skip to Main Content

Επιλογή από «επίσημη» ιστοσελίδα Μίκη Θεοδωράκη https://www.mikistheodorakis.gr/

Μελοποιημένα ποιήματα του Μίκη Θεοδωράκη

Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Γκάτσος, Π. Κοκκινόπουλος, Γιάν. Θεοδωράκης, Οδυσσέας Ελύτης, Δ. Χριστοδούλου

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

1. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΡΓΑΡΩ

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
περιστεράκι στον ουρανό…
τον ουρανό
μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω,
βλέπω την πούλια και τον Αυγερινό.

Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ’ η νύχτα,
μας βλέπουν τ’άστρα κ’η χαραυγή.

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
βαρκούλα στο Σαρωνικό…
Σαρωνικέ μου,
τα κυματάκια σου δώσ’μου,
δώσ’ μου τ’αγέρι, δώσ’ μου το πέλαγο.

Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ’ η νύχτα,
μας βλέπουν τ’άστρα κ’η χαραυγή.

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
δεντράκι στο Βοτανικό…
Πάρε το τραμ
μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα,
πέφτουν οι ώρες, πέφτω, λιποθυμώ.

Η μάνα μου είναι τρελή
και με κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να’ μπεις στην κάμαρή μου
σου ρίχνω μεταξωτό σχοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ’ η νύχτα
μας βλέπουν τ’άστρα κ’η χαραυγή.

8. ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ

Κλαίνε τα δέντρα κλαίνε τα σύννεφα
κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στη δουλειά στο σπίτι παλικάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου κι έκοβες το φεγγάρι
πώς σ’ έκοψε σα λούλουδο ο Χάρος μια νυχτιά.

Κλαίνε οι τράτες κλαίνε τα κύματα
κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στα κουπιά στο γλέντι παλικάρι
οι κοπελιές κεντούσανε για σένανε κρυφά
κεντούσανε τα όνειρα, τον ήλιο, το φεγγάρι
κεντούσαν την αγάπη τους, της βάζανε πανιά.

Κλαίνε οι ναύτες κλαίνε τα σήμαντρα
κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα
τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά
το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη
κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.

9. ΑΠΑΓΩΓΗ

Θα πάρω μια βαρκούλα μανούλα μου
στον Κάτω Γαλατά και στην Αθήνα
θα ‘ρθω καρδούλα μου καβάλα στο Νοτιά

Και σαν θα ‘ρθει το δειλινό
στον κήπο σου θα μπω
να κόψω τα τριαντάφυλλα να κόψω τ’ άστρα
τ’ ουρανού και τον Αυγερινό

Θα βάλω στη βαρκούλα μανούλα μου
λουλούδια και φιλιά δυο γλάροι ταξιδεύουν
καρδούλα μου καβάλα στο Βοριά.

Και νάτη η Κρήτη φάνηκε γαλάζια και ξανθιά
τη θάλασσα στα μάτια της
τον ουρανό στην αγκαλιά
τον ήλιο στα μαλλιά

Θ’ αράξω τη βαρκούλα μανούλα μου
μπροστά σε μια σπηλιά θα σε ταΐζω χάδια
καρδούλα μου καβούρια και φιλιά

Στη μάνα μου, στον κύρη μου
λέγω και τραγουδώ
σας φέρνω την τριανταφυλλιά,
σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό

10. ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ

Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει
δώσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά
τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι
στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.
Μοσχοβολούν οι γλάστρες,
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει κι η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά
Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.

Το Σαββάτο το βράδυ φως μου
είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός
έχω όλα τα πλούτη του κόσμου
δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.

Το μπαλκονάκι σου δικό μου
δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός
κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια
σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά…

Μοσχοβολούν οι γλάστρες
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει κι η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά…

***

Κύκλος τραγουδιών από την ομώνυμη Θεατρική παράσταση
Στίχοι Μίκη Θεοδωράκη και σε ένα τραγούδι του Κώστα Βίρβου

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

2. ΑΠΡΙΛΗ ΜΟΥ

Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ-
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη
και στις τόσες ομορφιές

Γιομίζ’ η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ,
μα το ‘χω μυστικό

Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο-, στο γαϊτανοφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου
σαν το πουλάκι στο ξόβεργο

Γιομίζ’ η γειτονιά…

Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα ‘ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα ‘ρθω
να πάρω την ευχή της
και το ταίρι που αγαπώ

Γιομίζ’ η γειτονιά…

3. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
(ΔΥΟ ΓΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ)

Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς τον ήλιο.

Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.

Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.

Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.

Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο- κι όνειρο ίδιο βλέπουν.

Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
κλείνουνε τα μάτια.

Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απ’ εκεί ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε- να πιεις να ξεδιψάσεις.

5. ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ

Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό σε δέσαν στο σταυρό
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου,
μου κάρφωσαν τα σπλάχνα
Σου δέσανε τα μάτια σου, ω, ω,
μου δέσαν την ψυχή μου

Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό με τσάκισαν στα δυο
Μου κλέψανε την όραση,
μου πήραν την αφή μου
Μόν’ μου ‘μεινε η ακοή, ω, ω,
να σ’ αγρικώ, παιδί μου

Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό σαν τον σταυραετό
Χίμηξε, πα στις θάλασσες, χίμηξε,
πα στους κάμπους
Κάνε ν’ ανθίσουν τα βουνά, ω, ω,
και να χαρούν οι ανθρώποι

6. ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ

Τα μεσάνυχτα
που σμίγουνε οι ώρες
προδομένη μου αγάπη

Τα μεσάνυχτα
που σμίγουν οι καρδιές μας
προδομένη μου αγάπη

Νταν νταν νταν νταν σημαίνει
νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια

Τα μεσάνυχτα
που είναι μακριά ο ήλιος
προδομένη μου αγάπη

Τα μεσάνυχτα
που είναι κοντά οι ζωές μας
προδομένη μου αγάπη

Νταν νταν νταν νταν σημαίνει
νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια

Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένω
προδομένη μου αγάπη

Σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι
Προδομένη μου αγάπη

7. ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΙΟ

Τον Παύλο και τον Νικολιό
τους πάνε για ταξίδι
με βάρκα δίχως άρμενα
με πλοίο δίχως ξάρτια

Τ’ άρμενα τα ‘καψε φωτιά
τα ξάρτια καταιγίδα
και το ταξίδι θάνατος
που γυρισμό που γυρισμό δεν έχει

