skip to Main Content

ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ

Οι αξίες της Κρήτης στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη στο πεδίο της τέχνης, της λογοτεχνίας, της πολιτικής, και του πολιτισμού, είναι ένα έργο οικουμενικής εμβέλειας. Εξετάζοντας, με τα κριτήρια μιας θεωρίας του πολιτισμού, τα στοιχεία που συνιστούν την οικουμενικότητα του έργου του, αποκαλύπτομε μια σειρά διακριτικών γνωρισμάτων που συνθέτουν ένα συγκροτημένο και εσωτερικά συνεπές πολιτισμικό πρότυπο. Το πρότυπο αυτό ορίζεται από την αρχή της εναρμόνισης των αντιθέτων, αρχή που σε κοσμοθεωρητικό επίπεδο εκφράζεται ως σχέση αναλογίας και ισοδυναμίας ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση, στον ορθολογισμό και το μυστικισμό, στις ζωικές και τις ηθικές αξίες· ενώ σε βιοθεωρητικό επίπεδο εκφράζεται ως σχέση ισορροπίας ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, στην προσωπική και τη συλλογική ευτυχία, στην ελευθερία και την κοινωνική ευθύνη. Η βιοθεωρία αυτού του προτύπου συνοψίζεται στην ιδέα του «Ήρωα – προμάχου» και στην «αντίληψη του Προσώπου»· ενώ η αντίστοιχη κοσμοθεώρηση κορυφώνεται στην «Προμηθεϊκή ιδέα» και στην «αντίληψη του Τραγικού».

Σ’ αυτό πρότυπο αναγνωρίζομε τα διακριτικά γνωρίσματα του νεοελληνικού πολιτισμικού συστήματος· ενώ στον τρόπο και στην κλίμακα, που εμφανίζονται μέσα στη ζωή και το έργο του Θεοδωράκη, αναγνωρίζομε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρητικής του ιθαγένειας.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι οικουμενικός με το μοναδικό τρόπο που μπορεί κανείς να είναι: πραγματώνοντας αυθεντικά τις αξίες που συνιστούν την τοπική και εθνική του παράδοση και ταυτότητα.

(απομαγνητοφωνημένη ομιλία)

Σεβασμιότατε, κύριε Πρόεδρε, κύριοι Βουλευτές, κύριε Νομάρχη, κύριε Δήμαρχε, εκπρόσωποι των Αρχών, κυρίες και κύριοι σύνεδροι είναι καθώς φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα να μιλήσεις για το Μίκη Θεοδωράκη τον Κρητικό. Πρώτα απ’ όλα γιατί η δημόσια εικόνα του δεν έχει συνδεθεί ιδιαίτερα με την κρητική του καταγωγή, αντίθετα η πρώιμη ένταξή του στο Αριστερό επαναστατικό κίνημα ανέδειξε το διεθνιστικό χαρακτήρα της δράσης και του έργου του. Ύστερα γιατί η εκρηκτική και πολυδιάστατη δημιουργικότητά του, επέβαλλε το Μίκη ως μια προσωπικότητα οικουμενικών διαστάσεων.

Το έργο του στο πεδίο της μουσικής αλλά και της λογοτεχνίας, της πολιτικής και του πολιτισμού γενικότερα, έχει μια διεθνή εμβέλεια και απήχηση. Τα τραγούδια του συνοδεύουν και εμψυχώνουν τους αγώνες και τα οράματα των ανθρώπων σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης. Έτσι, όποιος καταπιάνεται να μιλήσει για τις κρητικές διαστάσεις αυτού του έργου και αυτής της προσωπικότητας, μοιάζει σαν να προσπαθεί να σφετερισθεί αξίες που ανήκουν αυταπόδεικτα σε όλους, σε όλο τον κόσμο.

Δεν έχουμε την πρόθεση ούτε την ανάγκη να σφετερισθούμε τίποτα. Μελετούμε και κρίνουμε. Εξετάζοντας με τα κριτήρια μιας θεωρίας του πολιτισμού τα στοιχεία ακριβώς εκείνα που συνιστούν την οικουμενικότητα του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, επιχειρούμε στην συνέχεια να ορίσουμε αν και σε ποιο βαθμό αυτά συνδέονται με τα πρότυπα και τις αξίες της κρητικής παράδοσης.

Από την έρευνα που επιχειρήσαμε στα πολιτικά του δοκίμια, στη μουσική του δημιουργία, στα ποιητικά και αφηγηματικά του έργα, στα κείμενα πολιτισμικού προβληματισμού προέκυψαν μια σειρά διακριτικά γνωρίσματα που συνθέτούν ένα συγκροτημένο και εσωτερικά συνεπές πολιτισμικό πρότυπο. Το πρότυπο αυτό ορίζεται από την αρχή της εναρμόνισης των αντιθέτων. Αρχή, που σε κοσμοθεωρητικό επίπεδο εκφράζεται ως σχέση αναλογίας και ισοδυναμίας ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση, στο όνειρο και την πραγματικότητα, στις ηθικές και τις ζωικές αξίες. Ενώ σε βιοθεωρητικό επίπεδο εκφράζεται ως σχέση ισορροπίας και αρμονίας ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, στην προσωπική και τη συλλογική ευτυχία, στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική ευθύνη.

Μια ιδέα που επανέρχεται με μεγάλη έμφαση μέσα στα κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη είναι το αίτημα της εναρμόνισης του ατομικού με το κοινωνικό. Ο τρόπος που γίνεται αντιληπτή η σχέση ατόμου – κοινωνίας, είναι αποκαλυπτική για τον ιδεολογικό προσανατολισμό ενός έργου. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η προτεραιότητα των ατομικών αξιών έναντι των κοινωνικών, χαρακτηρίζει το δυτικό αστικό πρότυπο, ενώ η προτεραιότητα των κοινωνικών αξιών έναντι των ατομικών, χαρακτηρίζει το κλασικό κομμουνιστικό πρότυπο.

