οδηγούν μία μία στο μέρος.
ΧΧΧΙΙ
Μενεξεδένια Πολιτεία
στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
στείλε μου τη φωνή σου να μου κοιμίσει τα όνειρα
δείξε μου το πρόσωπό σου
να δω το μπόι μου
την αρχοντιά μου
αρχόντισσά μου
από τον Οιδίποδα και τον Ανδρούτσο
άλλος κανένας δεν σε αγάπησε
όσο εγώ.
Είσαι Έλληνας
Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.
Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών.
Είσαι Έλληνας.
Πίνεις την προδοσία με το γάλα
πίνεις την προδοσία με το κρασί.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Πρέπει να δεις
πρέπει να γίνεις.
Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.
Είμαστε δυο
Είμαστε δυο, είμαστε δυο
η ώρα σήμανε οκτώ
κλείσε το φως
χτυπά ο φρουρός
το βράδυ θα ‘ρθουνε ξανά
ένας μπροστά ένας μπροστά
κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή
κι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστό
βαράνε δυο
βαράνε τρεις
βαράνε χίλιες δεκατρείς
πονάς εσύ πονάω κι εγώ
μα ποιος πονάει πιο πολύ
θα ‘ρθει ο καιρός να μας το πει.
Είμαστε δυο
είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό
με τη βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί
ο εκδικητής
ο λυτρωτής
είμαστε δυο
είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς.
Καιρός να δεις
Σου είπαν ψέματα πολλά
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν
ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου σου κρύβουν την αλήθεια.
Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.
Πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
Καιρός να σταματήσεις
καιρός να τραγουδήσεις
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις
καιρός να δεις.
Το σφαγείο
Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ, αύριο εγώ.
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα
μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα
τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ
που πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά.
Μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύρι
τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ.
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό.
Ω Βουνά
Ω βουνά πανάρχαια
της Αρκαδίας βουνά
βουνά περήφανα
βουνά ανυπόταχτα
τίμια βουνά.
Η τιμή ακρίβηνε
η τιμή λιγόστεψε
η τιμή πέθανε.
Ένα παιδί πονάει
το δικό μου το παιδί
κι εγώ δεμένος κοιτάζω τα έλατα
άλλη ελπίδα δεν έχω από τα δέντρα.
Αρκαδία I
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
εννιά χειμώνες εννιά καλοκαίρια
του βάλαμε στο βλέμμα κεραυνό
τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια.
Τα χέρια του τα σήκωσαν ψηλά
την πλάτη του κολήσανε στον τοίχο
μετράνε της ανάσας του τον ήχο
κι ανασκαλεύουν τη μικρή του την καρδιά.
Να ζούσαμε σε γκέτο εβραϊκό
με γύρω γερμανούς φρουρούς θηρία
Ζάτουνα χίλια εννιακόσια εξήντα οκτώ
την τρίτη μου περνάμε εξορία.
Αρκαδία Ι
Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
εκεί που φυσάει ο βοριάς
το ξανθό γένος αιώνια
προσμένει ο δόλιος ο ραγιάς.
Αγάπες, τραγούδια, λουλούδια
μας στέλνουν και λόγια καυτά
στου Φάληρου μπρός τα μουσούδια
οι άλλοι μας στέλνουν θωρηκτά.
Ραγιάδες πονούν και στενάζουν
πάει και τούτη η γενιά
παράδεισο όλοι μας τάζουν
στα χίλια εννιακόσια εννενήντα εννιά.
Είμαι Ευρωπαίος
Είμαι Ευρωπαίος
έχω δυο αυτιά
το ‘να μόν’ ακούει
το άλλο δεν γροικά.
Αν στενάξει Τσέχος, Ρώσος, Πολωνός
ο άνθρωπος πονάει, πέφτει ο ουρανός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Αν πονέσει μαύρος, Έλληνας, Ινδός
τί με νοιάζει εμένα
ας νοιαστεί ο Θεός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Είμαι Ευρωπαίος
έχω δυο αυτιά
το ένα μόν’ ακούει
απ’ τ’ ανατολικά.
Την πόρτα μου χτυπάει
και πάλι ο φασισμός
όμως σε τέτοιους ήχους
είμαι εντελώς κουφός.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Έχω ένα αυτί μεγάλο
τ’ άλλο πολύ μικρό
κι έτσι ήσυχος τρυγάω
χαρά, πολιτισμό.
[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].
Αρκαδία I
Η κοινωνία της καταναλώσεως
Η ακοή σου Δύση βούλωσε
η όρασή σου Δύση σκεπάστηκε
η κοινωνία της καταναλώσεως
πέπλο βαρύ σκεπάζει την ακοή σου
πέπλο βαρύ σκεπάζει την όρασή σου
σκεπάζει την ψυχή σου.
Ο πολιτισμός σου ερείπια που καπνίζουν
τα λόγια σου κουνούπια που πετούν
πάνω από τα έλη
της βιομηχανικής σου παραγωγής
κουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία.
Πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί Ινδονήσιοι
στην Ευρώπη στρατόπεδα συγκεντρώσεως
πλάι στην Ακρόπολη οι εξορίες
όμως εσύ δεν ακούς
όμως εσύ δεν βλέπεις
πάνω σε μοντέλο χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά
τρέχεις με διακόσια χιλιόμετρα
προς τον θάνατό σου.
Αρκαδία I
Όταν χτυπήσεις δυο φορές
Όταν χτυπήσεις δυο φορές
κι ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
θα ‘ρθω για να σ’ ανοίξω
θα σου ‘χω φαγητό ζεστό
θα σου ‘χω ρούχο καθαρό
γωνιά για να σε κρύψω.
Όταν χτυπήσεις δυο φορές
κι ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
θα δω το πρόσωπό σου
στα μάτια κρύβεις δυο φωτιές
στα στήθη σου χίλιες καρδιές
μετράνε τον καημό σου.
Όταν χτυπήσεις δυο φορές
κι ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
σκέφτομαι το φευγιό σου
σε βλέπω σε κελί στενό
να σέρνεις πρώτος το χορό
πάνω στο θάνατό σου.
Θούριον
Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν
βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα
είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων, νικηφόρα
πτώματα ηρώων εδέχθησαν
και βλαστήμιες γενναίων.
Μένουν τα δέντρα που σκίασαν
τον ύπνο του Πέρδικα
κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης
ήρθε και φώλιασε στη Ζάτουνα.
Μάταια οι φρουροί μου
προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι μου
οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους
και γρήγορα το οδηγούν στους ελαιώνες.
Είναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας
εξουσιάζουν τις θάλασσες
και το σουραύλι του Πάνα
σκεπάζει τα γρυλλίσματα των στρατώνων.
Βόες, ουρακοτάγκοι, μαϊμούδες
τηβέννους φορούν
κρατούν σκήπτρα
αρχιεπίσκοποι και αρχιστράτηγοι
“αέρα” φωνάζουν
και υψώνονται πίσω τους
πτερά ορνίθων.
Έντρομοι ήρωες εγκαταλείπουν τα μάρμαρα
δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών
καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου
στις πηγές του Μαινάλου
μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορυδαλλό.
Βουνά θεματοφύλακες της αντρειοσύνης σου, Πατρίδα
όνειρό σας το Θούριο
και τραγούδι σας το τουφέκι.
Αρκαδία VI
Στον άγνωστο ποιητή
Ρήγα Φεραίε, σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από την Γερμανία στην Τασκένδη
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά
διασκορπισμένοι οι Ελληνες.
