skip to Main Content

ΣΟΝΙΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ

Από την συμφωνική μουσική στο λαϊκό τραγούδι και αντίστροφα: όταν τα μουσικά είδη συνδιαλέγονται στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη

Το παιδί στα μάτια κάθε μάνας είναι ένα μεγαλείο. Όταν μεγαλώσει το παιδί και γίνει στα μάτια των άλλων ό,τι και στα μάτια της μάνας του, τότε μιλάμε για το μεγάλο άνθρωπο, το μεγάλο δημιουργό. Τέτοια περίπτωση είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Θα προσπαθήσω να σας αναλύσω εδώ απόψε, το πόσο και γιατί είναι μεγάλος ο Μίκης, ο δημιουργός.

Η Ελλάδα έτυχε να είναι η γη του. Τόσο καθοριστική η γεωγραφία στη ζωή και το έργο καθενός γιατί γεωγραφία είναι η γη, όταν αυτή γράφεται.

Η Ελλάδα όφελος και οφειλή. Όφελος γι’ αυτόν που μια Ελλάδα γη του χαρίστηκε. Οφειλή προς αυτήν τη γη: η εξύψωση των ιδανικών και η μορφοποίηση νέων ιδεών μέσα από την πορεία του στην τέχνη.

Το έργο του είναι γνωστό. Το γνωρίζουμε όλοι και μάλιστα απ’ έξω. Επιτρέψτε μου εδώ να πω. Χωρίς να έχουμε μπει στο κόπο σα λαός να τον μελετήσουμε. Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για έργο που αγγίζει, που προλαβαίνει το κορμί, που προτείνει έναν τρόπο στο κορμί αποτελεσματικό. Αυτή είναι η μαγεία της μουσικής. Μόλις ορίσαμε τι σημαίνει μεγάλη μουσική.

Ο Μίκης είναι μαγικός σε όλη την έκταση του έργου του. Έφηβος γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Συνεργάτες του σ’ αυτό το εγχείρημα ο Σολωμός και ο Παλαμάς. Καταφέρνει να βρει τον τρόπο να σταθεί στο επίπεδο πνευματικότητας και ψυχικής ανάτασης των δυο αυτών μνημείων του Ελληνικού Πολιτισμού. Και σας το θυμίζω. Έφηβος.

Πνεύμα ασυγκράτητο, στα 17 του μόλις χρόνια, αναζητά νέες μουσικές φόρμες. Τις βρίσκει. Ο ίδιος λέει: κατά τρόπο φυσικό. Εγώ θα πρόσθετα, κατά τρόπο μαγικό. Ιδιαίτερα εύχαρες.

Αρχίζει τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών και τις ολοκληρώνει σε 3 χρόνια. Αποκτά τη γνώση της αρμονίας και της φούγκας και ταυτόχρονα έχει τις πρώτες του πολιτικές εμπειρίες. Γράφει ατελείωτα συμφωνικά, χορωδιακά έργα και συγχρόνως ψάχνει μια διέξοδο, ένα μουσικό πέρασμα που να συνδέει το ταλέντο του, τη χαρά της προσφοράς, την ελπίδα της δημοκρατίας, την τρέλα της νιότης του με τον Ελληνικό λαό. Αναζητά μια μουσική φόρμα, απλή, λιτή, δωρική, που γίνεται μέσον επικοινωνίας και αντίστασης απέναντι στους τυράννους. Το μουσικό του έργο γίνεται αδιάσπαστα πολιτικό.

Καταφέρνει στην ταπεινή μουσική μορφή που λέγεται τραγούδι να εμφυσήσει χάρισμα και να το κάνει μεγάλο. Αυτό είναι το σπουδαίο με τον μουσικό Μίκη Θεοδωράκη. Όταν καταπιάνεται με μείζον μουσικό είδος, το μείζον γιορτάζει. Όταν καταπιάνεται με ταπεινό μουσικό είδος, το κάνει σημαντικό.

Ο Μίκης, όπως και κάθε χαρισματικός άνθρωπος είναι ενορατικός. Για πρώτη φορά, μέσα από τη μουσική του αντηχεί σε ένα υπέροχο πάντρεμα ο Ελληνικός λόγος, δεμένος σφιχτά μα και ταιριαστά με τις μοναδικές μελωδικές γραμμές των λαϊκών τραγουδιών του, παραχωρώντας η μια τόπο στην άλλη.

