skip to Main Content
ΠΕΡΙΟΔΟΣ A: 1960 - 1965

Ποίηση: Γιάννη Ρίτσου
Σύνθεση: 1958, Παρίσι
Πρώτη ηχογράφηση: Αύγουστος του 1960, Μάνος Χατζιδάκις – Νανά Μούσχουρη
Δεύτερη ηχογράφηση: Σεπτέμβριος του 1960, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Θύμη – Μανώλης Χιώτης
Τρίτη ηχογράφηση: 1963, Μίκης Θεοδωράκης – Μαίρη Λίντα – Μανώλης Χιώτης και ορχήστρα εγχόρδων
Τραγούδια:
ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ Τ’ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ
ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΚΟΜΥΡΙΣΤΟ
ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ
ΗΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ
ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ
ΝΑ ‘ΧΑ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ
ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΔΕ ΧΑΘΗΚΕΣ

1. ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ Τ’ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ

Γιε μου,
σπλάχνο των σπλάχνων μου
καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχιάς αυλής
ανθέ της ερημιάς μου.

Πού πέταξε τ’ αγόρι μου
πού πήγε, που μ’ αφήνει.
Χωρίς πουλάκι το κλουβί
χωρίς νερό η κρήνη.

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου
και δεν θωρείς που κλαίω
και δεν σαλεύεις δεν γρικάς
τα που πικρά σου λέω.

2. ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΚΟΜΥΡΙΣΤΟ

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους
τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα
και πλάι σου ξαγρυπνούσα.

Φρύδι μου γαϊτανόφρυδο
και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου
κούρνιαζε αναπαμένο.

Μάτια γλαρά που μέσα τους
αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού και πάσκιζα
μην τα θαμπώσει δάκρυ.

Χείλι μου μοσκομύριστο
που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα
κι αηδόνια φτερουγίζαν.

3. ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ ΜΟΥ ΜΙΣΕΨΕΣ

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια

Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα ειν’ δικά μας
και τώρα εσβήστεις κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας

4. ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ

Βασίλεψες αστέρι μου,
βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο,
το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά,
στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά
ουδέ σε παρατάει.

Την άχνα απ’ την ανάσα σου
νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως
στο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει τα
μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου
στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα,
το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου
μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.

Σημαίες τώρα σε ντύσανε,
παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου
και παίρνω τη φωνή σου.

5. ΗΣΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΚΙ’ ΗΣΟΥΝ ΓΛΥΚΟΣ

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού,
του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητο
σαν τρυφερούλι ελάφι
πάταγε το κατώφλι μας
κι έλαμπε σα χρυσάφι.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα
κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα,
το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα που θα κρατηθώ,
πού θα σταθώ, που θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί
σε χιονισμένο κάμπο;

6. ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ

Στο παραθύρι στεκόσουν
κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια την μπασιά
τη θάλασσα τις τράτες.

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος
πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ’ αυτί σου σπίθιζε
η γαζία τ’ αποσπερίτη.

Κι ήταν το παραθύρι μας
η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο
που τ’ άστρα ανθίζαν φως μου.

Κι ως στεκόσουν και κοίταζες
το λιόγερμα ν’ ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες
κι η κάμαρα καράβι.

Και μες στο χλιό και γαλανό
το απόβραδο έγια λέσα
μ’ αρμένιζες στη σιγαλιά
του γαλαξία μέσα.

Και το καράβι βούλιαξε
κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό
πλανιέμαι τώρα μόνη.

7. ΝΑ ‘ΧΑ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ

Να’χα τ’αθάνατο νερό
ψυχή καινούργια να ‘χα
να σού’δινα να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα

Να δεις, να πεις, να το χαρείς
ακέραιο τ’όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο
κοντά σου, στο πλευρό σου
Βροντάνε στράτες κι αγορές
μπαλκόνια και σοκάκια
και σου μαδάμε οι κορασιές
Λουλούδια στα μαλάκια

Με τα χεράκια σου τα δυο
τα χίλιοχαϊδεμένα
όλη τη γης αγκάλιαζα
κι όλα ήτανε για μένα

8. ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΣΥ ΔΕΝ ΧΑΘΗΚΕΣ

Γιε μου ποια μοίρα στο ’γραφε,
ωιμέ
και ποια μου το’ χε γράψει.

Τέτοιον καημό τέτοια φωτιά,
καημέ
στα στήθια μου ν’ ανάψει.

Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες,
ωιμέ,
μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου, στις φλέβες ολουνών
καημέ έμπα βαθιά και ζήσε.

Ποίηση: Νίκου Γκάτσου, Oδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Θεοδωράκη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Πάνου Κοκκινόπουλου, Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1959 -1961, Παρίσι – Αθήνα – Λονδίνο (1957, Παρίσι, «Αν θυμηθείς τ’ όνειρο μου»)
Πρώτη ηχογράφηση: Οκτώβρης του 1960, «Μυρτιά», «Αν θυμηθείς τ’ όνειρο μου», Μάνος Χατζιδάκις – Γιοβάνα
Δεύτερη ηχογράφηση: Οκτώβρης του 1960, Μαίρη Λίντα, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Θύμη, Αντώνης Κλειδωνιάρης, Μανώλης Χιώτης, (όλα τα τραγούδια).
Τραγούδια:
ΜΥΡΤΙΑ
ΕΙΧΑ ΦΥΤΕΨΕΙ ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ
ΡΟΔΟΣΤΑΜΟ
ΑΝ ΘΥΜΗΘΕΙΣ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΤΖΙΑ
ΡΟΔΙΑ
ΦΕΥΓΩ ΜΑΚΡΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
θ’ ΑΦΗΣΩ ΤΗ ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΠΑΛΙΚΑΡΙ
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
ΑΠΑΓΩΓΗ
ΠΑΜΕ ΒΟΛΤΑ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ

1. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΡΓΑΡΩ
Μίκη Θεοδωράκη

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
περιστεράκι στον ουρανό…
τον ουρανό
μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω,
βλέπω την πούλια και τον Αυγερινό.

Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ’ η νύχτα,
μας βλέπουν τ’άστρα κ’η χαραυγή.

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
βαρκούλα στο Σαρωνικό…
Σαρωνικέ μου,
τα κυματάκια σου δώσ’μου,
δώσ’ μου τ’αγέρι, δώσ’ μου το πέλαγο.

Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ’ η νύχτα,
μας βλέπουν τ’άστρα κ’η χαραυγή.

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
δεντράκι στο Βοτανικό…
Πάρε το τραμ
μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα,
πέφτουν οι ώρες, πέφτω, λιποθυμώ.

Η μάνα μου είναι τρελή
και με κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να’ μπεις στην κάμαρή μου
σου ρίχνω μεταξωτό σχοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ’ η νύχτα
μας βλέπουν τ’άστρα κ’η χαραυγή.

2. ΕΙΧΑ ΦΥΤΕΨΕΙ ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ
Ν. Γκάτσου

Με τ’ αστεράκι της αυγής
στο παραθύρι σου σα βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά
να ΄ρχεται από την ξενιτιά
στείλε με τ’άσπρα σου πουλιά, γλυκά φιλιά

Με τ’ αστεράκι της αυγής
στο παραθύρι σου σα βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά
να ‘ρχεται από την ξενιτιά
στείλε με τ’άσπρα σου πουλιά,
χίλια γλυκά φιλιά

Είχα φυτέψει μια καρδιά
στου χωρισμού την αμμουδιά
μα τώρα που ‘ρθα να σε βρω
με δαχτυλίδι και σταυρό
γίνε το φως μου
και του κόσμου η ξαστεριά

Κι απ’ το παλιό μας το κρασί
δώσ’ μου να πιω και πιες κι εσύ
να μείνω αγάπη μου για πάντα
στην πικρή στεριά

3. ΡΟΔΙΑ ΤΕΤΡΑΚΛΩΝΗ
Π. Κοκκινόπουλου

Αχνά χαράματα, σιγά
σαν τρεμοπαίζει η Πούλια
θα μαραθούν τα γιασεμιά
θα μαραθούν τα γιούλια.

Μα εσύ θα είσαι μοναχή
γερμένη στο περβάζι
και θα θωρείς τη χρυσαυγή
τα πέπλα της ν’ αλλάζει.

Ροδιά μου εσύ τετράκλωνη
στολίδι της αυλής μου
ανάπαυση της προσμονής
νεράκι της πληγής μου.

Θα ‘ρθείς στο σπίτι μας ξανά
μ’ εμέ να σμίξεις πάλι
και δυο κρινάκια τ’ Απριλιού
να βάλεις στ’ ανθογυάλι.

Στα χέρια μου σε σήκωσα
σ’ ανύψωσα ως τ’ αστέρια
και σμάρια να φτερούγισαν
στα στήθια περιστέρια.

Με της χαράς το ξύπνημα
με της φυγής τον πόνο
κι από τα τότε καρτερώ
το γυρισμό σου μόνο.
Ροδιά μου εσύ τετράκλωνη
Θα ‘ρθείς στο σπίτι μας ξανά

4. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΤΖΙΑ
Οδυσσέα Ελύτη

Ανάμεσα Σύρο και Τζια μικρή
φυτρώνει νεραντζιά
όμορφή μου κοπελιά
που ‘χει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό,
το κορίτσι π’ αγαπώ.

Άιντε, νύφη της θαλάσσης
τι βανίλιες θα χαλάσεις
με τον ήλιο φορεσιά σου
και με τα πουλιά προικιά σου.

Όταν καθίζει ένα πουλί
στην κεφαλή της και λαλεί
ωχ φορτούνα μου κι αυτή.
Χάνω τιμόνι και κουπιά,
με πλημμυράνε τα νερά,
έλα Χριστέ και Παναγιά.

Κι αν γενεί ποτέ το θάμα
κι αγαπήσεις, κάνω τάμα
να σου φέρω μια μπρατσέρα
και τον Πολικό Αστέρα.

5. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Γιάννη Θεοδωράκη

Στην εκκλησιά έμπηκα για να λειτουργηθώ,
αχ και σε θωρώ, γύρισ’ ο κόσμος
άλλαξε η πλάση μου ‘φυγε το μυαλό.

Άγιε μου μεγάλη χάρη, άγιε μου παρακαλώ
χάρισέ μου χίλια μάτια για να την θωρώ,
χάρισέ μου χίλια χείλια για να την γλυκοφιλώ.

Στου Χερουβείμ απάνω, δυο μάτια σαϊτιές
μ’ άναψαν φωτιές, άλλαξ’ ο κόσμος
γύρισ’ η πλάση κι είναι για να με κλαις.

Άγιε μου μεγάλη χάρη, άγιε μου παρακαλώ
χάρισέ μου χίλια μάτια για να την θωρώ,
χάρισέ μου χίλια χείλια για να την γλυκοφιλώ.

Στην εκκλησιά έμπηκα για να λειτουργηθώ,
αγάπησα αγαπώ, όλος ο κόσμος
είναι δικός μου φτάνει να σε θωρώ.

Άγιε μου μεγάλη χάρη, άγιε μου παρακαλώ
χάρισέ μου χίλια μάτια για να την θωρώ,
χάρισέ μου χίλια χείλια για να την γλυκοφιλώ.

6. ΘΑ ΑΦΗΣΩ ΤΗ ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ
Δημήτρη Χριστοδούλου

Θ’ αφήσω τη μανούλα μου και το φιλί μου πίσω
καθώς τ’ αστέρι που κυλά, στην ξενιτιά θα σβήσω.
Θα τις θυμάμαι τις στιγμές αργά Σαββάτο βράδυ
που λάμπανε τα χέρια της αστέρια στο σκοτάδι.

Με τάιζε γλυκό ψωμί και μου ‘στρωνε να γείρω
ήταν τα χέρια της φτερά και το φιλί της μύρο.
Και το πικρό μας σπιτικό ως έμπαινε η μέρα
γινόταν ύμνος και ψαλμός, είχε ζωής αέρα.

Ήταν η θάλασσα φιλί και ο αφρός αγάπη
ήταν παιχνίδι ο άνεμος και το τραγούδι αλάτι.
Ήταν ευχή ο ουρανός κι ο ορίζοντας ελπίδα
γιορτή ο μόλος κι ο γιαλός που δεν την ξαναείδα.

7. ΜΥΡΤΙΑ
Νίκου Γκάτσου

Είχα μια θάλασσα στο νου
κι ένα περβόλι, περιβόλι τ’ ουρανού.
Την ώρα π’ άνοιγα πανιά
για την απάνω γειτονιά.

Στα παραθύρια τα πλατιά
χαμογελούσε μια μυρτιά.
Κουράστηκα να περπατώ
και τη ρωτώ και τη ρωτώ.

Πες μου, μυρτιά, να σε χαρώ:
Πού θα βρω χώμα, θα βρω χώμα και νερό
να ξαναχτίσω μια φωλιά
για της αγάπης τα πουλιά;

Στα παραθύρια τα πλατιά
είδα και δάκρυσε η μυρτιά.
Την ώρα π’ άνοιγα πανιά
για την απάνω γειτονιά.

8. ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ
Μίκη Θεοδωράκη

Κλαίνε τα δέντρα κλαίνε τα σύννεφα
κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στη δουλειά στο σπίτι παλικάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου κι έκοβες το φεγγάρι
πώς σ’ έκοψε σα λούλουδο ο Χάρος μια νυχτιά.

Κλαίνε οι τράτες κλαίνε τα κύματα
κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι στα κουπιά στο γλέντι παλικάρι
οι κοπελιές κεντούσανε για σένανε κρυφά
κεντούσανε τα όνειρα, τον ήλιο, το φεγγάρι
κεντούσαν την αγάπη τους, της βάζανε πανιά.

Κλαίνε οι ναύτες κλαίνε τα σήμαντρα
κι οι φίλοι σου κλαίνε.
Παλικάρι η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα
τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά
το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη
κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια.

9. ΑΠΑΓΩΓΗ
Μίκη Θεοδωράκη

Θα πάρω μια βαρκούλα μανούλα μου
στον Κάτω Γαλατά και στην Αθήνα
θα ‘ρθω καρδούλα μου καβάλα στο Νοτιά

Και σαν θα ‘ρθει το δειλινό
στον κήπο σου θα μπω
να κόψω τα τριαντάφυλλα να κόψω τ’ άστρα
τ’ ουρανού και τον Αυγερινό

Θα βάλω στη βαρκούλα μανούλα μου
λουλούδια και φιλιά δυο γλάροι ταξιδεύουν
καρδούλα μου καβάλα στο Βοριά.

Και νάτη η Κρήτη φάνηκε γαλάζια και ξανθιά
τη θάλασσα στα μάτια της
τον ουρανό στην αγκαλιά
τον ήλιο στα μαλλιά

Θ’ αράξω τη βαρκούλα μανούλα μου
μπροστά σε μια σπηλιά θα σε ταΐζω χάδια
καρδούλα μου καβούρια και φιλιά

Στη μάνα μου, στον κύρη μου
λέγω και τραγουδώ
σας φέρνω την τριανταφυλλιά,
σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό

10. ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
Μίκη Θεοδωράκη

Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει
δώσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά
τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι
στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.
Μοσχοβολούν οι γλάστρες,
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει κι η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά
Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.

Το Σαββάτο το βράδυ φως μου
είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός
έχω όλα τα πλούτη του κόσμου
δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.

Το μπαλκονάκι σου δικό μου
δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός
κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια
σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά…

Μοσχοβολούν οι γλάστρες
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει κι η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά…

11. ΦΕΥΓΩ ΜΑΚΡΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Δημήτρη Χριστοδούλου

Φεύγω μακριά πατρίδα μου,
φεύγω και το μαντίλι
να μην το φέρεις στο γιαλό,
να μη μου φέρεις δείλι.

Πικρά είν’ τα μάτια του γιαλού
γι’ αυτόν που ταξιδεύει
γι’ αυτόν που πάει στην ξενιτιά
και μια φωνή γυρεύει.

Αδειάσανε τα χέρια μου
και γέμισαν τα μάτια
δάκρυα, πόνο, μοναξιά
και η καρδιά φαρμάκια.

Πικρά είν’ τα μάτια του γιαλού…

Να του φωνάξει απ’ τη στεριά
καλέ μου γύρνα πίσω
θα σου χαρίσω την αυγή,
μ’ αστέρια θα σε ντύσω.

Πικρά είν’ τα μάτια του γιαλού…

12. ΣΕ ΠΟΤΙΣΑ ΡΟΔΟΣΤΑΜΟ
Νίκου Γκάτσου

Στον άλλο κόσμο που θα πας
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κι άστρο πικρό της χαραυγής
και σε γνωρίσει η μάνα σου
που καρτερεί στην πόρτα

Σε πότισα ροδόσταμο
με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο
της ερημιάς γεράκι

Πάρε μια βέργα λυγαριά
μια ρίζα δεντρολίβανο
μια ρίζα δεντρολίβανο
και γίνε φεγγαροδροσιά
να πέσεις τα μεσάνυχτα
στη διψασμένη αυλή σου

Σε πότισα ροδόσταμο
με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο
της ερημιάς γεράκι

Ποίηση: Τάσου Λειβαδίτη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Μιχάλη Κατσαρού, Κώστα Βάρναλη, Πάνου Κοκκινόπουλου
Σύνθεση: 1960 – 1961, Παρίσι, Αθήνα
Πρώτη ηχογράφηση: Oκτώβριος ’60 – Oκτώβριος ’61, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στέλιος Καζαντζίδης – Μαρινέλλα
Τραγούδια:
ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ
ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
ΕΧΩ ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ
ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ
ΚΑΗΜΟΣ
ΒΡΑΧΟ ΒΡΑΧΟ
ΠΑΡΑΠΟΝΟ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

1. ΚΑΗΜΟΣ
Δημήτρη Χριστοδούλου

Είναι μεγάλος ο γιαλός
είναι μακρύ το κύμα
είναι μεγάλος ο καημός
κι είναι πικρό το κρίμα

Ποτάμι μέσα μου πικρό
το αίμα της πληγής σου
κι από το αίμα πιο πικρό
στο στόμα το φιλί σου

Δεν ξέρεις τι ‘ναι παγωνιά
βραδιά χωρίς φεγγάρι
να μη γνωρίζεις ποια στιγμή
ο πόνος θα σε πάρει

Ποτάμι μέσα μου πικρό
το αίμα της πληγής σου
κι από το αίμα πιο πικρό
στο στόμα το φιλί σου

2. ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ
Τάσου Λειβαδίτη

Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου

Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες

3. ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Δημήτρη Χριστοδούλου

Τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου
που είναι πικραμένα
δεν ξέρεις τι θα πει καημός
τι θέλεις από μένα

Εγώ περπάτησα γυμνός
εγώ βαδίζω μόνος
μου ‘γινε ρούχο ο σπαραγμός
και σπίτι μου ο πόνος

Δεν ξέρεις τι ‘ναι μοναξιά
καρδιά που κλαίει τη νύχτα
όσα τραγούδια σου ‘γραψα
στην κρύα νύχτα ρίχ’ τα

Εγώ περπάτησα γυμνός
εγώ βαδίζω μόνος
μου ‘γινε ρούχο ο σπαραγμός
και σπίτι μου ο πόνος

4. ΓΩΝΙΑ – ΓΩΝΙΑ
Δημήτρη Χριστοδούλου

Γωνιά γωνιά σε καρτερώ
γωνιά γωνιά σε ψάχνω
ψάχνω να βρω τα μάτια σου
κι απ’ τον καημό τα χάνω

Αλλού απλώνεται δροσιά
κι αλλού χιονιάς σφυρίζει
και τ’ όνειρο που χάνεται
πάει και δε γυρίζει

Γωνιά γωνιά σε ζήτησα
γωνιά γωνιά σε βρήκα
σου φίλησα τα μάτια σου
και στους καημούς σου μπήκα

Αλλού απλώνεται δροσιά…

5. ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΣΟΥ
Πάνου Κοκκινόπουλος

Σκίσε γλυκά το έλατο
καί πάρτου το ρετσίνι
γλυκό κρασί με τον καίρο
ο πόνος σου να γίνε, αχ να γίνει

Είναι μακρύς ο δρόμος σου
κι η υπομονή σου λίγη
χτυπώ δειλά τη πόρτα σου
καί ο αγέρας την ανοίγει

Κι αν ειν’το τζάκι σου σβηστό
κι αρνιέμαι να τ’ανάψω
μου γίνε χάρη απ’το θεό
να μη μπορώ να κλάψω, αχ να κλάψω

Είναι μακρύς ο δρόμος σου
κι η υπομονή σου λίγη
χτυπώ δειλά τη πόρτα σου
καί ο αγέρας την ανοίγει

6. ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ
Δημητρη Χριστοδούλου

Καράβι ποιος σε κέντησε,
ποιος σού ‘βαψε τα ξάρτια
για να με πάρεις μακριά
και να δακρύσουνε πικρά
και να δακρύσουνε πικρά
της μάνας μου τα μάτια

Φεύγω γιατί με πίκρανε
η φτώχεια και ο πόνος
είχε πνιγεί η ελπίδα μου
είχε σβηστεί ο ήλιος μου
κι είχε χαθεί
κι είχε χαθεί ο δρόμος

Με δέρναν όλοι οι καιροί,
μου πάγωναν τα μάτια
μου κάναν πέτρα το ψωμί,
μου κάναν βούρκο το νερό
μου κάναν βούρκο το νερό
και την καρδιά κομμάτια

Φεύγω γιατί με πίκρανε…

Δεν μού ‘χαν μείνει ν’ αγαπώ
δυο χέρια ν’ αγκαλιάζω
μόνο τα χείλη με καημό
και μια φωνή με πυρετό
και μια φωνή με πυρετό
τον πόνο να φωνάζω

Φεύγω γιατί με πίκρανε…

7. ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ
Τάσου Λειβαδίτη

Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή
της νύχτας το φεγγάρι
της μάνας μου ήσουν η ευχή
της Παναγιάς η χάρη

Έφυγες και κλαίει
ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

Στον πυρετό ήσουνα δροσιά
κερί μες στο σκοτάδι
άστρο στην κοσμοχαλασιά
βασιλικός στον Αδη

Έφυγες και κλαίει
ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

8. ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ
Μιχάλη Κατσαρού

Αυτούς που βλέπεις
πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή
κι άλλον Μιχάλη

Αυτούς που βλέπεις
πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ’αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη

Αυτούς που βλέπεις
πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό,
τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό
και τον αντρειωμένο

Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς
να τονε βασανίσεις
και την μεγάλη του καρδιά
να τηνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς
τι τον φυλάνε τ’άστρα
τι τον φυλάει ο ήλιος του,
τονε φυλάει το φεγγάρι

Αυτόν που ‘χει τη χάρη
τον πιο μικρό
τον πιο πικρό
και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ,
μονάχα εγώ,
εγώ προσμένω

9. ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Κώστα Βάρναλη

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

10. Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ
Κώστα Βάρναλη

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα-Αντρέα.

11. ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ
Τάσου Λειβαδίτη

Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να ‘ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να ‘ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,

12. ΕΧΩ ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ
Τάσου Λειβαδίτη

Έχω μια αγάπη ολοδική μου
τριαντάφυλλο,
άστρο μου κι αυγή μου
χίλιοι άντρες δεν θα το μπορούσαν
όπως εγώ να σ’ αγαπούσαν.

Μέσα στα μάτια σου γλυκές
τ’ Αη-Γιάννη ανάβουν οι φωτιές.

Στο στόμα σου σαν είμαι απάνω
πια δε φοβάμαι να πεθάνω
στα χέρια σου σαν είμαι μέσα
τότε έγια μόλα – έγια λέσα.

Χωρίς καράβι και πανιά
άι ταξιδεύω το ντουνιά.

Έχεις τον ήλιο στα μαλλιά σου
και το φεγγάρι στην ποδιά σου
και ένα τζιτζίκι εκεί στα στήθια
που σου λέει παραμύθια.

Απ’ τα δικά σου τα φιλιά
μάθαν τραγούδι τα πουλιά.

13. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
Τάσου Λειβαδίτη

Μ’ αίμα χτισμένο,
κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του
πίκρα και λυγμός

Μα όταν γυρίζαμε
το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά
και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας,
κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το στεφάνι μας,
πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια
δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου
και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε
κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι
και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του
άστρα και πουλιά

Κάθε του πόρτα ιδρώτας
κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του
κι ουρανός

Μα όταν ερχόταν
η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι
ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας,
κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το στεφάνι μας,
πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια
δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου
και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε
κι ας είμαστε φτωχοί

14. ΒΡΑΧΟ – ΒΡΑΧΟ
Δημήτρη Χριστοδούλου

Είναι βαριά η μοναξιά
είναι πικρά τα βράχια
παράπονο η θάλασσα
και μου ‘πνιξε τα μάτια

Βράχο βράχο τον καημό μου
τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου
πότε μάνα θα σε δω

Πάρε με θάλασσα πικρή
πάρε με στα φτερά σου
πάρε με στο γαλάζιο σου
στη δροσερή καρδιά σου

Βράχο βράχο τον καημό μου
τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου
πότε μάνα θα σε δω

Πάρε με να μην ξαναδώ
τα βράχια και το χάρο
κάνε το κύμα όνειρο
και τη σιωπή σου φάρο
Βράχο βράχο τον καημό μου
τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου
πότε μάνα θα σε δω

Γίνε αστέρι κι ουρανός
γίνε καινούργιος δρόμος
να μην βαδίζω μοναχός
να μην πηγαίνω μόνος

Βράχο βράχο τον καημό μου
τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου
πότε μάνα θα σε δω

Οι ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ,
η μια μετά την άλλη, σηματοδοτούν
τους σταθμούς
της μουσικής μου πορείας. Κυρίως τους εσωτερικούς,
τους ψυχικούς.

Μίκης Θεοδωράκης

Ποίηση: Γιώργου Σεφέρη
Σύνθεση: 1960, Παρίσι.
Πρώτη ηχογράφηση: Φεβρουάριος του 1962, Μπιθικώτσης – Χιώτης
Τραγούδια:
ΑΡΝΗΣΗ
ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΣΠΗΛΙΕΣ

9. ΣΤΟ ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ ΤΟ ΚΡΥΦΟ (ΑΡΝΗΣΗ)

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

10. ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ

Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα
σε κίτρινα δέντρα

κάτω απ’το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
με τα φύλλα της οξιάς

καμιά φωτιά
στην κορυφή τους βραδιάζει.

11. ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Άνθη της πέτρας μπροστά
στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν
άλλες αγάπες γυαλίζοντας
στ’ αργό ψιχάλισμα

Άνθη της πέτρας
φυσιογνωμίες που ήρθαν
όταν κανένας δεν μιλούσε
και μου μίλησαν
που μ’ άφησαν να τις αγγίξω
ύστερα από την σιωπή
μέσα σε πεύκα
σε πικροδάφνες και σε πλατάνια

12. ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΣΠΗΛΙΕΣ

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,

όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις
μες στη παλάμη σου.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες

Ποίηση: Οδυσσέα Ελύτη
Σύνθεση: 1963 Αθήνα
Ηχογράφηση: 1963, Ντόρα Γιαννακοπούλου.
Ηχογράφηση: 1963, Σούλα Μπιρμπίλη.
‘Αλλες ηχογραφήσεις: 1973, 1974.
Τραγούδια:
ΜΑΡΙΝΑ Η ΜΑΓΙΑ
ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ
ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΑΚΙΑ
ΤΑ ‘ΔΑΤΕ ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ
Ο ΚΗΠΟΣ ΕΜΠΑΙΝΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

1. ΜΑΡΙΝΑ

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
λουίζα και βασιλικό
μαζί μ’αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί
το περιβόλι με τ’ αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού
και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού

2. Η ΜΑΓΙΑ

Η Πούλια πό’ ‘χει εφτά παιδιά
μέσ’ απ’ τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.

-Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ’ αγιάζι κι η ερημιά.

-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα ‘ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.

-Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
-Πάρ’ την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θα ‘σαι ο άντρας τ’ ουρανού.

Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ’ αποχαιρετά.

3. ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
στου γιασεμιού την ευωδιά
στην ερημιά του φεγγαριού
στο κυματάκι του γιαλού

Οι άνθρωποι μ’αρνήθηκαν
κανείς δε με σιμώνει
Μόνο μου κάνει συντροφιά
της νύχτας το τριζόνι

Έννοια σου λέει, έννοια σου
Κι εγώ είμαι εδώ σιμά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου
Και για παρηγοριά σου.

Τρι και τρι και τρι και τρι
Τι γλυκιά που είν’ η ζωή
Τι γλυκιά και τί πικρή
Τρι και τρι και τρι και τρι

4. ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ

Του μικρού βοριά παράγγειλα,
να ‘ναι καλό παιδάκι
μη μου χτυπάει πορτόφυλλα
και το παραθυράκι

Γιατί στο σπίτι π’ αγρυπνώ,
η αγάπη μου πεθαίνει
και μες στα μάτια την κοιτώ,
που μόλις ανασαίνει

Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές
Γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί
Με πνίγει το παράπονο,
γιατί στον κόσμο αυτόνα
τα καλοκαίρια τα ‘χασα
κι έπεσα στον χειμώνα

Σαν το καράβι π’ άνοιξε τ’ άρμενα
κι αλαργεύει
βλέπω να χάνονται οι στεριές
κι ο κόσμος λιγοστεύει

5. ΤΑ ΕΛΛΗΝΑΚΙΑ

Το Μάρτη περικάλεσα
και το μικρό Νοέμβρη
τον Αύγουστο το φεγγερό,
κακό να μην μας εύρει.

Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά,
είμαστε δυο Ελληνάκια
μεσ’ στα γαλάζια πέλαγα
και στ’ άσπρα συννεφάκια.

Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά
κι η αγάπη μας μεγάλη
που αν τη χωρέσουμε απ’ τη μια,
περσεύει από την άλλη.

Ποιος έχει λόγια
να την πει τέτοιαν αγάπη
ποιος ξέρει μάγια να την κάνει βουητό
μεσ’ στους αιώνες
να χτυπάει σαν άγριο κύμα
και να μην έχει, να μην έχει τελειωμό.

6. ΤΑ ‘ΔΑΤΕ ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ

Ήταν μια Θεία θέληση
κι ενός Αγίου τάμα,
εμείς οι δυο να σμίξουμε
και να γενεί το θάμα.

Οι βάρκες ν’ ανεβαίνουνε
ως τα ψηλά μπαλκόνια
κι οι ορτανσίες να πετούν
καθώς τα χελιδόνια.
Ν’ ανάβουν οι άγιοι κερί
στη χάρη των δυονώ μας
και τα ψαράκια να φυλούν
την άκρη των ποδιών μας.

Όλος ο κόσμος ν’ απορεί
μωρέ τι να ‘ν’ και τούτο
με το μπουζούκι να λαλεί
και το μικρό λαγούτο.

Τα ‘δατε τα μάθατε
μια αγάπη που εγεννήθη,
άνθρωπος δεν την κατελεί
κι ο Άδης ενικήθη.

7. Ο ΚΗΠΟΣ ΕΜΠΑΙΝΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό

Άγγελοι μ’ έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ’ όνομά σου
σκίζοντας τ’ ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι

Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι

Ποίηση: Γιάννη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1952 – 1954.Χανιά – Αθήνα – Παρίσι.
Ηχογραφήσεις: Οκτώβρης του 1960, Μίκης Θεοδωράκης, Μανόλης Χιώτης (μπουζούκι), Δημήτρης Φάμπας (κιθάρα)
Τραγούδια:
ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ
ΑΥΓΗ ΑΦΡΑΤΗ
ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ
ΧΑΘΗΚΑ

8. ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ
(ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ)

Όμορφη πόλη, φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι, κλεμμένες ματιές
Ο ήλιος χρυσίζει, χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά, πελάγη απλωμένα
Θα γίνεις δικιά μου, πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα, πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου
Η νύχτα έφτασε, τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε, οι δρόμοι χαθήκαν

9. ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Δακρυσμένα μάτια, νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια, ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους, κάτω απ’ τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα, ας ήταν να βρεθώ

Να ‘ταν η καρδιά μου λαμπερό αστέρι
να ‘ταν η ματιά μου δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι

10. ΣΚΕΠΑΣΕ ΑΤΜΟΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΜΑΣ
(ΑΥΓΗ ΑΦΡΑΤΗ)

Αυγή αφράτη, τσεκουριά στην πλάτη
απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά
και κρεμάστηκε στα παράθυρά μας

Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας
σκέπασε ατμός τον έρωτά μας
τη νύχτα απόλυτη γαλήνη
στα κρεμαστάρια σφαχτάρια τα ρούχα μας

11. ΧΑΘΗΚΑ

Χάθηκα, μέσα στους δρόμους
που μ’ έδεσαν για πάντα
μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια

Χάθηκα, γιατί δεν είχα τα φτερά
και είχα εσένα Κατινιώ
γιάτ’ είχα όνειρα πολλά

Και το λιμάνι και το λιμάνι είναι μικρό
γιάτ’ ήμουν πάντα μόνος
και θα ‘μαι πάντα μόνος.

Ποίηση: Μπόστ
Σύνθεση: 1960, Λονδίνο.
Ηχογράφηση: 1961, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μανώλης Χιώτης
Τραγούδια:
Η ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΖΟΡΩΝ
Η ΡΟΜΒΙΑ

Η ρομβία
Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ)

Η ρομβία αφιχθέντος και σταθέντος στη γωνιά
μελοδίας μας παράγει εφρανθείς η γειτονιά
βγένει πρότον ο μπακάλης κε μετά ο γαλατάς
πλην αργής εξερχoμένη κε πολή το μελετάς.

Χαίρε ληπηρά ρονβία
δυστηχής είμε φεβγών
και αναχωρών εν βία
την νεάνις μην ιδών.

Την επάβριον ημέραν στην γωνίαν μου σταθείς
καταπλέφσας η ρομβία ήτον πάλιν αφιχθείς
αηδόνες είναι ψάλων, παραδείσια πουλιά
πτερουγίζουν καρδερίνε στα ξανθά της τα μαλιά.

Χαίρε έφθυμος ρομβία
η νεάνις κατελθών
δήθεν πήγε δια κομβία
κι’ εθεάθη εξελθών.

Η ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΖΟΡΩΝ
Μέντης Μποσταντζόγλου

Ένα πλοίον ταξιδεύον
με υπέροχον καιρόν
αιφνιδίως εξοκείλει
ανοιχτά των Αζορών.

Κι ένας νέος με μιαν νέα,
ωραιότατα παιδιά
φθάνουν κολυμβών γενναίως
εις πλησίον αμμουδιά.

Ζώντας βίον πρωτογόνου
και ο νέος με την κόρη
κοίταζαν και κάπου κάπου
εάν έρχεται βαπόρι.

Αλλά φθάσαντος χειμώνος
και μη φθάνοντος βαπόρι
απεβίωσεν ο νέος
και απέθανεν η κόρη.

Αργότερα αργότερα
πλησίασαν δυο κότερα
ήρθε κι ένα βαπόρι
ματαίως ψάχνον για να βρει
ματαίως ψάχνον για να βρει
τον νέον και την κόρη.

Κατηραμένη νήσος,
νήσος των Αζορών,
που καταστρέφεις νέους
και θάπτεις των κορών.

Να πέσει τιμωρία
από τον ουρανόν
να λείψεις απ’ τους χάρτας
και των ωκεανών

8. ΣΚΟΡΠΙΑ
Σύνθεση: 1961-62
Ηχογράφηση: 1961-1963
Σήμερα υπάρχουν ανατυπωμένα στην κασετίνα «Μίκης Θεοδωράκης»
Τραγούδια:
ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΜΟΥ ΚΟΠΕΛΙΑ
ΑΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ
Ο ΜΙΜΗΣ Ο ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ
ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ
ΕΙΝ’ Ο ΚΑΗΜΟΣ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
ΣΕ ΠΟΙΟ ΒΟΥΝΟ
ΣΤΟ ΕΡΗΜΟ ΛΙΜΑΝΙ
ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ
ΧΙΟΝΙΖΕΙ
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΙΑ

ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΜΟΥ ΚΟΠΕΛΙΑ
Βίρβος Κώστας

Στης Κοκκινιάς τη γειτονιά
με γέλασαν δυο μάτια μωρό μου
με γέλασαν δυο μάτια
μου ‘ταξαν τ’ άστρα τ’ Ουρανού
και ψεύτικα παλάτια

Κοπελιά κοπελιά κοπελιά
μελαχρινή μου κοπελιά
την πονεμένη μου καρδιά
την έκανες κομμάτια

Στης Κοκκινιάς τη γειτονιά
δυο χείλια δυο μεράκια μωρό μου
δυο χείλια δυο μεράκια
αντί για μόσχο κι ευωδιά
με κέρασαν φαρμάκια

Κοπελιά κοπελιά κοπελιά
μελαχρινή μου κοπελιά
την πονεμένη μου καρδιά
την έκανες κομμάτια

Στης Κοκκινιάς τη γειτονιά
δυο κάτασπρα χεράκια μωρό μου
δυο κάτασπρα χεράκια
λουλούδια δε μου πέταξαν
δε μου ‘στειλαν φιλάκια

Κοπελιά κοπελιά κοπελιά
μελαχρινή μου κοπελιά
την πονεμένη μου καρδιά
την έκανες κομμάτια

ΑΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Στίχοι:Νίκος Γκάτσος

Αν μ’ αγαπάς αγάπη μου
χρυσά φτερά θα βάλω
και θά’ρθω τα μεσάνυχτα
σεργιάνι να σε βγάλω

Αν μ’ αγαπάς αγάπη μου
θα βγω ψηλά στα κάστρα
με της καρδιάς το σύννεφο
να χαιρτετήσω τ’ άστρα

Αν μ’ αγαπάς αγάπη μου
θα πω κρυφά στην Πούλια
να στείλει για χατίρι σου
τ’ Αυγερινού ζουμπούλια

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ
Γ. Παπακυριάκη

Μη με ρωτάς γιατί πονώ
όμορφο παλικάρι
μη με ρωτάς γιατί γυρνώ
νύχτα χωρίς φεγγάρι.

Μη με ρωτάς. μη με ρωτάς
τα βήματά μου μη μετράς
πάρε τα σύννεφα αγκαλιά
πέτα με τ’ άλλα τα πουλιά.

Μη με ρωτάς κι αν με ρωτάς
κακό μπορεί να πάθεις
δεν έμαθα ούτε κι εγώ
ούτε κι εσύ θα μάθεις.

Ο ΜΙΜΗΣ Ο ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ
Κατσαρός Mιχάλης

Το καραβάνι ξεκίνησε, θυμήσου φυλή μου το Μίμη
Τον βασιλιά των τσιγγάνων θυμήσου, θυμήσου
Λεβέντης έζησε, θυμήσου, θυμήσου
Το Μίμη μας τον τσιγγάνο, θυμήσου
που οδηγούσε το καραβάνι

Το καραβάνι ξεκίνησε, θυμήσου φυλή μου το Μίμη
Πονούσε ο Μίμης, πονούσε, σαν οδηγούσε το καραβάνι, πονούσε
Μπροστά μας πήγαινε ο Μίμης
μπροστά στη φυλή μου
Ο βασιλιάς των τσιγγάνων πονούσε
μπροστά στη φυλή μου

Και τώρα ο Μίμης, κοιτάχτε τσιγγάνοι, αγαπούσε
Και τώρα ο Μίμης σαν ίσκιος περνούσε
Σαν ίσκιος αντρίκιος, ο Μίμης περνούσε
Κοιτάχτε τσιγγάνοι, περνούσε στο νέο καραβάνι
και τραγουδούσε
Ακούστε τσιγγάνοι, τσιγγάνοι ακούστε
το Μίμη ακούστε, το Μίμη ακούστε

ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ
Θαλασσινός Ερρίκος

Πουλί που φεύγεις μακριά
αλλού να τραγουδήσεις
μην πιείς το πικροβότανο
και πίσω δεν γυρίσεις

Πουλί που φεύγεις με καημό
πουλί κυνηγημένο
που δεν αντέχεις στο χιονιά
και φεύγεις λυπημένο

Θα ‘ρθεί ξανά η άνοιξη
θα ‘ρθεί το καλοκαίρι
να λάμψει ο ήλιος στα βουνά
στο μέτωπο τ’ αστέρι

Θα βάλουν όλοι γιορτινά
να βγούνε στα μπαλκόνια
να δουν να λιώνουν στα βουνά
και στις καρδιές τα χιόνια

ΕΙΝ’ Ο ΚΑΗΜΟΣ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
Ερρίκος Θαλασσινός

Επέτρωσεν ο πόνος μου
και δεν μπορώ να κλάψω
είναι βαρύ το χέρι μου
και πώς να σ’ αγκαλιάσω

Είν’ ο καημός μου ένα πουλί
που βγαίνει σαν νυχτώνει
είν’ ο καημός μου μια φωτιά
που όσο φυσάς φουντώνει

Μαρμάρωσε η θάλασσα
πέτρωσε το φεγγάρι
και το καράβι βούλιαξε
που ερχόταν να μας πάρει

ΣΕ ΠΟΙΟ ΒΟΥΝΟ
Χρήστος Κολοκοτρώνης

Σε ποιο βουνό απόψε που πονώ,
θα πάω να βρω τ’ αθάνατο νερό.
Σε ποια οξιά θα βρω τη μοναξιά,
σε ποια πηγή θα γειάνω την πληγή.

Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.

Να ‘μουν πουλί να πέταγα ψηλά,
τους στεναγμούς να ρίξω χαμηλά.
Πικρός καημός, τετράδιπλη χαρά,
να ‘σαι φτωχός με πλούσια καρδιά.

Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα

ΣΤΟ ΕΡΗΜΟ ΛΙΜΑΝΙ
Κολοκοτρώνης Χρήστος

Μια νύχτα με τη βάρκα μου
θα φύγω και θα ψάξω θα φύγω και θα ψάξω
Ένα λιμάνι έρημο
κάπου να βρω ν’ αράξω

Μες στο έρημο λιμάνι
που το κύμα δεν το πιάνει
Με τη βάρκα μου θ’ αράξω
και τον πόνο μου θα κλάψω

Θα σύρω επάνω τα κουπιά
στην πλώρη θα καθίσω στην πλώρη θα καθίσω
και της καρδιάς μου τον καημό
πικρά θα τραγουδήσω

Μες στο έρημο λιμάνι
που το κύμα δεν το πιάνει
Με τη βάρκα μου θ’ αράξω
και τον πόνο μου θα κλάψω

ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Κολοκοτρώνης Χρήστος

Κάποιο πρωινό στον Πειραιά, στον Πειραιά, έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά
Έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά
Ήσουν ο ήλιος μου κι η χρυσαυγή, έφυγες κι έσβησε το φως απ’ τη γη
ήσουν τ’ αστέρι μου το φωτεινό, σ’ έχασα ταίρι μου και τώρα πονώ
κάποιο πρωινό στον Πειραιά, στον Πειραιά, έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά
Κάποιο πρωινό ξημέρωσε, ξημέρωσε, έφυγες κι ο πόνος με μαχαίρωσε
Έφυγες κι ο πόνος με μαχαίρωσε
Τώρα που σ’ έχασα σ’ αναζητώ, που να’ σαι αγάπη μου τους γλάρους ρωτώ
με χίλια κύματα και με πουλιά σου στέλνω αγάπη μου χιλιάδες φιλιά
Κάποιο πρωινό ξημέρωσε, ξημέρωσε, έφυγες κι ο πόνος με μαχαίρωσε
Ήσουν ο ήλιος μου κι η χρυσαυγή, έφυγες κι έσβησε το φως απ’ τη γη
ήσουν τ’ αστέρι μου το φωτεινό, σ’ έχασα ταίρι μου και τώρα πονώ
Κάποιο πρωινό στον Πειραιά, στον Πειραιά, έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά

ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ
Μίκη Θεοδωράκη

Δεληβοριά Δεληβοριά
σέ πήραν πάλι τα πουλιά
σέ Δόση και σ’ ’Ανατολή
δεν θα βρεθεί, δεν θα βρεθεί
αγάπης πόνος πιο πικρός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.

Δεληβοριά Δεληβοριά
σέ ταξιδεύουν τα πουλιά
σέ Δύση και σ’ ’Ανατολή
για μια μικρούλα καστανή
πού ’ναι κρυμμένη σέ σπηλιά
και σ’ άλλον δίνει τα φιλιά.

Δεληβοριά Δεληβοριά
σέ τραγουδάνε τα πουλιά
σέ Δύση και σ’ ’Ανατολή
δεν θ’ ακουστεί, δεν θ’ ακουστεί
αγάπης πιο πικρός σκοπός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.

ΧΙΟΝΙΖΕΙ
(Ναζίμ Χικμέτ – απόδοση Γιάννη Ρίτσου)

Τούτο το βράδυ
είμαι πιο πάνου απ’ όλα τούτα
τούτο το βράδυ
είμαι ένας τραγουδιστής
είμαι των δρόμων
είναι γυμνή ή φωνή μου
γυμνή φωνή που τραγουδάει για σένα.
Ένα τραγούδι που δεν θα τ’ ακούσεις.
Χιονίζει μέσα στη νύχτα
την ίδια τούτη στιγμή
μπορεί και να σέ βρίσκει ή σφαίρα.
Και τότε πιά ούτε χιόνι ούτε άνεμος.
Χιονίζει.

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΙΑ1996-1997
(Ελένης Ζιώγα)

Μεγάλη ή νύχτα μέσ.’ τη σκοπιά μου
παρέα ή πίκρα κι εσύ μακριά μου
από συνήθεια χτυπάει ή καρδιά μου
στην καύτρα του τσιγάρου μου θολώνει ή ματιά.
Ή αγάπη είναι φωτιά…

Πήρα το γράμμα που μου ’χες στείλει
μου γράφεις «πάντα θα ’μαστέ φίλοι»
πάλι απ’ το κλάμα τρέμουν τα χείλη
στης τρέλας μου τα σύνορα με πάει ή μοναξιά.

Η αγάπη είναι φωτιά…

Μεγάλη ή νύχτα μέσ τη σκοπιά μου
βελόνα ή ψύχρα ως την καρδιά μου
Θεέ μου, να σ’ είχα τώρα κοντά μου
στο στόμα την ανάσα σου να νιώσω ξανά.

Η αγάπη είναι φωτιά…

Πρόσφατο τραγούδι βασισμένο στην Αροδαφνούσα (Το νησί τής Αφροδίτης) που περιέχεται στο δίσκο «Ή αγάπη είναι φωτιά» με ερμηνευτή τον Δημήτρη Μπάση και τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, 2001 (WEA).

Σύνθεση: 1961-62
Ηχογράφηση: 1961-1963
Σήμερα υπάρχουν ανατυπωμένα στην κασετίνα «Μίκης Θεοδωράκης»
Τραγούδια:
ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΜΟΥ ΚΟΠΕΛΙΑ
ΑΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ
Ο ΜΙΜΗΣ Ο ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ
ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ
ΕΙΝ’ Ο ΚΑΗΜΟΣ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
ΣΕ ΠΟΙΟ ΒΟΥΝΟ
ΣΤΟ ΕΡΗΜΟ ΛΙΜΑΝΙ
ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ
ΧΙΟΝΙΖΕΙ
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΙΑ

ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΜΟΥ ΚΟΠΕΛΙΑ
Βίρβος Κώστας

Στης Κοκκινιάς τη γειτονιά
με γέλασαν δυο μάτια μωρό μου
με γέλασαν δυο μάτια
μου ‘ταξαν τ’ άστρα τ’ Ουρανού
και ψεύτικα παλάτια

Κοπελιά κοπελιά κοπελιά
μελαχρινή μου κοπελιά
την πονεμένη μου καρδιά
την έκανες κομμάτια

Στης Κοκκινιάς τη γειτονιά
δυο χείλια δυο μεράκια μωρό μου
δυο χείλια δυο μεράκια
αντί για μόσχο κι ευωδιά
με κέρασαν φαρμάκια

Κοπελιά κοπελιά κοπελιά
μελαχρινή μου κοπελιά
την πονεμένη μου καρδιά
την έκανες κομμάτια

Στης Κοκκινιάς τη γειτονιά
δυο κάτασπρα χεράκια μωρό μου
δυο κάτασπρα χεράκια
λουλούδια δε μου πέταξαν
δε μου ‘στειλαν φιλάκια

Κοπελιά κοπελιά κοπελιά
μελαχρινή μου κοπελιά
την πονεμένη μου καρδιά
την έκανες κομμάτια

ΑΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Στίχοι:Νίκος Γκάτσος

Αν μ’ αγαπάς αγάπη μου
χρυσά φτερά θα βάλω
και θά’ρθω τα μεσάνυχτα
σεργιάνι να σε βγάλω

Αν μ’ αγαπάς αγάπη μου
θα βγω ψηλά στα κάστρα
με της καρδιάς το σύννεφο
να χαιρτετήσω τ’ άστρα

Αν μ’ αγαπάς αγάπη μου
θα πω κρυφά στην Πούλια
να στείλει για χατίρι σου
τ’ Αυγερινού ζουμπούλια

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ
Γ. Παπακυριάκη

Μη με ρωτάς γιατί πονώ
όμορφο παλικάρι
μη με ρωτάς γιατί γυρνώ
νύχτα χωρίς φεγγάρι.

Μη με ρωτάς. μη με ρωτάς
τα βήματά μου μη μετράς
πάρε τα σύννεφα αγκαλιά
πέτα με τ’ άλλα τα πουλιά.

Μη με ρωτάς κι αν με ρωτάς
κακό μπορεί να πάθεις
δεν έμαθα ούτε κι εγώ
ούτε κι εσύ θα μάθεις.

Ο ΜΙΜΗΣ Ο ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ
Κατσαρός Mιχάλης

Το καραβάνι ξεκίνησε, θυμήσου φυλή μου το Μίμη
Τον βασιλιά των τσιγγάνων θυμήσου, θυμήσου
Λεβέντης έζησε, θυμήσου, θυμήσου
Το Μίμη μας τον τσιγγάνο, θυμήσου
που οδηγούσε το καραβάνι

Το καραβάνι ξεκίνησε, θυμήσου φυλή μου το Μίμη
Πονούσε ο Μίμης, πονούσε, σαν οδηγούσε το καραβάνι, πονούσε
Μπροστά μας πήγαινε ο Μίμης
μπροστά στη φυλή μου
Ο βασιλιάς των τσιγγάνων πονούσε
μπροστά στη φυλή μου

Και τώρα ο Μίμης, κοιτάχτε τσιγγάνοι, αγαπούσε
Και τώρα ο Μίμης σαν ίσκιος περνούσε
Σαν ίσκιος αντρίκιος, ο Μίμης περνούσε
Κοιτάχτε τσιγγάνοι, περνούσε στο νέο καραβάνι
και τραγουδούσε
Ακούστε τσιγγάνοι, τσιγγάνοι ακούστε
το Μίμη ακούστε, το Μίμη ακούστε

ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ
Θαλασσινός Ερρίκος

Πουλί που φεύγεις μακριά
αλλού να τραγουδήσεις
μην πιείς το πικροβότανο
και πίσω δεν γυρίσεις

Πουλί που φεύγεις με καημό
πουλί κυνηγημένο
που δεν αντέχεις στο χιονιά
και φεύγεις λυπημένο

Θα ‘ρθεί ξανά η άνοιξη
θα ‘ρθεί το καλοκαίρι
να λάμψει ο ήλιος στα βουνά
στο μέτωπο τ’ αστέρι

Θα βάλουν όλοι γιορτινά
να βγούνε στα μπαλκόνια
να δουν να λιώνουν στα βουνά
και στις καρδιές τα χιόνια

ΕΙΝ’ Ο ΚΑΗΜΟΣ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
Ερρίκος Θαλασσινός

Επέτρωσεν ο πόνος μου
και δεν μπορώ να κλάψω
είναι βαρύ το χέρι μου
και πώς να σ’ αγκαλιάσω

Είν’ ο καημός μου ένα πουλί
που βγαίνει σαν νυχτώνει
είν’ ο καημός μου μια φωτιά
που όσο φυσάς φουντώνει

Μαρμάρωσε η θάλασσα
πέτρωσε το φεγγάρι
και το καράβι βούλιαξε
που ερχόταν να μας πάρει

ΣΕ ΠΟΙΟ ΒΟΥΝΟ
Χρήστος Κολοκοτρώνης

Σε ποιο βουνό απόψε που πονώ,
θα πάω να βρω τ’ αθάνατο νερό.
Σε ποια οξιά θα βρω τη μοναξιά,
σε ποια πηγή θα γειάνω την πληγή.

Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.

Να ‘μουν πουλί να πέταγα ψηλά,
τους στεναγμούς να ρίξω χαμηλά.
Πικρός καημός, τετράδιπλη χαρά,
να ‘σαι φτωχός με πλούσια καρδιά.

Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα

ΣΤΟ ΕΡΗΜΟ ΛΙΜΑΝΙ
Κολοκοτρώνης Χρήστος

Μια νύχτα με τη βάρκα μου
θα φύγω και θα ψάξω θα φύγω και θα ψάξω
Ένα λιμάνι έρημο
κάπου να βρω ν’ αράξω

Μες στο έρημο λιμάνι
που το κύμα δεν το πιάνει
Με τη βάρκα μου θ’ αράξω
και τον πόνο μου θα κλάψω

Θα σύρω επάνω τα κουπιά
στην πλώρη θα καθίσω στην πλώρη θα καθίσω
και της καρδιάς μου τον καημό
πικρά θα τραγουδήσω

Μες στο έρημο λιμάνι
που το κύμα δεν το πιάνει
Με τη βάρκα μου θ’ αράξω
και τον πόνο μου θα κλάψω

ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Κολοκοτρώνης Χρήστος

Κάποιο πρωινό στον Πειραιά, στον Πειραιά, έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά
Έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά
Ήσουν ο ήλιος μου κι η χρυσαυγή, έφυγες κι έσβησε το φως απ’ τη γη
ήσουν τ’ αστέρι μου το φωτεινό, σ’ έχασα ταίρι μου και τώρα πονώ
κάποιο πρωινό στον Πειραιά, στον Πειραιά, έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά
Κάποιο πρωινό ξημέρωσε, ξημέρωσε, έφυγες κι ο πόνος με μαχαίρωσε
Έφυγες κι ο πόνος με μαχαίρωσε
Τώρα που σ’ έχασα σ’ αναζητώ, που να’ σαι αγάπη μου τους γλάρους ρωτώ
με χίλια κύματα και με πουλιά σου στέλνω αγάπη μου χιλιάδες φιλιά
Κάποιο πρωινό ξημέρωσε, ξημέρωσε, έφυγες κι ο πόνος με μαχαίρωσε
Ήσουν ο ήλιος μου κι η χρυσαυγή, έφυγες κι έσβησε το φως απ’ τη γη
ήσουν τ’ αστέρι μου το φωτεινό, σ’ έχασα ταίρι μου και τώρα πονώ
Κάποιο πρωινό στον Πειραιά, στον Πειραιά, έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά

ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ
Μίκη Θεοδωράκη

Δεληβοριά Δεληβοριά
σέ πήραν πάλι τα πουλιά
σέ Δόση και σ’ ’Ανατολή
δεν θα βρεθεί, δεν θα βρεθεί
αγάπης πόνος πιο πικρός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.

Δεληβοριά Δεληβοριά
σέ ταξιδεύουν τα πουλιά
σέ Δύση και σ’ ’Ανατολή
για μια μικρούλα καστανή
πού ’ναι κρυμμένη σέ σπηλιά
και σ’ άλλον δίνει τα φιλιά.

Δεληβοριά Δεληβοριά
σέ τραγουδάνε τα πουλιά
σέ Δύση και σ’ ’Ανατολή
δεν θ’ ακουστεί, δεν θ’ ακουστεί
αγάπης πιο πικρός σκοπός
πικρός κι αγιάτρευτος καημός.

ΧΙΟΝΙΖΕΙ
(Ναζίμ Χικμέτ – απόδοση Γιάννη Ρίτσου)

Τούτο το βράδυ
είμαι πιο πάνου απ’ όλα τούτα
τούτο το βράδυ
είμαι ένας τραγουδιστής
είμαι των δρόμων
είναι γυμνή ή φωνή μου
γυμνή φωνή που τραγουδάει για σένα.
Ένα τραγούδι που δεν θα τ’ ακούσεις.
Χιονίζει μέσα στη νύχτα
την ίδια τούτη στιγμή
μπορεί και να σέ βρίσκει ή σφαίρα.
Και τότε πιά ούτε χιόνι ούτε άνεμος.
Χιονίζει.

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΙΑ1996-1997
(Ελένης Ζιώγα)

Μεγάλη ή νύχτα μέσ.’ τη σκοπιά μου
παρέα ή πίκρα κι εσύ μακριά μου
από συνήθεια χτυπάει ή καρδιά μου
στην καύτρα του τσιγάρου μου θολώνει ή ματιά.
Ή αγάπη είναι φωτιά…

Πήρα το γράμμα που μου ’χες στείλει
μου γράφεις «πάντα θα ’μαστέ φίλοι»
πάλι απ’ το κλάμα τρέμουν τα χείλη
στης τρέλας μου τα σύνορα με πάει ή μοναξιά.

Η αγάπη είναι φωτιά…

Μεγάλη ή νύχτα μέσ τη σκοπιά μου
βελόνα ή ψύχρα ως την καρδιά μου
Θεέ μου, να σ’ είχα τώρα κοντά μου
στο στόμα την ανάσα σου να νιώσω ξανά.

Η αγάπη είναι φωτιά…

Πρόσφατο τραγούδι βασισμένο στην Αροδαφνούσα (Το νησί τής Αφροδίτης) που περιέχεται στο δίσκο «Ή αγάπη είναι φωτιά» με ερμηνευτή τον Δημήτρη Μπάση και τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, 2001 (WEA).

Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Συνθεση: 1960-61, Παρίσι.
Πρώτη θεατρική παράσταση: θέατρο ΚΑΛΟΥΤΑ, Οκτώβρης 1962,
σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, κείμενα Μίκη Θεοδωράκη,
και πρωταγωνιστές τους: Μάνο Κατράκη, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Μαρία Κωνσταντάρου, Νίκο Ξανθόπουλο, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Μπέτυ Αρβανίτη.
Χορός: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Κώστας Πα¬παδόπουλος, Λάκης Καρνέζης.
Το τραγούδι ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ έγραψε ο Κώστας Βίρβος.
Πρώτη ηχογράφηση: Οκτώβρης 1962,
Ερμηνευτές: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Δέσποινα Μπεμπεδέλη και χορωδία.
2001, Δημήτρης Μπάσης, Νένα Βενετσάνου, Γιάννης Μπέζος, Λαϊκή Όρχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» υπό την διεύθυνση του συνθέτη (WΕΑ).
Τραγούδια:
ΑΠΡΙΛΗΣ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ
Η ΑΛΥΣΙΔΑ
ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ
ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΝΙΚΟΛΙΟ
ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ
ΣΤΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ

1. ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ (Ορχηστρικό)

2. ΑΠΡΙΛΗ ΜΟΥ

Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ-
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη
και στις τόσες ομορφιές

Γιομίζ’ η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ,
μα το ‘χω μυστικό

Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο-, στο γαϊτανοφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου
σαν το πουλάκι στο ξόβεργο

Γιομίζ’ η γειτονιά…

Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα ‘ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα ‘ρθω
να πάρω την ευχή της
και το ταίρι που αγαπώ

Γιομίζ’ η γειτονιά…

3. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
(ΔΥΟ ΓΙΟΥΣ ΕΙΧΕΣ ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ)

Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς τον ήλιο.

Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.

Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.

Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.

Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο- κι όνειρο ίδιο βλέπουν.

Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
κλείνουνε τα μάτια.

Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απ’ εκεί ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε- να πιεις να ξεδιψάσεις.

4. ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ
Στίχοι: Κώστα Βίρβου

Κοιμήσου αγγελούδι μου
παιδί μου νάνι – νάνι
να μεγαλώσεις γρήγορα
σαν το ψηλό πλατάνι
Να γίνεις άντρας στο κορμί
και στο μυαλό
για να σε πάντα μες το δρόμο
τον καλό
Κοιμήσου αγγελούδι μου
γλυκά με το τραγούδι μου

Κοιμήσου περιστέρι μου
να γίνεις σαν ατσάλι
να γίνει κι η καρδούλα σου
σαν του Χριστού μεγάλη

Για να μην πεις μες στην ζωή σου
δεν μπορώ
κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις
και σταυρό
Κοιμήσου αγγελούδι μου
γλυκά με το τραγούδι μου

Γλυκά με το τραγούδι μου

5. ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ

Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό σε δέσαν στο σταυρό
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου,
μου κάρφωσαν τα σπλάχνα
Σου δέσανε τα μάτια σου, ω, ω,
μου δέσαν την ψυχή μου

Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό με τσάκισαν στα δυο
Μου κλέψανε την όραση,
μου πήραν την αφή μου
Μόν’ μου ‘μεινε η ακοή, ω, ω,
να σ’ αγρικώ, παιδί μου

Ένα δειλινό, ένα δειλινό
ένα δειλινό σαν τον σταυραετό
Χίμηξε, πα στις θάλασσες, χίμηξε,
πα στους κάμπους
Κάνε ν’ ανθίσουν τα βουνά, ω, ω,
και να χαρούν οι ανθρώποι

6. ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ

Τα μεσάνυχτα
που σμίγουνε οι ώρες
προδομένη μου αγάπη

Τα μεσάνυχτα
που σμίγουν οι καρδιές μας
προδομένη μου αγάπη

Νταν νταν νταν νταν σημαίνει
νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια

Τα μεσάνυχτα
που είναι μακριά ο ήλιος
προδομένη μου αγάπη

Τα μεσάνυχτα
που είναι κοντά οι ζωές μας
προδομένη μου αγάπη

Νταν νταν νταν νταν σημαίνει
νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια

Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένω
προδομένη μου αγάπη

Σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι
Προδομένη μου αγάπη

7. ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΙΟ

Τον Παύλο και τον Νικολιό
τους πάνε για ταξίδι
με βάρκα δίχως άρμενα
με πλοίο δίχως ξάρτια

Τ’ άρμενα τα ‘καψε φωτιά
τα ξάρτια καταιγίδα
και το ταξίδι θάνατος
που γυρισμό που γυρισμό δεν έχει

Του Παύλου και του Νικολιού
οι μάνες πάνε αντάμα
ρωτούν το χώμα να τους πει
κι εκείνο στάζει αίμα

Δεν είναι αναστεναγμός
που βγαίνει απ’ το χώμα
μόνο πηγή λαχταριστή
να πιεις να ξενα πιεις να ξεδιψάσεις

8. ΣΤΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ

Στα περβόλια,
μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και τον Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα
και να τραγουδήσουμε μαζί

Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά
Αχ, κι εγώ θα ‘ρθω…
μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες, Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό

Στα περβόλια,
μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στον χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή

Κράτα την καρδιά σου, μάνα γλυκιά
κι εγώ είμ’ ο γιος που γύρισε για μια σου ματιά
Αχ, για μια ματιά…

Για το μέτωπο σαν έφυγα, μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο
που με πήγε πέρ’ απ’τη ζωή…

10. ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΕ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Τραγούδια:
Ο ΗΛΙΟΣ ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΗ ΓΗ
ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ
ΜΑΝΑ
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ
ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟ ΦΥΛΛΟ
ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ
ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΚΑΣ ΣΟΥ
Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΑΣ
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (ΦΑΙΔΡΑ)
ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ‘ΡΘΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

α) ΗΛΕΚΤΡΑ
Σύνθεση: 1960, Παρίσι.
Σκηνοθεσία: Μιχάλη Κακογιάννη
Ηχογράφηση: 1962, Γιώτα Λυδία – Νότης Περγιάλης.

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΗ ΓΗ
(Μιχάλη Κακογιάννη)

Ό ήλιος κοίταξε τη γη
απ’ το χρυσό του αμάξι
κι είπε σαν είδε τ’ άδικο
το δρόμο του ν’ αλλάξει.

Μα θα έρθει η μέρα, η μέρα η καλή
κι η χώρα θα γιορτάσει
θα πρασινίσουν τα βουνά
κι η γη θα ξεδιψάσει.

Σκοτείνιασε η ανατολή
πήρε φωτιά η δύση
τρέξαν τα νέφη στο βοριά
ρήμαξε όλη η φύση.

Και σύ θα σέρνεις το χορό
σαν ξέγνοιαστη ελαφίνα
και θα μαζεύεις αγκαλιές
χαμόγελα και κρίνα.

β) ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Σύνθεση:1960, ’Αθήνα.
Σκηνοθεσία: Αλέκου Αλεξανδράκη με τούς: Αλίκη Γεωργούλη, Μάνο Κατράκη, Ηχογράφηση: 1960. Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Columbia.

ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ
(Τάσου Λειβαδίτη)

Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου.
Αχ. ψεύτη κι άδικε ντουνιά π’ άναψες τον καημό μου

Οι συμφορές αμέτρητες, δεν έχει ο κόσμος άλλες
Φεύγουν οι μέρες μου βαριά σαν της βροχής τις στάλες

(*) το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται και στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ.

ΜΑΝΑ
(Κώστα Βίρβου)

Είναι τής μάνας τ’ όνομα
αγάπη και λατρεία
ό ίσιος δρόμος στη ζωή
κι η ζεστασιά στα κρύα.

Όποιο σπιτάκι δεν έχει μάνα
μοιάζ’ εκκλησιά χωρίς καμπάνα.

Είναι τής μάνας τ’ όνομα
στον άρρωστο κουράγιο
μέσα στον κίνδυνο ευχή
στο ναυαγό μουράγιο.

γ) ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ
Σύνθεση: 1961-62.
Σκηνοθεσία: ’Ερρίκου Θαλασσινού.
Ηχογράφηση: 1962.
Γιώτα Λύδια, Γρηγόρης Μπιθικώτσης Columbia.

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ
(Ερρίκου Θαλασσινού)

Τον ήλιο είχα πρόσωπο
μα σβήστηκε στη δύση
κι ένα πουλί, μαύρο πουλί
στα στήθια έχει καθίσει.

Ό ουρανός είναι κλειστός
κι είναι κλειστοί κι οι δρόμοι
κι αυτός που έχω στην καρδιά
δεν φάνηκε ακόμη.

Ειν’ η καρδιά μου θάλασσα
κι η αγάπη μου καράβι
πού ταξιδεύει στ’ ανοιχτά
βραδιά χωρίς φεγγάρι.

ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ
(Ερρίκου Θαλασσινού)

Λευκό καράβι γύρισε
την άγκυρα σηκώνει
ειν’ ο αφρός του ανθόγαλο
μάλαμα το τιμόνι.

Καράβι, καράβι καλοτάξιδο
καράβι με τη χρυσή καδένα
πού φέρνεις την αγάπη μου
απ’τά πικρά τα ξένα.

Θα ρίξω λάδι στο γιαλό
και ρόδα στο λιμάνι
να ’’ρθει ο καλός μου στο νησί
να βάλουμε στεφάνι.

Στο χρόνο απάνω γύρισε
και λάμπει τ’ ακρογιάλι.
Σήμερα είναι Κυριακή
είναι γιορτή μεγάλη.

δ) ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
Σύνθεση: 1962.’Αθήνα.
Σκηνοθεσία: Λεωνίδα Μαλένη.
Ηχογράφηση: 1962, Γρηγόρης Μπιθικώτσης Studio Columbia, ηχολήπτης ο Ν. Κανελλόπουλος.

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΗ ΓΗ

ΗΛΕΚΤΡΑ
Σύνθεση: 1960, Παρίσι.
Σκηνοθεσία: Μιχάλη Κακογιάννη
Ηχογράφηση: 1962, Γιώτα Λυδία – Νότης Περγιάλης.

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΗ ΓΗ
(Μιχάλη Κακογιάννη)

Ό ήλιος κοίταξε τη γη
απ’ το χρυσό του αμάξι
κι είπε σαν είδε τ’ άδικο
το δρόμο του ν’ αλλάξει.

Μα θα έρθει η μέρα, η μέρα η καλή
κι η χώρα θα γιορτάσει
θα πρασινίσουν τα βουνά
κι η γη θα ξεδιψάσει.

Σκοτείνιασε η ανατολή
πήρε φωτιά η δύση
τρέξαν τα νέφη στο βοριά
ρήμαξε όλη η φύση.

Και σύ θα σέρνεις το χορό
σαν ξέγνοιαστη ελαφίνα
και θα μαζεύεις αγκαλιές
χαμόγελα και κρίνα.

ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ

ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Σύνθεση:1960, ’Αθήνα.
Σκηνοθεσία: Αλέκου Αλεξανδράκη με τούς: Αλίκη Γεωργούλη, Μάνο Κατράκη, Ηχογράφηση: 1960. Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Columbia.

ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ
(Τάσου Λειβαδίτη)

Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου.
Αχ. ψεύτη κι άδικε ντουνιά π’ άναψες τον καημό μου

Οι συμφορές αμέτρητες, δεν έχει ο κόσμος άλλες
Φεύγουν οι μέρες μου βαριά σαν της βροχής τις στάλες

(*) το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται και στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ.

ΜΑΝΑ
(Κώστα Βίρβου)

Είναι τής μάνας τ’ όνομα
αγάπη και λατρεία
ό ίσιος δρόμος στη ζωή
κι η ζεστασιά στα κρύα.

Όποιο σπιτάκι δεν έχει μάνα
μοιάζ’ εκκλησιά χωρίς καμπάνα.

Είναι τής μάνας τ’ όνομα
στον άρρωστο κουράγιο
μέσα στον κίνδυνο ευχή
στο ναυαγό μουράγιο.

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ / ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ

ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ
Σύνθεση: 1961-62.
Σκηνοθεσία: ’Ερρίκου Θαλασσινού.
Ηχογράφηση: 1962.
Γιώτα Λύδια, Γρηγόρης Μπιθικώτσης Columbia.

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ
(Ερρίκου Θαλασσινού)

Τον ήλιο είχα πρόσωπο
μα σβήστηκε στη δύση
κι ένα πουλί, μαύρο πουλί
στα στήθια έχει καθίσει.

Ό ουρανός είναι κλειστός
κι είναι κλειστοί κι οι δρόμοι
κι αυτός που έχω στην καρδιά
δεν φάνηκε ακόμη.

Ειν’ η καρδιά μου θάλασσα
κι η αγάπη μου καράβι
πού ταξιδεύει στ’ ανοιχτά
βραδιά χωρίς φεγγάρι.

ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ
(Ερρίκου Θαλασσινού)

Λευκό καράβι γύρισε
την άγκυρα σηκώνει
ειν’ ο αφρός του ανθόγαλο
μάλαμα το τιμόνι.

Καράβι, καράβι καλοτάξιδο
καράβι με τη χρυσή καδένα
πού φέρνεις την αγάπη μου
απ’τά πικρά τα ξένα.

Θα ρίξω λάδι στο γιαλό
και ρόδα στο λιμάνι
να ’’ρθει ο καλός μου στο νησί
να βάλουμε στεφάνι.

Στο χρόνο απάνω γύρισε
και λάμπει τ’ ακρογιάλι.
Σήμερα είναι Κυριακή
είναι γιορτή μεγάλη.

ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ

ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ
Σύνθεση: 1961-62.
Σκηνοθεσία: ’Ερρίκου Θαλασσινού.
Ηχογράφηση: 1962.
Γιώτα Λύδια, Γρηγόρης Μπιθικώτσης Columbia.

ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ
(Ερρίκου Θαλασσινού)

Λευκό καράβι γύρισε
την άγκυρα σηκώνει
ειν’ ο αφρός του ανθόγαλο
μάλαμα το τιμόνι.

Καράβι, καράβι καλοτάξιδο
καράβι με τη χρυσή καδένα
πού φέρνεις την αγάπη μου
απ’τά πικρά τα ξένα.

Θα ρίξω λάδι στο γιαλό
και ρόδα στο λιμάνι
να ’’ρθει ο καλός μου στο νησί
να βάλουμε στεφάνι.

Στο χρόνο απάνω γύρισε
και λάμπει τ’ ακρογιάλι.
Σήμερα είναι Κυριακή
είναι γιορτή μεγάλη.

ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟ ΦΥΛΛΟ / ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ / ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΚΑΣ ΣΟΥ / Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΑΣ

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
Σύνθεση: 1962.’Αθήνα.
Σκηνοθεσία: Λεωνίδα Μαλένη.
Ηχογράφηση: 1962, Γρηγόρης Μπιθικώτσης Studio Columbia, ηχολήπτης ο Ν. Κανελλόπουλος.
Χρυσοπράσινο φύλλο (1966)
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης, Λεωνίδας Μαλένης, Νίκος Γκάτσος και Αντη Περνάρη
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Συμμετέχει η Μαρία Φαραντούρη

 


1. ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ
(Ορχηστρικό)

2. ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΚΑΣ ΣΟΥ
Μίκη Θεοδωράκη

Μανούλα μου ο γιόκας σου
Που έφυγε στα ξένα

Βλέπει τη νύχτα μοναχός
Βλέπει τον πόνο μόνος
Τον λιώνει ο ξενιτεμός
Και τον ε δέρνει ο πόνος

Μανούλα, μανούλα
Μανούλα που ‘ναι ο γιόκας σου

Μανούλα, μανούλα,
που ν’ ο βασιλικός σου
Που είναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού
Που είναι η ζωή κι ο βιος σου

Μανούλα στείλε τα πουλιά
Μανούλα στείλ’ τ’ αηδόνια

Να με ξυπνάνε την αυγή
Να ‘ρχονται στα όνειρα μου
Να μη με δέρνει απ’ αντοχή
Να ‘ναι βουνό η καρδιά μου

3. ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΦΕΓΓΆΡΙ
(Ορχηστρικό)

4. ΜΑΡΩΝΑΣ
(Ορχηστρικό)

5. ΘΡΗΝΟΣ
(Ορχηστρικό)

6. ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Νίκου Γκάτσου

Ένας κρατούσε το μαχαίρι
άλλος κρατούσε το σπαθί
κι εγώ σου κράταγα το χέρι
το χέρι μου να ζεσταθείς

Αγάπη μου, αγάπη μου
θα σου μιλήσω τώρα
για της χαράς την ώρα
και για την λευτεριά

Αγάπη μου, αγάπη μου
στην πικραμένη χώρα
θα σταματήσει η μπόρα
και θα ‘ρθει η ξαστεριά

Είναι το φεγγάρι ματωμένο
κι ο ήλιος είναι σκοτεινός
και μες στη νύχτα περιμένω
ν’ ανοίξει πάλι ο ουρανός

7. ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ Ο ΓΙΟΚΑΣ ΣΟΥ
(Ορχηστρικό)

8. ΑΡΟΔΑΦΝΟΥΣΑ
(Ορχηστρικό)

9. ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ
Λεωνίδα Μαλένη

Κρασί να δώσεις της κυράς
το στήθος της φουντώνει
να τη φιλάς στον ύπνο της
κι ας σκίζει το σεντόνι

Δώσε και στον αρχάγγελο
σαν θα ‘ρθει να σε πάρει
για να σου κάνει την τρανή
την στερνή του χάρη

Πιες χελιδονάκι,
πιες γλυκό κρασί
πιες για να μεθύσεις,
μέσα στο φιλί

Κρασί να δώσεις της αυγής
Ν’ αργήσει να ξυπνήσει
Τη νύχτα να την χαίρεσαι
Πριν φύγει και σ’ αφήσει

Δώσε και στον αρχάγγελο
σαν θα ‘ρθει να σε πάρει
για να σου κάνει την τρανή
την στερνή του χάρη

Αχ χελιδονάκι,
πίνεις το κρασί
κι είσαι μεθυσμένο,
από το φιλί

10. ΤΡOΟΔΟΣ (Ορχηστρικό)

11. ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΑΣ
Αντη Περνάρη
(Χορωδία)

Οι αγωνιστές, οι αγωνιστές
ήλιος, ψυχή, κουτάλι
στήθεια, μπαρούτι και φωτιά
σκυρόδεμα κι ατσάλι

Μπροστά κι όλο
μπροστά προς την αυγή
Που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη
Που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη

Οι εθνοφρουροί, οι εθνοφρουροί
ήλιος, ψυχή, κουτάλι
στήθεια, μπαρούτι και φωτιά
σκυρόδεμα κι ατσάλι
Μπροστά κι όλο
μπροστά προς την αυγή

Που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη
Που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη

Ο ιδρώτας πρωινή δροσιά
Κι ο πόνος ποιο τραγούδι
Για την Ελλάδα η πληγή
Στα στήθια μας λουλούδι

Μπροστά κι όλο
μπροστά προς την αυγή
Που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη

Που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη
Που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη

12. ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟ ΦΥΛΛΟ
(Λ. Μαλένη)

Γη της λεμονιάς, της ελιάς
γη της αγκαλιάς, της χαράς
γη του πεύκου, του κυπαρισσιού
των παλικαριών και της αγάπης

Χρυσοπράσινο φύλλο
ριγμένο στο πέλαγο

Γη του ξεραμένου λιβαδιού
γη της πικραμένης Παναγιάς
γη του λίβα, τ’ άδικου χαμού
τ’ άγριου καιρού, των ηφαιστείων

Χρυσοπράσινο φύλλο
ριγμένο στο πέλαγο

Γη των κοριτσιών που γελούν
γη των αγοριών που μεθούν
γη του μύρου, του χαιρετισμού
Κύπρος της αγάπης και του ονείρου

Χρυσοπράσινο φύλλο
ριγμένο στο πέλαγο

ΑΓΑΠΗ MOΥ (ΦΑΙΔΡΑ)

ΦΑΙΔΡΑ
Σύνθεση: 1962. Παρίσι.
Σκηνοθεσία: Jules Dassen.
Ηχογράφηση: 1962. Μελίνα Μερκούρη. United Artists.

ΑΓΑΠΗ MOΥ (ΦΑΙΔΡΑ)
(Γιάννη Θεοδωράκη)

Αστέρι μου, φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου
κοντά σου θα `ρθω πάλι, κοντά σου θα `ρθω μιαν αυγή
για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι.
Αγάπη μου, αγάπη μου, η νύχτα θα μας πάρει,
τ’ άστρα κι ο ουρανός, το κρύο το φεγγάρι.

Θα σ’ αγαπώ, θα ζω μες στο τραγούδι
θα μ’ αγαπάς, θα ζεις με τα πουλιά
θα σ’ αγαπώ, θα γίνουμε τραγούδι
θα μ’ αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά.

Ο ποταμός είναι ρηχός
κι ο ωκεανός είναι μικρός
να πάρουν τον καημό μου.
Να διώξουνε τα μάτια σου
να πνίξουνε τους όρκους σου
από το λογισμό μου.

στ) Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ
Σύνθεση: 1979 – 1980
σκηνοθεσία: Ανδρέα Θωμόποολου.
Ηχογράφηση: Παύλος Σιδηρόπουλος.

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ `ΡΘΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ
Λευτέρη Παπαδόπουλου

Κάποτε θα `ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ΄ αγαπούν
και πώς σε θένε

Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε

Κάποτε θα `ρθουν γνωστικοί,
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν

Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί,
θα σε πουλήσουν

Και όταν θα `ρθουν οι καιροί
που θα `χει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα

Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα

ζ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ
Σύνθεση: 1980. Αθήνα.
Σκηνοθεσία: Νίκου Τζίμα.
Ηχογράφηση: 1980, Μαργαρίτα Ζσρμπαλά, Lyra.

Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Γιάννης Θεοδωράκης

Ο Μπελογιάννης
βροχή μέσα στους κάμπους
Στην πέτρα, στο στάρι
στου σπιτιού μας τη σκεπή

Στο χώμα μας βαθιά η αγκαλιά σου
κρατάει γερά τη λευτεριά
Κόκκινη γαρουφαλλιά
του ήλιου φωτιά

Ο Μπελογιάννης
φωνές μέσα στους δρόμους
της αγάπης καρτέρι
για την κάθε γειτονιά

Το αμπέχονο ξανά φόρεσε το
στα ανθισμένα κλαριά
την λευτεριά, λευτεριά
Κόκκινη γαρουφαλλιά
του ήλιου φωτιά

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ`ΡΘΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ

Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ
Σύνθεση: 1979 – 1980
σκηνοθεσία: Ανδρέα Θωμόποολου.
Ηχογράφηση: Παύλος Σιδηρόπουλος.

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ `ΡΘΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ
Λευτέρη Παπαδόπουλου

Κάποτε θα `ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ΄ αγαπούν
και πώς σε θένε

Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε

Κάποτε θα `ρθουν γνωστικοί,
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν

Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί,
θα σε πουλήσουν

Και όταν θα `ρθουν οι καιροί
που θα `χει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα

Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα

Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ
Σύνθεση: 1980. Αθήνα.
Σκηνοθεσία: Νίκου Τζίμα.
Ηχογράφηση: 1980, Μαργαρίτα Ζσρμπαλά, Lyra.

Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Γιάννης Θεοδωράκης

Ο Μπελογιάννης
βροχή μέσα στους κάμπους
Στην πέτρα, στο στάρι
στου σπιτιού μας τη σκεπή

Στο χώμα μας βαθιά η αγκαλιά σου
κρατάει γερά τη λευτεριά
Κόκκινη γαρουφαλλιά
του ήλιου φωτιά

Ο Μπελογιάννης
φωνές μέσα στους δρόμους
της αγάπης καρτέρι
για την κάθε γειτονιά

Το αμπέχονο ξανά φόρεσε το
στα ανθισμένα κλαριά
την λευτεριά, λευτεριά
Κόκκινη γαρουφαλλιά
του ήλιου φωτιά

Ποίηση: Brendan Behan – μετάφραση Βασίλη Ρώτα
Σύνθεση: Οκτώβρης 1961, Παρίσι.
Πρώτη παρουσίαση του θεατρικού έργου: Απρίλιος του 1962 στο Κυκλικό θέατρο του Λ.Τριβιζά.
Σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά, σκηνικά-κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.
Πρώτη ηχογράφηση: 1962, Ντόρα Γιαννακοπούλου, (ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ), Δημήτρης Φάμπας (κιθάρα),
Ολοκληρωμένη ηχογράφηση:
1962, Μίκης Θεοδωράκης, Lyra
Εξώφυλλο: ξυλογραφία του Α. Τάσσου.
1962, Μίκης Θεοδωράκης, Pathe-Marconi
1962, Μίκης Θεοδωράκης, Polydor
1972, Μαρία Φαραντούρη, Pathe-Marconi
Τραγούδια:
ΗΤΑΝ 18 ΝΟΕΜΒΡΗ
ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΝΟΙΞΕ ΛΙΓΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
ΔΕΝ ΕΧΕΙ Η ΓΗ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΕΣΗ
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΘΕΣΗ Η ΓΗ
ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΘΥΜΑΜΑΙ
ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ ΕΝΑ ΤΟΠΙ ΧΡΥΣΟ
ΘΕΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΠ’ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΕΙΜΑΙ ΑΓΓΛΟΣ ΝΙΟΣ ΚΑΙ ΤΥΧΕΡΟΣ
ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΟ ΣΩΤΗΡΑ ΜΟΥ
ΘΑ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΩ ΜΑΝΑ
ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΕΔΩ ΚΑΝΕΙΣ
ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
ΠΟΙΟΣ ΔΕ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΠΡΗ

1. ΗΤΑΝ 18 ΝΟΕΜΒΡΗ

Ήταν 18 Νοέμβρη
πέρα στο Μακρούν μπροστά
φτάσαν ταχτικοί χακένιοι
με τα μεταγωγικά

Τα παιδιά τους καρτερούσαν
του στρατού λαϊκού
και με τις χειροβομβίδες
τους εκάμαν τ’αλατιού

2. ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ
(από το μουσικό θέμα της
κινηματογραφικής ταινίας «Ζ»)

Ήταν πρωί του Αυγούστου
κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί

Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί

Μον’ να ‘ταν σκοτωμένο
στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να ‘χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα ‘ταν τιμή μου που ‘χασα το γελαστό παιδί

Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί

3. ΑΝΟΙΞΕ ΛΙΓΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Άνοιξε σιγά την πόρτα
Κλείσ’ τη για να μην τραβάει
όλη τη ζωή μου χύνω δάκρυα, δάκρυα
το στόμα μου δεν ξέρει να γελάει
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
Κι άσ’ το φυρό για το Χριστό,
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό

Μόν’ μια φορά σαν έπεσε η εικόνα
κι άφησε τη γριά τη βάβω μου ξερή
κει που ‘λεγε παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι
πως πούλησαν προδότες τον οδηγητή

Άνοιξε λίγο το παράθυρο
κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό

Από τους μπάσταρδους τους ξένους
κρύψε, καλή μου, το χάλι σου
εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο
και ρόδο στο κεφάλι σου

Άνοιξε λίγο το παράθυρο
κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό

4. ΔΕΝ ΕΧΕΙ Η ΓΗ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΕΣΗ

Δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή
Ανάμεσα σε ‘μάς τους δυο
Δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή
Ακούς ταίρι μου χρυσό

5. ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΘΥΜΑΜΑΙ

Το Σεπτέμβριο θυμάμαι
όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου,
πήγαν τα παιδιά για τσάι.

Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε,
λοχαγοί και βασιλιάδες.
Πέρα στην παλιά μας Κύπρο
και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι
κι άσπροι από τους άσπρους.

Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι
το κουδούνι του σχολείου
στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καημένη,
λοχαγοί και βασιλιάδες.

Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου
και στο πάρκο κει του Ουΐνσδορ, τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια, πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.

6. ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Διαβάζεις την Αγία Γραφή, χρυσές σελίδες.
Διαβάζεις λόγια ωραία που μιλάν για αγάπη.
Διαβάζεις και για τον Πλάτωνα, όλους τους σοφούς που λεν για ελπίδα, για χαρά,
για αγάπη, για ειρήνη.

Μα αυτά λέω σαν ανόητα τα νιώθει ο νους,
σα να λένε για λεπρούς ή για νεράιδες.
Αλλά το ξέρεις όταν άνθρωπο χρειαστείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’αγαπάει κανείς

Επάσχισα κι εγώ να γίνω κάποιος.
Στα δεκατρία εδούλεψα καλά στο τραμ,
μα κι αν δεν έγινα γιατρός, στρατιωτικός,
τον βασιλιά τον υπηρέτησα πιστά,
ποτέ στους χαλεπούς καιρούς δεν πρόδωσα.

Ούτε όταν οι Άγγλοι τα ‘καναν σμπαράλια εδώ.
Κι όταν γίναμε γίναμε ανεξάρτητοι ήμουν νομιμόφρων, μα σαν τον εαυτό σου
εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς.
Πράγματι τους μικρούς εμάς της μεσαίας τάξεως
μας φέρνουν γύρω σαν καφέδες σ’ αγρυπνία,
οι υπάλληλοι μας έχουν σαν γαϊδούρια στη σειρά,
μας κοροϊδεύει ο όχλος όταν προσπαθούμε
να ‘χουμε τρόπους, να μιλάμε καθαρεύουσα.

Έτσι ούτε σύλλογο έχουμε και είναι να μας κλαις.
Μα μόνο τούτο ξέρουμε καλά και εμείς, πως σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς.

7. ΘΑ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΩ ΜΑΝΑ

Θα σου στείλω μάνα, θα σου στείλω μάνα
Ένα κουτί με σπίρτα, ένα κουτί με σπίρτα
Ένα κουτί με σπίρτα, από την Ιρλανδία

Ένας τοκογλύφος, τοκογλύφος σκούζει
φτάσε Χάρε, πάρε με, φτάσε Χάρε πάρε με
Πάρε με ένας Άγγλος μου ‘φαγε τα βόλια

Θα σου στείλω μάνα, θα σου στείλω μάνα
Ένα κουτί με σπίρτα, ένα κουτί με σπίρτα
Ένα κουτί με σπίρτα, από την Ιρλανδία

8. ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΜΗΝ ΤΗΝ ΠΕΤΡΟΒΟΛΑΣ

Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
δεν έχει θέση όπου κι αν πας.
δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
σ’ το λέω και νιώσ’ το αν μ’ αγαπας.

Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
όταν πεθάνει, αυτό θα σε πονάει
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
κάλλιο ο πατέρας σου πετριές ας φάει.

9. ΕΙΜΑΙ ΑΓΓΛΟΣ ΝΙΟΣ ΚΑΙ ΤΥΧΕΡΟΣ

Είμ’ Άγγλος νιος και τυχερός
θέλω τον βασιλιά
κι ας ακριβαίνουν τον καπνό,
φτάνει που με ρωτάν.
Την γριά Αγγλία την αγαπώ
από δύση σ’ ανατολή,
απ’ τον Ιορδάνη ποταμό
ως του Άτλα την ακτή.

Την γριά Αγγλία όπου κι αν βρεθώ
την έχω στην καρδιά,
μόνο αυτούς τους νέγρους
να έδιωχνα έξω με μια κλοτσιά.

10. ΘΕΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Θες να ζεις απ’ τις γυναίκες
και ποτέ να μη δουλεύεις
να ‘σαι σωματέμπορος
ναι, τη μαύρη μ’ αλήθεια, θέλω

Θες να στέκεις στο Σόχο
να ‘σαι γουέστερν νταβατζής
καλοπέραση γουστάρω
και γι’ αυτό να γίνω ευθύς

Τα πορνόφυλλα διαβάζεις
και γι’ ανθρώπους σαν κι αυτούς
που λεν για ασέλγειες και για φόνους
δεν μου λες μου τα χαρίζεις

Ναι μ’ αρέσει νταβατζής
Να βαλθώ με τα σωστά μου
Να πιάσω εγγλέζικο παρά
Που ‘χει πέραση παντού

Γιε μου γεια, κι ο Θεός μαζί σου
Πρωί βράδυ προσευχή
Και στέλνε στη μητέρα σου
ένα κάλπικο φλουρί

11. ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ ΕΝΑ ΤΟΠΙ ΧΡΥΣΟ

Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
για να παίζεις στο χολ με παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.

Θα σου δώσω τα κλειδιά της καρδιάς μου
και τα χρήματα όσα κι αν έχω,
αν με πάρεις, μ πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.

Θα σου δώσω ρολόι με καδένα
να το δείχνεις κρυφά στα παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.

Θ σου δώσω χρυσάφι, χρυσάφι
να γεμίζεις τις χούφτες φλωριά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να ‘μαστε πια

Θα σου φτιάξω μια πίτα με κρέας
θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες
αν με πάρεις, με πάριες με πάρεις
ταίρι να ‘μαστε πια.

Όμως πρώτα να δούμε αν ταιριάζουμε,
αν ταιριάζουμε οι δυο μας σωστά.

12. ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ ΜΟΥ

Λατρεύω το Σωτήρα μου
τον Πλάστη μου αγαπώ,
στην κόλαση είν’ η θέση
για τον οξαποδώ.

Και λέω στον Mr Dalles
παρακαλώ πολύ, για μια μεγάλη χάρη,
αχ όχι αστεία με το φεγγάρι.

Είμαι μικρούλα Χριστιανή
στα πόδια μου άσπρο χιόνι,
καθημερνά προσεύχομαι
για της Λαμπρής τ’ αρνί.

Φωνάζω στον Mack Milan
που μοιάζει μανιτάρι
για μια μεγάλη χάρη,
αχ όχι αστεία με το φεγγάρι.

13. ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΕΔΩ ΚΑΝΕΙΣ

Δεν παίρνει εδώ κανείς
τη θέση της μητέρας
για να του δώσει
ένα φιλί γλυκό για μένα.

14. ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ
(Ορχηστρικό)

15. ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΑΜΠΡΗ

Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού,
παν τα παιδιά στον πόλεμο
και παν του σκοτωμού.

Με θάρρος οι τρανές καρδιές
έπιασαν τα στενά,
ψηλά η σημαία ανέμιζε
η αντάρτισσα μπροστά.

Δέκα χιλιάδες φτάσανε
χακένιοι ταxτικοί
για να σκοτώσουν τα παιδιά
μα μείναν εδ’ εκεί.

Με πολυβόλα κι άρματα
κανόνια τους σωρό,
κανένας τους δε γύρισε,
δε φταίμε εμείς για αυτό.

Ένας με δέκα, ημέρες εξ,
κρατήσαμε γερά
και δεν περάσαν τις γραμμές,
μ’ όλα τους τα πυρά.

Μας ρίξαν και φαρμακερά
αέρια και καπνούς,
μας κάψαν την πρωτεύουσα
ωσάν τους Γερμανούς.
Σκοτώσαν τους ηγέτες μας
χωρίς απολογιά τους,
γυναίκες μας, μικρά παιδιά
στα γόνατα μπροστά τους.

Τους τάφους άνοιγαν κρυφά
και θάβαν τους νεκρούς,
δεν πιάσαν ούτε σκότωσαν
αντάρτες μας πιστούς.

Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού,
παν τα παιδιά στον πόλεμο
και παν του σκοτωμού.

16. ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

Της κόλασης καμπάνες(δις)
για σας, όχι για μένα(δις)

Ω θάνατέ μου έλα(δις)
πού είν’ η ελπίδα γκλιν γκλαν γκλιν
πού να ναι τάφε η νίκη σου

Αν δεις τον εργολάβο,
αν δεις τον οδηγό
να πιείτε μια απ’ ότι έμεινε
τώρα σας χαιρετώ

Ποίηση: Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σύνθεση: 1963, Αθήνα.
Σκηνοθεσία – στίχοι: Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Ηχογραφήσεις: 1963, Τζένη Καρέζη, Νίκος Κούρκουλος, Γιάννης Πουλόπουλος, Γιώργος Ζαμπέτας
1977, Χρήστος Θεοδωρίδης, Gema
Τραγούδια:
ΤΟ ΨΩΜΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ
ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ
ΣΤΡΩΣΕ ΤΟ ΣΤΡΩΜΑ ΣΟΥ

1. ΣΤΡΩΣΕ ΤΟ ΣΤΡΩΜΑ ΣΟΥ

Ο δρόμος είναι σκοτεινός,
ώσπου να σ’ανταμώσω
ξεπρόβαλε μεσοστρατίς,
το χέρι να σου δώσω

Στρώσε το στρώμα σου για δυο
για ‘σένα και για μένα
ν’αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή
να ν’ όλα αναστημένα

Σ’αγκάλιασα μ’αγκάλιασες
μου πήρες και σου πήρα
χάθηκα μες στα μάτια σου
και στη δική σου μοίρα

Μέσα στις ίδιες γειτονιές,
έρημος ζητιανεύω
ό,τι μαζί σού σκόρπισα,
γυρνώ και το γυρεύω

5. ΤΟ ΨΩΜΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει

Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δώσ’ του αγάπη μου να πιει

6. ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ

Είμαι ένα παιδί της νύχτας
ένας ίσκιος μοναχός
ένα δάκρυ από φεγγάρι
της αυγής ένας καημός

Σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω
να σε βρω, γιατί το ξέρω
σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω
το φαρμάκι θα σου φέρω

Από το παράθυρο σου
πέρασε το καλοκαίρι,
πέρασε κι η συννεφιά
πέρασε όλη μας η αγάπη
πέρασε όλη μας η πίκρα.
πέρασε και η χαρά

Είμαι μια βροχή στον ήλιο
μια φωτιά μες στη βροχή
μια φωνή μες στον αγέρα
μια σιωπή μες στη σιωπή

Σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω..

10. ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ

Απ’ το πρωί μες στη βροχή
και μέσα στο λιοπύρι
για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι
και δόξα τω Θεώ

Παράθυρο για τ’ όνειρο
κι αυλή για το σεργιάνι
ο ίσκιος σου να μη σε φτάνει
και δόξα τω Θεώ

Πέτρα στην πέτρα ολημερίς
χτίζω και δεν σε φτάνω
ήλιε μου πόσο είσαι πάνω
και δόξα τω Θεώ

Ποίηση: Δημήτρη Χριστοδούλου, Ερρίκου Θαλασσινού, Μπόστ, Άκου Δασκαλόπουλου
Σύνθεση: 1961-62, Αθήνα-Παρίσι.
Για την επιθεώρηση – θέατρο «Πάρκ», καλοκαίρι 1962 σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη
κείμενα Μπόστ
Ηχογράφηση: καλοκαίρι 1962, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Ανδρέας Ντοΰζος (ΣΕΡΕΝΑΤΑ), ‘Αννα και Μαρία Καλουτά (ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ)
Τραγούδια:
ΣΕΡΕΝΑΤΑ
ΜΠΟΥΡΝΑΖΙ
ΟΤΑΝ ΜΕ ΔΕΙΤΕ ΝΑ ΜΙΛΩ
ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΤ ΜΑΣ ΧΑΘΗΚΕ
ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΑΤΙΑ
ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΟΥ ΜΑΛΛΙΑ
ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ορχηστρικό)

2. ΣΕΡΕΝΑΤΑ
Μένιος Μποστατζόγλου

Πτωχός εγώ, πτωχή κι εσύ,
πτωχή κι η γειτονιά σου,
πτωχά τα ρούχα που φορώ
και τα ενδύματά σου.

Αλλά παρά τον πτωχισμόν
και που στερείσαι προίκας,
επιφυλάσσω δι’ εσέ
καλύτερας συνθήκας.

Χειμώνας, θέρος, άνοιξις
κι όλων των εποχών
καθώς και το φθινόπωρον
που πίπτουν των βροχών.

Θα κάνω παν το δυνατόν
δια να σε αποκτήσω
και οποιαδήποτε δουλειά
νά ‘ρθω να σε ζητήσω.

Μη με ποτίζεις στεναγμοί
προ της κλειστής σου θύρας
και μου πετάς γι’ ανταμοιβή
ογκώδεις ποτιστήρας.

3. ΟΤΑΝ ΜΕ ΔΕΙΤΕ ΝΑ ΜΙΛΩ
Δημήτρης Χριστοδούλου

Όταν με δείτε να μιλώ
μ’ ένα χαμένο ουρανό
μ’ ένα σφαγμένο αστέρι
είναι που με πονάει βαθιά
αυτό που πήρε ο άνεμος
κι εκείνο που θα φέρει

Όταν με δείτε να ρωτώ
πού πάνε τα μικρά πουλιά
πού πάει το περιστέρι
είναι που με πονάει βαθιά
αυτό που πήρε ο άνεμος
κι εκείνο που θα φέρει

4. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
Ερρίκος Θαλασσινός

Φεγγάρι στρογγυλό ταψί
στο ράφι του σπιτιού μας,
που καθρεφτίζεις τις χαρές,
τις πίκρες και τις συμφορές,
βοτάνι του καημού μας.

Φεγγάρι, τόπι του παιδιού,
του κήπου πορτοκάλι,
πρώτο λυχνάρι του χωριού
συντρόφι του παλικαριού
της μάνας προσκεφάλι.

Φεγγάρι κάτσε στην αυλή,
ρακί να σε φιλέψω,
το μυστικό μου να σου πω
πως το κορίτσι π’ αγαπώ
απόψε θα το κλέψω.

5. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΙΑΣ
(ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΑΓΙΑ ΜΟΥ ‘ΚΑΝΕΣ)
Ερρίκος Θαλασσινός

Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες
και περπατώ-
και περπατώ στα ξένα
είναι το σπίτι ορφανό-
ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά-
και τα βουνά, και τα βουνά κλαμένα

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελι-
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά-
αχ τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπα-
δίπλα στο μπα, δίπλα στο μπαλκονάκι

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο-
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου-
αδελφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί-
γλυκό φιλί, γλυκό φιλί στα χείλη

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

6. ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Ερρίκος Θαλασσινός

Μωρό στην κούνια η μάνα του
του περνάει του δράκου βέρα
να μη σκιαχτεί μη φοβηθεί
του Τούρκου τη φοβέρα.

Ξέρει τους χρόνους δίσεχτους
και βάνει του αρραβώνα
να τον γλιτώνει από βοριά
κι από κακό χειμώνα.

Ένας δεν είναι μήτε δυο
μοιρολογούν και κλαίνε
τον κύρη σου εκρεμάσανε
κοιμήσου μου αντρειωμένε.

Για να σε πάρει τ’ όνειρο
και να σε ταξιδέψει
να μη σου γιάνει την πληγή
το ντέρτι μη στερέψει.

Νά ‘χεις τις ρίζες του καημού
ραγιάς γεννήθης γιε μου
μη μεγαλώσεις μου ραγιάς
αϊτέ μονάκριβέ μου.

Στην κούνια βάνω δίπλα μου
μπροστά μου η άγια πύλη
βάνω τα δώρα του Χριστού
σταυρό και καριοφίλι.

7. ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΟΥ ΜΑΛΛΙΑ
Στίχοι: Χριστοφίλη

Στη γειτονιά του φεγγαριού
βγήκα να σεργιανίσω
να ιδώ τα μάτια τ’ ουρανού
τα χείλη να φιλήσω.

Μέσα στα μαύρα σου
κυρά μου τα μαλλιά
φωλιάζουν άστρα,
φωλιάζουν άστρα
κι ανοιξιάτικα πουλιά.

Μες στην καρδιά μου
ένα πουλί
δεν βλέπεις πως σπαράζει
κι αν κελαηδεί
κι αν κελαηδεί
το λιώνει το μαράζι.
Είσαι πριγκίπισσα σωστή
και προίκα σου τα μάτια
η αρχοντιά δεν κατοικεί
μες στα χρυσά παλάτια.

8. ΚΑΗΜΟΣ
Δημήτρης Χριστοδούλου

Είναι μεγάλος ο γιαλός
είναι μακρύ το κύμα
είναι μεγάλος ο καημός
κι είναι πικρό το κρίμα

Ποτάμι μέσα μου πικρό
το αίμα της πληγής σου
κι από το αίμα πιο πικρό
στο στόμα το φιλί σου

Δεν ξέρεις τι ‘ναι παγωνιά
βραδιά χωρίς φεγγάρι
να μη γνωρίζεις ποια στιγμή
ο πόνος θα σε πάρει

Ποτάμι μέσα μου πικρό
το αίμα της πληγής σου
κι από το αίμα πιο πικρό
στο στόμα το φιλί σου

9. ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΘΗΚΕ
Δημήτρης Χριστοδούλου

Εκείνος που μας χάθηκε
μην είναι μέσα στο κρασί
μην είναι μέσα στο φιλί
και στ’ άγιο μεσημέρι

μην είναι αυτός ο άνεμος
που μας μιλάει βαθιά
μην είναι αυτός ο άνεμος
μην είναι ποιος το ξέρει.

Εκείνος που μας έφυγε
μην είναι μες στην άνοιξη
μέσα σε σύννεφα βαριά
μην είναι πρωτοβρόχι

μην είναι μέσα στις ιτιές
και στα πικρά τραγούδια
μην είν’ ο χτύπος της καρδιάς
κι η ρίζα στα λουλούδια.

Δάκρυ δάκρυ θα τον βρούμε
το χαμένο ουρανό
πόνο πόνο θα τον πούμε
τον θαμμένο μας καημό.

10. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Ερρίκος Θαλασσινός

Φεγγάρι μου
χρυσό φλουρί
στης νύφης το γιορντάνι
απόψε τα μεσάνυχτα
τα ουράνια είν’ ορθάνοιχτα
κι ο χάρος θα πεθάνει.

Απόψε σκύβει
ο ουρανός
στης νιόνυφης το στρώμα
η γης ρουφά χρυσή βροχή
και σμίγει μέλι και κρασί
μέσ’ του γαμπρού το στόμα.

Λάμπει το ρόδι
στην αυλή
στη σκάφη το ζυμάρι
και περπατούν λεβέντικα
η νύφη πετροπέρδικα
αϊτός το παλικάρι.

11. ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Ερρίκος Θαλασσινός

Του Χάρου η μάνα κάθισε
σε δρόμο κι ανηφόρι
κι απ’ τον πολύ αναστεναγμό,
πήραν τα σπίτια μαρασμό
τα δέντρα ξεροβόρι.

Στέλνει γραφή στην Παναγιά
και στον μονογενή της
τρακόσιοι πάνε συνοδειά
και χίλιοι εκράτουν τα σπαθιά
πού ‘χαν οι λογισμοί της.

Μα η Παναγιά κεντάει πουλιά
σε μαρμαρένια βρύση
κι ο γιος της της χαμογελά.
Του Χάρου η μάνα δε μιλά,
δε θα ξαναμιλήσει.

12. ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΑΤΙΑ
Δημήτρης Χριστοδούλου

Τι έγινε το σύννεφο;
Τι έγινε ο κεραυνός;
Τι έγινε ο κεραυνός;
Τι έγινε ο πόνος;

Και τώρα πας χωρίς φωνή.
Εδώ στην άκρη του καιρού.
Εδώ στην άκρη του καιρού
και πίσω σου ο πόνος.

Θλιμμένη ματιά
θλιμμένη φωνή
η ζωή μου πεθαίνει
κάθε πρωί.

Εσύ ήσουν από όνειρο
εσύ ήσουν από άνοιξη
κι απ’ της ελπίδας το θυμό
για που πηγαίνεις μόνος;

Σε περιμένει η θάλασσα
σε περιμένει όλη η γη
σε περιμένουν τα νερά
κι όλα τα περιστέρια.

Δώσ’ τους λοιπόν παρηγοριά.
Δώσ’ τους ξανά την άνοιξη.
Δώσ’ τους ξανά την άνοιξη.
Δώσ’ τους ξανά τ’ αστέρια.

13. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
Ερρίκος Θαλασσινός

Φεγγάρι κρύψου στο βουνό
κατέβα απ’ το μπαλκόνι
να κοιμηθεί ο γιόκας μου
πού ‘χει δουλειά στ’ αλώνι.

Το χώμα θέλει σκάψιμο
τ’ αμπέλι θέλει χέρια
θέλει η ελιά μέση γερή
το κλάδεμα μαχαίρια.

Θέλει τραγούδι ο τρυγητός
από δροσάτα χείλη
θέλουν τα χείλια φίλημα
κόψιμο τα σταφύλια.

Η μάνα κάνει το παιδί
κι η βρύση το πλατάνι
κι ο ιδρώτας του παλικαριού
στο μέτωπο στεφάνι.

14. ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
(Ορχηστρικό)

Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη, Νότη Περγιάλη, Μιχάλη Κατσαρού, Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σύνθεση: 1963, Αθήνα.
Επιθεώρηση σε σκηνοθεσία: Λεωνίδα Τιρβιζά.
Πρώτη ηχογράφηση: 1963, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαίρη Λίντα,
Τραγούδια:
ΒΑΡΚΑ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΤΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΤΗ ΧΑΡΑ
ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ
ΜΑΓΙΟΠΟΥΛΑ
Ο ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζηδάκι, «Μαγική πόλη» (1963)
Περιλαμβάνει τα τραγούδια που ακούστηκαν στη μουσική επιθεώρηση «Μαγική πόλη», η οποία παρουσιάστηκε στο θέατρο Παρκ το Καλοκαίρι του 1963.

Ο δίσκος περιλαμβάνει τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη
Βάρκα στο γιαλό (Μίκηςς Θεοδωράκη)
Το φεγγάρι κάνει βόλτα (Μίκης Θεοδωράκης)
Μαργαρίτα Μαγιοπούλα (Ιάκωβος Καμπανέλλης)
Τι να την κάνω τη χαρά (Νότης Περιγιάλης)
Το γελαστό παιδί (Brendan Behan & Βασίλης Ρώτας)

Επίσης, ο δίσκος περιλαμβάνει τα τραγούδια του Μάνου Χατζηδάκι
Αν θα φύγεις
Η κυρά
Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς
Μαγική πόλη
Το ναυτάκι

ΒΑΡΚΑ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ (ΠΕΝΤΕ ΠΕΝΤΕ ΔΕΚΑ)

Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά
για τα δυο σου μάτια για τις δυο φωτιές
που όταν με κοιτάζουν νιώθω μαχαιριές.

Βάρκα στο γιαλό, βάρκα στο γιαλό
γλάστρα με ζουμπούλι και βασιλικό.

Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά
κι όταν σε μεθύσωκι όταν θα σε πιω
θα σε νανουρίσω με γλυκό σκοπό.

Πέντε πέντε δέκα
δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά

Φεύγω για τα ξένα για την ξενιτιά
και μην κλαις για μένα
αγάπη μου γλυκιά.

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΝΕΙ ΒΟΛΤΑ

Το φεγγάρι κάνει βόλτα
στης κυράς μου τα μαλλιά

Παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά
Το φεγγάρι κάνει κύκλο
στης κυράς μου τη καρδιά

Παίξε Ζαμπέτα μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Ζαμπέτα μου το μπουζουκάκι
να θυμηθούμε τα παλιά

Το φεγγάρι κάνει βόλτα
μα η κυρά δεν μ’ αγαπά

Παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι
ρίξε μου μια γλυκιά πενιά
παίξε Γρηγόρη μου το μπουζουκάκι
να ξεχαστούνε τα παλιά

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΓΙΟΠΟΥΛΑ

Είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά
που την εζήλευε όλη η γειτονιά
Που την εζήλευε όλη η γειτονιά
είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά

Αχ, Μαργαρίτα Μαγιοπούλα
Αχ, Μαργαρίτα Μαγιοπούλα
Αχ, Μαργαρίτα μάγισσα

Πρωί πρωί την πότιζα φιλιά
το δειλινό την πήραν τα πουλιά
Το δειλινό την πήραν τα πουλιά
πρωί πρωί την πότιζα φιλιά

ΤΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΤΗ ΧΑΡΑ

Καρδιά μου ποιος τη πόρτα σου χτυπά
χτυπάει και εσύ δε βγαίνεις
Ηρθ’ η χαρά κοντά σου μια βραδιά
και εσύ δε κατεβαίνεις

Τι να την κάνω τη χαρά
χαράς τον που την έχει
Να τη σηκώσω στα βουνά
στο κρύο δεν αντέχει,
στο σπιτικό μου είναι στενά
και μέσα μου όλο βρέχει

Την στόλισα στεφάνι στα μαλλιά
και πάω να τραγουδήσω,
μα ο στεναγμός μου πνίγει τη μιλιά
και όλο γυρίζω πίσω

Τι να την κάνω τη χαρά
χαράς τον που την έχει
Να τη σηκώσω στα βουνά
στο κρύο δεν αντέχει,
στο σπιτικό μου είναι στενά
και μέσα μου όλο βρέχει

ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ

Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί

Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί

Μον’ να `ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να `χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα `ταν τιμή μου που `χασα το γελαστό παιδί

Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί

Ποίηση: Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Πάνου Κοκκινόπουλου, Νίκου Γκάτσου
Σύνθεση: 1964, Παρίσι – Αθήνα.
Πρώτη ηχογράφηση: 1964, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Κλειδωνιάρης, Μιχάλης Ιωαννίδης.
Studio Columbia
Τραγούδια:
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ
ΓΩΝΙΑ ΓΩΝΙΑ
ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ
ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΣΟΥ
ΣΤΡΑΤΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΑ

ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
(Κώστα Βάρναλη)

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ
(Κώστα Βάρναλη)

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα, η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.

ΓΩΝΙΑ ΓΩΝΙΑ
(Δημήτρη Χριστοδούλου)

Γωνιά-γωνιά σε καρτερώ
γωνιά-γωνιά σε ψάχνω
ψάχνω να βρω τα μάτια σου
κι απ’ τον καημό
κι απ’ τον καημό τα χάνω

Αλλού απλώνεται δροσιά
κι αλλού χιονιάς μυρίζει
και τ’ όνειρο που χάνεται
πάει και δε γυρίζει

Γωνιά-γωνιά σε ζήτησα
γωνιά-γωνιά σε βρήκα
σου φίλησα τα μάτια σου
και στους καημούς
και στους καημούς σου μπήκα

Αλλού απλώνεται δροσιά
κι αλλού χιονιάς μυρίζει
και τ’ όνειρο που χάνεται
πάει και δε γυρίζει

ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ
(Δημήτρη Χριστοδούλου)

Ξημέρωμα σε γύρεψα
το δειλινό
το δειλινό σε βρήκα
μες στην καρδιά σου μίλησα
στη μαύρη μοί-
στη μαύρη μοίρα μπήκα

Βοριάς χτυπάει στη πόρτα μου
και στη ψυχή μου αγιάζι
και στα πικρά τα μάτια μου
στιγμή στιγμή
στιγμή στιγμή βραδιάζει

Τα μάτια σου εγύρευα
στο φως να πε-
στο φως να περπατήσω
να γίνω όνειρο γλυκό
καημούς παλιούς
καημούς παλιούς να αφήσω

ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΣΟΥ
Στίχοι: Πάνος Κοκκινόπουλος

Σκίσε γλυκά το έλατο
και πάρ’ του το ρετσίνι
γλυκό κρασί με τον καιρό
ο πόνος σου να γίνει
αχ να γίνει
Είναι μακρύς ο δρόμος σου
κι η υπομονή σου λίγη
χτυπώ δειλά τη πόρτα σου
και ο αγέρας την ανοίγει

Κι αν ειν’ το τζάκι σου σβηστό
κι αρνιέμαι να τ’ ανάψω
μου γίνε χάρη απ’ το θεό
να μη μπορώ να κλάψω
αχ να κλάψω
Είναι μακρύς ο δρόμος σου
κι η υπομονή σου λίγη
χτυπώ δειλά τη πόρτα σου
και ο αγέρας την ανοίγει
.
ΣΤΡΑΤΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΑ
(Νίκου Γκάτσου)

Σ’ αυτό το δρόμο
που διάλεξες να πας
κοίτα να προφτάσεις τον καιρό
που’ ναι σαν το κύμα τ’ αλμυρό
κοίτα να προφτάσεις τον καιρό
που’ ναι σαν το κύμα τ’ αλμυρό

Στράτα τη στράτα
σου το’ χω πει
φεύγουν τα νιάτα
σαν αστραπή

Σ’ αυτό το δρόμο
που διάλεξες να πας
πέρασα κι εγώ κάποια βραδιά
για του Φεγγαριού την αμμουδιά
πέρασα κι εγώ κάποια βραδιά
για του Φεγγαριού την Αμμουδιά

Στράτα τη στράτα
σου το’ χω πει
φεύγουν τα νιάτα
σαν αστραπή

Ποίηση: Νίκου Γκάτσου, Δημήτρη Χριστοδούλου, Τάσου Λειβαδίτη, Γεράσιμου Σταύρου
Σύνθεση: 1964
Ηχογράφηση: ‘Ανοιξη του 1964, Μαρία Φαραντούρη
‘Αλλες ηχογραφήσεις: 1965
Τραγούδια:
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΠΝΟΣ
ΣΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΙΑ
ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ
ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΣΕ ΚΡΑΤΩ
Ο ΙΣΚΙΟΣ ΕΠΕΣΕ ΒΑΡΥΣ
ΠΗΡΑ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ

5. ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΣΕ ΚΡΑΤΩ
Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου

Κουράστηκα να σε κρατώ,
πόνε, από το χέρι
το δρόμο να βαδίζουμε
μαζί χωρίς χαρά
να ‘χουμε για παρηγοριά
ένα θλιμμένο αγέρι
πουλιά που τα ‘δειρ’ η βροχή
και χάσαν τα φτερά.

Κάνε φωνή μου υπομονή,
τραγούδι μου κρατήσου
ξέχασε την παλιά πληγή
και παίξε την ψυχή σου.

Βαρέθηκα τον πόνο μου
να μου μιλάει για πόνο
δεν την αντέχω τη φωνή
να λέει για την πληγή
να μου μιλάει για συμφορά
και για τον πόνο μόνο
για τη μεγάλη ώρα μας
που θα μας πάρει η γη.

6. Ο ΙΣΚΙΟΣ ΕΠΕΣΕ ΒΑΡΥΣ
Στίχοι: Γεράσιμος Σταύρου

Ο ίσκιος έπεσε βαρύς
στο κάθε μας δρομάκι
να τραγουδήσεις δε μπορείς
σε πνίγει το μεράκι

Κλειστά τα σπίτια σκοτεινά
οι τοίχοι ραγισμένοι
μα η καρδιά πυ αγρυπνά
χωρίς χαρά δεν μένει

Μαράθηκε το γιασεμί
και στέρεψε η βρύση
πικρό γιά όλους το ψωμί
κι ο ήλιος πάει να σβήσει

7. ΠΗΡΑ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ Τ ’ΟΥΡΑΝΟΥ
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης

Να ‘χα δυο χέρια, δυο σπαθιά
να σε σκεπάσω αγάπη μου
να μη σ’ αγγίζει ο πόνος.

Να ‘μουν αητός, να ‘χα φτερά
για να σε πάρω μακριά
να μη σε βρίσκει ο χρόνος.

Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει,
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό-,
κόμπο τον κόμπο στάζει.
Πήρα τους δρόμους τ’ ουρανού
τα σύννεφα κυνήγησα
μίλησα με τ’ αστέρια.

Έψαξα νότο και βοριά
για να σου φέρω τη χαρά
μα έμεινα μ’ άδεια χέρια.

Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει,
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό-,
κόμπο τον κόμπο στάζει.

8. ΣΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΙΑ
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μες στη ζωή περπάτησα
κι είχα τον ήλιο προίκα.
Μόνο που φως δεν κράτησα
παρηγοριά δεν βρήκα.

Στου κόσμου την ανηφοριά
μου στήσανε καρτέρι
κι ήταν ο φίλος πυρκαγιά
ο αδερφός μαχαίρι.

Πήρα δροσιά και πότισα
τα μαραμένα στήθη
μόνο η καρδιά που ρώτησα
ποτέ δε μ’ αποκρίθη.

9. ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Ήρθα σαν το γλάρο
στην ακρογιαλιά
ήρθα να σε πάρω
μ’ εκατό φιλιά.

Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ,
χαρά μας περιμένει.

Στ’ όμορφο ταξίδι
και τ’ αλαργινό
έχω για στολίδι τον Αυγερινό.

Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ,
χαρά μας περιμένει.

Τα φτερά μου ανοίγω
βόηθα με κι εσύ
φτάνουμε σε λίγο
στ’ άσπρο μας νησί.

Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ,
χαρά μας περιμένει.

10. Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΠΝΟΣ
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Έσπειρα στον κήπο σου χορτάρι
να ‘ρχονται το βράδυ τα πουλιά
τώρα ποιο φεγγάρι σ’ έχει πάρει
κι άδειασε του κόσμου η αγκαλιά

Στης νύχτας το μπαλκόνι
παγώνει ο ουρανός
κι είν’ η αγάπη σκόνη
και τ’ όνειρο καπνός

Κύλησαν τα νιάτα στο ποτάμι
κι έγινε ο καιρός ανηφοριά
Ήμουνα στον άνεμο καλάμι
κι ήσουνα στην μπόρα λυγαριά

ANTONIO TORRES HEREDIA-Ι
Στίχοι: Federico Garcia Lorca

Κάτου στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς
και στη Σεβίλλια πάει.

Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν
στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός
από του φεγγαριού το φως.

Κάποτε λίγο σταματά,
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει
και να το χρυσαφώσει.

Εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ’ τα κλώνια μιας φτελιάς
χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.

Αποβραδίς η ώρα οχτώ
τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε
πίνουν ρακί και βλαστημάνε.

ANTONIO TORRES HEREDIA-ΙΙ
Στίχοι: Federico Garcia Lorca

Ξάφνου στον ποταμό από πέρα
φωνές ξεσκίσαν τον αγέρα.
Έμπηγε κάπρου δαγκωνιές
μες στα ψηλά ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές
και δελφινιού πηδήματα.

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά
μούσκεψε μες στα αίματα

μα οι κάμες ήταν – ήταν έξι
και δεν εμπόραε πια ν’ αντέξει.

Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο,
φεγγαρομελαμψέ μου
κι ασπρογαρούφαλέ μου.

Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο,
π’ άξιζες μια βασίλισσα
μνημόνεψε την Παναγιά
τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα πεθάνεις πια.

Στην άκρη εκεί του ποταμού
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
στην άκρη εκεί του ποταμού

Kι ανάγειρε την κεφαλή
με τα σφιγμένα χείλη
και τότε πια καμμιά φωνή
μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός
ήρθε και τ’ άναψε καντήλι.

Ποίηση: Οδυσσέα Ελύτη
Σύνθεση: 1960-61
Ηχογράφηση: Ανοιξη του 1964, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μάνος Κατράκης, Θ. Δημήτριεφ, Χορωδία Θάλειας Βυζαντίου.
Λαική ορχήστρα Μπουζούκι: Παπαδόπουλος-Καρνέζης, Πιάνο: Διδίλης, Κιθάρα: Δημ. Φάμπας
Αλλες ηχογραφήσεις: 1964, 1980, 1983,
1988, Γιώργος Νταλάρας – Αντρέας Κουλουμπής, Νικήτας Τσακίρογλου,
Σπουδαιότερες ξένες ηχογραφήσεις:
1980, (απόδοση ατά σουηδικά Ingemar Rhedin, σολίστ: Bjorn Thulin, Rolf Leandersson, Bjorn Gedda. Collegium Musicum (Sam Claeson). Medlemmar ur Halmstads Kammarorkester och Goteborgs Ungdomssymfoniorkester m.fl., FOLKSANG.
1983, (απόδοση στα γερμανικά: Dirk Mandel, σολίστ Gothart Stïer, Gunter Emmerlich, Friedrich WOhelm Jurige. Beethoven-Chor des VEB Elektromaschinenbau Sachsenwerk Dresdnen, FDJ-Chor der EOS Kreuzschule Dresden, Kinder -Kammerchor der Dresdner Philharmonie. Orchester der Hochschule fur Musik ‘”Cari Maria von Weber” Dresden, Lehrkrafte der Bezirksmusikschule ” Paul Bûttner” Dresden, ETERNA (DDR).
Τραγούδια:
ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ
ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ
ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ

Μέρος Α’: Η γένεσις

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ορχήστρα)

ΤΟΤΕ ΕΙΠΕ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου :
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
Κάθε λέξη κι από’να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος, είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να τό’χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ακριβό του τ’όνομα
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που ν’απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη σου
Μέρος Β’: Τα πάθη

ΙΔΟΥ ΕΓΩ ΛΟΙΠΟΝ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Ιδού εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες
και τα νησιά του Αιγαίου
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή
προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη
δεν άκουσα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω
που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία
και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ (Ανάγνωμα)
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν είχε καθημερινές
και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως
τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγ?ω που εκείνοι
πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί
και δέν αντέχανε άλλο.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’τον άλλο,
ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ’ τη λάσπη, όπου,
φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε
στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί,
μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό,
λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο
να τρέξουνε τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν
αυτό πιο κι απ΄την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε, ακουγότανε
στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε , και πάλι
σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει
και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως τό’ χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν είχε καθημερινές και
σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το
καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα
βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε
το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των
πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα
ν’απαντούμε, απ’ τ’άλλο μέρος νά’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους
λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον
κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και
το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που
τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και
τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές
μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του
βυθού ή το θειάφι. “Όι όι , μάνα μου”, “όι όι μάνα μου”, και κάποτε,
πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που’λεγαν, όσοι
ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους
λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα.
Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες.
Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας
κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές –
μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ (Χορικό)
Γρ. Μπιθικώτσης-Χορωδία

Ενα το χελιδόνι
κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος
θέλει δουλειά πολλή

Θέλει νεκροί χιλιάδες
να ‘ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί
να δίνουν το αίμα τους.

Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν από μάγους
το σώμα του Μαγιού
το ‘χουνε θάψει σ’ ένα
μνήμα του πέλαγου

Σ’ ένα βαθύ πηγάδι
το ‘χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι
κι όλη η άβυσσος

Θε μου Πρωτομάστορα
μέσα στίς πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα
μύρισες την Ανάσταση

ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Τα θεμέλια μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’την κόψη της πέτρας μιλάς.
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλια μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ (Χορικό)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ’αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ (Ανάγνωμα)
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης

Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την
απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν
έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε
απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες
τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία
η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον
άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς
εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την
αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν
αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με
τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους
τόσες χαρακιές, που’λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα
ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε
την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο
πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’τα
σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε
κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου
να’ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους
κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ολάκερη τη γη, για να
περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει
αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρα απ’την άκρη της απελπισιάς, τη
Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που
τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με
τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα
θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα
εστήσανε στον τοίχο τριάντα.

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ (Χορικό)
Γρ. Μπιθικώτσης-Χορωδία

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!

ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
Ορχήστρα

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ (Χορικό)
Γρ. Μπιθικώτσης-Χορωδία

Της αγάπης αίματα, με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες, με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Στ’ ανοιχτά του πελάγου, με καρτέρεσαν
με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ-Χορωδία

Ναοί στο σχήμα τ’ουρανού
και κορίτσια
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Ναοί στο σχήμα τ’ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Μαίστρος με το μυτερό του σάνταλο
και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.
Φύγανε
και βαθιά κάτω απ’το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά, των βράχων τ’αγάλματα!

ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ (Ανάγνωσμα)
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης

Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει
ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα
φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει απ’ την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.
Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.

-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.

-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.

-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.

Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει
ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενιές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα
γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας
πολέμους. Όπου θα χορτασθούν ο Χωροφύλακας κι ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους
αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ανεβάσουν
σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει
στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ανοίγει στα μέτρα του,
κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.

-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.

-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.

Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει απ’ την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει.
Και θά’ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα.
Και θα’χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα’ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία,
που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας απ’ τ’ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας,
θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο
στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του
ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει απάνω στα χόρτα
καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε
γενεές στους αιώνες των αιώνων!

ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ (Χορικό)
Γρ. Μπιθικώτσης – Χορωδία

Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του
τις σπηλιές και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.

ΣΕ ΧΩΡΑ ΜΑΚΡΙΝΗ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία – Ορχήστρα

Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι
Τώρα μ’ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ’αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,
μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Για να λάβει ο κρίκος από τους αιθέρες δίκαιο,
Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι.
Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.
Γι’αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,
στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.
Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματά μου!
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.

Μέρος Γ:
Δοξαστικόν

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Άξιον εστι το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα
Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
Οι σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο
Ο Μαϊστρος , ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια
Άξιον εστι το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει
Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι
μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο
ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους
η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας
με κόντρα-φλόκο
Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας
πόντζα-λαμπάντα
έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κώς, η Ίος, η Σίκινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι
ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει
το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες
και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε:

Χαίρε η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί
Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται
Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία
Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη
Χαίρε με τα λυτά μαλλιά
Η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά
η δαμάζοντας το δαίμονα
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική

Άξιον εστι το χώμα που ανεβάζει
μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον
Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία
γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι
το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει
της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει
Τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα
Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή
η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια
Άξιον εστι το αναίτιο δάκρυ
ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια
των παιδιών που κρατιούνται χέρι-χέρι
των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται
Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια
ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη
το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ’αγιάζι
Άξιον εστί το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιο το “νυν” και ποιο το “αιέν” του κόσμου:
Νυν το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
Αιέν η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη
Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική
Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο
Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία
Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα
Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαυρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός
Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου
Νυν Νυν το μηδέν
και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β: 1965 - 1967

Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1965, Αθήνα.
Τραγουδήθηκε από τα πλήθη την ήμερα της κηδείας, τον Ιούλιο του 1965.
Ηχογραφήθηκε μετά την πτώση της Δι¬κτατορίας, συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ (1976, Βασίλης Παπακωνσταντίνου)

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πετρούλα

Ποίηση: Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σύνθεση: 1965, Αθήνα.
Πρώτη ηχογράφηση: 1965, Μαρία Φαραντούρη
Μουσικοί: Γιάννης Διδίλης (πιάνο), Κώστας Παπαδόπουλος (μπουζούκι), Λάκης Καρνέζης (μπουζούκι), Σωτήρης Ταχιάτης (βιολοντσέλο), Ανδρέας Ροδουσάκης (κοντραμπάσσο), Σπύρος Ρέγγιος (φλάουτο).
Τραγούδια:
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
ΑΜΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

1. ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πιά το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

2. Ο ΑΝΤΩΝΗΣ

Εκεί στη σκάλα την πλατιά
στη σκάλα των δακρύων
στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ
το λατομείο των θρήνων

Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν
Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν,
βράχο στη ράχη κουβαλούν
βράχο σταυρό θανάτου.

Εκεί ο Αντώνης τη φωνή
φωνή, φωνή ακούει
ω καμαράντ, ω καμαράντ
βόηθα ν’ ανέβω τη σκάλα.

Μα κει στη σκάλα την πλατιά
και των δακρύων τη σκάλα
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά
τέτοια σπλαχνιά είν’ κατάρα.

Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί
και κοκκινίζει η σκάλα
κι εσύ λεβέντη μου έλα εδω
βράχο διπλό κουβάλα

Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό
μένα με λένε Αντώνη
κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ
στο μαρμαρένιο αλώνι.

3. Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ

Ο Γιάννος Μπερ απ’ το βοριά
το σύρμα δεν αντέχει.
Κάνει καρδιά, κάνει φτερά,
μες στα χωριά του κάμπου τρέχει.

“Δώσε, κυρά, λίγο ψωμί
και ρούχα για ν’ αλλάξω.
Δρόμο να κάνω έχω μακρύ,
πάν’ από λίμνες να πετάξω”

Όπου διαβεί κι όπου σταθεί
φόβος και τρόμος πέφτει.
Και μια φωνή, φριχτή φωνή
“κρυφτείτε απ’ τον δραπέτη”.

“Φονιάς δεν είμαι, χριστιανοί,
θεριό για να σας φάω.
Έφυγα από τη φυλακή
στο σπίτι μου να πάω.”

Α, τι θανάσιμη ερημιά
στου Μπέρτολτ Μπρεχτ τη χώρα.
Δίνουν το Γιάννο στους Ες-Ες,
για σκότωμα τον πάνε τώρα

4. ΑΜΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Χαρά του κόσμου, έλα στην πύλη
να φιληθούμε μες στο δρόμο
ν’ αγκαλιαστούμε στην πλατεία.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Στο λατομείο ν’ αγαπηθούμε
στις κάμαρες των αερίων
στη σκάλα, στα πολυβολεία.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Έρωτα μες στο μεσημέρι
σ’ όλα τα μέρη του θανάτου
ώσπου ν’ αφανιστεί η σκιά του.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Ποίηση: Γιάννη Ρίτσου
Σύνθεση: 1966, Αθήνα.
Ηχογραφήσεις: 1966, Γρηγόρης Μπιθικώτσης
1977. Χορωδία Τρικάλων υπό τη διεύθυνση της Τ. Παπαστεφάνου
Τραγούδια:
ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
ΟΛΟΙ ΔΙΨΑΝΕ
ΟΤΑΝ ΣΦΙΓΓΟΥΝ ΤΟ ΧΕΡΙ
ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΑ ΣΙΔΕΡΑ
ΔΕΝΤΡΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΟ ΠΕΙ
ΘΑ ΣΗΜΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
ΤΡΑΒΗΞΑΝΕ ΨΗΛΑ

1. ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται
με λιγότερο ουρανό,
Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται
κάτου απ’ τα ξένα βήματα,

Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται
παρά μόνο στον ήλιο,
Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται
παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό,
σαν τη σιωπή,
Σφίγγει στον κόρφο του
τα πυρωμένα του λιθάρια,
Σφίγγει στο φως
τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του.

Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως
O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο

2. ΟΛΟΙ ΔΙΨΑΝΕ

Όλοι διψάνε χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα
απ’ την αγρύπνια.

Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη
ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα
σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους.

Κι έχουν στα χείλη τους επάνω το θυμό
κι έχουνε τον καημό
βαθιά – βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

3. ΟΤΑΝ ΣΦΙΓΓΟΥΝ ΤΟ ΧΕΡΙ

Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος
για τον κόσμο

Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους

Όταν σκοτώνονται,
όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

Όταν σκοτώνονται,
όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα

4. ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε,
όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους

Από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος

Πάνoυ στα καραούλια πετρώσαν
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο
όπου βούλιαξε το σπασμένο
κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους
τώρα γεμίζουν μόνο με την καρδιά τους.

5. ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΑ ΣΙΔΕΡΑ

Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά,
κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο
στο καύκαλο του παππουλή τους

στ’ Aλώνια τα ίδια
αντάμωσαν το Διγενή
και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο
έτσι που κόβανε στο γόνατο
το κριθαρένιο τους καρβέλι.

6. ΔΕΝΤΡΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Δέντρο το δέντρο, πέτρα την πέτρα
πέρασαν τον κόσμο,
μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους
χέρια σαν ποτάμι

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν
μια οργιά ουρανό για να τον δώσουν

Κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
Και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους
χέρια σαν ποτάμι

7. ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΟ ΠΕΙ

Και τώρα πώς κλειδώσανε
την πόρτα τους τ’ αμπέλια μας
Πώς λίγνεψε το φως
πάνω στις στέγες και στα δέντρα.

Ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί
κάτο απ’ το χώμα
κι’ οι άλλοι μισοί, κ’ οι άλλοι μισοί
για άλλοι μισοί στα σίδερα

8. ΘΑ ΣΗΜΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει,
λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα
και κείνοι μεσ’ το χώμα.

Σώπα όπου να ‘ναι
θα σημάνουν οι καμπάνες.
αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας

Κάτω απ’ το χώμα
μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει

Σώπα όπου να ‘ναι ….

9. ΤΡΑΒΗΞΑΝΕ ΨΗΛΑ ΠΟΛΥ ΨΗΛΑ

Τραβήξανε ψηλά πολύ ψηλά
Δύσκολο και να χαμηλώσουνε
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους

Μέσα στ’ αλώνια που δειπνήσαν
μια βραδιά τα παλικάρια
Μένουνε τα λιοκούκουτσα
και το αίμα το ξερό του φεγγαριού

Κι ο δεκαπεντασύλλαβος
απ’ τ’ άρματά τους.

Μένουν τα κυπαρίσσια
μένουν τα κυπαρίσσια
μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας

Ποίηση: Φώντα Λάδη
Σύνθεση: 1966
Πρώτη εκτέλεση: 1966, Γιώργος Ζωγράφος, Λυκαβηττός, Α’ Μουσικός Αύγουστος.
Ηχογραφήσεις:
1975, Γιώργος Ζωγράφος, ‘Αννα Βίσση, Γιάννης Θωμόπουλος
1975, Αντ. Καλογιάννης, Αφροδίτη Μάνου
Απαγορευμένα από τη λογοκρισία της εποχής, κυκλοφόρησαν σε δίσκο 9 χρόνια μετά τη σύνθεση τους.
Τραγούδια:
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΜΑΝΑ ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΣΤΡΑΤΟ
ΚΙΝΗΣΕ Ο ΜΑΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ‘ΡΘΕΙ
ΧΤΕΣ Τ’ ΑΠΟΓΕΜΑ ΣΤΟ ΑΑΧΕΝ
ΣΟΥ ‘ΣΤΕΙΛΑ
Ο ΜΗΤΣΟΣ ΑΠ’ ΤΑ ΦΑΡΣΑΛΑ
ΜΙΑ ΞΑΝΘΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΒΙΣΜΠΑΝΤΕΝ
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ»
ΕΣΤΕΙΛΑ ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ
ΕΝΑ ΔΑΣΟΣ ΚΛΑΡΕΣ
ΒΙΛΕΜ ΣΤΡΑΣΕ
ΒΓΗΚΕ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΦΥΡΙ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΙ ΙΤΑΛΟΙ
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΡΓΑΤΕΣ

1. ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΜΑΝΑ, ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΣΤΡΑΤΟ

Γεια σου μάνα, γεια σου Στράτο
κι έχω είδηση καλή,
τώρα δε δουλεύω κάτω,
στη στοά τη σκοτεινή.

Στέλνω μια φωτογραφία,
που ‘βγαλα με τη στολή,
είμαι μπρος στα μεταλλεία
κι άλλοι δυο εργοδηγοί.

Τα φιλιά μου στη Μαρία
και στα άλλα τα παιδιά,
εδώ έχουμε όλο κρύα
και μεγάλη συννεφιά

2. ΚΙΝΗΣΕ Ο ΜΑΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ‘ΡΘΕΙ

Κίνησ’ ο Μάης για να ρθει
κι έχει μεγάλη στράτα,
τι να του πάρω πρώτα μου,
τον ήλιο ή τα μαντάτα!

Πρόφτασέ τον μάνα μου,
μη φύγει μ’ άδεια χέρια,
φόρτωσέ τον με φιλιά
και με καλά χαμπέρια.

Ήρθεν ο Μάης κι από δω,
Μάης κακός και ψεύτης,
μας είπε για το φονικό,
του γέλιου μας ο κλέφτης.

Τέτοιο Μάη, μάνα μου,
άλλο να μη μου στείλεις,
να λέει, πως στην Ελλάδα
μας σκοτώθηκε ο Απρίλης.