Διονύσιε Σολωμέ, σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες
δέροντες και δερόμενοι
διατάσσοντες και διατασσόμενοι
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι
κατέχοντες και κατεχόμενοι
διηρημένοι οι Έλληνες.
Ανδρέα Κάλβε, σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί
απορούν τα βουνά και τα έλατα
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου
σήμερα τόπος θανάτου.
Κωστή Παλαμά, σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος
τόση ανδρεία φόβος
τόση αδυναμία η δύναμη
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου
σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη, σε σε κράζω.
Όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα
και τις σκοπιές
η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια
φωλιάζει μες στα κίτρινα φύλλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Άγγελε Σικελιανέ, σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσαι συ
πολύμορφο ποτάμι
τυφλό από το αίμα
κουφό από το βόγγο
ανήμπορο από το μέγα μίσος
και τη μεγάλη αγάπη
που εξ ίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι δυο χειροπέδες
σφιγμένες σε δυο ποτάμια
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας.
Ο αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσαι συ μάνα, γυναίκα, κόρη
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφά βάφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αμποτες να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου
Πάσχα Ελλήνων.
Άγνωστε Ποιητή, σε σε κράζω.
Αρκαδία VI
Μαρκ Μαρσώ
Τι κι αν είμαι εξορία
να υπακούω στον φρουρό
έχω κάθε ελευθερία
το είπε ο κύριος Μαρσώ.
Τι κι αν είμαι φιμωμένος
να μουγκρίζω όσο μπορώ
είμαι κατοχυρωμένος
το είπε ο κύριος Μαρσώ.
Το Ινστιτούτο Μπουμπουλίνας
ανεβάζει το ρυθμό
της Εθνικής Οικονομίας
το είπε ο κύριος Μαρσώ.
Σκλάβος, ρες, δούλος, παρίας
είδατε άλλον λαό
σκλάβο της ελευθερίας;
το είπε ο κύριος Μαρσώ.
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
προέρχομαι από τους Βησιγότθους,
Οστρογότθους, Μαυρογότθους
Κατοικώ σε σπήλαια
λαξεύω ρόπαλα
πίνω νερό σε κρανία.
Επάγγελμά μου ο θάνατος.
Όμως προσωρινώς υπηρετώ
το μεγάλο Δράκο
που με έχει αποσπάσει στην Αρκαδία.
Πάνω απ’ το δέρμα μου
φορώ στολή
στους ώμους έχω αστέρια,
κρύβω το ρόπαλο επιμελώς
μέσα στη χλαίνη.
Ονομάζομαι Κώστας Στεργίου
προέρχομαι από τους Μαμελούκους
Μαυρολούκους, Σουσουλούκους
είμαι διασταύρωση Νεάντερνταλ και λύκου.
Όμως σήμερα, προσωρινώς,
κυκλοφορώ με τζιπ,
τρομοκρατώ παιδιά και γυναίκες.
Έχω ειδικότητα στο ψάξιμο
ψάχνω ψυχές παιδιών
και σταλάζω το φόβο
επιβάλλω το Νόμο
το Νόμο του μεγάλου Δράκου
που μ’ έχει αποσπάσει προσωρινώς
στην Αρκαδία.
Αρκαδία X
Είχα τρεις ζωές
Είχα τρεις ζωές
τη μια την πήρε ο άνεμος
την άλλη οι βροχές
κι η τρίτη μου ζωή
κλεισμένη σε δυο βλέφαρα
πνίγηκε μες στο δάκρυ.
Έμεινα μόνος
χωρίς ζωή, χωρίς ζωές
τη μια την πήρε ο άνεμος
την άλλη οι βροχές.
Έμεινα μόνος
εγώ κι ο Δράκος
στη μεγάλη σπηλιά.
Κρατώ ρομφαία
κρατώ σπαθί
εγώ θα σε πνίξω
εγώ θα σε σκοτώσω
εγώ θα σε σβήσω
εγώ θα σε τινάξω
πάνω απ’ τη ζωή μου
γιατί έχω τρεις ζωές
η μια για να πονάει
η άλλη για να θέλει
κι η τρίτη για να νικά.
Αρκαδία X
Τα καλλίτερα μας χρόνια
Τα καλλίτερά μας χρόνια
θάλασσα πλατειά
μες στο σύρμα τα περνάμε
μάνα μου γλυκειά
για ένα όνειρο, μια ιδέα
τόσες μέρες, τόσες νύχτες
τόσους αναστεναγμούς.
Τους εχθρούς του πάλι ο Λαός
θα σαρώσει σαν άγριος ποταμός
θα τους πνίξει μες στο αίμα
στην οργή και στη ντροπή.
Στον Ωρωπό
Στον Ωρωπό θα βρεις
μια γη ελληνική
που την ποτίζουν με μια πίστη θεϊκή
τα παλικάρια που για την ελευθεριά
αφήνουν μάνες, κόρες, σπίτια και παιδιά.
Έλληνες, αδέλφια του Φεραίου
ψάλλετε περήφανα τραγούδια λευτεριάς.
Για να λείψει πάλι το σαράκι
που μας τρώει τη σάρκα την ελληνική
ενωμένοι μέσα στον Αγώνα
για να λάμψει νέα νίκη λαϊκή.
Μην ξεχνάς τον Ωρωπό
Ο πατέρας εξορία
και το σπίτι ορφανό
ζούμε μες στην τυραννία
στο σκοτάδι το πηχτό.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Κλαίει κι η μάνα τώρα μόνη
κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά
στην πατρίδα μας νυχτώνει
ορφανή η αγκαλιά.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Μες στα σύρματα κλεισμένοι
μα η καρδιά μας πάντα ορθή
πάντα ο ίδιος όρκος μένει
λευτεριά και προκοπή.
Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Ωρωπός 1969-1970
Διότι δεν συνεμορφώθην...
Πέρα απ’ το γαλάζιο κύμα
τον γαλάζιο ουρανό
μια μανούλα περιμένει
χρόνια τώρα να τη δω.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει
μες στο σύρμα περπατώ
θα περάσουν μαύρες μέρες
δίχως να σε ξαναδώ.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Αλικαρνασσός, Παρθένι
Ωρωπός, Κορυδαλλός
ο λεβέντης περιμένει
της ελευθεριάς το φως.
Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.
Ωρωπός 1969-1970
Μες στην ταβέρνα
Μες στην ταβέρνα
τώρα κάθεσαι και δεν μιλάς
μες στην καρδιά σου
στάλες στάλες πέφτει ο σεβντάς
θυμάσαι τότε
που πετούσες με πλατειά φτερά
τώρα ο καθένας
τη ζωή σου την κλωτσοβολά.
Βγάλε πάλι την ψυχή σου
στο σεργιάνι μες στις γειτονιές
να γιομίσει η ζωή σου
γλυκές φωνές και με πασχαλιές.
Ήσουν ωραίος σαν περνούσες μες στις γειτονιές
στα παραθύρια σιγολιώναν χίλιες δυο καρδιές
μες στην καρδιά σου
κουβαλούσες όλες τις καρδιές
στα όνειρά σου
τ’ αηδονάκια χτίζανε φωλιές.
Άστατο πουλί
Ήρθε στ’ όνειρό μου
άστατο πουλί
μέσα στο σκοτάδι
η ανατολή.