Η εμμονή του Μίκη στην ισορροπία ατομικών και κοινωνικών αξιών, αντιδιαστέλλει τη θέση του προς τα δυο κυρίαρχα ιδεολογικά μοντέλα και τη συνδέει με το νεοελληνικό πολιτισμικό πρότυπο, όπως αυτό εκφράστηκε στο πρακτικό επίπεδο με την οργάνωση των ελληνικών Κοινοτήτων της τουρκοκρατίας που υλοποιούν μια άμεση συμμετοχική δημοκρατία και στο θεωρητικό επίπεδο -για να σταθούμε σ’ ένα διάσημο παράδειγμα- με το δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά».

Υπάρχει μια ολόκληρη παράδοση μέσα στη νεοελληνική λογοτεχνία, η οποία υποστηρίζει και επαληθεύει αυτή την αντίληψη, αλλά το πιο ενδιαφέρον ίσως είναι ότι το αίτημα της εναρμόνισης ατομικών και κοινωνικών αξιών αποτέλεσε κοινό βασανιστικό βίωμα για τους συγγραφείς και διανοουμένους της Αριστεράς, από το Γιάννη Ρίτσο και το Δημήτρη Χατζή ως τον Τάσο Λειβαδίτη και τους ποιητές της 1ης μεταπολεμικής γενιάς.

Μολονότι η ιδεολογική τους ένταξη τους υπαγόρευε άλλες επιλογές, εκείνοι αναζητούν εναγωνίως να λύσουν το πρόβλημα της εναρμόνισης ατομικών και κοινωνικών κριτηρίων, αποδείχνοντας έτσι επαναληπτικά ότι το πολιτισμικό βίωμα είναι ισχυρότερο από την κοινωνική ιδεολογία.

Αυτό είναι πολύ ευδιάκριτο μέσα στα κείμενα του Μίκη. Ξεκινά από το αίτημα της κοινωνικής αρμονίας και αναζητά την εμπράγματη εφαρμογή του μέσω μιας κοινωνικής ιδεολογίας. Έτσι, διαβάζει, ερμηνεύει και αποδέχεται το μαρξισμό ως Έλληνας διανοούμενος πάει να πει με τις βιοθεωρητικές προϋποθέσεις της ελληνικής πνευματικής παράδοσης. Γράφει στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου»: «Ο μαρξισμός ήρθε σε μια κρίσιμη εποχή για εμένα, γιατί έπρεπε να λύσω μέσα στη σκέψη μου τη θέση του άλλου. Σε πολύ μεγάλες γραμμές ενστερνίστηκα αυτή τη νέα για εμένα κοινωνική θεωρία σαν ένα όπλο ώστε η ζητούμενη αρμονία να επιτευχθεί στο κοινωνικό επίπεδο. Με την προσωπική απολύτρωση και την κοινωνική απελευθέρωση πίστευα ότι πάμε πιο γρήγορα και πιο ουσιαστικά, προς την κατάκτηση της εναρμόνισης των μελών μιας δοσμένης κοινωνίας και επομένως προς την κοινωνική αρμονία. Για να επιτευχθεί η κοινωνική αρμονία απαιτείται η αυτόβουλη άρα ελεύθερη ενεργοποίηση των συστατικών της μονάδων, των ατόμων. Όχι κάποιος άνωθεν ή έξωθεν καταναγκασμός. Χρειάζεται λοιπόν ελεύθερες και υπεύθυνες προσωπικότητες, που να έχουν ολοκληρωθεί ως άτομα, να έχουν υπερβεί το πρωτογενές ατομιστικό ένστικτο και να έχουν αναπτύξει τη συνείδηση της ατομικής ευθύνης έναντι του συνόλου, σύμμετρα προς τη συνείδηση της ατομικής ελευθερίας».

Γράφει ο Μίκης προλογίζοντας το δίτομο δοκιμιακό έργο του «Το χρέος»: «Τίποτα δεν είναι πιο αναγκαίο και πολύτιμο παρά η ελευθερία. Αν δεν έχεις τροφή, αν δεν έχεις γνώσεις, αν δεν έχεις ανέσεις τότε υποφέρεις. Αν δεν έχεις ελευθερία τότε δεν υπάρχεις γιατί δεν μπορεί να λογαριάζεσαι άνθρωπος».

Γράφει ακόμη: «Τι είναι η ελευθερία; Ελευθερία είναι η ευθύνη, είναι να είσαι υπεύθυνος, να κρατάς κάθε στιγμή σε κάθε περίπτωση το μερίδιο της ευθύνης που σου αναλογεί μέσα στον καταμερισμό της ομάδας και της κοινότητας. Ελευθερία είναι το χρέος».

Σε αυτό το σύντομα παράθεμα συμπυκνώνεται ένα πλήρες και εσωτερικά συνεπές ιδεολογικό σύστημα. Στο σύστημα αυτό η ελευθερία είναι ο μόνος δυνατός τρόπος ύπαρξης. Ζωή χωρίς ελευθερία είναι αδιανόητη. Ισοδυναμεί με ανυπαρξία μ’ ένα ζωντανό θάνατο. Αυτό σημαίνει ότι η ελευθερία τοποθετείται στην κορυφή των αξιών, πάνω και από την ίδια τη ζωή. Ιεράρχηση, που συνεπάγεται τη θυσία της ζωής για την προάσπιση της ελευθερίας. Δεν πρόκειται εδώ για έκφραση ατομισμού γιατί το ατομιστικό ένστικτο ορίζεται από τις αρχές της αυτοσυντήρησης και της επιβολής που δεν συμβιβάζονται με την αυτόβουλη θυσίας της ατομικής ζωής.