3. ΧΤΕΣ Τ’ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟ ΑΑΧΕΝ

Ήρθαν κάτι στρατηγοί, κάτι υποστράτηγοι,
για το ΝΑΤΟ είπανε, οι κυράδες λείπανε.
Κι ό,τι μοσχοείπανε, σκυλοβαρεθήκανε,
τις κυράδες βρήκανε και στ’ αμάξια μπήκανε.
4. ΣΟΥ ‘ΣΤΕΙΛΑ

Σου ‘στειλα δυο τρεις στυλούς
και πενήντα μάρκα, έκανα μια τσάρκα,
σούφρωσα δυο Γερμανούς.

Όταν βρεις λίγο καιρό,
περνά απ’ την Ασφάλεια,
πες τους να μου στείλουν το πιστοποιητικό.

5. Ο ΜΗΤΣΟΣ ΑΠ’ΤΑ ΦΑΡΣΑΛΑ

Ο Μήτσος απ’ τα Φάρσαλα
έγινε αρχιγκάγκστερ,
καθαρίζει πέντε – πέντε
και μιλάει γερμανικά.

Ο Μήτσος, το καλό παιδί,
κρυφά πουλάει μαύρη,
έχει γκόμενα μια μαύρη
και μια μαύρη λιμουζίνα.

Ο Μήτσος ξέρει υπουργούς,
κάνει πως δεν μας ξέρει,
δουλειά σε μας δε δίνουνε
και στ’ όνομά του φτύνουνε.

6. ΜΙΑ ΞΑΝΘΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΒΙΣΜΠΑΝΤΕΝ

Μια ξανθιά απ’ το Βισμπάντεν
τους Ρωμιούς τους αγαπάει,
γιατί ξέρουν στο κρεβάτι,
να ‘ναι ντούροι και βαρβάτοι.

Μια καλή απ’ το Βισμπάντεν
τους Ρωμιούς τους αγαπάει,
εδώ και μισό φεγγάρι,
γίναμε τρελό ζευγάρι.

Μια καλή στη μπυραρία
τους Ρωμιούς τους αγαπάει,
πιο πολύ κι από το Χίτλερ,
πιο πολύ κι απ’ το Βισμπάντεν.
7. ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ

Στο καφενείο «Ελληνικόν» μαζευόμαστε τα βράδια,
πέντε πέντε στα τραπέζια και διαβάζουμε «Αυγή»,
«Βήμα», «Νέα», «Αλλαγή».

Όποιος θέλει «Ακρόπολη» κι είναι κάτι λίγοι,
τζάμπα τις μοιράζουνε,
ο Κοσμάς τις μάζεψε, να ‘χει να τυλίγει.

Του Καζαντζίδη το καινούργιο,
δε μου το ‘στειλες ακόμα, «το δικό μου πάπλωμα»,
πάρτο και μαζί μ’αυτό στείλ’το Στρώμα σου για δυο

Το δικό μου πάπλωμα,το δικό σου στρώμα,
μην κοροϊδευόμαστε,
θα μας βλέπουν χωριστά, για καιρό ακόμα

8. ΕΣΤΕΙΛΑ ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ

Έστειλα στο κόμμα, δέκα μάρκα ακόμα.
Μη γράψουν τ’ όνομά μου,
μόνο τ’ αρχικά μου.

Όχι πως φοβάμαι, -τι εργάτης θα ‘μαι-
για τόσα όμως δεν κάνει
να χαλάν μελάνι.

Τα πολλά σαν πάρτε, τ’ όνομά μου βάλτε,
και πλάνο και τομέα
και με κεφαλαία.

9. ΕΝΑ ΔΑΣΟΣ ΚΛΑΡΕΣ

Ένα δάσος κλάρες
πάνε κι έρχονται στο χωλ,
για το Παλομάρες, το Βιετνάμ και το Ντε Γκώλ.

Τον αχάριστο, τον κλέφτη,
το χωριάτη, τον αλήτη, με τη μύτη τη μεγάλη,
που τους έχει μπει στη μύτη.

Να ‘χα τόσες κλάρες,
θα καθόμουν στο χωριό, θα ‘βγαζα λαδάκι,
δε θα μ’ ένοιαζε ο Ντε Γκωλ.

10. ΧΤΕΣ ΣΤΗ ΒΙΛΕΜ ΣΤΡΑΣΕ

Χτες στην Βιλλεμνστράσσε, πέφτω σ’ ένα Γερμανό,
κάτω απ’ το πέτο είχε αγκυλωτό σταυρό.
Και του λέω, αν είσαι άντρας,
φόρα τον στα φανερά, σαν και τότε στην Ελλάδα,
που χτυπούσες τα μωρά.

Πήξαμ’ από δαύτους, πάνε σ’ ειδικές σχολές,
φτιάχνουνε σημαίες, σταχτοπράσινες στολές.
Και του λέω, πες αλεύρι και τα βρίσκουμε μετά,
ο Μανώλης σε γυρεύεικαι ο Σάντας σε ζητά.

11. ΒΓΗΚΕ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΦΥΡΙ

Βγήκε η ζωή μας στο σφυρί,
μας παίρνουν, μας πουλάνε,
στα ξένα χάνετ’ η ζωή,
μας στίβουν, μας πετάνε.

Βγήκι η ζωή μας στο σφυρί,
σ’ Αμερική κι Ευρώπη,
άνθρωποι μας γεννήσανε
και μας πουλάν ανθρώποι.

Για μεροκάματο διπλό
τον ουρανό μας κρύψανε,
δεν έχει φως να ζήσουμε.
Η φτώχεια κει, η νύχτα εδώ,
μάνα, οι τόποι λείψανε
τη μοίρα μας να χτίσουμε.

12. ΕΛΛΗΝΕΣ, ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΙΤΑΛΟΙ

Έλληνες, Τούρκοι κι Ιταλοί
πήξανε τη Γερμανία,
λες και κάναν κατοχή
έξω απ’ τη καγκελαρία.

Έλληνες, Τούρκοι κι Ιταλοί
παρατήσαν τους καυγάδες,
σκέφτονται τα σπίτια τους
και τις δόλιες τις μανάδες.

Έλληνες, Τούρκοι κι Ιταλοί
κατεβήκαν σ’ απεργία,
γιατί δύο Ισπανοί
θάφτηκαν στα μεταλλεία.

Πες στον παπα Σταύρο,
προσευχή να κάνει,
πες στο μουεζίνη,
πες και στον ιμάμη.

13. ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΡΓΑΤΕΣ

Εμείς οι Έλληνες εργάτες
που είμαστε στη Γερμανία,
ζητάμε με χαρτόσημο,
να πάψει η κοροϊδία.

Απ’ τα πολλά, που υπόσχεστε,
αφήσαμε γενειάδα,
κάντε κάνα εργοστάσιο,
να ‘ρθούμε στην Ελλάδα.

14. ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΕΣ

Χτες τ’ απόγευμα στο Άαχεν
ήρθε κάποιος σοβαρός,
είδε το κακό μας χάλι,
το κουτσό μας το κρεβάτι,
κι είπε, πως θα κάνει κάτι.

Βρε, μανούλα, μη σε νοιάζει
και δεν τρώμε λάχανα,
ξέρουμε, ποιος έχει δίκιο
και ποιος φταίει για όλ’ αυτά.

Σαν και τούτο τον χοντρό,
πέρασαν καμιά ντουζίνα,
έρχονται γι’ αποστολή,
πέντε πέντε κάθε μέρα
και την κάνουν κρουαζιέρα.

Βρε, μανούλα, μη σε νοιάζει
και τους ξέρω τούτους δω,
ξέρω γω, ποιοι μ’ αγαπάνε,
ξέρω γω, ποιους αγαπώ.

Ποίηση: Νίκου Γκάτσου
Σύνθεση: 1967, Αθήνα.
Πρώτη ηχογράφηση: 1967, Βίκυ Μοσχολιού, Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Ό δίσκος κυκλοφόρησε την ίδια μέρα που επιβλήθηκε ή Δικτατορία, 21 Απριλίου 1967, και ένα μήνα μετά απαγορεύτηκε μαζί με όλο το άλλο έργο του Θεοδωράκη
Τραγούδια:
ΣΗΜΕΡΑ ΒΡΑΔΙΑΣΕ ΝΩΡΙΣ
ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΝΥΧΤΑ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
ΘΑ ΡΙΞΩ ΠΕΤΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ

1. ΘΑ ΡΙΞΩ ΠΕΤΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Βάρκα στην ξέρα μοναχή
κι η άγκυρα σπασμένη
τι να σου κάνει μια ψυχή
στον κόσμο απελπισμένη

Θα ρίξω πέτρα στη ζωή
θα βρω καινούργιο στόχο
κι αν πάλι τ’ όνειρο καεί
παράπονο θα το ‘χω

Άστρο θολό στην αμμουδιά
κι η νύχτα πικραμένη
τι να σου κάνει μια καρδιά
στον κόσμο προδομένη

2. ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΠΑΛΙΚΑΡΙ
Βίκυ Μοσχολιού

Αγάπη δίχως άκρη
κι η θάλασσα πλατιά
και της καρδιάς το δάκρυ, ωωω
πικρή σταλαγματιά

Κοιμήσου παλικάρι
στο κύμα τ’ αρμυρό
θ’ αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ

Αστροφεγγιά του Μάρτη,
τ’ Απρίλη ξαστεριά
δε σου ’μελλε γλυκέ μου, ωωω
να ξαναδείς στεριά

Κοιμήσου παλικάρι
στο κύμα τ’ αρμυρό
θ’ αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ

3. ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο,
με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.

Οι νεκρές αγάπες μου δεν θα ‘ρθούνε πίσω,
βάλτε με στον κόρφο της ν’αποκοιμηθώ.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

4. ΝΥΧΤΑ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
Βίκυ Μοσχολιού

Μαχαίρι πάρε και θηλιά
κι αστραφτερό δοξάρι
και γίνε στην ακρογιαλιά
παρηγοριάς φεγγάρι

Βράχος η αγάπη και γκρεμός
κι η νύχτα δίχως άκρη
δικός μου ο αναστεναγμός
δικό μου και το δάκρυ

Αυτός ο δρόμος ο παλιός
σαν άστρο σε ομορφαίνει
μα της καρδιάς ο αργαλειός
πάντα καημούς θα υφαίνει

5. ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Βάλ’ το μαχαίρι σου στο θηκάρι
δε σου χρειάζεται τώρα πια
πήρε η ρουφήχτρα το παλικάρι
κι έχει σταυρό του τα δυο κουπιά
– βάλ’ το μαχαίρι σου στο θηκάρι

Κάτω απ’ των άστρων το πανηγύρι
στάσου για λίγο στη κουπαστή
κοίτα τη νύχτα πώς έχει γείρει
τον στεναγμό του ν’ αφουγκραστεί
– κάτω απ’ των άστρων το πανηγύρι

Φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλια
στο προσκεφάλι του κατοικούν
της προσμονής σου τα παρακάλια
δεν λογαριάζουν και δεν ακούν
– φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλια

6. ΣΗΜΕΡΑ ΒΡΑΔΙΑΣΕ ΝΩΡΙΣ
Βίκυ Μοσχολιού

Σήμερα βράδιασε νωρίς
και μάτι δεν σε βλέπει
να ξαγρυπνήσεις δεν μπορείς
να κοιμηθείς δεν πρέπει

Φεγγάρι μου θαλασσινό
πουλί μου πελαγίσιο
σε ποιας καρδιάς τον ουρανό
θα ‘ρθω να σ’ αναστήσω

Είδα στην έρμη ακρογιαλιά
του χωρισμού τα φώτα
μην κατεβαίνεις τα σκαλιά
να σε φιλήσω πρώτα

7. Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΠΝΟΣ
Μαρία Φαραντούρη

Έσπειρα στον κήπο σου χορτάρι
να ‘ρχονται το βράδυ τα πουλιά
τώρα ποιο φεγγάρι σ’ έχει πάρει
κι άδειασε τού κόσμου η αγκαλιά

Στης νύχτας το μπαλκόνι
παγώνει ο ουρανός
κι είν’ η αγάπη σκόνη
και τ’ όνειρο καπνός

Κύλησαν τα νιάτα στο ποτάμι
κι έγινε ο καιρός ανηφοριά
Ήμουνα στον άνεμο καλάμι
κι ήσουνα στην μπόρα λυγαριά

8. ΣΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΙΑ
Μαρία Φαραντούρη

Μες στη ζωή περπάτησα
κι είχα τον ήλιο προίκα.
Μόνο που φως δεν κράτησα
παρηγοριά δεν βρήκα.

Στου κόσμου την ανηφοριά
μου στήσανε καρτέρι
κι ήταν ο φίλος πυρκαγιά
ο αδερφός μαχαίρι.

Πήρα δροσιά και πότισα
τα μαραμένα στήθη
μόνο η καρδιά που ρώτησα
ποτέ δε μ’ αποκρίθη.

9. ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ
Μαρία Φαραντούρη

Ήρθα σαν το γλάρο στην ακρογιαλιά
ήρθα να σε πάρω μ’ εκατό φιλιά.
Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.
Στ’ όμορφο ταξίδι και τ’ αλαργινό
έχω για στολίδι τον Αυγερινό.
Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.

Τα φτερά μου ανοίγω βόηθα με κι εσύ
φτάνουμε σε λίγο στ’ άσπρο μας νησί.
Είν’ η ζωή με τ’ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.

10. ΣΤΡΑΤΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΑ
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Σ’ αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας
κοίτα να προφτάσεις τον καιρό
που ‘ναι σαν το κύμα τ’ αλμυρό

Στράτα τη στράτα σου το ‘χω πει
φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή

Σ’ αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας
πέρασα κι εγώ κάποια βραδιά
για του φεγγαριού την αμμουδιά

Στράτα τη στράτα σου το ‘χω πει
φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή

11. ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Μαρία Φαραντούρη

Ένας κρατούσε το μαχαίρι
άλλος κρατούσε το σπαθί
κι εγώ σου κράταγα το χέρι
το χέρι μου να ζεσταθείς

Αγάπη μου, αγάπη μου θα σου μιλήσω τώρα
για της χαράς την ώρα και για την λευτεριά
αγάπη μου, αγάπη μου στην πικραμένη χώρα
θα σταματήσει η μπόρα
και θα ‘ρθει η ξαστεριά

Είναι το φεγγάρι ματωμένο
κι ο ήλιος είναι σκοτεινός
και μες στη νύχτα περιμένω
ν’ ανοίξει πάλι ο ουρανός

Ποίηση: LORCA – ελεύθερη απόδοση Οδυσσέα Ελύτη
Σύνθεση: Μάρτιος – Απρίλιος του 1967. Ή τελευταία σύνθεση πριν τη Δικτατορία.
Ηχογραφήσεις: 1970, Παρίσι, Μαρία Φαραντούρη Polydor France
1971, Μαρία Φαραντούρη, John Williams CBS London
1971, Μαρία Φαραντούρη, Polydor
1975, Μαρία Φαραντούρη, Polygram
1978, Αρλέτα Τσάπρα, Lyra
Τραγούδια:
ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ
ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟRESS ΗΕREDIA Ι
ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟRESS ΗΕREDIA II
ΧΑΜΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗΣ
Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ

1. ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗΣ

Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη,
έρχεται μες στις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη.

Ως τη θωρεί πετιέται πάνου
ο Άνεμος ο ακοίμιστος,
Πουνέντες άντρας πονηρός
κοιτάει τη μικρή κοιτάει
κι ολόγλυκα της τραγουδάει:

Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ειδώ
άσε με λίγο να σ’ αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό.

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη,
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή.

Άχου το κύμα πώς χλωμιάζει
ο κάμπος άκου πώς στενάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινό αγέρα:

Τρέχα Παινεμένη τρέχα
κι όπου να ‘ναι θα προφτάσει
ο Άνεμος και θα σ’ αρπάξει,
να τος χιμάει από ψηλά
γλείφεται γλώσσες τις εννιά.

Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα αλαφιασμένη
την αρωτάνε να τους πει
και κείνη λέει κι ανιστορεί.
Ενώ απ’ τη λύσσα του θερίο,
ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.

2. Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ

Βουνά και σύννεφα μακριά
σ’ όλα τα γύρω σιγαλιά
τα λιόφυτα γαληνεμένα
και τα σπιτάκια ασβεστωμένα.

Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντά η καλόγρια η μικρή
άχου, τι όμορφα κεντάει
το χεράκι της πως πάει.

Βάνει πουλιά, βάνει δεντριά,
και τ’ άστρα τα χρυσά
βάνει στις τέσσερις τις κόχες
τέσσερις αγριομολόχες.

Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντάει η καλόγρια η μικρή
μα κάπου-κάπου αναστενάζει
και κάτι με το νου της βάζει.

Λίγο το χέρι σταματά
μες στον αέρα και κοιτά
στα μάτια της π’ ανοιγοκλείνουν
δυο καβαλάρηδες περνούν.

Κι ύστερα πάλι στο πανί
ξεσπάει η καλόγρια η μικρή
τι ποτάμια, τι χορτάρια,
τι λιοτρόπια, τι φεγγάρια

Πλάσματα της αρεσιάς της
τής ονειροφαντασιάς της.

3. Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυτή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.

Μαύρη μαυρίλα ειν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.

-Παντέρμη, τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;

-Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πε μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.

-Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

-Ποιός ο καημός μου;
Μαύρη πίσσα εγίνη
η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελλή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.

-Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ’ τό χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τη να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.

4. Ο ANTONIO TORES HEREDIA
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ

Κάτου στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς
και στη Σεβίλλια πάει.

Τα κατσαρά του γυαλιστά
πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός
από του φεγγαριού το φως.

Κάποτε λίγο σταματά,
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει
και να το χρυσαφώσει.

Εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ’ τα κλώνια μιας φτελιάς
χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.

Αποβραδίς η ώρα οχτώ
τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί
και βλαστημάνε.

5. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ Α. Τ. HEREDIA

Ξάφνου στον ποταμό από πέρα
φωνές ξεσκίσαν τον αγέρα.
Έμπηγε κάπρου δαγκωνιές
μες στα ψηλά ποδήματα χίμαγε
κι έκανε βουτιές και δελφινιού πηδήματα.

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά
μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν – ήταν έξι
και δεν εμπόραε πια ν’ αντέξει.

Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, φεγγαρομελαμψέ μου
κι ασπρογαρούφαλέ μου.
Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο,
π’ άξιζες μια βασίλισσα
μνημόνεψε την Παναγιά
τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα πεθάνεις πια.

Στην άκρη εκεί του ποταμού
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
στην άκρη εκεί του ποταμού

Κι ανάγειρε την κεφαλή
με τα σφιγμένα χείλη
και τότε πια καμμιά φωνή
μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε
και τ’ άναψε καντήλι.

6. ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ

Εικοσιτρείς του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν, πάνε και λένε:
«Αν το μπορείς δυστυχισμένε,
στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε.

Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλε από κάτω τ’ όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες.

Πάρε κεριά, πάρε λαμπάδες
μάθε τα χέρια να σταυρώνεις
κι απάνω από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στο σάβανο».

Στους ουρανούς ταχιά προβαίνει
ο ταξιάρχης και πηγαίνει
πού ‘χει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δεν μιλεί.
Εικοσιτρείς του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
κι εικοσιτρείς τ’ Αυγούστου
γέρνει και τα πικροσφαλεί.

7. ΧΑΜΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ

-Τι είναι κείνο που φωτά,
Μάνα, στα δώματα ψηλά;
-Κοιμήσου γιε μου κι ειν’ αργά
σήμανε η ώρα έντεκα.
-Μάνα, στα μάτια μου για δες,
λάμπουνε τέσσερις φωτιές.
-Δεν είναι τίποτα, έλα πια,
ειν’ τα μπακίρια αστραφτερά.

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη
φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.

Τη φυσαρμόνικα γλυκά
παίζανε Σεραφείμ γλυκά.

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη
φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.

-Μάνα μου, ευθύς που ξεψυχήσω
μηνύσετέ το στους ανθρώπους
σ’ όλη τη γη, σ’ όλους τους τόπους
κατά Βοριά κατά Νοτιά
μαντάτα στείλετε πικρά.

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη
φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.

Κι οι πόρτες τ’ ουρανού χτυπούσαν
κι όλα τα δάση αχολογούσαν
ψηλά δεν έβλεπες κανέναν
κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.

8. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΓΙΟΠΟΥΛΑ
Μιχάλη Κατσαρού,
από την «Μαγική Πόλη»

Είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά
που την εζήλευε όλη η γειτονιά
Που την εζήλευε όλη η γειτονιά
είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά

Αχ, Μαργαρίτα Μαγιοπούλα
Αχ, Μαργαρίτα Μαγιοπούλα
Αχ, Μαργαρίτα μάγισσα

Πρωί-πρωί την πότιζα φιλιά
το δειλινό την πήραν τα πουλιά
Το δειλινό την πήραν τα πουλιά
πρωί-πρωί την πότιζα φιλιά

9. ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ
Γιάννη Θεοδωράκη,
από τους «Λιποτάκτες»

Όμορφη πόλη
φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι
κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει
χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά
πελάγη απλωμένα

Θα γίνεις δικιά μου
πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα
πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Η νύχτα έφτασε
τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε
οι δρόμοι χαθήκαν

10. ΑΦΡΟΔΙΤΗ (ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ)
Μιχάλη Κακογιάννη, από την «Ιφιγένεια»

Αφροδίτη, δώσε να νιώσω τη χαρά
της αγάπης, κι όχι, κι όχι την τρέλα της
Ούτε το, ούτε το άγριο πάθος, Αφροδίτη
Μες στο σπίτι να ‘χω τη στέγη για ουρανό
κι αγκαλιά μου να ‘ναι, να ‘ναι το άντρο μου
Τ’ απάνε-, τ’ απάνεμο λιμάνι, Αφροδίτη
στην καρδιά μου του έρωτα δώσε τα φτερά
Αφροδίτη, κι από, κι από τα βέλη του
Γλίτωσε με, γλίτωσε με απ’ τα φαρμάκια
Αφροδίτη

11. ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Γιάννη Θεοδωράκη, απότ την«Φαίδρα»

Αστέρι μου, φεγγάρι μου
της άνοιξης κλωνάρι μου
κοντά σου θα ΄ρθω πάλι

Κοντά σου θα ΄ρθω μιαν αυγή
για να σου πάρω ένα φιλί
και να με πάρεις πάλι

Αγάπη μου, αγάπη μου
η νύχτα θα μας πάρει
τ’ άστρα κι ο ουρανός
το κρύο το φεγγάρι
τ’ άστρα κι ο ουρανός
το κρύο το φεγγάρι

Θα σ’ αγαπώ, θα ζω μες το τραγούδι
θα μ’ αγαπάς, θα ζεις με τα πουλιά
θα σ’ αγαπώ θα γίνουμε τραγούδι
θα μ’ αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά

Αγάπη μου, αγάπη μου
η νύχτα θα μας πάρει
τ’ άστρα κι ο ουρανός
το κρύο το φεγγάρι
τ’ άστρα κι ο ουρανός
το κρύο το φεγγάρι

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Γ: 1967 - 1970

Διάταγμα Αγγελή – Fur Mikis Theodorakis

Μελοποίηση από τον Γερμανό συνθέτη Paul Dessau.

Σε μετάφραση των Βαγγέλη Τσακιρίδη και Joachim Seyppel

Fur Mikis Theodorakis (Paul Dessau – Βαγγέλης Τσακιρίδης – Joachim Seyppel)
Αφήγηση: Helmut Fiedler, Hans Gora

 

1) Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν τα ακόλουθα, ισχύοντα δια ολόκληρον την επικράτειαν:
Απαγορεύεται:
α) η ανατύπωσις ή η εκτέλεσις της μουσικής και των ασμάτων του κομμουνιστού συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη, τέως αρχηγού της νυν διαλυθείσης κομμουνιστικής οργανώσεως «Νεολαία Λαμπράκη», δεδομένου ότι η εν λόγω μουσική εξυπηρετεί τον κομμουνισμόν
β) το άδειν άπαντα τα άσματα, τα χρησιμοποιούμενα υπό της κινήσεως της κομμουνιστικής νεολαίας, διαλυθείσης δυνάμει της παραγράφου 8 του διατάγματος της 6ης Μαΐου 1967, δοθέντος ότι τα εν λόγω άσματα υποκινούν πάθη και διενέξεις εις τους κόλπους του πληθυσμού
2) Οι παραβαίνοντες την ως άνω διαταγήν πολίται θα πρέπει να παραπέμπονται αμέσως ενώπιον στρατοδικείων και θα δικάζωνται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκτάκτου νομοθεσίας.

Οδυσσεύς Αγγελής | Αρχηγός του Επιτελείου του Ελληνικού Στρατού

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΜ
Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: Γράφτηκαν αρχές Μαΐου 1967, στο σπίτι, του Λελούδα (οδός Στρατιωτικού Συνδέσμου) στο Κολωνάκι, όπου ο συνθέτης κρυβόταν. Λίγες μέρες πριν, στο ίδιο σπίτι, τυπώθηκε ή πρώτη προκήρυξη του Πατριωτικού Μετώπου. ο Θεοδωράκης ζήτη¬σε δυο μαγνητόφωνα, ώστε τραγουδώντας και γράφοντας από το ένα στο άλλο να δώσει την εντύπωση χορωδίας (ως εκ τού¬του, όσοι συλλαμβάνονταν εκείνη την εποχή ανακρίνονταν αν συμμετείχαν στη χορωδία!) Συγχρόνως κρατούσε το ρυθμό χτυπώντας ένα χάρακα πάνω στο τραπέζι. Ή μαγνητοταινία κυκλοφόρησε αμέσως στο εξωτερικό σε εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους. Αργότερα ή Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε τις συναυ¬λίες της στην Ευρώπη με τα τραγούδια αυτά, που έμειναν άγνωστα στην Ελλάδα.
Ηχογράφηση: ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ηχογραφήθηκε το 1970, MGM
Τραγούδια:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΠΕΛΑΓΟ
Ο ΗΛΙΟΣ

1. Ελευθερία ή Θάνατος
Όταν ο ήλιος κουραστεί και γείρει να πλαγιάσει
τα παλικάρια βγαίνουνε έξω απ’ τούς κρυψώνες.
Το Μέτωπο τούς Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη
Ελευθέρια ή Θάνατος τα λάβαρό μας γράφει.
Κρατούν στα χέρια τους μπογιά να βάψουν την Αθήνα
στα μάτια τους η Λευτεριά αστράφτει και η Πατρίδα.
Γλυκά προβάλλει η χαραυγή γλυκά χαμογελάει
το Μέτωπο μας προσκαλεί καεί μάς καθοδηγάει.
Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικάνοι
θα σάς σαρώσει ο Λαός θα ‘‘ρθει γιορτή μεγάλη.

2. Το μέτωπο
Κρυφά μιλάνε τα βουνά κρυφά και οι πολιτείες
ο Υμηττός στην Πάρνηθα, η Κοκκινιά στον Ταύρο.
Κρυφά μιλάν κι οι άνθρωποι κρυφά τα παλικάρια
τη μέρα αγριεύουνε τη νύχτα τραγουδάνε.
Όσο μεγάλη η θάλασσα μεγάλος κι ο καημός μου
όσο βαθιά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.
Μες στην καρδιά σου Αθήνα μας φύτεψα τη φωνή μου
εγώ είμαι το Μέτωπο καλώ τούς εργάτες
να γίνουν πέλαγος βαθύ τούς Παττακούς να πνίξουν.
Όσο μεγάλη η θάλασσα μεγάλος κι ο καημός μου
όσο βαθιά τα κύματα κι ο αναστεναγμός μου.

3. Πέλαγο (Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος)
Την Πέμπτη ήμουν λεύτερος
την άλλη μέρα σκλάβος
την Κυριακή ξημέρωμα
με φώναξε ο Χάρος.
Κάψε του νου σου τα φτερά
τής σκέψης σου τα μάτια
να μη θωρείς τη συμφορά
να μη γροικάς τον πόνο.
Πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
φέρε μου, φέρε μου πίσω την ψυχή μου
πέλαγο, πέλαγο, πέλαγο βαθύ μου
φέρε μου, φέρε μου πίσω το παιδί μου.
Καλέ μου Χάρε μίλησε
καλέ μου Χάρε λέω
θέλω ν’ ανέβω στα βουνά
να προσκυνώ τον ήλιο
θέλω να βλέπω τα νερά
να παίζουν με τούς ίσκιους
να βλέπω και τη μάνα μου
τη γλυκοπικραμένη.

4. Ὁ Ήλιος
Σε μια μικρή χώρα έγινε μεγάλο έγκλημα
γι’ αυτό κάθε νέος και κάθε νέα σέ όλο τον κόσμο
πρέπει να κλάψει πικρά.
Γιατί όταν ποδοπατείται ένα λουλούδι
είναι τα νιάτα του κόσμου που ποδοπατιούνται.
Γιατί όπου σκοτώνεται ένα τραγούδι
είναι τα νιάτα του κόσμου που σκοτώνονται.
Βοηθήστε νέοι και νέες
να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα.
Ὁ Ήλιος μας είναι και ο δικός σας Ήλιος.
Είναι ο Ήλιος όλου του κόσμου.

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: Τα ποιήματα γράφτηκαν στην απομόνωση της Γενικής Ασφάλειας (Μπουμπουλίνας),κελί αρ. 4,τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1967. Τα 16 από αυτά μελοποιήθηκαν την ίδια εποχή.
Ηχογραφήσεις: 1971. Παρίσι, Μαρία Φαραντούρη. Πέτρος Πανδής, Μαρία Δημητριάδη, Αντώνης Καλογιάννης, George Willson (απαγγελία) από τη ζωντανή συναυλία στο Palais de Chaillot (Polydor).
1975 (Μinos).
1971,Γ. Καπερνάρος – Μ. Δημητριάδου, ΕΝΚ (Ηollande).
1977, Π. Πανδής, Σ. Μιχαηλίδου, Μ. Ζορμπαλά, Ν. Μητσοβολέας, (France).

Τα ποιήματα έγραψε και μελοποίησε ο Μίκης τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1967 μέσα στην απομόνωση της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών.
Το έργο «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1971, σε ζωντανή συναυλία

Όταν οι στρατιώτες ήρθαν να με συλλάβουν κοιμόμουνα. Μ’ έγδυσαν και με διέταξαν να γονατίσω. Ύστερα, μ’ έδεσαν πιστάγκωνα, όπως κάνουν οι Αμερικάνοι με τους Βιετκόγκ. Όταν η Μαρία μπήκε, ντράπηκα και τους ζήτησα να μου βάλουν το σώβρακο. Μου έβαλαν το σώβρακό μου και το πανταλόνι μου. Ήμουν ξυπόλυτος και είπα στη Μαρία να μου βάλει τα παπούτσια μου. Έσκυψε μπροστά μου και όταν μου έδενα τα κορδόνια, της ψιθύρισα: «Κουράγιο, Μαρία».

Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
ξεφύτρωσε ένας κάκτος
πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
που ονειρεύομαι γιασεμί
τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
η φωνή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμά του
τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί, η ζωή μου
είχε πάρει κάτι από το λεπτό άρωμά του
όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται
κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες
θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.

Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι.
Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας,
στο κελί αρ. 4 περίμενα το μαρτύριο και το θάνατο.
Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι.
Τότε έγραψα 32 ποιήματα.
Τις προηγούμενες νύχτες τις πέρασα άγρυπνος,
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να με πάρουν για το μαρτύριο
ή για την εκτέλεση.
Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή
του βέβαιου θανάτου.
Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου καθαρά την εικόνα της τελευταίας στιγμής.
Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθιά γαλάζιο.
Η ατμόσφαιρα διάφανη,
με κρυσταλλένια καθαρότητα.
Τι θα φώναζα σ’ αυτήν τη στιγμή του τέλους;
Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική.

Τα κελιά ανασαίνουν
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
η βροχή μας ενώνει
ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.

Αυτό το ποίημα,
γράφτηκε για τη Σίλβα Ακρίτα.

Στο τέταρτο πάτωμα
η μαμά σου κοιμάται Ελενα
μουσική θεία τα όνειρά της
Πεπίνο Ντι Κάπρι
Πέρα από τα όνειρα
μη την ξυπνήσεις…

Τα μεσημέρια η ζέστη ήταν φρικιαστική. Υπόφερα τρομερά. Κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο γυμνός,
όπως τη στιγμή που με πιάσανε.
Για προσκεφάλι είχα τα παπούτσια μου. (…)
Κάποτε καθόμουν στην καρέκλα, το μοναδικό έπιπλο. Άλλοτε βάδιζα. Πεντακόσια βήματα καθέτως. Πεντακόσια βήματα κυκλικά. Μετρούσα τα κάγκελα.

Ποτέ ποτέ ποτέ
δε θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
πράσινες κόκκινες κίτρινες μπλε μωβ θαλασσιές
ποτέ ποτέ ποτέ
δε θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα
πράσινα κόκκινα κίτρινα μπλε μωβ θαλασσιά
ποτέ ποτέ ποτέ ποτέ
δε θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές
όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω
ποτέ ποτέ ποτέ
δε θα γνωρίσω τη μία σημαία
τη μοναδική
εσένα Τάνια.

Στο τέλος τέλος ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός. Ίσως να είναι όμορφος, λέω στο φρουρό μου.

Έκτη Σεπτεμβρίου
ώρα έντεκα πρωινή
τώρα λούζονται τα πουλιά
στα ποτάμια
στα έλατα τρίβονται οι Βοριάδες.
Σε χτύπησε ο Τούρκος
στο Μπιζάνι.
Τώρα κάθεσαι και με κοιτάς
πίνεις καφέ
στάζεις φαρμάκι
αγάπη αγάπη
ο Ήλιος ψήνει
το σταφύλι
ώρα έντεκα πρωινή.

Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος
Πάψε πια να φωνάζεις
Λαθρέμπορος, λωποδύτης νταβατζής
Φωνητικές χορδές
Ο Αντρέας, ο Ηλίας, η Ανθή
Λαρύγγι ζώου λαρύγγι ανθρώπου

Αγιά Σοφιά στίφη βαρβαρικά
το υγρόν πυρ
ο Γέρος του Μοριά σκουλήκι.
Σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω
Ζερβά θηρία του Βόρνεο
Δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι
Μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
Και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη

Όμως με τον ερχομό της καινούριας μέρας, μόλις χτυπούσε ο ήλιος, η ζωή ξανάπαιρνε τα δικαιώματά της. Η ζωή με νικούσε. Με κατασπάραζε.
Τα πρόσωπα των παιδιών μου διαπερνούσαν
τη σκέψη μου. Θα ήταν για πάντα ορφανά
και ο πόνος θα κατοικούσε για πάντα στα όμορφα μάτια τους. Έδιωχνα με βία αυτή την εικόνα.

Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια,
έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
να γεμίσει κρατήρες με σκόνη,
να γίνει Σελήνη δίχως διάστημα,
κίνηση, ρυθμό, χαμένος διάττων
εσβεσμένος από αιώνες
καταδικασμένος ν’ ακούει φωνές ανθρώπων
να ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών
ο Άνθρωπος πέθανε! Ζήτω ο Άνθρωπος!

Η οδοντοστοιχία του Ήλιου
με απειλεί, το κάγκελο του χρόνου
με προστατεύει
ο Γιάννης ο Ιάσων
ο Βύρων ο Τάκης ο Αλέκος
στα κατάρτια ψηλά υψώστε
τα λεμόνια τα πορτοκάλια υψώστε
τα πέδιλα στην άμμο,
φωνές κρέμα νιβέα
ιππόκαμπος πασιέντσες νεσκαφέ
σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.

Ήμουν δυστυχής γιατί δε με σκότωναν αμέσως.
Τι θα μ’ έκαναν τώρα;
Το κεφάλι πονούσε. Το αίμα πονούσε.
‘Ωρα 2.3.4.5.6 το απόγιομα.

Μέσα στους παραδείσιους κήπους
του κρανίου μου
κίτρινος Ήλιος ταξιδεύει
στα φτερά του χρόνου
ακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτερά
προπορεύονται άγγελοι με τζετ
μεγαλόπρεπη πορεία πάνω από μπανανιές
ευκαλύπτους και πεύκα που καλύπτουν
την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου
στη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνες
σκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρες
ακούν τους καταρράχτες που χάνονται
στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου
εκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαν.
Αιφνιδίως η πομπή ακινητοποιείται
ώρα έξι το απόγευμα, ώρα έξι ακριβώς
σταματά η πομπή, ο χρόνος, ο Ήλιος
μονάχα τα πουλιά ταξιδεύουν
χτυπούν τα ξύλινα φτερά
και τα τζετ, θρηνούν κι αυτά αγγελικά.

Όταν εσύ φωνάζεις
Εγώ κοιμάμαι
όταν εσύ πονάς
Εγώ χασμουριέμαι
όταν εσύ σφαδάζεις
Εγώ ξύνομαι
Σεπτέμβριος
Ημέρα δεκάτη έκτη
της Δημιουργίας
Διονύση!

Κλαίω, φωνάζω! Η καρδιά μου ξαλαφρώνει.
Ίσως να με σκέπτονται.
Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ.
«934.303, 934.303» φωνάζω.
Ίσως κάποιος ακούσει και τηλεφωνήσει «ο Μίκης ζει»

Γειά σου Ακρόπολη
Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου
ο Πολικός σημαδεύει με φως
το σταθερό σημείο του κόσμου.
Αθήνα η πρώτη
στο βυθό των αιώνων με το γυαλί
σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.
Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά
η Γενική κέντρο του κόσμου.
Ο Πολικός γυρίζει σταθερά
το φουγάρο του μαγειρείου
σημαδεύει με καπνό
το σταθερό σημείο του Στερεώματος
η Πούλια, η Αφροδίτη
η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ
πέντε εκατομμύρια έτη φωτός
σταθερή γραμμή διασχίζει
πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες
σε πέντε μέτρα, σε πέντε μέτρα
σε πέντε μόνο μέτρα
από το κελί μου.

Η Σίλβα αγαπούσε τον Πεπίνο ντι Κάπρι.
Στη Φιλοθέη ακούγαμε Μαρκόπουλο.
Το βράδυ περπατούσαμε προσεκτικά στο σκοτεινό κήπο κάτω από τις βερικοκιές.
Η Έλενα κρατούσε μια φυσαρμόνικα.
Επουράνιοι ποταμοί
υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας
οδός ονείρων ομόνοια
Σίλβα
σίγμα γιώτα λάμδα
βήτα άλφα
Φιλοθέη Χαϊδάρι
τα νερά τους ξανθά
δυο στρώματα ξανθά
δυο στρώματα πράσινα
στη μέση εγώ κόκκινη ακρίδα
φτερά φυσαρμόνικες
ήχοι από νερό
σαύρες φεγγάρια
βουτούν βυθίζονται πνίγονται
κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα

Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα.
Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός.
Νικώ το χρόνο και το θάνατο…

Ο χρόνος διαλύεται
μέσα στη στιγμή το ελάχιστο γίνεται
ο μέγιστος τύραννος
βασανίζει ανθισμένες πληγές
γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις
για κάτι άλλο, αυτό το άλλο
είναι που ζούμε κάθε στιγμή
νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο
όμως το άλλο δεν υπάρχει
είμαστε εμείς η Μοίρα μας
που μας λοξοκοιτάζει.
Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα
δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε
δεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλο
τον πύρινο κύκλο
του Ήλιου και του Θανάτου.

Όταν σταματήσει ο χρόνος
Το κελί μου γεμίζει μήνες
μήνες, μέρες,
ώρες, στιγμές
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
ένα βήμα πριν από το χάος
υπάρχει χάος
ένα βήμα μετά το χάος
υπάρχει χάος
εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά
υπάρχω μέσα στο χάος
δεν υπάρχω

Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω
Ανατολικά-Δυτικά
ορδές αγίων, ορδές δαιμόνων
ορδές αγίων, ορδές στρατηγών.
είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα
αντίο Ήλιε, αντίο Ήλιε, αντίο Ήλιε
αντίο Φως
καληνύχτα

Στις 23/11/2008, το έργο «ο Ηλιος
και ο Χρόνος» παρουσιάστηκε με την Μαρία Φαραντούρη στην Εκκλησία του Πάθους, την Possionskirche, στο Βερολίνο, σε σκηνοθεσία¬ Gerd Hof.

ΕΠΙΦΑΝΙΑ ΑΒΕΡΩΦ

Ποίηση: Γιώργου Σεφέρη
Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά
στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα
κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει
στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι
κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά τ’ άστρα του Κύκνου
κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν

Κράτησα τη ζωή μου
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα
κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή του βραδιάζει

Κράτησα τη ζωή μου
στ’ αριστερό σου χέρι
μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου
τάχα να υπάρχουν στην άμμο
του περασμένου καλοκαιριού
τάχα να μένουν
εκεί που φύσεξε ο βοριάς
καθώς ακούω
γύρω στη παγωμένη λίμνη
την ξένη φωνή
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν
μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή
βυζαίνοντας το παιδί της

Ανεβαίνω τα βουνά
μελανιασμένες λαγκαδιές
ο χιονισμένος κάμπος,
ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος
τίποτε δε ρωτούν μήτε ο καιρός κλειστός
σε βουβά ερμοκλήσια
μήτε τα χέρια που απλώνουνται
για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά
μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ
ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού
τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν
την ανάμνηση της φωνή σου
λέγοντας “ευτυχία”

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας
τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες
τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα
κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι
της σιωπής

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του,
γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα,
στο πρόσωπό σου μέσα στον άδειο κήπο,
στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό
μέσα στα κάτασπρα φτερά του
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει
δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια,
εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες
να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια
των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα
του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος
και φτεροκόπησε η καρδιά σου
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή,
κράτησα τη ζωή μου

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο
στα πατήματα των αλόγων

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ποίηση: Γιώργου Σεφέρη
Σύνθεση: Ιανουάριος του 1968 στις Φυλακές Αβέρωφ.
Ηχογράφηση: 1971, Παρίσι, Μαρία Φαραντούρη, Polydor

1. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΕΙΣ

Τώρα που θα φύγεις,
πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι

Μια μέρα π’ αντηχούσαν σάλπιγγες
κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα
σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
Και τ’ άλογα ιδρωμένα
σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στην γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με την γνώση των γονιών μας
και το αίμα τ’ αδερφού μας ζωντανό
στο χώμα

Ήταν μια γερή χαρά
μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους

Τώρα που θα φύγεις,
τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει
τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιον θα σκοτώσει
και πως θα τελειώσει
Πάρε μαζί σου το παιδί
που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα
τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά
τα δέντρα

2. ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ Η ΠΛΗΓΗ

Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα
και συγγενέυουν με το κορμί μου

Όταν πέφτει σιγή
κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων
αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν
αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν
μέσα στα χρόνια, μέσα στα χρόνια
ώσπου θα με παρασύρουν

Τη θάλασσα, τη θάλασσα
ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει
βλέπω τα χέρια κάθε αυγή
να γνέφουν στον γύπα και στο γεράκι

Δεν μένει πάνω στον βράχο
που έγινε με τον πόνο δικός μου
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν
τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
και κοιτάω τα χαμόγελα
που δεν προχωρούν των αγαλμάτων

3. Ο ΥΠΝΟΣ ΣΕ ΤΥΛΙΞΕ

Ο ύπνος σε τύλιξε, ο ύπνος σε τύλιξε
με πράσινα φύλλα
ανάσαινες, με πράσινα φύλλα, ανάσαινες

Σαν ένα δέντρο, σαν ένα δέντρο
με πράσινα φύλλα, ανάσαινες
με πράσινα φύλλα, ανάσαινες

Μέσα στο ήσυχο φως
μέσα στην διάφανη πηγή
κοίταζα τη μορφή σου

Κλεισμένα βλέφαρα, κλεισμένα βλέφαρα
και τα ματόκλαδα σου, χαράζαν το νερό
και τα ματόκλαδα σου, χαράζαν το νερό

4. ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ

Λίγο ακόμα θα ιδούμε, λίγο ακόμα θα ιδούμε
Τις αμυγδαλιές ν’ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν’ανθίζουν
τις αμυγδαλιές ν’ανθίζουν

Λίγο ακόμα θα ιδούμε, λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν,
να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει

Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
Λίγο ψηλότερα-λίγο ψηλότερα-λίγο ψηλότερα
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
Λίγο ψηλότερα-λίγο ψηλότερα-λίγο ψηλότερα

1. ΤΑ ΛΑΪΚΑ

Ποίηση: Μάνου Ελευθερίου
Σύνθεση: Μάρτιος του 1968, Αθήνα.
Ηχογραφήσεις: 1970, Γ. Καπερνάρος, Chranders.
1971. Παρίσι, Μαρία Δημητριάδου, Αντώνης Καλογιάννης, Polydor
1974, Μ. Μητσιάς. ΕΜΙ
1978, Arja SaiJonmaa, Metronome.
Τραγούδια:
ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΕΧΕΙ ΚΑΗΜΟ
ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΣΤΗ ΣΚΕΠΗ
Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Η ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΧΤΗ
ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΠΟΤ ΞΑΝΑΡΧΙΖΕΙ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟ
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΑΙΡΟ
ΤΟ ΨΩΜΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΟ
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΦΕΥΓΕΙ ΣΤΙΣ ΟΧΤΩ
ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ
ΗΡΘΑΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΝΩΡΙΣ

1. ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΕΧΕΙ ΚΑΗΜΟ

Το παλικάρι έχει καημό
κι εγώ στα μάτια το κοιτώ
και το κοιτώ και δε μιλώ
απόψε, απόψε που έχει τον καημό

Βδομάδα πάει χωρίς δουλειά
κι έξω χιονίζει και φυσά
χωρίς τσιγάρο και δουλειά
απόψε, απόψε μου σκίζει την καρδιά

Το παλικάρι έχει καημό
μα όταν κοιτάει τον ουρανό
τα μάτια του είναι δυο πουλιά
απόψε, απόψε το δάκρυ μου κυλά

2. ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

Μια νυχτερίδα στη σκεπή
Φυλάει το σπιτικό μου
Μια νυχτερίδα στη σκεπή
Φυλάει το σπιτικό μου

Ποιος άραγε θα σου το πει
Να μάθεις τον καημό μου

Σου στέλνω χαιρετίσματα
Κι ο άνεμος τα παίρνει
Κι αν πέσουν και στα κύματα
Πίσω ξανά τα φέρνει

Μετρώ τις μέρες που περνούν
Κι αυτές που ήσουν κοντά μου
Μετρώ τις μέρες που περνούν
Κι αυτές που ήσουν κοντά μου

Μα βρίσκω ίδια πως πονούν
Τα μάτια κι η καρδιά μου

Σου στέλνω χαιρετίσματα
Κι ο άνεμος τα παίρνει
Κι αν πέσουν και στα κύματα
Πίσω ξανά τα φέρνει

3. Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Σ’ αυτή τη γειτονιά
και βράδυ και πρωί
περάσαμε και χάσαμε
ολόκληρη ζωή

Σ’ αυτή τη γειτονιά
μας πήραν οι καημοί
μας πήραν και μας πρόδωσαν
για μια μπουκιά ψωμί

Σ’ αυτή τη γειτονιά
μες στο μικρό στενό
χαθήκαμε και ζήσαμε
μακριά κι απ’ το Θεό

4. Η ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΧΤΗ

Η πόρτα μου είναι ανοιχτή
Αν κάποτε γυρίσεις
Εκτός κι αν θες
να ξεχαστείς ωωω
Και να με λησμονήσεις

Έχω νερό για να πλυθείς
Κρεβάτι έχω στρωμένο
Κι όταν πλυθείς και χτενιστείς
Ξάπλωσε για να κοιμηθείς

Η πόρτα μου είναι ανοιχτή
Και τα παράθυρα μου
Μα πέρασε όλη μου η ζωή ωωω
Κι είν’ άδεια η καρδιά μου

Έχω νερό για να πλυθείς
Κρεβάτι έχω στρωμένο
Κι όταν πλυθείς και χτενιστείς
Ξάπλωσε για να κοιμηθείς

5. ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ

Κάθε πρωί, καταργούμε τα όνειρα,
χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια.
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο,
κάθε πρωί, χαιρετάμε τους χθεσινούς φίλους, φίλους, φίλους.
Οι νύχτες μεγαλώνουν,
μεγαλώνουν σαν αρμονικές,
ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά,
ασήμαντες απαρριθμήσεις.
Τίποτα, τίποτα.
Λέξεις μόνο για τους άλλους,
μα που τελειώνει η μοναξιά.

6. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟ

Το σπίτι μου είναι μικρό
και δεν χωράει η αγάπη μου
πες μου που θα ‘ρθω να σε βρω
Το σπίτι μένει σκοτεινό
κι έχει τη νύχτα μοίρα του
και δε χωράει τον ουρανό

Ζωή μικρή, ζωή πικρή,
πληγή με το μαχαίρι
φτώχεια, φαρμάκι, δάκρυα,
χειμώνα καλοκαίρι

Τα παραθύρια είναι φωλιές
για τα πουλιά της άνοιξης
και για τις άδειες αγκαλιές
Κι είν’ η καρδιά μου μοναχή,
κι είναι το σπίτι που άφησες
σαν νύχτα με πολλή βροχή

7. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Έχει η αγάπη τον καημό
Κι η ξενιτιά τον δρόμο
Ο στρατιώτης τ’ όπλο του ωωω
Κι ο δικαστής, κι ο δικαστής τον νόμο

Μα εγώ είμαι ξένος που περνά
Γι’ αυτούς που με ξεχάσανε
Κι αυτοί που με δικάσανε ωωω
Πίνουν το αίμα μου ξανά

Όπου έχει μαύρη την ψυχή
Έκει και το μαχαίρι
Κι όπου το φίδι καρτερεί
Εκεί είναι πε-, εκεί είναι περιστέρι

Μα εγώ είμαι ξένος που περνά
Γι’ αυτούς που με ξεχάσανε
Κι αυτοί που με δικάσανε ωωω
Πίνουν το αίμα μου ξανά

8. ΤΟ ΨΩΜΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΟ

Τον πρώτο χρόνο φάμπρικα
τον άλλον στα ψυγεία
χωρίς να θέλω βρέθηκα
μες στα μηχανουργεία

Μα το ψωμί μου είναι γλυκό
και το κρασί ζαλίζει
τώρα που έ
-τώρα που έμαθα κι εγώ
η ρόδα πως γυρίζει

Την πρώτη μέρα γέλασες
την άλλη μου μιλούσες
χωρίς να ξέρω έπαιρνα
το δρόμο που γυρνούσες

9. Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΑΙΡΟ

Σ’ αυτό τον δύσκολο καιρό
μπερδέυτηκα για να σε βρω

Χωρίς καμιά παρηγοριά
και με μιαν άρρωστη καρδιά

Χωρίς καμιά παρηγοριά
και με μιαν άρρωστη καρδιά

Πέρασα δρόμους και στενά
μα ήταν τα σπίτια σκοτεινά

Φαρμάκι το ψωμί πικρό
που ‘τρώγα μέχρι να σε βρω

Φαρμάκι το ψωμί πικρό
που ‘τρώγα μέχρι να σε βρω

Έχασα την μισή ζωή ωωω
κι είναι η ψυχή μου μια πληγή

Που πρέπει να σε ξαναβρώ
σ’ αυτό το δύσκολο καιρό

Που πρέπει να σε ξαναβρώ
σ’ αυτό το δύσκολο καιρό

Πέρασα δρόμους και στενά
μα ήταν τα σπίτια σκοτεινά

Φαρμάκι το ψωμί πικρό
που ‘τρώγα μέχρι να σε βρω

Φαρμάκι το ψωμί πικρό
που ‘τρώγα μέχρι να σε βρω

10. ΤΟ ΤΡΕΝΟ (ΦΕΥΓΕΙ ΣΤΙΣ ΟΚΤΩ)

Το τρένο φεύγει στις οχτώ
Ταξίδι για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δεν θα μείνει
Να μην θυμάσαι στις οχτώ
Να μην θυμάσαι στις οχτώ
Το τρένο για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δεν θα μείνει

Σε βρήκα πάλι ξαφνικά
Να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
Νύχτα δεν θα ’ρθεις σ’ άλλα μέρη
Να ‘χεις δικά σου μυστικά
Να ‘χεις δικά σου μυστικά
Και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει
Νύχτα δεν θα ’ρθεις σ’ άλλα μέρη

Το τρένο φεύγει στις οχτώ
Μα εσύ μονάχος έχεις μείνει
Σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
Μες στην ομίχλη πέντε-οχτώ
Μες στην ομίχλη πέντε-οχτώ
Μαχαίρι στην καρδιά σου εγίνη
Σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη

11. ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ

Εδώ δεν είναι το Πασαλιμάνι
μήτε χαρά για ν’ ακουστεί
σα μια φωνή ο κόσμος σου με φτάνει
από παλιά κι αξέχαστη γιορτή.

Μου λες πως πέρασε ο καιρός
κι όλο πως έχει, πως έχει ο Θεός,
πως έχει και δε μας ξεχνάει
την κάθε πρώτη του μηνός.

Εδώ δεν έχει πόρτα να χτυπήσεις
μήτε κορίτσια να μιλάς
κι ο δρόμος που σε λίγο θα γνωρίσεις
θέλει κι αυτόν να τον παρακαλάς.

12. ΗΡΘΑΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ

Ήρθαν τα βάσανα νωρίς
κι ούτε να κλάψεις δεν μπορείς
πρωί σε πνίγει ο καημός
και βράδυ η πίκρα καθενός

Φεύγουν οι μέρες κι ο καιρός
κι ο ουρανός είναι μικρός
για να χωρέσει τη φωτιά
το δάκρυ και την ξενιτιά

Μας παίρνουν το αίμα και το φως
μα την καρδιά να ξέρεις πως
όσο στο χώμα την πατάς
ύστερα πιό ψηλά πετάς

13. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν είσαι συ το αίμα της φωτιάς
εσύ π’ ανοίγεις την πληγή
με το μαχαίρι την αυγή

Ο Ποιητής είναι παράθυρο ανοιχτό
στην εξουσία των καιρών
κι έχει τη μνήμη των νεκρών.

Μιλάει τη γλώσσα του Θεού
με τη φωνή του κεραυνού.
Μιλάει τη γλώσσα του Θεού
κι έχει τα μάτια του παντού.

Δεν είσαι εσύ αυτός που με κρατά
με δυο μαχαίρια σταυρωτά
κι έχει στους ώμους του πουλιά

Ο Ποιητής φοράει τον ήλιο στα μαλλιά
κι ανήκει χώρια καθενός
– θάλασσα είναι κι ουρανός.

14. Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

Κάποτε θά ‘ρθει ένα πρωί
κι ο μαύρος καβαλάρης
κι αν ειν’ ο κουρνιαχτόςπολύς,
το σύννεφο να πάρεις.

Βάλε γαλάζια και χρυσά
και ντύσου στο μετάξι
κι αν είναι ήλιος θα ντραπεί
και το κακό θ’ αλλάξει.

Μ’ άν είναι νύχτα του φονιά
και νύχτα του Σαββάτου
σαν δαχτυλίδι τ’ όνομα
δώσε το του θανάτου.

15. ΣΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΑΥΛΗ

Στου πικραμένου την αυλή
βγαίνει ξερό χορτάρι
δεν έχει δέντρο και πουλί
τον πόνο του να πάρει.

Κι αυτά τα δάκρυα τα καυτά
δεν ξέρεις για που πάνε
για όσους θά ‘ρθουν ή γι’ αυτούς
που πίσω δεν γυρνάνε.

Μες στο παλιό το σπιτικό
που έχουν όλοι φύγει
ο θάνατος το μυστικό
σιγά-σιγά τυλίγει.

16. ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΠΗΡΕ Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Όσους δεν πήρε η μοναξιά
τους έχει πάρει ο θάνατος
κι είχαν τα λόγια τους πουλιά
να κελαηδούν στην πόρτα μου.
Όσους δεν πήρε ο ποταμός
τους πρόδωσαν τα όνειρα
νύχτα τους πήρε και καπνός
και μας φιλούν στον ύπνο μας.

17. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΙΣΣΑ

Πέρασαν τα χρόνια
σαν το σκοτεινό ποτάμι
πέρασες και συ μέσα στη ζωή μου

τώρα που κάθομαι
να λογαριάσω
πόσοι χαθήκαν
πόσοι μας άφησαν
και ποιοι σκορπίσανε

τώρα που κάθε μέρα λιγοστεύουν
εκείνοι που μας πόνεσαν

όσοι μας βρήκανε
στη νύχτα του θανάτου

εγώ σε ονομάζω καταφυγή μου,
Ευαγγελία Πίσσα.

18. ΤΩΡΑ ΚΡΥΨΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ

Μέσα στη μικρή καρδιά σου
πέρασε ο κουρνιαχτός
τώρα κρύψε τ’ όνομά σου
κι ειν’ ο δρόμος ανοιχτός
μόνο μέσα στα όνειρά σου.

Τώρα σε φυλάνε σκύλοι
και σε καρτερούν ληστές
δέντρα γίναν όλοι οι φίλοι
μπρος στις πόρτες τις κλειστές
άγρια χόρτα και τριφύλλι.

19. ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΡΑΔΙΑ

Είχε για στέγη το σπίτι από πουλιά
τον Αύγουστο
και τα πουλιά της νύχτας

θεμέλια τη θάλασσα και το νοτιά.
Τρεις νύχτες κάρφωναν,
τρεις μέρες έχτιζαν

την τέταρτη βραδιά
κάθισα στη μέση
κι άναψα τη λάμπα μου
την τέταρτη βραδιά
τέσσερα μαχαίρια
τέσσερα καρφιά
μέσα στην καρδιά μου.

20. ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Μού ‘πες ποιο είναι τ’ όνομά σου
τον τόπο που έχεις γεννηθεί
για ποιον φυλάς τα δάκρυά σου
κι έχει από σένα πια χαθεί.

Μού ‘πες για λόγια και γι’ ανθρώπους
μα τέτοια θά ‘χεις ξαναπεί
κάθε φορά και σ’ άλλους τόπους
χωρίς αγάπη και ντροπή.

Μου διάβασες ξανά Σεφέρη
το ίδιο που έκανες και χτες
μα εμένα η καρδιά μου ξέρει
πως δεν μας σώζουν ποιητές.

Μου διάβασες και τον Ελύτη
κι ακούσαμε και μουσική
μού ‘δειξες το παλιό σου σπίτι
κι ό,τι κρυμμένο είχες εκεί.

Μου μίλησες με ξένες γλώσσες
μα να με πείσεις δεν μπορείς.
Εγώ μεγάλωσα με τόσες
τόσες πληγές, που συγχωρείς.

21. ΕΧΕΙΣ ΜΑΤΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Έχεις μάτια το φεγγάρι
κι είναι η νύχτα σπιτικό σου
μα από αυτά που μου ’χεις πάρει
τίποτα δεν είν’ δικό σου.

Έχεις δάκρυα την αγάπη
με φωτιά και με μαχαίρι
κι έχεις για κρασί φαρμάκι
και το χωρισμό στο χέρι.

22. ΚΛΑΨΕ ΣΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΜΟΥ
ΤΗΝ ΝΤΡΟΠΗ ΣΟΥ

Τώρα θα γράψεις
κι εσύ για να με πείσεις
όσα θυμάσαι
κι ό,τι άκουσες πικρό.

Μα οι άλλοι έχουν
εφεδρείες αναμνήσεις
έχουν μαζί τους τον καιρό.

Κλάψε στα γόνατά μου
την ντροπή σου
θα του τρυπάω
το κεφάλι με καρφιά

θά ‘ναι τα χέρια μου
σπαθιά στην όρεξή σου
φίδια θα τρέχουν
μες στα μάτια τα κλειστά.

2. ΝΥΧΤΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ποίηση: Μάνου Ελευθερίου
Σύνθεση: 1968, Βραχάτι.
Ηχογράφηση: 1974, Αντώνης Καλογιάννης Ενορχήστρωση Κώστα Κλάββα, Polydor
Τραγούδια:
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ
ΣΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΑΥΛΗ
ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΠΗΡΕ Η ΜΟΝΑΞΙΑ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΙΣΣΑ
ΤΩΡΑ ΚΡΥΨΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΡΑΔΙΑ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΕΧΕΙΣ ΜΑΤΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΚΛΑΨΕ ΣΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΜΟΥ ΤΗ ΝΤΡΟΠΗ ΣΟΥ

1. Γενέθλια
Μού `πες ποιο είναι τ’ όνομά σου
τον τόπο που έχεις γεννηθεί
για ποιον φυλάς τα δάκρυά σου
κι έχει από σένα πια χαθεί.

Μού `πες για λόγια και γι’ ανθρώπους
μα τέτοια θά `χεις ξαναπεί
κάθε φορά και σ’ άλλους τόπους
χωρίς αγάπη και ντροπή.

Μου διάβασες ξανά Σεφέρη
το ίδιο που έκανες και χτες
μα εμένα η καρδιά μου ξέρει
πως δε μας σώζουν ποιητές.

Μου διάβασες και τον Ελύτη
κι ακούσαμε και μουσική
μού `δειξες το παλιό σου σπίτι
κι ό,τι κρυμμένο είχες εκεί.

Μου μίλησες με ξένες γλώσσες
μα να με πείσεις δεν μπορείς.
Εγώ μεγάλωσα με τόσες
τόσες πληγές, που συγχωρείς.

2. Ευαγγελία Πίσσα
Πέρασαν τα χρόνια σαν το σκοτεινό ποτάμι
πέρασες και συ μέσα στη ζωή μου

τώρα που κάθομαι να λογαριάσω
πόσοι χαθήκαν
πόσοι μας άφησαν
και ποιοι σκορπίσανε

τώρα που κάθε μέρα λιγοστεύουν
εκείνοι που μας πόνεσαν

όσοι μας βρήκανε στη νύχτα του θανάτου

εγώ σε ονομάζω καταφυγή μου,
Ευαγγελία Πίσσα.

3. Έχεις μάτια το φεγγάρι
Έχεις μάτια το φεγγάρι
κι είναι η νύχτα σπιτικό σου
μα από αυτά που μου ’χεις πάρει
τίποτα δεν είν’ δικό σου.

Έχεις δάκρυα την αγάπη
με φωτιά και με μαχαίρι
κι έχεις για κρασί φαρμάκι
και το χωρισμό στο χέρι.

4. Κλάψε στα γόνατά μου την ντροπή σου
Τώρα θα γράψεις κι εσύ για να με πείσεις
όσα θυμάσαι κι ό,τι άκουσες πικρό.

Μα οι άλλοι έχουν εφεδρείες αναμνήσεις
έχουν μαζί τους τον καιρό.

Κλάψε στα γόνατά μου την ντροπή σου
θα του τρυπάω το κεφάλι με καρφιά
θά `ναι τα χέρια μου σπαθιά στην όρεξή σου
φίδια θα τρέχουν μες στα μάτια τα κλειστά.

5. Μιλώ
Στίχοι: Μανώλης Αναγνωστάκης

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

6, Ο μαύρος καβαλάρης
Κάποτε θά `ρθει ένα πρωί
κι ο μαύρος καβαλάρης
κι αν ειν’ ο κουρνιαχτόςπολύς,
το σύννεφο να πάρεις.

Βάλε γαλάζια και χρυσά
και ντύσου στο μετάξι
κι αν είναι ήλιος θα ντραπεί
και το κακό θ’ αλλάξει.

Μ’ άν είναι νύχτα του φονιά
και νύχτα του Σαββάτου
σαν δαχτυλίδι τ’ όνομα
δώσε το του θανάτου

7. Ο Ποιητής
Όσους δεν πήρε η μοναξιά
τους έχει πάρει ο θάνατος
κι είχαν τα λόγια τους πουλιά
να κελαηδούν στην πόρτα μου.

Όσους δεν πήρε ο ποταμός
τους πρόδωσαν τα όνειρα
νύχτα τους πήρε και καπνός
και μας φιλούν στον ύπνο μας.

8. Όσους δεν πήρε η μοναξιά
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει ξερό χορτάρι
δεν έχει δέντρο και πουλί τον πόνο του να πάρει.

Κι αυτά τα δάκρυα τα καυτά δεν ξέρεις για που πάνε
για όσους θά `ρθουν ή γι’ αυτούς που πίσω δε γυρνάνε.

Μες στο παλιό το σπιτικό που έχουν όλοι φύγει
ο θάνατος το μυστικό σιγά σιγά τυλίγει.

9. Στου πικραμένου την αυλή
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει ξερό χορτάρι
δεν έχει δέντρο και πουλί τον πόνο του να πάρει.

Κι αυτά τα δάκρυα τα καυτά δεν ξέρεις για που πάνε
για όσους θά `ρθουν ή γι’ αυτούς που πίσω δε γυρνάνε.

Μες στο παλιό το σπιτικό που έχουν όλοι φύγει
ο θάνατος το μυστικό σιγά σιγά τυλίγει.

10. Την τέταρτη βραδιά
Είχε για στέγη το σπίτι από πουλιά
τον Αύγουστο και τα πουλιά της νύχτας

θεμέλια τη θάλασσα και το νοτιά.
Τρεις νύχτες κάρφωναν, τρεις μέρες έχτιζαν

την τέταρτη βραδιά κάθισα στη μέση
κι άναψα τη λάμπα μου
την τέταρτη βραδιά τέσσερα μαχαίρια
τέσσερα καρφιά μέσα στην καρδιά μου.

11. Τώρα κρύψε τ΄ όνομά σου
Μέσα στη μικρή καρδιά σου
πέρασε ο κουρνιαχτός
τώρα κρύψε τ’ όνομά σου
κι ειν’ ο δρόμος ανοιχτός
μόνο μέσα στα όνειρά σου.

Τώρα σε φυλάνε σκύλοι
και σε καρτερούν ληστές
δέντρα γίναν όλοι οι φίλοι
μπρος στις πόρτες τις κλειστές
άγρια χόρτα και τριφύλλι.

3. ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ
Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1968,Βραχάτι.
Ηχογραφήσεις:
1970, George Moustaki, Polydor.
1971, Αντώνης Καλογιάννης, Polydor
Τραγούδια:
ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ
ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΟ
ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΔΕΙΣ
ΤΟ ΣΦΑΓΕΙΟ

Τα τραγούδια του Ανδρέα

“Τα τραγούδια του Ανδρέα”, έργο αφιερωμένο στον αγωνιστή του αντιδικτατορικού αγώνα Ανδρέα Λεντάκη. Αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και κυρίως στα βασανιστήρια που υποβάλλονταν τόσο ο μουσικοσυνθέτης, τον είχαν τοποθετήσει σε κελί κοντά σε χώρους βασανισμού, όσο και τα βασανιστήρια που είχε υποστεί ο ίδιος ο Ανδρέας Λεντάκης, στο κτήριο της Ασφάλειας της Μπουμπουλίνας. Στη δισκογραφία ο κύκλος τραγουδιών “Τα τραγούδια του Ανδρέα” συμπεριλαμβάνεται στο “Θεοδωράκης Διευθύνει Θεοδωράκη Νο 2”

Είμαστε δυο

Είμαστε δυο, είμαστε δυο,
η ώρα σήμανε οχτώ
κλείσε το φως, χτυπά φρουρός,
το βράδυ θά ‘ρθουνε ξανά
έμπα μπροστά, έμπα μπροστά
και οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή και ακολουθεί
το ίδιο τροπάρι το γνωστό
Βαράνε δυο, βαράνε τρεις,
βαράνε χίλιοι δεκατρείς
Πονάς εσύ, πονάω εγώ,
μα ποιος πονάει πιο πολύ
θά ‘ρθει καιρός να μας το πει

Είμαστε δυο, είμαστε τρεις,
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό με την βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί

Είμαστε δυο, είμαστε τρεις,
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό με την βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί

Ο εκδικητής ο λυτρωτής
είμαστε δυο, είμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς

Είσαι Έλληνας – 1968

Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά
πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.

Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος
Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών
Είσαι Έλληνας, είσαι Έλληνας.

Πίνεις την προδοσία με το γάλα,
πίνεις την προδοσία με το κρασί.

Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος,
πρέπει να δεις, πρέπει να γίνεις,
αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά

Καιρός να δεις ( Σου είπαν ψέματα πολλά ) – 1968

Σου είπαν ψέματα πολλά,
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν,
ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου, σου κρύβουν την αλήθεια.

Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν,
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;

Καιρός να σταματήσεις,
καιρός να τραγουδήσεις,
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις,
καιρός να δεις.