Σ’ άπλωσα το χέρι
μου ‘πες δεν μπορώ
θέλω να πετάξω
σ’ άλλον ουρανό.
Έφυγαν τα χρόνια
έφυγες κι εσύ
γύρω μου σκοτάδι
και ψιλή βροχή.
Τη δική μου αγάπη
δεν την εκτιμάς
στα ψηλά μπαλκόνια
πρόθυμα πετάς.
Μου ‘βαλες μαχαίρι
μέσα στην καρδιά
μα η δικιά μου αγάπη
πάντα εσέ ζητά.
Κοίτα με στα μάτια
φίλα με γλυκά
κι άσε την καρδιά σου
να μου τραγουδά.
[Ανατολή σε λέγανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε].
Στην Ανατολή
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή γλυκοκελαηδεί
αχ το αηδονάκι
γλυκοκελαηδεί.
Και μου λέει και μου λέει
με πικρό καημό
και μου λέει και μου λέει
κάποιο μυστικό.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή μελαχρινό παιδί
δεν μπορεί να κλάψει
κι όλο τραγουδεί.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή ο γιος του Θοδωρή
την πόρτα μου ανοίγει
κι είναι Κυριακή.
Στην Ανατολή, στην Ανατολή
στην Ανατολή κάνε μιαν ευχή
το χελιδονάκι ήρθε στην αυλή.
Φωτιές Φωτιές
Φωτιές φωτιές
μες στα φύλλα της καρδιάς
πονάς πονάς
κανακάρη μου.
Φωτιές φωτιές
γιατί ξέρεις να μιλάς
πονάς πονάς
παλικάρι μου.
Σε πηγαίνουν για ταξίδι
το καράβι βούλιαξε
σε πηγαίνουν στα πελάγη
κι η θάλασσα μαράθηκε.
Ήσουν ήλιος, ήσουν μέρα
ήσουν γλυκοχάραμα
τώρα τα ‘σκιασε η φοβέρα
και τ’ άσπρο μαύρο γίνηκε.
Τα πουλάκια με ρωτούνε
τι να δω και τι να πω
μόνο εσύ παιδί μου ξέρεις
της καρδιάς μου τον καημό.
Δέκα παλικάρια
Δέκα παλικάρια από την Αθήνα πάνε βάρκα γιαλό
πάνε για του ήλιου τα μέρη, βάρκα ε γιαλό.
Ξεκινήσανε με την αυγούλα
βάρκα γιαλό
αρμενίσανε
στο γαλανό νερό.
Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια και στα χείλη, βάρκα γιαλό
και στα χείλη τους λουλούδια, βάρκα ε γιαλό.
Κεραυνοί τώρα τους ζώνουν και μια σπάθα, βάρκα γιαλό
και μια σπάθα τους θερίζει, βάρκα ε γιαλό.
Τραγουδούσαν και γελούσαν
δέκα ήταν, βάρκα γιαλό
δέκα ήταν οι λεβέντες
βάρκα ε γιαλό.
Μα τα τανκς τώρα τους ζώνουν
και μια κάννη, βάρκα γιαλό
και μια κάννη τους θερίζει
βάρκα ε γιαλό.
Βουνά σας χαιρετώ
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο
δίχως πηγαιμό, δίχως γυρισμό.
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά
αυτή μόνο θα νοιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό
μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
Νεκρή Εποχή
1
Η μεγάλη λεωφόρος η μεγάλη λεωφόρος
γεμάτη χορτάτους απαστράπτουσα
δεξιά τα λεωφορεία αριστερά οι πεζοί
οι υπόνομοι στη σειρά περιμένουν πτύελα
και κατουρήματα μελλοθάνατων σκυλιών
οι μελλοθάνατοι πεζοί αγοράζουν θάνατο
παγωτά πασατέμπο προφυλακτικά
εκεί ακριβώς κάτω από την επιγραφή
“Κατάστημα Υποδημάτων”
σταμάτησα αιφνιδίως κοιτάζοντας
ή μάλλον χωρίς να κοιτάζω τίποτε το συγκεκριμένο
κοιτάζοντας ίσως μέσα μου
και μη βρίσκοντας τίποτα
απολύτως τίποτα
ούτε φώτα ούτε βιτρίνες ούτε ρεκλάμες
ούτε ακόμα και υπονόμους
σκέφτηκα το μεγάλο λάθος
το μεγάλο λάθος είναι ότι σκέφτηκα
τη μεγάλη λεωφόρο τη μεγάλη λεωφόρο
το λεωφορείο τους καλούς τους σκύλους
και τους μελλοθάνατους.
2
Είναι η εποχή μας κολοβή * ξεκίνησε περήφανη σαν παγώνι
με σημαίες και με ταμπούρλα *
ανέπνευσε έως θανάτου * σκόρπισε γιασεμί και μέλι
εθώπευσε γοήτευσε εμέθυσε *
πλήθη πρώην σκλάβων * και νυν αιχμαλώτων
εξηπάτησε *
3
Ο άλλος που ήμουν εγώ έγινα ξανά ο ίδιος
τη στιγμή που σε γνώρισα
δηλαδή όταν πίστεψα ότι σε γνώρισα
ενώ στην πραγματικότητα ζούσα το όνειρο
ενός Κύκλωπα
ερωτευμένου.
4
Δεν με πίστεψες * κι αυτό το βρίσκω φυσικό
γιατί ξέρω πως η φωνή μου * χάνεται
* στους μεγάλους ορίζοντες
στα σκοτεινά δωμάτια * και στους καθρέφτες
* κ’ εκείνο το σαξόφωνο
που έπνιξες *
κοιτώντας πίσω από τον ώμο μου * την ξεχασμένη ζωή μου
σαν ένα ρούχο * πλάι στην κόκκινη βάρκα
* του Ιουλίου.
5
Τις σημαίες τις σημαίες ποιοι τις βαστούν
ποιοι βαστούν τις σημαίες
τα λάβαρα τα εξαπτέρυγα
τα πολύχρωμα πλακάτ
με τα συνθήματα και τις λέξεις κλειδιά
τις λέξεις μπουρλότα.
Προχωρούν βαθειά μέσα στα πλήθη
μέσα στα πλήθη κι αυτά υποφέρουν
υποχωρούν χαίρονται κραυγάζουν
εκρήγνυνται.
Και μέσα από τις χιλιάδες φωτιές πυρκαγιές
πυρκαγιές
πυρήνες
καταιγίδες
η ιστορία αναπλάθεται
και βγαίνει αυτός ο γνωστός μας τύπος
ο γνωστός τύπος
ο κυρ – Παπαδόπουλος
αυτός που όλοι τον ξέρουμε
και που κανείς δεν περίμενε.
Τόση σοφία τόση σοφία είχαμε
ώστε να μη δούμε
να μη δούμε -ίσως δεν το βλέπουμε ακόμη-
το πιο ακριβό μας δημιούργημα
αυτό που μας κόστισε
μας κόστισε τόσο ακριβά
ακριβά και τελεσίδικα.
6
Να μάθεις να περιμένεις
και να περιμένεις
πάντα μαθαίνοντας
και πάντα περιμένοντας
να ελπίζεις
και πάντα ελπίζοντας
να περιμένεις
μαθαίνοντας
την πίκρα.