Η θυσία της ζωής συναρτάται με δυο παράγοντες μέσα στο έργο του Μίκη: με την προάσπιση της ανθρώπινης ιδιότητας (αν δεν έχεις ελευθερία δεν μπορεί να λογαριάζεσαι άνθρωπος) και με την ευθύνη του ατόμου απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Ελευθερία είναι η ευθύνη.

Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για κοινωνικές αξίες, αφού στη συνείδηση του ατόμου ισχύουν και πέρα από τα όρια της ατομικής ζωής, ώστε η αρχή της ελευθερίας έτσι όπως ορίζεται μέσα στα κείμενα του Θεοδωράκη συνθέτει σε μια οργανική ενότητα την ατομική και την κοινωνική διάσταση του ανθρώπου, το εγώ και το εμείς, το άτομο και την κοινωνία. Αυτή είναι η νεοελληνική αντίληψη του προσώπου. Πρωτοεμφανίζεται ως συλλογικό βίωμα στο κλέφτικο τραγούδι του 18ου αιώνα, που γίνεται σύνθημα στα μπαϊράκια της επανάστασης του ’21 «Λευτεριά ή θάνατος» και που εξακολουθεί να επιβιώνει ως σήμερα ως ουσιώδες συστατικό της κρητικής λαϊκής κουλτούρας.

«Όσο που να ‘χω την πνοή έτσα που είμαι θα ‘μαι, μόνο κομμένη κεφαλή μπορεί να σκύψει χάμε» μαντινάδα από την ανατολική Κρήτη. «Κάλλιο μια μπάλα στο φτερό και στα νέφη θα ‘μια, παρά να σκύφτω μια ζωή και να ξανοίγω χάμε» μαντινάδα από τη δυτική Κρήτη.

Υπάρχει στους δρόμους του «Αρχάγγελου» ένα επεισόδιο που αναφέρθηκε την πρώτη μέρα του Συνεδρίου μας ως ιστορική μαρτυρία. Ο ομώνυμος του συγγραφέα ήρωας του μυθιστορήματος βρίσκεται στη Μακρόνησο και πιέζεται από τους δεσμοφύλακές του να υπογράψει δήλωση. «Υπόγραψε βρε παιδί μου να πας στο σπίτι σου να ησυχάσουμε κι εμείς»., «Δεν μπορώ», «Μα γιατί; Όλοι υπογράφουν». «Είμαι Κρητικός». Έτσι κι ο παλιός ήρωας του Κλέφτικου τραγουδιού «Έβγα Γιώργη προσκύνησε σαν τα άλλα παλικάρια. Εγώ είμαι ο Γιώργης του Γιαννιά του πρώτου Καπετάνιου, το πώς θα ρίχνω τά ΄ρματα, το πώς τα παραδίνω».

Και στις δυο περιπτώσεις και ας απέχουν 200 χρόνια η μια από την άλλη, ο ήρωας είναι απόλυτα ταυτισμένος μ’ ένα πρότυπο ζωής, μ’ ένα κώδικα αξιών που συνδέεται με την τοπική παράδοση. Δεν είναι ζήτημα διαπραγμάτευσης, πειστικών επιχειρημάτων, ρεαλιστικής εκτίμησης, ο ήρωας ενσαρκώνει ένα συλλογικό ιδεώδες θεμελιωμένο σε μια μακρά σειρά ηρωικών πράξεων και θυσιών, που συνειδητά ή ασυνείδητα καθορίζουν την ύπαρξή του. Δεν έχει άλλο τρόπο να υπάρξει. «Εγώ είμαι ο τάδε ο ξακουστός και ο τάδε ξακουσμένος». Μέσα σε αυτό το «Εγώ» συνυπάρχουν η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ατόμου, η ατομική ευθύνη απέναντι στο σύνολο, την ιστορία, την παράδοση, τους ζώντες και τους νεκρούς. Υπάρχει η αντίληψη πως πρέπει να είναι ο άνθρωπος, όλα συγχωνευμένα σ’ ένα πρόσωπο που δεν έχει να κάνει με την ζωούλα και με το συμφεροντάκι του ατόμου. Η νεοελληνική αντίληψη του προσώπου έχει μια επαναστατική δυναμική γιατί δεν υπόκειται σε κανένα εκβιασμό της εξουσίας. «Όσο που να ‘χω την πνοή -λέει ο Μανόλης Βάρδας από το Μεραμπέλο- «έτσα που είμαι θα ΄μαι».

Με την αντίληψη του προσώπου, δηλαδή με την αρμονική σύνθεση του ατομικού με το συλλογικό, συνδέεται στενά η νεοελληνική αντίληψη για τον ήρωα. Ο χαρακτηριστικός ήρωας της λαϊκής μας παράδοσης είναι ο ήρωας πρόμαχος, που είναι έτοιμος κάθε στιγμή να θυσιάσει τη ζωή του για να ζήσουν οι άλλοι, όχι να θυσιάσει τους άλλους για να ζήσει αυτός.

Ο λαϊκός ήρωας ορίζεται πρωταρχικά από την αίσθηση της κοινωνικής ευθύνης, η οποία εκδηλώνεται ως οργανικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Μόλις εμφανίζεται ένας κίνδυνος για την ανθρώπινη κοινότητα, αντιδρά ως αν αυτό να αποτελεί προσωπική προσβολή, πρόκληση στην παλικαριά του.

