ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ
Η μελοποίηση ποιητικών έργων από τον Μίκη Θεοδωράκη και η ερμηνευτική προσέγγιση τους
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους εργάστηκαν γι’ αυτό το συνέδριο, τους διοργανωτές, την επιστημονική επιτροπή και όλους εσάς που γνωρίζετε, μελετάτε και διαδίδετε το έργο του Μ. Θεοδωράκη. Το θέμα μου αφορά στο κυριότερο μέρος του έργου του συνθέτη, μια και η Μελοποιημένη ποίηση είναι ο κεντρικός πυλώνας της δημιουργικότητάς του και όλοι λίγο ως πολύ το έχουμε ως πυξίδα στο έργο του.
Σε πολιτισμούς όπου το τραγούδι αποτελεί το κυριότερο όχημα για το όνειρο όπως ο δικός μου, η προσαρμογή του Μ. Θεοδωράκη σ’ αυτό το περιβάλλον αποδεικνύει και την αναγκαιότητα μιας τέτοιας προσαρμογής προκειμένου να υπάρξει ως καλλιτέχνης της μουσικής σε μια χώρα απομονωμένη καλλιτεχνικά που όμως διαθέτει μια αστείρευτη μουσική φλέβα, που δύσκολα παραδίδεται σε καινοτομίες. Το κόστος μιας τέτοιας προσαρμογής είναι δικό του. Ευθέως κατηγορήθηκε πως πολύ εύκολα παραδόθηκε στην ευκολία, του τραγουδιού μια μουσική φόρμα υποδεέστερη της σονάτας, της σουϊτας, της συμφωνίας που αποτελούν την κορυφή της σύνθεσης για συνθέτες βαθιά επηρεασμένους από τα ιταλικά και κυρίως γερμανικά μουσικά ιδεώδη, όπου τα θαύματα και ο πλούτος της λαϊκής μουσικής, πρέπει να εμφανίζονται μέσα από μια καθαρή και εξωραϊσμένη φόρμα, εμπλουτισμένη από της αρχές του γερμανικού ρομαντισμού. Όσοι αντιτάχθηκαν σ’ αυτές τις αρχές έπρεπε να βρουν τον προσωπικό τους δρόμο, ακολουθώντας τις δικές τους επικοινωνιακές ανάγκες. Αυτή η «πτώση» για την οποία ο Μ. Θεοδωράκης έχει κατηγορηθεί, είναι συγχρόνως και η απόδειξη πως αναβάθμισε το τραγούδι, υπερκαλύπτοντας την απέχθεια με την οποία κάθε κέντρο εξουσίας έτρεφε για το άτομό του, με την ιδιοσυγκρασία του, που τον οδήγησε σε μια κατευθείαν αναμέτρησή του με το κατεστημένο του πνεύματος και της πολιτικής.
Στην Ελληνική μουσική παράδοση, γλώσσα και μουσική είναι σχεδόν ταυτόσημα. Ανεξάρτητα από τις διαδρομές εξέλιξης που έχουν μουσική και η ποίηση ως ξεχωριστές και απόλυτα διαχωρισμένες τέχνες, αξίζει να τονίσω μια βασική αρχή : Ο Λόγος είναι αφετηρία για τη μουσική . Συνεπώς η Ποίηση λειτουργεί νομοτελειακά στη μουσική φόρμα. Όταν λοιπόν ένας συνθέτης μελοποιεί ποίηση, μεταποιεί τη δομή της γλώσσας σε μουσικό κώδικα. Αυτό γίνεται σε κάθε πολιτισμό και σίγουρα η μελοποίηση της ποίησης από έναν συνθέτη δεν είναι ούτε κάτι καινούργιο ούτε κάτι σπάνιο, ειδικά στην Ελλάδα. Γιατί λοιπόν αυτό το ιδιαίτερο βάρος να δοθεί στα τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη ; Τι έδωσαν περισσότερο από άλλα; Αρχικά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πώς επιδρά η ποιητική μορφή στη μουσική φόρμα. Η ποίηση συνορεύει με την φιλοσοφία και τη μουσική γιατί έχει την ιδιότητα να συλλαμβάνει και να σχηματοποιεί, ό,τι ισχύει ως σχήμα και νόμος πέρα από την ύπαρξή μας. Μεταδίδει συναισθήματα κατασκευασμένα με μια μαθηματική λογική μεν, αλλά που ακινητοποιεί τον ρέοντα χρόνο, δημιουργώντας μια πραγματικότητα που διαρκεί και μέσα αλλά και έξω από τον χρόνο, όπως ακριβώς η μουσική. Η Ποίηση έχει όμως και την επιπλέον ιδιότητα να μορφοποιεί και αυτό ενδυναμώνει τη μουσική.