7
Όταν όπως μέσα στη νύχτα το σκοτάδι αναδιπλώνεται
χτυπημένο από λάμψη μακρινής αστραπής
μέσα στη χαμένη ζωή μου χαμένη μέσα σε πλήθη και λάμψεις
ήρθε ένα φως μακρινό με τη δύναμη του τέλους
να σημάνει την αρχή της ζωής μου που πέθανε και πάλι ξανάζησε
έτοιμη πάντα για τους μεγάλους θανάτους που μας οδηγούν σταθερά
στην κοίτη εκεί που όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν.
Κ’ έτσι είδα ξανά το εξαίσιο θέαμα
την ωραία πομπή που δεν ήταν παρά γλώσσες φωτιάς
μιας φωτιάς που καιγόταν και ξανάναβε από τον εαυτό της
και προχωρούσε περήφανη και σημαντική
πάντα ενάντια στον άνεμο των άστρων
που στροβιλίζοντας μέσα στο πρώτο χάος
βυθιζόταν μέσα στη χοάνη της μεγάλης νύχτας
που ήταν η ίδια η ψυχή μου.
Πώς να μείνω αδιάφορος σ’ αυτή την πύρινη σύγκρουση
καμωμένη από τα στοιχεία μου στοιχεία ονείρου και προσμονής;
Ήμουν εγώ η χοάνη και ο αστρικός άνεμος
ήμουν εγώ η σύγκρουση λίγο πριν από την σύγκρουση
και η φωτιά και η πορεία και η απουσία και το κενό
έτσι που στο τέλος δεν ήμουν τίποτα
όμως ένα τίποτα μεγαλειώδες
πολύ περισσότερο μεγαλειώδες από χίλιους θανάτους ενωμένους
παντοδύναμους και υπέροχους
καθώς σφραγίζουν με την αιμάτινη βούλα τους
το γαλάζιο αιδοίο της ζωής έτοιμο πάντα
να δεχτεί το κοντάρι του ήλιου που είναι ο άλλος εαυτός μου.
Δεν είδα τίποτα δεν έμαθα τίποτα δεν ξέχασα τίποτα
απ’ όλα τα τίποτα ξαναφτιάχνω τώρα το καινούριο μου πρόσωπο
θα ‘ναι κι αυτό ένα καινούριο τίποτα όμως τίμιο
σαν το ψωμί που πετούν στα σκυλιά των μεγάλων δρόμων
μια στιγμή πριν συντριβούν στους τροχούς
και θα μείνουν ανάσκελα και τυμπανιαία αφού σπαράξουν
για λίγο ή για πολύ όμως αυτό δεν έχει σημασία
αφού το ψωμί έγινε αίμα εγώ έγινα αίμα
και με στεγνώνουν οι τροχοί και το χώμα και ο άνεμος
των μεγάλων φορτηγών που προχωρούν σταθερά και αδιάφορα
εφοδιάζουν με αυταπάτες και πτώματα τους αδιάφορους διαβάτες
της νεκρής εποχής μας.
Τέλος σε είδα.
Ήσουν πάντα εσύ πάντα πρώτη και τελευταία.
Ήσουν ο θάνατος ακριβώς για να σβήσουν όλα
και να γραφτεί ξανά το άλφα και το βήτα
όμως μ’ ένα καινούριο νόημα πρωτόφαντο άγνωστο και απειλητικό
που να αμφισβητεί οριστικά όλα όσα είδαμε και δεν είδαμε
όσα μάθαμε και θα μάθουμε και προπαντός όσα ξεχάσαμε για πάντα
τόσο πολύ τόσο βαθειά και τόσο πικρά που έγιναν η μνήμη μας η μοναδική
η μνήμη των βουνών μας σκεπασμένη με θυμάρια και σκίνα
φωλιές φιδιών φιδιών με σταχτιές βούλες πάνω στα πράσινα λέπια
που τόσο μοιάζουν με τις άγραφτες λέξεις γεμάτες σκοτεινά νοήματα
έτοιμα να συλλάβουν την έννοια αγάπη εντούτοις ασύλληπτη
άχρωμη άοσμη άφαντη και συγκλονιστική.
Ήρθες εσύ και εντούτοις ήσουν η ίδια
όπως θα ήσουν αν δεν ήσουν εσύ
όπως ακριβώς ήσουν τότε που σε γνώρισα
και τότε που δεν σε γνώρισα
και δεν θα σε γνωρίσω ποτέ
γιατί σε ξέρω γιατί σε ήξερα και σε ξέχασα για πάντα
για να μείνεις για πάντα στη μνήμη μου
φωτεινή απουσία και πόνος.
Και όλα αυτά έγιναν η μεγάλη πληγή
μεγάλη σαν κόκκινη πεδιάδα
με χώμα σκληρό αργιλώδες αιμάτινο
με ελάχιστη βλάστηση βασανισμένη από τον μεγάλο δυτικό άνεμο
δηλαδή τον άνεμο της μεγάλης δύσης
που σταθερά δολοφονεί τους ήλιους και τους αθώους
αυτούς που όπως εγώ έμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα
μαγεμένα στο γαλάζιο στο κόκκινο και στο πορτοκαλί
περιμένοντας μάταια τα χρώματα να μιλήσουν
ή να τραγουδήσουν ή να σιωπήσουν για πάντα
δημιουργώντας τη Συμφωνία της Σιωπής
με μελωδίες από σιωπή
ρυθμούς και αρμονίες από σιωπή και δακρυσμένα πεντάχορδα.
Και τότε πάνω στην πεδιάδα του αιμάτινου ήχου μου
ζεμένο σε χίλια βόδια
ήρθε το αλέτρι που έχει το σχήμα της απουσίας σου
και περνά και ξαναπερνά με σχίζει και με ανασκαλεύει
ως τα ύστατα της αίσθησης και της μη αίσθησης
έτσι που όλα αλλάζουν η βλάστηση γίνεται ένα με το χώμα
για να δεχτεί το σπόρο του πρώτου δέντρου
αυτού που θα γεννήσει τον πρώτο καρπό
και θα θρέψει τον πρώτον άνθρωπο
και την πρώτη γνώση.
Σε λένε αγλάισμα.
Και ίσως ποτέ να μη μάθεις αυτό που ήξερες πάντα
γιατί ακριβώς το ήξερες πριν την αρχή του
και θα το ξέρεις πάντα μετά το τέλος του
και ούτω καθ’ εξής εις τους αιώνας των αιώνων.
Στον συνέλληνα
Δεν έχω πια να δώσω τίποτα σε σένα
ούτε καν πια να μπω στη φυλακή
τα δυο φτερά του νου μου απλωμένα
σαν το γεράκι σ’ έρημη γη.
Δεν περιμένεις να σου δώσω τίποτ’ άλλο
τα πήρες όλα κι όλα τα ‘θαψες βαθειά
να μην τα βλέπουν και θυμούνται το μεγάλο
πόνο που φύτεψα στα χρόνια τα παλιά.
Άλλοτε μέθαγες με τσίπουρο και μπρούσκο
σήμερα πίνεις χίλια δυο διεγερτικά
πώς να με δεις πίσω από τόσα παραμύθια
πώς να μ’ ακούσεις μέσα στα ξεφωνητά.
Ήταν μια σύμπτωση καθώς μες στα πελάγη
σαν δυο καράβια συναντιώνται ξαφνικά
κι ύστερα ξαφνικά χάνονται πάλι
μες στου ορίζοντα τη νύχτα τη βαθειά.
Παρίσι, 21.12.74
Neruda Requiem Eternam
Neruda Requiem Eternam
Λάκριμα για τους ζωντανούς
Αμέρικα σκλάβα
Σκλάβοι όλοι οι λαοί
Λακριμόζα
Ήσουν ο στερνός ήλιος
Τώρα κυβερνούν νάνοι
Ορφάνεψε η γη
Neruda Requiem Eternam.