Το σφαγείο ( Το μεσημέρι )

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ

Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό

1. ΑΡΚΑΔΙΑ Ι
Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1968,Ζάτουνα.
Ηχογράφηση: 1973, Παρίσι, Πέτρος Πανδής. Στό τραγούδι, Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ παίζει πιάνο και τραγουδά μαζί με τον Πέτρο Πανδή ο ίδιος ο συνθέτης, ΕΜΙ.
Τραγούδια:
Ω ΒΟΥΝΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ
Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΝΙΑ ΧΡΟΝΩΝ
ΨΗΛΑ ΣΤΗΣ ΡΏΣΙΑΣ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΕΩΣ
ΕΙΜΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ

Αρκαδία I
Στίχοι: Μίκη Θεοδωράκη

2. ΕΙΜΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ

Είμαι Ευρωπαίος, έχω δυο αυτιά
Το ‘να μου ν’ ακούει, τ’ άλλο δεν γροικά
Αν στενάζει Τσέχος, Ρώσσος, Πολωνός
Ο άνθρωπος πονάει, πέφτει ο ουρανός

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά
Εκεί ψηλά στον Υμηττό
Υπάρχει κα-, υπάρχει κα-
Υπάρχει κάποιο μυστικό

Αν πονέσει μάυρος, Έλληνας, Ινδός
Τι με νοιάζει εμένα, ας νοιαστεί ο Θεός
Αν πονέσει μάυρος, Έλληνας, Ινδός
Τι με νοιάζει εμένα, ας νοιαστεί ο Θεός

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά
Εκεί ψηλά στον Υμηττό
Υπάρχει κα-, υπάρχει κα-
Υπάρχει κάποιο μυστικό

Είμαι Ευρωπαίος, έχω δυο αφτιά
Το ‘να μου ν’ ακούει, απ’ τ’ Ανατολικά
Την πόρτα μου χτυπάει και πάλι ο φασισμός
Όμως σε τέτοιους ήχους, είμ’ εντελώς κουφός

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά
Εκεί ψηλά στον Υμηττό
Υπάρχει κα-, υπάρχει κα-
Υπάρχει κάποιο μυστικό

Έχω ένα αυτί μεγάλο, τ’ άλλο πολύ μικρό
Κι έτσι ήσυχος τριγάω, χαρά, πολιτισμό
Έχω ένα αυτί μεγάλο, τ’ άλλο πολύ μικρό
Κι έτσι ήσυχος τριγάω, χαρά, πολιτισμό

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά
Εκεί ψηλά στον Υμηττό
Υπάρχει κα-, υπάρχει κα-
Υπάρχει κάποιο μυστικό

3. ΨΗΛΑ ΣΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
Εκεί που φυσάει ο βοριάς
Το ξανθό γένος να ‘ρθει αιώνια
Προσμένει ο δόλιος ο Ραγιάς

Αγάπες, τραγούδια, λουλούδια
Μας στέλνουν και λόγια καυτά

Στου Φάληρου μπρος τα μουσούδια
Οι άλλοι μας στέλνουν θωρηκτά

Ραγιάδες πονούν και στενάζουν
Πάει και τούτη η γενιά
Παράδεισο όλοι μας τάζουν
Στα χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά

4. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ

Η ακοή σου δύση βούλωσε
Η όραση δύση σκεπάστηκε
Η κοινωνία της καταναλώσεως

Πέπλο βαρύ σκεπάζει την ακοή σου
Πέπλο βαρύ σκεπάζει την όραση σου
Σκεπάζει την ψυχή σου

Ο πολιτισμός σου
ερείπια που καπνίζουν

Τα λόγια οσυ κουνούπια
που πετούν πάνω από τα έλη
Της βιομηχανικής σου παραγωγής

Κουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία
Κουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία

Πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί
Είν’ φωνή, δύση

Στην Ευρώπη
στρατόπεδα συγκέντρωσες
πλάι στην Ακρόπολη οι εξορίες

Ομως εσύ δεν ακούς
όμως εσύ δεν βλέπεις
όμως εσύ δεν ακούς
όμως εσύ δεν βλέπεις

Πάνω σε μοντέλο 1969
τρέχεις με 200 χιλιόμετρα
προς το θάνατο σου
τρέχεις με 200 χιλιόμετρα
προς το θάνατο σου

5. Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ

Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών
Εννιά χειμώνες, εννιά καλοκαίρια
Του βάλαμε στο βλέμμα κεραυνό

Τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια
Τις θάλασσες κρατά στα δυο του χέρια

Τα χέρια του τους σήκωσαν ψηλά
Τα χέρια του τους σήκωσαν ψηλά
Την πλάτη του κολλήσανε στον τοίχο
Μετράνε της ανάσας του τον ήχο

Κι ανασκαλεύουν την μικρή του την καρδιά
Κι ανασκαλεύουν την μικρή του την καρδιά

Να ζούσαμε σε γκέτο εβράϊκο
Να ζούσαμε σε γκέτο εβράϊκο
Με γύρω Γερμανούς φρουρούς θηρία
Ζάτουνα 1968

Την τρίτη μου περνάμε εξορία
Την τρίτη μου περνάμε εξορία

6. Ω ΒΟΥΝΑ

Ω βουνά, πανάρχαια
Της Αρκαδίας βουνά, βουνά περήφανα
Βουνά ανυπόταχτα
Τίμια βουνά
Η τιμή ακρίβυνε
Η τιμή λιγόστεψε
Η τιμή πέθανε
Ένα παιδί πονάει
Το δικό μου το παιδί
Και γω δεμένος κοιτάζω, κοιτάζω
Τα έλατα
Άλλη ελπίδα δεν έχω
Από τα δέντρα

2. ΑΡΚΑΔΙΑ II
Ποίηση: Μάνου Ελευθερίου
Σύνθεση: Ιανουάριος 1969,Ζάτουνα.
Ηχογραφήσεις: 1973. Παρίσι, (τα τέσσερα μόνο τραγούδια), Πέτρος Πανδής, ΜΡΜ.
1974. Ολλανδία, (τα έξι τραγούδια) Ντόρα Γιαννακοπούλου, CNR.
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν το 1976 ερμηνευμένα από τον συνθέτη (πιάνο και φωνή), Lyra
Τραγούδια:
ΤΡΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
Ο ΧΡΗΣΜΟΣ
Η ΕΠΙΚΗΡΥΞΗ
ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ
ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ
ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
Ο ΛΟΓΟΣ Ο ΣΤΕΡΝΟΣ
ΠΗΡΑ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΛΗΣΤΗ
ΑΥΤΟΙ ΠΟΤ ΘΑ ‘ΡΘΟΥΝ ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ

Αρκαδία ΙΙ

1. ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΗΠΟ ΚΑΘΙΣΑ

Μέσα σε κήπο κάθησα
και σ’ ένα περιβόλι
μια Κυριακή απόγευμα,
μια Κυριακή και σχόλη

Τους φίλους μου συνάντησα
και πήγαμε σεργιάνι
στης Τερψιθέας τα στενά
και στο Πασαλιμάνι

Τώρα ο κήπος χάθηκε
κι οι φίλοι στο περβόλι
και το σεργιάνι στ’ όνειρο
έρχεται κάθε σχόλη

Τους φίλους μου συνάντησα
και πήγαμε σεργιάνι
στης Τερψιθέας τα στενά
και στο Πασαλιμάνι

2. ΜΑΝΑ, ΤΟ ΜΑΝΝΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ

Μάνα, το μάννα τ’ ουρανού,
δέντρο του παραδείσου
στη ρίζα του ψηλού βουνού
φύτεψα την ευχή σου

Κι απ’ την ευχή που φύτεψα,
βγήκε στο φως μια βρύση
κι απ’ τα σκοτάδια γύρισε
πουλί να κελαηδήσει.

Μάνα, το μάννα τ’ουρανού
κι όνειρο που δε σ’ έχει
στείλε μου πάλι μιαν ευχή,
ο πόνος μου ν’ αντέχει

3. ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ Η ΜΑΝΑ

Του Χάρου η μάνα κάθισε
σε δρόμο κι ανηφόρι
κι απ’ τον πολύ αναστεναγμό,
πήραν τα σπίτια μαρασμό
τα δέντρα ξεροβόρι.

Στέλνει γραφή στην Παναγιά
και στον μονογενή της
τρακόσιοι πάνε συνοδειά
και χίλιοι εκράτουν τα σπαθιά
πού ‘χαν οι λογισμοί της.

Μα η Παναγιά κεντάει πουλιά
σε μαρμαρένια βρύση
κι ο γιος της της χαμογελά.
Του Χάρου η μάνα δε μιλά,
δε θα ξαναμιλήσει.

4. ΣΕ ΛΕΝΕ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Σε λένε μάνα του Χριστού,
σε λεν κι άγια-Βαρβάρα
κλειδί του κάστρου του κλειστού
στην μάχης την αντάρα.

Απ’ όπου νά ‘σαι και θα ‘ρθεις
και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς,
πίσω δε θα γυρίσεις.

Σε λένε μάνα του ληστή
και μάνα του Πιλάτου
μα εσύ κρυφά μιλάς και κλαις
τις ώρες του θανάτου.

Απ’ όπου νά ‘σαι και θα ‘ρθείς
και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους
κι αν βρεθείς, πίσω δεν θα γυρίσεις.
5. ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ ΠΑΝΑΓΙΑ

Γλυκοφιλούσα Παναγιά,
μάνα μου κι οδηγήτρα μου
κι εγώ στα στήθη έχω καρδιά
που λιώνει από την πίκρα μου.

Γιατ’ ήσουν μάνα μια φορά
και ξέρεις τα ραγίσματα
που έχει ο πόνος κι η χαρά
και του καιρού τα πείσματα.

Γιατ’ ήσουν μάνα και πονάς,
φέρε το παλικάρι μου
στην ξενιτιά που το γυρνάς,
το σκοτεινό φεγγάρι μου.

6. ΗΣΟΥΝ ΜΠΑΞΕΣ

Έχει ο καιρός γυρίσματα
κι ο κόσμος καρδιοχτύπια
κι απ’ τα πολλά δε μείνανε
φαρμάκια που δεν ήπια.

Ήσουν μπαξές κι ερήμωσε
κι ήσουν πουλί στα δέντρα
κι ο πόνος μέσα στην καρδιά
μού ‘γινε μαύρη πέτρα.

Τα λόγια σου ήταν βάλσαμο
μα τώρα είσαι στα ξένα
και η ζωή αγρίεψε
κι αγρίεψε και μένα.

7. ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ
(Ορχηστρικό)

3. ΑΡΚΑΔΙΑ III

– Για τη Μάνα και τους Φίλους –
Ποίηση: Μάνου Ελευθερίου
Συνθεση: αρχές του 1969, Ζατουνα.
Ηχογραφήσεις: 1974, Νέα Yόρκη. Παίζει πιάνο και τραγουδά ο συνθέτης. Paredon Records USA
1976, Μίκης Θεοδωράκης, Lyra
Τραγούδια:
ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΗΠΟ ΚΑΘΙΣΑ
ΜΑΝΑ, ΤΟ ΜΑΝΝΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ Η ΜΑΝΑ
ΣΕ ΛΕΝΕ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ ΠΑΝΑΓΙΑ
ΗΣΟΥΝ ΜΠΑΞΕΣ

Αρκαδία ΙΙΙ

8. Ο ΑΝΕΜΟΣ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Ο άνεμος γέννησε τη νύχτα
Και το πέλαγος
Κι έγινε θάλασσα
Και γνώρισε η θάλασσα
Το βάθος της

Κι η νύχτα γέννησε τα δέντρα
Και τη χλόη
Κι έγινε ουρανός
Και πουλιά τ’ ουρανού
Και πανσέληνος

Κι έγινε φως
Και γνώρισε το φως
Την λάμψη του

Ημέρες δυο
Ο άνεμος γέννησε την πίκρα
Και την μουσική
Κι έγινε δάκρυ και γνώρισε
το δάκρυ τα μάτια μας
Κι η πίκρα γέννησε τις εποχές
Και πουλιά και γέμισαν όρη
Άγρια ζώα, ερπετά
Και χρώματα κι έγινε δρόμος
Και γνώρισαν οι δρόμοι τη μοίρα τους

Ημέρες δυο
Ο άνεμος γέννησε την πέτρα
Και το σίδερο
Κι έγινε άντρας και γνώρισε ο άντρας
Τη δύναμη του
Κι η πέτρα γέννησε
τη λάσπη και το μόχθο
Κι έγινε μαχαίρι και καρφιά
Και σύννεφο
Κι έγινε γυναίκα
και γνώρισε η γυναίκα
Την μοναξιά της
Και γέννησε η μοναξιά
Τον καημό και την λύπη μου
Ημέρες γενεές δεκατέσσερις

9. Ο ΛΟΓΟΣ Ο ΣΤΕΡΝΟΣ

Τ΄αγιάζι μου τρυπάει τα μάτια
θά ‘ναι δε θά ‘ναι τέσσερις το πρωί
καρφώνουν οι φονιάδες την αυγή.
Μα ποιος μιλάει για δάκρυα;

Ο Λόγος ο στερνός
θά ‘ναι πουλί νεκρό στο χώμα
θά ‘ναι η φωνή μας
τρένο που έχει φύγει
τις ώρες που ξυπνούν
οι τραυματίες δίχως μάτια
κι είναι τα όπλα
πιο τυφλά στα χαρακώματα.

Να ξέρεις. Να ξέρεις. Να ξέρεις.
«Εγώ οδηγώ μεσ’ στη θλιμμένη χώρα».

10. ΠΗΡΑ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΛΗΣΤΗ

Πήρα τους δρόμους του ληστή
να δω ποια πόρτα είναι κλειστή
κι άλλη ζωή ν’ αρχίσω.
Μα πέρασ τον ποταμό
που έχει χαρά το γυρισμό
γεφύρι να πατήσω.

Βρήκα χαμένο τον καιρό
και νά ‘χεις τ’ άστρο το πικρό
στα μάτια καρφωμένο.
Σπίτι δε βρήκα μήτε βίο
παρά μονάχα ένα θεό
και κείνον σταυρωμένο.
Κι ήρθα στους δρόμους που περνούν
όσοι μονάχοι τους πονούν
και τραγουδούν μονάχοι.
Μα ξέχασα το γυρισμό
γιατί δεν βρήκα ποταμό
και τράβηξα στη μάχη.

11. ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ‘ΡΘΟΥΝ

Αυτοί που θά ‘ρθουν μια βραδιά
θα βρουν τα δάκρυά μας
πληγές θα βρούνε και καπνό
και στάχτη τη χαρά μας.

Κι αν θα μου πάρουν τη φωνή
θ’ αφήσω τον καημό μου
κι αν γίνει ξένος ο καημός
θ’ αφήσω τ’ όνειρό μου.

Κι αν πάρουν και τα χρόνια μου
στο αίμα μου θα μείνουν
κι αν γίνει το αίμα μου νερό
πουλάκια θα το πίνουν.

12. Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΣ Η ΑΘΗΝΑ

Ήλιος θα βγει
μέσα απ’ τους κόρφους
που στενάζουν
Ήλιος θα βγει
απ’ τις φυλακές και τις χαράδρες
καθώς τα μυρμήγκια
βγαίνουν απ’ τα υπόγεια τους κελιά

Ήλιος τετράγωνος
Δεν θα μπορέσουνε τα στόματα
των κανονιών να τον σκοτώσουνε
τον σημαδεύουν
στου φρυδιού το δρεπάνι

Κι όλο σκοντάφτουν στο νταμάρι του
λεβέντες θα βγουν
απ’ τις δίπλες του πόνου μας
λεβέντες με χοντρές παλάμες
θα χαρακώσουνε τους μοχλούς
και τα βαριά μας όνειρα
χαράζοντας το κούτελο της μέρας
«Θέλουμε να ζήσουμε»

Βιολιά θα βγούν
απ’ τα γκρεμισμένα στέρνα μας
βιολιών χορδές

θα γίνουνε
τα συρματοπλέγματα
φλογέρες θα γίνουν
τα κόκκαλα τα τρυπημένα
και θα στηθεί χορός ανεβαστός

Παντρεύουμε την αλήθεια
παντρεύουμε την γη
την καταφρονεμένη
Την μονάκριβη
παντρεύουμε το γέλιο της,
το γάλα της
τις φλέβες της,
με τα παιδιά μας

Είχε χαράξει
όταν πήρανε
την αδελφή μας Αθηνά
για εκτέλεση

Από βραδύς της δώσαμε
κρυφά δυο πορτοκάλια
μα δεν τα ‘φαγε
τα φίλησε με τόση λατρεία
σαν να ‘κρυβαν
στον χυμό τους
όλη την άνοιξη
όλα τα ζουμερά
νιάτα της γης
Κι ύστερα τα ‘κρυψε
μέσα στο στήθος της

Στου κελιού της την άκρη
Είχε ζαρώσει
σαν φοβισμένο σκυλί
ο θάνατος
Κι αυτή του φώναζε έλα ….

Ψάχνοντας να βρει
το σκυλίσιο του τ’ όναμα
έλα να σου δείξω
τα χνάρια

Έλα να μυρίσεις
τα πορτοκάλια
που έχω μέσα,
που έχω μέσα
στο στήθος μου

Είχε χαράξει
με πέντε ριπές κάρφωσαν
ένα μεγάλο στήθος
χωρίς να προσέξουν
τα πορτοκάλια
που χρυσίζαν

Κι ο χυμός τους
ανακατώθηκε με το αίμα
και τα κουκούτσια τους
βρήκανε γη τιμημένη

Και γιόμισε
ο τόπος πορτοκαλιές
μα κόβεις,
να κόβεις
και να μην σώνονται
για την πρώτη συμφωνία

4. ΑΡΚΑΔΙΑ IV – ΩΔΑΙ
Ποίηση: Ανδρέα Κάλβου
Σύνθεση: ‘Ανοιξη του 1969, Ζάτουνα.
Ηχογράφηση: 1971,Λονδίνο, Μαρία Φαραντούρη. Συμπεριλήφθηκε στο δίσκο ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ, Polydor·.
Τραγούδια:
ΩΔΗ ΤΡΙΤΗ – ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ
ΩΔΗ ΤΕΤΑΡΤΗ – ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ
ΩΔΗ ΕΚΤΗ – ΑΙ ΕΥΧΑΙ

Αρκαδία IV
Ανδρέα Κάλβου

13. ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ

Αυγερινέ του ηλίου
ακτίνες τι προβαίνεται
Τάχα αγαπάει να βλέπει
Έργα ληστών,
το μάτι των ουρανίων;

Ω Έλληνες, ω Θείε ψυχέ
Που εις τους μεγάλους
Κινδύνους φανερώνεται
ακάμανον ενέργεια
και υψηλήν φύσιν!

Πως, πως της ταλαιπώρου
Πατρίδας δεν πασχίζετε
να σώσειτε τον στέφανον
Από τα χέρια ανόσια
ληστών τοσούτων ;

Είναι πολλά τα πλήθη των
και φοβερά εις την όψιν
αλλ’ ένας Έλλην δύναιται
ένας άντρας γενναίος
να τα σκορπίσει

14. ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ

Όσοι το χάλκαιον χέρι
βαρύ φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετή και τόλμην
η ελευθερία.

Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κι επνίγει
θαλασσωμένος.
Αφ΄υψηλά όμως έπεσε
και απέθανεν ελεύθερος.
Αν γένεις σφ’άγιον άτιμον
ενός τυράννου,
νόμιζε φρικτόν τον τάφον

15. ΑΙ ΕΥΧΑΙ

Της θαλάσσης καλύτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκα

Στη στεριάς τα νησιά
καλύτερα μια φλόγα
να δω παντού χυμένη
τρωούσα πόλεις δάση
λαούς και ελπίδας

Καλύτερα καλύτερα
διαρκοπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον
με ξαπλωμένη χείρα
ψώμο ζητούντες

Το ξίφος σφίξτε Έλληνες
τα ιμάτια σας σηκώσατε
Ιδού εις τους ουρανούς
προστάτης ο Θεός
μόνος σας είναι

Και αν ο Θεός και τ’ άρματα
μας λείψωσι, καλύτερα
πάλιν να χρεμετίσωσι
‘ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων
άγριαι φοράδες.

Παρά… Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτων
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι


Αρκαδία XI (σε ποίηση Νότη Περιγιάλη)
Σύνθεση: Οκτώβρης 1969, Ζάτουνα
1. Τρεις αντρειωμένοι βούλονται
2. Ήλιε μου, βγες
3. Αντισταθείτε (χορικό των γυναικών)

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

Ποίηση: Αλέκου Παναγούλη, Μάνου Ελευθερίου, Γεωργίας Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Νότη Περγιάλη, Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: Βραχάτι, Ζάτουνα, Στρατόπεδο Ωρωπού και Λονδίνο.
Νοέμβριος ’69 – Απρίλης 70
Ηχογράφηση: 1971, Λονδίνο. Μίκης Θεοδωράκης, Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, Λάκης Καραλής, Polydor
Τραγούδια:
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ
ΣΤΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ ΜΟΥ
Ο ΘΡΗΝΟΣ
ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΤΟΝ ΩΡΩΠΟ
ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΣΥΝΕΜΟΡΦΩΘΗΝ…
Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Η ΑΥΛΗ
ΠΟΙΟΣ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
ΚΛΕΙΣ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
ΣΤΟΝ ΩΡΩΠΟ
ΜΑΖΙ ΣΟΥ
ΜΑΡΚ ΜΑΡΣΩ
ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ

Στις 13 Αυγούστου 1968 ο Αλέκος Παναγούλης αποπειράθηκε να σκοτώσει το δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο πυροδοτώντας ισχυρό εκρηκτικό μηχανισμό, με τον οποίο είχε παγιδεύσει το δρόμο Αθηνών-Σουνίου, τη στιγμή που διερχόταν
η αυτοκινητοπομπή. Το εγχείρημα απέτυχε, ο Παναγούλης συνελήφθη και καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Ο Παναγούλης έγινε το σύμβολο της αντίστασης κατά της δικτατορίας και η ποινή του τελικά δεν εκτελέστηκε λόγω των σφοδρών διεθνών αντιδράσεων. Πρόκειται για την πιο σημαντική αντιστασιακή πράξη κατά της χούντας των συνταγματαρχών…

Τα τραγούδια του αγώνα

1. ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ
Αλέκου Παναγούλη

Σβησμένη φλόγα, που πάντα καίει
σκέπασμα τάφου χωρίς νεκρούς.
μάτια κλαμένα που σε κοιτάνε
σκέψεις κρυμμένες σε προσκαλούν.

Πίστη κι ελπίδα χαροπαλεύουν
πνεύμα κι αλήθεια στις φυλακές.
άγιες προσπάθειες ναυαγισμένες
φωνές ανθρώπων σε προσκαλούν.

Σπόρος οργής πέφτει στο χώμα
μήνυμα πάλης τρέφει φτερά
σπίθα φεγγίζει μεσ’ στο σκοτάδι
νέοι αγώνες σε προσκαλούν.

2. ΣΤΟΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Αλέκου Παναγούλη

Μαθάινοντας τον θάνατό σου
δεν μπόρεσα να κλάψω.
Στριφογύριζα
στο κρεβάτι του νοσοκομείου.

Θυμόμουνα
την τελευταία μας συνάντηση.
Δεν θα τολμήσουν, έλεγες.
Δεν έχουν άλλο δρόμο,
σ’ απαντούσα.

Αυτός ο δρόμος
θά ‘ναι ο τάφος τους,
φώναζες με πίστη.
Ναι, Νικηφόρε,
θά ‘ναι ο τάφος τους.

Αυτή την υπόσχεση σου δίνουμε
αντί για μνημόσυνο.

3.ΠΑΛΗΣ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
(ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΝΕΚΡΟΙ)
Αλέκου Παναγούλη

Πάλης ξεκίνημα
νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας
οι πρώτοι νεκροί.

Όχι άλλα δάκρυα
κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα
οι πρώτοι νεκροί.

Λουλούδι φωτιάς
βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν
οι πρώτοι νεκροί.

Απάντηση θα πάρουν
ενότητα κι αγώνα
για νά ‘βρουν ανάπαυση
οι πρώτοι νεκροί.

4. ΟΤΑΝ ΧΤΥΠΗΣΕΙΣ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ
Μίκη Θεοδωράκη

Παιδιά σηκωθείτε
να βγούμε στους δρόμους
γυναίκες και άνδρες
με όπλα στους ώμους
στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί
στη σάλπιγγα πλάι
που μας προσκαλεί

Όταν χτυπήσεις δυο φορές
ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
Θα ‘ρθω για να σ’ ανοίξω
θα σου ‘χω φαγητό ζεστό
θα σου ‘χω ρούχο καθαρό
γωνιά για να σε κρύψω
Παιδιά σηκωθείτε
να βγούμε στους δρόμους
γυναίκες και άνδρες
με όπλα στους ώμους
στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί
στη σάλπιγγα πλάι
που μας προσκαλεί

Όταν χτυπήσεις δυο φορές
ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
Θα δω το πρόσωπό σου
στα μάτια κρύβεις δυο φωτιές
στα στήθη σου χίλιες καρδιές
μετράνε τον καημό σου

Παιδιά σηκωθείτε
να βγούμε στους δρόμους
γυναίκες και άνδρες
με όπλα στους ώμους
στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί
στη σάλπιγγα πλάι
που μας προσκαλεί

Όταν χτυπήσεις δυο φορές
ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου
σκέφτομαι το φευγιό σου
Σε βλέπω σε κελί στενό
να σέρνεις πρώτος το χορό
πάνω στο θάνατό σου

5. Ο ΘΡΗΝΟΣ
Γεωργίας Δεληγιάννη

Ο πόνος λόγια δεν έχει,
η άβυσσο τέλος δεν έχει
κι η κόλαση μέτρο,
το χάος είναι άπιαστο…

Πιο πικρό κι απ΄ το φαρμάκι
δεν έχει, στον κόσμο δεν έχει

Κι όλες της γης οι οχιές
δαγκώνουν τα σπλάχνα μου

Ο πόνος λόγια δεν έχει
η άβυσσο, τέλος δεν έχει

6. ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΤΟΝ ΩΡΩΠΟ
Μίκη Θεοδωράκη

Ο πατέρας εξορία
και το σπίτι ορφανό
ζούμε μες στην τυραννία,
στο σκοτάδι το πηχτό

Κι εσύ λαέ βασανισμένε,
μην ξεχνάς τον Ωρωπό.

Κλαίει κι η μάνα
τώρα μόνη,
κλαιν τα δέντρα,
τα πουλιά
στην πατρίδα μας
νυχτώνει,
ορφανή
η αγκαλιά

Κι έσυ λαέ βασανισμένε,
μην ξεχνάς τον Ωρωπό

Μες στα σύρματα
κλεισμένοι,
μα η καρδιά μας
πάντα ορθή
πάντα ο ίδιος
όρκος μένει,
λευτεριά
και προκοπή

Κι εσύ λαέ βασανισμένε,
μην ξεχνάς τον Ωρωπό

7. ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΣΥΝΕΜΟΡΦΩΘΗΝ
Μίκη Θεοδωράκη

Διότι δεν συνεμορφώθην
προς τας υποδείξεις

Πέρα από το γαλάζιο κύμα,
το γαλάζιο ουρανό
μια μανούλα περιμένει
χρόνια τώρα να τη δω.
μια μανούλα περιμένει
χρόνια τώρα να τη δω.
πέρα από το γαλάζιο κύμα,
το γαλάζιο ουρανό

Διότι δεν συνεμορφώθην
προς τας υποδείξεις

Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει,
μες στο σύρμα περπατώ
θα περάσουν μαύρες μέρες
δίχως να σε ξαναδώ
θα περάσουν μαύρες μέρες
δίχως να σε ξαναδώ
χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει,
μες στο σύρμα περπατώ

Διότι δεν συνεμορφώθην
προς τας υποδείξεις

Αλικαρνασσός, Παρθένι,
Ωρωπός, Κορυδαλλός
ο λεβέντης περιμένει
της ελευθεριάς το φως.
ο λεβέντης περιμένει
της ελευθεριάς το φως.
Αλικαρνασσός, Παρθένι,
Ωρωπός, Κορυδαλλός

Διότι δεν συνεμορφώθην
προς τας υποδείξεις

8. Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Νότη Περγιάλη

Σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα
τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
με χαμηλά τα μαύρα του τα μάτια
λεβέντης ε-ε-ε-ε
ε-ροβόλαγε

Στα ματιά του ένα σύννεφο
μες την καρδιά του σίδερο.
Κυλάει το αίμα,
σκέπασε τον ήλιο
κι ο χάρος εροβόλαγε.

Σφαλούν τα μάτια κι’ οι καρδιές
σφαλούν τα παραθύρια
μετά χυμάει ο Χάροντας καβάλα
κι’ εκείνος χαμογέλαγε.

Ποιός κατεβαίνει σήμερα στον Άδη;
Ποιόν κουβεντιάζει η γειτονιά
κι ανανταριάζει;
Γιατί βουβά
είναι τα βουνά κι οι κάμποι;
λεβέντης ε-ε-ε-ε
ε-ροβόλαγε

9. Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Μάνου Ελευθερίου

Είμαι καλά, πολύ καλά,
για σας το ίδιο επιθυμώ.
Σ’ όσους ρωτούν, δώστε φιλιά,
δώστε θερμό χαιρετισμό.

Το δέμα τό ‘λαβα προχτές,
μα μην ξοδεύεστε πολυ.
Σαν πόρτες ήταν ανοιχτές κοντά σας
όλη μου η ζωή.

Αύριο φεύγουν οι μισοί
κι εμείς πηγαίνουμε γι’ αλλού –
μπορεί στεριά, μπορεί νησί,
ας γίνει θέλημα Θεού.

10. Η ΑΥΛΗ
Μάνου Ελευθερίου

Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή

Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ

Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό

Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ

11. ΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ
Μάνου Ελευθερίου

Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα

Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

12. ΚΛΕΙΣ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Μάνου Ελευθερίου

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Απόψε μη μιλήσεις για ποιήματα
και για τον πόνο που σου σφάζει τα νεφρά

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Ο δίπλα δεν ακούει τα χτυπήματα
με τη βροχή δεν πιάνω τα μηνύματα

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Κλείσ’ το παράθυρο και μπαίνουν τα νερά

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Μυρίζει ο διάδρομος ιώδιο
κι αυτόν στο βάθος τονε φέραν σηκωτό

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Αποβραδίς τον είχαν στο υπόγειο
ηλεχτρισμένο θα ‘ταν το καλώδιο

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Που θα τ’ αγγίξανε στο στόμα το κλειστό
Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Απόψε μη μιλήσεις για ποιήματα
και για τον πόνο που σου σφάζει τα νεφρά

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Ο δίπλα δεν ακούει τα χτυπήματα
με τη βροχή δεν πιάνω τα μηνύματα

Λα λα λάλα ρα, λαλα λάλα ρο
Κλείσ’ το παράθυρο και μπαίνουν τα νερά

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Δ: 1970 - 1974

Ποίηση: Γιάννη Ρίτσου
Σύνθεση: 1971 – 1973, Παρίσι
Πρώτη εκτέλεση: 17.1.73 στο Albert Hall
Ηχογραφήσεις: 1973, Παρίσι, Μίκης Θεοδωράκης, Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής, Αφροδίτη Μάνου, Αχ. Κωστούλης,
ΕΜΙ,
1974 Minos. Παράλληλη ηχογράφηση στην Αθήνα
1973, Γιώργος Νταλάρας,
1974, Αντώνης Καλογιάννης,
1975, Γιώργος Νταλάρας,
Τραγούδια:
ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΗ
ΚΟΥΒΕΝΤΑ Μ’ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
ΚΑΡΤΕΡΕΜΑ
ΛΑΟΣ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
ΑΥΓΗ
ΔΕ φτανει
ΠΡΑΣΙΝΗ μερα
ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ
ΤΟ ΝΕΡΟ
ΤΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ
ΛΙΓΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Τ’ ΑΣΠΡΟ ΞΩΚΛΗΣΙ
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
ΕΔΩ ΤΟ ΦΩΣ
ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ
Ο ΤΑΜΕΝΟΣ
ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ

1. ΑΝΑΒΑΦΤΙΣΗ

Λόγια φτωχά βαφτίζονται
στην πίκρα και στο κλάιμα
βγάζουν φτερά και πέτονται
πουλιά και κελαηδάνε

Και ‘κείνος ο λόγος ο κρυφός
της λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά
και σκίζει τους αγέρες

2. ΚΟΥΒΕΝΤΑ
Μ’ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα
το αίμα στάλα – στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα

3. ΚΑΡΤΕΡΕΜΑ

Έτσι με το καρτέρεμα
μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε
και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ’ τα σίδερα
κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το “αχ”
και βγαίνει φύλλο λεύκας

4. ΛΑΟΣ

Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια

5. ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Στη μια γωνιά
στέκει ο παππούς
στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά
μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά
και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ’ το φεγγίτη η Λευτεριά
τηρά κι αναστενάζει

6. ΑΥΓΗ

Λιόχαρη μεγαλόχαρη
της άνοιξης αυγούλα
και που ‘χει μάτια να σε ιδεί
να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό
και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά
στ’ ανώφλι της πατρίδας

7. ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ

Σεμνός και λιγομίλητος
εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε
κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή
δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό
του πρέπει καριοφίλι

8. ΠΡΑΣΙΝΗ ΜΕΡΑ

Πράσινη μέρα λιόβολη
καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα
μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά
κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό – γιαλό
βοσκάνε τ’ άσπρο αλάτι

9. ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ

Κάτω απ’ τις λεύκες συντροφιά
πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε
με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά
στ’ αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά
διαβάζει το βαγγέλιο

10. ΤΟ ΝΕΡΟ

Του βράχου λιγοστό νερό
απ’ τη σιωπή αγιασμένο
απ’ το καρτέρι του πουλιού
τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά
και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά
τη φτωχομάνα Ελλάδα

11. ΤΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ

Μικρό πουλί τριανταφυλλί
δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του
στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά
θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις
θ’ αρχίσεις το τραγούδι

12. ΛΙΓΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Λιγνά κορίτσια στο γιαλό
μαζεύουνε τ’ αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ
-το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ’ ένα πανί, λευκό πανί,
τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ’ το που δεν το αγνάντεψαν
μαυρίζει απ’ τον καημό του

13. Τ’ ΑΣΠΡΟ ΞΩΚΛΗΣΙ

Τ’ άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά
κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό
στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά
στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς
για του Άι Λαού τη σκόλη

14. ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Το παλικάρι που ‘πεσε
με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή
σκουλήκι δεν τ’ αγγίζει

Φτερό στη ράχη του
ο σταυρός
κι όλο χυμάει τ’ αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς
και τους χρυσούς αγγέλους

15. ΕΔΩ ΤΟ ΦΩΣ

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα
κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού
και στ’ αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε

16. ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί
τις πόρτες ποιος θα βάλει, που ‘ναι τα χέρια
λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά
τρανεύουν κι αυγαταίνουν και μην ξεχνάς
ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι

17. Ο ΤΑΜΕΝΟΣ

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά
σωπαίνουν κι οι καμπάνες, σωπαίνει
κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του

Και απα’ στην πέτρα της σιωπής
τα νύχια του ακονίζει, μονάχος
κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος

18. ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο
με το λουρί στο σβέρκο

Να τη πετιέται από ‘ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου

Ποίηση: Μανόλη Αναγνωστάκη
Σύνθεση: 1973 – 1974 στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις οπού έδινε συναυλίες ο συνθέτης με τους συνεργάτες του. Τα μισά τραγούδια γράφτηκαν στο Ντουμπρόβνικ.
Ηχογράφηση: 1975, Αθήνα, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Πέτρος Πανδής, Minos
Τραγούδια:
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΜΟΥ
ΧΑΡΑ ΧΑΡΑ
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΑΥΤΟΙ
ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΛΕΙΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ
ΚΑΙ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝΕ ΤΑ ΤΡΑΜ
ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΘΕΙ
ΟΤΑΝ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ
ΙΣΚΙΟΙ ΒΟΥΒΟΙ

1. ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Πέτρος Πανδής

Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου
πιο χαμηλά του τρίτου
θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας
και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατήσουμε
ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θα ‘χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας.

2. ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ
Μαργαρίτα Ζορμπαλά

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα
και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους
των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες
κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου
βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα
χαμένο του τόπου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη
στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα
χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας
με γνώριζε με γνώριζε

3. ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΜΟΥ
Μαργαρίτα Ζορμπαλά

Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια
η παιδική μου καρδιά
λησμόνησα την αγάπη πού ‘ναι μόνο αγάπη
μερόνυχτα να τριγυρνώ
χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του ονείρου.

Ένιωσα το στήθος μου
να σπάζει στη φυγή σου
ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
νικήτρια μονάχη της σκέψης μου.

4. ΧΑΡΑ – ΧΑΡΑ
Πέτρος Πανδής

Χαρά-χαρά ζεστή κι αγαπημένη
τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά
στα γυμνά μου μπράτσα
το είδωλό σου συντρίβω χώρα μακρινή
σαν τη θάλασσα απέραντη
κουρέλι μακρινό της πικρής αναζήτησης
άσε να φτύσω το φαρμάκι
της ψεύτρας σου ύπαρξης
άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου
ανελέητο κύμα της νιότης μου
ω! ψυχή την αγωνία ερωτευμένη.

5. ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΑΥΤΟΙ
Μαργαρίτα Ζορμπαλά

Οι στίχοι αυτοί μπορεί
και να είναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι
στους τελευταίους που θα γραφτούν

Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές
δε ζούνε πια
αυτοί που θα μιλούσανε
πεθάναν όλοι νέοι

Τα θλιβερά τραγούδια τους
γενίκανε πουλιά
σε κάποιον άλλο ουρανό
που λάμπει ξένος ήλιος

Γένικαν άγριοι ποταμοί
που τρέχουνε στη θάλασσα
και τα νερά τους
δεν μπορείς να ξεχωρίσεις

Στα θλιβερά τραγούδια
τους φύτρωσε ένας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του
εμείς πιο νέοι

6. ΜΕΣ’ ΤΗ ΚΛΕΙΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ
Πέτρος Πανδής

Μες στην κλειστή μοναξιά μου
έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα
τη χαμένη ψυχή μου
εμείς αγαπήσαμε
εμείς προσευχόμαστε πάντοτε
εμείς μοιραστήκαμε το ψωμί
και τον κόπο μας
κι εγώ μέσα σε ‘σένα
και σ’ όλους.
7. ΚΑΙ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ ΤΑ ΤΡΑΜ
Πέτρος Πανδής

Νεκρός κείτονταν
μες στο δρόμο
βαθιά – βαθιά
στην πλάτη το μαχαίρι
κανείς δεν άπλωσε το χέρι
κανείς δεν πάτησε το Νόμο.

Και περνούσαν
και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ
νταραντατάμ.

Κλείσαν τα μαγαζιά οι γειτόνοι
και τα μαζέψαν μάνι-μάνι
σκορπίσαν όλοι
από το σεργιάνι
άλλωστε πήρε να νυχτώνει.

Και περνούσαν
και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ
νταραντατάμ.

Στου φαναριού
το φως γυαλίζει
το κάθετο λεπτό λεπίδι
αδιάφορο πελώριο φίδι
το τραμ περνά
και κουδουνίζει.

Και περνούσαν
και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ
νταραντατάμ.

8. ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΘΕΙ
Πέτρος Πανδής

Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά
και κυρίως να γράφει
για την αγωνία
της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεοκοπία των ιδεολογιών
τη βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί

9. ΟΤΑΝ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ
Μαργαρίτα Ζορμπαλά

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Ποίηση: Μιχάλη Κακογιάννη, Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Καλαμίτση, Κώστα Στυλιάτη
Σύνθεση: 1973. Παρίσι.
H σύνθεση της μουσικής καθώς και τα ποιήματα του συνθέτη έγιναν κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στον ανατολικό Καναδά-ΗΠΑ-Μεξικό το 1973, λίγο πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο.
Ηχογράφηση: 1974, Στέλιος Καζαντζίδης και Χ. Αλεξίου, Studio Columbia
Τραγούδια:
ΤΑ ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΑ
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΙΑ ΟΡΘΑΝΟΙΧΤΑ
ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
ΑΣΤΑΤΟ ΠΟΥΛΙ
ΚΑΙ ΔΕ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ
ΑΠΟΝΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ
Μ’ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΟΝΕΙΡΑ
ΦΩΤΙΕΣ ΦΩΤΙΕΣ
ΔΕΚΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
ΒΟΥΝΑ ΣΑΣ ΧΑΙΡΕΤΩ

1. ΤΑ ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΑ
Μιχάλη Κακογιάννη

Βάρα πενιά να τιναχτούν
τα λόγια από τα στήθια
να γίνουν
τα σημερινά τραγούδια
παραμύθια.

Και τα πατροπαράδοτα
να γίνουν παραμύθια
και τα πατροπαράδοτα
να γίνουν πάλι αλήθεια.

2. ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΑΝΟΙΧΤΑ
Μιχάλη Κακογιάννη

Ποιός είν’ αυτός
που τριγυρνά
τις νύχτες στα στενά
και που στο χέρι του κρατεί
‘βαγγέλιο και σπαθί

Τα παραθύρια ορθάνοιχτα
προσμένουν τα μεσάνοιχτα
το παλληκάρι να φανεί
να μάθουν τ’ όνομά του

Αη-Γιώργη
άλλοι τον είπανε
κι άλλοι Θανάση Διάκο
κι άλλοι παιδί πως ήτανε
των είκοσι και κάτω

Τα παραθύρια ορθάνοιχτα
προσμένουν τα μεσάνοιχτα
το παλληκάρι να φανεί
να μάθουν τ’ όνομά του

3. ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
Μίκη Θεοδωράκη

Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή γλυκοκελαηδεί
Στην ανατολή γλυκοκελαηδεί
αχ το αηδονάκι, γλυκοκελαηδεί

Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό

Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή μελαχρινό παιδί
Στην ανατολή μελαχρινό παιδί
δε μπορεί να κλάψει κι όλο τραγουδεί

Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό

Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή ο γιός του Θοδωρή
Στην ανατολή ο γιός του Θοδωρή
την πόρτα μου ανοίγει κι είναι Κυριακή

Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό

Στην ανατολή – στην ανατολή
στην ανατολή κάνε μια ευχή
Στην ανατολή κάνε μια ευχή
το χελιδονάκι ήρθε στην αυλή

Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό
Και μου λέει – και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει – και μου λέει κάποιο μυστικό

4. ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
Μίκη Θεοδωράκη

Μες στην ταβέρνα
τώρα κάθεσαι και δε μιλάς
μες στην καρδιά σου
στάλες-στάλες πέφτει ο σεβντάς
θυμάσαι τότε που πετούσες
με πλατιά φτερά
τώρα ο καθένας τη ζωή σου
την κλωτσοβολά.

Βγάλε πάλι την ψυχή σου
στο σεργιάνι μες στις γειτονιές
να γιομίσει η ζωή σου
γλυκές φωνές και με πασχαλιές.

Ήσουν ωραίος
σαν περνούσες μες στις γειτονιές
στα παραθύρια
σιγολιώναν χίλιες δυο καρδιές
μες στην καρδιά σου
κουβαλούσες όλες τις καρδιές
στα όνειρά σου
τ’ αηδονάκια χτίζανε φωλιές.

5. ΑΣΤΑΤΟ ΠΟΥΛΙ
Μίκη Θεοδωράκη

Ήρθες στο όνειρο μου
άστατο πουλί.
Μέσα στο σκοτάδι
η ανατολή.

Σ’ άπλωσα το χέρι
μου ‘πες δεν μπορώ.
Θέλω να πετάξω
σ’ άλλον ουρανό.

Έφυγαν τα χρόνια
έφυγες κι εσύ.
Γύρω μου σκοτάδι
Και ψιλή βροχή.

Τη δικιά μου αγάπη
δεν την εκτιμάς.
Στα ψηλά μπαλκόνια
πρόθυμα πετάς.

Μου ‘βαλες μαχαίρι
μέσα στην καρδιά.
Μα η δικιά μου η αγάπη
πάντα σε ζητά.

Κοίτα με στα μάτια
φίλα με γλυκά
κι άσε την καρδιά σου
να μου τραγουδά.

6. ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ
Γιάννη Καλαμίτση

Είχαμ’ αναμμένα φώτα
και γλεντούσαμε,
είχαμ’ ανοιχτή την πόρτα
και γελούσαμε.

Tο τραπέζι ήταν στρωμένο
με το πιάτο σου,
όταν ήρθε το σταλμένο
το μαντάτο σου.

Και δε μίλησε κανείς.
Tέτοιες ώρες τι να πεις;

Κάποιοι τρέξανε στην πόρτα
και την κλείσανε
κι άλλοι σβήσανε τα φώτα
και δακρύσανε.

Ένας πως θα πάει να μάθει
μας ψιθύρισε,
κι έφυγε για να ξανάρθει,
μα δε γύρισε.

Και δε μίλησε κανείς.
Tέτοιες ώρες τι να πεις;

7. ΤΑ ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΑ (Β)
Μιχάλη Κακογιάννη

Βάρα πενιά να τιναχτούν
τα λόγια από τα στήθια
να γίνουν
τα σημερινά τραγούδια
παραμύθια.

8. ΑΠΟΝΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ
Μιχάλη Κακογιάννη

Μια νύχτα
που βουλιάζανε
τα σπίτια μες στο χιόνι
καρδούλα μου
στον κάτω δρόμο του χωριού
καρδούλα μου
σκοτώσαν τον Αντώνη
Αντώνη μου

Μάνα σε ξεκληρίσανε
άπονες εξουσίες
ψυχή δε σου αφήσανε
μόνο φωτογραφίες

Ο ένας γιος της
μπάρκαρε
κρυφά από τη Μεθώνη
καρδούλα μου
τον άλλο τον συλλάβανε
καρδούλα μου
γιατί ήταν γιος του Αντώνη
Αντώνη μου

Μάνα σε ξεκληρίσανε
άπονες εξουσίες
ψυχή δε σου αφήσανε
μόνο φωτογραφίες

9. Μ’ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΟΝΕΙΡΑ
Κωσταντίνου Στυλιάτη

Μ’ ένα καράβι όνειρα
κι ένα παλιό σακάκι
με τους καημούς μου συντροφιά
ξεκίνησα βραδάκι.

Κόσμε κι αν δεν μας χώρεσες
γι’ άλλον θα πάω να ψάξω
κι αν δεν τον βρω δεν νοιάζομαι
καινούργιο εγώ θα φτιάξω.

Στ’ αμπάρι κρύβω τ’ όνειρο
σημαία το σακάκι
πιάστε παιδιά το πόστο σας
σηκώνει βοριαδάκι.

10. ΦΩΤΙΕΣ – ΦΩΤΙΕΣ
Μίκη Θεοδωράκη

Φωτιές φωτιές
μες στα φύλλα της καρδιάς
πονάς πονάς κανακάρη μου.
Φωτιές φωτιές γιατί ξέρεις να μιλάς
πονάς πονάς παλικάρι μου.

Σε πηγαίνουν για ταξίδι
το καράβι βούλιαξε
σε πηγαίνουν στα πελάγη
κι η θάλασσα μαράθηκε.

Ήσουν ήλιος ήσουν μέρα
ήσουν γλυκοχάραμα
τώρα τά ‘σκιασ’ η φοβέρα
και τ’ άσπρο μαύρο γίνηκε.

Τα πουλάκια με ρωτούνε
τι να δω και τι να πω
μόνο συ παιδί μου ξέρεις
της καρδιάς μου τον καημό.
11. ΔΕΚΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
Μίκη Θεοδωράκη

Δέκα παλικάρια
από την Αθήνα πάνε, βάρκα γιαλό
πάνε για του ήλιου τα μέρη, βάρκα έι γιαλό.

Ξεκινήσανε
με την αυγούλα, βάρκα γιαλό
αρμενίσανε στο γαλανό νερό, βάρκα έι γιαλό.

Μάυρα μάτια,
μαύρα φρύδια και στα χείλη, βάρκα γιαλό
και στα χείλη τους λουλούδια, βάρκα έι γιαλό.

Κεραυνοί
τώρα τους ζώνουν και μια σπάθα, βάρκα γιαλό
και μια σπάθα τους θερίζει, βάρκα έι γιαλό.

Τραγουδούσαν
και γελούσαν δέκα ήταν, βάρκα γιαλό
δέκα ήταν οι λεβέντες, βάρκα έι γιαλό.

Με τα τανκς
τώρα τους ζώνουν και μια κάννη, βάρκα γιαλό
και μια κάννη τους θερίζει, βάρκα έι γιαλό.

12. ΒΟΥΝΑ ΣΑΣ ΧΑΙΡΕΤΩ
Μίκη Θεοδωράκη

Βουνά, βουνά σας χαιρετώ φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο δίχως πηγαιμό
δίχως γυρισμό.

Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά.
Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.

Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά αυτή μόνο θα νιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό
μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Ε: 1974 - 1986

Ποίηση: Βαγγέλη Γκούφα
Σύνθεση: 1974, Παρίσι.
Θεατρικό έργο σε σκηνοθεσία Κώστα Μιχαηλίδη.
Ηχογράφηση: 1974, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρις Αλεξίου, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μάνος Κατράκης,
Κώστας Σμοκοβίτης, Minos
Τραγούδια:
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΩΝ
ΧΑΪ ΧΑΪ
ΒΟΓΚΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ Τ’ ΑΝΑΠΛΙΟΥ
ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΝΕΡΟ
ΚΑΝΟΝΙΑ ΤΟ ΒΑΡΟΥΝΕ
ΒΑΝΩ ΤΟ ΧΑΡΟ ΠΙΣΩΚΑΠΟΥΛΑ
ΑΙΝΤΕ ΜΙΑ
ΚΥΡΑ-ΠΑΝΑ ΓΙ Α
ΕΛΑΤΕ Μ’ ΕΝΑΝ ΠΟΘΟ
ΑΚΟΜΑ ΤΟΥΤ’ Η ΑΝΟΙΞΗ
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
ΕΔΩ ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΝΕ

1. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΩΝ

Λύκοι χιμάνε στο κοπάδι
στήνουνε κρεμάλες λύκοι
λύκοι μας καίνε τα σπαρτά
πιάστε στα χέρια τις δικράνες
και τα σπαθιά έξω από τη θήκη
βίβα λα λιμπερτά

Στους κάμπους βροντά το κανόνι
και στα βουνά οι κεραυνοί
τ’ αντάρτικο κίνημα φουντώνει
νέα ζωή προχωρεί

Μαύρο και σκοτεινό πηγάδι
μεροδούλι μεροφάι
μαύρο και τα κορμιά γερτά
άιντε σηκώστε το κεφάλι
να τραγουδήσουμε το Μάη
βίβα λα λιμπερτά

Έλληνες ακολουθήστε
των ανταρτών τη φωνή
να ζείτε τι ωφελείστε
μαύρη και σκλάβα ζωή

Πάρτε στους ώμους την ελπίδα
λάσπη και φωτιά στα χέρια
λάσπη ελπίδα και φωτιά
τ’ άπαρτα κάστρα μετερίζια
γίναν τ’ ονείρου μας λημέρια
βίβα λα λιμπερτά

Φύτρωσε μια φωνή στους δρόμους
έδεσε καρπό το στάχυ
βίβα ο αγέρας τον κρατά
όλο και πιο ψηλά η παντιέρα
τώρα και πάντα μια ΄ναι η μάχη
βίβα λα λιμπρέτα

2. ΧΑΙ, ΧΑΙ

Καΐκι κακοτάξιδο
Λίγο ψωμί στην ορφανή
Μάτια δεν έχω για να δω
Μου ‘χουνε κλέψει τη φωνή
Βρέχουν χαλάζι οι ουρανοί
Χάι, χάι

Βαρύ το τετραβάγγελο
Τα κρίματά μου είν’ αρμαθιά
Και του Αϊβαλιού το μακελειό
Τη σούβλα εμπήξανε βαθιά
Τους εστομώσαν τα σπαθιά
Χάι, χάι

Δέντρο με τέσσερα κλωνιά
Κόβουν τα τέσσερα με μια
άτρεμο χέρι του φονιά
Φρύγανο καίγεται η καρδιά
Καντήλια τέσσερα παιδιά
Χάι, χάι

3. ΒΟΓΓΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ Τ’ ΑΝΑΠΛΙΟΥ

Βογγά το κάστρο τ’ Αναπλιού
κλαίει το Παλαμίδι
τι το βαρά η θάλασσα
το δέρνουν οι ανέμοι.

Ψηλό κυπαρισσόπουλο
βεργολυγά και τρέμει.

Οι ξένοι βάλανε βουλή
κι’ οι ντόπιοι ανταριαστήκαν
χτυπά ’δερφός τον αδερφό
ασκέρι τ’ άλλο ασκέρι.

Χτυπά ’δερφός τον αδερφό
ασκέρι τ’ άλλο ασκέρι
παίζει χαμός στα μάτια τους
στα χέρια το μαχαίρι.

4. ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΤΟ ΝΕΡΟ

Της βροχής νερό να λούσεις τα μαλλιά σου
στο μπαλκόνι σου να βγεις να χτενιστείς
Ανεράιδες μην κλέψουν τη μιλιά σου
το φεγγαροφώς στεφάνι να ζωστείς

Να ζωστείς φωτιά να λιώσεις μες στο θάμπος
τ’ αφανέρωτα να ξομολογηθείς
κόψε το φιλί να λουλουδίσει ο κάμπος
περδικόστηθη τον ήλιο να ντυθείς

Γλέντα το φιλί και το μεράδι δώσ’ μου
απ΄ τα χείλια σου το πίνω και μεθώ
μες στα μάτια σου μεράκι μου ορφανό μου
με ταξίδεψες στο δρόμο μη χαθώ

Εχ, κι όταν χαθώ ποιος θα βγει να γυρέψει
άσπρο γιασεμί παραπεταμένο
και στις θάλασσες ποιος θα βγει να κουρσέψει
το πλεούμενο που πάει ξυλάρμενο

5. ΚΑΝΟΝΙΑ ΤΟ ΒΑΡΟΥΝΕ

Κανόνια το βαρούνε, το ψωροκάλυβο
στεριάς και του πελάγου
καλύβι μ’ ακριβό.

Στεριώσανε ταμπούρι, εστήθηκ’ ο χορός
και του κρατάει κεφάλι
ο Πανάχραντος.

Τα κύματα πυρώνεις, κόκκινε ουρανέ
θεριά θαλασσομάχοι
μεταλαβαίνουνε.

Έγια μόλα έγια λέσα έγια
κλείστηκ’ η καρδιά μου μέσα
καρδιά μου κάστρο άπαρτο
της λευτεριάς το φυλαχτό.
6. ΒΑΝΩ ΤΟΝ ΧΑΡΟ ΠΙΣΟΚΑΠΟΥΛΑ

Βάνω τον Χάρο πισωκάπουλα
καρφώνω το φεγγάρι
και το περικαλώ
να ‘ρθει να με πάρει
παλικαρόπουλο.

Κι εγώ του κλέφτη κλέβω την καρδιά
κρατάω το χαλινάρι
τι έχω να του πω
της ομορφιάς τη χάρη
αχ, πως τον αγαπώ.

Να ‘χει στη σέλα του ζερβόδεξα
μαλαμοκαπνισμένα
άηΓιώργη τα κρατά
της λευτεριάς ταμένα
του κλέφτη τ’ άρματα.

Πέτρωσ’ η νύχτα στο κατώφλι μου
αλλού τον περιμένουν
το αίμα βρε που χύνεται
όρκος του αντρειωμένου
και δεν προδίνεται.

7. ΑΝΤΕ ΜΙΑ

Κάντε τα χέρια σίδερα
και τις ψυχές ατσάλι
αΪτόπουλα μαύρα φτερά
να μη σας πάρει ο ύπνος, ο νους φωτιά
να κάψει τ’ ανθοπέρβολα, με τη βαριά
τσακίζ’ ο γύφτος κόκαλα
ο γύφτος μάτι δε σφαλά.

Άιντε μια κι άλλη μια
μια πνοή κι ανάσανε
σταυρωμένε μου ουρανέ
τα καρφιά σκουριάσανε.
Άιντε μια κι άλλη μια
καπετάν απέθαντος
της ζωής ο σταυραητός
ντύνεται γαμπρός..

Βοριάς θερίζει το βουνό
για να χαθούν τα χνάρια,
Να μη σε βρουν κοιμάμενο
μόν’ να σε βρουν καβάλα, με το σπαθί
να σκίζεις τ’ όνειρο στα δυο, ρέμα βαθύ
περνάς και πας ανήφορο
δέσε με τους νεκρούς χορό.

Άιντε μια κι άλλη μια
μια πνοή κι ανάσανε
σταυρωμένε μου ουρανέ
τα καρφιά σκουριάσανε.
Άιντε μια κι άλλη μια
καπετάν απέθαντος
της ζωής ο σταυραητός
ντύνεται γαμπρός.

Πρωτοπανηγυριώτη μου
ζώσ’ τα τα φυσεκλίκια
εδώ ΄ναι η κόψη του γκρεμού
και της ζωής το θάμα, τ’ αντίθαμα
με τη θωριά του καθαρή, γκόλφι κρεμά
τη λευτεριά ολοπόρφυρη
αντίκρυ και μας καρτερεί.

Άιντε μια κι άλλη μια
μια πνοή κι ανάσανε
σταυρωμένε μου ουρανέ
τα καρφιά σκουριάσανε.
Άιντε μια κι άλλη μια, καπετάν απέθαντος
της ζωής ο σταυραητός, ντύνεται γαμπρός.

8. ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΑ

Στα μάτια φύτρωσε καημός
κόμπο τον κόμπο η πίκρα, κυρά Παναγιά
κυρά μου Βαγγελίστρια
τι μου ‘ταξες τι βρήκα
αγκάθι στην καρδιά.
Πότε θ’ ανθίσει Αυγερινός
τ’ άστρα να ζευγαρώσουν, αίμα και νερό.
Μαρμαρωμένο τ’ όνειρο
και το παράπονό σου
μαύρο κι άχαρο.

Χρόνια και χρόνι’ απάντεχα
βαριά να περιμένω, να ξεκουραστώ.
Στα χέρια σταυρολούλουδα
το παραμύθ’ υφαίνω σου
το αγέραστο.

Καραβοκύρισσα κυρά
ορθόπλωρη γοργόνα και μας οδηγά.
Της λευτεριάς Παντάνασσα
θεμέλιωσα κολόνα
μεσοπέλαγα.

9. ΕΛΑΤΕ Μ’ ΕΝΑΝ ΠΟΘΟ

Ελάτε μ’ έναν πόθο
σε τούτο τον καιρό
πιάστε μαντίλι για χορό
να δέσουν οι καρδιές μας
φωτιά και σίδερο.

Αντάρτες βγήκαν για παγάνα
στη βρύση πλάι στο βοριά
στην κρεμάλα να δούμε όλους
όσους λαβώσανε τη λευτεριά.

Καιρός δεν περιμένει
ποτάμι ακούραστο
πό’ ‘χει το έμπα του κλειστό
στο έβγα του ματώνει
κι έγιν’ απέραντο.

Ζητάει να προσκυνήσω
βεζύρη και πασά
βράχος μου κλείνει τη μπασιά
πέρα για να περάσω
αίμα η θάλασσα.
Αίμα και θα περάσω
παίχτε τα πίφερα
η λευτεριά ‘ναι αντίπερα
για τ’ άρματα τα χέρια
κράτα καθαρά.

10. ΑΚΟΜΑ ΤΟΥΤΗ Η ΑΝΟΙΞΗ

Ακόμα τούτ’ η άνοιξη
το δάκρυ δε στεγνώνει
δάκρυ στα μάτια ποταμός
κυλάν ποτάμια οι χρόνοι.

Δεν είναι τούτη άνοιξη
δεν είναι καλοκαίρι
μόν’ είναι σύννεφο βαρύ
χειμώνας τό ΄χει φέρει.

Αν είναι να θερίσουμε
να μπούμε για τ’ αλώνι
τι μου φωνάζ’ ο κύρης μου
κι’ η μάννα με μαλώνει.

Χειμώνας και κρατάει πολύ
κι’ η νύχτα όλο μακραίνει
τσακάλι πέφτει στο μαντρί
και τρώει και δε χορταίνει.

11. ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Μωρό στην κούνια η μάνα του
του περνάει του δράκου βέρα
να μη σκιαχτεί μη φοβηθεί
του Τούρκου τη φοβέρα.

Ξέρει τους χρόνους δίσεχτους
και βάνει του αρραβώνα
να τον γλιτώνει από βοριά
κι από κακό χειμώνα.

Ένας δεν είναι μήτε δυο
μοιρολογούν και κλαίνε
τον κύρη σου εκρεμάσανε
κοιμήσου μου αντρειωμένε.
Για να σε πάρει τ’ όνειρο
και να σε ταξιδέψει
να μη σου γιάνει την πληγή
το ντέρτι μη στερέψει.

Νά ‘χεις τις ρίζες του καημού
ραγιάς γεννήθης γιε μου
μη μεγαλώσεις μου ραγιάς
αϊτέ μονάκριβέ μου.

Στην κούνια βάνω δίπλα μου
μπροστά μου η άγια πύλη
βάνω τα δώρα του Χριστού
σταυρό και καριοφίλι.

12. ΕΔΩ ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΝΕ

Εδώ δεν προσκυνήσανε
θολό νερό δεν ήπιαν
μονάχα πίνουν αγιασμό
στη χούφτα τ΄ Άγιου Γιώργη
δυόσμο στην άκρια των χειλιών.

Καβαλικεύουν τ’ άλογα
σημάδι βάνουν τ’ άστρα
μπροστάρη βάνουν την καρδιά
ν’ αναστενάξει ο Χάρος
φλόγα που καίει τον ουρανό.

Πλεούμεν’ αρματώσανε
φαριά μεσοπελάγου
εζέψανε τα κύματα
να σύρουνε το Χάρο
για το χορό της λευτεριάς.

Δικό μας είναι τ’ όνειρο
δικό μας και το θάμα
μ’ ιδρώτα κι αίμα χτίζουνε
φωτιά το καταλύουνε
άιντε και πάλι απ’ την αρχή.

Από το θεατρικό έργο του Νότη Περγιάλη: ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΓΑΝΕ ΥΠΟΜΟΝΗ
Σύνθεση: 1974, Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1977, Χάρις Αλεξίου «24 τραγούδια», Minos

Ποιονε να κλάψω πρώτονε
ποιον να τραγουδήσω πρώτονε
στο μπλόκο στην Καισαριανή,
που γίνηκε μια Κυριακή.
Που γίνηκε μια Κυριακή
πρωί με τη δροσούλα.

Γιώργη με τη γλυκιά φωνή,
με τις φαρδιές τις πλάτες,
πες μου την ύστερη στιγμή
τι βρήκες και τραγούδησες
και τάραξες τη γειτονιά
ως πέρα στο Παγκράτι.

Ποιονε να κλάψω πρώτονε
ποιον να τραγουδήσω πρώτονε
στο μπλόκο στην Καισαριανή,
που γίνηκε μια Κυριακή.

Λευτέρη, με τα γαλανά
τα μάτια και την ομορφιά,
τους τοίχους που μπογιάτιζες
πες μου την ύστερη στιγμή
τι βρήκες και ζωγράφισες,
και το κοιτάν στη γειτονιά
και κλαίνε στο Παγκράτι;

Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ,
Δημήτρη καροτσέρη,
π’ άφησες έρμο τ’ άλογο,
να τριγυρνά στους δρόμους
και το κοιτάν στην γειτονιά
και κλαίνε στο Παγκράτι.

Ποίηση: Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σύνθεση: 1975, Βραχάτι.
Θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Ηχογράφηση: 1975, Τζένη Καρέζη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Minos
Τραγούδια:
ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Ο ΕΧΘΡΟΣ ΛΑΟΣ
ΑΡΝΙΕΜΑΙ
Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ
ΛΑΧΤΑΡΗΣΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ

1. ΑΡΝΙΕΜΑΙ
Βασίλης Παπακωνσταντίνου
και Χορωδία

Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά
αρνιέμαι να με κάνουν ό,τι θένε
αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά.

Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
να είσαι συ και να μην είμαι εγώ
που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις
με τη δική μου γη και το νερό.

Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι
να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό
αρνιέμαι να ‘χω σκέψη που σωπαίνει
να περιμένει μάταια τον καιρό.

2. Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ
Βασίλης Παπακωνσταντίνου,
Τζένη Καρέζη και Χορωδία

…απ’ το ’44 κι από το γλυκοχάραμα
ο αδελφός τον αδελφό
με σύμβουλο ένα βρετανό
ποτίζουν αίμα το στενό
με σύμβουλο ένα βρετανό…

…’46 εγύρισε στον σβέρκο μας θρονιάστηκε
κι ο αδερφός τον αδερφό
με σύμβουλο παλατιανό
κανόνια σέρνουν στο βουνό
με σύμβουλο παλατιανό…

…’47 κι ανάθεμα όλα δικά τους τ’ θελαν
κι αδερφός τον αδερφό
με σύμβουλο αμερικανό
χορταίνει νιάτα το βουνό
με σύμβουλο αμερικανό…
…προδότες και δοσήλογοι όλοι καλοδεχούμενοι
πατριώτες και αγωνιστές στον τοίχο
και στις φυλακές Νταχάου σε ελληνικό νησί
κι ένας σοφός υμνολογεί…
“Η Μακρόνησος είναι ο Παρθενών
της συγχρόνου Ελλάδος”

…κι απ’ τα ’54 το μέλλον μας ανθόσπαρτο
το σύστημα έχει οργανωθεί
και ο λαός φακελωθεί
οι σύντροφοι εκτελεστεί οι πλάκες έχουν πλυθεί…

…μα ένας σοφός ανησυχεί…
“Δεν έχω ανάγκη από ήρωες,
θέλω Χίτες σκυλιά λυσσασμένα που να γαβγίζουν”

…Στεριώνουνε της τάξη τους
μένουν συναμετάξυ του παίρνουν το φόρο
απ΄το φτωχό τον κάνουν δάνειο κρατικό
κεφάλαιο εφοπλιστικό, κεφάλαιο βιομηχανικό…

…ο πλούσιος πλουσιότερος
κι ο φτωχός φτωχότερος η αγροτιά και η εργατιά
τον δρόμο παίρνουν του βοριά
για προκοπή στην ξενιτιά
και ένας σοφός δοξολογά…
” Η Μετανάστευσης είναι ευλογία δια τον τόπον”

…Σαν Έλληνες περήφανοι σαν Ευρωπαίοι ελεύθεροι
σαν κράτος συνεταιρικό
στο ΝΑΤΟ μέλος εκλεκτό
απ ‘ τον προϋπολογισμό το πιο μεγάλο μερτικό…

…Το πιο μεγάλο μερτικό το δίνουμε για το στρατό
κι είμαστε κράτος δυνατό
σε εχθρούς και φίλους σεβαστό
κι ακούμε εκείνο το σοφό
να λέει σε ένα αμερικανό…

“Κύριε Πρόεδρε της αμερικανικής βιομηχανίας ραπτομηχανών Singer ιδού ο στρατός σας”

…το σύστημα έχει οργανωθεί και ο λαός φακελωθεί
οι σύντροφοι εκτελεστεί οι πλάκες έχουν πλυθεί…
3. ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ
Παπακωνσταντίνου, Καρέζη και Χορωδία

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πετρούλα

4. ΛΑΧΤΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ
Παπακωνσταντίνου, Καρέζη και Χορωδία

Λαχτάρησα μια χώρα, γυρεύω ένα νησί
που οι άνθρωποι να λένε, ό,τι μου λες κι εσύ
Βροχούλα στα μαλλιά σου, στα μάτια η χαραυγή
φωνή που σε θηλάζει, μια μάνα υπομονή

Να σπείρω ένα χωράφι και κάθε πρωινό
πόση ζωή έχει πάρει, να βγαίνω να μετρώ
θέλω να σε κρατήσω, θέλω να σ’ αγαπώ
για όσα έχω σωπάσει, να σκύψω να σου πω

Βροχούλα στα μαλλιά σου, στα μάτια η χαραυγή
φωνή που σε θηλάζει,μια μάνα υπομονή
και σαν θα μεγαλώσεις το λάδι απ’ την ελιά
ίσια να το μοιράσεις στα δώδεκα παιδιά

Να ρίξουν’ ένα γέλιο, να πάει ως την πηγή
να σηκωθούν οι μέρες, που καρτερούν εκεί
βροχούλα στα μαλλιά σου, στα μάτια η χαραυγή
φωνή που σε θηλάζει, μια μάνα υπομονή

5. ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ
Παπακωνσταντίνου, Καρέζη και Χορωδία

Μην παντρευτείς τη μοναξιά
μην πάρεις το σκοτάδι
τραγούδα πάλι κάθε βράδυ
και φέρνε με κοντά.