Πρέπει να πω πως ο γραπτός λόγος ασκούσε και ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία στον Μ. Θεοδωράκη. Ως νέος είναι ιδιαίτερα διαυγής και σβέλτος, αγαπά το διάβασμα και τελικά εξελίσσεται σε έναν μορφωμένο μουσικό, όπου η ποίηση και η λογοτεχνία λειτουργούν αποθεματικά μέσα του. Η ειδική σχέση του με τον γραπτό λόγο είναι εμφανέστατη στα ίδια του τα γραπτά, όπου συνυπάρχουν στοιχεία που δημιουργούν αντιστοιχίες με τη μουσική δομή των έργων του. Φωτεινός και σκοτεινός κόσμος, εκ βαθέων εξομολόγηση, αποκάλυψη των προθέσεων. Είναι γραπτά γεμάτα αντιθέσεις με θεματικές που επανέρχονται ως εμμονές για την Τέχνη, για τον λαό, ιδέες που αφορούν στα έργα του ιστορικά στοιχεία και ακόμα και προσωπικές σκέψεις που καταμαρτυρούν την αγωνία του να δείξει την ιδιαίτερη σχέση του με πρόσωπα, πράγματα, τόπους και γεγονότα που έχουν άρρηκτη σχέση με την μουσική του. Θέλει να δικαιολογήσει την δημιουργικότητά του, έτσι μας καταμαρτυρά μεταξύ άλλων πως αναζητά στη γλώσσα κάτι ικανό για να στηρίξει και να οδηγήσει το πνεύμα του. Η ποίηση γι’ αυτόν δεν είναι πρόσχημα ή μοχλός, αλλά επιλογή προκειμένου να αναμετρηθεί διανοητικά με την εποχή του. Έτσι μοιράζεται με τους ποιητές το τραγούδι, σαν συνοδοιπόρος και αναμετριούνται με το κατεστημένο προτάσσοντας νέες θεωρίες περί κόσμου. Έτσι εμφανίζεται ¨βέβηλος¨ ανατρέποντας το πρωτόκολλο μιας εξιδανίκευσης της ποίησης, που πρέπει να την αγγίζεις με προσοχή. Αυτός θεωρεί και πιστεύει πως η Τέχνη δεν είναι για τη βιτρίνα, αλλά είναι για να την χρησιμοποιείς ως αντίλογο με το κατεστημένο, αλλά και ως καταφύγιο. Αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι πως ο αντίλογος του βασίζεται σε αξίες που αναδεικνύουν νέες κοσμοθεωρίες. Δεν είναι ένα ξέσπασμα επιπόλαιο, αλλά μια συγκροτημένη και γερά δομημένη αντίδραση. Τα τραγούδια του είναι διακριτά και ανατρέπουν την μέχρι τότε εικόνα του ελληνικού τραγουδιού. Το άκουσμα τους είναι μια νέα σελίδα στην Ελληνική Μουσική.
Είτε πρόκειται για τραγούδια, είτε για πιο πολύπλοκα έργα μελοποιημένης ποίησης ο Μ. Θεοδωράκης λειτούργησε ως συνθέτης μιας επινενοημένης φανταστικής λαϊκής μουσικής. Με άλλα λόγια έφτιαξε μια μουσική χρησιμοποιώντας τους δρόμους και τους ρυθμούς της παράδοσης μας γράφοντας ίσως τα πιο σπαραχτικά τραγούδια της εποχής του.
Μια μουσική που υπηρετεί τη γλώσσα και την ανθρώπινη χειρονομία προς την ελευθερία με ό,τι αυτό προϋποθέτει, θεματολογικά και καλλιτεχνικά, εκφράζοντας μια πνευματική ανάταση και μια μοναδική αίσθηση του δραματικού στοιχείου μέσα στον λυρισμό.