Στον συνέλληνα
Εκείνος ήταν μόνος μες στα πλήθη
εκείνος ήταν μόνος στο κελί
γι’ αυτόν αργά τραγούδησες, πολύ αργά
πολύ αργά, πολύ αργά.
Εκείνος δεν ακούει τη φωνή σου
η αγάπη σου είναι νεκρή γι’ αυτόν
είναι νεκρά τα λόγια κι οι λυγμοί σου
αργά η μνήμη, αργά και το φιλί σου
πολύ αργά, πολύ αργά.
Εκείνος ήταν ήρεμος κι ωραίος
εκείνος ήταν μόνος κι ορφανός
εκείνος ήταν δίκαιος κι απέραντος
σαν ουρανός.
Εσύ φωνάζεις τώρα τ’ όνομά του
στο αίμα του ορκίζεσαι μ’ οργή
περίμενες την ώρα του θανάτου
σαν τη βροχή μας φεύγει τώρα το παιδί
σαν τη βροχή, σαν τη βροχή.
Κόκκινο τριαντάφυλλο
Κάθε πρωί ξεκινούσαμε
να πάμε στη δουλειά
στο λεωφορείο γελούσαμε
ήμαστε δυο παιδιά.
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό.
Κάποιο πρωί για τον πόλεμο
κινήσαμε μαζί
όλοι μαζί τραγουδούσαμε
παλεύαμε μαζί.
Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες
το αίμα σου μαβί
έβαψε μαύρο τον ουρανό
κόκκινο τον καιρό.
Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν
όνειρα, ιδανικά
γίναμε όλοι φαντάσματα
ζούμε συμβατικά.
Τώρα οι σημαίες γενήκανε
είδη εμπορικά
είναι τα όνειρα αγαθά
καταναλωτικά.
Η παγίδα
Είχες τα χέρια σου γιομάτα τραγούδια
τα πόδια σου αγγίζανε το πράσινο νερό
τα όνειρά σου σεργιάνιζαν στους δρόμους
η σκέψη σου ρύθμιζε της μέρας τον ρυθμό.
Βουή τα αυτοκίνητα κι ηλεκτρικές ρεκλάμες
σκεπάζαν τον απόηχο στις φτωχογειτονιές
η νύχτα μούγκριζε στους λασπωμένους δρόμους
δυο φίλοι αντάλλασσαν τον όρκο τον ιερό.
Ποιος να σου το ‘λεγε, αυτός με την τραγιάσκα
το μάτι πύρινο, το γένι αχνιστό
το σάλιο κίτρινο κι ο λόγος του αντάρα
στα σπλάχνα γλίστραγε σαν σίδερο καυτό.
Κι εσύ τον πίστεψες και δίχως άλλη σκέψη
μπήκες στον δρόμο τον στενό, τον δίχως γυρισμό
ποιος να σου το ‘λεγε, παιδί, αυτός με την τραγιάσκα
παγίδα σου ‘στησε γλυκειά και τώρα είναι αργά.
Essen, 7.Χ.77
Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια
Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια
τώρα που σωπαίνουν τα πουλιά
μου ‘μειναν στα χείλη τα τραγούδια
ξεχασμένη αγάπη μου, παλιά.
Χώρισαν οι δρόμοι μας μιαν ώρα
φορτωμένοι σύγνεφα βαρειά
μες στους παγωμένους δρόμους τώρα
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.
Τώρα περιμένουμε το θάμα
πίσω από το τζάμι το θολό
η κάμαρή μας μοιάζει μ’ ένα κλάμα
φυτεμένο μέσα μας πνιχτό.
Οι δρόμοι μας χωρίσανε για πάντα
μη με περιμένεις στη γωνιά
η άνοιξη μονάχα για τους άλλους
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.
Χαίρε
Στην άκρη του καλοκαιριού
θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω
το πέλαγο, τα κύματα
στα πόδια σου ν’ απλώσω.
Στην άλλη άκρη του καιρού
θα στήσω την μορφή σου
με πίκρα και με λησμονιά
θα δέσω την ψυχή σου.
Χαίρε πέτρινο λουλούδι
με το χρώμα της φωτιάς
χαίρε κόκκινο τραγούδι
απ’ το αίμα της καρδιάς.
Το τραγούδι της γης
Το τραγούδι της γης
δεν τ’ άκουσες ποτέ
ούτε θα τ’ ακούσεις πια.
Σκότωσες όλα τα πουλιά
τα δάση
το νερό
το λαμπερό νερό
τον ποταμό.
Πάει…
Σκότωσες το χώμα
τον ήλιο
την καρδιά σου.
Ποτέ δεν θα ξαναδείς
το χρώμα τ’ ουρανού
δεν θ’ ακούσεις ποτέ
τον ήχο των χρωμάτων.
Σαν βολίδα προχωρείς στο χάος.
Στερνή φορά ας ακουστεί μες στη σιωπή
το τραγούδι της Γης.
Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος
ένα “γειά σου” θα πω στη ζωή.
Χαιρετισμοί
Οι “Χαιρετισμοί” γεννήθηκαν ύστερα από έναν ζωηρό διάλογο που είχα με την κόρη του τελωνειακού πριν από πολλά χρόνια στην Κατοχή.
Την έλεγαν Καλλισθένη. Είχε δυό αδέλφια: τον Βλάση και τον Πολύδωρο. Καθόταν στο απέναντι τετράγωνο, επί της Δυρραχίου.
Συναντηθήκαμε μπροστά στο συρματόπλεγμα της Γκεστάπο, στη στροφή Νέας Σμύρνης.
– Γιατί δε μιλάς; της λέω
– Τί να πεις μετά από μια τόση απουσία; μου λέει.
Εσύ τώρα είσαι απασχολημένος. Είσαι μπερδεμένος με χίλια δυο πράγματα. Εχεις δρομολόγιο Αθήνα-Πάτρα.
– Κι εσύ βρίσκεσαι στο δρόμο για την Καλκούτα. Βορράς – Νότος – Ανατολή – Δύση, της λέω, δεν έχουν πια κανένα νόημα για μας. Και η μουσική; Υπήρξε πριν από σένα. Υπήρξε με σένα. Υπάρχει και χωρίς εσένα. Ύστερα από σένα. Ομως εγώ ετοιμάζω τους “Χαιρετισμούς” και πώς να γίνει; Σε 40 χρόνια που θα παιχτούν, θέλω να παιχτούν για σένα.
Όμως τώρα:
Δεν έχω να σου δώσω πια τίποτα άλλο.
Ούτε καν να μπω για σένα στη φυλακή.
Δυό μαύρα φτερά είναι ο νους μου
και νοιώθω να τα ζυγίζω σα γεράκι
πάνω από έρημη γη.
Κι εσύ, νομίζω, δεν περιμένεις πια να σου δώσω
τίποτε άλλο.
Τα πήρες όλα. Κι όλα, νομίζω, ότι
τα ‘θαψες βαθειά.
Καλλίτερα έτσι. Να μη τα βλέπεις
και θυμάσαι
το μεγάλο πόνο που φύτεψα
κάποτε στα χρόνια τα παλιά.
Η Καλλισθένη μου έλεγε ένα ποίημα. Και σκέφτομαι τώρα:
Άλλοτε μεθάγαμε με τσίπουρο και μπρούσκο.