Του Παύλου και του Νικολιού
οι μάνες πάνε αντάμα
ρωτούν το χώμα να τους πει
κι εκείνο στάζει αίμα

Δεν είναι αναστεναγμός
που βγαίνει απ’ το χώμα
μόνο πηγή λαχταριστή
να πιεις να ξενα πιεις να ξεδιψάσεις

8. ΣΤΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ

Στα περβόλια,
μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και τον Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα
και να τραγουδήσουμε μαζί

Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά
Αχ, κι εγώ θα ‘ρθω…
μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες, Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό

Στα περβόλια,
μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στον χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή

Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκιά
κι εγώ είμ’ ο γιος που γύρισε για μια σου ματιά
Αχ, για μια ματιά…

Για το μέτωπο σαν έφυγα, μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο
που με πήγε πέρ’ απ’τη ζωή…

***

Περιλαμβάνει τα τραγούδια που ακούστηκαν στη μουσική επιθεώρηση «Μαγική πόλη», η οποία παρουσιάστηκε στο θέατρο Παρκ το Καλοκαίρι του 1963.

Ο δίσκος περιλαμβάνει 5 τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Τα 2 σε ποίηση δική του.

ΒΑΡΚΑ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ (ΠΕΝΤΕ ΠΕΝΤΕ ΔΕΚΑ)

Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά
για τα δυο σου μάτια για τις δυο φωτιές
που όταν με κοιτάζουν νιώθω μαχαιριές.

Βάρκα στο γιαλό, βάρκα στο γιαλό
γλάστρα με ζουμπούλι και βασιλικό.

Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά
κι όταν σε μεθύσωκι όταν θα σε πιω
θα σε νανουρίσω με γλυκό σκοπό.

Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά

Φεύγω για τα ξένα για την ξενιτιά
και μην κλαις για μένα
αγάπη μου γλυκιά.

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΝΕΙ ΒΟΛΤΑ

Το φεγγάρι κάνει βόλτα
στης κυράς μου τα μαλλιά

Παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά
Το φεγγάρι κάνει κύκλο
στης κυράς μου τη καρδιά

Παίξε Ζαμπέτα μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Ζαμπέτα μου το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά

Το φεγγάρι κάνει βόλτα
μα η κυρά δεν μ’ αγαπά

Παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι
να ξεχαστούνε τα παλιά

***

Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης, Λεωνίδας Μαλένης, Νίκος Γκάτσος και Αντη Περνάρη

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

2. ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΚΑΣ ΣΟΥ

Μανούλα μου ο γιόκας σου
Που έφυγε στα ξένα

Βλέπει τη νύχτα μοναχός
Βλέπει τον πόνο μόνος
Τον λιώνει ο ξενιτεμός
Και τον ε δέρνει ο πόνος

Μανούλα, μανούλα
Μανούλα που ‘ναι ο γιόκας σου

Μανούλα, μανούλα,
που ν’ ο βασιλικός σου
Που είναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού
Που είναι η ζωή κι ο βιος σου

Μανούλα στείλε τα πουλιά
Μανούλα στείλ’ τ’ αηδόνια

Να με ξυπνάνε την αυγή
Να ‘ρχονται στα όνειρα μου
Να μη με δέρνει απ’ αντοχή
Να ‘ναι βουνό η καρδιά μου

***

Στίχοι: Τάκης Σινόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Μανώλης Αναγνωστάκης

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

Αρκαδία I
2. ΕΙΜΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ

Είμαι Ευρωπαίος, έχω δυο αυτιά
Το ‘να μου ν’ ακούει, τ’ άλλο δεν γροικά
Αν στενάζει Τσέχος, Ρώσσος, Πολωνός
Ο άνθρωπος πονάει, πέφτει ο ουρανός

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά
Εκεί ψηλά στον Υμηττό
Υπάρχει κα-, υπάρχει κα-
Υπάρχει κάποιο μυστικό

Αν πονέσει μάυρος, Έλληνας, Ινδός
Τι με νοιάζει εμένα, ας νοιαστεί ο Θεός
Αν πονέσει μάυρος, Έλληνας, Ινδός
Τι με νοιάζει εμένα, ας νοιαστεί ο Θεός

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά
Εκεί ψηλά στον Υμηττό
Υπάρχει κα-, υπάρχει κα-
Υπάρχει κάποιο μυστικό

Είμαι Ευρωπαίος, έχω δυο αφτιά
Το ‘να μου ν’ ακούει, απ’ τ’ Ανατολικά
Την πόρτα μου χτυπάει και πάλι ο φασισμός
Όμως σε τέτοιους ήχους, είμ’ εντελώς κουφός

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά
Εκεί ψηλά στον Υμηττό
Υπάρχει κα-, υπάρχει κα-
Υπάρχει κάποιο μυστικό

Έχω ένα αυτί μεγάλο, τ’ άλλο πολύ μικρό
Κι έτσι ήσυχος τριγάω, χαρά, πολιτισμό
Έχω ένα αυτί μεγάλο, τ’ άλλο πολύ μικρό
Κι έτσι ήσυχος τριγάω, χαρά, πολιτισμό

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά
Εκεί ψηλά στον Υμηττό
Υπάρχει κα-, υπάρχει κα-
Υπάρχει κάποιο μυστικό

3. ΨΗΛΑ ΣΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
Εκεί που φυσάει ο βοριάς
Το ξανθό γένος να ‘ρθει αιώνια
Προσμένει ο δόλιος ο Ραγιάς

Αγάπες, τραγούδια, λουλούδια
Μας στέλνουν και λόγια καυτά

Στου Φάληρου μπρος τα μουσούδια
Οι άλλοι μας στέλνουν θωρηκτά

Ραγιάδες πονούν και στενάζουν
Πάει και τούτη η γενιά
Παράδεισο όλοι μας τάζουν
Στα χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά

4. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ

Η ακοή σου δύση βούλωσε
Η όραση δύση σκεπάστηκε
Η κοινωνία της καταναλώσεως

Πέπλο βαρύ σκεπάζει την ακοή σου
Πέπλο βαρύ σκεπάζει την όραση σου
Σκεπάζει την ψυχή σου

Ο πολιτισμός σου
ερείπια που καπνίζουν

Τα λόγια οσυ κουνούπια
που πετούν πάνω από τα έλη
Της βιομηχανικής σου παραγωγής

Κουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία
Κουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία

Πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί
Είν’ φωνή, δύση

Στην Ευρώπη
στρατόπεδα συγκέντρωσες
πλάι στην Ακρόπολη οι εξορίες

Ομως εσύ δεν ακούς
όμως εσύ δεν βλέπεις
όμως εσύ δεν ακούς
όμως εσύ δεν βλέπεις

Πάνω σε μοντέλο 1969
τρέχεις με 200 χιλιόμετρα
προς το θάνατο σου
τρέχεις με 200 χιλιόμετρα
προς το θάνατο σου

5. Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ

Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
Εννιά χειμώνες, εννιά καλοκαίρια
Του βάλαμε στο βλέμμα κεραυνό

Τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια
Τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια

Τα χέρια του τους σήκωσαν ψηλά
Τα χέρια του τους σήκωσαν ψηλά
Την πλάτη του κολλήσανε στον τοίχο
Μετράνε της ανάσας του τον ήχο

Κι ανασκαλεύουν την μικρή του την καρδιά
Κι ανασκαλεύουν την μικρή του την καρδιά

Να ζούσαμε σε γκέτο εβράϊκο
Να ζούσαμε σε γκέτο εβράϊκο
Με γύρω Γερμανούς φρουρούς θηρία
Ζάτουνα 1968

Την τρίτη μου περνάμε εξορία
Την τρίτη μου περνάμε εξορία

6. Ω ΒΟΥΝΑ

Ω βουνά, πανάρχαια
Της Αρκαδίας βουνά, βουνά περήφανα
Βουνά ανυπόταχτα
Τίμια βουνά
Η τιμή ακρίβυνε
Η τιμή λιγόστεψε
Η τιμή πέθανε
Ένα παιδί πονάει
Το δικό μου το παιδί
Και γω δεμένος κοιτάζω, κοιτάζω
Τα έλατα
Άλλη ελπίδα δεν έχω
Από τα δέντρα

***

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

ΘΟΥΡΙΟΝ

Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν,
βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα.
Είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων νικηφόρα,
πτώματα ηρώων εδέχθησαν
και βλαστήμιες γενναίων.
Μένουν τα δέντρα
που σκίασαν τον ύπνο του πέρδικα
κι ο κούκος που δεν άκουσε
ο Κολοκοτρώνης ήρθε
και φώλιασε στη Ζάτουνα.

Μάταια οι φρουροί μου
προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι του,
οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους
και γρήγορα τ’ οδηγούν στους ελαιώνες.
Έιναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας.
Εξουσιάζουν τις θάλασσες
και το σουραύλι του Πάνα σκεπάζει
τα γρυλίσματα των στρατώνων.
Βόες, ουρακοτάνγκοι, μαϊμούδες
τιβένους φορούν, κρατούν σκηπτρα.
Αρχιεπίσκοποι κι αρχιστράτηγοι “αέρα” φωνάζουν
και υψώνονται πίσω τους πτερά ορνίθων.

Έντρομοι ήρωες εγκταλείπουν τα μάρμαρα,
δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών,
καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου,
στις πηγές του Μαινάλου
μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορύδαλο.
Μένουν τα δέντρα
που σκίασαν τον ύπνο του πέρδικα.
Πού να ‘ν’ θεματοφύλακες
της αντριωσύνης σου πατρίδα.
Όνειρό σας το Θούριο
και τραγούδι σας το ντουφέκι.

***

“Τα τραγούδια του Ανδρέα”, έργο αφιερωμένο στον αγωνιστή του αντιδικτατορικού αγώνα Ανδρέα Λεντάκη. Αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και κυρίως στα βασανιστήρια που υποβάλλονταν τόσο ο μουσικοσυνθέτης, τον είχαν τοποθετήσει σε κελί κοντά σε χώρους βασανισμού, όσο και τα βασανιστήρια που είχε υποστεί ο ίδιος ο Ανδρέας Λεντάκης, στο κτήριο της Ασφάλειας της Μπουμπουλίνας. Στη δισκογραφία ο κύκλος τραγουδιών “Τα τραγούδια του Ανδρέα” συμπεριλαμβάνεται στο “Θεοδωράκης Διευθύνει Θεοδωράκη Νο 2”

Είμαστε δυο

Είμαστε δυο, είμαστε δυο,
η ώρα σήμανε οχτώ
κλείσε το φως, χτυπά φρουρός,
το βράδυ θά ‘ρθουνε ξανά
έμπα μπροστά, έμπα μπροστά
και οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή και ακολουθεί
το ίδιο τροπάρι το γνωστό
Βαράνε δυο, βαράνε τρεις,
βαράνε χίλιοι δεκατρείς
Πονάς εσύ, πονάω εγώ,
μα ποιος πονάει πιο πολύ
θά ‘ρθει καιρός να μας το πει

Είμαστε δυο, είμαστε τρεις,
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό με την βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί

Είμαστε δυο, είμαστε τρεις,
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό με την βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί

Ο εκδικητής ο λυτρωτής
είμαστε δυο, είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς

Είσαι Έλληνας – 1968

Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά
πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.

Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος
Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών
Είσαι Έλληνας, είσαι Έλληνας.

Πίνεις την προδοσία με το γάλα,
πίνεις την προδοσία με το κρασί.

Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος,
πρέπει να δεις, πρέπει να γίνεις,
αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά

Καιρός να δεις ( Σου είπαν ψέματα πολλά ) – 1968

Σου είπαν ψέματα πολλά,
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν,
ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου, σου κρύβουν την αλήθεια.

Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν,
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;

Καιρός να σταματήσεις,
καιρός να τραγουδήσεις,
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις,
καιρός να δεις.