Εφευρίσκει μια νέα γλώσσα στο τραγούδι χρησιμοποιώντας την πολυρυθμία της γλώσσας μας και με αυτόν τον τρόπο το κοινό μπορεί να απομνημονεύσει. Εντάσσει στις μελωδίες του τον ρυθμό και αναδεικνύει την ελληνική ρυθμική. Οι μελωδικές γραμμές του εξελίσσονται ή ελίσσονται αενάως και παραπέμπουν στην παραδοσιακή μουσική με το κεφάλι στραμμένο φυσικά προς την Ευρώπη, εκεί που θέλει να ανήκει ως μουσικός, και προς εκείνες τις πρωτοπορίες που ανέδειξαν τον τροπικό χαρακτήρα της μουσικής. Με γερή αρχιτεκτονική δομή, τα εθνικά χαρακτηριστικά όπως και τα αρχέγονα στοιχεία της ελληνικής μουσικής εξυπηρετούν τον εξανθρωπισμό της κοινωνίας και βρήκαν στο πρόσωπο του Μ. Θεοδωράκη την επιτυχία και την καλλιτεχνική δικαίωση. Ο Μ. Θεοδωράκης όπως και οι ποιητές με τους οποίους συνεργάστηκε, δεν επεδίωξε μια οικουμενική μουσική γλώσσα, γιατί δε το επέτρεψαν οι συνθήκες, αλλά και γιατί ως Έλληνας περιέχει την οικουμενικότητα στον πολιτισμό του. Είναι δηλαδή ένα στοιχείο που εννοείται ότι υπάρχει στις πνευματικές του αποσκευές και στη μόρφωσή του. Περισσότερο αναζητά την απλότητα διαλέγοντας τον δύσκολο δρόμο της ελευθερίας στο στυλ, μια απλότητα που σέβεται τόσο το λαϊκό άσμα όσο και τους κλασσικούς συνθέτες, ως αφετηρία ίσως για κάτι πιο πολύπλοκο μελλοντικά.
Έτσι η Μελοποιημένη Ποίηση καταλήγει να γίνει το κίνημα της Μελοποιημένης Ποίησης, όπου τελικά παρασύρει όλον τον πνευματικό κόσμο, που λόγω πολέμων είναι απαξιωμένος. Τελικά όλο αυτό το κίνημα που άρχισε το ΄50 μπορούμε άνετα να το χαρακτηρίσουμε ως Εκδίκησης της Τέχνης, ενάντια στη Λογοκρισία, τη στέρηση της ελευθερίας του λόγου στον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας.
Μέσα από την ποίηση αναδύονται μνήμες εμφυλίου, ο φόβος του χωροφύλακα, η μετανάστευση για πολιτικούς λόγους. Το κίνημα αυτό ανταποκρίνεται στην καρδιά της νεολαίας. Σχηματικά παραπέμπει στον Μάη του ΄68, όμως είναι κάτι πιο βαθύ. Μια αναγέννηση που αναδιαρθρώνει την σκέψη των Ελλήνων με καλλιτεχνικό τρόπο. Μια καλλιτεχνική αλλαγή που έχει το κύρος ενός συντάγματος. Αυτό το στοιχείο είναι που αναιρεί το κατηγορητήριο των πιο συντηρητικών δημιουργών, γιατί πλέον είναι ορατό πως δεν υπήρξε ποτέ συμβιβασμός στην ευκολία, καμία σύμβαση και σχέση με το εύκολο και ρηχό τραγούδι. Οι ποιητές παρελαύνουν. Ο Μ. Θεοδωράκης μοιράζεται μαζί τους τις προκλήσεις της εποχής του και μέσα απ’ αυτό το κίνημα της Μελοποιημένης ποίησης μια γενιά αποκτά το δικό της λόγο αλλά και το τραγούδι αναβαθμίζεται αποκτώντας νέα ορμή μέσα από ρυθμούς, δύναμη, αγριάδα που αναδύουν επίσης και την σύγχυση της γενιάς του ΄60-΄70. Μια σύγχυση που ριζώνει με τις νέες τεχνολογίες που μετατρέπουν την ακουστική μουσική σε ηλεκτροακουστική, αλλάζοντας δια παντός την δυναμική και την ισορροπία στη μουσική του πλανήτη. Τα ωραιότερα τραγούδια μιας ώριμης και διαρκούς νεότητας ηχογραφούνται, δηλαδή καταγράφονται και έτσι έχουμε και το πρώτο υλικό που θα αποτελέσει μια πρώτη ηχογραφημένη μαρτυρία του Έντεχνου Ελληνικού Τραγουδιού.
Μέσα από μια μουσική που δεν φοβάται το παράπτωμα του ρυθμού – χαρακτηριστικό στοιχείο της λαϊκής μουσικής – ο Μ. Θεοδωράκης ανασυνθέτει την επαφή της μελωδίας με τον σύγχρονο ποιητικό λόγο. Εκτός του ότι συντελεί να εμφανιστεί ένα ολόκληρο πανόραμα από Έλληνες ποιητές, ανακατασκευάζει ένα μουσικό περιβάλλον μελωδικής μονωδίας που είναι χαρακτηριστικό όσο και φυσιολογικό στοιχείο της Ελληνικής μουσικής που υποβαστάζεται από τον ρυθμό.