Ακούστε πως εκδηλώνεται η συνείδηση του ήρωα προμάχου σ’ ένα ριζίτικο της δυτικής Κρήτης: «Μάνα δεν κάνω κολατσιό, μάνα δεν κάνω γιόμα αν δεν σκοτώσω το θεριό που ‘δα ψες στη βρύση και είδα το μάνα κι έβγαινε από ένα καλαμιώνα κι είχε τις κεφαλές διπλές, τα μάτια δυο ζευγάρια και σφύριζε και φώνιαζε». Κανείς βασιλιάς -όπως σε άλλα διεθνή παρόμοια θέματα- δεν τον κάλεσε για να του δώσει την εντολή να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Είναι η λεβεντιά του, το φιλότιμο που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Αυτό είναι το διακριτικό γνώρισμα του τοπικού ήρωα. Κερδίζει την κοινωνική αποδοχή ευεργετώντας, όχι ασκώντας βία πάνω στους άλλους.

Αυτή την ιδέα του ήρωα προμάχου ο Μίκης την επιβεβαιώνει πανηγυρικά τόσο με το έργο του όσο και με την αγωνιστική του δράση. Γράφει «Στους δρόμους του Αρχάγγελου»: «Η ποίηση με δίδασκε ότι το τίμημα της αγάπης είναι το ξύλο και η μαύρη φυλακή. Όμως ο ποιητής δεν είναι πρόβατο πρόθυμο ν’ ακολουθήσει βελάζοντας από ευγνωμοσύνη το σφαγέα του. Είναι οδηγός, πλαστουργός, μαχητής, γιατί η μοναξιά του και η πάλη του με τον εαυτό του, τον καθαρίζουν από τα ζιζάνια και τον υψώνουν ν’ αντιμετωπίσει με ξεκούμπωτο πουκάμισο το αγιάζι του κόσμου». Πολύ εύγλωττη πάνω σε αυτό είναι η σημειωτική του τίτλου του μυθιστορήματος «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» σ’ ένα ρεαλιστικό επίπεδο ανάγνωσης ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο προστάτης άγγελος του ήρωα αφηγητή, που είναι συνώνυμος με το συγγραφέα Μίκη Θεοδωράκη αφ’ ετέρου ο χαρακτηρισμός «Αυτοβιογραφία» κάτω από τον τίτλο συνυποδηλώνει μια ταύτιση του ήρωα αφηγητή με τον αρχάγγελο. Ταύτιση, που παραπέμπει σε μια πολύ υψηλή συνείδηση αποστολής στο ρόλο του ήρωα προστάτη, του ήρωα ηγέτη, του ήρωα προμάχου.

Αυτό το ρόλο και αυτή τη συνείδηση έκανε πράξη σε όλη του τη ζωή με την αγωνιστική του δράση στα ύστερα χρόνια της κατοχής και κυρίως του εμφυλίου, με τη θαρραλέα δημόσια κριτική της διεθνούς πολιτικής των μεγάλων στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης.

Όταν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους και συμπεριφέρονταν, όπως χλευαστικά τους χαρακτήριζε ο λαός μας σαν «Φιλιππινέζες του Αμερικανού Προέδρου» ο Μίκης αψηφώντας την κατασκευασμένη από τα διεθνή μαζικά μέσα επικοινωνίας αντιτρομοκρατική υστερία, βγήκε και κατήγγειλε χωρίς περιστροφές την επίθεση στη Γιουγκοσλαβία, την εισβολή στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, το Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, τη σημερινή επιβολή ηλεκτρονικής αστυνόμευσης των Ευρωπαίων πολιτών με το πρόσχημα της τρομοκρατίας.

Αυτές οι πράξεις αντίστασης με τις οποίες ο Μίκης γίνεται πρόμαχος ολόκληρης της ανθρωπότητας, φέρουν πιο πολύ από κάθε τι άλλο τη σφραγίδα της ελληνικής του ταυτότητας και της κρητικής του εντοπιότητας.

Η ίδια συνείδησης αποστολής αναδεικνύεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Μίκη «Μαχόμενη κουλτούρα» που έχει πολλαπλό ενδιαφέρον γιατί μεταξύ άλλων υπογραμμίζει τη σημασία του λαϊκού πολιτισμού και την οικουμενικότητα των αξιών του. Διαβάζω: «Οι βαθύτερες ρίζες του ελληνισμού είναι η εθνική μας κουλτούρα, ανεβάζει τους πολυτιμότερους εθνικούς χυμούς προς τον κορμό του έθνους. Χάρη σε αυτούς διατηρηθήκαμε, νικήσαμε τους νικητές μας. Οι ρίζες είναι τόσο βαθιές και άτρωτες, ώστε είναι ικανές να θρέψουν, να στηρίξουν και να υψώσουν ένα γιγάντιο δέντρο, δηλαδή μας εξασφαλίζουν μεγάλες προοπτικές για το μέλλον του έθνους. Από τα συμπεράσματα αυτά πηγάζουν οι ευθύνες και τα καθήκοντα των εκπροσώπων της ελληνικής κουλτούρας, ιδιαίτερα όταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές ιστορικές κρίσεις, τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός, παλεύει μαζί με το λαό, μαζί με το έθνος στην πρώτη γραμμή και τότε η κουλτούρα γίνεται μαχόμενη».

Είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτισμική αντίσταση που είναι η ζωή του Μίκη ύστερα από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο πεδίο της τέχνης και του πολιτισμού προμαχεί με δυο τρόπους κυρίως: ο ένας είναι οι συνεχείς οργανωτικές πρωτοβουλίες για να ενισχύσει την πολιτιστική ζωή, να δημιουργήσει καινούριες εστίες πολιτισμού που να προσφέρουν τέχνη για τις μάζες, αισθητική αγωγή στο λαό. Έτσι επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην υψηλή τέχνη και στο ευρύ κοινό. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, έκανε λαϊκό τραγούδι έργα μεγάλων ποιητών μελοποιώντας -όπως ξέρουμε- Κλάβο, Σικελιανό, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο και άλλους.