Σήμερα μας ποτίζουν χίλια δυο διεγερτικά.
Πέθανε κι ο Πολύδωρος κι ο Βλάσης έγινε υπουργός.
Αλήθεια, πώς να με δεις πίσω
από τόσα παραμύθια.
Πώς να μ’ ακούσεις πίσω από τόσα
ξεφωνητά.
Ίσως η συνάντησή μας να ήταν μια
σύμπτωση.
Όπως λόγου χάρη συναντιώνται ξαφνικά
δυο καράβια στα πελάγη.
Και πάλι ξαφνικά χάνονται
μέσα στη νύχτα
του ορίζοντα βαθειά.
Δεν ξέρω…
*
Εξ άλλου ήξερα ότι ποτέ δε θα
μπορέσω να εξαφανίσω
τις προδοσίες των άλλων.
*
Εσύ έχεις σύμμαχο
ένα τρύπιο σύννεφο –
ένα φτηνό άχρηστο και ξερό δέντρο
ριζωμένο σε σένα.
Πάνω στο δικό σου χώμα, χωρίς όνομα.
Δε μπορεί να ξεριζωθεί
χωρίς να το σφάξει
τσεκούρι.
*
Κάθε δευτερόλεπτο θα αναπνέω φωτιά.
Αν δεν ξέρεις να κλαις
μη ψάχνεις τα δάκρυά σου.
*
Σωτήρη:
Κάπου στο αδιέξοδο να ζωγραφιστεί
μια ψεύτικη πόρτα.
Μια πόρτα που θ΄ ανοίξει πολύ αργά
όταν τα τείχη θα έχουν εξαφανιστεί.
Αν προλάβουν να εξαφανιστούν
πριν από την τέλεια ασφυξία
*
Εκεί στο Τσίρκο στη λεωφόρο
στη Συγγρού
φώναζε ο κλόουν:
“Περιττές ώρες – περιττά χρόνια
παραδεισιακές κολάσεις –
δροσερές πυρκαϊές –
φρόνιμα θαύματα”
*
Περνούσες σε διπλανό δρόμο
και τα ήξερες όλα.
*
Η νύχτα έκανε λάθος.
Ξέχασε τα επίσημά της μαύρα.
Ξέχασε τα ψεύτικα μυστήριά της
και πνίγηκε στον πόθο.
Ξημερώματα τη βρήκανε
αλλά δεν την γνώρισαν.
Έτσι κι αλλιώς το ίδιο ήταν.
Κοιμόσουνα.
*
Περπατώντας στο Λόφο του Φιλοπάππου
Σκέφτομαι άξαφνα ότι:
Όταν ήταν δέντρο το χαρτί /
τότε / σωστά μιλούσε
Η Αθήνα είναι διαφορετική.
Δεν είναι αυτή που ξέρουμε.
Είναι κάποια άλλη.
Λ.χ. στην Αθήνα δεν υπάρχουν
αυτοκίνητα, σούπερ-μάρκετ
τίμιοι βλάκες.
Υπάρχει, φερ’ ειπείν ένας δρόμος ανηφορικός
γεμάτος ζεστή βροχή
που τελικά καταλήγει σε
ποτάμι.
Εκεί σε είδα στα 1943, στην Κατοχή,
με τις ξύλινες νύχτες
κι από τότε σε ψάχνω σε κάθε νότα.
Στη λεωφόρο Συγγρού
oι εκκλησίες κρέμονται
από τις πιπεριές.
Στις 26 του Μάρτη ανοίγουν
τις πόρτες
να περάσουν οι ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ.
Κάθε Χαιρετισμός και ένα κορίτσι
κάθε κορίτσι κι ένα σκοτωμένο παιδί.
Τί είναι οι ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ;
Ένας στρογγυλός δίσκος
όπως οι νύχτες είναι στρογγυλές
σε στρογγυλή γη…
Περπατούσαμε στην οδό Ευριπίδου
μας χτυπούσε τη μύτη η μυρουδιά
από τη σαρδέλα και τη λακέρδα.
Η Ασφάλεια μας παρακολουθούσε.
Μου λες
“Ντράπηκε ο αέρας –
Ντράπηκε η ασφυξία
ντράπηκαν τα λόγια –
ντράπηκε η σιωπή… ”
Τί να σου πω που ήξερα ότι σε 38
μέρες και νύχτες θα σε εκτελούσαν
πάνω σε μια καρέκλα
με την πλάτη στον Υμηττό.
Βλέπετε πόσο
συνυπάρχουν το κενό με το κενό /
οι ώρες με τις στιγμές
εκτός τόπου και χρόνου
στον σκοτεινό ωκεανό /
Μήνυμα σε μπουκάλι.
Άτιμο παιχνίδι!..
Εγώ το ‘βαλα κι εγώ το βρίσκω…
Μόνο τον εαυτό μου δε βρίσκω.
Γιατί δεν υπάρχει πουθενά…
Μόνο που η Ασφάλεια τον ξέρει
και τώρα μας παρακολουθεί.
Στου Πατσία, το υπόγειο
στην οδό Χαριλάου Τρικούπη
μαζί με τον Παύλο ήρθε
κι ο Πέτρος
κι ο πατέρας μου
που κερνούσε γαλέο σκορδαλιά.
Εμένα το μυαλό μου
καρφωμένο στο Άλσος της
Νέας Σμύρνης…
Και τώρα το σπίτι σου
έγινε πολυκατοικία
κι απ’ τη διπλανή
κλαίει ένα μωρό.
Αλλα εκατομμύρια θα παρηγορηθούν
σε βρώμικη – ένοχη αγκαλιά.
Πιάστηκε κι ο Πέτρος.
Πιάστηκα κι εγώ.
Πού ν’ ακούσεις τους ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ
μέσα στο μπουντρούμι…
θα με ψάχνουν ολόκληρη ζωή
θα πεθάνουν από αυτοκινητιστικό
δυστύχημα
από καρκίνο – από γρίπη –
από άτυχη δειλία
από δειλή ατυχία –
θα κοιμούνται λαθεμένα κάθε νύχτα /
Κι εγώ που σε βρήκα
δε θα ξανακοιμηθώ /
θα ριζωθώ στο τραγούδι.
Και πού θα το πάρω όλο αυτό
το τραγούδι;
Τουλάχιστον να τ΄ άκουγαν οι φίλοι
μου εκεί που βρίσκονται ύστερα από
το τσιμπούσι μας στην Ταβέρνα
του Πατσία, στα 1948.
Αν θέλετε να ξέρετε
πίσω από τη μουσική
κάτω από τη μουσική
ακούγεται η σιωπή.
Και μην σας διαφεύγει το γεγονός
ότι τα φαντάσματα
κάνουν στον εαυτό τους
οδυνηρές φάρσες.
Στην επιφάνεια αυτής της
εκρηκτικής ησυχίας
υπάρχει μια καρφίτσα.
*
Τώρα η Αθήνα γέμισε
με πόνο πολυτελείας
αριστοκρατικό
μακρινό.
Με λέξεις κολλημένες στο κακό νέφος.
Γέμισαν οι δρόμοι
περιττές ώρες
περιττά χρόνια
παραδεισιακές κολάσεις
δροσερές πυρκαϊές.
Τα κορίτσια μας γέμισαν
με φανταστικά μυθιστορήματα –
φανταστικά έργα
σε συνοικιακά σινεμά –
με αρωματισμένη μοναξιά.
Τ΄ αγόρια μας παίζουν
με φρόνιμα θαύματα
με παράνομα παραλυρήματα
στη ρίζα της φωνής τους.