Το κοινό που πάντα διψά για μια μουσική απλότητα απόλυτα εναρμονισμένη στις ανθρώπινες ανάγκες του, αρχικά αναγνωρίζει μια μυστηριώδη ενότητα ανάμεσα στη γλώσσα και στη μουσική, αλλά συγχρόνως ανακαλύπτει και μια νέα ακουστική παλέτα που διευρύνει τη φόρμα του τραγουδιού και είναι μια νέα ακουστική εμπειρία. Στον νέο ακουστικό ορίζοντα τα συναισθήματα και οι διανοητικές διαδικασίες κάνουν αντιληπτό πως αυτά τα τραγούδια ξεπερνούν τις αποκτήσεις του λαϊκού τραγουδιού. Το πνεύμα των ανθρώπων που ακούν πια αυτά τα τραγούδια, από το ραδιόφωνο, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στους δίσκους με μια πολύπλοκη και πολύμορφη διαδικασία οδηγείται σιωπηλά να ανακαλύψει τη νέα σχέση με το περιβάλλον.
Ο Μ. Θεοδωράκης κατόρθωσε ένα δώσει τέτοια αίγλη στο τραγούδι που σχεδόν το αυτονόμισε από τη μουσική. Η φωνή τελικά εισέρχεται στη μουσική τέχνη απ’ την μεγάλη κεντρική πύλη και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι τραγουδιστές, -τριες αναβαθμίστηκαν στον χώρο των μουσικών. Ο Μ. Θεοδωράκης στα βιβλία του μας αναπτύσσει τους λόγους που τον οδήγησαν σ’ αυτήν την πολιτιστική παρέμβαση που πήρε μεγάλες διαστάσεις αλλάζοντας και τη σχέση των καλλιτεχνών με την τέχνη αλλά και του κοινού, που εκπαιδεύοντας μας, μας έμαθε να ψάχνουμε νόημα και αξίες στα τραγούδια.
Ο όρος Έντεχνο Τραγούδι είναι δικός του όμως δεν είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε μια ερμηνεία των τραγουδιών της Μελοποιημένης Ποίησης χωρίς προηγουμένως να ξεκαθαρίσουμε κάποια σημεία που σχετίζονται με τον όρο Έντεχνο Ελληνικό Τραγούδι. Απλά και μόνο πως ο όρος Έντεχνο , απομακρύνεται της λέξης και της έννοιας λαϊκό για μένα δηλώνει πως ο εφευρέτης της θέλει να μιλήσει για κάτι καθαρά καλλιτεχνικό που διακρίνει στην τέχνη του τραγουδιού, ανεξάρτητα από την προέλευση της. Διαβλέπει κάποια χαρακτηριστικά, που επιβιώνουν στο ελληνικό μουσικό τοπίο, παρ’ όλες τις επιδράσεις και γεωπολιτικά γεγονότα της Ιστορίας μας.
Οι δεσμοί της Ελληνικής μουσικής με την βασική ανανέωση της λόγιας μουσικής της Δύσης οφείλονται στον τροπικό της χαρακτήρα όμως αυτοί οι δεσμοί δυστυχώς δημιούργησαν σύγχυση με την ελαφρά μουσική και την μουσική του βαριετέ.
Το Έντεχνο είναι στον αντίποδα του βαριετέ. Μπορούμε να υπολογίσουμε το Έντεχνο σαν κάτι πρωτοποριακό που πριμοδοτεί τη μικρή φόρμα. Είναι ένα κλειδί που επιτρέπει στον καλλιτέχνη να διαλέξει στοιχεία που τον ενδιαφέρουν από τη μουσική φιλολογία, ως επιρροές, διατηρώντας παράλληλα στην μουσική δημιουργία, την δεξιοτεχνία που απαιτεί μια απαιτητική μουσική και αξιώνοντας επίσης και την πνευματική προσήλωση του ερμηνευτή. Οι κανόνες προϋπάρχουν, τους βρίσκουμε στο αποθεματικό της μουσικής, ο τρόπος όμως που χρησιμοποιούνται αυτοί οι κανόνες έχουν να κάνουν με τα γούστα, τα ήθη, τις συνήθειες. Κατανοούμε λοιπόν πως το Έντεχνο τραγούδι συμπεριφέρεται σαν μια παραδοσιακή μουσική και γιατί γράφτηκε σ’ ένα μεγάλο μέρος της μετά από την εκτέλεση και την ηχογράφηση. Αυτό όμως δεν αφαιρεί από τον όρο Έντεχνο την σημασία που έπαιξε στην αναβάθμιση του τραγουδιού που θεωρείται εύκολη και προσιτή φόρμα υποκατάστατο μιας άλλης πιο μεγάλης και πολύπλοκης σύνθεσης.