Το σφαγείο ( Το μεσημέρι )

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Στίχοι: Αλέκου Παναγούλη, Μίκη Θεοδωράκη, Γεωργίας Δεληγιάννη, Νότη Περγιάλη, Μάνου Ελευθερίου

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

4. ΟΤΑΝ ΧΤΥΠΗΣΕΙΣ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

Παιδιά σηκωθείτε
να βγούμε στους δρόμους
γυναίκες και άνδρες
με όπλα στους ώμους
στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί
στη σάλπιγγα πλάι
που μας προσκαλεί

Όταν χτυπήσεις δυο φορές
ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
Θα ‘ρθω για να σ’ ανοίξω
θα σου ‘χω φαγητό ζεστό
θα σου ‘χω ρούχο καθαρό
γωνιά για να σε κρύψω
Παιδιά σηκωθείτε
να βγούμε στους δρόμους
γυναίκες και άνδρες
με όπλα στους ώμους
στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί
στη σάλπιγγα πλάι
που μας προσκαλεί

Όταν χτυπήσεις δυο φορές
ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
Θα δω το πρόσωπό σου
στα μάτια κρύβεις δυο φωτιές
στα στήθη σου χίλιες καρδιές
μετράνε τον καημό σου

Παιδιά σηκωθείτε
να βγούμε στους δρόμους
γυναίκες και άνδρες
με όπλα στους ώμους
στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί
στη σάλπιγγα πλάι
που μας προσκαλεί

Όταν χτυπήσεις δυο φορές
ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
σκέφτομαι το φευγιό σου
Σε βλέπω σε κελί στενό
να σέρνεις πρώτος το χορό
πάνω στο θάνατό σου

6. ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΤΟΝ ΩΡΩΠΟ

Ο πατέρας εξορία
και το σπίτι ορφανό
ζούμε μες στην τυραννία,
στο σκοτάδι το πηχτό

Κι εσύ λαέ βασανισμένε,
μην ξεχνάς τον Ωρωπό.

Κλαίει κι η μάνα
τώρα μόνη,
κλαιν τα δέντρα,
τα πουλιά
στην πατρίδα μας
νυχτώνει,
ορφανή
η αγκαλιά

Κι έσυ λαέ βασανισμένε,
μην ξεχνάς τον Ωρωπό

Μες στα σύρματα
κλεισμένοι,
μα η καρδιά μας
πάντα ορθή
πάντα ο ίδιος
όρκος μένει,
λευτεριά
και προκοπή

Κι εσύ λαέ βασανισμένε,
μην ξεχνάς τον Ωρωπό

7. ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΣΥΝΕΜΟΡΦΩΘΗΝ

Διότι δεν συνεμορφώθην
προς τας υποδείξεις

Πέρα από το γαλάζιο κύμα,
το γαλάζιο ουρανό
μια μανούλα περιμένει
χρόνια τώρα να τη δω.
μια μανούλα περιμένει
χρόνια τώρα να τη δω.
πέρα από το γαλάζιο κύμα,
το γαλάζιο ουρανό

Διότι δεν συνεμορφώθην
προς τας υποδείξεις

Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει,
μες στο σύρμα περπατώ
θα περάσουν μαύρες μέρες
δίχως να σε ξαναδώ
θα περάσουν μαύρες μέρες
δίχως να σε ξαναδώ
χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει,
μες στο σύρμα περπατώ

Διότι δεν συνεμορφώθην
προς τας υποδείξεις

Αλικαρνασσός, Παρθένι,
Ωρωπός, Κορυδαλλός
ο λεβέντης περιμένει
της ελευθεριάς το φως.
ο λεβέντης περιμένει
της ελευθεριάς το φως.
Αλικαρνασσός, Παρθένι,
Ωρωπός, Κορυδαλλός

Διότι δεν συνεμορφώθην
προς τας υποδείξεις

Κύκλος Ποιημάτων Μίκη Θεοδωράκη

Τα ποιήματα έγραψε και μελοποίησε ο Μ.Θ. τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1967 μέσα στην απομόνωση της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών.
Το έργο «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1971, σε ζωντανή συναυλία

Όταν οι στρατιώτες ήρθαν να με συλλάβουν κοιμόμουνα. Μ’ έγδυσαν και με διέταξαν να γονατίσω. Ύστερα, μ’ έδεσαν πιστάγκωνα, όπως κάνουν οι Αμερικάνοι με τους Βιετκόγκ. Όταν η Μαρία μπήκε, ντράπηκα και τους ζήτησα να μου βάλουν το σώβρακο. Μου έβαλαν το σώβρακό μου και το πανταλόνι μου. Ήμουν ξυπόλυτος και είπα στη Μαρία να μου βάλει τα παπούτσια μου. Έσκυψε μπροστά μου και όταν μου έδενα τα κορδόνια, της ψιθύρισα: «Κουράγιο, Μαρία».

Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
ξεφύτρωσε ένας κάκτος
πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
που ονειρεύομαι γιασεμί
τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
η φωνή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμά του
τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί, η ζωή μου
είχε πάρει κάτι από το λεπτό άρωμά του
όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται
κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες
θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.

Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι.
Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας,
στο κελί αρ. 4 περίμενα το μαρτύριο και το θάνατο.
Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι.
Τότε έγραψα 32 ποιήματα.
Τις προηγούμενες νύχτες τις πέρασα άγρυπνος,
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να με πάρουν για το μαρτύριο
ή για την εκτέλεση.
Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή
του βέβαιου θανάτου.
Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου καθαρά την εικόνα της τελευταίας στιγμής.
Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθιά γαλάζιο.
Η ατμόσφαιρα διάφανη,
με κρυσταλλένια καθαρότητα.
Τι θα φώναζα σ’ αυτήν τη στιγμή του τέλους;
Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική.

Τα κελιά ανασαίνουν
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
η βροχή μας ενώνει
ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.

Αυτό το ποίημα,
γράφτηκε για τη Σίλβα Ακρίτα.

Στο τέταρτο πάτωμα
η μαμά σου κοιμάται Ελενα
μουσική θεία τα όνειρά της
Πεπίνο Ντι Κάπρι
Πέρα από τα όνειρα
μη την ξυπνήσεις…

Τα μεσημέρια η ζέστη ήταν φρικιαστική. Υπόφερα τρομερά. Κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο γυμνός,
όπως τη στιγμή που με πιάσανε.
Για προσκεφάλι είχα τα παπούτσια μου. (…)
Κάποτε καθόμουν στην καρέκλα, το μοναδικό έπιπλο. Άλλοτε βάδιζα. Πεντακόσια βήματα καθέτως. Πεντακόσια βήματα κυκλικά. Μετρούσα τα κάγκελα.

Ποτέ ποτέ ποτέ
δε θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
πράσινες κόκκινες κίτρινες μπλε μωβ θαλασσιές
ποτέ ποτέ ποτέ
δε θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα
πράσινα κόκκινα κίτρινα μπλε μωβ θαλασσιά
ποτέ ποτέ ποτέ ποτέ
δε θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές
όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω
ποτέ ποτέ ποτέ
δε θα γνωρίσω τη μία σημαία
τη μοναδική
εσένα Τάνια.

Στο τέλος τέλος ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός. Ίσως να είναι όμορφος, λέω στο φρουρό μου.