Βάλε σημάδι εσπερινό
τ’ άστρο που μου ‘χεις δώσει
το βλέμμα μου θα σ’ ανταμώσει
ψηλά στον ουρανό.

Τρίκλωνη μόνη σιδεριά
δράκοι που φοβερίζουν
αυτά μονάχα μας χωρίζουν
ανάσα μου γλυκιά.

Όσα η αγάπη μας χωρά
καλή μου μην τ’ αρνιέσαι
την άνοιξη στον κήπο δέσε
και κοίταζε μακριά.

6. ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Παπακωνσταντίνου, Καρέζη και Χορωδία

Θα βγουν από παλιές φωτογραφίες
θα κατέβουν από λιθογραφίες
με σκονισμένες φυσιογνωμίες
και παραγνωρισμένες αμαρτίες.

«Όχλο» και πάλι θα σε πούνε
κι «οχλοκρατία» τη θέλησή σου
«αναρχικά» τα όνειρά σου
και «αναρχία» τη φωνή σου
λεβέντη πάρε με μαζί σου.

Θα ‘ρθει η παραπαίουσα ευφυΐα
η λατρευτή του παλατιού φοβία
η καθώς πρέπει δεοντολογία
και η πανταχού παρούσα καπηλεία.
«Όχλο» και πάλι θα σε πούνε
κι «οχλοκρατία» τη θέλησή σου
«αναρχικά» τα όνειρά σου
και «αναρχία» τη φωνή σου
λεβέντη πάρε με μαζί σου.

7. Ο ΕΧΘΡΟΣ ΛΑΟΣ
Παπακωνσταντίνου, Καρέζη και Χορωδία

Ήταν πατριώτη ένας λαός
ένας μεγάλος τοπικός εχθρός.

Θέλανε να ‘χουν όλοι το σπιτάκι τους
καθημερινά το μεροκαματάκι τους
να ‘χουν ακόμα κι άμα θα κακογεράσουν
μια συνταξούλα για να μην πεινάσουν.

Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήταν τούτος ο παλιολαός…

Θέλανε να μην περπατούν στα τέσσερα
να σκέφτονται και να μιλούν ελεύθερα
να κυβερνάει αυτός που θα ‘χουνε διαλέξει
κανένας πια να μην τους κοροϊδέψει.

Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήτανε τούτος ο παλιολαός…

Θέλαν το νόμο φίλο κι όχι φύλακα
να μη φοβούνται πια τον χωροφύλακα
την περηφάνια τους κανείς να μην πληγώνει
ούτε την πόρτα τους να ξεκλειδώνει.

Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήτανε τούτος ο παλιολαός…

Όνειρα χίλια μέσα στο κεφάλι τους
τ’ αποθηκεύανε στο προσκεφάλι τους.
Χρόνια καλύτερα ελπίζανε να ‘ρθούνε
το σήμερα οι ληστές δεν εχτιμούνε.

Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήταν τούτος ο παλιολαός…

8. ΑΡΝΙΕΜΑΙ
Παπακωνσταντίνου, Καρέζη και Χορωδία
9. Α ΧΟΡΙΚΟ Ο Θίασος
10. Β ΧΟΡΙΚΟ Ο Θίασος
11. Γ ΧΟΡΙΚΟ Ο Θίασος
12. Δ ΧΟΡΙΚΟ Ο Θίασος

Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1975. Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1976. Γιώργος Νταλάρας Minos (δίσκος 45 στροφών).
Τραγούδια:
ΕΚΕΙΝΟΣ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟΣ
ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

ΕΚΕΙΝΟΣ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟΣ

Εκείνος ήταν μόνος μες στα πλήθη
εκείνος ήταν μόνος στο κελί
γι’ αυτόν αργά τραγούδησες
πολύ αργά, πολύ αργά, πολύ αργά

Εκείνος δεν ακούει τη φωνή σου
η αγάπη σου είναι νεκρή γι’ αυτόν
είναι νεκρά τα λόγια κι οι λυγμοί σου
αργά η μνήμη αργά και το φιλί σου
πολύ αργά, πολύ αργά

Εκείνος ήταν ήρεμος κι ωραίος
κι εσύ σφαδάζεις μόνος κι ορφανός
εκείνος ήταν δίκαιος κι απέραντος
σαν ουρανός, σαν ουρανός

Κι εσύ φωνάζεις τώρα τ’ όνομά του
στο αίμα του ορκίζεσαι μ’ οργή
περίμενες την ώρα του θανάτου
σαν τη βροχή μας φεύγει τώρα το παιδί
σαν τη βροχή, σαν τη βροχή

ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Κάθε πρωί ξεκινούσαμε
να πάμε στη δουλειά
στο λεωφορείο γελούσαμε
είμαστε δυο παιδιά
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Κάποιο πρωί για τον πόλεμο
κινήσαμε μαζί
όλοι μαζί τραγουδούσαμε
παλεύαμε μαζί
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Μέσα στο Μάη σκοτώθηκες
το αίμα σου μαβί
έβαψε μαύρο τον ουρανό
κόκκινο τον καιρό
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν
όνειρα ιδανικά
γίνανε όλοι φαντάσματα
ζούμε συμβατικά
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Τώρα οι σημαίες γενήκανε
είδη εμπορικά
είναι τα όνειρα αγαθά
καταναλωτικά
Κόκκινο τριαντάφυλλο
κόκκινο το δειλινό

Ποίηση: Μίκη Θεοδοράκη, Πάνου Λαμψίδη, Γιάννη Νεγρεττόντη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Τάσου Λειβαδίτη
Σύνθεση: Ανάμεσα 1943 – 1975
Ηχογράφηση: 1976, Βασίλης Παπακωναταντίνου, Minos
Τραγούδια:
Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΕΛΑΝ
ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
ΧΤΥΠΑ ΧΤΥΠΑ
ΕΦΤΑΣΕΣ ΑΡΓΑ
ΔΕΝ ΕΦΤΑΙΓΕΝ Ο ΙΔΙΟΣ
ΗΤΑΝΕ ΝΕΟΙ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΙΑ
ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ
ΕΛ ΖΑΑΤΑΡ
ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ
ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ
ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ

1. ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ (Μ.Θεοδωράκη)

Θάλασσες μας ζώνουν,
κύματα μας κλειουν
σ’ άγριους βράχους πάνω
τα νιάτα μας φρουρούν.

Στείλαν του λαού μας, τ’ άξια τα παιδιά
για να τα λυγίσουν σε δεσμά βαριά.

Στων φρουρών το πείσμα, θα σταθούμε ορθοί
στις καρδιές ατσάλι φλόγα στην ψυχή.

Μάνα μη στενάζεις, μάνα μη θρηνείς
τώρα πέφτουν θρόνοι και τραντάζει η γης.

Η αυγή χαράζει, πάνω στα βουνά
ο εχρθός λουφάζει φτάνει η λευτεριά.

Χτυπάτε τους αδέλφια, χτυπάτε δυνατά
σαν χτυπάει ο Μάρκος, σειέται γη στεριά.

2. ΧΤΥΠΑ – ΧΤΥΠΑ (Μ.Θεοδωράκη)

Τα πλοία προσμένουν κρυφά στα σκοτάδια
δεμένα σε κάποια ακτή μυστική
καμιόνια με φάρους σβησμένους
γεμάτα συντρόφους πιστούς
γλιστρούν μες στην πόλη που τώρα σφαδάζει
στα νύχια των εχθρών του λαού.

Χτύπα χτύπα το στήθος π’ ανάβει
χτύπα χτύπα το νου που φωτά
στα χτυπήματα θεριεύουν οι σκλάβοι
κάτω μας σπρώχνεις μα πάμε ψηλά.

Τα πλοία στα βράχια σκορπούν τους συντρόφους
τους ζώνουν σαν φίδια φρουροί τρομεροί
μα κείνοι ψηλά το κεφάλι,
ψηλά η σημαία προχωρεί,
παιδιά του λαού τιμημένα γνωρίζουν
πως πλάθουν την καινούρια ζωή.

3. ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΕΛΑΝ (Π.Λαμψίδη)

Απ’ την Αντίκαιρα προβάλλει ο Ζαχαριάς
και ξεμακραίνει το ελανίτικο καράβι
θαλασσομάχοι εμείς της λευτεριάς
απ’ την Αντίκαιρα προβάλλει ο Ζαχαριάς.

Έγια μόλα έγια λέσα
μπρος θαλασσομάχοι εμείς της λευτεριάς.

Μεσοπελάγου αρμενίζουμε μεμιάς
όμοια μπουρλότο η ψυχή φωτά κι ανάβει
καθώς προβάλει το λιμάνι της Ιτιάς
μεσοπελάγου αρμενίζουμε μεμιάς.

Στο Γαλαξίδι οι ελανίτες μέσα
κι η καμπάνα γλυκόηχα να χτυπάει
έγια μόλα παιδιά, έγια λέσα
στο Γαλαξίδι οι ελανίτες μέσα.

4. ΕΛ ΖΑΑΤΑΡ (Γ.Νεγρεπόντη)

Όταν τη νύχτα κρυώνω
κάνω μια προσευχή
να μην είναι οι νύχτες
παγερές στο Ελ Ζαατάρ.

Δεν κρυώνουν εκείνοι
που ποτέ δεν ρωτούν
και για μάρκα ή δολάρια
μακελειό ξεκινούν.

Όταν τη νύχτα πεινάω
κάνω μια προσευχή
να μην είναι οι νύχτες
παγερές στο Ελ Ζαατάρ.

Έως πότε Θεέ μου
το κακό θα κρατά
για δολάρια ή μάρκα
μακελειό στα Ελ Ζαατάρ.

5. ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ (Γ.Νεγρεπόντη)

Μετά από τέτοια απουσία μακρυά
Σαν ένας ξένος στην παλιά μου γειτονιά
Άγνωστα πρόσωπα γεμίσανε τα σπίτια
Στο δρόμο παίζουν άγνωστα παιδιά

Μην πεις ποτέ πως είν’ αργά να ξαναρχίσεις
Πως ξέκοψες μην πεις απ’ τη ζωή
Όταν υπάρχουν τόσοι γύρω που μαζί τους
Τον κόσμο απ’ την αρχή θα ξαναχτίσεις

Είναι λοιπόν τόσα πολλά είκοσι χρόνια
Σ’ εμένα φαίνεται σα να ‘ταν μόλις χθες
Έτσι που τη ζωή μου έχω ξοδέψει
Στα ξερονήσια και στις φυλακές

6. ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ (Μ.Θεοδωράκη)

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε

Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα

7. ΕΦΤΑΣΕΣ ΑΡΓΑ (Μ.Αναγνωστάκη)

Έφτασες αργά σου πήρε άλλος τη θέση
έφτασες αργά σε ‘βγάλαν απ’ τη μέση.
Δεν σου φταίει κανείς, επέρασε ο καιρός σου
δεν σου φταίει κανείς, λάθος ήτανε δικό σου.
Άργησες πολύ και τό ‘χασες το τρένο
άργησες πολύ δεν σε περιμένω.

8. ΔΕΝ ΕΦΤΑΙΓΕ Ο ΙΔΙΟΣ (Μ.Αναγνωστάκη)

Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε
η εποχή, τα βάρη, οι συνθήκες
κι άλλοι την πάθανε που τότε είπαν το ναι
και δεν ακούσανε των παλιών τις υποθήκες.

Τάχα η θέλησή σου λίγη
τάχα ο πόνος σου μεγάλος
η ζημιά ήτανε στο ζύγι
πάντα φταίει κάποιος άλλος.

Καλά καλά ποιο είναι το κέρδος, ποια η ζημιά
ποιος να το πει δεν ξέρει
το βέβαιο ήτανε πως κάτι δεν πήγε καλά
δεν έφτασε όπου ονειρεύτηκε το χέρι.

Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε
κι οι άνθρωποι γεμάτοι είναι τώρα απαιτήσεις
αφού σήμερα δε θά ‘λεγε το ίδιο το ναι
τώρα περίσσεψαν η σύνεση και η κρίση.

9. ΗΤΑΝΕ ΝΕΟΙ (Μ.Αναγνωστάκη)

Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλί στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στις καρδούλες κλειδωμένοι

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά
Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια,
και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιές
σφιχτά που φυλάξαν τα τίμια λόγια

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά
Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
έναν δεν δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη
Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

10. ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ (Μ.Αναγνωστάκη)

Κάθε πρωί, καταργούμε τα όνειρα,
χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια.
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο,
κάθε πρωί, χαιρετάμε τους χθεσινούς φίλους, φίλους, φίλους. Οι νύχτες μεγαλώνουν,
μεγαλώνουν σαν αρμονικές, ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά, ασήμαντες απαρριθμήσεις.
Τίποτα, τίποτα. Λέξεις μόνο για τους άλλους,
μα που τελειώνει η μοναξιά.

11. ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ ΓΙΑ‘ΚΕΙΝΟΝ (Νεγρεπ.)

Πως να με νιώσετε όλοι εσείς τι ξέρετε για κείνον
κι έτσι θαρρείτε εύκολα μπορώ να τον ξεχάσω.
Μου μιλάτε για κείνον σαν να ήτανε κάποιος
όπως όλοι εμείς κάποιος μέσα στο πλήθος.

Έφευγε κι ήξερε για που κι όμως χαμογελούσε
τι τον περίμενε ήξερε κι όμως χαμογελούσε.
Μου μιλάτε για κείνον σαν να πήγαινε κάπου
όπως όλοι εμείς κάπου σαν κάθε μέρα.

Πως να με νιώσετε όλοι εσείς τι ξέρετε για κέινον
ήξερε για που πήγαινε κι όμως χαμογελούσε
μου μιλάτε για κείνον σαν να ήτανε κάποιος
όπως όλοι εμείς κάποιος μέσα στο πλήθος.

12. ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΣΟΥ (Λειβαδίτη)

Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε πως δεν χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο

Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι.

Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα μέσα στον άγριο πόλεμο

Ποίηση: Τάσου Λειβαδίτη
Σύνθεση: 1976. Αθήνα.
Ζωντανή ηχογράφηση στον Β’ Μουσικό Αύγουστο το 1977 με τους μουσικούς: Βασίλη Τενίδη (κιθάρα), Σωτήρη Ταχιάτη (βιολοντσέλο), Ανδρέα Ροδουσάκη (κοντραμπάσο), Γιώργο Θεοδωράκη (κρουστά), Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου (πιάνο).
Τραγουδά ο Μίκης Θεοδωράκης, Minos,1978.
1977, Μίκης Θεοδωράκης,
1978, Milva
Τραγούδια:
ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
ΧΑΘΗΚΑΝΕ ΤΟΣΟ ΝΩΡΙΣ
Ο ΑΓΕΡΑΣ ΛΕΕΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΔΕΙΛΙΝΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΙΑΣ
ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
ΣΤΑ ΛΙΜΑΝΙΑ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΑ
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ Σ’ ΤΟ ΠΩ
ΣΕ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ
ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑ
ΠΑΙΔΙ ΔΕ ΜΙΛΑΣ
ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ
ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ
ΕΚΙΝΗΣΑΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕ
ΜΕΣ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ
ΘΥΜΗΣΟΥ ΤΟ ΜΑΝΩΛΙΟ
ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΔΡΟΜΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ

1. ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΒΡΑΔΥ

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.

2. ΧΑΘΗΚΑΝΕ ΤΟΣΟ ΝΩΡΙΣ

Χαθήκανε τόσο νωρίς
μικραδέρφια της βροχής
επτά φορές κι αν σκοτωθούν
δεκαεφτά θ’ αναστηθούν.

Γενιά μου δάκρυ και καημός
εμπρός σημαία και Χριστός
τροφή στη λησμονιά
το αίμα σας, καλά παιδιά,
και τώρα και ξανά.

Χαμένη γενιά τραγουδάς.
Χαμένη γενιά πού με πας;

3. Ο ΑΓΕΡΑΣ ΛΕΕΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ο αγέρας λέει μια προσευχή
στην πόρτα του φτωχού ληστή,
καημός, βροχή
να πιεις να ξεδιψάσεις.

Αρχάγγελος με το σπαθί
πουλάει λαχεία ένα παιδί,
καημός, φτερά αντίκρυ να περάσεις.

Η νύχτα πίνει μοναχή
στο καπηλειό του Γιακουμή,
καημός, σκαλί να γείρεις να ξεχάσεις.

4. ΔΕΙΛΙΝΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΙΑΣ

Δειλινό της ερημιάς
πολιτεία που με πας,
μες στους δρόμους
αρχαίος λυγμός.

Αγόρι απ’ τον Αρδηττό
κορίτσι απ’ τον ουρανό
αίμα στάζει ο καημός
μενεξέδες ρίχνει στο φως.

Μη ρωτάς τον καιρό
κρατάει το μυστικό
μαι μέρα θα στο πω.

5. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Στο κατώφλι των καιρών
γνέθουν οι μητέρες την ελπίδα,
και πριν γνωρίσουν τα φιλιά
φεύγουν τα παιδιά
και γίνονται άντρες στα βουνά
και τα κορίτσια π’ αγαπούν
τη Γκουέρνικα κεντούν.

Άγια είναι η λευτεριά
κι ο καημός του κόσμου σημαία πλατιά
τη σκιά χαιρετά του Τσε Γκουεβάρα.
Είναι ο δρόμος μακρινός
πάμε για τη μάχη
κι ίσως νά ‘σαι, μάνα,
αύριο μονάχη.

6. ΜΕΣ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

Μες στη βροχή,
τη νύχτα αργά,
περπατούν
αυτοί που μουσική πουλούν,
φορούν φτωχά καπέλα σταχτιά,
στα χέρια τα βιολιά
σαν τα νεκρά παιδιά.

Μες στο σταθμό,
καμιά φορά,
σταματούν
μακριά στο πουθενά κοιτούν,
γι’ αυτούς τα τρένα δεν ξεκινούν
και πάνε κατά κει
που κλαίει η μουσική.

7. ΣΤΑ ΛΙΜΑΝΙΑ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΑ

Στα λιμάνια τα μακρινά
χαθήκανε εφτά παιδιά
μα η καρδιά τους συχνά γυρνά
στη γειτονιά τους την παλιά.

Ήταν τότε μια συντροφιά
που τρέλαινε κάθε γωνιά
μα το βράδυ πλατιά πανιά
ανοίγαν κι έφευγαν μακριά.

Κι ένας ένας πάνε κι οι εφτά
σκορπίσανε στην ξενιτιά,
μα ο καημός τους πικρά ρωτά
υπάρχει πάντα η γειτονιά;

Στα λιμάνια τα μακρινά
θαμμένοι τώρα οι εφτά
μα το βράδυ πλατιά πανιά
θ’ ανοίγουν πάντα τα παιδιά.

8. ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΔΡΟΜΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ

Του κόσμου δρόμοι σκοτεινοί
μπροστά στην πόρτα μας περνάνε
της νύχτας παιδιά μες στη φωτιά
κινούν και πάνε.

Φυλαχτό κρατούν ένα άστρο,
δυο φιλιά, και το βόλι
ας έρθει στην καρδιά.
Σημαίες στο βάθος προχωρούν,
φεύγω, μάνα, έχε γεια – έχε γεια.

Κι αν στη μάχη πέσω,
μην ξεχνάς, γνέθε, μάνα,
σα να πολεμάς.

9. ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΣΤΟ ΠΩ

Μια μέρα θα στο πω
το μαύρο παραμύθι εκείνο,
το μαύρο μυστικό
που κλαίει μες στ’ άσπρο κρίνο.
Κι ω! τότε, τότε…

Ποιος είναι μη ρωτάς
αυτός που στέκει εκεί στη δύση,
πολύ να μ’ αγαπάς
αυτός θα μας χωρίσει.
Κι ω! τότε, τότε…

10. ΣΕ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ

Σε δρόμους μακρινούς
την τύχη πουλάνε,
μονάχοι και πάνε.
Η μέρα τους πονά
μα η νύχτα τους θυμάται,
ποιοι νά ‘ναι, νά ναι
ποιοι νά ‘ναι…
Σε πόλεις σκοτεινές
σαν ίσκιοι διαβαίνουν
και φεύγουν και μένουν.
Στα χέρια τους τ’ αχνά
ο θάνατος κοιμάται
ποιοι νά ‘ναι, νά ‘ναι
ποιοι νά ‘ναι…

11. ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑ

Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
πικρό το βράδυ φτάνει.

Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π’ αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
πικρό το βράδυ φτάνει.

Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
πικρό το βράδυ φτάνει.

12. ΠΑΙΔΙ ΔΕΝ ΜΙΛΑΣ

Παιδί δε μιλάς
τώρα δε ρωτάς
πόσα άστρα έχει ο ουρανός
δε με ρωτάς.

Που πηγαίνουν τα πουλιά
δε ρωτάς
τις πέτρες αν τις πονά ο βοριάς
δε ρωτάς
δε ρωτάς.

Στο δρόμο τώρα πού ‘χεις πάρει
θα σου μάθει πολλά
το φεγγάρι.

13. ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ

Μες στον κάμπο,
καμιά φορά,
το τρένο σταματά,
μπροστά σαν φάντασμα ορθός
στις γραμμές είναι κάποιος τρελός
κοιτάζει και χαμογελά
και πάλι το τρένο κυλά.
Ζωή μου,
πήγες χαμένη.

Μες στη νύχτα,
καμιά φορά,
κάποιος σε σταματά,
εκεί σαν φάντασμα χλωμός
ο παλιός σου στέκει εαυτός,
με πίκρα τώρα σε κοιτά
και τέλος κι αυτός προσπερνά.
Ζωή μου,
πήγες χαμένη.

14. ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ

Ήταν κάποτε δυο φίλοι
σαν αρχάγγελοι κι οι δυο
κι απ’ των κοριτσιών τα χείλη
εθερίζαν τον ανθό.

Τέτοια λεβεντιά δεν ξανάδαν πια
με τα όνειρά τους υψώναν κάστρα
σε δώδεκα χωριά.

Κι όταν άνοιξ’ η πατρίδα
τις σημαίες της πλατιά
και οι δυο για την ελπίδα
σκοτωθήκαν στα βουνά.

Μα κάθε βραδιά
όρθιοι στην πλαγιά
με το θάνατό τους
υψώνουν κάστρα
αρχάγγελοι ξανά.

15. ΘΥΜΗΣΟΥ ΤΟΝ ΜΑΝΩΛΙΟ

Θυμήσου τον Μανωλιό
που στο σχολειό
φορούσε αρβύλες ξένες,
νούμερα δυο
ξερό ψωμί στη βροχή
και που θα βγει.

Θυμήσου τον Μανωλιό
ο πρώτος
που ανέβει αντάρτης
βρήκε βόλι πικρό
αχ, Φλεβάρη καιρό,
και πια δεν μας ξανάρθε
ο Μάρτης.

Θυμήσου και τον Θωμά
που τα μυαλά
τά ‘χει χαμένα λίγο
και στα βουνά
την Παναγιά
στο χιονιά είδε συχνά.

Θυμήσου και τον Θωμά
δυο τρένα
καίει και πάει
σ’ όλα πλάι τα χωριά
είδαν την Παναγιά
την είδαν να περνάει.

16. ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Μοιρολόι της βροχής, βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις, πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά σε καρτερεί.

Παλικάρι χλωμό, μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς, η ζωή γοργά περνά,
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί κι έχε γεια.

Παλικάρι χλωμό, σ’ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή, μαύρα π’ αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα σε πήρε η Κυριακή.

Ποίηση: Τάσου Λειβαδίτη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Γιάννη Θεοδωράκη, Ερρίκου θαλασσινού
Σύνθεση: 1976, Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1978, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Studio Columbia, ΕΜΙ,
Τραγούδια:
ΒΓΑΛΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΠΑΝΙΑ
Ο ΧΑΡΟΣ ΝΥΧΤΟΠΕΡΠΑΤΕΙ
ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΠΑΙΔΙ
ΤΑ ΝΕΑΡΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ
ΝΥΧΤΑ
ΜΠΗΚΕ Ο ΧΑΡΟΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ

1. ΒΓΑΛΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΠΑΝΙΑ
Γιάννη Θεοδωράκη

Πέτα το καμάκι χτύπα πάνω στην πληγή
κοίτα κι ένας άλλος κόκκινο έχει το σπαθί
πέτα το καμάκι, πέτα το φαρμάκι
μη φοβάσαι που μιλώ
πέτα το κορμί σου, πέτα την ψυχή σου
και έλα κάτι να σου πω.

Βγάλε τα μαύρα πανιά
κράτα το χέρι μου σφιχτά
κι αν μας καρφώνουνε
κι αν μας σταυρώνουνε
και μας ματώνουν την καρδιά.

Τα πικρά μου μάτια, το πικρό μου το μυαλό
πέλαγο μεγάλο, πέλαγο αλαργινό
παίρνεις τη ζωή μου, παίρνεις τη φωνή μου
στην αγάπη την παλιά
όμως η καρδιά μου είναι σαν τα κάστρα
κι όλο σαν πουλί πετά.

2. ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΠΗΡΕ Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Μάνου ελευθερίου

Όσους δεν πήρε η μοναξιά
τους έχει πάρει ο θάνατος
κι είχαν τα λόγια τους πουλιά
να κελαηδούν στην πόρτα μου.

Όσους δεν πήρε ο ποταμός
τους πρόδωσαν τα όνειρα
νύχτα τους πήρε και καπνός
και μας φιλούν στον ύπνο μας.

3. ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ
Τάσου Λειβαδίτη

Ήταν κάποτε δυο φίλοι
σαν αρχάγγελοι κι οι δυο
κι απ’ των κοριτσιών τα χείλη
εθερίζαν τον ανθό.

Τέτοια λεβεντιά δεν ξανάδαν πια
με τα όνειρά τους υψώναν κάστρα
σε δώδεκα χωριά.

Κι όταν άνοιξ’ η πατρίδα
τις σημαίες της πλατιά
και οι δυο για την ελπίδα
σκοτωθήκαν στα βουνά.

Μα κάθε βραδιά όρθιοι στην πλαγιά
με το θάνατό τους υψώνουν κάστρα
αρχάγγελοι ξανά.

4. ΣΕ ΛΕΝΕ ΜΑΝΑ
Μάνου Ελευθερίου

Σε λένε μάνα του Χριστού,
σε λεν κι άγια-Βαρβάρα
κλειδί του κάστρου του κλειστού
στην μάχης την αντάρα.

Απ’ όπου νά ‘σαι και θα ‘ρθεις
και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς,
πίσω δε θα γυρίσεις.

Σε λένε μάνα του ληστή
και μάνα του Πιλάτου
μα εσύ κρυφά μιλάς
και κλαις τις ώρες του θανάτου.

Απ’ όπου νά ‘σαι και θα ‘ρθείς
και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς,
πίσω δεν θα γυρίσεις.

5. Ο ΧΑΡΟΣ ΝΥΧΤΟΠΕΡΠΑΤΕΙ
Ερρίκου Θαλασσινού

Ο Χάρος νυχτοπερπατεί καβάλα στο φεγγάρι
κι έχει σπαθί στη μέση του και πάει στο παλικάρι.
Βαριά την πόρτα χτύπησε και σείστηκε το δώμα
πέσαν τ’ αστέρια απ’ τη σκεπή
και τα πουλιά στο χώμα.
Πέφτει κι ο νιος κατάχαμα σαν μήλο μαραμένο
και δίπλωσε το μπόι του το μαργαριταρένιο.
Βοτάνι φέρνει η μάνα σου, νερό η αδελφή σου
και τα ξανθά μαλλάκια της η αγαπητική σου.

Στα πόδια το βασιλικό, δάκρυα στο κεφάλι
και της καλής του τα μαλλιά
τού βάζουν προσκεφάλι.

6. ΜΕΛΑΧΡΙΝΟ ΠΑΙΔΙ
Γιάννη Θεοδωράκη

Έχω ένα βουνό μέσα στο κεφάλι
έναν ποταμό έχω στο μυαλό
θάλασσες και κύματα θερία
στην καρδιά μου μέσα πάντα ζω.

Κι ένα μελαχρινό παιδί
με λάβαρο και με σπαθί
μες στο αίμα μου τό ‘χω θαμμένο.

Έχω έναν καημό μέσα στο κεφάλι
έχω μια φωτιά μέσα στην καρδιά
πέλαγο η αγάπη μου μεγάλη
το μεράκι θάλασσα πλατιά.

7. ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΗΠΟ
Μάνου Ελευθερίου

Μέσα σε κήπο κάθησα
και σ’ ένα περιβόλι
μια Κυριακή απόγευμα,
μια Κυριακή και σχόλη

Τους φίλους μου συνάντησα
και πήγαμε σεργιάνι
στης Τερψιθέας τα στενά
και στο Πασαλιμάνι

Τώρα ο κήπος χάθηκε
κι οι φίλοι στο περβόλι
και το σεργιάνι στ’ όνειρο
έρχεται κάθε σχόλη
Τους φίλους μου συνάντησα
και πήγαμε σεργιάνι
στης Τερψιθέας τα στενά
και στο Πασαλιμάνι

8. ΤΑ ΝΕΑΡΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ
Τάσου Λειβαδίτη

Τα νεαρά ζευγάρια σαν αστέρια
σ’ ομορφαίνουν μαύρη πολιτεία
για μια στιγμή κρατιούντ’ από τα χέρια
σκοτώνονται στην άλλη γωνία.

Παιδιά και τον αντέξατε τον δύσκολο καιρό
δεν έχει ο έρωτας αρχή κι ο κόσμος τελειωμό.

Στο δρόμο περπατούνε αγκαλιασμένοι
κρυφομιλούνε σε κάποιο καφενείο
κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι
σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο.

9. ΝΥΧΤΑ
Δημήτρη Χριστοδούλου

Απόψε σε περίμενα και ζήταγα απ’ τ’ αστέρια
νά ‘ρθουν να σ’ αγκαλιάσουνε
σαν τα πικρά μου χέρια.

Ο ουρανός είναι μικρός,
χώρισ’ απ’ το φεγγάρι
χωρίς αστέρι κι όνειρο
που η νύχτα τό ‘χει πάρει.

Απόψε σε περίμενα καημέ
μου πού ‘χεις φύγει
η νύχτα πού ‘μεινε ορφανή
με την πληγή μου σμίγει.

10. ΜΠΗΚΕ Ο ΧΑΡΟΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ
Λευτέρη Παπαδόπουλου

Μπήκε ο Χάρος στο κελί
μπήκε για να με πάρει.
κι έκλαιγε ένα φτωχό πουλί
για να μου δώσουν χάρη.
Κι έλαμψε ο ήλιος το πρωί
όταν με βρήκε ο πόνος.
αχ! μόνος μπαίνεις στη ζωή
και ξαναφεύγεις μόνος.

Χαράζ’ η μέρα λουλακιά
και με πετροβολούσε.
Μάνα καλή, μάνα γλυκιά
αυτή την ώρα πού ‘σαι;

11. ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Τάσου Λειβαδίτη

Μοιρολόι της βροχής, βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,, πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά σε καρτερεί.

Παλικάρι χλωμό,μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς, η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί κι έχε γεια.

Παλικάρι χλωμό, σ’ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή μαύρα π’ αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα σε πήρε η Κυριακή.

12. ΕΧΕΙΣ ΜΑΤΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Μάνου Ελευθερίου

Έχεις μάτια το φεγγάρι
κι είναι η νύχτα σπιτικό σου
μα από αυτά που μου ’χεις πάρει
τίποτα δεν είν’ δικό σου.

Έχεις δάκρυα την αγάπη
με φωτιά και με μαχαίρι
κι έχεις για κρασί φαρμάκι
και το χωρισμό στο χέρι.

Ποίηση: Γιάννη Θεοδωράκη, Νίκου Μπότσαρη, Δημήτρη Κεσίσογλου, Μίκη Θεοδωράκη
Ηχογράφηση: 1978, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Λάκης Καρνέζης (μπουζούκι)
Τραγούδια:
ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΕ ΛΕΓΑΝΕ
ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ ΠΟΥ ΖΕΙΣ
ΝΥΧΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
ΟΛΑ ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ ΠΕΡΝΟΥΝ
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΕΥΑΝΘΙΑ
ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

1. ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
Γιάννη Θεοδωράκη

Μενεξεδένια ήταν τα βουνά
μενεξεδένια τα φιλιά
μενεξεδένια ήταν τα μάτια σου
κατάμαυρη είναι η μοναξιά.

Το τρένο αυτό που σε ξερίζωσε
μου σκίζει πάντα την καρδιά
το σφύριγμά του είναι για με λυγμός
το πέρασμά του είναι καημός.

Ήμουν για ‘σένα ο διαβάτης που περνά
ήσουν για μένα το νερό και η φωτιά.

Σε κράτησα μέσα στα χέρια μου
σα να ‘σουνα μικρό πουλί
με την αυγή γλυκοκελάηδησες
το δειλινό είχες χαθεί.

Κι εγώ στα δάση τώρα τριγυρνώ
μετρώ τα κίτρινα κλαδιά
μετρώ τα φύλλα που ξεράθηκαν
την άμετρη μετρώ ερημιά.

2. ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΕ ΛΕΓΑΝΕ
Μίκη Θεοδωράκη

Ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί.

Ανατολή σε λέγανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε
ανατολή σε λέγανε.

Σ’ άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ
θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό
θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό
σ’ άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ.
Τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς.

3. ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ
Μάνου Ελευθερίου

Στο παζάρι του ληστή
πούλησα τα δάκρυα μου
κι ήβρα την πόρτα σου κλειστή
αγάπη, αγάπη, αγάπη μου
πούλησα και την καρδιά μου

Στο παζάρι του φονιά
σ’ έφεραν σαν περιστέρι
Σάββατο βράδυ στις εννιά
και πούλησα, και πούλησα
τα μάτια μου κι αγόρασα μαχαίρι,
αγάπη μου σ’ αγόρασαν μ’ αλυσίδες
μ’ αλυσίδες και πληγές
και καρφιά στον ερωτά μου

4. ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ ΠΟΥ ΖΕΙΣ
Νίκου Μπότσαρη

Εκεί στην ξενιτιά που ζεις
δεν θέλω να λυπάσαι
ρίξε μια πέτρα στο γιαλό
πάλι κοντά μου θα ‘σαι

Βάλε φωνή για ν’ ακουστεί
ν’ ανθίσει τ’ όνειρό σου
ρίξε στον ουρανό ματιά
να σμίξω με το φως σου.

Δώσε στο γλάρο μήνυμα
να ‘ρθει να μου το φέρει
ν’ αναγαλλιάσει η καρδιά
στη μαύρη νύχτα αστέρι.

5. ΝΥΧΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Γιάννη Θεοδωράκη

Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι
άναψε ένα φως
χερουβείμ, σεραφείμ
σ’ έφεραν στη Γη
το φεγγάρι αρμενίζει
στων ματιών σου την πηγή

Νύχτα μέσα στα μάτια σου
νύχτα και στην καρδιά σου
ο έρωτας κοιμήθηκε
μέσα στην αγκαλιά σου

Καταπράσινα τα φύλλα
τώρα σε φιλούν
χερουβείμ, σεραφείμ
γλυκοτραγουδούν
είσαι ο πόνος ο μεγάλος,
τύραννός μου και καημός

6. ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
Νίκου Γκάτσου

Αγάπη δίχως άκρη
κι η θάλασσα πλατιά
Και της καρδιάς το δάκρυ, ωωω
Πικρή σταλαγματιά

Κοιμήσου παλικάρι
στο κύμα τ’ αρμυρό
Θ’ αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ

Αστροφεγγιά του Μάρτη,
τ’ Απρίλη ξαστεριά
Δε σου ’μελλε γλυκέ μου, ωωω
Να ξαναδείς στεριά

Κοιμήσου παλικάρι
στο κύμα τ’ αρμυρό
Θ’ αλλάξει το φεγγάρι, ωωω
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ

7. ΟΛΑ ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ ΠΕΡΝΟΥΝ
Δημήτρη Κεσίσογλου

Όλα σαν όνειρο περνούν
σαν φθινοπώρου χελιδόνια
στην ξενιτιά περνούν τα χρόνια
κι όλες οι θύμησες πονούν.

Ψάχνω τον κόσμο να σε βρω
κι εσύ περνάς από κοντά μου
μα να σε φτάσω δεν μπορώ
βουλιάζουνε τα βήματά μου.

Με δένουν τα πατήματα
που μένουν μέσα μου κρυμμένα
το δρόμο κλείνουνε για μένα
στου γυρισμού τα βήματα.

8. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
Γιάννη Θεοδωράκη

Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια
τώρα που σωπαίνουν τα πουλιά
μου ‘μείναν στα χείλη τα τραγούδια
ξεχασμένη αγάπη μου παλιά.

Χώρισαν οι δρόμοι μας μιαν ώρα
φορτωμένοι σύγνεφα βαριά
μες στους παγωμένους δρόμους τώρα
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.

Τώρα περιμένουμε το θάμα
πίσω από το τζάμι το θολό
η κάμαρή μας μοιάζει μ’ ένα κλάμα
φυτεμένο μέσα μας πνιχτό.

Οι δρόμοι μας χωρίσανε για πάντα
μη με περιμένεις στη γωνιά
η άνοιξη μονάχα για τους άλλους
βάσανο η ζωή μας και καπνιά.

9. ΕΥΑΝΘΙΑ
Δημήτρη Κεσίσογλου

Στην Ήπειρο στο ξάγναντο
π’ ανθεί λουλούδι αμάραντο
το μήνα Μάη μιαν αυγή
είδα τη βεργολυγερή.

Είχε λουσμένα τα μαλλιά
και μ’ αηδονόλαλη λαλιά
ετραγουδούσε η κοπελιά.

Δροσιά που δε θα μαραθεί
δροσιά και άνθια της ροδιάς
η Ευανθία πάντα ανθεί
μέσα στα φύλλα της καρδιάς.

10. ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Γιάννη Θεοδωράκη

Μη μου μιλάς για τα πουλιά
μη μου μιλάς για τ’άστρα
ψεύτικα ήταν τα φιλιά
τα όνειρα κομμάτια

Μην κλαις, μην κλαις
τα μάτια που κλαιν
ποτέ, ποτέ την αλήθεια δε λεν.

Πάλι μια μέρα θα με βρεις
το χέρι σου θ’απλώσεις
πάλι στα δίχτυα σου θα μπω
κι εσύ θα με ματώσεις

Ποίηση: Αγγελικής Ελευθερίου, Γιάννη Θεοδωράκη, Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1978-81, Αθήνα-Βραχάτι-Παρίσι.
Ηχογράφηση: 1982, Δήμητρα Γαλάνη, Χορωδία Τερψιχόρης Παπαστεφάνου.
Τραγούδια:
ΝΥΧΤΑ ΜΑΓΙΚΙΑ
ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ
Η ΑΓΑΠΗ ΖΕΙ ΜΕ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ
ΞΑΝΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΘΑ ΣΤΕΓΝΩΣΩ
ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΦΩΝΗΣ ΣΟΥ
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΕΖΗΣΑ
ΚΑΡΑΒΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
ΜΗ ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΕΙΣ
ΧΩΡΙΣΑΜΕ
ΧΑΙΡΕ

1. ΝΥΧΤΑ ΜΑΓΙΚΙΑ
Γιάννη Θεοδωράκη

Νύχτα μαγικιά μια σκιά περνά
σκέψου τώρα τη φωνή
που σου ’λεγε, ποτέ,
ποτέ μαζί

Βάδιζα σκυφτός,
ήσουν ουρανός
με των άστρων τη μουσική
μου τραγουδάς, ποτέ, ποτέ μαζί

Μάγισσα χλωμή,
το στερνό σου φιλί
ξεχασμένη μουσική
μια μαχαιριά, ποτέ, ποτέ μαζί.

2. ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ
Γιάννη Θεοδωράκη

Μες στης ζωής τα κύματα
και μες στις καταιγίδες
σκέψου τον ήλιο τον ξανθό
όλα γυρίζουν στη ζωή
σήμερα αυτός, αύριο εσύ
ντυμένος ηλιαχτίδες.

Κάνε κουράγιο, μη λυγάς
θά ‘ρθουν τραγούδια και για μας.

Έχει ο καιρός γυρίσματα
κι η μοίρα μονοπάτια
δεν είσαι μόνος στη ζωή
κι αν σήμερα σ’ αρνήθηκαν
το γέλιο σου φοβήθηκαν
και τα γλυκά σου μάτια.

Κάνε κουράγιο, μη λυγάς
θά ‘ρθουν τραγούδια και για μας.

3. Η ΑΓΑΠΗ ΖΕΙ ΜΕ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ
Γιάννη Θεοδωράκη

Μη με ρωτάς για τον καιρό
που ήμουνα εγώ το δάσος
κι εσύ βροχούλα τ’ ουρανού
πότιζες την καρδιά μου.

Η αγάπη ζει με τ’ όνειρο
και τ’ όνειρο πεθαίνει
όταν εκείνος π’ αγαπά
έχει μεράκι στην καρδιά
και τον καημό σωπαίνει.

Μίλα μου για τον αετό
που έχασε τα φτερά του
για τ’ αηδονάκι μίλα μου
που έχασε τη λαλιά του.

4. ΞΑΝΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΘΑ ΣΤΕΓΝΩΣΩ
Αγγελική Ελευθερίου

Ξανά τα πράγματα
θα δω απ’ την αρχή
όμως φοβάμαι
πίσω να γυρίσω

άλλωστε σήμερα
η μέρα είναι θαμπή
αύριο με τον ήλιο
θα τ’ αφήσω.

Ξανά τα λόγια
θα στεγνώσω απ’ τη βροχή
και στεγνωμένα αντίκρυ τους
θ’ αρχίσω απ’ την αρχή

ένα τραγούδι
με μια λέξη μοναχή
σαν τον πικρό καφέ
να ξεμεθύσω.

5. ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΦΩΝΗΣ ΣΟΥ
Αγγελική Ελευθερίου

Τα μονοπάτια της φωνής σου
πίσω με γυρίσανε
κι όλες οι μέρες θα ‘ναι τώρα
γκρι και σκοτεινές

και σαν εξόριστο πουλί με σταματήσανε
γιατί στη μια φτερούγα μου
έγραψα ότι φταις.

Αφού πια τώρα όλα ετελειώσανε
γιατί πίσω από τα μάτια μου
κρυφά σε περιμένω;

Ποιά νύχτα ξαφνική μου φαρμακώσανε
το αίμα μου που ήταν
από σένα ζαλισμένο;

6. ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΕΖΗΣΑ
Αγγελική Ελευθερίου

Όπου κοιτάξω είναι σκοτεινά
κι ο ουρανός βαρύς σαν το μολύβι
οι λεωφόροι γίνανε στενά
κι η ερημιά το πρόσωπό της κρύβει.

Πίσω από τα μάτια μου έζησα
κι από τον κόσμο μακριά
τα βήματά μου μέτρησα
κι όλα σ’ ανηφοριά.

Το όνομά σου δεν μπορώ να πω
και τριγυρνούν μαύρα πουλιά κοντά μου
στα όνειρά μου θέλω να σε δω
κι οι πόρτες τ’ ουρανού
κλείνουν μπροστά μου.

7. ΚΑΡΑΒΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Αγγελική Ελευθερίου

Τώρα που σ’ έχασα σε νιώθω πιο κοντά
τώρα που σ’ άφησα να φύγεις σαν σκιά
ποιους δρόμους πέρασες και από ποια στενά
μόνη σαν λύπη μόνη και σαν την ξενιτιά.

Ένα καράβι ήσουνα στον ουρανό
κι ήταν το σπίτι το δικό μου στεριανό
κι είχα κρασί για μένα και τον διπλανό
κι εσύ εγύρευες έναν ωκεανό.

Τίποτα πια δεν μου θυμίζει τη ζωή
μόνο τα λόγια σου αγκάθι στην ψυχή
μου το ‘χες πει πως όταν φύγεις δεν θα ‘ρθεις
ήσουνα θύελλα κι όχι σταγόνα της βροχής.

8. ΜΗΝ ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΕΙΣ
Γιάννη Θεοδωράκη

Αυτός που ξέμεινε εδώ
θα ξαναρθεί με τον καιρό
να τον πληγώσεις.

Φίλοι κι εχθροί θα τον ζητούν
κατάματα θα σε κοιτούν
μη με προδώσεις.

Ψέματα οι ψεύτες θα σου πουν
στα όνειρά σου για να μπουν
θα το πληρώσεις.

Ρίξε τον ήλιο απ’ τα κλαδιά
στον κόρφο κρύψε τα καρφιά
μη με προδώσεις.

Απλώνει η νύχτα τη βροχή
μαζί ξεμάκραινες κι εσύ
θα μετανιώσεις.
Αν βρεις στο δρόμο νικητές
φωτιά, τσεκούρι και ληστές
μη με προδώσεις.

9. ΧΩΡΙΣΑΜΕ
Γιάννη Θεοδωράκη

Στην άλλη άκρη του καιρού
χτένιζες τα μαλλιά σου
σε κοίταζα με κοίταζες
χάιδευα τα όνειρά σου.

Χωρίσαμε και χώρισαν
ο ουρανός απ’ τ’ άστρα
μόνο το φως του φεγγαριού
σμίγει τους δυο καημούς μας.

Στα μάτια σου καθρέφτιζες
την ομορφιά του κόσμου
κι η ομορφιά ήσουν εσύ
κι ο κόσμος τ’ όνειρό σου.

10. ΧΑΙΡΕ
Μίκη Θεοδωράκη

Στην άκρη του καλοκαιριού
θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω
το πέλαγο, τα κύματα
στα πόδια σου ν’ απλώσω.

Χαίρε πέτρινο λουλούδι
με το χρώμα της φωτιάς
χαίρε κόκκινο τραγούδι
απ’ το αίμα της καρδιάς.

Στην άλλην άκρη του καιρού
θα στήσω τη μορφή σου
με πίκρα και με λησμονιά
θα δέσω την ψυχή σου

Ποίηση: Μάνου Ελευθερίου
Σύνθεση: 1979. Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1980. Μαρία Δημητριάδη, στο δίσκο «Δελτίο Καιρού», CBS

Ποίηση: Κώστα Τριπολίτη
Σύνθεση: 1981,’Αθήνα-Παρίσι.
Ηχογράφηση: 1981, Μαρία Φαραντούρη, Minos
1981, Μαργαρίτα Ζορμπαλά
Τραγούδια:
ΕΠΙΒΑΤΗΣ
80
ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ
ΤΩΡΑ
ΑΠΟΣΤΗΜΑ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ
ΟΛΟΙ
ΚΥΡΙΑΚΕΣ
ΑΝ
ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΟΥ ΔΟΣΜΕΝΟΣ
ΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΖΗΣΑ ΠΟΤΕ
ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΕΔΩ

1. ΕΠΙΒΑΤΗΣ

Επιβάτης στην εξουσία αυτού του κράτους
που τα κάγκελά του χτίζει
υπογράφοντας θανάτους.
Επιβάτης στην υστερία αυτού του τόπου
που τα κόκαλα τσακίζει
και τα όνειρα του ανθρώπου.

Έβγαλα εισιτήριο
στο γήπεδο και στο νοσοκομείο
έβγαλα εισιτήριο στο κρατητήριο.
Έβγαλα εισιτήριο
σαν επιβάτης…
στη χώρα αυτή που τρώει τα παιδιά της.

Επιβάτης στην υποψία αυτή του πλήθους
που ζωές υποστηρίζει
ανατρέποντας τους μύθους.
Επιβάτης στη γεωγραφία αυτού του τόπου
που νεκρούς υπερασπίζει
στις φωτιές της λεωφόρου.

2. ‘80

Ο καιρός να με πονάει
κι η ζωή με προϊόντα
μ’ έναν ενισχυτή Ακάι
και πεντακοσάρα Χόντα
πες μου ποιος μας κυβερνάει
στη δεκαετία του ογδόντα.
…Ζούμε λάθος κι από σπόντα.

Μια ανάπηρη εξουσία
τουφεκίζει τις βδομάδες
σε αργή αυτοκτονία
να τραβάει τις Ελλάδες
του θανάτου η συντεχνία
λίγο πριν το δυο χιλιάδες
…τα χαντάκια τώρα τά ‘δες.

3. ΑΦΙΕΡΩΜΑ
(ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ)

Με σημαία και περίστροφο
θαμμένα στο συρτάρι
πήρες ένα δρόμο αντίστροφο
απ’ ό,τι έχω πάρει.

Πράγματα κρυφά κι ακατάλληλα
τώρα δε σου λέω
πήγαινε μ’ εμένανε παράλληλα
κι άσε εγώ να φταίω.

Με καινούριο τώρα επίθετο
κι άλλη ενδυμασία
πήρες ένα δρόμο αντίθετο
και είσαι εξουσία.

4. ΤΩΡΑ (ΟΤΕ)

Γύρεψα θάλαμο του ΟΤΕ
να σε ειδοποιήσω
όμως δεν πρόλαβα ποτέ…
κι όλα με πήγαν πίσω.

Τώρα, χωρίς πληροφορία στη ζωή σου
στα προηγούμενα τα λόγια μου βασίσου.

Βρήκα το θάλαμο αργά
τα σύρματα κομμένα
τ’ ακουστικά του σιωπηλά…
είναι αργά για μένα.

5. ΑΠΟΣΤΗΜΑ

Γίνεται η αγάπη σου αμπούλα φαρμακερή
και τη χρειάζομαι
αδιάβροχο μες στη βροχή για να σκεπάζομαι.
Γίνεται η αγάπη σου ανακωχή.

Και την πληρώνω με φόρους και με πρόστιμα
και με της ζωής μου το απόστημα.
Γίνεται η αγάπη σου επέμβαση χειρουργική
ανάγκη απόλυτη
διαδήλωση ορμητική, οργή ξυπόλυτη.
Γίνεται η αγάπη σου ανατροπή.

6. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ

Το τραγούδι μου σε κάνει να θυμάσαι
χίλια πράγματα
ανακρίσεις, χειρουργεία κι οδοφράγματα.

Το τραγούδι μου γυρεύει εσένα
για να ειπωθεί
ζητάει νεύρα και καρδιά για να σωθεί.

Το τραγούδι μου γυρεύει να ποτίσει
τις ορμόνες σου
για να βρεις τον εαυτό μου στις οθόνες σου.

7. ΟΛΟΙ

Μ’ έχουν πάρει από πίσω περιπολικά
και μαντρόσκυλα στο δρόμο μου γαβγίζουν
την καρδιά μου τη χρεώνουν άχρηστα υλικά
κι όλο νάιλον αγάπες μου χαρίζουν.

Τούτη η νύχτα ποτισμένη βιτριόλι
και τα κάγκελα ριγμένα καταγής
ό,τι βλέπουμε απόψε μην το πεις
…τό ‘χουν δει και τό ‘χουν μάθει απόψε όλοι.

Μ’ έχουν πάρει από πίσω περιπολικά
κάπου εδώ η σχιζοφρένεια σταθμεύει
ό,τι έχουμε αγαπήσει παθολογικά
από ξένο μισθοφόρο κινδυνεύει.

8. ΚΥΡΙΑΚΕΣ

Με φθηνό ποδόσφαιρο οι Κυριακές
και κασέτες…
σαν επίδεσμος επάνω σε πληγές
…ξέχασέ τες.
Κυριακές τη μια πάνω στην άλλη
φωτογράφισα
τον καιρό στο τέρμα να με βγάλει
μόνο άφησα.

Μ’ ένα ρούχο επίσημο η Κυριακή
και κολώνια…
σαν θερμόμετρο σε άρρωστο κορμι
…από χρόνια.

9. ΑΝ

Κι αν απόψε το τραγούδι π’ αγαπάς
δεν τ’ αφήνεις μοναχό να σ’ οδηγήσει
το σκαλί αυτό που τώρα ακουμπάς
αύριο θα τό ‘χεις πριονίσει.

Κι αν απόψε της καρδιάς σου δε νοιαστείς
ν’ αναλύσεις την κρυμμένη σημασία
θά ‘σαι αύριο φτηνός διαχειριστής
σε μια ξένη εξουσία.

Κι αν αυτό το παραμύθι π’ ακούς
δεν τ’ αφήνεις μιαν αλήθεια να γυρέψει
θά ‘χεις κάνει ένα κόσμο σαν κι αυτούς
κι όλα θα τα έχεις καταστρέψει.

10. ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΟΥ ΔΟΣΜΕΝΟΣ

Τα βράδια να οπλοφορείς
με την καρδιά γεμάτη
με δυναμίτη στο κορμί
και πυροβόλο μάτι…

Κι έτσι στη νύχτα σου δοσμένος
σπουδαία πράγματα ν’ ακούς
και νά ‘σαι πάλι προδομένος
με σκοτεινούς μηχανισμούς.

Τα βράδια να παρατηρείς
με φλέβα οπλισμένη
να δεις τι γίνεται εδώ
και τι σε περιμένει…

11. ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΖΗΣΑ ΠΟΤΕ

Σα να μην έζησα ποτέ
σαν έμβρυο μέσα στη φιάλη
με τη ζωή μου στη μασχάλη
θα τριγυρνάω στα στενά.

Σα να μην έζησα ποτέ
Dunhill και Ronson και Cartier
δεν βρίσκω θέση να χωρέσω
Mobil, Jaguar και Esso.

Σα να μην έζησα ποτέ
σα ν’ αποκλείστηκα στη νύχτα
φθαρμένα όνειρα για λύτρα
θα κουβαλάω στα στενά.

12. ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΕΔΩ

Τα σύνορα εδώ
είναι μονάχα οι φυλακές
και τα ψυχιατρεία.
Τα σύνορα εδώ
είναι μονάχα οι εκκλησίες
και τα στενά σχολεία.

Τα σύνορα εδώ
είναι μονάχα τα γιαπιά
κι οι θάλαμοι του ΙΚΑ.
Τα σύνορα εδώ
είναι αυτά που μου ζητάς
και που ποτέ δεν βρήκα.

…και τούτο το τραγούδι
έχει γραφτεί
σαν μια ανάκριση νυχτερινή.

Ποίηση: Κώστα Τριπολίτη
Συνθεση: 1981, Αθήνα-Βραχάτι-Παρίσι.
Ηχογράφηση: 1981, Γιώργος Νταλάρας (το τρα¬γούδι ΣΥΝΟΨΗ το τραγουδά ο συνθέτης), Minos
Τραγούδια:
ΑΓΑΠΗ
ΕΦΑΡΜΟΓΗ
ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ
ΛΕΓΕ
ΩΣ ΤΟ ΤΕΡΜΑ
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ
ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΧΑΣΕΙ
ΧΕΙΡΟΛΑΒΗ
ΞΕΝΟΣ
ΡΑΝΤΑΡ
ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙΑ
ΣΥΝΟΨΗ

1. ΑΓΑΠΗ

Αγάπη του ψωμιού και της φωτιάς
αγάπη της αρμύρας
ρεκλάμες θα μας πνίξουν κι αδειανά
κονσερβοκούτια μπύρας

Πού να σε ταξιδέψω
γυαλιά και λαμαρίνες
γεμίσανε τα χρόνια
με εκτελεσμένους μήνες

Αγάπη του ψωμιού και της βροχής
αγάπη στα μπαλκόνια
στην άσφαλτο τα αίματα θα δεις
και πλαστικά μπιτόνια

Πού να σε ταξιδέψω
γυαλιά και λαμαρίνες
γεμίσανε τα χρόνια
με εκτελεσμένους μήνες

2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Έμφραγμα διπλό και πικρό κινίνο
ο έρωτας που παίρνω και που δίνω
ίσκιος σκοτεινός λάμπα της θυέλλης
τα πράγματα που θέλω και που θέλεις

Κι αρρωσταίνω από την ίδια συνταγή
που δε βρίσκει αυτός ο κόσμος
στη ζωή μου εφαρμογή

Σύρματα βραχνά βραχυκυκλωμένα
τα λόγια σου που φτάνουνε σε μένα
σύνθημα παλιό σαν κουβέντα τρύπια
κι άδικα τα γιατρικά που ήπια

Κι αρρωσταίνω από την ίδια συνταγή
που δε βρίσκει αυτός ο κόσμος
στη ζωή μου εφαρμογή
3. ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ

Η σκοτεινιά της κάμαρας
θα ρθει μαζί σου, ντύσου ντύσου ντύσου
κι η νύχτα αυτή που κράτησες δική σου
ντύσου ντύσου

Ο κόσμος ξημερώνει
ο κόσμος ξημερώνει

Με τα φιλιά που κάρφωσα
εδώ βαθιά σου, βιάσου βιάσου βιάσου
κι αυτά που απόψε κέρδισες δικά σου
βιάσου βιάσου

Ο κόσμος ξημερώνει
ο κόσμος ξημερώνει

4. ΛΕΓΕ

Λέγε την άσφαλτο γυαλί
που χαρακώνονται οι πολλοί
λέγε τα σπίτια φυλακές
και τις ζωές μας πλαστικές

Λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
και διαπίστωνε αργούς θανάτους
λέγε τα σπίτια φυλακές
και τις ζωές μας πλαστικές

Λέγε τα σπίτια φυλακές
και τις ζωές μας πλαστικές
λέγε τα χρόνια μας βροχή
συνάλλαγμα και Ι.Χ
λέγε τον έρωτα δασμό
και νύχτα δίχως προορισμό

Λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
λέγε τα πράγματα με τ’ όνομά τους
και διαπίστωνε αργούς θανάτους

Λέγε τον έρωτα δασμό
και νύχτα δίχως προορισμό
Λέγε τα σπίτια φυλακές
και τις ζωές μας πλαστικές

5. ΩΣ ΤΟ ΤΕΡΜΑ

Μέσα σου μια κατάδυση
μια νύχτα που γκρεμίζει
χαμένοι οι παράδεισοι
στη λάμπα που φθορίζει

Και γίνεται η αγάπη σαν εγχείρηση
νυστέρι που μας δάγκωσε το δέρμα
το όνειρο μαζί με την αντίρρηση
ως το τέρμα ως το τέρμα

Μέσα σου βλέπω χάσματα
κανείς δε σε γνωρίζει
γυρεύω αποσπάσματα
κι αυτόν που τραυματίζει

Και γίνεται η αγάπη σαν εγχείρηση
νυστέρι που μας δάγκωσε το δέρμα
το όνειρο μαζί με την αντίρρηση
ως το τέρμα ως το τέρμα

6. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ

Δε θέλω πια να χρωματίζω
δε θέλω πια
να χρωματίζω
τους ουρανούς σου
δε θέλω πια
αυτό το αστείο τερματίζω
και σβήνω
απ’ τους συλλογισμούς σου
και σβήνω

Δε θέλω πια να χρωματίζω
στον καιρό μου
αυτόν που δεν αναγνωρίζω
για δικό μου
δε θέλω πια δε θέλω πια
δε θέλω πια

Δε θέλω πια να χρωματίζω
δε θέλω πια
να χρωματίζω τα σύνορά σου
δε θέλω πια
κι από τον κόσμο που γνωρίζω
να ψάχνω για τη διαφορά σου
να ψάχνω

Δε θέλω πια να χρωματίζω
στον καιρό μου
αυτόν που δεν αναγνωρίζω
για δικό μου
δε θέλω πια δε θέλω πια

7. ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΧΑΣΕΙ

Φορτηγά καμιόνια με χαλίκια
στο δρόμο τρίζουνε
θάλασσες ξωκλήσια και καΐκια
αυτά με ορίζουνε

Τίποτα δεν έχω ξεχάσει
μόνο τη ζωή μου έχω χάσει

Μάρμαρα και ναύτες του έκτου στόλου
με τριγυρίζουνε
ξένοι και βιτρίνες στην Αιόλου
με βασανίζουνε

Τίποτα δεν έχω ξεχάσει
μόνο τη ζωή μου έχω χάσει

8. ΧΕΙΡΟΛΑΒΗ

Η ζωή μου μια κακή πλαστογραφία
υπογραμμένη υπογραμμένη
σε σταθμούς αφετηρίες
και γραφεία
δηλωμένη δηλωμένη

Και δε βρίσκω ν’ ακουμπήσω
σταθερή χειρολαβή
γίνεται ό,τι αγαπήσω
μια θανάσιμη λαβή

Το κορμί μου μια βουβή επικοινωνία
να σου γυρεύει να σου γυρεύει
μ’ εκατό την κάθε νύχτα η αγωνία
ταξιδεύει ταξιδεύει

Και δε βρίσκω ν’ ακουμπήσω
σταθερή χειρολαβή
γίνεται ό,τι αγαπήσω
μια θανάσιμη λαβή

9. ΞΕΝΟΣ

Με βιτρίνες και μ’ επιγραφές
η νύχτα μου ζυγώνει
η ζωή μου γίνεται χαφιές
και με καρφώνει και με καρφώνει

Ξένος μέσα στα ρούχα μου
μες το κορμί μου ξένος
στον κόσμο ετούτο δανεικός
και μεταχειρισμένος

Με ταινίες και με συντροφιές
η νύχτα μου κυλάει
η ζωή μου γίνεται χαφιές
και με πουλάει και με πουλάει

Ξένος μέσα στα ρούχα μου
μες το κορμί μου ξένος
στον κόσμο ετούτο δανεικός
και μεταχειρισμένος

10. ΡΑΝΤΑΡ

Χαρμάνι σάρκα και μπετό
κι εγώ αγάπη ν’ απαιτώ
μες του καπνού τα καταγώγια
αχ μάνα μου αχ μάνα μου
και μες των τραγουδιών τα λόγια

Της μοναξιάς μου το ραντάρ
που ανιχνεύει
τα ίχνη σου αναζητά
και σε γυρεύει

Βιτρίνες σύρματα και φλας
σου απαγορεύουν να γελάς
εδώ που σκάλωσες για πάντα
αχ μάνα μου αχ μάνα μου
στης πολιτείας τον ιμάντα

Της μοναξιάς μου το ραντάρ
που ανιχνεύει
τα ίχνη σου αναζητά
και σε γυρεύει

11. ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Γυαλίζουν οι προφυλακτήρες
κι αντηχούν τα φρένα
τα μάτια έκλεισες και πήρες
την πόλη αυτή μαζί με μένα

Αγάπη μου χωρίς φεγγάρια
χωρίς λουλούδια χάρτινα
δικιά σου πάρτηνα

Σφυρίζουν έξω οι σειρήνες
κι έχει ξημερώσει
βαρύ πιοτό και ασπιρίνες
τ’ όνειρό μου έχουν σκοτώσει

Αγάπη μου χωρίς φεγγάρια
χωρίς λουλούδια χάρτινα
δικιά σου πάρτηνα

12. ΣΥΝΟΨΗ

Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες
από το 49 κι ως εδώ
λογαριάζοντας συνθήκες κι ευκαιρίες
και πληρώνοντας συντριπτικό δασμό

Ο τιμάριθμος η μοναξιά κι η βία
με της φτώχειας σου τη διαλεκτική
ανατρέπουν τη λεπτή σου ισορροπία
και γυρεύουνε μια λύση εκρηκτική

Ξαναπαίζεται στο νου σου η ταινία
συρματόπλεγμα Α2 υπογραφή
η προσέγγιση μια κούφια ειρωνία
κι ένας χρόνος που δεν κάνει επαφή

Τα υπάρχοντα σχεδόν κατεσχεμένα
το δυάρι το παλιό σου Ι.Χ
είναι σήματα σαν κρυπτογραφημένα
που σε μπάζουν σε μια αλλιώτικη εποχή

Κι όμως ξέρω ότι είσαι σαν και μένα
σε συνάντησα στην άσφαλτο θαρρώ
περιμένοντας μαζί καινούργια γέννα
με σημαίες κι ενδοφλέβιο ορό

Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες
από το 49 κι ως εδώ
δίχως μελανά σημεία κι απορίες
ψάχνεις σπίρτο κυνικό για εμπρησμό

Ποίηση: Λευτέρη Παπαδόπουλου
Σύνθεση: 1983
Ηχογράφηση: 1985, Σταμάτης Κόκοτας, Minos
Τραγούδια:
ΚΙ ΑΝ ΘΑ ΜΟΥ ΦΥΓΕΙΣ
ΕΒΓΑΛΑ ΣΤΟ ΣΦΥΡΙ ΤΑ ΧΑΔΙΑ
ΑΓΑΠΗ
ΠΑΛΙΟ ΤΕΛΩΝΕΙΟ
ΕΡΩΤΑΣ

Το παλιό τελωνείο
Μίκη Θεοδωράκη
Στίχοι: Λευτέρη Παπαδόπουλου

1. ΚΙ ΑΝ ΘΑ ΜΟΥ ΦΥΓΕΙΣ

Τα σήμαντρα της άνοιξης χτυπούν
μα εγώ δεν έχω χελιδόνι.
Δεν έχω γιασεμιά για να σου πουν
πως ζω με την ψυχή στο χιόνι.

Κι αν θα μου φύγεις,
θά ‘σαι πάντα εδώ
μες στις χειρονομίες μου κρυμμένη.
Μες στους σκοπούς
που λεν τ’ απόβραδο
όσοι κανένας δεν τους περιμένει.

Τα ξώφυλλα της νύχτας ανοιχτά
μα εγώ δεν έχω παραθύρια.
Μονάχα στης καρδιάς μου τ’ ανοιχτά
ναυαγισμένα τρεχαντήρια.

2. ΕΒΓΑΛΑ ΣΤΟ ΣΦΥΡΙ ΤΑ ΧΑΔΙΑ

Έβγαλα στο σφυρί τα χάδια
και όλα μου τα χτυποκάρδια
τα πούλαγα μισοτιμής
μα δεν τ’ αγόρασε κανείς.

Ήτανε μεταχειρισμένα
κι είχαν προορισμό εσένα
εσένα που δε μ’ αγαπάς
και σαν την άμμο με σκορπάς.

Πήγα να ξεπουλήσω ακόμα
όσα φιλιά έχω στο στόμα
κι άρχισα να παραμιλώ
κι όλοι με πήραν για τρελό.

3. ΑΓΑΠΗ (ΦΥΤΕΨΕ ΔΥΟ ΦΙΛΙΑ)

Φύτεψε δυο φιλιά στο στόμα
του ξεχασμένου απ’ την αγάπη
θα ανθίσουν στο καμένο χώμα
δυο στάλες δάκρυ,
δυο στάλες δάκρυ.

Φύτεψε το γλυκό σου χάδι
σ’ ένα παιδί ορφανεμένο
θα ανθίσει ο ήλιος στο σκοτάδι
το παγωμένο,
το παγωμένο.

Φύτεψε μια καρδιά στο χιόνι
σ’ όλους στους ρημαγμένους τόπους
θα ανθίσει κάποιο χελιδόνι
για τους ανθρώπους,
για τους ανθρώπους

4. ΠΑΛΙΟ ΤΕΛΩΝΕΙΟ

Στο παλιό τελωνείο
στους παλιούς καφενέδες
θα σε γδύσω μια νύχτα
κι όπως θά ’σαι γδυτή
το κορμί σου θα λούσω
με πικρούς αμανέδες
και κρασί της Νεμέας
απ’ αρχαία γιορτή.

Και μετά θα σε πάρω
στα μεγάλα μου χέρια
να σ’ αφήσω στην πέτρα
στο καρνάγιο μπροστά
κι εκεί, μέσα στ’ αλάτι
και τα σάπια μαδέρια
θα σε κάνω γυναίκα
με τα χείλη κλειστά.

Θα σε κάνω γυναίκα
όλο μέλι και αίμα,
με το ρίγος στο δέρμα
και τα φρέσκα μαλλιά
και απέ θα σε κάψω
γιατί είσ’ ένα ψέμα
η Ελένη της Τροίας
η πληγή η παλιά.

5. Ο ΕΡΩΤΑΣ

Έρωτας τα μάτια σου.
Άνεμος σαρωτικός.
Όλα τα ξερίζωσε.
Δεν υπάρχω πια.
Είμαι μονάχα μια καρδιά.
Δεν υπάρχω πια.
Πάρε ό,τι θες
απ’ την καρδιά.

Έρωτας αβάσταχτος.
Ό,τι αγγίζω με πονά.
Χάνομαι. Γκρεμίζομαι.
Δεν υπάρχω πια.
Είμαι μονάχα μια καρδιά.
Δεν υπάρχω πια.
Πάρε ό,τι θες
απ’ την καρδιά.

Έρωτας υπέροχος.
Όμορφος. Μαγευτικός.
Έσκυψε. Με φίλησε.
Δεν υπάρχω πια.
Είμαι μονάχα μια καρδιά.
Δεν υπάρχω πια.
Πάρε ό,τι θες
απ’ την καρδιά.