Το Έντεχνο ως όρος έφερε και τις αντιρρήσεις όσων δεν εννόησαν πως είναι μια αναβάθμιση του ελληνικού τραγουδιού. Συχνά μπερδεύεται με κάτι που έχει ή δεν έχει τέχνη, ενώ πρόκειται για κάτι που είναι μέσα στην Τέχνη, συμβατό με τις απαιτήσεις της μεγάλης μουσικής και ασυμβίβαστο με το μουσικό κατεστημένο της εποχής του.
Όταν δε συμπληρώνεται από τον επιθετικό προσδιορισμό λαϊκός, τότε αποδυναμώνεται η έννοια του έντεχνου. Και η σύγχυση φαίνεται όταν επιχειρούμε να μεταφράσουμε τον όρο. Προσωπικά τον χρησιμοποιώ ως έχει, όπως χρησιμοποιώ το ρεμπέτικο, το μπλουζ, τη jazz κτλ. Η διαμάχη όμως μένει ανοιχτή, όπως και η επιχειρηματολογία και μπορούμε φαντάζομαι να συζητήσουμε το θέμα αργότερα.
Νένα Βενετσάνου
Σπούδασε πιάνο και μουσική στο Ελληνικό Ωδείο, τραγούδι με την Ίρμα Κολάση στο Παρίσι και Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Besancon στη Γαλλία, με εξειδίκευση στον 20ο αιώνα και στις μεθόδους έρευνας της Ιστορίας της Τέχνης. Η μεταπτυχιακή εργασία της στην νεοελληνική ζωγραφική αποτέλεσε το έναυσμα για την επιστροφή της στην Ελλάδα. Η γνωριμία της με τον Γιάννη Τσαρούχη έδωσε αφορμή να ασχοληθεί αποκλειστικά με το τραγούδι όχι μόνο ως ερμηνεύτρια αλλά και ως δημιουργός. Τα τραγούδια της είναι σημείο αναφοράς του Γυναικείου Κινήματος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η καλλιτεχνική παρουσία της Νένας Βενετσάνου είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη σύγχρονη ερμηνεία του Έντεχνου τραγουδιού και το σπάνιο μέταλλο της φωνής της τη φέρνει στην πρώτη σειρά των Ελλήνων καλλιτεχνών σε διεθνές επίπεδο. Συνεργάτης επί 15ετία του Μάνου Χατζιδάκη, είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί σε συναυλίες, ηχογραφήσεις και άλλες δραστηριότητες του Τρίτου Προγράμματος αλλά και με συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Χρήστος Λεοντής, η Ελένη Καραϊνδρου, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Γιάννης. Μαρκόπουλος, ο Νότης Μαυρουδής και μια πλειάδα άλλων συνθετών όπως Νίκος Κυπουργός, Λένα Πλάτωνος, Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Σωκράτης Βενάρδος, Καλλιόπη Τσουπάκη, Αγγελική Ιονάτος σε ηχογραφήσεις και συναυλίες.
Η Νένα Βενετσάνου έχει τραγουδήσει όλο το φάσμα του ελληνικού τραγουδιού, από όπερα μέχρι λαϊκά τραγούδια. Συνδυάζοντας την κλασική τεχνική με το λαϊκό τραγούδι κατόρθωσε να επιβάλει ένα νέο τρόπο ερμηνείας στο Ελληνικό τραγούδι, βαθύ και εσωτερικό. Γι’ αυτήν ο Μάνος Χατζιδάκης έλεγε: “Είναι μια πλήρης φωνή. Ισορροπεί με ευφυΐα ανάμεσα στο κλασσικό και το λαϊκό τραγούδι χωρίς να χάνει ποτέ τον αισθησιασμό της”. Η «Guardian» την χαρακτήρισε ως «φωνή του 21ου αιώνα», η «Var Matin» ως μια φωνή που αγγίζει την τελειότητα και η «Monde» ως ντίβα με φωνή «σαν ηλιόλουστη ακρογιαλιά». Η Νένα Βενετσάνου έχει τραγουδήσει σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού και σε συναυλίες. Το Διεθνές Γραφείο Ειρήνης τη βράβευσε για την προσφορά της στον Ελληνικό Πολιτισμό και την Ειρήνη. Η δισκογραφία της περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ηχογραφήσεων.