Δημιούργησε νέα είδη όπως την έντεχνη λαϊκή μουσική, το λαϊκό ορατόριο, τη μετασυμφωνική μουσική, το τραγούδι ποταμό -μίλησαν για όλα αυτά αναλυτικά οι ειδικοί εισηγητές- επιχειρώντας -όπως γράφει- μια ομαδική απογείωση από την πεζή καθημερινότητα προς την περιοχή της ονειρικής πραγματικότητας.

Ο άλλος παράπλευρος τρόπος είναι ότι στα νέα αυτά είδη θεμελιώνει την προσωπική του μουσική δημιουργία πάνω στο χαρακτήρα, το ύφος, τα μοτίβα της λαϊκής παράδοσης, της πόλης ρεμπέτικο τραγούδι και της υπαίθρου δημοτικό τραγούδι, ανυψώνοντάς την με την έντεχνη καλλιέργεια στην περιωπή της μεγάλης τέχνης χωρίς όμως να αλλοιώνει το χαρακτήρα της.

Πετυχαίνει έτσι μια σύζευξη των αντιθέτων, τόσο στο επίπεδο της φόρμας -έντεχνο λαϊκό τραγούδι, σύγχρονα παραδοσιακά όργανα- όσο και στο επίπεδο του περιεχομένου, προσωπική επεξεργασία παραδοσιακών μουσικών θεμάτων. Και στο ένα και στο άλλο επίπεδο έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική εξουσία και με το πνευματικό κατεστημένο, γιατί τόσο η καταξίωση της περιφρονημένης από την επίσημη κουλτούρα λαϊκής μουσικής, όσο και η αισθητική καλλιέργεια του λαού και η συσπείρωσή του γύρω από κοινούς κώδικες και αξίες, θεωρούνται πράξεις ανατρεπτικές και επικίνδυνες και όντως ο Θεοδωράκης συνδιαμόρφωσε και εξέφρασε ένα ολόκληρο νεολαϊστικο Κίνημα αντίστασης μέσω του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Ακούσαμε πολλά γι’ αυτό κι έτσι θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος, θα διαβάσω μόνο επιλεκτικά ένα δυο παραθέματα.

«Στην πρώτη σουίτα…» -κατ’ αρχήν γράφει- «…βασίζομαι αποκλειστικά και μόνο στο ελληνικό δημοτικό μοτίβο και στους ελληνικούς μουσικούς τρόπους και κλίμακες. Στη βάση του έργου υπάρχει ο ρυθμός ο αδιάκοπος, ο ατελείωτος, ο ακατάληπτος ρυθμός της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κρήτης».

Στους δρόμους του Αρχάγγελου περιγράφει την εμπειρία του από ένα συρτό χανιώτικο: «Ο όγκος του ήχου ήταν τόσος που σε λίγο είχα την αίσθηση πως χορεύει όλη η Κρήτη. Φώλιασε τότε μέσα μου αυτή η ρυθμική φάλαγγα που συνδυάστηκε με την ασπρόμαυρη ιερατική κίνηση του αρσενικού και τον πολύχρωμο παγανιστικό κυματισμό του θηλυκού. Νότες και άνθρωποι έγιναν μέσα μου ένα σαν οδοντωτός σιδηρόδρομος η μουσική σκαρφαλώνει πάνω στα συμμετρικά δόντια της Κρήτης σ’ ένα αέναο ταξίδι χωρίς αρχή και τέλος. Θεωρώ εκείνες τις ώρες της μέρας και της νύχτας στο Κολυμπάρι πολύ σημαντικές για εμένα γιατί απέκτησα ένα νέο μουσικό θεμέλιο, που πάνω του θα έχτιζα τη νέα μουσική μου».

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του δημιουργού η κρητική μουσική παράδοση αποτέλεσε ένα από τα θεμέλια του έργου του. Στα όσα εξέθεσαν αναλυτικά πάνω σε αυτό το θέμα οι ειδικοί κατά τις προηγούμενες συνεδρίες θα προσθέσουμε ένα και μόνο ευανάγνωστο παράδειγμα: το συρτάκι του Ζορμπά από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία έκανε πασίγνωστο και δημοφιλές σε όλο τον κόσμο ένα μουσικό θέμα χανιώτικου συρτού -όπως ξέρουμε- και μαζί με αυτό τη χαρά της ζωής και την κατάφαση των φυσικών αξιών, που εμπεριέχεται στο μέλος του Θεοδωράκη όπως εξάλλου και στο έργο του Καζαντζάκη πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία του Κακογιάννη.

Έχω την αίσθηση ότι πρέπει να αφήσω μερικά, θα μου επιτρέψετε να κάνω μόνο πολύ επιγραμματικές αναφορές. Ένας χαρακτήρας που σχετίζεται με το θέμα μας, είναι ο αντιστασιακός χαρακτήρας της δράσης του Θεοδωράκη που έρχεται σε πλήρη συζυγία με το ηρωικό μοντέλο του δημοτικού τραγουδιού, που είναι πάντα αντιστασιακό και ποτέ επιθετικό, ανεξάρτητα από την ιστορική εμπειρία στην οποία αναφέρεται. ακόμη και οι κλέφτες που ήταν λησταντάρτες και ζούσαν με την αρπαγή, παρουσιάζονται μόνο οι κατά κύριο λόγο αμυνόμενοι.