Πέντε ανέκδοτα τραγούδια σε στίχους και μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη

6. ΜΕ ΠΑΡΕΣΥΡΕ ΕΚΕΙΝΗ

Κλάψε με, μανούλα μου γλυκιά,
χάνομαι και τούτη τη βραδιά,
εγώ που ήμουνα το πρώτο παλικάρι
και με καμάρωνε της νύχτας το φεγγάρι.

Μάνα, με παράσυρε μια βραδιά εκείνη
κι από τότε, μάνα μου,
το κορμί μου έλιωσε
απ’την ηρωίνη.

Άδικα μη τρέχεις στο γιατρό,
σβήνω κι είναι αργά για να σωθώ,
απόψε έρχεται ο Χάρος να με πάρει
δεκαοχτάχρονο ακόμα παλικάρι.

Μάνα, με παράσυρε μια βραδιά εκείνη
κι από τότε, μάνα μου,
το κορμί μου έλιωσε
απ’την ηρωίνη.

Έχε γεια και συ ζωή γλυκιά,
σώστε τώρα τ’άλλα τα παιδιά,
προτού κτυπήσουνε
θλιμμένα οι καμπάνες,
προτού το σπλάχνο τους
να κλάψουν κι άλλες μάνες.

Μάνα, με παράσυρε μια βραδιά εκείνη
κι από τότε, μάνα μου,
το κορμί μου έλιωσε
απ’την ηρωίνη.

7. ΒΡΑΔΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ

Μη μου ζητάτε τώρα πάνω στο μεθύσι,
για τη πληγή μου να σας πω όπου με καίει,
η καρδιά μου κλαίει, η καρδιά μου κλαίει.

Μη μου μιλάτε τώρα πια για κείνη,
μη μου θυμίζετε, βράδια αγαπημένα,
βράδια πικραμένα, βράδια μεσ’στο κλάμα,
κι όμως τώρα αρχίζει το δικό μου δράμα.

Δε θέλω τώρα να θυμάμαι τη μορφή της,
γιατί πονάω και θρηνώ μεσ’στη ψυχή μου,
ήταν η ζωή μου, ήταν η ζωή μου.

Μη μου μιλάτε τώρα πια για κείνη,
μη μου θυμίζετε, βράδια αγαπημένα,
βράδια πικραμένα, βράδια μεσ’στο κλάμα,
κι όμως τώρα αρχίζει το δικό μου δράμα.

8. ΨΥΧΗ ΜΟΒΟΡΑ

Εσύ που μ’έπιανες τις νύχτες,
μαύρες και παραμιλώ
και τον ύπνο βαρύ σαν τον μαυρ’ουρανό.

Να φύγεις τώρα ψυχή μοβόρα
και μπροστά μου μη σε ξαναδώ,
να φύγεις τώρα ψυχή μοβόρα
και μπροστά μου μη σε ξαναδώ.

Καλή τύχη στα όνειρα σου,
στον καινούργιο τον έρωτα σου,
δε μπορούσα να ζήσω άλλο πιά,
στη δική σου μπαμπέσσα αγκαλιά
και λυπάμαι γιατί σ’αγαπούσα πολύ,
στην καρδιά σου είχα γελαστεί.
Παραραρα ραραρα

Εσύ μου μίλαγες με μάσκα πάντα,
ψεύτρα, συνεχώς
και παράβλεπα
γιατί σ’αγαπούσα σαν τρελός.

Να φύγεις τώρα ψυχή μοβόρα
και μπροστά μου μη σε ξαναδώ.

Καλή τύχη στα όνειρα σου,
στον καινούργιο τον έρωτα σου,
δε μπορούσα να ζήσω άλλο πιά,
στη δική σου μπαμπέσσα αγκαλιά
και λυπάμαι γιατί σ’αγαπούσα πολύ,
στην καρδιά σου είχα γελαστεί.

9. ΕΦΤΑ ΦΟΡΕΣ ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΕΣ

Εφτά φορές μ’ οδήγησες
Στης φυλακής τα σίδερα
Εφτά φορές με πρόδωσες
Και μ’ έριξες στη συμφορά

Μα τώρα που καθάρισα
Για όλα κατεργάρισσα
Πικρά θα κλάψεις σήμερα

Εφτά φορές με κάρφωσες
Και έδωσες αναφορά
Ψεύτρα γυναίκα, αλήτισσα
Σε μίσησα και γλίτωσα

10. ΓΑΛΑΝΟΜΑΤΑ

Γαλανομάτα μεσ’στην αγκάλη σου
φωτιά γεμάτα είναι τα κάλλη σου,
‘κει ψηλά στ’αστέρια
με παν’ τα δυο σου χέρια
και μαζί σου είναι ωραία η ζωή.
Ταραραρω

Σ’αγάπησα γαλανομάτα μου,
τσαχπίνα και σατράπισσα,
σ’αγάπησα
κι αφού το ξέρεις πως εγώ,
χωρίς εσένα θα χαθώ,
δε δίνεις διάρα,
μα το Θεό, θέλω να φύγω,
θέλω να φύγω,
αχ, μα δε μπορώ.

Γαλανομάτα μεσ’στην αγκάλη σου
φωτιά γεμάτα είναι τα κάλλη σου,
‘κει ψηλά στ’αστέρια
με παν’ τα δυο σου χέρια
και μαζί σου είναι ωραία η ζωή.

Μεσ’στην καρδιά σου έχεις το μάλαμα,
στο πρόσωπό σου το γλυκοχάραμα,
σε μαγικά παλάτια,
με πάντα τα δυο σου μάτια
και μαζί σου είναι ωραία η ζωή.

Σ’αγάπησα γαλανομάτα μου,
τσαχπίνα και σατράπισσα,
σ’αγάπησα
κι αφού το ξέρεις πως εγώ,
χωρίς εσένα θα χαθώ,
δε δίνεις διάρα,
μα το Θεό, θέλω να φύγω,
θέλω να φύγω,
αχ, μα δε μπορώ.

Γαλανομάτα μεσ’στην αγκάλη σου
φωτιά γεμάτα είναι τα κάλλη σου,
‘κει ψηλά στ’αστέρια
με παν’ τα δυο σου χέρια
και μαζί σου είναι ωραία η ζωή.

Ποίηση: Λευτέρη Παπαδόπουλου
Σύνθεση: 1983. Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1984, Δημήτρης Μητροπάνος (στο τραγούδι ΧΑΤΙΡΙ τον συνοδεύει ή Χάρις Αλεξίου), Philips/Polygram
Τραγούδια:
Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ
ΚΟΥΤΟΥΚΙ
ΤΟ ΧΑΤΙΡΙ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΤΑΞΙΜΙ
ΤΑ ΠΙΚΡΟΣΑΒΒΑΤΑ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΙΑ
ΒΡΟΧΗ
ΓΙΑΠΙ
ΤΟ ΒΡΑΚΙ
ΕΡΓΕΝΗΣ
ΤΑ ΝΑΥΛΑ

1. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΙΑ

Τριανταφυλλένια λόγια
τα δυο χείλη σου σκορπάνε.
Της καρδιάς μου τα ρολόγια
κοίταξε πως σταματάνε!

Κυπαρίσσια στο σεργιάνι
και ροδιές στον καφενέ.
Είσαι χαμηλό ταβάνι
για το μπόι μου ουρανέ.

Τριανταφυλλένια λόγια
τα ματάκια σου μου λένε
τα παλιά μου μοιρολόγια
να χορέψουν τώρα θένε.

2. ΤΟ ΧΑΤΙΡΙ

Ψυχές μαραγκιασμένες
σα σφουγγάρια
ρουφάνε λίγον ήλιο απ’ το κρασί
κι αζήτητες σ’ απόμερα πατάρια
διψάνε για μια στάλα θαλασσί.

Στους τοίχους της ταβέρνας
τα καράβια
που χάραξε ένα χέρι απλοϊκό.

Γιατί να καταντήσουμε ρημάδια;
Δεν μάθαμε ποτέ το μυστικό.

Τα δάχτυλα
να σφίγγουν το ποτήρι
παινέματα και λόγια λιγοστά.

Χριστέ μου,
κάνε απόψε ένα χατίρι
κι οι τελευταίοι νά ‘ρθουν
πιο μπροστά.

3. Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ

Τώρα που τα μάτια σου σωπαίνουν
μπαίνουν τα τραγούδια στο συρτάρι
κρύβεται στη νύχτα το φεγγάρι
και τα τριαντάφυλλα θρηνούν

Τώρα που πλαγιάζεις λυπημένη
βγαίνει ένα παράπονο στις στράτες
πνίγει τους ανύποπτους διαβάτες
Και τους κάνει αναίτια να πονούν

Τώρα που ‘χεις γίνει κάποιος στίχος
ήχος μακρινός πικρής φλογέρας
βάζει τα φτερά του ο αγέρας
Και το παραθύρι μου χτυπά

Τώρα που η ζωή μας έχει κάνει
Φτάνει να μου λες, δεν πάει άλλο
πώς απ’ την καρδιά μου να σε βγάλω
που ΄μαθε από σένα ν’ αγαπά

4. ΤΑΞΙΜΙ

Ταξίμι από μπαγλαμά
και η βροχή δυνάμωσε.
Το παραθύρι θάμπωσε
απ’ του νοτιά το χνώτο.

Πιάσανε, λέει, το Μεμά,
με τα λαθραία στο ντορβά
τον πήγανε στο Πρώτο.

Ο φωτογράφος με χωνί
μπαγιάτικη «Ακρόπολη»
και στην παλιά Μητρόπολη
ρολόι δίχως ώρα.

Αχ, των ματιών σου οι ουρανοί,
πικρή αγάπη μου ορφανή
σε ποιον να φέγγουν τώρα;
Μας πήραν τσάμπα τα καπνά
κάποιος στην άκρη μίλησε
και στη γωνιά του γρύλισε
βραχνά ο φωνογράφος.

Τσάμπα μου πήρες την καρδιά
μιαν ανεξήγητη βραδιά
κι είν’ η ζωή μου τάφος.

5. ΓΙΑΠΙ

Μπήκε το φεγγάρι στο γιαπί
κι έγειρε για ύπνο στο χαλίκι.
Τά ‘πινε και γίνηκε στουπί
στο μπακαλικάκι του Τσαλίκη.

Ήρθαν οι εργάτες την αυγή
γέμισε από μπράτσα το σοκάκι.
Πήραν το φεγγάρι για παιδί
τού ‘ριξαν στην πλάτη ένα σακάκι.

Και το φεγγαράκι τ’ ασημί
δάκρυσ’ απ’ αγάπη κι από γλύκα
κι έγινε το δάκρυ γιασεμί
όπως η καρδιά μου όταν σε βρήκα.

6. ΤΑ ΠΙΚΡΟΣΑΒΒΑΤΑ

Όλα τα πικροσάββατα
στο καπηλειό τα πίνανε.
Κανένα δεν κερνούσανε,
μόνο του Χάρου δίνανε.

Και κάποιο πικροσάββατο
μέσα στην παραζάλη του
τα κρίματά του σκέφτηκε
κι έσκυψε το κεφάλι του.

Μα τ’ άλλα πικροσάββατα
δεν του το συγχωρήσανε.
Στο Χάρο τον παράδωσαν
κι όλες οι στράτες κλείσανε.

7. ΤΟ ΒΡΑΚΙ

Το μπαλωμένο μου βρακί
τρελαίνεται για μουσική.
Πιάσ’ τη φυσαρμόνικά σου
να χαρείς τα γονικά σου
πιάσ’ τη φυσαρμόνικά σου
κι όλα τα φλουριά δικά σου.

Και τα κουρέλια που φορώ
τρελαίνονται για το χορό.
Παίξε κάτι σαν καντρίλια
να μας δουν από τη γρίλια
να μας δουν από τη γρίλια
και να σκάσουν απ’ τη ζήλεια.

Και τώρα πού ‘μαι όλο χαρά,
ε, ρε και νά ‘χα ένα παρά
στο στριφτό να τον γυρίσω
και να σε ξανακερδίσω
στο στριφτό να τον γυρίσω
δυο φορές να σ’ αγαπήσω.

8. Η ΒΡΟΧΗ

Έλιωσε απόψε το φεγγάρι
κι έγινε ασημιά βροχή
και στις σκοπιές κάποιοι φαντάροι
λεν το τραγούδι απ’ την αρχή.

Για την Ελένη, την Ελέ
σαπίζω στο Γεντί Κουλέ.

Οι στάλες πέτρωσαν στο χώμα,
ασήμι γέμισε η γη.
Μα οι φαντάροι κλαιν ακόμα
για τη βαθιά τους την πληγή.

Για την Ελένη, την Ελέ
σαπίζω στο Γεντί Κουλέ.

9. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Τα παιδιά κάτω στο δρόμο
γέλασαν τον αστυνόμο
και τη νύχτα έχουν βάψει
με του φεγγαριού τη βάψη.

Αστυνόμε, αστυνόμε
τρέξε τρέξε να προλάβεις
αστυνόμε, αστυνόμε
τ’ όνειρό μας να συλλάβεις.

Ένα κίτρινο μπαλόνι
είν’ ο ήλιος μες στ’ αλώνι
το τρυπήσανε τ’ αγόρια
και νυχτώνει στ’ ανηφόρια.

Τα παιδιά μ’ ένα σφουγγάρι
σβήνουν τώρα το φεγγάρι
η νυχτιά για να γυρίσει
να τα τα γλυκονανουρίσει.

10. ΚΟΥΤΟΥΚΙ

Άγγελος δραπέτης
από τον ουρανό
μπήκε στο κουτούκι
Φωκαίας κι Αχαρνών
άφησε τα φτερά του
στα πέτρινα σκαλιά
κι άπλωσε στο τραπέζι
τα ωραία του μαλλιά

Πια δεν θα γυρίσει
ποτέ στον ουρανό
μείναν τα φτερά του
εκεί στην Αχαρνών
αν τύχει και τον δείτε
μιλήστε του γλυκά
γιατί έχει μαύρα μάτια
και μελαγχολικά
γιατί έχει μαύρα μάτια
και μελαγχολικά
αν τύχει και τον δείτε
μιλήστε του γλυκά

Γύρεψε τραγούδια του
Ανέστη του Δελλιά
στο ζεϊμπέκικό του
φτερούγιζαν πουλιά
και στη στερνή τη βόλτα
και στη στερνή πενιά
χάθηκε σαν σκοτάδι
μέσα στη σκοτεινιά

Πια δεν θα γυρίσει
ποτέ στον ουρανό
μείναν τα φτερά του
εκεί στην Αχαρνών
αν τύχει και τον δείτε
μιλήστε του γλυκά
γιατί έχει μαύρα
μάτια και μελαγχολικά
γιατί έχει μαύρα
μάτια και μελαγχολικά
αν τύχει και τον
δείτε μιλήστε του γλυκά

11. ΕΡΓΕΝΗΣ

Εργένης είναι ο Θεός
γι’ αυτό και κάνει θαύματα
για πάρτη του ο ουρανός
κι όλα τα ωραία πράγματα.

Αλλά εγώ ο πονηρός
δεν ζω χωρίς φουστάνι
και από Μεγαλέξανδρος
κατάντησα χαϊβάνι.

Εργένης είναι κι ο Χριστός
κορόιδο δεν επιάστηκε
ούτε που ντύθηκε γαμπρός
ούτε π’ αρραβωνιάστηκε.

12. ΤΑ ΝΑΥΛΑ

Κόβω δυο άστρα, τα ρίχνω ζάρια
και όπως πάντα κακή ζαριά
άσε τα λόγια και το παζάρια
η αγάπη θέλει παλικαριά

Κόβω δυο άστρα και το φεγγάρι
να ‘χω στα χέρια τον ουρανό
Αχ, η αγάπη, πάρ’το χαμπάρι
θέλει κουράγιο και τσαγανό

Κόβω δυο άστρα να τα ‘χω ναύλα
για να γυρίσω στην Κοκκινιά
Κι όσο για σένα, τελεία και παύλα
καρδιά σου έχεις την παγωνιά

Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1984, Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1985, Θανάσης Μωραΐτης, Χορωδία Αντώνη Κοντογεωργίου, ΣΕΙΡΙΟΣ.
Τραγούδια:
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
ΜΙΑ ΦΥΛΑΚΗ
ΤΟ ΨΥΓΕΙΟ
Η ΑΡΚΟΥΔΑ
ΣΤΙΣ 10 ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ
Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ
Ο ΚΟΛΙΓΟΣ
ΤΗ ΡΩΜΙ0ΣΥΝΗ ΝΑ ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ
ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
ΚΑΛΑ ΒΟΥΝΑ
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

1. Διόνυσος ( Η απολογία του Διονύσου: Αντιστροφή Α & Αντιστροφή Β’ )

Γεια και χαρά σας
άσπιλοί μου δικαστές
είμαι μπροστά σας
βγάλτε νύχια και φωτιές
η τιμωρία τρομερή
πρέπει να βγει
από τη συνάθροιση αυτή

Κάψτε τους στίχους
κάθε μελωδία μαγική
που μας πηγαίνει
σ’ άγνωστη μεριά χιμαιρική

Γεια και χαρά σας
άσπιλοί μου δικαστές
είμαι μπροστά σας
βγάλτε νύχια και φωτιές
η τιμωρία τρομερή
πρέπει να βγει
από τη συνάθροιση αυτή

Γεια και χαρά
του κόσμου αυτού οι δυνατοί
είναι μπροστά σας
ρίχτε ψέμα και χολή
σαν τα βουνά
που κλείνουν μέταλλα σκληρά
και τα τρυπούν
και την καρδιά τους την πονούν
μα η καρδιά
μέσ’ απ’ τα νύχια τους γλιστρά
και τραγουδά

Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις χορδές
για ν’ ανάψουνε φωτιές

Να κάψουν θέλουν το θεό
με τις νυφούλες στο πλευρό
και τ’ αγόρια στο χορό

Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις χορδές
για ν’ ανάψουνε φωτιές

Διόνυσέ μου
με τ’ ασίκικα φτερά
παλληκάρι μου
με του τράγου το κορμί
παλληκάρι μου
σέρνεις πρώτος την πομπή
Διόνυσέ μου
κοίτα ποιος σ’ ακολουθεί
Έλληνες κι αλλοδαποί

Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις χορδές
για ν’ ανάψουνε φωτιές

Να κάψουν θέλουν το θεό
με τις νυφούλες στο πλευρό
και τ’ αγόρια στο χορό

2 Η αρκούδα

Μιαν αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμό
είμαι αρκούδα χορεύω γύφτικο σκοπό
είμαι αρκούδα χορεύω γύφτικο σκοπό
μιαν αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμό

Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ
με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ

Στη φυλακή μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοί
ήρθε το τέλος δεν ήρθε ακόμα η αρχή
ήρθε το τέλος δεν ήρθε ακόμα η αρχή
στη φυλακή μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοί

Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ
με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε
τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ

3 Η κάθοδος των Δωριέων

Μια φυλακή, πώς μας φτάσαν ως εκεί,
μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή, πώς μας φτάσαν ως εκεί
και δικαστή, η ζωή μου φυλακή.

Στου Μακρυγιάννη πριν προλάβεις να μιλήσεις,
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε,
μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό,
να σκεφτόσουνα θαρρείς πόσο λίγο η μέρα κράτησε…

Μες στις πλατείες ένας ένας καθισμένοι,
τη μοναξιά μας τη γραμμένη,
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό,
ποιος θα πει το μυστικό στη ζωή μας τη χαμένη.

4 Καλά βουνά

Καλά βουνά μου μενεξιά
στα σύννεφα ντυμένα
τι με κοιτάτε σοβαρά
βαριά και πονεμένα

Το μονοπάτι της ζωής
τώρα το παίρνω μόνος
όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις
πόσο πονάει ο πόνος

Κι εσείς, παιδιά ερημικά
τον κόσμο δεν κοιτάτε
μες στην κρυφή σας τη στοά
μονάχοι περπατάτε

Το μονοπάτι της ζωής
τώρα το παίρνω μόνος
όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις
πόσο πονάει ο πόνος

5 Ο κολίγος

Στρατιώτες ορκισμένοι
μπήκαν στα Καλάβρυτα
ξέρεις τι σε περιμένει
όλα μαύρα κι άδικα

Του καιρού μας οι στρατιώτες
πώς να σ’ το πω
δεν ορκίζονται ποτέ
είναι όλοι ιδιώτες
πώς να σ’ το πω
με προσωπικό σοφέρ

Στρατηγοί και Φαρισαίοι
μπήκαν στο κονάκι μου
ξέρω τι με περιμένει
γράφω το χαρτάκι μου

Το εισόδημά μου γράφω
πώς να σ’ το πω
κι αφαιρώ το νοίκι μου
και στο τέλος υπογράφω
πώς να σ’ το πω
και την καταδίκη μου

6 Ο προδότης

Κυνηγούσα μέσα στην Αθήνα ήμουν τότε αμούστακο παιδί
είχα ένα πιστόλι και μια φίνα αισιοδοξία τρομερή
η Καθοδήγηση με στέλνει για να βρω
έναν προδότη που στη Γούβα τριγυρίζει
Βρίσκω το σπίτι και την πόρτα του χτυπώ
κι η μάνα του με γέλιο με καλωσορίζει:

«Κάτσε, γιόκα μου, να ξαποστάσεις
όπου να ’ναι ο γιόκας μου θα ’ρθει
για τη φτώχεια μας μη μας δικάσεις
η καρδιά μας μόνο είναι καλή»

Τηνε κοιτάζω, σκέφτομαι πώς να της πω
πως ήρθα τον προδότη γιο της να σκοτώσω
πάνω στο αίμα του παιδιού της τ’ αχνιστό
μια Ελλάδα νέα πάω τώρα να στεριώσω

7 Στις 10 του Δεκέμβρη

Ξεπροβοδίζουν το παιδί στην παγωνιά
έχει τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα
δεν έχει όνομα δεν έχει φαμελιά
κι είχε τα νιάτα του στην άνοιξη ταμένα

Στις 10 του Δεκέμβρη
πομπή φανταστική
αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα

Κι η άνοιξη σκεπάζει
μ’ ανθούς ιδανικά
κορμιά αδερφωμένα

Καθώς κοιτάζω το αγόρι το χλωμό
αρχίζει, σκέφτομαι, να λιώνει το ταξίδι
για όσους ζήσαμε εκείνο τον καιρό
και ό,τι πιστέψαμε θαμμένο έχει μείνει

Στις 10 του Δεκέμβρη
πομπή φανταστική
αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην άνοιξη περνούν ευτυχισμένα

Κι η άνοιξη σκεπάζει
μ’ ανθούς ιδανικά
κορμιά αδερφωμένα

8 Τα κρύσταλλα της αβύσσου

Μέσα στα Τάρταρα να φωτίσουν
σαν τον αρχάγγελο να ξυπνήσουν

Ψηλά στα χέρια κρατούν
μαύρα πανιά και θρηνούν
του κόσμου μαύρες μάνες
ανάβουν λαμπάδες

Μέσα στα Τάρταρα να φωτίσουν
σαν τον αρχάγγελο να ξυπνήσουν

Να γίνει φως γαλανό
τραγούδι συμπαντικό
τη γη να κατακλύσει
και να μας οδηγήσει
μέσα στα κρύσταλλα της αβύσσου
μπροστά στις πύλες της παραδείσου

Μέσα στα κρύσταλλα της αβύσσου
μπροστά στις πύλες της παραδείσου

9 Τη ρωμιοσύνη να την κλαις

Θα σας μιλήσω μ’ ένα αλλιώτικο σκοπό
μη μου θυμώσετε πολύ, παρακαλώ
ψάχνω να βρω τη ρωμιοσύνη
κι αυτό το πάθος μού την δίνει

Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες

Στην απορία μου απάντηση ζητώ
με αποφεύγουνε, με παίρνουν για τρελό
η ρωμιοσύνη παντρεμένη
είναι ευτυχής και γκαστρωμένη

Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες

Αυτά τα λόγια είναι παρανοϊκά
αφού γκαστρώθηκε, σημαίνει είναι καλά
με κουμπάρο τον Καρούδα
έξω οι βάσεις απ’ τη Σούδα

Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες

10 Το ταξίδι

Μια δρασκελιά Πετράλωνα Θησείο,
δυο δρασκελιές Συγγρού Καισαριανή,
βαθειά, μες στου μυαλού μου το αρχείο,
συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή,
βαθειά, μες στου μυαλού μου το αρχείο,
συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή.

Μη με κοιτάς με μάτια βουρκωμένα,
μες στην καρδιά μου τα `χω σφραγισμένα
τα όνειρά μας τα χαμένα.

Πρωί πρωί θα σεργιανίσω,
θα πάρω δρόμο μακρινό,
τους φίλους θ’ αποχαιρετίσω,
να ξαποστάσω πριν να `ρθεί το δειλινό,
τους φίλους θ’ αποχαιρετίσω,
να ξαποστάσω πριν να `ρθεί το δειλινό.

Στο μακρινό ταξίδι μου, θα πάρω,
όταν θα μείνω μόνος, με το Χάρο,
το τελευταίο μου τσιγάρο.

11 Το ψυγείο
Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις

Μη ρωτάς, καρδιά μου
μην καρδιοχτυπάς
πίκρες παραμύθια
τέλειωσαν για μας
στο τηλέφωνό σου
όλοι οι αριθμοί
έχουν παραλήπτη
μια ζωή νεκρή

Αν έχεις μάτια που κοιτούν
κι αν έχεις στήθια που πονούν
πώς την αντέχεις, δε μου λες
τέτοια ζωή χωρίς να κλαις

Μη ρωτάς, καρδιά μου
μη χτυπάς
μην καρδιοχτυπάς
μη βροντοχτυπάς
μη ρωτάς

Όσοι αγαπήσαν
κείτονται νεκροί
όσοι προσκυνήσαν
είναι οδηγοί
μέσα στο ψυγείο
άνοιξε να μπεις
για να μείνεις φρέσκος
να διατηρηθείς

Αν έχεις μάτια που κοιτούν
κι αν έχεις στήθια που πονούν
πώς την αντέχεις, δε μου λες
τέτοια ζωή χωρίς να κλαις

Μη ρωτάς, καρδιά μου
μη χτυπάς
μην καρδιοχτυπάς
μη βροντοχτυπάς
μη ρωτάς

Ποίηση: Αγγελικής Ελευθερίου
Σύνθεση: 1984. Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1985, Αλίκη Καγιαλογλου, Πέτρος Πανδής, ΣΕΙΡΙΟΣ.
Τραγούδια:
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΚΡΥΟ
ΔΑΚΡΥΣΑΝ ΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΜΟΥ
ΕΠΑΙΞΕΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
ΟΤΑΝ ΣΕ ΒΡΗΚΑ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
ΟΝΕΙΡΟ ΑΓΑΠΗΣ
ΣΑΝ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
ΤΩΡΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙΣ ΜΟΝΟΣ
ΜΕ ΒΡΗΚΕ ΠΑΛΙ Η ΕΡΗΜΙΑ
ΤΟ ΑΙΜΑ ΠΑΓΩΣΕ
ΘΕΛΩ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ
ΝΥΧΤΩΝΕΙ

1. Δακρύσαν τα σεντόνια μου
Όταν από κοντά μου πια θα έχεις φύγει
κι όταν δε θα `χω από πού να κρατηθώ,
όταν κι οι φίλοι θα χαθούνε λίγοι λίγοι
κι αυτή η νύχτα που θαρρώ πως θα πνιγώ,
πόσες αγάπες μες στον κόσμο θα `χουν μείνει
και τη δικιά σου σε ποια μάτια θα την βρω.

Δακρύσαν τα σεντόνια μου κι απόψε
κι από τα τζάμια στάζει καταχνιά.
Παρ’ την κιθάρα σου και λίγο παίξε
για κείνο το πουλί στην ερημιά.

Μην κλαις μέσα στον ύπνο σου τα βράδια
και λες πως θες να μείνεις μοναχή.
Τα όνειρά σου τα `κανες κομμάτια,
χωρίς αυτά πού θα βρεις την αρχή;

2. Έπαιξες την καρδιά μου
Έπαιξες την καρδιά μου επάνω στα χαρτιά
όπως οι μόρτες με την τράπουλα στο σταυροδρόμι.
Την ώρα αυτή πετάξαν χίλια πουλιά
και συ επίστεψες πως κλείσανε οι δρόμοι.

Κι ήραν τα μάτια μου γραμμόφωνα παλιά
που τραγουδούν αργά ανατολίτικα τραγούδια
κι ήραν τα σπλάχνα μου μια πικραμυγδαλιά
κι από τις φυλακές φτάνουν ως πέρα τα νταούλια.

Μες στο παιχνίδι των καιρών σαν μ’ άφησες μου το `πες,
ένα παιδάκι μου `δωσε νερό και συ μου το `πιες
και δε λογάριασες τη στέρνα της ψυχής μου που το θέλει.

3. Επαρχιακός σταθμός
Είναι τα μάτια σου επαρχιακός σταθμός
και τα ματόκλαδά σου ραγισμένα,
κάτω απ’ το μαυρο σου παλτό, ένας λυγμός
σου λέει παραμύθια για ταξίδια περασμένα.

Μέσα στις λάσπες τα τακούνια σου βαθιά βουλιάζουν
και βοήθεια δε ζητάνε,
πότε με λες Χριστό και πότε Βαραβά,
κι εσένα, δυο Μαγδαληνές μέσα σου σπαρταράνε.

Όταν, αργά θα κλείνουνε τα καφενεία
κι ούτε μια μάνα στους σταθμούς, ούτε και στρατιώτες
κι όλα θα μοιάζουνε μ’ ασπρόμαυρη ταινία
τότε κι εμείς θα σμίξουμε οι δυο μας, τότες.

4. Θέλω μια νύχτα
Θέλω μια νύχτα αχ, να μου χορέψεις
ένα ζεϊμπέκικο απ’ τα παλιά,
τ’ άσπρο πουκάμισό σου να φορέσεις
και να κοιτάζεις μέσα σου βαθιά.

Και θα `ναι σαν την αγρυπνία
σ’ ένα ξωκλήσι πέρα μακρινό.
Θα αναστενάζει η Παναγία
γιατί είχε σαν και σέναν έναν γιο.

Λιγάκι πριν να κλείσουνε τα κέντρα
και θα `χουν μείνει μόνο λιγοστοί
αχ και κλαιν’ οι μόρτες και ραΐζει η πέτρα
κι εγώ θα κρέμομαι από μια κλωστή.

Και θα `ναι σαν την αγρυπνία
σ’ ένα ξωκλήσι πέρα μακρινό.
Θα αναστενάζει η Παναγία
γιατί είχε σαν και σέναν έναν γιο.

5. Με βρήκε πάλι η ερημιά
Με βρήκε πάλι η ερημιά
δεν μ’ είχε χάσει,
σαν κάποια σύσταση
παλιά που `χει αλλάξει.

Και μου `φερε το χωρισμό
μέσα σε γράμμα,
κουράστηκα για να σε βρω
μα το `χα τάμα.

Μπροστά στην πόρτα μου έκατσε
δίπλα στο γιασεμί μου κι αυτό ανθίζει
δυο φορές καρδούλα μου
αχ, τη μια μες στην ψυχή μου.

6. Με κλειστά παράθυρα
Τον στεναγμό μου πια δεν τον ακούς;
Η νύχτα λες που αναστενάζει;
Τα ρούχα σου ραντίζω μ’ αγιασμούς
και λέω είναι μπόρα θα περάσει.

Σαν καφενείο με κλειστά παράθυρα
και σ’ ένα δρόμο ερημικό έγειρε τώρα η καρδιά σου.
Και σαν τον πόλεμο τον ξαφνικό με τα σημάδια
στο λαιμό ζεστή με πήραν απ’ την αγκαλιά σου.

Από το σπίτι δεν περνά κανείς,
ούτε οι φίλοι κι οι γειτόνοι.
Η στέγη δε χαμήλωσε θαρρείς;
Μα είναι η αγάπη που τελειώνει.

Σαν καφενείο με κλειστά παράθυρα
και σ’ ένα δρόμο ερημικό έγειρε τώρα η καρδιά σου.
Και σαν τον πόλεμο τον ξαφνικό με τα σημάδια
στο λαιμό ζεστή με πήραν απ’ την αγκαλιά σου.

7. Μια μέρα που θα κάνει κρύο
Μια μέρα που θα κάνει κρύο θα γυρίσεις
κι όχι την πόρτα μα το τζάμι θα χτυπήσεις.
Τα ίδια ρούχα όπως πάντα θα φοράς,
θα `χεις τα χέρια σου στις τσέπες.
Όπως πάντα θα γελάς, δε θα μιλάς όπως πάντα.

Έφυγες με το κρύο και με την βροχή,
πάλι με κρύο και μ’ αγιάζι θα γυρίσεις.
Βγάλ’ το σακάκι σου θα πω, έχει βραχεί.
Την ίδια μάρκα τα τσιγάρα σου θ’ ανοίξεις,
σπίρτα έχει δίπλα σου θα πω και θα καπνίσεις.

8. Νυχτώνει
Μια μέρα που θα κάνει κρύο θα γυρίσεις
κι όχι την πόρτα μα το τζάμι θα χτυπήσεις.
Τα ίδια ρούχα όπως πάντα θα φοράς,
θα `χεις τα χέρια σου στις τσέπες.
Όπως πάντα θα γελάς, δε θα μιλάς όπως πάντα.

Έφυγες με το κρύο και με την βροχή,
πάλι με κρύο και μ’ αγιάζι θα γυρίσεις.
Βγάλ’ το σακάκι σου θα πω, έχει βραχεί.
Την ίδια μάρκα τα τσιγάρα σου θ’ ανοίξεις,
σπίρτα έχει δίπλα σου θα πω και θα καπνίσεις.

9. Όταν σε βρήκα
Όταν σε βρήκα πόναγες
στο μέρος της καρδιάς,
μέσα σε δρόμους γύρναγες
σαν φύλλο ζαλισμένο.

Όταν σε βρήκα μίλαγες
σαν δράμα ξενιτιάς
κι όταν μια μέρα γέλασες
είπα θα περιμένω.

Τώρα μέσα στο αίμα μου
σε βρίσκω να κυλάς
σαν προσευχή
σε άγνωστο θεό κι αγριεμένο.

Τώρα σαν το πουλί
μέσα στα μάτια μου πετάς
και σαν κερί μες στη βροχή
που μένει αναμμένο.

10. Σε βρίσκω στα βιβλία
Σε βρίσκω στα βιβλία που δε γράφτηκαν,
μες στα τραγούδια που δεν άκουσα.
Σε βρίσκω και σε παλιές εικόνες που εχάθηκαν,
σε ό,τι έφυγε και δε γυρίζει πίσω.

Σε βρίσκω στο όνειρο αγάπης μακρινής,
στο όνομα το ακριβό που δεν το λέμε.
Στον πυρετό κάποιας αρρώστιας σκοτεινής,
στα πάθη που ντρεπόμαστε και κλαίμε.

11. Το αίμα πάγωσε
Το αίμα πάγωσε απάνω στα μαχαίρια
και μέσα σου μεσάνυχτα κι αυγές και χιόνια
πέφτανε μα συ… Πάνε τα καλοκαίρια
κι ούτε ένα κόμπο δε ρίχναν οι βροχές.

Σαν το ρόδι τα όνειρά μας εσκορπίσανε
και μες στα μάτια μας έμεινε το μαράζι
κι αυτοί που μας τα πήραν τι κερδίσανε;
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος κάποτε θ’ αλλάξει.

Τώρα θα βάζω τον αέρα να σου γράφει
μιας κι οι ανθρώποι έφυγαν μακριά,
να ζήσουν δεν αντέξανε μέσα σε τόσα λάθη
και κείνο το σαράκι στην καρδιά.

Σαν το ρόδι τα όνειρά μας εσκορπίσανε
και μες στα μάτια μας έμεινε το μαράζι
κι αυτοί που μας τα πήραν τι κερδίσανε;
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος κάποτε θ’ αλλάξει.

12. Τώρα πρέπει να μείνεις μόνος
Τώρα πρέπει να μείνεις μόνος και να θυμηθείς
και πλατανόφυλλα να φέρεις και να γράψεις.
Τώρα πρέπει να πάψεις να πονάς και μη μου πεις
να μείνω δίπλα σου εγώ για να ξεχάσεις.

Ό,τι θυμάσαι τώρα να το κάνεις φυλαχτό
και το κλειδί του στην καρδιά σου να κρεμάσεις
και μη πιστέψεις πως το αίμα σου έγινε νερό
και πρέπει τώρα απ’ την αρχή ν’ αλλάξεις.

Εγώ πάνω στο βράχο μου θα μείνω σαν κεράκι
που δε θα λιώνει απ’ του καιρού το χαλασμό.
Σ’ ένα ποτάμι μακρινό θα γίνω ένα γλαράκι,
θα `ναι για σένανε μαζί καινούργιο και παλιό.

Ποίηση: Φ. Γκαρθία Λόρκα – απόδοση Μιχάλη Μπουρμπούλη
Σύνθεση: 1986. Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1986, Ζώρζ Μουστακί, στο δίσκο «Ένας ποιητής στη Νέα Υόρκη», CBS Spain

Son de Negros en Cuba

Σα γεμίσει το φεγγάρι
κι ασημένιο ρίξει πάγο
με τον πυρετό στο αίμα
φεύγω για το Σαντιάγο.

Εκεί που` χουν τα κορίτσια
το κορμί από μαστίχα
κι από το βαρύ αψέντι
όλοι πνίγονται στο βήχα.

Φέγγει ο ήλιος μες στη φλέβα
ήλιος μαύρος σαν κουρσάρος
φεύγω για το Σαντιάγο
κι όποιον θέλει ας πάρει ο Χάρος.

Μες στης φοινικιάς το ίσκιο
όπως χάρτινα φανάρια
άναψαν οι παπαγάλοι.
Μες στου δειλινού το βούρκο
Σαντιάγο, Σαντιάγο
μοιάζεις κόκκινο κοράλλι.

Σα γυρίσει το φεγγάρι
μην αρχίσεις να με ψάχνεις
θα` χω τρελαθεί απ` αγάπη
μες στο δίχτυ της αράχνης.

Σα τζιτζίκι το κορμί μου
θα` χει λιώσει από τη ζέστη
δίπλα σε καυτές γυναίκες
που μυρίζουνε ασβέστη.

Κάτω απ` το νερό μαχαίρι
άσπρο γυάλιζε σαν σπάρος
φεύγω για το Σαντιάγο
κι όποιον θέλει ας πάρει ο Χάρος.

απο http://mousikaproastia.blogspot.com
Ποιητής στη Νέα Υόρκη” η ποιητική συλλογή του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, “Ποιητές στη Νέα Υόρκη” ο δίσκος που εκδίδει η CBS το 1986 με τη συμμετοχή μεγάλων ονομάτων του παγκόσμιου τραγουδιού που μελοποιούν Λόρκα. Μιλάμε για Λέοναρντ Κοέν, Άντζελο Μπραντουάρντι, Πάκο ντε Λουτσία, και δε συμμαζεύεται. Σε αυτά τα ονόματα συμπεριλαμβάνεται και ο Μίκης Θεοδωράκης, που συμμετέχει με το Σαντιάγο σε ερμηνεία του Ζωρζ Μουστακί. Το ποίημα το έχει δουλέψει ο Μιχάλης Μπουρμπούλης, όχι απλώς μεταφράζοντάς το, αλλά μετασχηματίζοντάς το μαεστρικά σε τραγούδι που ελάχιστη σχέση έχει με το αρχικό κείμενο. Μετά τον Μουστακί, ο Θανάσης Μωραΐτης θα καταθέσει μία αξεπέραστη ερμηνεία με την ιδιόμορφη χροιά και την εσωτερική ένταση της φωνής του, ενώ σε δύο άλλες εκδοχές βρίσκουμε την Αλίκη Καγιαλόγλου και πιο πρόσφατα την Μάρθα Φριντζήλα.

Σκεφτήκαμε να βρούμε και να παρουσιάσουμε την αρχική εκδοχή του ποιήματος του Λόρκα. Την υποδειγματική μετάφραση υπογράφει η Ειρήνη Φιλιππίδου, που ομορφαίνει για άλλη μια φορά τα προάστια. Ένα συναρπαστικό ποίημα που ενέπνευσε κι ένα μεγάλο τραγούδι.

νέγροι στην Κούβα
Όταν φτάσει η πανσέληνος
θα πάω στο Σαντιάγκο της Κούβας,
θα πάω στο Σαντιάγκο,
μ΄ ένα αμάξι από μαύρο νερό.
Θα πάω στο Σαντιάγκο.
Οι στέγες από Φοινικιά θα τραγουδούν.
Θα πάω στο Σαντιάγκο
Όταν ο φοίνικας θελήσει να γίνει πελαργός,
θα πάω στο Σαντιάγκο.
Κι όταν θελήσει να γίνει μέδουσα η μπανανιά,
θα πάω στο Σαντιάγκο
με το ξανθό κεφάλι της Fonseca.
Θα πάω στο Σαντιάγκο.
Και με το ρόδο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας
θα πάω στο Σαντιάγκο
Χάρτινη θάλασσα και ασημένια κέρματα
θα πάω στο Σαντιάγκο
Ω Κούβα! Ω ρυθμέ από σπόρους ξερούς!
Θα πάω στο Σαντιάγκο
Ω ζεστή μέση και πέσιμο του ξύλου!
θα πάω στο Σαντιάγκο
Άρπα από ζωντανούς κορμούς, αλιγάτορες, λουλούδι του καπνού!
θα πάω στο Σαντιάγκο
Πάντα έλεγα πως εγώ θα πάω στο Σαντιάγκο
μ’ ένα αμάξι από μαύρο νερό
θα πάω στο Σαντιάγκο
Αεράκι κι αλκοόλ στις ρόδες
θα πάω στο Σαντιάγκο
το κοράλι μου στο σκοτάδι
θα πάω στο Σαντιάγκο
Η θάλασσα πνιγμένη στην άμμο
θα πάω στο Σαντιάγκο
Λευκή ζέστη, σάπια φρούτα
θα πάω στο Σαντιάγκο
Ω βοδινή φρεσκάδα των ζαχαροκάλαμων!
Ω Κούβα!, Ω καμπύλη στεναγμών και λάσπης!
θα πάω στο Σαντιάγκο

Ποίηση: Κώστα Καρυωτάκη
Σύνθεση: 1985.
Ηχογράφηση: 1985, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ενορχήστρωση Κώστα Γανωσέλη, Minos
Τραγούδια:
ΥΠΟΘΗΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ ΜΟΥ ‘ΛΕΓΕΣ
ΠΑΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ
ΚΙ ΑΝ ΕΣΒΗΣΕ ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ
Η ΝΥΧΤΑ ΜΑΣ ΕΧΩΡΙΣΕΝ
ΔΡΟΜΟΣ
ΑΓΑΠΗ
ΜΠΡΟΥΤΖΙΝΟΣ ΓΥΦΤΟΣ
ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΥ

1. Αγάπη
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

2. Για τη ζωή σου μου `λεγες
Για τη ζωή σου μου `λεγες
για το χαμό της νιότης
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της.

Κι ενώ μια υγρή στα μάτια σου
περνούσε αναλαμπή,
ήλιος φαιδρός απ’ τ’ανοιχτό
παράθυρο είχε μπει.

Για τη ζωή σου μου `λεγες
για το χαμό της νιότης
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της.

3. Δημόσιοι υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
Ηλεκτρολόγοι θα ‘ναι η πολιτεία
κι ο θάνατος που τους ανανεώνουν.

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία.
“Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν…” διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

…Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι…

4. Δρόμος
Τώρα μακραίνουμε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.

Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζωνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.

Μ’ είδαν προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.

Πόσο τ’ ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρεφω κοιτάζοντας
προς τ’ όνειρό μου.

Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ’ άνθη χαμόγελα
μες στους χειμώνες.

Μ’ είδαν προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.

Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ήλιοι τα πρόσωπα.
μάτια τ’ αστέρια.

Είναι και ανάμεσα
σ’ όλα η αγάπη.
Στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.

Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες
κλαίνε τα μάτια.

5. Η νύχτα μας εχώρισεν
Η νύχτα μας εχώρισεν
από όσους αγαπάμε
πριν μας χωρίσει η ξενιτιά.
Να ‘ναι όλοι εκεί στο μόλο;

Σφύρα, καράβι αργήσαμε
κι αν φτάσουμε όπου πάμε,
στάσου λίγο, μα ύστερα
σφύρα να φεύγουμε όλο.

6. Κι αν έσβησε σαν ίσκιος
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!

7. Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια κι αργυρή.
Οι Ουγκό με “Τιμωρίες” την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
“Ποιος άδοξος ποιητής” θέλω να πούνε
“την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;”

8. Μπρούτζινος γύφτος
Μπρούτζινος γύφτος, τράλαλα!
τρελά πηδάει κει πέρα,
χαρούμενος που εδούλευε
τον μπρούτζον όλη μέρα

και που ‘χει τη γυναίκα του
χτήμα του και βασίλειο.
Μπρούτζινος γύφτος, τράλαλα!
δίνει κλοτσιά στον ήλιο!

9. Όλα τα πράγματά μου
Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να `χω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς.

Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.
Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.

Όλα τα πράγματά μου αναθυμούνται
μιαν ώρα που περάσαμε μαζί
σ’ εκείνη τα βιβλία μου λησμονιούνται
σ’ εκείνη το ρολόι ακόμα ζει.

Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.
Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.

Δεν ξέρω δω ποιος είναι τώρα ο τόπος,
δεν ξέρω ποιος χαράζει τους σταυρούς
κι όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να `χω πεθάνει πριν από καιρούς.

Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δεν μπαίνει.
Το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί
στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει,
αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί.

10. Πάρε τα δώρα
Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να `ρθεις.
Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
Στον κήπο μου αρρώστησεν ο Μάρτης
κι αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.

Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
Όλα θε να σ’ αρέσουν, έχω κόψει
το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα
την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.

Πάρε απαλά τον οίκτο σου να φτάσεις
και πάρε του καημού σου τη γαλήνη.
Στα μάτια μου το χέρι θα περάσεις,
το βραδινό μου δέος για ν’ απαλύνει.

11. Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου,
δώθε απ’ το όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκε ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε το άρρωστο κορμί που εβάρυνε σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε.

Κι είμαστε νέοι, πολύ νέοι και μας άφησε εδώ μια νύχτα
σ’ ένα βράχο, το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να `χουμε τι να `χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

12. Υποθήκαι
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου,
δώθε απ’ το όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκε ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε το άρρωστο κορμί που εβάρυνε σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε.

Κι είμαστε νέοι, πολύ νέοι και μας άφησε εδώ μια νύχτα
σ’ ένα βράχο, το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να `χουμε τι να `χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤ: 1986 - 2007

Ποίηση: Διονύση Καρατζά
Σύνθεση: 1986.’Αθήνα-Βραχάτι.
Ηχογράφηση: 1987, Βάνα Βερούτη, Πέτρος Πανδής, Θανάσης Μωραΐτης, Βίκυ Σίμου, ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ.
Τραγούδια:
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
ΕΧΩ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΣΕ ΔΩ
ΤΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ
ΣΤΑΣΟΥ ΕΔΩ
ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ
ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΜΙΛΑΣ
ΤΕΤΟΙΑ ΩΡΑ
ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ ΜΙΛΑ ΜΟΥ
ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ
ΠΩΣ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ
ΝΥΧΤΩΝΕΙ
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
ΝΑ ‘ΡΘΩ ΕΔΩ
ΜΕ ΜΙΣΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ Η ΕΠΟΧΗ
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

1. Αλλιώτικα μίλα μου

Αλλιώτικα μίλα μου
σκίζοντας τα λόγια σου σε καιρούς ώριμους
πιάνοντας τα χέρια μου στις άκρες των ποταμών
μίλα μου στα μάτια
άφησε τα λόγια για τον χειμώνα τον υγρό
τώρα έχουμε ολόκληρη θάλασσα
και τούτο τον ουρανό που κατεβαίνει απ’ τα βουνά
αλλιώτικα μίλα μου.

2. Αυτό το δέντρο

Το δέντρο έχει έναν άνεμο ωραίο στις ρίζες
κι έχει ονόματα νερών
κλαριά και φύλλα
ονόματα κοριτσιών και αγοριών
ονόματα σωμάτων
αυτό το δέντρο ανοίγει κάθε πρωί
όταν τα παιδιά καθαρίζουν τα όνειρα στους δρόμους
με τα παιχνίδια της βροχής
που τρέφει τις μέρες
κι εγώ σκέφτομαι τις θάλασσες
ανάμεσά τους περνάει ο Θεός
όμορφο παιδί
χαράζοντας τους χρόνους
με το μικρό του δάχτυλο τον Έρωτα.

Γιατί τα δέντρα και τ’ αγόρια ομορφαίνουν στα νερά
γι’ αυτό μαθαίνω θάλασσα και `συ ανθίζεις.

3. Έτσι που μου μιλάς

Έτσι που μου μιλάς
ανοίγεις τα όνειρα περ’ απ’ τα μάτια σου
σε πόλεις ελληνικές και ταξίδια τραγουδιών
στον ήλιο και στο χιόνι
έτσι που μου μιλάς
σταματάς τα νερά
κι ακούω το τρίξιμο του κόσμου.

4. Έχω καιρό να σε δω

Έχω καιρό να σε δω,
τελευταία φορά ήταν στη θάλασσα
που κρέμασες το ένα σου μάτι σε `κείνο το κύμα
να φυλάει είπες τον ουρανό απ’ τον κακό βοριά.

Κι έκανες έτσι το κορμί σου και βρέθηκες στις πέτρες
κι έπιανα εγώ στο νερό υγρά τα λόγια μου
μιας μοναξιάς γεμάτης απόσταση
στο κενό της διαμελισμένης ιστορίας μου.

5. Η θάλασσα το μεσημέρι

Η θάλασσα το μεσημέρι μπαίνει βαθύτερα στα όνειρα
κι οι φωνές των πουλιών τρυγούν στην φαντασία μου μου
πέρα ο κάμπος με τα ρούχα των γυμνών κοριτσιών
ψιθυρίζουν τα φύκια, τρίζουν οι πέτρες
ωραία μουσική φέρνουν οι άντρες απ’ τα καράβια
κι απ’ τις γλυκιές πλαγιές τους οι γυναίκες.

6. Καινούργια μιλάς

Καινούργια μιλάς
καινούργια περπατάς
όμως πάλι ο ήλιος δεύτερος
και `συ λαϊκή χαρά μακρινή.

Πάντα ωραία την αυγή
και κατά το βράδυ πόνος.
Τ’ άλλο μου μισό η θάλασσα
το πρώτο μου αέρας του χειμώνα.

7. Με μισό φεγγάρι

Με μισό φεγγάρι κινάω τη νύχτα
στην άλλη μεριά του κορμιού σου
κι ανακαλύπτω τα εξαίσια θαλασσινά τοπία σου
γι’ αυτό τα χελιδόνια όταν έρχονται στον τόπο μου
γυρεύουνε τη νύχτα τις μασχάλες σου
και το πρωί ανοίγουνε τον ουρανό
ώσπου να καταλάβουνε καλά τι έχουν απ’ τα μάτια σου
να στήσουν τη φωλιά τους στο παράθυρό σου.

8. Νά `ρθω εδώ

Να `ρθω εδώ που ξημερώνεις
το σπίτι μας είναι τούτο το χώμα το αρχαίο
και τα μισά μου λόγια του κόσμου όλου η ομορφιά.

9. Νυχτώνει

Νυχτώνει και ψηλώνουν τα δέντρα
πιάνονται στα κλαριά τα όνειρα
τα λόγια μας στις ελιές μυρίζουν θάλασσα
πλιφ πλαφ πλοφ τα παιδιά γράφουν τις πέτρες στο νερό.

10. Ο δρόμος του φεγγαριού

Σπάζοντας στα δυο τη θάλασσα βγαίνει το φεγγάρι
και ταξιδεύει στο μικρό βοριά
που ξενυχτάει στα μαλλιά σου.

Κι όταν κατέβει χαμηλά στην τελευταία δροσιά σου
κάνει έτσι και τρυπώνει στις γλάστρες σου
ώσπου να μεγαλώσουν τα νερά
και συ να με ζητήσεις.

11. Πως με κοιτάς

Πώς με κοιτάς και γίνομαι άνεμος
στους εφτά δρόμους του νερού.
Οι μέρες είναι παραμύθια
που κατεβαίνουν από το βουνό
και ταξιδεύω μέσα μου με τα μαλλιά σου
ως είσαι η όμορφη στα δυο σου όλα.

12. Στάσου εδώ

Στάσου εκεί σαν το βουνό
να δω πιο καλά τον αποκεί κόσμο σου
ή
στάσου εκεί σαν τη θάλασσα
νά `μαι πιο κοντά στον ήλιο σου
που κρύβεται τ’ απογεύματα
ή
νά `ρθω εγώ σαν το περιστέρι
μακριά απ’ την πλάτη σου
μεσ’ απ’ τα ρούχα σου
στα γλυκά σου μισοφέγγαρα.

13. Τα πρόσωπα του ήλιου

Ποθούσα να δω τα πρόσωπα του ήλιου
πίσω απ’ τις πατημασιές μου στη θάλασσα
σηκωνόταν τότε δυνατός αέρας
κι έσπαγε τον ήλιο σε χρυσά κομμάτια
και τα πόδια μου άνοιγαν κόκκινες πληγές.
Ώσπου να μάθω το νερό
έχασα τον εαυτό μου
κι ώσπου να βρω τον ίσκιο μου
έφευγαν οι μέρες.

14. Τέτοια ώρα

Το καλοκαίρι όταν μαζεύει η μέρα
ανοίγει η θάλασσα την εξαίσια μοναξιά της.
Τέτοια ώρα τα πουλιά αναγνωρίζουν το δέντρο και την πέτρα.
Τέτοια ώρα στη γειτονιά φορούν τη σιωπή τους
και βγαίνουν στα κράσπεδα του χρόνου τους
με δυο βαθιά φεγγάρια στο πρόσωπό τους.

15. Της φωτιάς η εποχή

Όσο είμαι δέντρο δε φοβάμαι τη νύχτα
τη ντύνομαι και περπατώ στους δρόμους
κι αύριο που θά `μαι νερό
θα κατεβαίνεις εσύ στην πατρίδα μου
να βρέχεσαι και να ποτίζεσαι.
Ξέρεις, τα πράγματα είναι αυτά που λες
κι εγώ περνώ στις λέξεις σου
και γίνομαι ένα και `συ και
τούτα τα λόγια άπειρα.

16. Το κρυφτό

Πίσω απ’ τη βροχή έρχετ’ ο ήλιος
πιο μέσα στα μάτια σου
που μεγαλώνουν σαν λουλούδια,
έρχεσαι με τα δέντρα των δρόμων
να σου παίζω εγώ το κρυφτό
να με ξέρεις και να μη με βλέπεις.

Φως γίνομαι στα φύλλα
και βήματα θάλασσας καλοκαιριάτικης
και Κυριακής ώρες αργόσυρτες
που κατοικώ στα μαλλιά σου που μακραίνουν,
ύστερα δεν εκπλήσσεσαι που σου μιλώ
ακουμπάς στον ουρανό και γέρνεις στην καρδιά μου.

17. Το τριήμερο

Το τριήμερο των χεριών σου άρχισε αύριο
μετά τη ματαίωση των γραμμών του σώματος
μετά την ανάσταση των νερών.
Απ’ τον ουρανό κατεβαίνουν περιστέρια και βροχή
τα μαλλιά σου και τα λόγια σου.

Ποίηση: Μιχάλη Μπουρμπούλη
Σύνθεση: 1987, Αθήνα.
Ηχογράφηση: Μάιος – Σεπτέμβριος του 1987, Θανάσης Μωραΐτης, (το τραγούδι Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ερμήνευσε στο δίσκο ο συνθέτης), ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ.
Τραγούδια:
ΧΑΜΕΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
ΚΑΠΟΤΕ
ΑΣΑΝΣΕΡ
ΧΑΡΑΜΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΤΡΙΠΟΛΗ
ΠΡΌΣΦΥΓΑΣ
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
ΜΟΝΑΞΙΑ
ΟΙ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΙ
ΔΕΝ ΗΣΥΧΑΖΟΥΝ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ

1. Ασανσέρ

Ασανσέρ που ανεβάζει
ως το έκτο πάτωμα
κι αυστηρές οι οδηγίες:
μόνο για δυο άτομα.
Ο διάδρομος σαν τούνελ
ορυχείο και στοά
κάπου κάπου ακούς μονάχα
«τρίτη πόρτα αριστερά».

Και εγώ που σού `χα τάξει
τα νησιά του παραδείσου
τώρα με βρισιές και μίσος
βρίσκω επαφή μαζί σου.

Τα παράθυρα να βλέπουν
μέσα στον ακάλυπτο
μνήμες που μοσχοβολάτε
μέντα και ευκάλυπτο.
Με κοιτάς και με φοβάσαι
που σκοτώνω τα όνειρά σου
τι ασήμαντο ανθρωπάκι
που έχει γίνει ο ήρωάς σου.

2. Δεν ησυχάζουν οι νεκροί

Το σπίτι αυτό το ιερό
τό `χει η μιζέρια χαντακώσει.
Οι προσβολές το τσάκισαν
τα ξένα χέρια ισοπεδώσει.
Το σπίτι αυτό!

Κι ο Μεγαλέξαντρος αργεί
αργεί και πότε θά `ρθει
δεν ησυχάζουν οι νεκροί
κάτω απ’ το χώμα κι άλλο Μάρτη.

Το σπίτι αυτό θέλει δουλειά
πρέπει ν’ αλλάξει κεραμίδια.
Μα ποιος θ’ ανάψει μια φωτιά
να κάψει τώρα όλα τα σκουπίδια.
Το σπίτι αυτό!

3. Κάποτε

Κάποτε κι η αγάπη αυτή θα τελειώσει
και τα δάκρυά μας
θα γυρίσουνε πίσω στις χαμένες πηγές.
Κάποτε, τις μεγάλες αυγές
το φεγγάρι κι αυτό θα παγώσει.

Με την αγάπη πως να ταξιδέψεις
πως να τραβήξεις μια γραμμή
μεσ’ τα στενά μας παίρνουν οι σειρήνες
αδειάζοντας το νου και το κορμί.

Νά `τανε το χορτάρι της γης να ψηλώσει
κι απ’ τη φλέβα μας μέσα
η ζωή να τινάξει συντριβάνια το φως.
Κάποτε, θα γυρίσει ο καιρός
και το αίμα κι αυτό θα στεγνώσει.

4. Μνήμη της πέτρας

Μνήμη της πέτρας και σώμα της βροχής
και σκοπευτήρια μιας άλλης εποχής
όλα φτηνά κι απ’ όλους ξεχασμένα
έτσι απλά, γιατ’ είναι περασμένα.

Μα τώρα πού `ρχονται σκληρές κακοκαιριές
και ψάχνουμε λιμάνια να κρυφτούμε
έτσι απλά, σκοτώνοντας τις μουσικές
τον κίνδυνο που φτάνει δεν ακούμε.

Δάκρυ του πεύκου και αίμα της πληγής
κι άσπρα δωμάτια μιας άδειας φυλακής
όλα φτηνά κι απ’ όλους ξεχασμένα
έτσι απλά, γιατ’ είναι περασμένα.

5. Μοναξιά

Αγάπη με τα μαύρα σου μαλλιά
τραγούδι της φωτιάς πίκρα στα χείλη
ποιος έσπειρε στου κήπου τα σκαλιά
το χωρισμό μια Τρίτη του Απρίλη.

Στο σπίτι όταν δεν είσαι αγαπημένη
βαραίνει το σκοτάδι πάνωθέ μου
η μοναξιά μου βγάζει το σακάκι
κι ο θάνατος μου φτιάχνει τον καφέ μου.

Αγάπη ξεχασμένη στα βουνά
απόψε πια κανείς δε μας θυμάται
στο μέρος όπου είχες την καρδιά
ο ήλιος ανατέλλει και κοιμάται.

6. Οι ανυποψίαστοι

Έβγαινε κάποτε ο ήλιος στην Αθήνα
και μας φώτιζε
κι ύστερα μια ζεστή βροχούλα
μας επότιζε.
Επότιζε τα άνθη μας
κι ανθίζανε τα λάθη μας.

Έτσι περάσαμε
Στην άβυσσο της μοναξιάς
σε σπίτια παραλληλεπίπεδα
έχοντας για ιδανικά
μια θέση στο δημόσιο
και άλλη μια στα γήπεδα.

Έβγαινε νύχτα η αγάπη στα δασάκια
και φιλιότανε
μ’ από λεπτή κλωστούλα
η ζωή κρεμότανε.
Ώσπου μια μέρα έσπασε
και καταιγίδα ξέσπασε.

7. Πατρίδα μου

Κρύος βοριάς κατέβαινε
νύχτα από την Ακρόπολη
κι απ’ τα λουλούδια που περνά
κλαίει και λέει βυζαντινά:
Πατρίδα μου
σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ!

Κλαίει τ’ Αντρούτσου το κορμί
στα τη βαθειά τη θάλασσα
βρε πως αλλάξαν οι καιροί
και μας δικάζουν Βαυαροί:
Πατρίδα μου
σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ!

Τα χρόνια σαν πετρώματα
ήρθαν και μας σκεπάσανε
και τώρα πως να θυμηθώ
σπίτια κι ανθρώπους στο βυθό:
Πατρίδα μου
σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ!

Ω! πίκρα της απόγνωσης
άνθισες μες στον ύπνο μας
κι άγνωστοι ξένοι ναυαγοί
γίναμε στη δική μας γη:
Πατρίδα μου
σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ!

8. Πρόσφυγας

Γράφω τραγούδια πάντα λυπημένα
χασάπικα, ζεϊμπέκικα βαριά
γιατί σ’ αυτόν τον προδομένο τόπο
νιώθω σαν πρόσφυγας χωρίς γενιά.

Τα τραγούδια μου που κλαίνε
κι έχουν ρεμπέτικους σκοπούς
μιλούν για περιφρονημένους
και καταριώνται δυνατούς.

Γράφω τραγούδια πάντα μοιρολόγια
Μανιάτικα, Ηπειρώτικα συρτά
γιατί στους δρόμους έρημη η Ελλάδα
σβήνει, ανασταίνεται και ξεψυχά.

9. Τρίπολη

Η νύχτα ανεβαίνει σαν νερό
μες στο δωμάτιό μου
κι από `να μαγαζί νυχτερινό
ακούγονται τραγούδια λυπημένα:
κλαίνε για σένα
και για μένα.

Θυμάμαι πάντα εκείνο τον καιρό
την Τρίπολη θυμάμαι
πως κύλησαν τα χρόνια σαν νερό
κι ακούγονται τραγούδια λυπημένα:
κλαίνε για σένα
και για μένα.

10. Χαμένη αποστολή

Στην Πανεπιστημίου είμαι ψέμα
και στην Αιόλου άγραφτο χαρτί
μην χάνεις τον καιρό σου να με ψάχνεις
στα μέρη που συχνάζαμε γιατί:

Το σύστημα με έχει επιστρατεύσει
και χάθηκα σε κάποια αποστολή
δηλώνω άγνωστος σ’ αυτό τον τόπο
και ανεπίδοτη επιστολή.

Του ήλιου τα σκαλιά έχουν ραγίσει
και μέρα δεν υπάρχει πια ζεστή
στο Σύνταγμα ο Άγνωστος Στρατιώτης
σηκώθηκε κι έφυγε γιατί:

Κουράστηκε να βλέπει παρελάσεις
και τ’ όνειρο να σπάει σαν γυαλί
εδώ είναι Βαλκάνια θυμήσου
και προδομένη Εγγύς Ανατολή.

11. Χάραμα Παρασκευή

Σ’ ένα μαγαζί μονάχο
μπήκε ο χάρος να σε βρει
είκοσι χρονώνε άντρα
χάραμα Παρασκευή.

Τη ζωή σου έχεις περάσει
με βρισιές κι ανάθεμα
στα μαλλιά τα χτενισμένα
δάφνες και χρυσάνθεμα.

Τόσα χρόνια χαλασμένα
σε αγώνα άνισο
κι απ’ το ούζο η βρισιά σου
μύριζε γλυκάνισο.

Το κορμί σου σε μιαν άκρη
άψυχο κι αμίλητο
πρόσφυγας στη Νέα Μάκρη
ήρθες απ’ τη Μίλητο.

Ποίηση: Διονύση Καρατζά
Σύνθεση: ‘Ανοιξη 1987, Αθήνα.
Ηχογράφηση: Οκτώβρης1987, Μίκης Θεοδωράκης και Σοφία Μιχαηλίδη
με τους μουσικούς: Ντάνα Χατζηγεωργίου (βιολοντσέλο), Δημήτρη Παπαγγελίδη (κιθάρα),
Ανδρέα Ροδουσάκη (κοντραμπάσο), Cr. Boissel (cor anglais, oboe), Λευτέρη Ψωμιάδη (πιάνο)
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ.
Τραγούδια:
ΑΓΡΥΠΝΙΑ
ΩΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
ΓΕΩΡΓΟΣ ΝΕΡΩΝ
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΜΑΥΡΟ
ΜΕ ΚΥΝΗΓΑΕΙ Η ΒΡΟΧΗ
ΤΟ ΝΗΣΙ
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ
ΕΠΟΧΗ ΝΕΡΟΥ
ΓΙΑΤ’ ΕΙΣΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ
ΑΙΣΘΗΣΗ
ΜΠΛΕ ΒΑΘΥ

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Το νησιώτικο πρόσωπό σου με τυλίγει
σε χρώματα θαλασσινά πικρά
κι άλλα τόσα άγνωστα ή ξεχασμένα.
Γιατί ταξιδεύεις πια σε λόγια το φθινόπωρο
και ξενυχτώ στα φύλλα.

ΩΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Με δοκιμάζεις στο νερό και στα βαθιά σου μάτια
και ως αρχαίος άνεμος ελληνικός
περιφέρομαι στα νησιά και στις θάλασσες
και στο σώμα σου
κι από κει στην ερημιά μου…

ΓΕΩΡΓΟΣ ΝΕΡΩΝ

Με τις μικρές αλήθειες του κορμιού σου
χάνω τα πράγματα ως τον θάνατο
και γεωργός νερών, μεταλλικών λέξεων.

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΜΑΥΡΟ

Μέσα από το σώμα σου μαθαίνω το μαύρο
σαν σε πηγάδι φωνής απελπισμένης
λέγοντας πάντα “σ’ αγαπώ”.

ΜΕ ΚΥΝΗΓΑΕΙ Η ΒΡΟΧΗ

Με κυνηγάει η βροχή και βάφω την τη νύχτα
μόνος μου ανεβαίνω στο νερό στους δρόμους και στις πέτρες,
ως τα ψηλά του ήλιου και τα βαθιά παράπονά του
του κόσμου τ’ άγνωστα που τα `χεις στο κορμί σου
κρυφά μικρά και μουσικά και με τρελαίνεις.

ΤΟ ΝΗΣΙ

Με τη βροχή το κορμί σου γίνεται νησί
κι ως σπηλιά σε βρίσκω στα σκληρά του κόσμου,
να τρέφω τα λουλούδια του βοριά
κι ακρογιαλιές θανάτου.

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Με κυματίζεις ωραία σαν Κυριακή
στη λαμπρή πόλη των ματιών σου.
Τα παλιά φεγγάρια κάποτε γυρίζουν μέρα
όμορφα κορίτσια της φωτιάς
που ξεπηδούν απ’ την βροχή
και ξέρουν λόγια καλά ελληνικά θαλασσινά.

ΕΠΟΧΗ ΝΕΡΟΥ

Ανέβα την βροχή απ’ τη μεριά της μοναξιάς
καθώς ο κόσμος αστράφτει στο νερό
βαθιά μες στην καρδιά σου, βαθιά στα όνειρά σου.

ΓΙΑΤ’ ΕΙΣΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

Κάτω από τα ρούχα σου φοράς λουλούδια και μαχαίρια
γιατ’ είσαι θάλασσα, η ακατόρθωτη λιακάδα του χειμώνα
κι άνοιξη μικρή που μάζεψε σε ποίημα.

ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ

Συχνά επισκέπτομαι ονόματα
κι απομονωμένους ουρανούς,
τον εχθρό μου εαυτό
και τον εμφύλιο πόνο των νερών.
Ακόμα μπερδεύω τα πάθη τα σεπτά των κοριτσιών
με τους ανέμους των αρωμάτων τους.
Βάζω χρώματα μου βγαίνουν πρόσωπα,
αλλάζω τα μάτια μου ακούω τραγούδια,
χώρια το γέλιο μου το αγέννητο επί αιώνες.