Εμείς δεν παίξαμε.
Μας έπαιξαν.
Κι από το παίξε – παίξε
φτάσαμε στα ζεϊμπέκικα
και τώρα στις μπαλάντες
και τα συμφωνικά
κι όλο τρέχουμε να
προλάβουμε, γιατί δεν είναι
μονάχα όλοι αυτοί που μας κυνηγούν:
γκεστάπο – ασφάλεια – τσολιάδες –
χουντικοί – Μεσίες – φαντάσματα, είσαι και συ
που γελάς κι έχεις σάπια δόντια
έχεις όμως και θείο Άγιο
με πιστοποιητικό και δική του ενορία
Και σε διαβάζουν όλοι
σε βλέπουν όλοι
και όλοι μιλούν με το στόμα σου
και βλέπουν με τα μάτια σου
κι ας έχεις
τραχώματα.
Να λοιπόν ζεϊμπέκικα και
μπαλάντες
και μπουζούκια και κιθάρες
και φλάουτα
μήπως κάπου κάποτε κάτι γίνει.
Αν και το κάτι δε θα βγει
από το τίποτα.
Και για να μάθεις.
Η μάλλον να ξέρεις ξαφνικά.
Να τα ξέρεις όλα.
Να ξέρεις κάθε λέξη.
ΤΗ λέξη: ανυπόφερτο.
ΤΗ λέξη: αρώστεια.
ΤΗ λέξη: κόλαση και όσες φοβούνται
ακόμα το νόμο της Σιωπής.
ΤΗ λέξη: βασανισμός
και ΤΗ λέξη: ιεροσυλία.
Σατανικός χορός χωρίς τέλος.
Κύκλος ακίνητος.
Πρέπει να σπάσει ο σιδερένιος
κύκλος.
Να πετάξουν τα λόγια.
Να κολυμπήσουν. Να πνιγούν.
Να χαθούν.
Μέχρι να σε βρουν.
Να γίνουν αέρας.
Να γίνουν φυσαλίδα
και χωρίς να το καταλάβεις
να κοιμηθούν στην παλάμη σου.
Να διαλυθούν και να φτιάξουν
άλλη λέξη χωρίς παγίδα –
χωρίς χαρτί και μολύβι
χωρίς την πανίσχυρη Απουσία σου
χωρίς τη Νύχτα που δεν μπορεί
να περάσει
Και που όμως θα περάσει
βιάζοντας κάθε αντοχή
χωρίς τα ποτάμια δακρύων
χωρίς την ιερόσυλη ενοχή.
Μια λέξη που να μην περιέχει
τη σιωπή.
Για να μάθεις.
Να τα ξέρεις όλα!. Τώρα!.
Τώρα που κάπου γράφεις
και μεθάει το μολύβι.
Διαβάζεις και μεθάνε οι
σελίδες.
Απλώνεις το χέρι
και τρέμουν κρυφά
τα έπιπλα.
Χωρίς να ξέρεις εσύ
πως είναι όλα τρελλά.
Εσύ δεν το ξέρεις.
Κι εγώ πνίγομαι
σ’ όλα τα ποτάμια της νύχτας.
Καληνύχτα.
Μίκης Θεοδωράκης
Αθήνα, 1981
Άννα Φρανκ - Ιμπραήμ - Εμιλιάνο
Αννα Φρανκ
τα μεγάλα μάτια σου σφραγίζουν τον καιρό
Ιμπραήμ
τα μεγάλα μάτια σου μας κοιτούν απ’ τον ουρανό
Εμιλιάνο
τα μεγάλα μάτια σου κοκκίνισαν τη γη
Gloria
Πέντε παιδιά του κόσμου
πήραν μαζί τους την Άνοιξη
GLORIA
πέντε καρδιές ματωμένες
πέρασαν το σύνορο του κόσμου
πήραν μαζί τους την άνοιξη
τώρα μας κοιτούν
με τα μεγάλα μάτια κλαμένα
τι πρέπει να κάνουμε για να γελάσουν;
Η απολογία του Διονύσου
Γεια και χαρά σας άσπιλοί μου δικαστές
είμαι μπροστά σας, βγάλτε νύχια και φωτιές
η τιμωρία τρομερή
πρέπει να βγει από την συνάθροιση αυτή.
Κάψτε τους στίχους, κάθε μελωδία μαγική
που μας πηγαίνει σ’ άγνωστη μεριά χιμαιρική.
Γεια και χαρά του κόσμου αυτού οι δυνατοί
είμαι μπροστά σας, βγάλτε νύχια και χολή
σαν τα βουνά
που κλείνουν μέταλλα σκληρά
και τα τρυπούν
και την καρδιά τους την πονούν
μα η καρδιά
μες απ’ τα νύχια τους γλιστρά
και τραγουδά.
Αντιστροφή Α’
Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις κορφές
για ν’ ανάψουνε φωτιές.
Να κάψουν θέλουν το θεό
με τις νυφούλες στο πλευρό
και τ’ αγόρια στο χορό.
Αντιστροφή Β’
Διόνυσέ μου, με τ’ ασίκικα φτερά
παλικάρι μου, με του τράγου το κορμί
παλικάρι μου, σέρνεις πρώτος την πομπή
Διόνυσέ μου
κοίτα ποιος σ’ ακολουθεί
Έλληνες κι αλλοδαποί
Μια φυλακή
Μια φυλακή
-πώς μας φτάσαν ως εκεί-
μια φυλακή
η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή
-πώς μας φτάσαν ως εκεί-
και δικαστή
η ζωή μου φυλακή.
Στου Μακρυγιάννη
πριν προλάβεις να μιλήσεις
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε.
Μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό
να σκεφτόσουνα θαρρείς
πόσο λίγο η μέρα κράτησε.
Μες στις πλατείες ένας-ένας καθισμένοι
τη μοναξιά μας τη γραμμένη
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό
ποιος θα πει το μυστικό
στη ζωή μας τη χαμένη.
Το ψυγείο
Μη ρωτάς καρδιά μου
μην καρδιοχτυπάς
πίκρες, παραμύθια
τέλειωσαν για μας
στο τηλέφωνό σου
όλοι οι αριθμοί
έχουν παραλήπτη
μια ζωή νεκρή.
Αν έχεις μάτια που κοιτούν
κι αν έχεις στήθια που πονούν
πώς την αντέχεις, δε μου λες
τέτοια ζωή χωρίς να κλαις.
Όσοι αγάπησαν
κείτονται νεκροί
όσοι προσκύνησαν
είναι οδηγοί.
Μέσα στο ψυγείο
άνοιξε να μπεις
για να μείνεις φρέσκος
να διατηρηθείς.
Η αρκούδα
Μιαν αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμό
είμαι αρκούδα, χορεύω γύφτικο χορό.
Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ
με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ.
Μες στο κελί μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοί
ήρθε το τέλος, δεν ήρθε ακόμα η αρχή.
Στις δέκα του Δεκέμβρη
Ξεπροβοδίζουν το παιδί στην παγωνιά
έχει τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα
δεν έχει όνομα, δεν έχει φαμελιά
κι είχε τα νιάτα του στην άνοιξη ταμένα.
Στις δέκα του Δεκέμβρη
πομπή φανταστική
αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα
κι άνοιξη σκεπάζει μ’ ανθούς
ιδανικά
κορμιά αδερφωμένα.