Αυτό, έχει μια σχέση με το βίωμα της ελληνικής φύσης, που εμφανίζεται σαν ένας επίγειος παράδεισος που εξασφαλίζει σε όλα τα όντα την ευδαιμονία και την πληρότητα. Έτσι ο ήρωας αισθάνεται αυτονόητα σαν αυτοδίκαιος κάτοχος όλων των αξιών, ανεξάρτητα από τις συνθήκες της πρακτικής ζωής. Είναι πλήρης, δεν έχει ανάγκη να ζητήσει τίποτα, ούτε να αρπάξει κι έτσι όλη η ηρωική παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και στην Κρήτη και έξω από αυτήν -εκτός από λίγες εξαιρέσεις, πάντα υπάρχουν βέβαια οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα- είναι ένα μοντέλο αντιστασιακό.

Ένα άλλο ζήτημα που είναι καίριας σημασίας είναι η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, του πολιτισμού με τη φύση, των φυσικών αξιών με τις πολιτισμικές αξίες όπως κατανοούνται σε κάθε πολιτισμό. Είναι ένα κριτήριο πολύ χαρακτηριστικό. Στην ελληνική παράδοση η χαρακτηριστική σχέση είναι μια σχέση αρμονίας και ισορροπίας και ισοδυναμίας αξιών, όπως το λέει ο Οδυσσέας Ελύτης «Η φύση είναι η πηγή όλων των αξιών». Αυτή η κοσμοαντίληψη εκφράζεται με πολλούς τρόπους μέσα στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Θα περιοριστούμε σ’ ένα παράδειγμα που εκφράζει χαρακτηριστικά το βίωμα της ενότητας του ανθρώπου και του πολιτισμού με τη φύση σ’ ένα μυθικό επίπεδο. Ας μου επιτρέψετε να διαβάσω γρήγορα ένα παράθεμα από τους «Δρόμους του Αρχάγγελου»:

«Της μιλούσα για τα Ηλύσια Πεδία, την αγαπημένη ιστορία του παππού μου μετανάστη από χώρα μυθική την Ελλάδα, εκεί υπήρχε ένα μεγάλο νησί με πανύψηλα βουνά: η Κρήτη που ζούσαν οι Κένταυροι μισοί άνθρωποι – μισοί άλογα. Η προγιαγιά του παππού μου ήταν κόρη Κενταύρου, δηλαδή διασταύρωση Κενταύρων και γυναίκας γι’ αυτό τον λόγο όλοι εμείς της οικογένειας είχαμε μια μικρή ουρά ακριβώς πάνω από την κωλοτρυπίδα. Όσο οι γενιές πήγαιναν προς τα πίσω, τόσο η ουρά ήταν μεγαλύτερη φέρ’ ειπείν η ουρά του παππού μου ήταν τόσο μεγάλη, που ήταν αδύνατο να την κρύψει μέσα στις βράκες του, η δική μου μικρότερη περίπου 25 εκατοστά έμπαινε θαυμάσια μέσα στο παντελόνι μου, έτσι, που κανείς ως τώρα δεν είχε υποψιαστεί το μυστικό της καταγωγής μου».

Αυτός ο μύθος των ανθρώπων – Κενταύρων που τόσο καλά ταιριάζει στην παράδοση των Κρητικών όπου όλα είναι υπερφυσικά πάνω από το ανθρώπινο μέτρο -ας θυμηθούμε: «Τα όρη εδρασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα, χαρά και αιματολόγανε και ριζιμιά ξεκούνη»- αυτός ο μύθος εκφράζει χαρακτηριστικά την ενότητα του ανθρώπου με την άγρια φύση, την ταύτιση φυσικών και πολιτισμικών αξιών. Στη συνέχεια της αφήγησης του ίδιου μύθου η γενεαλογία του ήρωα αφηγητή συνδέεται με το θαύμα της θείας επιφάνειας, μέσα στη φύση, στοιχείο επίσης χαρακτηριστικό της τοπικής παράδοσης. Την κρίσιμη στιγμή που πάει ο Κένταυρος να σμίξει με την κόρη, ένας αητός αρπάζει τον Κένταυρο και τον απομακρύνει, ενώ τη θέση του παίρνει ο Θεός Απόλλων μεταμορφωμένος σε Κένταυρο.

Διαβάζω ένα μικρό παράθεμα: «Και τότε αυτή κοιτώντας μυστικά ανάμεσα στα στήθη της που είχαν γίνει μυτερά από τον πόθο, είπε «πέος Θεού» και από τότε πήρε το όνομα Θεοφανώ, δηλαδή φανέρωμα Θεού. Τότε μπήκε μέσα της ο Απόλλων και αυτή είχε την αίσθηση ότι έμπαινε ολόκληρη η Κρήτη με τα βουνά της και με τους κάμπους της. Τέλος, ένιωσε να την πλημμυρίζει η θάλασσα, το κρητικό πέλαγος στο βοριά και το λυβικό στο νότο και κοιμήθηκε αποκαμωμένη στην αγκαλιά του Απόλλωνα που την απόθεσε προσεκτικά πάνω στα χόρτα».

Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η διπλή σύνδεση του ανθρώπου αφ’ ενός με την άγρια φύση αφ’ ετέρου με τη θεότητα. Πρόκειται για ένα διαχρονικό στοιχείο της ελληνικής μυθολογίας της αρχαίας και της νεότερης λαϊκής, που ταυτόχρονα με την ιδέα της ενότητας του ανθρώπου με τη φύση, υποδηλώνει στη νεοελληνική πολιτισμική φάση, την πνευματική υπόσταση του υλικού κόσμου. Με άλλα λόγια την ταυτότητα υλικού και πνευματικού κόσμου μέσα στο πλαίσιο μιας ιδέας του παγκόσμιου ουμανισμού εν τω Παν.