Ποίηση: Μάνου Ελευθερίου
Σύνθεση: 1985. Αθήνα.
Ηχογράφηση: 1986. Ζ. Livaneli – Μίκης Θεοδωράκης
1991, Μαρία Δημητριάδη, ΣΕΙΡΙΟΣ.
Τραγούδια:
ΚΟΣΜΕ ΑΣΩΤΕ
ΜΗΠΩΣ ΖΟΥΜΕ Σ’ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ;
ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ
ΜΕ ΤΗ ΖΥΓΑΡΙΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
ΣΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ ΤΗΝ ΑΥΛΗ
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
ΣΤΟ ΜΠΑΡ
ΖΟΥΣΑ ΜΙΑ ΧΑΡΤΙΝΗ ΖΩΗ
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΗ
ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΞΙ
ΕΙΝΑΙ ΦΤΩΧΟ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ
ΕΜΑΛΩΣΑ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ

1. Είναι φτωχό το μαγαζί

Είναι φτωχό το μαγαζί
κι εσύ ένα ρεμάλι
λες και μας μοίρασαν μαζί
νά `χουμε φόδρα τη ζωή
και να γελούν οι άλλοι.

Φοράς κοστούμι ψευτομπλέ
και σαν χαρτί τριμμένο
κρίμα που νόμισες καλέ
πως θά `παιζες με το βαλέ
παιχνίδι μιλημένο.

Είναι φτωχό το μαγαζί
κι είναι σημαδεμένο.
Σε ξέρουν όλοι από χτες
κι από προχτές κι αντίπροχτες
και σ’ έχουν ξεγραμμένο.

2. Εμάλωσα με τη ζωή

Εμάλωσα με τη ζωή
που ήταν για μένα αληθινή
κι ας ήταν μητριά μου.

Κι αυτό γιατί πολλές φορές
δυο λέξεις μού `πες τρυφερές
κι έχασα τη σειρά μου.

Εμάλωσα με τη ζωή
που δεν καθότανε στιγμή
για να τη ζωγραφίσω.

Κι άλλαζε ρούχα και μορφές
κι έβαζε μάσκες και μπογιές
για να μην τη γνωρίσω.

Εμάλωσα με τη ζωή
που μ’ έβλεπε σαν την ντροπή
κι άσκημα μου μιλούσε.

Εγώ που είχα ένα κορμί
και καφενές δεν το `χε δει
και κείνη το γελούσε.

3. Ζούσα μια χάρτινη ζωή

Ζούσα μια χάρτινη ζωή
κι άναψα σπίρτο μια στιγμή
να κάψω ένα γράμμα.
Μα πήρε σπίθες η ζωή
και λαμπαδιάσαμε μαζί
κι αρχίσαμε το κλάμα.

Ζούσα μια χάρτινη ζωή
τσαλακωμένη και πικρή
χωρίς πολλές ελπίδες.
Μα η μεγάλη η ζημιά
ήρθε από σένα μια βραδιά
που μού `στησες παγίδες.

Ζούσα μια χάρτινη ζωή
που σαν τσιγάρο είχε καεί
και το πετάς στο δρόμο.
Ώσπου αποφάσισα κι εγώ
να δραπετεύσω και να ζω
χωρίς δεσμά και νόμο.

4. Κόσμε άσωτε

Κόσμε μόρτη, κόσμε αλήτη
κόσμε, κόσμε άσωτε,
δεν σε νοιάζει ποιος πονάει
κι έχεις και σε κυβερνάει
τον εκάστοτε.
Κόσμε άσωτε.

Κόσμε, δεν παραγνωρίζω
πόσοι, πόσοι αισθάνονται.
Μα όσοι βλέπουν εξουσίες
μες στις χάρτινες αξίες
σε φαντάζονται.
Κόσμε άσωτε.

Κόσμε, ήρθα και σε βρήκα
μέσα, μέσα στο ποτέ
κι είχες την ορφάνια σπίτια
κι είχες το μηδέν γι’ αλήθεια
και το κάποτε.
Κόσμε άσωτε.

5. Με τη ζυγαριά στο χέρι

Την καρδιά μου να μπορούσα
να σου την ταχυδρομούσα.
Να στη στείλω συστημένη
να διαβάσεις τι συμβαίνει.

Με τη ζυγαριά στο χέρι
μού ’στησες κρυφό καρτέρι.
Λες και της καρδιάς τα φύλλα
είναι βύσσινα και μήλα.

Τι καρδιά κακούργου νά ’χα
είκοσι χρονών μονάχα.
Και το λες όπου γυρίζεις
και μου το καταλογίζεις.

6. Μήπως ζούμε σ΄ άλλη χώρα

Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα
και δεν το γνωρίζουμε
και με φως και με αγέρα
τις αγάπες χτίζουμε;
Κάτι τέτοιο θα συμβαίνει
και δε γονατίζουμε.

Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα
που δε φανταζόμαστε;
Μήπως είμαστε παγώνια
και δεν το σκεφτόμαστε;
Κάτι ασφαλώς συμβαίνει
και αλλιώς φαινόμαστε.

Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα
κι όλα μας τα χάσαμε
κι έτσι εξηγείται τώρα
στο μηδέν που φτάσαμε;
Κάτι πρέπει να συμβαίνει
που δεν εξετάσαμε.

7. Μια γυναίκα που είναι μόνη

Μια γυναίκα που είναι μόνη
μην την λυπηθείς ποτές
ξέρει ποια είναι τα όριά της
και μετρά τη μοναξιά της
με το αύριο και το χθες.

Μια γυναίκα που είναι μόνη
θέμα είναι σοβαρό
κι αν ζητάει ελεημοσύνη
με αξιοπρέπεια δίνει
κάποιο της ευχαριστώ.

Μια γυναίκα που διαλέγει
μες στη λησμονιά να ζει,
μη θαρρείς πως θα λυγίσει
και μες στη ντροπή θα ζήσει
πουθενά δε θα χαθεί.

8. Στην άκρη του παράδεισου

Στην άκρη του παράδεισου
περνούσες μεσημέρι
κι απ’ τη φωτιά της κόλασης
σ’ απλώσανε το χέρι.
Και σου ζητούν λίγη δροσιά
να βρέξουνε τα χείλια
γιατί είναι πιο ξερή η καρδιά
κι απ’ τα ξερά τα φύλλα.

Εγώ ήμουν που σου ζήτησα
νερό και να δροσίσω.
Και μήτε φύλλο πράσινο
μού `δωσες να μυρίσω.

Στην άκρη του παράδεισου
μέσα στη γειτονιά του
σε ρώτησε ένας άγνωστος
τι γράφουν τα χαρτιά του.
Και τού `πες πως κληρώθηκε
τον πόνο στη ζωή του
να βλέπει τον παράδεισο
από την κόλασή του.

9. Στο μπαρ

Στο μπλόκο που έγινε στο μπαρ
σε πήραν μ’ άλλους δεκατρείς
δάκτυλος οπωσδήποτε,
κατηγορίας σοβαρής.
Ένοχοι όλοι και ύποπτοι
κι ας ήσαστε ανύποπτοι.

Μα όταν σε ψάχναν για να βρουν
εκείνα που όλα τ’ αναιρούν
και σε τυλίγαν σαν κλωστή
κατηγορία να στηριχτεί
μες στις ραφές σου του παλτού
βρήκαν κομμάτια τ’ ουρανού.
Και σαν νεκρό σε ορθοσκοπούνε
χρυσάφια της ψυχής να βρούνε.

Είσαι ένας ένοχος λοιπόν
με σκοτεινό το παρελθόν.

Στο μπλόκο που έγινε στο μπαρ
σου σκίσανε και το μπουφάν
κι έζησες μια παράσταση
με τα διότι και τα αν.
Ήταν κι αυτό μια εκτόνωση
στη μαύρη σου απομόνωση.

Μα όταν σε γδύσαν να σε ψάξουν
γραμμάρια ζωής ν’ αλλάξουν
βρήκαν στις τσέπες σου φιλιά,
πηγάδια, βρύσες και πουλιά,
σαν χιόνι πέφταν μουσικές
και οι ολόχρυσες βροχές.
Και στο μυαλό σου τα τοπία
που έχει κάθε ουτοπία.

Είσαι ένας ένοχος λοιπόν
με λερωμένο παρελθόν.
Και στο `χα πει και στο ‘χα συμβουλέψει:
Καρφώσου στην καρέκλα του σπιτιού σου.
Χαρτιά να τρως που γράφτηκαν με σκέψη,
κι όχι να θες τη λευτεριά του εαυτού σου.

10. Στου κάτω κόσμου την αυλή

Στου κάτω κόσμου την αυλή
και σ’ ένα πηγαδάκι
που πίνει δάκρυ το πουλί
κι ο κόσμος το φαρμάκι,
ένα πουλί τραγούδησε,
ένα παλικαράκι.

Ήταν η αγάπη σου ένα μακελειό
και στην αγκαλιά σου μέσα το κρυφό σχολειό.

Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά
και δίπλα σε μια βρύση
φυτέψανε πορτοκαλιά
και βγήκε κυπαρίσσι
για ένα παιδί που πέρασε
και που είχε τραγουδήσει.

11. Το σαράκι

Μην το λες και μην το δείχνεις
το σαράκι της ψυχής
γιατί κάπου αν ξεχωρίσεις
δεν στο συγχωρεί κανείς.

Της καρδιάς σου το σαράκι
μην το βλέπεις σαν εχθρό.
Ίσως να συμβεί κι εσένα
στην πληγή να βρεις γιατρό.

Αν θα μοιάσεις και μ’ εκείνους
που έζησαν νομοταγείς,
μια ζωή χωρίς κινδύνους
θα περάσεις μες στη γης.

12. Τώρα στα ογδόντα έξι

Τό `να πόδι πάνω στ’ άλλο
και στο στήθος συννεφιά
κι η φωτογραφία δείχνει
φόντο την Αγιά Σοφιά.

Τώρα στα ογδόντα έξι
δίχως σπίτι και σκεπή
σ’ άνθρωπο δε λες μια λέξη
κι όλα τα `χεις για ντροπή.

Και μιλάς με τους αγγέλους
μήπως κάπου και σταθείς
μήπως πάρεις διορία
και δεν πας να σκοτωθείς.

Στα βουνά της Αλβανίας
με τσιγάρο σέρτικο
σ’ έχω μια φωτογραφία
με ένα γέλιο ψεύτικο.

Ποίηση: Δήμητρας Μαντά
Σύνθεση: 1987, Παρίσι.
Ηχογράφηση: 1994, Αγγελική Ιονάτος, ενορχήστρωση Cr. Boissel, AUVIDIS, Paris
Τραγούδια:
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΒΑΘΙΑ ΣΤΗ ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ
ΧΡΩΜΑΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ
ΩΣΠΟΥ ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
ΔΙΟΤΙΜΑ
ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ
ΚΑΙ Σ’ ΑΓΑΠΩ
ΗΧΩ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΑΠ’ Τ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ
ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ
ΚΕΡΥΝΕΙΑ
ΕΚΦΡΑΣΗ
ΤΕΤΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΟΝΕΙΡΟ
ΕΛΑ ΚΡΥΦΑ
ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ

1. Απ΄ τ΄ ανοιχτό παράθυρο

Το παράθυρο ανοιχτό
κι η θάλασσα σε περιμένει
περ’ από τον κήπο σου
και μες από τα δέντρα σου
που ανοίγουν δρόμους στα νερά
και στα τραγούδια
κι ο ήλιος πρωινός που ντύνει φύλλα
πάνω στο κορμί σου.

2. Βαθιά στη μοίρα μου

Μέσα στο αίμα μου κυλά
μια εξαίσια μουσική, εαρινή
και το χαμόγελό σου,
έτσι το πρόσωπό σου
εισχωρεί όλο και πιο βαθιά
στη μοίρα μου.

3. Γιατί είσαι ο άνεμος

Στα μεγάλα σου χέρια
κρατάς τις μέρες μου
κι εγώ σ’ ακολουθώ σε δρόμους
που δεν έχουν Κυριακή
γιατί είσαι ο άνεμος ο άλλος
ο ακατοίκητος.

4. Διότιμα

Απ’ την Ωραία Πύλη των ματιών σου
περνώ στο σπλαχνικό τραγούδι σου
ιέρεια του μυστηριακού αιγαίου σου.

5. Έκφραση

Η φωνή σου φεύγει προς εμένα
κι εγώ σ’ αναγνωρίζω
από τις μέσα λέξεις σου
που χύνονται στα ορμητικά ποτάμια
του κορμιού σου.

6. Έλα κρυφά

Η μέρα σβήνει
κι οι πόθοι ανάβουν
κάτω απ’ τα δέντρα της σιωπής σου.
Τα λουλούδια ρουφάν το σκοτάδι
κι αποκοιμιούνται.

Έλα κρυφά με το φως των μικρών αστεριών
πριν σκορπίσει ο ουρανός
και γεμίσει η θάλασσα φεγγάρια.

7. Ερμούπολη

Κοιμάται ο χρόνος με τη μουσική των νερών
κι ανθίζει ο καιρός στις ρίζες των βράχων σου.
Και συ απροσδόκητη πολιτεία του λευκού και της ωχρας
απλώνεις τις μνήμες σου υγρές στον άνεμο του Αιγαίου
και το φως το ίδιο.
Κι η θάλασσα ήσυχη σε περιμένει
μέσα στην καρδιά μου.

8. Ηχώ θανάτου

Έτσι ήταν
και σηκώθηκε άνεμος καυτός
Ιουλιανός
που όργωσε τα νερά
κι έλιωσε τη φωνή μου.
Κοίταξα μέσα στα μάτια σου
βαθιά μέσα στα μάτια μου
κόκκινο λουλούδι σε σχισμή μαύρου βράχου
μοναχικού στο πέλαγος
και γύρω να πλαταίνει ο άνεμος
σε ηχώ θανάτου.

9. Και σ΄ αγαπώ

Με κοιτάς
και τα λόγια πληθαίνουν στις χούφτες μου
στα βαθιά σου μαλλιά ταξιδεύει η φωνή μου.

Μου μιλάς
κι ονειρεύομαι θάλασσες
που ριγούν σε φιλιά και σε χάδια ανέμων.

Και σ’ αγαπώ στο ατέλειωτο μεσημέρι.

10. Κερύνεια ( Τα κύματα μαλλιά σου )

Με τα κύματα μαλλιά σου
με παρασύρεις σε βυθούς μυστικούς
των ποιητών
και κρυμμένες μουσικές θαλασσινές
τυλίγοντας το σώμα μου
σε λόγια σου του παραδείσου
κι άλλα παλιά ελληνικά
ναυαγισμένα από αιώνες.

11. Μια θάλασσα

Ο δρόμος έφερνε στη θάλασσα
μες απ’ τα κόκκινα γεράνια σου
και στης αυλής τα λευκά ακροκέραμα
έγγραφες τ’ όνομά σου
πάνω στους άσπρους τοίχους του ανέμου
που το `παιρνε και το `ριχνε
στο πέλαγος
κι έπιανα εγώ το μήνυμά σου
μέσα από τα εφτά ψηφία σου.

12. Ο κύκλος του νερού

Κάθε βροχή και μια μουσική
έτσι όπως κλείνει ο κύκλος του νερού
κι η μοναξιά μου μέσα του ανθίζει.

13. Όσο διαρκεί η θάλασσα

Νά `ρθω κοντά σου γυμνή
σαν μεσημέρι αυγουστιάτικο
με τα μελτέμια των μαλλιών μου
να σε τυλίγουν,
στήθος με στήθος
όσο διαρκεί η θάλασσα.

14. Στα βήματα του ήλιου

Αύριο
που οι ώρες θα γυρίζουν πίσω
εγώ θα περιμένω εκεί
που μ’ άφησε το καλοκαίρι.
Εσύ θα έρχεσαι
όλο θα έρχεσαι
ακολουθώντας τις πατημασιές του ήλιου
που χάνονται μέσα στο φως του
το εκτυφλωτικό.

15. Ταξίδι στο άπειρο

Απ’ τα μικρά μου πάθη
ως τ’ ανοιχτά του κόσμου
και τις μεγάλες πολιτείες σου
ταξίδεψα
μες στις λέξεις μου
γυμνή από χρώμα
θωπεύοντας τα θαλασσινά μαλλιά σου.

16. Τέτοια στιγμή

Τέτοια στιγμή νά `ρθεις
που η μέρα σβήνει
μες στα φλογισμένα σώματα των βράχων
και το φεγγάρι αντίστροφα μετράει τα βήματά του
νά `ρθεις τέτοια στιγμή
που ο ήλιος γέρνει
στην αγκαλιά μιας θάλασσας γεμάτης μουσική.

17. Το πρόσωπό σου

Το πρόσωπό σου φεύγει σαν το νερό
με βήματα φυγής νυχτερινής.
Μένουν τα μάτια σου μαύρα φιλιά
και το παράπονό μου.
Φεύγει το πρόσωπό σου σαν τον καιρό
που δεν ξαναγυρίζει
βαθαίνει η θλίψη μου κι η ερημιά
και το παράπονό μου.

18. Φθινοπωρινό όνειρο

Σε είδα κάπου στα βαθιά του ύπνου μου
σαν σε ερείπια του φθινοπώρου βυζαντινά
να συλλογιέσαι τη θάλασσα
πίσω από τις πέτρινες καμάρες
μου φάνηκες
ταξίδι ερωτικό στο άδηλο μέλλον
της μνήμης μου.

19. Χρώματα νυχτερινά

Τα μάτια σου
κάθε φορά και πιο καινούρια
εισδύουν στα αφύλαχτα όνειρά μου
ερωτικά ταξίδια ατελείωτα
σε χρώματα λαμπρά νυχτερινά.

20. Χωρίς ανταπόκριση

Πάνω στη στέγη μου ακούμπησε το φως
και πως τα τα βλέφαρά μου να σηκώσουν τόση αγάπη.

Πριν απ’ το στήθος μου ήσουν λέξη
μέσα στο στήθος μου πληγή.
Και τόσο πράσινο στο πέλαγος!

21. Ώσπου ξαναγεννήθηκα

Ήρθες την ώρα της φωτιάς
βροχή απ’ το όριο του κόσμου
σαρωτική.
Ώσπου ξαναγεννήθηκα
μες τ’ αυγουστιάτικα μαλλιά σου.

Ποίηση: Διονύση Καρατζά – και δυο ποιήματα του συνθέτη
Σύνθεση: 1987. Παρίσι.
Ηχογράφηση: 1995, Μαρία Φαραντούρη, πιάνο ή Ντόρα Μπακοπούλου, Minos
Τραγούδια:
ΒΕΑΤΡΙΚΗ – ΜΕ ΠΟΥΛΙΑ ΤΡΕΛΑ
ΒΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΨΕ ΝΑ ΓΕΛΑΣ
ΟΔΟΣ ΜΗΔΕΝ
ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΑΤΡΙΚΗΣ
ΕΛΕΝΗ – ΒΕΑΤΡΙΚΗ
ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ
ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΟΥΣΙΚΗ
ΒΕΑΤΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΝΥΧΤΑ
ΧΩΡΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
ΑΙΩΝΕΣ ΑΝΘΙΖΕΙΣ
ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΥΝ
ΧΑΜΗΛΑ ΣΕ ΣΙΩΠΕΣ ΦΥΤΩΝ

1. Αιώνες ανθίζεις

Και συ ανοιξιάτικα μιλάς τον άνεμο

Λες και πάλι τα μοναχικά απογεύματα

Που ξέρεις πως σ’ αποζητάω Βεατρίκη

Αιώνες ανθίζεις στο πλευρό του θανάτου
τόσα που θέλω είν’ από δω
στα όμορφα που με πονάνε
και συ ανοιξιάτικα μιλάς τον άνεμο

Και συ ανοιξιάτικα μιλάς τον άνεμο

Λες και πάλι τα θαλασσινά, θαλασσινά οράματα

Που ξέρω πως σε τυραννάνε Βεατρίκη

Χορεύεις, πηγαίνεις στα πουλιά τα ωραία
κι όταν σε βλέπω μοναχή
μα φτάνει πια να με τρομάζεις
και συ ανοιξιάτικα μιλάς τον άνεμο

2. Βεατρίκη είναι η νύχτα

Τελευταία η νύχτα έγινε πιο τρυφερή
γνώριμη των νερών και παίζει
και βγάζει φωνούλες μουσικές
κατεβαίνει πιο βαθιά και δε φοβάμαι
τ’ άνθη μου μετρώ τα μόνα
και λογαριάζω τον καιρό
που θέλω να σου δείξω

Ανεβαίνεις στις λέξεις κάποτε και ξεκινάς
μικρή και πεινασμένη νύχτα
φεγγάρι πικρό και μυστικό
με πληγώνεις πιο βαθιά και σ’ αγαπάω
μόνο περιμένω τ’ άστρα
που ανασαίνεις σαν πουλιά
και πάντα σε δροσίζουν
Βεατρίκη

3. Βεατρίκη με πουλιά τρελά

Τρίζει ο ήλιος στα μαλλιά σου
και κατεβαίνει άνεμος ως τα λόγια μου
Βεατρίκη ένα πολύ ωραίο πρωινό
με πουλιά τρελά

Βεατρίκη, Βεατρίκη …

Ένα πολύ ωραίο πρωινό
με πουλιά τρελά
που γυροφέρνουν εφιάλτες

Κράτησε αύριο τη χαρά μου
πως μεγαλώνω έτοιμος στα τραγούδια μου
Βεατρίκη κάθε φορά που γράφεις
πρωινά αληθινά νερά

Βεατρίκη, Βεατρίκη …

Κάθε φορά που γράφεις
πρωινά αληθινά νερά
κι ας επιστρέφουνε οι νύχτες

4. Βεατρίκη πάψε να γελάς

Με ξεχνάς τα μάτια σου κλειστά
τα χείλη σφραγιστά
και χάνομαι στους δρόμους

Βεατρίκη πάψε να γελάς

Μου γελάς το δάκρυ σου νερό
το γέλιο σου κενό σαν τον αέρα

Βεατρίκη πάψε να γελάς

Με πονάς σκιά μεσ’ στη σκιά
σκορπάς σαν τον καπνό
και χάνεσαι στους δρόμους

Βροχή μια Κυριακή
που μ’ έδεσες για πάντα
στα χρυσά μαλλιά σου

Βεατρίκη πάψε να γελάς

5. Ελένη – Βεατρίκη

Σε έχω ξαναζήσει στο άρωμα
ιδρωμένου τριφυλλιού
ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες

Θάλασσες μου κάποιο μεσημέρι
μ’ αναμμένες φλέβες
και πάλι τ’ άλλο μεσημέρι
με τα όρθια όνειρα που σ’ αγάπησαν

Με τα χρόνια παίρνεις πρόσωπα πεδιάδων
κι άλλοτε γίνεσαι όνομα αλμυρό
ας πούμε Ελένη
ας πούμε Βεατρίκη

Θάλασσες μου κάποιο μεσημέρι
μ’ αναμμένες φλέβες
και πάλι τ’ άλλο μεσημέρι
με τα όρθια όνειρα που σ’ αγάπησαν

Με τα χρόνια παίρνεις πρόσωπα πεδιάδων
κι άλλοτε γίνεσαι όνομα αλμυρό
ας πούμε Ελένη
ας πούμε Βεατρίκη

6. Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν

Αχ, αχ, αχ, μικρό πουλί
τι ζητάς στην οδό Ερμού;
Έχασα τη Βεατρίκη,
ίσως να ψάχνει για καινούργιο καπέλο με φτερά

Αχ, αχ, αχ, μικρό πουλί
τι ζητάς στην οδό Μηδέν;
Αύριο η Βεατρίκη δίνει τον όρκο
είναι ο πρώτος πολίτης του Μακρυγιαννιστάν

Το παλληκάρι τ’ ουρανού
φάνηκε στα σοκάκια
κρατά στο χέρι κεραυνούς
και στ’ άλλο αναστεναγμούς
το παλληκάρι, το παλληκάρι
θα ’ρθει το βράδυ στις εννιά
βόηθα Χριστέ και Παναγιά

Αχ, αχ, αχ, μικρό πουλί
τι ζητάς στην οδό Ερμού;
Δεν υπάρχει Βεατρίκη
αν υπήρχε δε θα μ’ έβλεπες ποτέ.

7. Η μεγάλη άρια της Βεατρίκης

Πάντα μου μιλάς
από εκεί κι εγώ
εδώ στο όνειρο
σε αγαπημένα δικά μου
πάλι, πάλι, πάλι και πάλι
όπως ξεφεύγουν απ’ το νερό
τα ψάρια και πονάνε
στα όμορφα του ήλιου.

Πάντα μου μιλάς
από εκεί κι εγώ
εδώ στο όνειρο
όπως πέρα απ’ τον ορίζοντα
θάλλει ο άλλος ο ωραίος κόσμος
έτσι σε ρωτάω για τον ουρανό
και για το σώμα σου
και λιγοστεύω.

8. Όταν οι μέρες κατεβαίνουν χαμηλά

Όταν οι μέρες κατεβαίνουν χαμηλά, Βεατρίκη
Μπερδεύεται ο ήλιος στα δέντρα και στα δάχτυλα σου
Κι άλλοτε παίζει με τα χρώματα
Κι άλλοτε βγάζει μια σιωπή μεγάλη
Όπως την έμαθε κει κάτω στη θάλασσα
Μα πιο πολύ
Μέσα στην καρδιά μου

Όταν οι μέρες κατεβαίνουν χαμηλά, Βεατρίκη
Ξεντύνεσαι εξαίσια στις πέτρες και στα όνειρα μου
Κι άλλοτε είσαι ουρανός μικρός
Κι άλλοτε χώμα και στιγμή πελάγους
Έτσι που γίνεσαι αλήθεια της άνοιξης
Και αστραπή πόνου
Μέσα στην καρδιά μου

9. Παίζοντας μουσική

Παίζοντας μουσική
ανεβαίνεις λυγμός
κι όποτε μιλάω ερημώνομαι

Φως βαθιά στα ματιά σου
που στέγνωσαν
και να ναυαγούν σε σκέψεις

Παίζοντας μουσική ανεβαίνεις λυγμός
και δε μιλάω πια έτσι, που γίνονται μαχαίρια
τα μαγικά κασετόφωνα της γειτονιάς
και δε μιλάω που έτσι, που γίνονται μαχαίρια
τα μαγικά κασετόφωνα της γειτονιάς

Παίζοντας μουσική
ανεβαίνεις λυγμός
κι όποτε μπαίνω στο φθινόπωρο

Σε μετρώ στο άγνωστο
που φτάνουνε
και με κρατούν στους δρόμους

Παίζοντας μουσική ανεβαίνεις λυγμός
και δε μιλάω πια έτσι, που γίνονται μαχαίρια
τα μαγικά κασετόφωνα της γειτονιάς
και δε μιλάω που έτσι, που γίνονται μαχαίρια
τα μαγικά κασετόφωνα της γειτονιάς

10. Σε σιωπές φυτών

Σε σιωπές φυτών ψηλώνουν οι λέξεις μου
γίνονται αέρας και ναυαγούν τα μάτια

Κι ότι κι αν πω με μισώ και συ
κι αν μιλάω είναι που σε μισώ
γιατί πολύ σ’ αγάπησα, Βεατρίκη

Όπως έλεγες προχθές που άνοιγες μια πέτρα
κοιτάζοντας μ’ ένα πολύ φθηνό χαμόγελο
μιας ζωής άγνωστης και νοσταλγημένη

Δεν μπόρεσα να χαρώ τις αποστάσεις σου

Σε σιωπές φυτών ψηλώνουν οι λέξεις μου
γίνονται αέρας και ναυαγούν τα μάτια

Κι ότι κι αν πω με μισώ και συ
κι αν μιλάω είναι που σε μισώ
γιατί πολύ σ’ αγάπησα, Βεατρίκη

11. Τις νύχτες

Τις νύχτες που μυρίζουν γιασεμί
βγαίνουν τα όνειρα με λόγια Βεατρίκη

Εσύ νησί κι ωραία
στα σπλάχνα μου γεννώ
μια μέρα της Άνοιξης άσπιλη

Μια μέρα της Άνοιξης άσπρη
κι άλλη μια της καρδιάς μου μοναχή

Τις νύχτες που μυρίζουν γιασεμί
έρχονται άναστρες αγάπες Βεατρίκη

Εγώ μικρός κι ωραίος
στο σώμα μου κεντώ
εικόνες της θάλασσας πάντα

Εικόνες της θάλασσας πάντα
κι άλλη μια τ’ ουρανού μακρινή

12. Χωρίς λέξεις

Λέω να σε δω κάτω απ’ το νερό της νύχτας

Χωρίς λέξεις

Όταν ακοίμητη θα σπας στο σώμα σου

Βεατρίκη

Σε ξωτικά τοπία ωραίας αβύσσου των ονεί ονείρων σου

Χωρίς λέξεις
Θέλω να με δεις έξω απ’ το βαθύ της μέρας

Κοντά στο άσπρο

Όταν ολόγυμνος θα βγω στη γνώση μου

Βεατρίκη

Και θα μιλώ με σένα τελετή για θανάτου της αγά αγάπης μου

Χωρίς λέξεις

Ποίηση: Μάνου Ελευθερίου, Δημήτρη Κεσίσογλου, Λένας Νικολακοπούλου
Σύνθεση: 1994
Ηχογράφηση: 1994, Μανώλης Μητσιάς, Polygram
Τραγούδια:
ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ
ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΠΟ ΛΥΠΗ ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ
ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΙΣ
Η ΕΛΠΙΔΑ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕΣ
ΞΕΝΟΣ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΑ ΚΙ ΟΡΦΑΝΟΣ
ΔΕΝ ΕΧΕΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΥΡΙΣΜΟ
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΠΟΥ ΔΙΩΚΕΤΑΙ
ΜΙΛΑΩ ΠΑΛΙΑ
ΑΧ! ΕΛΑ ΚΙ ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΦΩΣ

1. ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ
Μάνου Ελευθερίου

Εκείνα που είχα να σου πω
ήταν μαχαίρια να κοπώ
και να χαθώ.
Από δειλία και ντροπές
δε σού ‘πα τίποτα ποτές
να λυτρωθώ.

Ακολουθούσες την αρχή
πως έτσι θέλει η εποχή
το ποσοστό.
Και μ’ ασημόχαρτα φτηνά
έντυνες τα μηδαμινά
και το σωστό.

Εγώ ‘χα μόνο ένα κορμί
να σου χαρίσω μια στιγμή
για να γελάς.
Μα τις ανθρώπινες ψυχές
τις έβλεπες σα μετοχές
που τις πουλάς.

2. ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΠΟ ΛΥΠΗ ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ
Μάνου Ελευθερίου

Έστω κι από λύπη μίλησέ μου
έχω ξεπεράσει τις ντροπές
σαν ελεημοσύνη μίλησέ μου
τέλος πάντων πες μου ό,τι θες.

Έστω κι από λύπη μίλησέ μου
δεν υπάρχει κίνδυνος κανείς
έχεις κάνει τόσες πρόβες, Θέ μου
που έπρεπε το έργο να το ζεις.

Έστω κι από λύπη κοίταξέ με
σα να βλέπεις κάτι τραγικό
μ’ έχεις φτάσει πια σ’ ένα σημείο
που με τίποτα δε θα ντραπώ.

3. ΗΣΟΥΝ ΜΠΑΞΕΣ
Μάνου Ελευθερίου

Έχει ο καιρός γυρίσματα
κι ο κόσμος καρδιοχτύπια
κι απ’ τα πολλά δε μείνανε
φαρμάκια που δεν ήπια.

Ήσουν μπαξές κι ερήμωσε
κι ήσουν πουλί στα δέντρα
κι ο πόνος μέσα στην καρδιά
μού ‘γινε μαύρη πέτρα.

Τα λόγια σου ήταν βάλσαμο
μα τώρα είσαι στα ξένα
και η ζωή αγρίεψε
κι αγρίεψε και μένα.

4. ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ
Μάνου Ελευθερίου

Για τις αγάπες που έχουν σβήσει
πολλοί μας έχουν τραγουδήσει
καημούς μιας τύχης ορφανής.
Όμως για κάποιους που πονούνε
κι από μια σπίθα μόνο ζούνε
ποτέ δε μίλησε κανείς.

Μα εσύ ρωτάςγιατί ζητάμε
ξένα φτερά για να πετάμε
ξένα φτερά μιας άλλης γης.
Ποιοι είμαστε μεις για ν’ απαιτούμε
στο ουρανό μόνο να ζούμε
ποιοι είμαστε μεις.

Εύκολο είναι πια να ζήσεις
να βγεις και να κατηγορήσεις
εύκολο είναι να μιλάς.
Ο κόσμος γράφει και ξεγράφει
ξεχνά, θυμάται, κάνει λάθη
μα πάντα δίπλα του περνάς.

5. Η ΕΛΠΙΔΑ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕΣ
Μάνου Ελευθερίου

Βρέχει μεσ’ στο σπίτι μου πάλι στενοχώρια
βρέχει και μια θλίψη απ’ το πρωί
κι όχι τόσο που είμαστε
τρία χρόνια χώρια όσο που με γέλασε η ζωή.

Η ελπίδα που έλεγες έχει πια ξεφτίσει
δεν αλλάζει κάτι στη στιγμή.
Η στιγμή που θά ‘φερνε
κάποτε μια λύση έχει πια οριστικά χαθεί.

Μοναχός περπάτησα κι άδειασε η ψυχή μου
σαν ένα ποτήρι με νερό
σαν ποτήρι που έσπασε
δίπλα στη ζωή μου
κι ούτε στάλα πρόφτασα να πιω.

6. ΞΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΣΤΡΑΤΑ ΚΙ ΟΡΦΑΝΟΣ
Δημήτρη Κεσίσογλου

Ξένος στη στράτα κι ορφανός
και που να ξεδιψάσω
τώρα τελειώνει ο ουρανός
και που να ξαποστάσω.

Άγιε μου ρίξε μια βροχή
στης ερημιάς τα βάθη
ρόδα ν’ ανθίσουν στην ψυχή
να γιατρευτούν τα πάθη.

7. ΔΕΝ ΕΧΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΥΡΙΣΜΟ
Δημήτρη Κεσίσογλου

Μονάχος τώρα θα βαδίσω
δεν είναι τόπος να σταθώ
στο δρόμο τούτο κι αν χαθώ
θα βρω καρδιά να τραγουδήσω.

Κι αν ανταμώσω χαλασμό
και με πονέσεις ερημιά μου
θα κρύψω την απροθυμιά μου
δεν έχει ο δρόμος γυρισμό.
Τραγούδι για την ξαστεριά
και για τους νικημένους
τους φίλους τους χαμένους
σε θάλασσα και σε στεριά.

8. ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΠΟΥ ΔΙΩΚΕΤΑΙ
Λίνας Νικολακοπούλου

Σε κουβαλάω απάνω μου
στις ερημιές βαδίζω,
στα σινεμά, στην αγορά
σε κουβαλάω σαν τα μωρά
και κάποιους εμποδίζω.

Σε κουβαλάω απάνω μου
δυο χρόνια δε δουλεύω,
κοιμήσου εδώ προσωρινά
κι αν ρίξει χιόνι στα ορεινά
θα πούμε το πιστεύω.

Το πάθος που διώκεται
δεν πάει να επιδιώκετε
εσείς θα βγείτε λάθος.
Στο βάθος το ζηλεύουμε
αυτό που ρεζιλεύουμε
και μάρτυράς μου ο Αθως.

Σε κουβαλάω απάνω μου
με κλονισμένη υγεία
περνάμε κόσμο και ντουνιά.
Μου λένε οι γύρω παγωνιά
τους λέω η Παναγιά.

9. ΜΙΛΑΩ ΠΑΛΙΑ
Λίνας Νικολακοπούλου

Μιλάω παλιά κρεμάω φιλιά
γιατί έφτασε ο καιρός μου
που φεύγω ενώ
μου πάει στενό
το σύνολο του κόσμου.
Θα φτιάξω με χρυσό μολύβι
σαν δρόμο στο μυαλό που ανοίγει
μέσα από χίλιες καστανιές
το πιο κρυφό μου μονοπάτι
κι αφού δεν έκανα γι’ απάτη
θα πιάσω τέσσερις γωνιές.

Θα φτιάξω με χρυσό μολύβι
στην άγια πλάτη σου καλύβι
κι όταν μου βάζεις τις φωνές
θα μπαίνω εκεί να πέφτω χάμω
κι αφού δεν έκανα για γάμο
φωτιές θ’ ανάψω σκοτεινές.

10. ΑΧ, ΕΛΑ ΚΙ ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΦΩΣ
Λίνας Νικολακοπούλου

Εδώ θα δέσω τ’ όνειρο
στην έρημο, στον Άδη
με τη βροχή την πόρτα σου
δεν μπόρεσα να βρω.
Εδώ θα πέσει τ’ άστρο μου
στου κόσμου το πηγάδι
χωρίς φιλί κοιμήθηκα
στην άκρη στο γκρεμό.

Αχ! Έλα κι άναψε το φως
τα χρόνια να μοιράσω
και μείνε στο παράθυρο
να διώχνεις τα παλιά.
Έλα και τράβα τη σκεπή
να φύγω να πετάξω.

Στη νύχτα και στο χάλασμα
θα ρίξω το κλειδί μου
και με κουρέλι κόκκινο
θα δέσω το φτερό.
Εκείνα που ‘χα να σου πω
τα παίρνω όλα μαζί μου
στο χώμα της δικής μου αυλής
μην ψάξεις για νερό.

Ποίηση: Μιχάλη Γκανά
Σύνθεση: 1995
Ηχογράφηση: 1996, Βασίλης Λέκκας, ενορχήστρωση Γιάννη Σπάθα, SONY/ ΑΚΤΗ.
Τραγούδια:
ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΟΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ
ΑΪΒΑΛΙ
ΣΑΝ ΟΡΦΑΝΟ
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ
ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ
ΝΑΥΑΓΟΣ
ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΤΑΜΠΑΚΕΡΑ
ΑΣΙΚΙΚΟ ΠΟΥΛΑΚΙ
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

1. Αϊβαλί

Είδα στο όνειρό μου πάλι τ’ Αϊβαλί
και ανάμεσά μας θάλασσα γυαλί,
που την περπατούσα όπως ο Χριστός
κι έφτασα στο σπίτι μου γονατιστός.

Βρίσκω δύο ξένους, μάνα, στη μουριά,
να κοιμούνται σαν τα καλά παιδιά.
Τόσο δρόμο έκανα να `ρθώ
κι ούτε ένας ίσκιος να ξεκουραστώ.

Είδα στο όνειρό μου πάλι τ’ Αϊβαλί
και ανάμεσά μας θάλασσα γυαλί,
στο καθρέφτισμά της όλα κοντινά,
σπίτια και καράβια και ψηλά βουνά.

Βρίσκω μία ξένη, μάνα, στα λευκά,
να ποτίζει σγουρά βασιλικά.
Τόσο δρόμο έκανα να `ρθώ
κι ούτε ένα φύλλο να σε θυμηθώ.

Είδα στο όνειρό μου σπίτι με αυλή
και ανάμεσά μας θάλασσα πολλή,
για να βγω αντίκρυ δίχως να πνιγώ,
δράκοντας θα γίνω όλη να την πιω.

2. Ασημένια ταμπακιέρα

Ασημένια ταμπακιέρα
στο συρτάρι του πατέρα.
Τα σέρτικα θυμάμαι της Λαμίας,
το γαλανό καπνό της αποδημίας.

Ζωή μυστική, πού να πηγαίνεις;
Καρδιά νηστική, που δε χορταίνεις.

Δίπλα στο χρυσό ρολόι,
κεχριμπάρι κομπολόι.
Τις χάντρες του ακούω μία μία,
στην κούπα του καφέ μια τρικυμία.

Καρδιά νηστική, που δε χορταίνεις,
ζωή μυστική, πού να πηγαίνεις;

3. Ασίκικο πουλάκι

Φωτιά στη Σμύρνη και στα μάτια μου καπνός,
κι ώσπου να ρίξει μια βροχή ο ουρανός,
ένα κορίτσι σε παλιά φωτογραφία,
θα κλαίει χρόνια τους νεκρούς του καθενός.

Κομμένοι δρόμοι και η θάλασσα θηλιά,
κι ας ήταν κάποτε ανάσα κι αγκαλιά,
γεμάτη τώρα από φράγκικα καράβια,
και ξένους ναύτες, που φυλάνε τα σκαλιά.

Ασίκικο πουλάκι με μια φτερούγα,
πού βρήκες δέντρο να κρυφτείς,
τόπο να σταθείς…
Ασίκικο τραγούδι, γαρύφαλλο πληγή,
ένας λυγμός σε γέννησε,
κι έγινες κραυγή.

Ζωή που τρέμει σαν το ψάρι στη στεριά,
ποιος θα μαζέψει από τους δρόμους τα παιδιά,
ληστές αρπάζουν και Πιλάτοι τα δικάζουν,
και τρομαγμένα τα πουλάν στην αγορά.

Καμένα σπίτια και μια σπίθα στην καρδιά,
μα η Ελλάδα όπως πάντα μακριά,
όποιος γλιτώσει τη φωτιά και το μαχαίρι,
θα βρει μια μάνα που θυμίζει μητριά.

4. Η κάθοδος των Δωριέων

Μια φυλακή, πώς μας φτάσαν ως εκεί,
μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή, πώς μας φτάσαν ως εκεί
και δικαστή, η ζωή μου φυλακή.

Στου Μακρυγιάννη πριν προλάβεις να μιλήσεις,
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε,
μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό,
να σκεφτόσουνα θαρρείς πόσο λίγο η μέρα κράτησε…

Μες στις πλατείες ένας ένας καθισμένοι,
τη μοναξιά μας τη γραμμένη,
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό,
ποιος θα πει το μυστικό στη ζωή μας τη χαμένη.

5. Κοίτα με στα μάτια

Χάρτινος ο κόσμος, ψεύτικος ντουνιάς,
όμως το τραγούδι ξέρει πού πονάς.
Μόνο στο ρυθμό του είναι νόμιμο
το ανυπότακτο που κρύβω και το φρόνιμο.

Βήμα κι άλλο βήμα, βήματα παλιά,
ο χορός ανοίγει σαν την αγκαλιά.

Κοίτα με στα μάτια, πάτα όπου πατώ,
κράτα με καλά απόψε, μην αναληφθώ.

Πότε σαν πουλάκι, πότε στα δεσμά,
όλη η ζωή μου ένα ξάφνιασμα.
Νιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα
κι όσα έχω δε μου κάνουν και τα ξέχασα.

6. Ναυαγός

Αυτή τη νύχτα θα τη ζήσω
σα ναυαγός σ’ ένα νησί,
χωρίς ελπίδα να γλιτώσω,
αφού το θέλησες εσύ.

Είσαι η πείνα που με τρώει,
είσαι η δίψα στο κορμί,
είσαι παραίσθηση και τρέλα,
και το αλάτι στην πληγή.

Αυτή τη νύχτα θα τη ζήσω,
σα νά `μαι αυτός που αγαπάς,
κι εσύ στη θέση τη δική μου,
όπως εγώ θα με ζητάς.

7. Οι δρόμοι του Αρχάγγελου

Χρυσά φτερά, βυζαντινό μου βλέμμα,
αρχάγγελοι χορεύανε στο αίμα,
κι ένα τραγούδι μέσα στη φωνή μου,
μού γύρευε μιαν έξοδο κινδύνου.

Γιάννενα και Τρίπολη και Σύρα,
όμορφη σκονισμένη μου πορφύρα,
Χίος, Κεφαλλονιά και Μυτιλήνη,
μοίρα μου πελαγίσια Ρωμιοσύνη.

Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα,
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.

Τρελή φυλή που κλαίει και γελάει,
μ’ έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,
να σπείρει τα πελάγη με σιτάρι,
για να θερίσει το μαργαριτάρι.

Γιάννενα και Τρίπολη και Κρήτη,
ρίζα μου περηφάνεια Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας,
φλέβα μου μυστική της Ιωνίας.

8. Πώς να ξεχάσω

Απ’ τη ζωή μου δε θα βγεις ποτέ,
ζωή δική μου και ζωή μου δυο φορές,
χαρά στη λύπη μου και λύπη στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω…

Τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν,
τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν
και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα,
σε βαθύ πηγάδι θα το πω, πόσο σ’ αγαπώ.

Απ’ το κορμί μου δε θα βγεις ποτέ,
δικό μου σώμα και κορμί μου δυο φορές,
χαρά στον πόνο μου και τραύμα στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω…

9. Σαν ορφανό

Τα κουμπιά τα φιλντισένια,
τις βεντάλιες και τα χτένια,
στον Τσεσμέ τ’ αφήσαν όλα
πάνω στην παλιά κονσόλα.

Κι ένα φεγγάρι ολόιδιο
σε όλη τη Μεσόγειο,
κι ένα φεγγάρι ολόγιομο
στη Σμύρνη και στην Πέργαμο,
σαν ορφανό.

Τη ροδιά και το καΐκι,
τά `δεσαν κοντά στο σπίτι,
να τα πάρει το φεγγάρι,
να τα βγάλει στο Πλωμάρι.

10. Σημαδεμένος απ’ την αγάπη

Σαν θαλασσάκι να κυματίσεις
και σαν αέρας να σηκωθείς,
να με ζαλίσεις, να με σκορπίσεις
και τη ζωή μου μη λυπηθείς.

Να γίνεις φλόγα να με δροσίσεις
και μεσημέρι να τυφλωθώ,
σημαδεμένος απ’ την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.

Σαν άδειο σπίτι να με ανοίξεις
και τη σιωπή μου μη φοβηθείς,
το όνομά σου να ψιθυρίσεις
και στη δροσιά μου να κοιμηθείς.

Σαν ένα δέντρο να φτερουγίσω
σαν καταρράκτης να ξοδευτώ,
σημαδεμένος απ’ την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.

Ποίηση: Μάνου Ελευθερίου, Σπύρου Τουπογιάννη
Σύνθεση: 1996
Ηχογράφηση: 1996, Πέτρος Γαϊτάνος, Polygram
Τραγούδια:
ΑΣ’ ΤΟΥΣ ΝΑ ΜΑΣ ΚΟΡΟΪΔΕΥΟΥΝ
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΜΟΥ ΣΙΩΠΗΛΗ
ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ
ΔΕ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ ΠΟΥ ΤΑΞΙΔΕΥΩ
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙΣ
ΧΡΟΝΙΑ ΦΤΗΝΑ
ΝΥΧΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ
ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΕ
ΜΕ ΤΙΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ
ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΣ

1. ΑΣ’ ΤΟΥΣ ΝΑ ΜΑΣ ΚΟΡΟΪΔΕΥΟΥΝ
Μάνου Ελευθερίου

Άσ’ τους να μας κοροϊδεύουν
με τα πιο πικρά τους λόγια.
Δε γνωρίζουν τι είναι αγάπη
δε γνωρίζουν τι είναι φλόγα.
άσ’ τους να μας κοροϊδεύουν
και δεν ξέρουν τι γυρεύουν.

Άσ’ τους να μας κοροϊδεύουν
την ψυχή και το κορμί μας.
Στο παιχνίδι που μας παίζουν
όλοι οι άσοι είναι δικοί μας
θέλουν το λοιπόν να κλέβουν.
άσ’ τους να μας κοροϊδεύουν.

Άσ’ τους να μας κοροϊδεύουν.
οι μικροί και οι μοιραίοι,
που απ’ την πόρτα μας περνάνε
κάθε μέρα σα λαθραίοι.
άσ’ τους να μας κοροϊδεύουν
κάπου θέλουν για ν’ ανέβουν.

2. ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΣΙΩΠΗΛΗ
Σπύρου Τουπογιάννη

Ήτανε τ’ όνειρο κρυμμένο
σ’ ένα ταξίδι λιγοστό
μέσα σε ρόδο ταραγμένο
μέσα στο στόμα μου κλειστό.

Πες μου ποιος άνεμος σε παίρνει
αρχόντισσα μου σιωπηλή
ποιο σούρουπο ζεστά σε φέρνει
σε μια φωτιά, σ’ ένα φιλί.

Ξετύλιξε το φύλλο-φύλλο
κάτι να βρεις που’ χω κρυφό
ένα τραγούδι θα σου στείλω
πλημμυρισμένο ουρανό.
Πες μου ποιος άνεμος σε παίρνει
αρχόντισσα μου σιωπηλή
ποιο σούρουπο ζεστά σε φέρνει
σε μια φωτιά, σ’ ένα φιλί.

Ξέρω δε θα’ ρθεις να μου στάξεις
λίγη στα χείλη μου δροσιά
γιατί φοβάσαι μη μου τάξεις
τον ήλιο και την ξαστεριά.

Πες μου ποιος άνεμος σε παίρνει
αρχόντισσα μου σιωπηλή
ποιο σούρουπο ζεστά σε φέρνει
σε μια φωτιά, σ’ ένα φιλί.

3. ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ
Σπύρου Τουπογιάννη

Αγάπες περνάνε και σβήνουν
στο βάθος της λεωφόρου,
ω! βράδυ γλυκό φθινοπώρου
βροχή σ’ ένα φως μακρινή!

Κορίτσι του Οκτώβρη μη φεύγεις
κυκλάμινα θα σου φέρω
που με προσμένεις το ξέρω
στην πόρτα τη σκοτεινή.

Κάποιος χλωμός τραγουδάει
τραγούδια παλιά ξεχασμένα
τα μυστικά σου κρυμμένα
σε μια ματιά φωτεινή.

Κορίτσι του Οκτώβρη μη φεύγεις…

Πήρ’ η βροχή τη φωνή μας
σε βράδια θολά περασμένα
αστέρια στα νέφη πνιγμένα
ω! λάμψη Μαρτιού πρωινή!

Κορίτσι του Οκτώβρη μη φεύγεις…

4. ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ ΠΟΥ ΤΑΞΙΔΕΥΩ
Μάνου Ελευθερίου

Όλοι γεννιούνται μ’ ένα αστέρι
μα εγώ γεννήθηκα μονάχος,
ώσπου, μου τ’ άπλωσες το χέρι
κι είδα που βρίσκεται το λάθος.

Δε φταις εσύ που ταξιδεύω
τόσα ταξίδι στο μυαλό μου.
Δεν φταις εσύ που σε γυρεύω
μέχρι την άκρια της γης.

Δεν φταις εσύ που σ’ αγαπάω,
που σ’ ονειρεύομαι κοντά μου,
δεν φταις εσύ για τα όνειρά μου,
και τα παιχνίδια της ζωής.

Κοιτάζω μέσα στον καθρέφτη
κι αντί δω το είδωλό μου
εσένα βλέπω σαν το κλέφτη
που ήρθες να κλέψεις τα’ όνειρό μου.

5. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙΣ
Σπύρου Τουπογιάννη

Τώρα που φεύγεις μακριά
πάρε μαζί σου τη ζωή μου
ένα ποτάμι σιωπηλό
κι ένα τραγούδι της ψυχής μου.

Χτυπούν οι μέρες και οι καιροί
σαν κύματα τρικυμισμένα
λιώνουν τα πάθη σαν κερί
κι είναι στα μάτια μας γραμμένα.

Εγώ θα μείνω στο σταθμό
ίσως γυρίσεις κάποιο βράδυ
μέσα στο φως του το θαμπό
άγνωστος μέσα στο σκοτάδι.

6. ΧΡΟΝΙΑ ΦΤΗΝΑ
Μάνου Ελευθερίου

Σ’ αυτή τη σκάρτη εποχή
που θέλουν αντιπαροχή
μ’ ένα χαμόγελο
να πάρουν τη ζωή σου,
μου’ τυχε να’ χω μερδικό
σ’ ένα μεγάλο μυστικό
και σ’ ό,τι λένε
πως τελειώνει κι η ζωή σου.

Σ΄αυτά τα χρόνια τα φτηνά
που μείναν όλα ορφανά
και κοροϊδεύει
την ζωή μου κάθε κάλπης,
εσύ θεώρησε σωστό
να με κοιτάς γονατιστό
κι άλλαξες νόημα
στον κόσμο της αγάπης.

Σ’ αυτό τον άτυχο καιρό
που βρέθηκα μ’ ένα φτερό
σε τόπο άδικο, μικρό και ξεπεσμένο,
νόμιζα θα’ βρισκα στοργή
έστω από σένα μες στη γη
κι εμένα δίπλα σου
να μ’ έχεις μαγεμένο.

7. ΝΥΧΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ
Μάνου Ελευθερίου

Νύχτες μυστικές κι αλκοολικές
πήραν τη ζωή και τη ψυχή μας
κι όμως η ζωή δεν ειν’ δική μας
μέσα στις χαρές τις δανεικές.

Νύχτες φωτογράφοι της στιγμής
που φωτογραφίσαν τα όνειρα μας
το κουρέλι αυτό δεν είν’ η καρδιά μας
την εικόνα σκίσε να χαρείς.
Νύχτες μιας ζωής περαστικής
λόγια που είναι λόγια πληρωμένα
κι όπως τα σκυλιά τα σκοτωμένα
στα χιλιόμετρα της εθνικής.

8. ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΕ
Σπύρου Τουπογιάννη

Μέσα σε τούτο τον καιρό περίμενέ με
μέσα στη σύγχυση αυτή μη με ξεχνάς
μη με αφήνεις μοναχό να τυραννιέμαι
για τα χαμένα πράγματα μη με ρωτάς.

Τραγουδιστές χαθήκανε στο χρόνο
δεν βρίσκω πια
ένα τραγούδι να σου πω
δεν βρίσκω πια
ένα σκοπό για σένα μόνο
να τραγουδήσω ένα βράδυ και να πιω.

Μέσα σε τούτη τη ζωή περιπλανιέμαι
με μια λατρεία
μεσ’ στα μάτια με κοιτάς.
Η φαντασία μου να είν’ αναρωτιέμαι,
στην ταραγμένη μου καρδιά
μην απαντάς.

Τραγουδιστές χαθήκανε στο χρόνο
δεν βρίσκω πια
ένα τραγούδι να σου πω
δεν βρίσκω πια
ένα σκοπό για σένα μόνο
να τραγουδήσω ένα βράδυ και να πιω.

Μέσα σε τούτο τον καιρό περίμενέ με
μέσα στη σύγχυση αυτή μη με ξεχνάς
μη με αφήνεις μοναχό να τυραννιέμαι
για τα χαμένα πράγματα μη με ρωτάς.

Τραγουδιστές χαθήκανε στο χρόνο
δεν βρίσκω πια
ένα τραγούδι να σου πω
δεν βρίσκω πια
ένα σκοπό για σένα μόνο
να τραγουδήσω ένα βράδυ και να πιω.

9. ΜΕ ΤΙΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ
Μάνου Ελευθερίου

Αυτοί που ζουν μεσοστρατίς
σημαδεμένοι εκ γενετής
στον ουρανό να βλέπουν
μόνο τ’ όραμά τους,
ζήσανε πάντοτε αφανείς
γιατί σε μέτρησε κανείς
πόσα μαχαίρια
έχουν μέσα
στην καρδιά τους.

Με τις χαμένες τις ψυχές
που κάνουν φίλους τις οχιές
εγώ μ’ αυτούς
κάποια στιγμή
θα περπατήσω.

Γιατί στην λάσπη που πατούν
φυτρώνουν τ’ άστρα από παντού
κι είναι ό,τι θέλω στη ζωή
να προσκυνήσω.

Μου’ πες κι εσύ πολλές φορές
μη βλέπω ξένες συμφορές
γιατί σταυρώνω τη ζωή μου
σ’ ένα βράχο
μα αν είναι κάποιος να χαθεί
με συμβουλές δε θα σωθεί
ούτε κι αν πει σαν προσευχή
το Υπερμάχω.

10. ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΣ
Μάνου Ελευθερίου

Μες το κελί μου μια φορά
έφτιαχνα χρόνια δυο φτερά
να βγω απ’ τη φυλακή μου.

Μα μια αόρατη φωνή
μου’ λεγε βράδυ και πρωί
το λάθος της ζωής μου.

Σε ποια πατρίδα θες να πας
και σε ποιο κόσμο να πετάς
και σε ποια κοινωνία.

Που είν’ όλοι σάπιοι και πονούν
κι έχουν δυο-τρεις που κυβερνούν
μες απ’ τα καφενεία.

Στης φυλακής μου την αυλή
άρχισε χτες ένα πουλί
χρυσή φωλιά να χτίζει.

Και του’ πα, δως μου φιλικά
τα δυο φτερά σου δανεικά
και το είδα να δακρύζει.

11. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
Τάσου Λειβαδίτη

Μ’ αίμα χτισμένο,
κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του
πίκρα και λυγμός

Μα όταν γυρίζαμε
το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη
όνειρα, φιλιά

Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά
και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας,
κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το στεφάνι μας,
πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα
πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου
και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε
κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι
και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του
άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα
ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του
κι ουρανός

Μα όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι
ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας,
κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το στεφάνι μας,
πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα
πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου
και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε
κι ας είμαστε φτωχοί

Ποίηση: Διονύση Καρατζά
Σύνθεση: 1995
Πρώτη εκτέλεση: Δεκέμβριος 1996, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Ανσάμπλ Βερολίνου, Μαρία Φαραντούρη.
Διεύθυνση: Ν. Τσούχλος, ενορχήστρωση: Η. Schmied
Ηχογράφηση: 1996, Ανσάμπλ Βερολίνου, Μαρία Φαραντούρη, Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης, Peregrina music
Τραγούδια:
ΛΟΓΙΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
ΦΥΛΑΞΑ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ
ΞΑΣΤΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
ΕΠΙΜΟΝΟ ΠΑΡΟΝ
ΛΥΓΜΟΣ ΑΓΓΕΛΩΝ
ΔΕΝΤΡΑ ΝΕΡΟΥ
ΙΟΥΛΙΟΣ
ΔΙΑΛΥΜΑ ΦΩΤΟΣ
ΣΑΝ ΣΥΝΝΕΦΟ
Μ’ ΟΡΜΗ ΩΚΕΑΝΟΥ
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΕΦΕΔΡΟΥ ΜΗΝΟΣ

ΛΟΓΙΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ

Λέγε μου λόγια τ’ ουρανού
κι εγώ θα σου δώσω το φιλί του Έρωτα.
Στάσου γυμνή σαν τη θάλασσα
κι άσε να κοιτώ τα μάτια σου
που μέσα τους ονειρεύομαι.
Νά `ρθω μαζί σαν το χελιδόνι
στο ταξίδι της μνήμης σου
μεσ’ από τα σύννεφα
στ’ ασημένια μεσοπέλαγα.

Λέγε μου λόγια της καρδιάς
φτερά να μου δίνεις να πετώ στο όνειρο.
Στάσου γυμνή σαν τη θάλασσα
κι άσε να κοιτώ τα μάτια σου.
Νά `ρθω μαζί σαν το χελιδόνι
στο ταξίδι της μνήμης σου
μεσ’ από τα σύννεφα
στ’ ασημένια μεσοπέλαγα.

ΦΥΛΑΞΑ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ

Μες στα δάχτυλα των χεριών σου φύλαξα τ’ όνειρο,
τραγούδι του έρωτα να σου πω σαν άγγελος
ξανά να πονέσουμε σαν παιδιά.
Απ’ τον ουρανό θα σου φέρνω το σκοτάδι και το φως,
τη σιωπή μου και τα λόγια μου.

Μες στα δάχτυλα των χεριών σου φύλαξα τ’ όνειρο,
φτερά να περάσουμε τρυφερά στον άνεμο
ξανά να πετάξουμε σαν πουλιά.
Απ’ τον ουρανό θα σου φέρνω το σκοτάδι και το φως,
τη σιωπή μου και τα λόγια μου.

ΞΑΣΤΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ

Πώς αντέχεις και περνάς απ’ τ’ όνειρο
καπνίζοντας άχρηστους ανέμους;
Δε φοβάσαι φαίνεται τη νύχτα των αγγέλων
ούτε γνωρίζεις βέβαια τη γλώσσα της βροχής.
Αλλιώς θ’ άναβες στο φεγγαράκι προσευχή
και θ’ άκουγες το μυστικό τραγούδι της καρδιάς μου.

Πώς αντέχεις και περνάς απ’ τ’ όνειρο
πιστεύοντας σε άδικα φεγγάρια;
Δε θυμάσαι π’ άστραψες στη δίνη του καιρού μου
ούτε ξεχνάς τη θάλασσα την ώρα του βοριά.
Ξανά σέρνεις το σιωπηλό σου χορό
και χύνεσαι σαν κεραυνός που παίρνει και το φως μου.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Στις μέρες που θά `ρθουν
θα δώσω πρόσωπα νησιών.
Ευλογημένη η αγάπη μου
εν ονόματι της καρδιάς μου,
ότι συ ει η ανάσταση του κόσμου,
προπάντων ο θάνατος.

ΕΠΙΜΟΝΟ ΠΑΡΟΝ

Η χαρά μου ανήκει στην ελπίδα
κι ο θάνατος στην ιστορία.
Εσύ μισοσκόταδη αρμενίζεις τύραννος.
Κάτσε ν’ ακούσεις τη θάλασσα:
Τύμπανα άστρων αλαλάζουν μυστικά
και φύκια κοσμικά αντιλαλούν παλιούς ανέμους.
Ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μου.

Η ψυχή μου πονάει στα τραγούδια
το σώμα μου στην ομορφιά σου.
Εσύ μισοσκόταδη αρμενίζεις τύραννος.
Μάθε ν’ ακούς το θάνατο:
Μέτρησε πάθη που ξοδεύουν την καρδιά
και κύματα κρυφά που θ’ αρνηθούν καλά φεγγάρια.
Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας.

ΛΥΓΜΟΣ ΑΓΓΕΛΩΝ

Έχεις ακούσει λυγμό αγγέλων
ξημερώματα Δευτέρας
στην άκρη της καρδιάς μου;
Θρηνούν την Κυριακή
που πέρασε απούσα
εν μέσω χορών ολονυκτίων,
με άδεια φτερά να κόβουν βόλτες
στο κλειστό παράθυρό σου.

Έχεις περάσει κρυφά στη νύχτα
με καράβι δανεισμένο
στα χρόνια τρικυμίας;
Θα βρω την αφορμή
που άγγελοι χαρίζουν
και θά `ρθω με διάφανο σκοτάδι
γεμάτο μικρά πουλιά αλήθειας
στο κλειστό παράθυρό σου.

ΔΕΝΤΡΑ ΝΕΡΟΥ

Θα μαραθούν πολλά φεγγάρια
για να γυρίσ’ η θάλασσα σε λόγο,
να λάμψει ο βράχος στο χάσμα της καρδιάς,
το κύμα να ντυθείς σαν ζωνη στο κορμί σου
και να κεράσεις απ’ το μέλι των ματιών σου
ναυαγούς κι απαρνημένους.

Θα μαραθούν πολλά φεγγάρια
για να μου μαθ’ η νύχτα το τραγούδι,
να γίνει ο μύθος κουβέντα τρυφερή,
τον όρκο ν’ αρνηθείς που έκανες στην τύχη
και να φωτίσεις απ’ την άκρη της ψυχής σου
ναυαγούς κι απαρνημένους.

ΙΟΥΛΙΟΣ

Σε ποια σιωπή κατοικείς;
Ιούλιος είναι που σάπισε τις λέξεις
και σ’ άδειο φως λιγόστεψε το σώμα μας.
Εγώ ανέβηκα σε δέντρο τ’ ουρανού
να πω για σένα παραμύθι στα πουλιά,
για να πιστέψω πιο πολύ στην ερημιά μου.

Σε ποια σιωπή κατοικείς;
Ιούλιος είναι που μέθυσε μ’ Ελλάδα
και σ’ ένα πόδι χόρεψε τον πόνο μας.
Εκεί που έφτασες ψηλά στον ουρανό
θα δεις βαθιά μες στην καρδιά μου αστραπή
και θα πιστέψεις πιο πολύ στην ερημιά μου.

ΔΙΑΛΥΜΑ ΦΩΤΟΣ

Σταλαγματιά χρυσή τα μάτια σου,
άλλοτε ξοδεύεται σε νύχτα χλοερή
κι άλλοτε λαμπυρίζει σε μάταιους λυγμούς.
Όποιος το δάκρυ σου το ψάξει,
το μικρό ρυθμό του έρωτα ίσως ν’ αντιγράψει.

Θαλασσινό πουλί ο ίσκιος σου,
άλλοτε ζυγιάζεται σε βράχο σκοτεινό
κι άλλοτε φτερουγίζει σε κόκκινα νησιά.
Όποιος το δάκρυ σου το ψάξει,
το μικρό ρυθμό του έρωτα ίσως ν’ αντιγράψει.

ΣΑΝ ΣΥΝΝΕΦΟ

Προφέρεις αργά τις αποφάσεις
και προχωρείς σαν σύννεφο ανάμεσα στ’ αστέρια
που περιμένουνε φεγγάρι.
Τη βαθιά σιωπή μου
μπορείς στα σκοτεινά να τη διαβάσεις;
Σε κύμα ρίχνεις την καρδιά μου
που κόβει στα συο τ’ αγαπημένα.

Προφέρεις αργά τις αποφάσεις
και περπατάς σαν σύννεφο αδειάζοντας ανέμους
σε περασμένα καλοκαίρια.
Στην υγρή σιωπή μου
μ’ ακούς που μυστικά σ’ αποζητάω;
Τα βράδια δένεις τα ποτάμια
κι ανάβεις το φως που μ’ ερημώνει.

Μ’ ΟΡΜΗ ΩΚΕΑΝΟΥ

Τη μουσική μαθαίνω στο περπάτημά σου
και την περήφανη νύχτα μες στα μάτια σου.
Περνάς τραγούδι, κοιτάς φεγγάρι
και φεύγεις πάντα μ’ ορμή ωκεανού.

Με παραμύθια θά `ρθω στα γενέθλιά σου
απομεσήμερο έξω στον αγέρα σου.
Θά `ρθω με ήλιο, θά `ρθω τον Μάρτη
να πλέξεις κύμα ψηλό για να χαθώ.

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΕΦΕΔΡΟΥ ΜΗΝΟΣ

Έφεδρος Αύγουστος αυτοκτόνησε
απόβραδο αγάπης.
Θάλασσα ορχηστρική κατευοδώνει την ψυχή του
στον Κάτω Ουρανό των χαμένων φεγγαριών.
Κι οι νεοσύλλεκτοι μήνες του φθινοπώρου
ορκίζονται στο Σύνταγμα της νύχτας
σε στάση προσευχής:
Άγιος ο Έρωτας άγιος ο Καημός
άγιος ο Θάνατος ελέησον ημάς.
Κόκκινα τα συναισθήματα ομοβροντούν
η αγάπη μου εχάθηκε στ’ αστέρια.

Ποίηση: Γιάννη Θεοδωράκη
Σύνθεση: 1996. Αθήνα.
Πρώτη εκτέλεση: 14.10.96, Ηρώδειο, Συμφωνικό Σύνολο Αθηνών, Βασίλης Λέκκας.
Ηχογράφηση: 1998, Μαρία Φαραντούρη, «’Ασματα» Peregrina music
Τραγούδια:
ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Στο κάθε σου βλέφαρο κι ένα όνειρο
Κι όλα τα όνειρα θάλασσα απέραντη
Απ’ τα χρυσά της κύματα σου κάνω νοήματα
Να κλείσεις τα μάτια
Τυφώνας έρχεται
Και σαρώνει ιστορίες που τελειώσαν

Το χέρι που άπλωσες στον πυρετό μου
Είναι τ’ όνειρο που η νύχτα απλώνει
κάθε μικρό κελί ντυμένο
για κάθε μονάκριβο
και ξεχασμένο

ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Πέτρα πάνω στην πέτρα
ανάμεσα παραμονεύει ό δροσερός σκόρπιός
ήλιος καυτός ψηλά
κι η θάλασσα χαμηλά.
Ο άνεμος αρμυρός
στην άμμο τη ζωή μου ζωγραφίζει.

Διάβασέ την πριν σ’ την κλέψουν
πριν την κλέψουν φύκια καί κοχύλια
μ’ αστραφτερές σταγόνες της φουρτούνας
θα σ’ αγαπήσω το καλοκαίρι.

Για την ώρα τη φυλάει ό γλάρος
πού η νύχτα απλώνει
για κάθε μικρό και λυπημένο
για κάθε μονάκριβο και ξεχασμένο.