Έκτη Σεπτεμβρίου
ώρα έντεκα πρωινή
τώρα λούζονται τα πουλιά
στα ποτάμια
στα έλατα τρίβονται οι Βοριάδες.
Σε χτύπησε ο Τούρκος
στο Μπιζάνι.
Τώρα κάθεσαι και με κοιτάς
πίνεις καφέ
στάζεις φαρμάκι
αγάπη αγάπη
ο Ήλιος ψήνει
το σταφύλι
ώρα έντεκα πρωινή.
Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος
Πάψε πια να φωνάζεις
Λαθρέμπορος, λωποδύτης νταβατζής
Φωνητικές χορδές
Ο Αντρέας, ο Ηλίας, η Ανθή
Λαρύγγι ζώου λαρύγγι ανθρώπου

Αγιά Σοφιά στίφη βαρβαρικά
το υγρόν πυρ
ο Γέρος του Μοριά σκουλήκι.
Σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω
Ζερβά θηρία του Βόρνεο
Δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι
Μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
Και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη

Όμως με τον ερχομό της καινούριας μέρας, μόλις χτυπούσε ο ήλιος, η ζωή ξανάπαιρνε τα δικαιώματά της. Η ζωή με νικούσε. Με κατασπάραζε.
Τα πρόσωπα των παιδιών μου διαπερνούσαν
τη σκέψη μου. Θα ήταν για πάντα ορφανά
και ο πόνος θα κατοικούσε για πάντα στα όμορφα μάτια τους. Έδιωχνα με βία αυτή την εικόνα.

Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια,
έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
να γεμίσει κρατήρες με σκόνη,
να γίνει Σελήνη δίχως διάστημα,
κίνηση, ρυθμό, χαμένος διάττων
εσβεσμένος από αιώνες
καταδικασμένος ν’ ακούει φωνές ανθρώπων
να ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών
ο Άνθρωπος πέθανε! Ζήτω ο Άνθρωπος!

Η οδοντοστοιχία του Ήλιου
με απειλεί, το κάγκελο του χρόνου
με προστατεύει
ο Γιάννης ο Ιάσων
ο Βύρων ο Τάκης ο Αλέκος
στα κατάρτια ψηλά υψώστε
τα λεμόνια τα πορτοκάλια υψώστε
τα πέδιλα στην άμμο,
φωνές κρέμα νιβέα
ιππόκαμπος πασιέντσες νεσκαφέ
σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.

Ήμουν δυστυχής γιατί δε με σκότωναν αμέσως.
Τι θα μ’ έκαναν τώρα;
Το κεφάλι πονούσε. Το αίμα πονούσε.
‘Ωρα 2.3.4.5.6 το απόγιομα.

Μέσα στους παραδείσιους κήπους
του κρανίου μου
κίτρινος Ήλιος ταξιδεύει
στα φτερά του χρόνου
ακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτερά
προπορεύονται άγγελοι με τζετ
μεγαλόπρεπη πορεία πάνω από μπανανιές
ευκαλύπτους και πεύκα που καλύπτουν
την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου
στη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνες
σκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρες
ακούν τους καταρράχτες που χάνονται
στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου
εκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαν.
Αιφνιδίως η πομπή ακινητοποιείται
ώρα έξι το απόγευμα, ώρα έξι ακριβώς
σταματά η πομπή, ο χρόνος, ο Ήλιος
μονάχα τα πουλιά ταξιδεύουν
χτυπούν τα ξύλινα φτερά
και τα τζετ, θρηνούν κι αυτά αγγελικά.

Όταν εσύ φωνάζεις
Εγώ κοιμάμαι
όταν εσύ πονάς
Εγώ χασμουριέμαι
όταν εσύ σφαδάζεις
Εγώ ξύνομαι
Σεπτέμβριος
Ημέρα δεκάτη έκτη
της Δημιουργίας
Διονύση!

Κλαίω, φωνάζω! Η καρδιά μου ξαλαφρώνει.
Ίσως να με σκέπτονται.
Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ.
«934.303, 934.303» φωνάζω.
Ίσως κάποιος ακούσει και τηλεφωνήσει «ο Μίκης ζει»

Γειά σου Ακρόπολη
Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου
ο Πολικός σημαδεύει με φως
το σταθερό σημείο του κόσμου.
Αθήνα η πρώτη
στο βυθό των αιώνων με το γυαλί
σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.
Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά
η Γενική κέντρο του κόσμου.
Ο Πολικός γυρίζει σταθερά
το φουγάρο του μαγειρείου
σημαδεύει με καπνό
το σταθερό σημείο του Στερεώματος
η Πούλια, η Αφροδίτη
η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ
πέντε εκατομμύρια έτη φωτός
σταθερή γραμμή διασχίζει
πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες
σε πέντε μέτρα, σε πέντε μέτρα
σε πέντε μόνο μέτρα
από το κελί μου.

Η Σίλβα αγαπούσε τον Πεπίνο ντι Κάπρι.
Στη Φιλοθέη ακούγαμε Μαρκόπουλο.
Το βράδυ περπατούσαμε προσεκτικά στο σκοτεινό κήπο κάτω από τις βερικοκιές.
Η Έλενα κρατούσε μια φυσαρμόνικα.
Επουράνιοι ποταμοί
υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας
οδός ονείρων ομόνοια
Σίλβα
σίγμα γιώτα λάμδα
βήτα άλφα
Φιλοθέη Χαϊδάρι
τα νερά τους ξανθά
δυο στρώματα ξανθά
δυο στρώματα πράσινα
στη μέση εγώ κόκκινη ακρίδα
φτερά φυσαρμόνικες
ήχοι από νερό
σαύρες φεγγάρια
βουτούν βυθίζονται πνίγονται
κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα

Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα.
Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός.
Νικώ το χρόνο και το θάνατο…

Ο χρόνος διαλύεται
μέσα στη στιγμή το ελάχιστο γίνεται
ο μέγιστος τύραννος
βασανίζει ανθισμένες πληγές
γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις
για κάτι άλλο, αυτό το άλλο
είναι που ζούμε κάθε στιγμή
νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο
όμως το άλλο δεν υπάρχει
είμαστε εμείς η Μοίρα μας
που μας λοξοκοιτάζει.
Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα
δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε
δεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλο
τον πύρινο κύκλο
του Ήλιου και του Θανάτου.
Όταν σταματήσει ο χρόνος
Το κελί μου γεμίζει μήνες
μήνες, μέρες,
ώρες, στιγμές
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
ένα βήμα πριν από το χάος
υπάρχει χάος
ένα βήμα μετά το χάος
υπάρχει χάος
εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά
υπάρχω μέσα στο χάος
δεν υπάρχω

Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω
Ανατολικά-Δυτικά
ορδές αγίων, ορδές δαιμόνων
ορδές αγίων, ορδές στρατηγών.
είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα
αντίο Ήλιε, αντίο Ήλιε, αντίο Ήλιε
αντίο Φως
καληνύχτα

Στίχοι: Μίκη Θεοδωράκη, Π. Λαμψίδη, Γ. Νεγρεπόντη, Μ. Αναγνωστάκη
Θ. Λειβαδίτη

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

1. ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ (Μ.Θεοδωράκη)

Θάλασσες μας ζώνουν,
κύματα μας κλειουν
σ’ άγριους βράχους πάνω
τα νιάτα μας φρουρούν.