Καθώς κοιτάζω το αγόρι το χλωμό
αρχίζει, σκέφτομαι, ένα αλλιώτικο ταξίδι
για όσους ζήσαμε εκείνον τον καιρό
κι ό,τι πιστέψαμε θαμμένο έχει μείνει.
Ο προδότης
Κυνηγούσα μέσα στην Αθήνα
ήμουν τότε αμούστακο παιδί
είχα ένα πιστόλι και μια φίνα
αισιοδοξία τρομερή.
Η καθοδήγηση με στέλνει για να βρω
έναν προδότη που στη Γούβα τριγυρίζει
βρίσκω το σπίτι και την πόρτα του χτυπώ
κι η μάνα του με γέλιο με καλωσορίζει.
– Κάτσε γιόκα μου να ξαποστάσεις
όπου να ‘ναι ο γιος μου θα φανεί
για τη φτώχεια μας μη μας δικάσεις
η καρδιά μας μόνο είναι καλή.
Την κοιτάζω, σκέφτομαι πώς να της πω
πως ήρθα τον προδότη γιο της να σκοτώσω
πάνω στο αίμα του παιδιού της τ’ αχνιστό
μια Ελλάδα νέα πάω τώρα να στεριώσω.
Ο κολίγος
Στρατιώτες ορκισμένοι
μπήκαν στα Καλάβρυτα
ξέρεις τι σε περιμένει
όλα μαύρα κι άδικα.
Του καιρού μας οι στρατιώτες
δεν ορκίζονται ποτέ.
Είναι όλοι ιδιώτες
με προσωπικό σωφέρ.
Στρατηγοί και Φαρισαίοι
μπήκαν στο κονάκι μου
ξέρω τι με περιμένει
γράφω το χαρτάκι μου.
Το εισόδημά μου γράφω
κι αφαιρώ το νοίκι μου
και στο τέλος υπογράφω
και την καταδίκη μου.
Τη ρωμιοσύνη να την κλαις
Θα σας μιλήσω μ’ ένα αλλιώτικο σκοπό
μη μου θυμώσετε πολύ, παρακαλώ
ψάχνω να βρω τη Ρωμιοσύνη
κι αυτό το πάθος μου τη δίνει.
“Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες”.
Στην απορία μου απάντηση ζητώ
με αποφεύγουνε, με παίρνουν για τρελό
η Ρωμιοσύνη παντρεμένη
είν’ ευτυχής και γκαστρωμένη.
“Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες”.
Αυτά τα λόγια είναι παρανοϊκά
αφού γκαστρώθηκε, σημαίνει είναι καλά
με κουμπάρο τον Καρούδα
“έξω οι βάσεις απ’ τη Σούδα”.
“Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες”.
Οραματισμός
Ψηλά στα χέρια κρατούν
μαύρα πανιά και θρηνούν
του κόσμου οι μαύρες μάνες
ανάβουν λαμπάδες.
Μέσα στα τάρταρα να φωτίσουν
ξανθόν αρχάγγελο να ξυπνήσουν.
Να γίνει φως γαλανό
τραγούδι συμπαντικό
τη γη να κατακλύσει
και να μας οδηγήσει
μέσα στα κρύσταλλα της αβύσσου
μπροστά στις πύλες της Παραδείσου.
Καλά βουνά
Καλά βουνά μου μενεξιά
στα σύννεφα ντυμένα
τι με κοιτάτε σοβαρά
βαρειά και πονεμένα.
Το μονοπάτι της ζωής
τώρα το παίρνω μόνος
όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις
πόσο πονάει ο πόνος.
Κι εσείς παιδιά ερημικά
τον κόσμο δεν κοιτάτε
μες στην κρυφή σας τη στοά
μονάχοι περπατάτε.
Το ταξίδι
Μια δρασκελιά Πετράλωνα – Θησείο
δυο δρασκελιές Συγγρού – Καισαριανή
βαθειά μες στου μυαλού μου το αρχείο
συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή.
Μη με κοιτάς με μάτια βουρκωμένα
μες στην καρδιά μου τα ‘χω σφραγισμένα
τα όνειρά μας τα χαμένα.
Πρωί πρωί θα σεργιανίσω
θα πάρω δρόμο μακρινό
τους φίλους θ’ αποχαιρετήσω
να ξαποστάσω πριν να ‘ρθει το δειλινό.
Στο μακρινό ταξίδι μου θα πάρω
όταν θα μείνω μόνος με τον Χάρο
το τελευταίο μου τσιγάρο…
Η ΠΟΜΠΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν
– Αχ αχ αχ μικρό πουλί
τι ζητάς στην οδό Ερμού;
– Έχασα τη Βεατρίκη
ίσως να ψάχνει
για καινούριο καπέλο με φτερά.
– Αχ αχ αχ μικρό πουλί
τί ζητάς στην οδό Μηδέν;
– Αύριο η Βεατρίκη
δίνει τον όρκο
είναι ο πρώτος πολίτης του Μακρυγιαννιστάν.
– Αχ αχ αχ μικρό πουλί
τι ζητάς στην οδό “Γιατί”;
– Δεν υπάρχει Βεατρίκη
αν υπήρχε δεν θα μ’ έβλεπες ποτέ.
Βεατρίκη πάψε να γελάς
Με ξεχνάς, τα μάτια σου κλειστά
τα χείλη σφραγιστά
και χάνομαι στους δρόμους
Βεατρίκη, πάψε να γελάς.
Μου γελάς, το δάκρυ σου νερό
το γέλιο σου κενό
σαν τον αέρα
Βεατρίκη, πάψε να γελάς.
Με πονάς, σκιά μες στη σκιά
σκορπάς σαν τον καπνό
και χάνεσαι στους δρόμους.
Βροχή μια Κυριακή
που μ’ έδεσες για πάντα
στα χρυσά μαλλιά σου
Βεατρίκη, πάψε να γελάς.
Μια πικραμένη Παναγιά
Μια πικραμένη Παναγιά
είν’ η καρδιά μου σήμερα
δεν έχει πέτρα να σταθώ
βλέπω μπροστά μου
τον γκρεμό.
Θάλασσα πλατειά
Δώσ’ μου χέρι να σταθώ
δώσ’ μου βλέμμα να λουστώ
φίλημα να κρατηθώ
θάλασσα πλατειά
με τη γαλάζια σου καρδιά
θάλασσα πλατειά
κλείσε με στα βαθειά νερά.
Κλαις εσύ και κλαίει η γη
κελαηδείς και κελαηδεί
προσευχή μες στη σιωπή
θάλασσα πλατειά
με τη γαλάζια σου καρδιά
θάλασσα πλατειά
κλείσε με στα βαθειά νερά.
Σ’ έχασα παντοτινά
πέτρωσ’ η ζεστή καρδιά
γίναν δέντρα τα φιλιά
θάλασσα πλατειά
με τη γαλάζια σου καρδιά
θάλασσα πλατειά
κλείσε με στα βαθειά νερά.
Σύνταξη: Γιώργος Αγοραστάκης
Πηγές:
«Επίσημη» ιστοσελίδα Μίκη Θεοδωράκη https://www.mikistheodorakis.gr/
Θεοδωράκης Μίκης (με το ψευδώνυμο Μάης Ντίνος), ΣΙΑΟ (Ποιητική Συλλογή) Έκδοση Τρίπολη, 1939
Θεοδωράκης Μίκης, Να μαγευτώ και να μεθύσω, επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Εκδ. Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 2000 & Εκδ. «ΙΑΝΟΣ», 2019