Ποίηση: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Σύνθεση: 1985-1996. Αθήνα.
Πρώτη εκτέλεση: 1997, Μαρία Φαραντούρη, Θεσσαλονίκη
Ηχογράφηση: 1998, Μαρία Φαραντούρη
Τραγούδια:
ΤΑ ΜΑΓΙΑ
ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΛΛΟΚΟΤΟ
ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ
ΚΑΠΟΤΕ ΘΑΡΘΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ
ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΕΛΑΓΗ
ΤΕΡΜΑ Η ΜΙΖΕΡΙΑ
ΕΡΩΤΙΚΟ
ΗΣΟΥΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
ΑΛΑΤΙ
ΣΤΟΥ ΣΙΦΝΙΟΥ ΤΟ ΜΠΑΡ
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ

1. ΤΑ ΜΑΓΙΑ

Στο Μόλυβο, στη Μυτιλήνη
θα βρω μια μάγισσα που λύνει
τα μάγια που σου έχουν κάνει
και την καρδιά σου έχουν μαράνει.

Κι όταν λυθούν τα μαύρα μάγια
κάτω απ’ των άστρων την ανταύγεια
σ’ ένα κοχύλι θα κλειστούμε
και στο βυθό θ’ αγκαλιαστούμε.

Να μην μας δει ανθρώπου βλέμμα
γιατί τα μάγια σαν το αίμα
φεύγουνε και ξαναγυρνάνε
και την αγάπη τυραννάνε.

2. ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΛΛΟΚΟΤΟ

Ένα φεγγάρι αλλόκοτο με βλέπει
σαν μάλαμα παλιό θαρρώ πως μοιάζει
και το στερνό μου τάλιρο στην τσέπη
θαμπώνεται, πονεί κι αναστενάζει.

Ένα φεγγάρι αλλόκοτο μου λέει
κι απόψε θ’ αγρυπνήσουμε αντάμα
ένα φεγγάρι αλλόκοτο που κλαίει
μαζί με της καρδιάς το μαύρο κλάμα.

Ένα φεγγάρι αλλόκοτο στους δρόμους
με παίρνει το κατόπι και μου γνέφει
κι ύστερα μ’ αγκαλιάζει από τους ωμούς
και πάμε για τα στέκια σου στου Στρέφη.

3. ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ

Ένα τραγούδι αλλιώτικο
στο στήθος μου ζεσταίνω
τραγούδι ηπειρωτικό
π’ ακούω και αρρωσταίνω.
Έχει για λόγια δυο σπαθιά
για μουσική μαχαίρια
και μια πληγή πολύ βαθειά
απ’ τ’ ακριβά σου χέρια.

”Ενα τραγούδι έρωτα
που βαριαναστενάζει
κι όλο στα μάτια με κοιτά
και λέει πως μου μοιάζει.

Έχει για λόγια δυο σπαθιά
για μουσική μαχαίρια
και μια πληγή πολύ βαθειά
απ’ τ’ ακριβά σου χέρια.

4. ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ‘ΡΘΟΥΝ ΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ

Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν
και πώς σε θένε

Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε

Κάποτε θα ‘ρθουν γνωστικοί,
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν

Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί,
θα σε πουλήσουν

Και όταν θα ‘ρθουν οι καιροί
που θα ‘χει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα

Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα

5. ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΕΛΑΓΗ

Και πώς ν’ αρχίσω απ’ την αρχή
να βρω κουράγιο και ψυχή
και πάλι ν’ αγαπήσω;
Και να χαρίσω μια καρδιά
πού ‘χει νωπή τη μαχαιριά
κι όλο κοιτάζει πίσω;

Καλύτερα στην ερημιά
παρά ξανά μες στη φωτιά.

Με τι ψυχή να ονειρευτώ
σε ποια πελάγη ν’ ανοιχτώ
για μια καινούρια αγάπη;
Όλα τα γκρέμισες εσύ
κι είμαι έωα έρημο νησί
και μέσα μου όλα στάχτη.

Καλύτερα στην ερημιά
παρά ξανά μες στη φωτιά.

6. ΤΕΡΜΑ Η ΜΙΖΕΡΙΑ

Είπα τέρμα η μιζέρια
κι άλλαξα στην πόρτα το κλειδί,
έβαλα στο όνειρο πανί
και φεύγω για τ’αστέρια.

Μια καινούργια αγάπη θα ζητήσω
όμορφη φευγάτη και τρελή
και με το γλυκό της το φιλί
τη δίψα μου θα σβήσω.

Είπα τέρμα πλέον η μιζέρια
μόνο η αγάπη είναι γιορτή
και με περιμένει στην στροφή
μ’ορθάνοιχτα τα χέρια.

7. ΕΡΩΤΙΚΟ

Φεγγάρι μου θαλασσινό
κορίτσι του Ιούλη
στης νύχτας το πεζούλι
κοιμόσουνα γυμνό.
Και μ’ έδεναν στο σώμα σου
τα τρυφερά σου χέρια
και σμίγανε τ’ αστέρια
με τον ωκεανό.

Φεγγάρι μου θαλασσινό
χαρά που ‘χει πετάξει
σα ρούχο από μετάξι
το σώμα σου φορώ
Το σώμα που μου έμαθε
ως της ψυχής τα βάθη
όσα δεν μου ‘χαν μάθει
το φως και τ’ όνειρο.

8. ΗΣΟΥΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Στο καθρέφτη μας κοιτώ
μήπως δω τα δυο σου μάτια
και στο στήθος μου κρατώ
τ’ αναφιλητό.

‘Ησουνα παράπονο, ήμουνα βροχή
μια χουφτίτσα ουρανό είχα στην ψυχή.
‘Ησουνα παράπονο, ήμουνα βροχή
τώρα δίχως ουρανό θα ‘μαι πιο φτωχή.

Στάλα-στάλα στο γυαλί
στάζει δάκρυ σα φαρμάκι
και η νύχτα η σιωπηλή
μοιάζει μ’ απειλή.

‘Ησουνα παράπονο, ήμουνα βροχή
μια χουφτίτσα ουρανό είχα στην ψυχή.
‘Ησουνα παράπονο, ήμουνα βροχή
τώρα δίχως ουρανό θα ‘μαι πιο φτωχή.

9. ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Με τα μαύρα σου τα μάτια
μ’ έβγαλες στον ουρανό
μούδωσες φτερά και νιάτα
κι έναν ήλιο κόκκινο.

Έναν ήλιο σα μπαλόνι
που στα χέρια μου κρατώ
κι όλη μέρα με μαλώνει
άμα δεν σ’ ονειρευτώ.

Με τα μαύρα σου τα μάτια
και το χάδι σου φτερό
μες στο σύννεφο περπάτα
κι έλα μου να σε χαρώ.

Να χαρώ την αγκαλιά σου
το γλυκό σου το φιλί
και ν’ αγγίξω τη φωτιά σου
να με κάψεις πιο πολύ.

10. ΑΛΑΤΙ

Στων τραγουδιών μου τα ταξίδια
θα βρεις λιμάνια και ακρωτήρια
που ανακαλύψαμε μαζί

Θα βρεις και τα τρελά φιλιά μας
που γράφανε στην αγκαλιά μας
«πάντα η αγάπη μας θα ζει»

Στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια
θα βρεις μαλάματα κι ασήμια
απ’τον παλιό καλό καιρό.

Τότε που ήσουν η ζωή μου
το επιούσιο κορμί μου
που πάντοτε θα λαχταρώ

Στων τραγουδιών μου τις παλάμες
μπήκαν οι κοφτερές σου λάμες
και κόβουνε και με πονούν

Γιατ’η αγάπη σου ήταν κάτι
απ’την πληγή κι από τ’αλάτι
κι απ’τους καημούς που δεν περνούν.

11. ΣΤΟΥ ΣΙΦΝΙΟΥ ΤΟ ΜΠΑΡ

‘Επαιζε χαρτί και ζάρι
στου Σιφνιού το μπαρ
κι έλεγε πώς θα μπαρκάρει
για το Γιβραλτάρ.

Ήταν σβέλτος σα μαχαίρι
κι όμορφος πολύ
κι είχε βλέμμα σαν τ’αστέρι
που φεγγοβολεί.

Κι εγώ γέμιζα ποτήρια
στου Σιφνιού το μπαρ,
σκάρωνα ταξίδια μύρια
για το Γιβραλτάρ.

Μια βραδιά μ’ είχε φιλήσει
μες στην σκοτεινιά
κι η καρδούλα μου είχε λύσει
κάβους και πανιά.

Μα μια νύχτα στο παιχνίδι
στην στερνή ζαριά,
άστραψε ένα λεπίδι
βρήκε την καρδιά.

Κι εγώ γέμιζα ποτήρια
στου Σιφνιού το μπαρ,
έχασα ταξίδια μύρια
για το Γιβραλτάρ.

12. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ

Δεν θέλω πια να ξαναρθείς
να μ’εύρεις νικήμένη
να κλάψεις και να πληγωθείς
για μια ζωή χαμένη.

Χίλιες φορές να μ’αρνηθείς
παρά να με λυπάσαι,
πάρε το δρόμο της φυγής
και πια μη με θυμάσαι.

Δεν θέλω πια να ξαναρθείς
αγάπη να μου δώσεις
τα λάθη μου να θυμηθείς
και να με ταπεινώσεις.

Χίλιες φορές να μ’αρνηθείς
παρά να με λυπάσαι,
πάρε το δρόμο της φυγής
και πια μη με θυμάσαι.

Ποίηση: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Σύνθεση: 2004, Αθήνα.
Ηχογράφηση: 2005, Μαρία Φαραντούρη και Μανόλης Μητσιάς
Τραγούδια:

1. Άδικη μέρα
2. Βάρδια
3. Δεν πειράζει
4. Και θέλω να `ναι νύχτα
5. Κάνε κουράγιο μη μου πεις
6. Κι αν θα μου φύγεις ( Κι αν θα γυρίσεις )
7. Μου αρκεί
8. Να με φιλάς
9. Στης ζωής σου τα σοκάκια
10. Στο ζεϊμπέκικο Γρηγόρη
11. Το γεράκι
12. Το κελί

1. ΤΟ ΚΕΛΙ
Μανώλης Μητσιάς

Ο κόσμος είναι ένα κελί
κι εμείς φυλακισμένοι
Δίχως αιτία αμαρτωλοί
και καταδικασμένοι

Κι όταν ανοίγει η φυλακή
την ώρα που βραδιάζει
Σ’ ένα σοκάκι παρακεί
ο Χάρος μας αρπάζει

Ο κόσμος είναι ένα κελί
γι’ αυτό χαρά στα νιάτα
κράτα απ’ το χέρι το φιλί
και σαν Θεός περπάτα

2. ΜΟΥ ΑΡΚΕΙ
Μαρία Φαραντούρη

Ασημογαλανό απόψε το φεγγάρι
Σημαιοστόλισε το μαύρο ουρανό
Γιατί τα μάτια μου ‘καναν τη χάρη
Να με κοιτάξουνε και πια δεν θα πονώ

Δεν θέλω τίποτα άλλο μου αρκεί
Μονάχα μια ματιά σου για να ζήσω
Να βάψω κάθε μέρα Κυριακή
Και τ’ όνειρο απ’ την αρχή να χτίσω

Εκεί που νόμιζα πως ήμουν ξεχασμένη
Είδα στο βλέμμα σου το σώμα μου γυμνό
Κι ένιωσα πάλι σαν και πρώτα μαγεμένη
Με τα φιλιά σου ως το πρωί να ξαγρυπνώ

Δεν θέλω τίποτα άλλο μου αρκεί
Μονάχα μια ματιά σου για να ζήσω
Να βάψω κάθε μέρα Κυριακή
Και τ’ όνειρο απ’ την αρχή να χτίσω

3. ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ
Μαρία Φαραντούρη

Τριγύρω ερημιά
μαχαίρι στην καρδιά
τα μάτια σου
με έχουνε δικάσει
και χιόνι την ψυχή μου
έχει σκεπάσει.

Δεν πειράζει.
Μια ζωή είναι,
θα περάσει.

Σε πίκρανα πολύ
μαχαίρι στην πληγή
και χάνομαι,
βυθίζομαι, σκορπάω
κι απ΄τον πολύ
τον πόνο μου μεθάω.

Δεν πειράζει.
Μια ζωή είναι,
θα περάσει.

4. ΣΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΓΡΗΓΟΡΗ
Μανώλης Μητσιάς

Στο ζειμπέκικο Γρηγόρη
στο ζειμπέκικο Γρηγόρη
στο ζειμπέκικο Γρηγόρη
δεν υπάρχουνε μαστόροι

Ρώτα αν θες και τον Σαράντο
ρώτα αν θες και τον Σαράντο
ρώτα αν θες και τον Σαράντο
η καρδιά κάνει κουμάντο

Στο ζειμπεκικο Μιχάλη
στο ζειμπεκικο Μιχάλη
στο ζειμπεκικο Μιχάλη
δεν υπάρχουνε δασκάλοι
Μέτρα μες στα βήματά μου
μέτρα μες στα βήματά μου
μέτρα μες στα βήματά μου
Τα πικρά παράπονά μου

Ο ζειμπεκάς δε φτιάχνεται
Γεννιέται κάποιο βράδυ
Κάποια βραδιά που χάνεται
κι απ’ την ψυχή του πιάνεται
να διώξει το σκοτάδι

5. ΣΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ ΤΑ ΣΟΚΑΚΙΑ
Μαρία Φαραντούρη

Στης ζωής σου τα σοκάκια
εμπερδεύτηκα
Και στα μάτια σου τα πλάνα
ξενιτεύτηκα
Σπίτι, συγγενείς και φίλους
επαράτησα
Κι ήρθα δίπλα σου σαν άντρας
και περπάτησα

Με μεθύσαν τα φιλιά σου
και σαλτάρισα
έλυσα πανιά και κάβους
και σαλπάρισα
Σ’ έβαλα και στο τιμόνι,
κουμαντάριζες
Και κανένανε στον κόσμο
δε χαμπάριζες

Απ’ τα μαγικά σου χάδια
ξεμυαλίστηκα
Στου κορμιού σου τις χαράδρες
ετσακίστηκα
Μαύρη ώρα, μαύρη νύχτα
που σ’ αγάπησα
Εσύ έφυγες με άλλον
κι εγώ σάπισα
6. ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΝΥΧΤΑ
Μαρία Φαραντούρη

Και θέλω να ‘ναι νύχτα και να βρέχει
Και να ‘ναι το αγγάλιασμα τρελό
Σαν να ‘ναι οι τελευταίες οι στιγμές μας
Στερνές στιγμές που ζω και σε φιλώ

Και να ‘μαστε στο πάθος μας δωσμένοι
Εξαίσια, γλυκά, σπαραχτικά
Ένα στρώμα να ‘χω στην οικουμένη
Που μύρια θα γένει βεγγαλικά

Και θέλω να σταλάζω στην καρδιά σου
Σταλιά – σταλιά μια ολόκληρη ζωή
Ζωή που τη σπατάλησα μακριά σου
Αγάπη μου παλιά, παντοτινή

Και να ‘μαστε στο πάθος μας δωσμένοι
Εξαίσια, γλυκά, σπαραχτικά
Ένα στρώμα να ‘χω στην οικουμένη
Που μύρια θα γένει βεγγαλικά

7. ΚΙ ΑΝ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ
Μαρία Φαραντούρη

Τα σήμαντρα της άνοιξης χτυπούν
μα εγώ δεν έχω χελιδόνι.
Δεν έχω γιασεμιά για να σου πουν
πως ζω με την καρδιά στο χιόνι.

Κι αν θα γυρίσεις,
θα ΄μαι πάντα εδώ
στις μνήμες
της αγάπης μας κρυμμένη.

Μες στους σκοπούς
που λεν τ΄απόβραδο
όσοι κανένας
δεν τους περιμένει.

Τα ξώφυλλα της νύχτας ανοιχτά
μα εγώ δεν έχω παραθύρια.
Μονάχα στης καρδιάς μου τ΄ανοιχτά
ναυαγισμένα τρεχαντήρια.

8. ΒΑΡΔΙΑ
Μανώλης Μητσιάς

Έπιασε βάρδια το φεγγάρι
κρύψου μην τύχει και μας δει
Για θα το πει μετά στ’ αστέρια
και θα το μάθει όλη η γη

Κρύψου μες στα πυκνά μαλλιά σου
όπως το δάσος το πουλί
Και κράτα με στην αγκαλιά σου
γιατί κουράστηκα πολύ

Κουράστηκα να σε γυρεύω
σε θάλασσες και σε στεριές
σταλιά σταλιά να σε μαζεύω
απ’ τις παιδιάστικες καρδιές

9. ΝΑ ΜΕ ΦΙΛΑΣ
Μανώλης Μητσιάς

Πάμε ένα ταξίδι
στο φεγγάρι
Έχω μια χιλιάρα μηχανή

Τώρα που η καρδιά μας
Είναι τόσο ζωντανή
Κι είναι ανοιχτοί οι ουρανοί

Να με φιλάς
και να μου ψιθυρίζεις
Λόγια τρυφερά ερωτικά

Η αγάπη είναι χαρά
Είναι όνειρα τρελά
Φίλα με ακόμα μια φορά

Ασε τα μαλλιά
στο ν’ ανεμίζουν
Να γεμίσει ο κόσμος γιασεμιά

Τώρα που ενώνονται
Τα ωραία μας κορμιά
Και φεγγοβολούν
μες στη βραδιά

10. ΚΑΝΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ
Μαρία Φαραντούρη

Να στο εξηγήσω δεν μπορώ
Μα είναι βούρκος το νερό
Ένα θολό ποτάμι

Κι είναι φευγάτα τα πουλιά
Κι όλες οι μέρες αντηλιά
Και σκοτεινιά στο τζάμι

Κάνε κουράγιο μη μου πεις
Θα ‘ναι κουβέντα της ντροπής
Κάνε κουράγιο μη μου πεις
Θα ‘ναι κουβέντα της ντροπής

Να στο εξηγήσω δεν μπορώ
Μα νιώθω να ‘μαι από καιρό
Πέτρα σε ξερονήσι

Στόμα σφιγμένο στη σιωπή
Δρόμος χωρίς επιστροφή
Τραγούδι που ‘χει σβήσει

Κάνε κουράγιο μη μου πεις
Θα ‘ναι κουβέντα της ντροπής
Κάνε κουράγιο μη μου πεις
Θα ‘ναι κουβέντα της ντροπής

11. ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ
Μανώλης Μητσιάς

Βαριά με δέρνει το ανεμοβρόχι
Χαρά στον
που ‘χει μια φυλακή
Για να κουρνιάσει
και να ξεχάσει
Αχ τη ζωή του την άδικη

Με το γεράκι θα γίνω ταίρι
Και με τα αγρίμια
σταυραδελφός
Γιατί η καρδιά μου
μονάχα ξέρει
Θεριό που είναι ο άνθρωπος

Βαριά με δέρνει ανεμοζάλη
Κανείς “χαλάλι”
δε μου ‘χει πει
Παντού είμαι ξένος,
χαρακωμένος
Απ’ το σκοτάδι και τη σιωπή

12. ΑΔΙΚΗ ΜΕΡΑ
Μαρία Φαραντούρη

Άδικη μέρα
μουσκεμένη απ’ τη βροχή
Κάποια καράβια
στο λιμάνι αραγμένα

Κι οι δρόμοι έρημοι,
γυμνοί, χωρίς ψυχή
Λες και επήραν
την ερημιά απο ‘μένα

Αν ήσουνα φεγγάρι
Θα μ’ έβλεπες ξανά

Μακριά σου
αλλά ανέγγιχτη και μόνη
Μακριά σου
αλλά ανέγγιχτη και μόνη

Μα είσαι ένας αγέρας
Παντού και πουθενά
Καημός,
καημός που θανατώνει

Άδικη νύχτα
με σβησμένα τα κεριά
Κρύα σεντόνια
και παντζούρια ασφαλισμένα

Αύριο είπαν
πως θα έχει ξαστεριά
Αλλ’ ούτε λέξη
δεν ακούστηκε για ‘σένα

Αν ήσουνα φεγγάρι
Θα μ’ έβλεπες ξανά

Μακριά σου
αλλά ανέγγιχτη και μόνη
Μακριά σου
αλλά ανέγγιχτη και μόνη

Μα είσαι ένας αγέρας
Παντού και πουθενά
Καημός,
καημός που θανατώνει

Ποίηση: Κώστας Καρτελιάς
Σύνθεση: 2007, Αθήνα.
Ηχογράφηση: 2007, Μαρία Φαραντούρη και Μίκης Θεοδωράκης
Ενορχήστρωση, διεύθυνση ορχήστρας και πιάνο: Ιρίνα Βαλεντίνοβα
Τραγούδια:
1. Δίπλα στη θάλασσα
2. Η Ωραία Ελένη
3. Θάλασσα μάγισσα
4. Κίρκη
5. Ναυαγός
6. Ο έρωτας θεός
7. Σαν το θηρίο
8. Στη Ναυσικά
9. Στην Καλυψώ
10. Στον κάτω κόσμο
11. Το τραγούδι της Πηνελόπης
12. Το τραγούδι των Σειρήνων
13. Το τραγούδι των Συντρόφων
14. Χωρίς ταυτότητα

Δίπλα στη θάλασσα

Δίπλα στη θάλασσα θα μείνω για να ανοίξω
έναν ορίζοντα στο βάθος της ψυχής
και μια φωτιά μέσα στο στήθος μου θα κλείσω
για να `χω ένα σημάδι επιστροφής
σε μιαν Ιθάκη που θα πρέπει να γυρίσω
μ’ ένα ταξίδι μιας ολόκληρης ζωής.

Τρομάζω την οργή του Ποσειδώνα
φοβάμαι των ανέμων το θυμό
κρυώνω μοναχός μεσ’ το χειμώνα
μα σ’ αγαπώ κι έχω από κάπου να πιαστώ.

Ένα σεντόνι να κεντήσεις να το στρώσεις
όταν γυρίσω να ξαπλώσουμε μαζί.
Μ’ ένα σου βλέμμα ότι πέρασα να νιώσεις
να ημερέψει η αγριάδα στην ψυχή
Κι αν κοιμηθώ, την αγκαλιά σου να μου δώσεις
Μη με ρωτάς, δεν έχουν τέλος ούτε αρχή.

Η Ωραία Ελένη

Δε μας χωράει η γειτονιά
πρέπει να ανοίξουμε πανιά
τι ήταν αυτό το ξαφνικό
Ποιος να το περιμένει …
ήτανε παντρεμένη
η ωραία Ελένη.

Θα το πληρώσουνε ακριβά
τελειώσανε τα χωρατά.
Συγγνώμη θα παρακαλάν
Θα δούμε τι σημαίνει …
Η αναθεματισμένη
η ωραία Ελένη.

Τι κι αν ακούστηκε παντού
πως πήγε με δικό της νου.
Θα λέμε εμείς σαν συγγενείς,
σαν εραστές θιγμένοι.
Δεν ήθελε η καημένη
η ωραία Ελένη.

Θάλασσα μάγισσα

Θάλασσα μάγισσα
πόσο σ’ αγάπησα
Μάνα μου εσύ κι εγώ παιδί σου
Του χρόνου η αρχή
αόρατη κλωστή.
Μοίρα που μ’ έδεσε μαζί σου

Κι όλο κοντά σου θέλω να `μαι
να μην ξεχνάω να θυμάμαι
πως θα ρθει η στιγμή
να φανεί πανί
κι έτοιμος να φύγω πρέπει να μαι.
Κι όλο κοντά σου θέλω να `μαι
να μην ξεχνάω να θυμάμαι
σ’ άπατα νερά
σ’ άγνωστα νησιά
που τα χρόνια εκεί αλλιώς μετράνε.

Θάλασσα μάγισσα
πάρε με μακριά
εκεί ως που το μάτι φτάνει
εκεί που ο ουρανός
φιλάει το πέλαγο
κι ο ήλιος κόκκινο το βάφει.

Κίρκη bledge

Σαν Κίρκη μάγισσα σαν νύχτα κολασμένη
σαν νυχτερίδα που το αίμα μου ρουφάς.
Όση αλήθεια έχω μέσα μου την παίρνεις
για να τυλίγεις ψέματα να τα πουλάς.

Δεν το αντέχεις τον καθρέφτη της ψυχής σου
για αυτό στα μάτια μου γυρεύεις να κοιτάς.
Είμαι το άλλοθι σ’ αυτή την ενοχή σου
η αθώα μάσκα σου που θέλεις να φοράς

Είχα πιστέψει στην αρχή πως μ’ `αγαπούσες
μα εσύ μονάχα το κενό σου αγαπάς
Άντε λοιπόν σ’ αυτό που πάντα υπηρετούσες
κι άσε με εμένα τίποτα δε μου χρωστάς.

Ναυαγός

Αχ, θάλασσά μου όταν ξυπνάς
στου φεγγαριού τη χάση
να με κουνάς ανάλαφρα
ίσκιος να μη πιάσει
γιατί είν’ ο ύπνος μου βαρύς
απ’ όσα έχω περάσει.

Μέρες τα κύματα μετρώ
νύχτες τα ημερεύω.
Φυσά βοριάς φυσά νοτιάς
κι εγώ τα ταξιδεύω
να βρω λιμάνι να σταθώ
νησάκι να κατέβω.

Αχ, θάλασσά μου που μιλάς
των κοχυλιών τη γλώσσα
πάρα από με τα βάσανα
και κάν’ τα μοιρολόγια
γιατί τον πόνο της καρδι

Ο έρωτας θεός

Ο έρωτας θεός
μέσα στο φως
καταμεσήμερο στο Αιγαίο
κολυμπά
Κι ένας Ιούλιος τρελός
μας ακουμπά
ψίθυρους μυστικά
μεσ’ τα ακρογιάλια
με δυο φιλιά.

Η μάγισσα ζωή
σε μια στιγμή
παίζει τα χρόνια μας
στο εδώ ή στο εκεί
Κι εμείς γυρεύοντας
να βρούμε την αρχή
βάλαμε ένα τέλος στο ταξίδι
με δυο φιλιά.

Σαν το θηρίο

Θα γίνω αέρας να σε ψάχνω στα στενά
και το φουστάνι σου θ’ αρπάζω να σηκώνω
Με το θυμό μου όταν ξεφεύγεις να θυμώνω
σαν το θηρίο που αγριεύει όταν πονά.

Είναι το πάθος μου ποτάμι από φωτιά
που λάβα γίνεται και μόνο σβήνεται
μέσα στη θάλασσα
απ ’ τα μαύρα σου μαλλιά.

Χορό θα στήσω με το πόδια μου γυμνά
μέσα στα μάτια σου που καίνε αναμμένα.
Το σώματά μας θα παλεύουν ιδρωμένα
με τη φωτιά θα ξεδιψάμε τη φωτιά.

Στη Ναυσικά

Αυτά που σου `κλεψα τα έκρυψα καλά
μεσ’ του μυαλού μου τις σπηλιές
μεσ’ την καρδιά μου
Να `χει η ψυχή μου ηδονικά μυρωδικά
και να μυρίζουν το όνομά σου τ’ όνειρά μου

Έχουν τα όνειρα αρώματα που λες
θα γίνω κλέφτης να τους κλέβω μυρωδιές.
Στον εραστή, μην κλάψεις μην ταπεινωθείς.
Απ’ τον ληστή δεν παίρνεις πίσω
τα φιλιά σου
Κράτα μονάχα να θυμάσαι τη στιγμή
που του `χες πει ό,τι κι αν έχω είναι
δικά σου

Στην Καλυψώ

Σαν ένας παίκτης που μοιράζει τα χαρτιά
σ’ ένα καρέ χωρίς καθόλου να χει ρέντα
εσύ με ρέστα ένα πάσο μου ζητάς
κι εγώ ποντάρω τη ζωή μου για μια κέντα.

Μη με κρατάς στη αγκαλιά σου με τα μάγια
άσε με ελεύθερο να φύγω κι ας χαθώ.
Εμένα η μοίρα μου όταν έριχνε τα ζάρια
είχε μαλώσει το πρωί με το θεό.

Μη μου ζητάς λοιπόν να μείνω να σωθώ
μην προσπαθείς με κόλπα εδώ να με κρατήσεις
εγώ στους δρόμους έχω μάθει να γυρνώ
κι εσύ γυρεύεις ένα ώμο να ακουμπήσεις.

Σαν το θηρίο που είναι μέσα στο κλουβί
και σε κοιτάζει με δυο μάτια λυπημένα
εσύ νομίζεις πως του σώζεις τη ζωή
κι αυτό το λειώνει το μαράζι κάθε μέρα.

Στον κάτω κόσμο

Εγώ περπάτησα στον Άδη ζωντανός
Και μες στης νύχτας έχω ζήσει τα σκοτάδια
Με τους αγγέλους τα’ χω πιει κάμποσα βράδια
Με τους δαιμόνους έχω γίνει κολλητός

Στον Κάτω Κόσμο, τον απόκληρο που λένε
υπάρχουν άνθρωποι με γνήσια καρδιά
υπάρχουν μάτια που αν βουρκώσουνε σε καίνε
με κάτι δάκρυα που στάζουνε φωτιά

Εγώ τυλίχτηκα στου κόσμου τη φωτιά
Της κοινωνίας τη βρομιά έχω χορτάσει
Κι όσοι μ’ αρνήθηκαν και μ’ έχουνε δικάσει
Έχουν σκοτάδι και φαρμάκι στην καρδιά

Το τραγούδι της Πηνελόπης

Κάθισα κι απόψε μοναχή μέσα στη νύχτα
κι αφουγκράστηκα τα λόγια που συνθέσανε στα χρόνια
μια ηχώ που παραμένει μουσική και ανασαίνει
Στα τραγούδια που αγαπάμε κάθε βράδυ που πονάμε
Στα τραγούδια που μα πάνε σ’ όλα αυτά που δεν ξεχνάμε
σαν καράβια σε ταξίδια στα δικά μας πανηγύρια.

Άκουσα απ’ τους στίχους τη δική μου ιστορία
και θυμήθηκα ανθρώπους σ’ άλλους χρόνους σ’ άλλους τόπους
Ένα “αχ” που μας σκοτώνει
Ένα “αχ” που μας λυτρώνει
του έρωτά μας την αλήθεια
της αγάπης τα φεγγάρια
και του πάθους τα σκοτάδια
Η σκληρότητα του Άδη
και το πιο γλυκό σου χάδι
στα τραγούδια που είν’ αστέρια
στα τραγούδια που είν’ μαχαίρια.

Το τραγούδι των Σειρήνων

Φεύγω κρυφά μια ζαβολιά
μ’ έχει πληγώσει.
Σαν τα παιδιά τώρα που ο άνεμος
φυσά ένα τραγούδι που δε λέει
να τελειώσει
και σε μια θάλασσα με παίρνει μακριά.

Είναι πολλές οι μουσικές να τις αντέξεις
όταν το πέλαγο βαλθεί να τραγουδά.
Χίλιες φωνές για να μη ξέρεις
να διαλέξεις κι ούτε κατάρτι να δεθείς
ούτε σχοινιά.

Θα πάω ψηλά με τα φτερά μου
που θα ανοίξω
στου παραδείσου τα παράξενα νησιά.
Λυσ’ τα μαλλιά σου να σε δω να σε γνωρίσω
Λυσ’ τα μαλλιά σου να σε δω στα σκοτεινά
Λυσ’ τα μαλλιά σου να σε δω να σε γνωρίσω
μέσα στου κόσμου τ’ αδιέξοδα στενά
μέσα στου κόσμου την απέραντη ερημιά
λύσ’ τα μαλλιά σου να `ρθω να σου μιλήσω.

Το τραγούδι των Συντρόφων

Μονάχοι,
θα ταξιδέψουμε στον κίνδυνο
Η Θάλασσα η ανοιχτή μας περιμένει
Είναι στη μοίρα μας
να μη χωράμε πουθενά
να μην υπάρχει μια στεργια
ν’ αράξουμε.

Για πάντα
αυτή η καρδιά μας η ασίγαστη
μας έβαλε τα χέρια στο τιμόνι
Με την ψυχή μας
να ανεμίζει στα πανιά
για έναν έρωτα εμείς
θα φύγουμε.

Ιθάκη
Για μας το πέλαγο το ξέσκεπο
γεμίσαν με μνηστήρες τα λιμάνια
Ο κόσμος πάντα
βρίσκει καινούργιο βασιλιά
κι εμείς μονάχοι ποιητές
θα μείνουμε

Χωρίς ταυτότητα

Χωρίς ταυτότητα και όνομα υπάρχω
ανάμεσα σ’ ανθρώπους σαν και μένα
με τα όνειρά μου τα μικρά κι απειλημένα
μ’ ένα σταυρό πάνω στο χώμα υπογράφω

Το που θα πάω είναι το μόνο που θυμάμαι
μέσα στο πλήθος σε μια πόλη που δεν ξέρω
Τη μοναξιά της ύπαρξής μου μεταφέρω
από παγκάκι σε παγκάκι που κοιμάμαι

Κάποιος με έδειχνε και φώναζε εμένα
μα εγώ δε γύρισα καθόλου να κοιτάξω
γιατί στην πόλη αυτή δε γνώριζα κανένα
γιατί στην πόλη αυτή εγώ ήμουν ο Κανένας.

ΔΙΑΦΟΡΑ

Σύνθεση: 1977
Στίχοι: Herbert Pagani

Changer la vie

Les voix des femmes, et les voix des hommes
Ont dû se taire beaucoup trop longtemps
Ne croyons plus aux lendemains qui chantent
Changeons la vie ici et maintenant
C’est aujourd’hui que l’avenir s’invente
Changeons la vie ici et maintenant

Prendre la parole
Décider nous-mêmes
Libérer nos vies des chaînes de l’argent

Écrire notre histoire à la première personne
Être enfin des hommes et non des instruments

France socialiste puisque tu existes
Tout devient possible ici et maintenant

Ne versons plus au nom de leur puissance
Notre sueur, nos larmes, notre sang
Les travailleurs travaillent pour la France
Pas au profit de quelques possédants

Pour partager les fruits de l’abondance
Changeons la vie ici et maintenant

Prendre la parole
Décider nous-mêmes
Libérer nos vies des chaînes de l’argent
Faire du bonheur notre monnaie courante
Maîtriser la science et dominer le temps

France socialiste puisque tu existes
Tout devient possible ici et maintenant

Il nous faudra reprendre en main nos villes
Qui ne sont plus que des ghettos géants
Où le printemps n’a plus le droit d’asile
Où meurent les vieux, les arbres, les enfants
C’est dans nos propres murs qu’on nous exile
Changeons la vie ici et maintenant

Prendre la parole
Décider nous-mêmes
Libérer nos vies des fleuves de ciment
Pour ne plus mourir de l’air que l’on respire
Et pour pouvoir vieillir auprès de nos enfants

France socialiste puisque tu existes
Tout devient possible ici et maintenant

Un siècle meurt, un millénaire commence
Plus de prisons, de cages et de camps
Tendons la rose rouge de l’espérance
Aux opprimés de tous les continents
L’histoire est là qui nous offre une chance
Changeons la vie ici et maintenant

Libérer la femme
Libérer l’école
Donner la parole aux frères émigrants
Ecrire notre histoire à la première personne
Être enfin des hommes et non des instruments

France socialiste puisque tu existes
Tout devient possible ici et maintenant

Ecrire notre histoire à la première personne
Être enfin des hommes et non des instruments

France socialiste puisque tu existes
Tout devient possible ici et maintenant

Ποίηση: Karm Vassalo
Σύνθεση: 1978
Παραγγελία της πρώτης Προέδρου της Μάλ¬τας.
Πρώτη εκτέλεση: Πρώτη μέρα (31.3.1979) της Ανεξαρτησίας της Μάλτας, όταν αποχώρησαν τα αγγλικά στρα¬τεύματα. Μάλτα, Herbert von Karajan

Ahna minn qalbna nsellmulek. Malta!
Ommna kont dejjem, omm mill-ahjar!
Bosta fl-imghoddi rajt ghawg u tbatija.
Bosta dogt fghomrok niket u mrar.
Hajtek ghaddejtha tistabar b’min hakmek.
Hajtek lejil kiemet -xitwa mill- aghar.
Issa jum gdid. Malta, sebah ghalik:
F’artek, Sultana, kulhadd jifrah bik.
Hielsa tul ghomrok kif int ma kont gatt.
Giehek ma’ hiltek kif jixraq irbatt.
Wasal sa fl-ahhar ghalik il-helsien
Beda sa fl-ahhar ghalik 1-eghzez zmien.

Ποίηση: Κώστα Γεωργουσόπουλου
Σύνθεση: 1991
Ηχογράφηση: 1991
Ερμηνεύτηκε από τον Πέτρο Πανδή στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1991στην Αθήνα

Παιδί της άλλης αμμουδιάς
παιδί της μιας αρμύρας
σου στέλνω τον χαιρετισμό
με τη φωνή της λύρας.

Να γίνουν οι φωνές πνοή
να μπούνε στο κορμί μας
να γίνει διάφανο κορμί
και να φανεί η ψυχή μας.

Γυναίκα της αστροφεγγιάς
κυρά των ελαιώνων
με το γλυκό, πικρόν αύλό
σε ψάλλω των αιώνων.

Λησμόνησε για μια στιγμή
την πίκρα της οδύνης
και ζύμωσε με δάκρυα
τον άρτον της Ειρήνης.

Εκεί που σπαν τα κύματα
θα ρθώ να σ’ ανταμώσω
σαν τον αφρό ξαρμάτωτος
το χέρι να σου δώσω.

Και θα μιλήσουμε πολύ
για της χαράς το μόχθο
και πώς ενώνει η θάλασσα
τον όχθο με τον όχθο.

Όπως φιλεί το πέλαγος
τον ουρανό και χαίρει
στέλνω φιλί της λευτεριάς
με της στεριάς τ’ αγέρι.

Τραγούδια:
1. ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ
2. Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
3. Ο ΚΟΚΟΡΑΣ
4. ΠΟΥ ‘ΝΑΙ ΠΙΟ ΚΑΛΑ
5. ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ
6. Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
7. ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
8. ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ
9. ΠΡΩΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
10. ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙ
11. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΑ Τ’ ΑΗΔΟΝΙΑ
12. ΤΙ ΘΕΛΩ
13. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
14. Η ΑΓΡΑΜΠΕΛΗ
15. ΘΕΛΩ ΝΑ ΧΤΙΣΩ ΕΝΑ ΣΠΙΤΑΚΙ
16. ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
17. ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΜΟΥ ΟΡΓΩΜΕΝΟ
18. ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΚΛΕΙΝΩ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
19. ΕΙΡΗΝΗ
20. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ
21. ΣΤΗ ΧΑΡΑ
22. ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΚΙ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
23. ΠΟΣΟΝ ΗΣΥΧΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
24. Η ΑΝΟΙΞΗ
25. ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
26. Η ΑΓΝΩΡΙΣΤΗ
27. ΟΠΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
28. ΧΑΡΑ ΣΤ’ ΑΛΕΤΡΙ
29. ΣΤΟΥ ΡΥΑΚΙΟΥ ΤΗΝ ΑΚΡΗ
30. ΔΕΣ ΤΙ ΛΑΜΠΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
31. ΟΛΑ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΚΙ ΟΛΑ ΣΒΗΝΟΥΝ
32. ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
33. Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ
34. ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ

Το 1994, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφορεί με την Polygram έναν δίσκο με τον τίτλο «40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά», τραγουδισμένα από την Παιδική Χορωδία & Ορχήστρα του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας. Την ευθύνη της ενορχήστρωσης και της διεύθυνσης χορωδίας έχει ο Δημήτρης Καρβούνης.
Όπως αναφέρει και ο συνθέτης στο εισαγωγικό σημείωμα, τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στην έκδοση γράφτηκαν τα περισσότερα «μέσα στην παγωνιά της Ιστορίας – στην δοκιμασία του ’40 – στην πρώτη μου εφηβεία» και αποτελούν τις πρώτες απόπειρες του συνθέτη να μελοποιήσει ποιήματα και στίχους από τον Βασίλη Ρώτα και τον Κωστή Παλαμά, μέχρι τον Διονύσιο Σολωμό και την Αντιγόνη Μεταξά (η γνωστή ραδιοφωνική “θεία Λένα”).
Τα περισσότερα είναι συνθέσεις από το 1938 μέχρι και το 1945, κατά τα χρόνια δηλαδή που και ο έφηβος Θεοδωράκης αναζητούσε το μουσικό του στίγμα μέσα από κείμενα ποιητών και τις πρώτες απόπειρες μελοποίησής τους. Υπάρχουν βεβαίως και μεταγενέστερες συνθέσεις του, μέχρι και το 1964˙ το σύνολο όμως των τραγουδιών γράφτηκαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’50.

***
Στην βιτρίνα 1952
Ποίηση: Αντιγόνη Μεταξά (θεία Λένα)

Στην βιτρίνα, τραλαλά, μια κουκλίτσα μας γελά
και με ανοιχτά χεράκια, χαιρετά τα κοριτσάκια.
Στην βιτρίνα, τραλαλά, τα ματάκια σου θωρώ,
να την είχα, την κυρά μου, στη μικρή την αγκαλιά μου.
Στην βιτρίνα, τραλαλά, μια κουκλίτσα μας γελά
***
Η Μαργαρίτα
Ποίηση: Μιχαήλ Στασινόπουλος

Η μικρούλα, η μικρή Μαργαρίτα,
να διαβάζει, δεν μπορεί, άλφα βήτα.
Στα ματάκια της κυλά ένα δάκρυ,
το βιβλίο της πετά σε μιαν άκρη.
Το ποδάρι της χτυπά και φωνάζει,
την κοιτάζουν τα παιδιά, κάνουν χάζι.
Να διαβάζει, δεν μπορεί, άλφα βήτα,
αχ! τι άτακτο παιδί, Μαργαρίτα.
***
O κόκορας 1947
Ποίηση: Βασίλης Ρώτας 1947

Κοίτα, κοίτα ο κοκκορής μας,
το καμάρι της αυλής μας,
κορωνάτος, σπιρουνάτος,
κορδωμένος και τριζάτος.
Με το κόκκινο λειρί του,
την ουρά την φουντωτή του,
μοιάζει, κι-κι-ρι-κι-κι,
ταγματάρχης με στολή.
Πώς πετάγεται στη μάντρα,
με το μάτι του σα χάντρα,
και κοιτάει ψηλά και κάτου
και τινάζει τα φτερά του.
Και λαλεί σα να σαλπίζει
το λαιμό του, λες, ξεσκίζει,
φοβερίζει, κι-κι-ρι,
φοβερίζει όλη τη γη.
Μ’ αν εκεί σαλέψει κάτι,
χούι, ώσπου να κλείσει μάτι,
μια στριγκλιά σκουίλα μπήζει
και πηδάει κι όπου φύγει.
Σαν κουρέλι παραδέρνει
που ένα φύσημα το παίρνει,
τι κακό, κα-κα-κα-κι,
να τρυπώσει, να χαθεί.
***
Που ‘ναι πιο καλά 1947
Ποίηση: Βασίλης Ρώτας

Φεγγαράκι, φεγγαράκι
που κρέμεσαι στον ουρανό,
πες μου και πού ’ναι πιο καλά,
στον κάμπο ή στο βουνό;
Όπου είν’ υγεία και χαρά
κι όπου κανένας δεν πεινά
και κανένας δεν κρυώνει
ούτε πονάει εκεί είναι πιο καλά!
Ποταμάκι, ποταμάκι
που τρέχεις όλο τον καιρό,
πες μου και πού ’ναι πιο καλά,
στην πόλη ή στο χωριό;
Όπου είν’ υγεία και χαρά
κι όπου κανένας δεν πεινά
και κανένας δεν κρυώνει
ούτε πονάει εκεί είναι πιο καλά!
Χελιδόνι, χελιδόνι
που βλέπεις χώρες και χωριά,
πες μου και πού ’ναι πιο καλά,
στον Νότο ή στον Βοριά;
Όπου είν’ υγεία και χαρά
κι όπου κανένας δεν πεινά
και κανένας δεν κρυώνει
ούτε πονάει εκεί είναι πιο καλά!
***
Καληνύχτα 1947
Ποίηση: Π. Γρανίτης

Καληνύχτα, καληνύχτα,
ξάπλωσε παιδάκι
Καληνύχτα, καληνύχτα,
κι όνειρα γλυκά.
Το φεγγάρι σαν το καντηλάκι
μας φωτίζει, πάλι μαγικά.
Καληνύχτα, καληνύχτα,
κλείσε τα ματάκια
τ’ αγεράκι παίζει στα κλαδιά.
***
Πεταλούδα
Ποίηση: Γεωργία Δεληγιάννη

Κάτι ψήλωσε στ’ αγέρι, κάτι λάμπει μες στο φως,
ήλιος νάναι; Να ’ν’ αστέρι, για παράξενος ανθός;
Από το ‘να λουλουδάκι στ’ άλλο φεύγει και πετά
και τινάζει στ’ αγεράκι τα φτερά τα χνουδωτά.
Τι χρυσό πεταλουδάκι! Τι βουλίτσες πορφυρές!
Να το πρόφταινα λιγάκι μέσα ‘κει στις φυλλωσιές.
***

Το καλοκαίρι 1940
Ποίηση: Κωστής Παλαμάς

Ο κόσμος λάμπει σαν ένα αστέρι,
βουνά και κάμποι, δέντρα, νερά,
γιορτάζουν, πάλι, καθώς προβάλλει
το καλοκαίρι, Θεού χαρά!
Φωνούλες, γέλια, φέρνει τ’ αγέρι
μεσ’ απ’ τ’ αμπέλια, τα καρπερά.
Παιδιά αγγελούδια, ψέλνουν τραγούδια
το καλοκαίρι, Θεού χαρά!
Την ώρα τούτη σκορπά ένα χέρι,
χάδια και πλούτη κι η γη φορά,
σαν μια πορφύρα, ζωής πλημμύρα,
το καλοκαίρι, Θεού χαρά!
Η φύση πέρα ω! νέοι και γέροι,
σαν μια μητέρα μας καρτερά.
Η φύση όλη σαν περιβόλι
το καλοκαίρι, Θεού χαρά!
***
Το παγωμένο πουλί
Ποίηση: Χάρης Σακελλαρίου

Έξω πέφτει χιόνι κι είναι παγωνιά
κι όλοι μαζευτήκαν στη ζεστή γωνιά.
Άσπρισαν οι δρόμοι, στρώθηκε η αυλή
κι ο βοριάς σφυρίζει, τώρα πιο πολύ.
Στο παράθυρό μας στέκει ένα πουλί
και χτυπά το τζάμι και παρακαλεί:
-Πάρτε με κοντά σας, για να ζεσταθώ.
Τρέμω το καημένο κι έξω θα χαθώ.
-Έλα ‘δω, πουλάκι, για να ζεσταθείς,
όλοι σ’ αγαπούμε. Μη μας φοβηθείς.
Από το ψωμί μας ψίχουλα να φας
κι όταν βγει ο ήλιος λεύτερο πετάς.
***
Πρωινή προσευχή 1939
Ποίηση: Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος

Με τη γλυκειάν αυγούλα
χαρούμενο ξυπνώ
και στέλνω προσευχούλα
θερμή στον ουρανό.
Αξίωσε με θεέ μου
καλό να ‘μαι παιδί
και πάντα χάριζέ μου
χαρά και προκοπή.
Θεέ μου σαν τα πουλάκια
χαρούμενα να ζω
και τ’ άλλα τα παιδάκια
πολύ να τ’ αγαπώ
Και στέλνε μου από πάνω
τη χάρη σου κι ευχή
να σ’ έχω σ’ ό,τι κάνω
προστάτη και σκεπή.
***
Το καραβάκι 1937
Μουσική: Μ. Θεοδωράκης

Γλιστράς καραβάκι, γλιστράς στον αφρό
και τ’ άσπρο πανάκι φουσκώνει ελαφρό
γλιστράς και θα φτάσεις στα ξένα ταχιά
ας μη μας ξεχάσεις εκεί στα μακριά.
Στο ξένο ακρογιάλι για μας να πονείς
γοργά να ‘ρθεις πάλι γοργά να φανείς
μακριά απ’ το μυαλό μας καθάριο, ελαφρό
καράβι δικό μας γλιστράς στον αφρό.
***
Εσπερινός 1939
Ποίηση: Γεώργιος Δροσίνης

Σε ρημαγμένο παρεκκλήσι της Άνοιξης το θείο κοντύλι
εικόνες έχει ζωγραφίσει με τ’ αγριολούλουδα τ’ Απρίλη.
Ο ήλιος γέρνοντας στη δύση, μπροστά στου ιερού την πύλη
μπαίνει δειλά να προσκυνήσει κι ανάφτ’ υπέρλαμπρο καντήλι.
Σκορπάει γλυκιά μοσχοβολιά, δάφνη στον τοίχο ριζωμένη
θυμίαμα που καίει η πίστις
και μια χελιδονοφωλιά, ψηλά στο νάρθηκα χτισμένη
ψάλλει το «Δόξα εν υψίστοις».
***
Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια 1938
Ποίηση: Κωστής Παλαμάς

Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια
που κάνουν ναό το κλαρί
που κάνουν απέραντη γλύκα
κι εσένα διαβάτρα στιγμή.
Στην πλάση είναι κι ‘άλλα πουλάκια
γλυκόλαλα πόσο απαλά
σαν μάτι γιομάτο συμπόνια
που μόλις μας βλέπει περνά.
Στην πλάση είναι κι άλλα πουλάκια
τραγούδια μα πόσο δειλά
σαν πάθους φωνή ν’ ανεβαίνει
στα χείλη χωρίς να μιλά
***
Τι θέλω
Ποίηση: Γεώργιος Δροσίνης 1939
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα,
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο,
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
που δείχνεται άστρο με του ήλιού τη χάρη,
θέλω να δίνω φως, από τη φλόγα μου,
κι ας είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι.
***
Η Αγράμπελη 1939
Ποίηση: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Λέγ’ η αγράμπελη μυριανθισμένη
στον άγριο πλάτανο που τη θωρεί
και με τον ίσκιο του συχνοδιαβαίνει
πάντοτ’ επάνω της, βράδυ κι αυγή.
Δένδρο περήφανο, μες τον αγέρα
τα φύλλα, οι κλώνοι σου θρασομανούν
βρίσκεις στενόχωρη τώρα τη σφαίρα
τ’ άστρα τά σύγνεφα δε σε χωρούν.
Τρέχει στη ρίζα σου νεράκι κρύο
βυζαίνεις άκοπα την καταχνιά
κι εμένα ζήλεψες συ το θηρίο
γιατί μ’ επότιζε λίγη δροσιά.
Τι θέλεις πλάτανε, τι μου γυρεύεις
διώξε τον ίσκιο σου κι είμαι μικρή
τ’ άνθη μου επάγωσαν, μην τα παιδεύεις
ασ’ τον, τον ήλιο μου να τα χαρεί.
***
Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι 1940
Ποίηση: Κωστής Παλαμάς

Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
στη μοναξιά και στη σιωπή.
Ξέρω μια πράσινη ραχούλα…
Δε θα το χτίσω εκεί.
Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη
τον πλούσιο δρόμο τον πλατύ,
με τα παλάτια και τους κήπους…
Δε θα το χτίσω εκεί.
Ξέρω το πρόσχαρο ακρογιάλι,
όλο το κύμα το φιλεί,
κρινόσπαρτη η αμμουδιά του…
Δε θα το χτίσω εκεί.
***
Νανούρισμα 1945
Ποίηση: Φώτης Αγγουλές

Νάνι αγνή μου αυγούλα σύννεφο ντυμένη
πόνο σπαραγμένη.
Τη ζωή σου τώρα την ορίζουν άλλοι
κάνε νάνι νάνι.
Νάνι νάνι νάνι η παιδική καρδούλα
νάνι νάνι νάνι η ελληνοπούλα
Πληγωμένο αηδόνι γιασεμί πνιγμένο,
μες το κρύο το χιόνι
Κι όνειρο να βλέπεις τραγικό κοιμήσου
πιο πικρό δεν θα ‘ναι από την ζωή σου
Νάνι νάνι νάνι η παιδική καρδούλα
νάνι νάνι νάνι η ελληνοπούλα.
***
Περιβόλι μου οργωμένο 1945
Ποίηση: παραδοσιακό

Περιβόλι μ ‘οργωμένο, μαργαριταροσπαρμένο.
Έχεις γύρω γύρω αλτάνες και στη μέση μαντζουράνες
έχεις μια μηλιά στη μέση που βεργολυγάει να πέσει
πάει ο νιος να κόψει μήλα, και μαραίνονται τα φύλλα
κι η μηλιά βεργοφωνάζει, τον περιβολάρη κράζει.
-Πού ‘σ ‘ αφέντη μου μ’ ορίζεις, και κυρά που με ποτίζεις
-Γω μαι αφέντης που σ’ ορίζω και κυρά που σε ποτίζω.
***
Μες την καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα 1940
Μουσική-Ποίηση: Μ. Θεοδωράκης

Για μια τιμή και για μια δόξα πέφτω
για την Ελλάδα τώρα πολεμώ,
καινούριους με το αίμα κόσμους τρέφω
τον ήλιο σπέρνω απ’ όπου κι αν περνώ.
Μες την καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα
και λεύτερη ‘κει μέσα τη φρουρώ
πεθαίνω μα όπου θάνατος και νίκη
με πόνο αδέρφια τη χαρά κερνώ.
***
Ειρήνη 1947
Ποίηση: Βασίλης Ρώτας

Ειρήνη χάραζε και χαρά στην πλάση,
σε μεγάλους και παιδιά, σ’ ουρανούς και δάση.
Αχ ειρήνη, Ρήνη μας, έλα στα παιδάκια,
να ξεχάσουν πόλεμους, πίκρες και φαρμάκια.
***
Ελληνικό εμβατήριο 1950
Ποίηση: Νίκος Μαραγκουδάκης

Το φως απ’ των θεών τη φλόγα πήρες
πυρσός στα χέρια σου ας γενεί
κι όθε διαβαίνεις, σκόρπα θείους σπινθήρες
κι’ άναβε πυρκαγιά τρανή
μες στις σπηλιές που οργιάζει το σκοτάδι
κάψε ότι γέννημα κακού
ν’ ανθίσει μες απ’ τη στάχτη του Άδη
ο φοίνικας του ωραίου και του καλού
ν’ ανθίσει μες απ’ τη στάχτη του Άδη
ο φοίνικας του ωραίου και του καλού.
Εμπρός να σκίσουμε την άγρια νύχτα
που κύκλωσε όλη τη γη
και να βοηθήσουμε άγρυπνοι τον ήλιο
με λάμψη ολόχρυση να βγει
Έλα να βγάλουμε την οικουμένη
απ’ τη σπηλιά τη σκοτεινή
υψώνοντας τη γη φωτολουσμένη
σαν άστρο που ζηλεύουν οι ουρανοί
υψώνοντας τη γη φωτολουσμένη
σαν άστρο που ζηλεύουν οι ουρανοί
Χαρά σ’ όποιον στον κόσμο αυτό παλεύει
και με καρδιά και με ψυχή
φέγγος και λούλουδα πάντα να φέρνει
και σαν φλογέρα αγάπης ν’ αντηχεί.
Χαρά για μας το στέρεο μετερίζι
το ματωμένο της καρδιάς
να στήσουμε ψηλά και ν’ ανεμίζει
το φλάμπουρο της ανθρωπιάς
να στήσουμε ψηλά και ν’ ανεμίζει
το φλάμπουρο της α, της ανθρωπιάς.
***
Στη χαρά 1950
Ποίηση: Νίκος Μαραγκουδάκης

Απ’ το ποτήρι που κερνάς ολόχαρη παρθένα
μεθά ο θνητός κι αναφτερά πιότερο απ’ το κρασί
Όλα μαζί σου είν’ όμορφα κι είν’ όλα ευτυχισμένα
με σένα η πλάση είναι ναός κι είσ’ ο θεός εσύ.
Χωρίς εσένα να είν’ η ζωή μια νύχτα δίχως άστρα
χωρίς κελάηδημα πουλί δίχως μολπή βιολί.
Χωρίς Απρίλη χειμωνιά χωρίς λουλούδι γλάστρα
ακίνητο άγαλμα ψυχρό άστρο που σβήνει ωχρό.
***
Θα σου δώσω τόπι χρυσό
Ποίηση: Brendan Behan σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα

Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό να το παίζεις στο χολ με παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω τα κλειδιά της καρδιάς μου και τα χρήματα όσα κι αν έχω
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω ρολόι με καδένα να το δείχνεις κρυφά στα παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις ταίρι να ‘μαστε πια.
Θα σου δώσω χρυσάφι, χρυσάφι να γεμίζεις τις χούφτες φλουριά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις ταίρι να ‘μαστε πια.
Θα σου φτιάξω μια πίτα με κρέας θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις ταίρι να ‘μαστε πια.
Όμως πρώτα να δούμε αν ταιριάζουμε
αν ταιριάζουμε οι δυο μας σωστά.
***
Πιο πολύ κι από τα μάτια 1939
Ποίηση: Κωστή Παλαμά

Πιο πολύ κι από τα μάτια αξίζουν
και τα λαχταρώ
τούτον τον καιρό τα χειλάκια.
Λάμπουνε στο διάβα μας οι δρόμοι
σαν από χαρά.
Ξόβεργα τριανταφυλλιά,
ξόβεργα στημένα τα χειλάκια
στα πυρά πουλάκια.
***
Πόσον ήσυχα κοιμάται
Ποίηση: Άγγελος Βλάχος

***
Η άνοιξη 1940
Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός {από ένα ποίημα του Metastasio}

Απ’ την άνοιξη που εγύρισε, ουρανός και γης ευφρανθεί
Με το χόρτο και με τ’ άνθη, παίζει ο ζέφυρος τερπνά.
Ήλιου αχτίνα καθαρότατη, του βουνού τα χιόνια λιώνει
Που το νέο του ξεφυτρώνει, πράσιν’ έντυμα λαμπρό.
Το σιγό το κυματάκι, εις ταις άκρες του φλοισβίζει
και τ’ ολόδροσο στολίζει, με τ’ ακοίμητα νερά.
***
Πρωτομαγιά 1940
Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός (απόσπασμα)

Αύριο θα κόψουμε κάτι λουλούδια
αύριο θα ψάλουμε κάτι τραγούδια
εις την πολύανθη Πρωτομαγιά.
Να, που δροσόβολη αύρα ξυπνάει,
και ψιθυρίζοντας μοσχοβολάει
από τ’ αρώματα τ’ αυγερινά.
Σ’ τα φύλλα επέρναε και της καρδίας,
σαν τα κινήματα της φαντασίας
που ζωγραφίζουνε την ευτυχιά.
***
Η αγνώριστη 1941
Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός

Ποια είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροντυμένη
Ωχ το βουνό;
Τώρα που τούτη
η κόρη φαίνεται,
το χόρτο, γένεται
άνθι απαλό.
Κι ευθύς ανοίγει
τα ωραία του κάλλη,
και το κεφάλι
συχνοκουνεί.
Κι ερωτευμένο,
να μη το αφήσει,
να το πατήσει,
παρακαλεί.
Κόκκινα κι όμορφα
έχει τα χείλα,
ωσάν τα φύλλα
της ροδαριάς,
Όταν χαράζει,
και η αυγούλα
λεπτή βροχούλα
στέρνει δροσιάς.
***
Όπου προς το βράδυ 1942
Ποίηση: Κωστής Παλαμάς

Όπου προς το βράδυ
πάτησες τη γη
βγήκε στο σκοτάδι
μια δροσοπηγή.
Κι όπου ήτανε ξέρα
και βουβή ερημιά
παίζει μια φλογέρα
στ’ άσπρα γιασεμιά.
Ρέει, τραγούδι η βρύση,
κλαίει σαν προσευχή
γύρω της η φύση
γίνεται ψυχή.
Όπου προς το βράδυ
πρόβαλες, Αυγή,
φούντωσε λιβάδι
μια πηγή τη γη.
***
Χαρά στ’ αλέτρι 1947
Ποίηση: Αλέκος Φωτιάδης

Βαριά τ’ αλέτρι οπίσω του τ’ αφράτο αυλάκι αφήνει
και τ’ αργοπάτητα ο ζευγάς τα βόδια του κεντά,
και εκείνα που παιδεύονται με τόση καλοσύνη,
με τα μεγάλα μάτια τους κοιτάζουνε σκυφτά.
Χαρά στ’ αλέτρι, στον ζευγά, που την ζωή μας δίνουν.
Όταν τα στάχυα θα γεννούν, τα βόδια θ’ αποστάσουν
κι οι παραγυιοί, τις αψηλές, τις θυμωνιές θα στήνουν
κι εκείνα θα ‘βρουν καλαμιά ,πολλή, για να χορτάσουν.
Μέσα στ’ αλώνια τα χρυσά, τ’ άλογα θα γυρνάνε
και θα σηκώνουν σύγνεφο τη σκόνη στο αγέρα,
κι οι λιχνιστάδες παρακεί ψηλά θενά σκορπάνε
μαλαματένια κότσαλα μες στον γαλάζιο αιθέρα.
(=σπόρος από δημητριακό)
Χαρά στ’ αλέτρι…χορτάσουν
***
Κοιμήσου αγγελούδι μου
Ποίηση: Κώστας Βίρβος

Κοιμήσου αγγελούδι μου, παιδί μου νάνι, νάνι
Να μεγαλώσεις γρήγορα σαν το ψηλό πλατάνι.
Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό.
Για να ‘σαι πάντα μες στον δρόμο τον καλό
Κοιμήσου αγγελούδι μου. Γλυκά με το τραγούδι μου.
Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι .
Να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη.
Για να μην πεις μες στη ζωή σου ‘δε μπορώ’.
Κι αν πρέπει ακόμη να σηκώσεις και σταυρό.
Κοιμήσου αγγελούδι μου. Γλυκά με το τραγούδι μου.
***
Ανάμεσα Σύρο και Τζια
Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης

Ανάμεσα Σύρο και Τζια
μικρή φυτρώνει νεραντζιά
η μικρή μου η κοπελιά.
Πόχει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό
το κορίτσι που αγαπώ.
Πλάσμα δεν είναι ανθρωπινό
δεν είναι μήτε ξωτικό
το κορίτσι που αγαπώ.
Μα ‘χει τον ήλιο φορεσιά
τα κύματα περπατηξιά
η μικρή μου η Παναγιά.
Χάιντε νύφη της θαλάσσης
τι φαμίλιες θα χαλάσεις.
Με τον ήλιο φορεσιά σου
και με τα πουλιά προικιά σου.
Όταν καθίσει ένα πουλί
στην κεφαλή της και λαλεί
ωχ, φουρτούνα μου κι αυτή
Χάνω τιμόνι και κουπιά,
με πλημμυράνε τα νερά
έλα Χριστέ και Παναγιά.
Κι αν γενεί ποτέ το θάμα
κι αγαπήσεις κάνω τάμα
Να σου στείλω μια μπρατσέρα
με τον Πολικόν Αστέρα.
***
Στου ρυακιού την άκρη 1941
Ποίηση: Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος

Στου ρυακιού την άκρη κάποια φορά
μου είπε γεμάτη δάκρυ πως μ’ αγαπά.
Το δάκρυ το θυμάμαι κομπιαστά
έπεσε στο ρυάκι, στα νερά.
Θα διαλυθεί το δάκρυ με τον καιρό,
θα διαλυθεί κι η αγάπη, το καρτερώ.
***
Δες τι λαμπρό φεγγάρι 1940
Ποίηση: Κωστής Παλαμάς

Δες τι λαμπρό φεγγάρι, δες τι νυχτιά περνάει
μιαν αύρα δε φυσάει, δε σειέται ένα φτερό.
Το αηδονάκι μόνο μες τα κλαδιά πετώντας,
λυπάται κελαηδώντας, πως είναι μοναχό
Μα, να η συντρόφισσά του, μαγευτικά του κράζει
πουλί μου μη σε νοιάζει κι εγώ είμ’ εδώ μ’ εσέ.
Λόγια γλυκά είναι τούτα που ηχούνε στην καρδιά μου
μα εγώ στην ερημιά μου, δεν τ’ άκουσα ποτέ
***
Όλα κοιμούνται, όλα σβήνουν 1942
Ποίηση: Λορέντζος Μαβίλης (1943)

***
Φθινόπωρο 1943
Ποίηση: Κώστας Χατζόπουλος

Άσε το Φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει
τ’ άνθη τα στερνά.
Μια ζωή πεθαίνει, μια πνοή περνά.
Τάχα σε προσμένει μια άνοιξη ξανά;
Άσε το Φθινόπωρο γύρω σου να απλώσει
μια στερνή ευωδιά,
μια χαρά χαμένη, μέσα στην καρδιά.
***
Η Ξανθούλα 1943
Ποίηση: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Μ΄ αρέσ΄ η θάλασσα, γιατί μου μοιάζει
μ΄ αρέσει, σ΄ άκουσα να λες κρυφά
πότε αγριεύεται, βόγγει, στενάζει
και πότε ολόχαρη παίζει γελά.
Δεν είν΄ ολόξανθη σαν τα μαλλιά μου.
Δεν είν΄ ο κόρφος μου σαν τον αφρό.
Μέσα στα μάτια μου τα γαλανά μου
δεν έχω κύματα, τάφο, ουρανό.
Μ΄ αρέσ΄η θάλασσα, γιατί μου μοιάζει
κι ας έχει μέσα της κόσμο θεριά
μη στην καρδούλα μου μη δε φωλιάζει
αγάπη αχόρταγη, σκληρή φωτιά.
Κι εγώ εχαιρόμουνα που χολιασμένη
φαρμάκι μου ‘σταζες μες στην ψυχή
τη ζήλεια σου έβλεπα ξαγριωμένη
στα χείλη σου έβραζε κάθε πνοή.
Τότ΄ εκρεμάστηκα στην τραχηλιά σου
τη φλόγα σώσβυσα με δυό φιλιά,
την όψη εβύθισα μες στα μαλλιά σου,
στον κόρφο σου έστησα κρυφή φωλιά.
Κύμα μου ανήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μη μ΄ αγριεύεσαι, πλάγιασ΄ εδώ
Θάμαι για σένανε γλυκό λιμάνι
Τι αξίζει η θάλασσα χωρίς γιαλό.
***
Στην όχθη
Ποίηση: Κ. Χ. Μύρης

Στάσου στην όχθη και κοίτα το ρέμα
τι κουβαλάει στο μαύρο νερό
δέντρα κομμένα ψοφίμια και αίμα
γέλιο κυμάτων και κλάμα χλωρό
Ποιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάω
τι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνά.
Στάσου στην όχθη του άπειρου χρόνου
δες τι γοργά ταξιδεύει το φως
σκύψε ν’ ακούσεις το θρήνο του πόνου
που της χαράς είναι σταυραφελφός
Ποιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάω
τι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνά.
Στάσου στην όχθη και δες το ποτάμι
μη σε πλανέψει βουή και βυθός
γη κι ουρανό και ζωή και καλάμι
τα κυβερνάει ο ίδιος ρυθμός
Ποιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάω
τι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνά.
***

Άρνηση
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

***
Το εκκρεμές
Ποίηση: Νίκος Γκάτσος

Ήρθα σαν το γλάρο
στην ακρογιαλιά
ήρθα να σε πάρω
μ εκατό φιλιά.
Είν η ζωή με τ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.
Στ όμορφο ταξίδι
και τ’ αλαργινό
έχω για στολίδι
τον Αυγερινό.
Είν η ζωή με τ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.
Τα φτερά μου ανοίγω
βόηθα με κι εσύ
φτάνουμε σε λίγο
στ άσπρο μας νησί.
Είν η ζωή με τ όνειρο δεμένη.
Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.

***
Χρυσοπράσινο φύλλο1961
Ποίηση: Λεωνίδας Μαλένης,

Γη της λεμονιάς, της ελιάς
γη της αγκαλιάς, της χαράς
γη του πεύκου, του κυπαρισσιού
των παλικαριών και της αγάπης.
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.
Γη του ξεραμένου λιβαδιού
γη της πικραμένης Παναγιάς
γη του λίβα, τ’ άδικου χαμού
τ’ άγριου καιρού, των ηφαιστείων.
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.
Γη των κοριτσιών που γελούν
γη των αγοριών που μεθούν
γη του μύρου, του χαιρετισμού
Κύπρος της αγάπης και του ονείρου.
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.

Σύνταξη: Γιώργος Αγοραστάκης

Πηγές:

Θεοδωράκης Μίκης, Μελοποιημένη ποίηση. Τραγούδια, τ. 1, Εκδ. Ύψιλον, 1997

Θεοδωράκης Μίκης, Όλα τα τραγούδια, Εκδ. Κάκτος, 1987

Back To Top