Στείλαν του λαού μας, τ’ άξια τα παιδιά
για να τα λυγίσουν σε δεσμά βαριά.

Στων φρουρών το πείσμα, θα σταθούμε ορθοί
στις καρδιές ατσάλι φλόγα στην ψυχή.

Μάνα μη στενάζεις, μάνα μη θρηνείς
τώρα πέφτουν θρόνοι και τραντάζει η γης.

Η αυγή χαράζει, πάνω στα βουνά
ο εχρθός λουφάζει φτάνει η λευτεριά.

Χτυπάτε τους αδέλφια, χτυπάτε δυνατά
σαν χτυπάει ο Μάρκος, σειέται γη στεριά.

2. ΧΤΥΠΑ – ΧΤΥΠΑ (Μ.Θεοδωράκη)

Τα πλοία προσμένουν κρυφά στα σκοτάδια
δεμένα σε κάποια ακτή μυστική
καμιόνια με φάρους σβησμένους
γεμάτα συντρόφους πιστούς
γλιστρούν μες στην πόλη που τώρα σφαδάζει
στα νύχια των εχθρών του λαού.

Χτύπα χτύπα το στήθος π’ ανάβει
χτύπα χτύπα το νου που φωτά
στα χτυπήματα θεριεύουν οι σκλάβοι
κάτω μας σπρώχνεις μα πάμε ψηλά.

Τα πλοία στα βράχια σκορπούν τους συντρόφους
τους ζώνουν σαν φίδια φρουροί τρομεροί
μα κείνοι ψηλά το κεφάλι,
ψηλά η σημαία προχωρεί,
παιδιά του λαού τιμημένα γνωρίζουν
πως πλάθουν την καινούρια ζωή.

6. ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ (Μ.Θεοδωράκη)

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα

Στίχοι: Γιάννη Θεοδωράκη, Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Ελευθερίου, Νίκου Γκάτσου, Δημήτρη Κεσίσογλου, Νίκος Μπότσαρης

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

2. ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΕ ΛΕΓΑΝΕ

Ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί.

Ανατολή σε λέγανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε
ανατολή σε λέγανε.

Σ’ άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ
θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό
θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό
σ’ άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ.
Τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς.

Ποίηση: Μιχάλη Κακογιάννη, Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Καλαμίτση, Κωσταντίνου Στυλιάτη

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

3. ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή γλυκοκελαηδεί
Στην ανατολή γλυκοκελαηδεί
αχ το αηδονάκι, γλυκοκελαηδεί

Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό

Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή μελαχρινό παιδί
Στην ανατολή μελαχρινό παιδί
δε μπορεί να κλάψει κι όλο τραγουδεί

Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό

Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή ο γιός του Θοδωρή
Στην ανατολή ο γιός του Θοδωρή
την πόρτα μου ανοίγει κι είναι Κυριακή

Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό

Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή κάνε μια ευχή
Στην ανατολή κάνε μια ευχή
το χελιδονάκι ήρθε στην αυλή

Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό

4. ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

Μες στην ταβέρνα
τώρα κάθεσαι και δε μιλάς
μες στην καρδιά σου
στάλες-στάλες πέφτει ο σεβντάς
θυμάσαι τότε που πετούσες
με πλατιά φτερά
τώρα ο καθένας τη ζωή σου
την κλωτσοβολά.

Βγάλε πάλι την ψυχή σου
στο σεργιάνι μες στις γειτονιές
να γιομίσει η ζωή σου
γλυκές φωνές και με πασχαλιές.

Ήσουν ωραίος
σαν περνούσες μες στις γειτονιές
στα παραθύρια
σιγολιώναν χίλιες δυο καρδιές
μες στην καρδιά σου
κουβαλούσες όλες τις καρδιές
στα όνειρά σου
τ’ αηδονάκια χτίζανε φωλιές.

5. ΑΣΤΑΤΟ ΠΟΥΛΙ

Ήρθες στο όνειρο μου
άστατο πουλί.
Μέσα στο σκοτάδι
η ανατολή.

Σ’ άπλωσα το χέρι
μου ‘πες δεν μπορώ.
Θέλω να πετάξω
σ’ άλλον ουρανό.

Έφυγαν τα χρόνια
έφυγες κι εσύ.
Γύρω μου σκοτάδι
Και ψιλή βροχή.

Τη δικιά μου αγάπη
δεν την εκτιμάς.
Στα ψηλά μπαλκόνια
πρόθυμα πετάς.

Μου ‘βαλες μαχαίρι
μέσα στην καρδιά.
Μα η δικιά μου η αγάπη
πάντα σε ζητά.

Κοίτα με στα μάτια
φίλα με γλυκά
κι άσε την καρδιά σου
να μου τραγουδά.

10. ΦΩΤΙΕΣ – ΦΩΤΙΕΣ

Φωτιές φωτιές
μες στα φύλλα της καρδιάς
πονάς πονάς κανακάρη μου.
Φωτιές φωτιές γιατί ξέρεις να μιλάς
πονάς πονάς παλικάρι μου.

Σε πηγαίνουν για ταξίδι
το καράβι βούλιαξε
σε πηγαίνουν στα πελάγη
κι η θάλασσα μαράθηκε.

Ήσουν ήλιος ήσουν μέρα
ήσουν γλυκοχάραμα
τώρα τά ‘σκιασ’ η φοβέρα
και τ’ άσπρο μαύρο γίνηκε.

Τα πουλάκια με ρωτούνε
τι να δω και τι να πω
μόνο συ παιδί μου ξέρεις
της καρδιάς μου τον καημό.

11. ΔΕΚΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ

Δέκα παλικάρια
από την Αθήνα πάνε, βάρκα γιαλό
πάνε για του ήλιου τα μέρη, βάρκα έι γιαλό.

Ξεκινήσανε
με την αυγούλα, βάρκα γιαλό
αρμενίσανε στο γαλανό νερό, βάρκα έι γιαλό.

Μάυρα μάτια,
μαύρα φρύδια και στα χείλη, βάρκα γιαλό
και στα χείλη τους λουλούδια, βάρκα έι γιαλό.

Κεραυνοί
τώρα τους ζώνουν και μια σπάθα, βάρκα γιαλό
και μια σπάθα τους θερίζει, βάρκα έι γιαλό.

Τραγουδούσαν
και γελούσαν δέκα ήταν, βάρκα γιαλό
δέκα ήταν οι λεβέντες, βάρκα έι γιαλό.

Με τα τανκς
τώρα τους ζώνουν και μια κάννη, βάρκα γιαλό
και μια κάννη τους θερίζει, βάρκα έι γιαλό.

12. ΒΟΥΝΑ ΣΑΣ ΧΑΙΡΕΤΩ

Βουνά, βουνά σας χαιρετώ φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο δίχως πηγαιμό
δίχως γυρισμό.

Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.

Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά αυτή μόνο θα νιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό
μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά.

Στίχοι: Γιάννη Θεοδωράκη, Αγγελικής Ελευθερίου, Μίκη Θεοδωράκη

Τραγούδια σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη:

10. ΧΑΙΡΕ

Στην άκρη του καλοκαιριού
θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω
το πέλαγο, τα κύματα
στα πόδια σου ν’ απλώσω.

Χαίρε πέτρινο λουλούδι
με το χρώμα της φωτιάς
χαίρε κόκκινο τραγούδι
απ’ το αίμα της καρδιάς.

Στην άλλην άκρη του καιρού
θα στήσω τη μορφή σου
με πίκρα και με λησμονιά
θα δέσω την ψυχή σου

8. ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Κάθε πρωί ξεκινούσαμε
να πάμε στη δουλειά
στο λεωφορείο γελούσαμε
είμαστε δυο παιδιά
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Κάποιο πρωί για τον πόλεμο
κινήσαμε μαζί
όλοι μαζί τραγουδούσαμε
παλεύαμε μαζί
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Μέσα στο Μάη σκοτώθηκες
το αίμα σου μαβί
έβαψε μαύρο τον ουρανό
κόκκινο τον καιρό
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν
όνειρα ιδανικά
γίνανε όλοι φαντάσματα
ζούμε συμβατικά
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Τώρα οι σημαίες γενήκανε
είδη εμπορικά
είναι τα όνειρα αγαθά
καταναλωτικά
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Το τραγούδι «Κόκκινο τριαντάφυλλο» ηχογράφησε ο Μ.Θ. το 1976, με το Γιώργο Νταλάρα στην μνήμη του Αλέκου Παναγούλη, και κυκλοφόρησε σε δισκάκι 45 στροφών. Αργότερα συμπεριληφθήκε και σε μεγάλους δίσκους.

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης

1. Διόνυσος ( Η απολογία του Διονύσου: Αντιστροφή Α & Αντιστροφή Β’ )

Γεια και χαρά σας
άσπιλοί μου δικαστές
είμαι μπροστά σας
βγάλτε νύχια και φωτιές
η τιμωρία τρομερή
πρέπει να βγει
από τη συνάθροιση αυτή

Κάψτε τους στίχους
κάθε μελωδία μαγική
που μας πηγαίνει
σ’ άγνωστη μεριά χιμαιρική

Γεια και χαρά σας
άσπιλοί μου δικαστές
είμαι μπροστά σας
βγάλτε νύχια και φωτιές
η τιμωρία τρομερή
πρέπει να βγει
από τη συνάθροιση αυτή

Γεια και χαρά
του κόσμου αυτού οι δυνατοί
είναι μπροστά σας
ρίχτε ψέμα και χολή
σαν τα βουνά
που κλείνουν μέταλλα σκληρά
και τα τρυπούν
και την καρδιά τους την πονούν
μα η καρδιά
μέσ’ απ’ τα νύχια τους γλιστρά
και τραγουδά

Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις χορδές
για ν’ ανάψουνε φωτιές

Να κάψουν θέλουν το θεό
με τις νυφούλες στο πλευρό
και τ’ αγόρια στο χορό

Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις χορδές
για ν’ ανάψουνε φωτιές

Διόνυσέ μου
με τ’ ασίκικα φτερά
παλληκάρι μου
με του τράγου το κορμί
παλληκάρι μου
σέρνεις πρώτος την πομπή
Διόνυσέ μου
κοίτα ποιος σ’ ακολουθεί
Έλληνες κι αλλοδαποί

Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις χορδές
για ν’ ανάψουνε φωτιές

Να κάψουν θέλουν το θεό
με τις νυφούλες στο πλευρό
και τ’ αγόρια στο χορό

2 Η αρκούδα

Μιαν αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμό
είμαι αρκούδα χορεύω γύφτικο σκοπό
είμαι αρκούδα χορεύω γύφτικο σκοπό
μιαν αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμό

Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ
με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ

Στη φυλακή μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοί
ήρθε το τέλος δεν ήρθε ακόμα η αρχή
ήρθε το τέλος δεν ήρθε ακόμα η αρχή
στη φυλακή μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοί

Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ
με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ

3 Η κάθοδος των Δωριέων

Μια φυλακή, πώς μας φτάσαν ως εκεί,
μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή, πώς μας φτάσαν ως εκεί
και δικαστή, η ζωή μου φυλακή.

Στου Μακρυγιάννη πριν προλάβεις να μιλήσεις,
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε,
μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό,
να σκεφτόσουνα θαρρείς πόσο λίγο η μέρα κράτησε…

Μες στις πλατείες ένας ένας καθισμένοι,
τη μοναξιά μας τη γραμμένη,
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό,
ποιος θα πει το μυστικό στη ζωή μας τη χαμένη.