Στη σκέψη του Μίκη αυτή η ιδέα συναρτάται με την αρχή της παγκόσμιας αρμονίας. «Πίστευα…» -γράφει- «…ότι η τέχνη κυρίως είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να μεταφέρει το νόμο που καθορίζει την αρμονία του σύμπαντος μέσα μας, ώστε να εναρμονιστεί η εσωτερική μας αρμονία με την παγκόσμια αρμονία».

Ωστόσο το αίτημα της παγκόσμιας αρμονίας ενυπάρχει μέσα στο έργο του Θεοδωράκη με την αντίληψη του τραγικού που είναι επίσης στοιχείο διακριτικό της ελληνικής παράδοσης. Για λόγους συντομίας θα πάρουμε μία, την πιο χαρακτηριστική της τοπικής κρητικής παράδοσης εκδοχή: Όπως είναι γνωστό ο πυρήνας της τραγωδίας είναι η αντίθεση ανθρώπου – Θεού όπως εκφράζεται χαρακτηριστικά στον αρχετυπικό μύθο του Προμηθέα, αλλά και στα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια του Διγενή και του Χάρου, που αντιπροσωπεύουν τη νεοελληνική εκδοχή του τραγικού.

Το θεμελιώδες αυτό βίωμα θα το συναντήσουμε επίσης στον ήρωα αφηγητή του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου». Διαβάζω: «Νιώθω βαθιά μου ένα γιούπα να με τρώει και να με θεμελιώνει και είμαι έτοιμος να υψώσω το μέτωπό μου και να σηκώσω τα στήθη μου στα ύψη των Θεών και είμαι έτοιμος να πω «Θεοί, Θεοί, γεννήθηκε ο Θεός σας». Νιώθω βαθιά μου την υπέρτατη πνοή που θα σας υποτάξει». Αυτό είναι το σήμα κατατεθέν της κρητικής πολιτισμικής ιθαγένειας, αλλού δεν το συναντούμε.

Στα πανελλήνια θέματα του Διγενή και του Χάρου ο ήρωας αρνείται να παραδώσει την ψυχή του στο χάρο, τον προκαλεί να παλεύει μαζί του στα μαρμαρένια αλώνια διεκδικώντας την επίγεια αθανασία, ή στέλνει να του φέρουν το αθάνατο νερό να πιεί, να μην πεθάνει.

Μόνο στην Κρήτη -από όσο γνωρίζουμε- ο ήρωας στρέφεται απ’ ευθείας ενάντια στο Θεό και του ρίχνει κατάμουτρα την άρνησή του. «Κόντρα θα πάω του Θεού να τον ταραχήσω, τη νιότη που μου χάρισε δεν τη γέρνω πίσω». Ή ακόμη περισσότερο ζητά να τον υποκαταστήσει στο ρόλο του «Να ‘χε η γης πατήματα και ο ουρανός κερκέλια να πάθιουν τα πατήματα να ‘πιανα τα κερκέλια να ανέβαινα στον ουρανό και διπλωθώ να κάτσω να δω του ουρανού να βγάλει μαύρο νέφη, να κάμει χιόνι στα βουνά και νερό στους κάμπους».

Με αυτά τα πρότυπα και με αυτές τις αξίες το έργο του Μίκη Θεοδωράκη κέρδισε την παγκόσμια αποδοχή. Ο Μίκης έγινε οικουμενικός με το μόνο τρόπο που μπορεί κανείς να το πετύχει: υλοποιώντας στη ζωή και στην τέχνη του, με τρόπο αυθεντικό, τις αρχές και τις αξίες που συνιστούν την τοπική και εθνική ταυτότητα και ιδιοσυστασία.

Διαισθάνομαι μια αντίρρηση. Ο Μίκης είναι οικουμενικός όχι μόνο γιατί πάτησε πάνω στην τοπική παράδοση, αλλά κυρίως γιατί την ξεπέρασε. Θα συμφωνήσω. Ο Μίκης ακολουθεί αλλά και υπερβαίνει κι έτσι συνδιαμορφώνει την παράδοση. Γι’ αυτό είναι γνήσιος Κρητικός. «Σαν είναι ο τράγος δυνατός δεν τον στέρνει η μάντρα, ο άνδρας κάνει τη γενιά και όχι η γενιά τον άνδρα».

Ευχαριστώ.

Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος
Ο Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος γεννήθηκε στα Χανιά. Είναι Καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας από το 1983 και μέλος ΔΕΠ του Τομέα Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το 1966. Διετέλεσε από το 1983 ως το 1987 Πρόεδρος της ενιαίας Φιλοσοφικής Σχολής, Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας και, επανειλημμένα, Διευθυντής του Τομέα Μεσαιωνικών & Νεοελληνικών Σπουδών. Από το ακαδημαϊκό έτος 2002-2003 είναι Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής.
Πτυχιούχος του Α.Π.Θ. και διδάκτορας στο Παρίσι – συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε Αισθητική – Θεωρία της Τέχνης και του Πολιτισμού με τον καθηγητή Olivier Revault D’ Allonnes (Université de Paris I, Pantheon – Sobrone), Υφολογία και Σημειωτική της Λογοτεχνίας με τους καθηγητές Roland Barthes, Julia Kristeva (Université de Paris VII: Jussieu), καθώς και Αφηγηματολογία και Δομική Σημαντική με τους καθηγητές Claude Bremond, Gerard Genette και Algirdas J. Greimas (Ecole de Hautes Etudes en Sciences Sociales). Ως πανεπιστημιακός έστρεψε την ερευνητική του προσπάθεια στους τομείς της Θεωρίας και της Ερμηνείας της Λογοτεχνίας. Υπήρξε ενας από τους εισηγητές της Δομικής Θεωρίας και της Σημειωτικής της λογοτεχνίας, καθώς και της Στατιστικής Υφολογίας, τόσο στο πεδίο της έρευνας και της ανάλυσης των κειμένων όσο και στο πεδίο της πανεπιστημιακής διδασκαλίας.
Στη διάρκεια της πολυετούς πανεπιστημιακής του θητείας, έχει διδάξει Νέα Ελληνική Λογοτεχνία, Ποίηση και πεζογραφία από το 17ο αιώνα ως τη μεταπολεμική περίοδο, Ερμηνεία λογοτεχνίας, Θεωρία Λογοτεχνίας και Μεθοδολογίας ανάλυσης κειμένων (Αφηγηματολογία – Ποιητική – Κοινωνιοσημειωτική – Θεωρία Μυθιστορήματος). Διδάσκει στα Μεταπτυχιακά προγράμματα: α) του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, β) του Νεοελληνικού Τομέα του Πανεπιστημίου της Γρανάδας (Ισπανία), γ) στο Διεπιστημονικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Τμήματος Μηχανικών Τοπογράφων του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Είναι Επόπτης σε 27 Υποψήφιους διδάκτορες, συνολικά μέλος 46 Συμβουλευτικών Επιτροπών και έχει χορηγήσει μέχρι σήμερα 20 διδακτορικά διπλώματα σε υποψηφίους των οποίων ήταν Επόπτης. Έχει επίσης συμμετάσχει ως εξωτερικός κριτής σε 5 δημόσιες επί διδακτορία Δοκιμασίες στη Σορβόννη (Παρίσι), σε δυο στο Μονπελιέ της Γαλλίας, σε μια στην Τενερίφη της Ισπανίας και σε πολλές σε πανεπιστήμια του εσωτερικού.
Έχει λάβει μέρος σε πολλά τοπικά και διεθνή συνέδρια και έχει επίσης οργανώσει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ως πρόεδρος ή μέλος Οργανωτικών Επιτροπών, 38 πανελλήνια και διεθνή συνέδρια. Επίσης, ίδρυσε την πανεπιστημιακή εκδοτική σειρά «Νεοελληνικές Έρευνες» (1972-1988) και ήταν υπεύθυνος των αντίστοιχων ερευνητικών προγραμμάτων. Υπήρξε υπεύθυνος στα Προγράμματα ERASMUS ICP.E.4041/09 (1994 κ.ε.) και LINGUA ICP-G-301 1/20 (1993 κ.ε.), καθώς και στο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα «Η διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας» (1992-1997), που λειτουργεί στα πλαίσια του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι Επιστημονικός Υπεύθυνος στο υπό εξέλιξη Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Συνεργασίας ΣΩΚΡΑΤΗΣ/ERASMUS, για την ανάπτυξη των Νεοελληνικών Σπουδών στις χώρες της Ε.Ε., στο οποίο μετέχουν 25 πανεπιστήμια.
Με πρόσκληση των αντίστοιχων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, έχει πραγματοποιήσει επισκέψεις σε πάρα πολλά ξένα πανεπιστήμια σ’όλο τον κόσμο. Οι άλλες του δραστηριότητες είναι οι εξής: Εθνικός εκπρόσωπος στην Ομάδα Εργασίας του Προγράμματος Τηλεματικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για την ηλεκτρονική επεξεργασία των ευρωπαϊκών γλωσσών (Working Party of the Telematics Programme Committee, 1993 εως 1997). – Εθνικός εκπρόσωπος στην Υποεπιτροπή της Commission για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία (Project EUROLIT: “Les etudes litteraires en Europe”): μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής (Comite Scinetifique) που εδρεύει στην Κολονία (Universitat zu Koln) από τον Απρίλιο 1996 έως την ολοκλήρωση του Προγράμματος. -Ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρείας, 1978 κ.ε. (από το 1984 ως το 1993, 1995 ως σήμερα αντιπρόεδρος) και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Διεθνούς Σημειωτικής Εταιρείας (1980 έως σήμερα). – Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Σημειωτικών Εταιρειών των Βαλκανικών χωρών (1997). – Μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Γραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας για την απονομή των Κρατικών λογοτεχνικών βραβείων από το 1992 έως το 1996. – Μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού ΕΛΛΩΤΙΑ (Χανιά) και ΟΥΤΟΠΙΑ (Αθήνα), μέλος του Comite de lecture του περ. Revue de Etudes Neohelleniques (Paris). – Ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (1996). – Αντεπιστέλλον μέλος του Instituto Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici “Bruno Lavagnini”, Palermo (Συνεδρία: 28.3.1996 – Ημερομηνία Διπλώματος: 1.4.1996), Υπεύθυνος της εκδοτικής Σειράς: «Θεωρία Λογοτεχνίας» των εκδόσεων Πατάκης. Γενικός Συντονιστής στο Διεθνές Πρόγραμμα για την ενίσχυση των Νεοελληνικών Σπουδών με τίτλο «Σειρά Νεοελλήνων Κλασσικών Συγγραφέων», που θα περιλαμβάνει 60 ποιητές και πεζογράφους, σε 7 δίγλωσσες εκδόσεις και στην οποία συνεργάζονται 62 καθηγητές από το εσωτερικό και το εξωτερικό (χρηματοδότες η Βουλή των Ελλήνων, το Υπουργείο Παιδείας, και άλλοι δημόσιοι φορείς). Έχει δημοσιεύσει 30 βιβλία μέχρι σήμερα και 185 επιστημονικές μελέτες και άρθρα.

Back To Top