4 Καλά βουνά

Καλά βουνά μου μενεξιά
στα σύννεφα ντυμένα
τι με κοιτάτε σοβαρά
βαριά και πονεμένα

Το μονοπάτι της ζωής
τώρα το παίρνω μόνος
όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις
πόσο πονάει ο πόνος

Κι εσείς, παιδιά ερημικά
τον κόσμο δεν κοιτάτε
μες στην κρυφή σας τη στοά
μονάχοι περπατάτε

Το μονοπάτι της ζωής
τώρα το παίρνω μόνος
όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις
πόσο πονάει ο πόνος

5 Ο κολίγος

Στρατιώτες ορκισμένοι
μπήκαν στα Καλάβρυτα
ξέρεις τι σε περιμένει
όλα μαύρα κι άδικα

Του καιρού μας οι στρατιώτες
πώς να σ’ το πω
δεν ορκίζονται ποτέ
είναι όλοι ιδιώτες
πώς να σ’ το πω
με προσωπικό σοφέρ

Στρατηγοί και Φαρισαίοι
μπήκαν στο κονάκι μου
ξέρω τι με περιμένει
γράφω το χαρτάκι μου

Το εισόδημά μου γράφω
πώς να σ’ το πω
κι αφαιρώ το νοίκι μου
και στο τέλος υπογράφω
πώς να σ’ το πω
και την καταδίκη μου

6 Ο προδότης

Κυνηγούσα μέσα στην Αθήνα ήμουν τότε αμούστακο παιδί
είχα ένα πιστόλι και μια φίνα αισιοδοξία τρομερή
η Καθοδήγηση με στέλνει για να βρω
έναν προδότη που στη Γούβα τριγυρίζει
Βρίσκω το σπίτι και την πόρτα του χτυπώ
κι η μάνα του με γέλιο με καλωσορίζει:

«Κάτσε, γιόκα μου, να ξαποστάσεις
όπου να ’ναι ο γιόκας μου θα ’ρθει
για τη φτώχεια μας μη μας δικάσεις
η καρδιά μας μόνο είναι καλή»

Τηνε κοιτάζω, σκέφτομαι πώς να της πω
πως ήρθα τον προδότη γιο της να σκοτώσω
πάνω στο αίμα του παιδιού της τ’ αχνιστό
μια Ελλάδα νέα πάω τώρα να στεριώσω

7 Στις 10 του Δεκέμβρη

Ξεπροβοδίζουν το παιδί στην παγωνιά
έχει τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα
δεν έχει όνομα δεν έχει φαμελιά
κι είχε τα νιάτα του στην άνοιξη ταμένα

Στις 10 του Δεκέμβρη
πομπή φανταστική
αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα

Κι η άνοιξη σκεπάζει
μ’ ανθούς ιδανικά
κορμιά αδερφωμένα

Καθώς κοιτάζω το αγόρι το χλωμό
αρχίζει, σκέφτομαι, να λιώνει το ταξίδι
για όσους ζήσαμε εκείνο τον καιρό
και ό,τι πιστέψαμε θαμμένο έχει μείνει

Στις 10 του Δεκέμβρη
πομπή φανταστική
αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα

Κι η άνοιξη σκεπάζει
μ’ ανθούς ιδανικά
κορμιά αδερφωμένα

8 Τα κρύσταλλα της αβύσσου

Μέσα στα Τάρταρα να φωτίσουν
σαν τον αρχάγγελο να ξυπνήσουν

Ψηλά στα χέρια κρατούν
μαύρα πανιά και θρηνούν
του κόσμου μαύρες μάνες
ανάβουν λαμπάδες

Μέσα στα Τάρταρα να φωτίσουν
σαν τον αρχάγγελο να ξυπνήσουν

Να γίνει φως γαλανό
τραγούδι συμπαντικό
τη γη να κατακλύσει
και να μας οδηγήσει
μέσα στα κρύσταλλα της αβύσσου
μπροστά στις πύλες της παραδείσου

Μέσα στα κρύσταλλα της αβύσσου
μπροστά στις πύλες της παραδείσου

9 Τη ρωμιοσύνη να την κλαις

Θα σας μιλήσω μ’ ένα αλλιώτικο σκοπό
μη μου θυμώσετε πολύ, παρακαλώ
ψάχνω να βρω τη ρωμιοσύνη
κι αυτό το πάθος μού την δίνει

Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες

Στην απορία μου απάντηση ζητώ
με αποφεύγουνε, με παίρνουν για τρελό
η ρωμιοσύνη παντρεμένη
είναι ευτυχής και γκαστρωμένη

Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες

Αυτά τα λόγια είναι παρανοϊκά
αφού γκαστρώθηκε, σημαίνει είναι καλά
με κουμπάρο τον Καρούδα
έξω οι βάσεις απ’ τη Σούδα

Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες

10 Το ταξίδι

Μια δρασκελιά Πετράλωνα Θησείο,
δυο δρασκελιές Συγγρού Καισαριανή,
βαθειά, μες στου μυαλού μου το αρχείο,
συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή,
βαθειά, μες στου μυαλού μου το αρχείο,
συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή.

Μη με κοιτάς με μάτια βουρκωμένα,
μες στην καρδιά μου τα `χω σφραγισμένα
τα όνειρά μας τα χαμένα.

Πρωί πρωί θα σεργιανίσω,
θα πάρω δρόμο μακρινό,
τους φίλους θ’ αποχαιρετίσω,
να ξαποστάσω πριν να `ρθεί το δειλινό,
τους φίλους θ’ αποχαιρετίσω,
να ξαποστάσω πριν να `ρθεί το δειλινό.

Στο μακρινό ταξίδι μου, θα πάρω,
όταν θα μείνω μόνος, με το Χάρο,
το τελευταίο μου τσιγάρο.

11 Το ψυγείο
Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις

Το καραβάκι (1937)
Στίχοι – Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης

Γλιστράς καραβάκι γλιστράς στον αφρό
και τ’ άσπρο πανάκι φουσκώνει ελαφρό
Γλιστράς και θα φτάσεις στα ξένα ταχιά
ας μη μας ξεχάσεις εκεί μακριά

Στο ξένο ακρογιάλι για’ μας να πονείς
γοργά να ‘ρθεις πάλι γοργά να φανείς
Μακριά απ’ το γιαλό μας καθάριο ελαφρό
καράβι δικό μας γλιστράς στον αφρό

Μέσα στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα (1938)
Στίχοι – Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης

Για μια τιμή και για μια δόξα πέφτω
για την Ελλάδα τώρα πολεμώ
καινούριους με το αίμα κόσμους τρέφω
τον ήλιο σπέρνω απ’ όπου κι αν περνώ.

Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα
και λεύτερη κει μέσα τη φρουρώ
πεθαίνω, μα όπου θάνατος και νίκη
με πόνο αδέλφια τη χαρά κερνώ.

Σύνταξη: Γιώργος Αγοραστάκης

Back To Top