Ο Μίκης πήρε λοιπόν τη μεγάλη ποίηση από τα σαλόνια και τους ακαδημαϊκούς κύκλους και την έβαλε στο σπίτι του φτωχού λαού. Η ποίηση αυτή, επιτρέψτε μου να το πω, έχω την εντύπωση ότι άνθισε ακόμη πιο πολύ μαζί με τη μουσική του.

Ως τραγουδίστρια της όπερας υπηρετώντας το τραγούδι με το συμφωνικό χαρακτήρα, αλλά πολύ συχνά τραγουδώντας κύκλους «έντεχνων – λαϊκών τραγουδιών»ξ του πολλές φορές αναρωτήθηκα:

Ποιος είναι ο Μίκης; Είναι αυτός της συμφωνικής ορχήστρας που μου θυμίζει τον Strauss ή τον Mahler; Είναι αυτός ο μοναχικός, ερωτικός, σκοτεινός, φωτεινός Μίκης του Επιτάφιου και των Λιποτακτών; Πού είναι ο Μίκης; Τι τον συμεριλαμβάνει;

Η ερώτηση μου μένει χωρίς απάντηση. Ο Μίκης δε συρρικνώνεται μέσα στην ταπεινή φόρμα. Είναι το ίδιο πρόσωπο με διαφορετικούς εκάστοτε στόχους. Υπηρετώντας το τραγούδι με συμφωνικό χαρακτήρα, το εξύψωσε σαν ιδανικό, το στόλισε με τον υπερβατικό του ήχο. Υπηρετώντας το τραγούδι το λαϊκό το μετουσίωσε σε κλασσικό.

Και στα δυο χάρισε με το ταλέντο του εκείνο το ιδιαίτερο χρώμα, το δικό του τίμπρο που το κάνει να ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο με τη μεγαλειώδη απλότητα της μελωδικής του γραμμής, ντυμένης με τα υπέροχα ηχοχρώματα των οργάνων, άλλοτε της κλασσικής αυστηρής συμφωνικής ορχήστρας και άλλοτε με το νοσταλγικό, ξύλινο, γήινο και εγκάρδιο ήχο των λαϊκών οργάνων μα πάντα Ελληνικών.

Έχοντας την πολυτέλεια να κινηθώ και στα δυο είδη τραγουδιού, η γεύση αυτών μου είναι απόλυτα οικεία. Ξεσηκώθηκαν μελωδικές μνήμες των παιδικών μου χρόνων, γεύτηκα την ανάταση του Ελληνικού λόγου, στην αποθέωση του έρωτα στην όπερα του «Αντιγόνη». Ρίγησα στο άκουσμα του Ρέκβιεμ και έκλαψα τραγουδώντας «Χάθηκα».

Αναγνώρισα μέσα από όλα αυτά το ένα και μοναδικό πρόσωπο του Μίκη, που ολοκληρώνεται και στα δυο. Το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Ο ίδιος δεν είναι οντότητα με ένα μόνο από αυτά.

Ανακάλυψα το μεγάλο ταλέντο του τόσο στις πολύπλοκες φόρμες, όσο και στις απλές γραμμές. Θαύμασα σα μουσικός τις ευκολίες που έχει και τέλος αγάπησα ό,τι έγραψε, ό,τι χάρισε σε εμένα και όλους εσάς. Θέλω να του πω πως κατάφερε μέσα από τη μουσική του, να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.

Το μεγαλύτερο δώρο που μας έκανες, Μίκη, είναι η αθεράπευτη ελπίδα ενός καλύτερου αύριο και μέσα από τη φυσική σου παρουσία έγινες παράδειγμα για το τι είναι ήρωας και παλικάρι. Χαίρε, Αγαπημένε μου!!!

Σόνια Θεοδωρίδου
Η σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου γεννήθηκε στη Βέροια. Σπούδασε τραγούδι στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών στην τάξη της κ. Παπαλεξοπούλου απ’ όπου απεφοίτησε με ‘Αριστα παμψηφεί και Αριστείο εξαιρετικής επίδοσης. Της απενεμήθη το βραβείο των υποτροφιών «Μαρία Κάλλας» και ως υπότροφος συνέχισε τις σπουδές της στην Ανωτάτη Μουσική Ακαδημία της Κολωνίας και στη συνέχεια στο Λονδίνο με την Vera Rosza.
Έχει εμφανιστεί στα σπουδαιότερα λυρικά θέατρα όλης της Ευρώπης. Το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει τους σημαντικότερους ρόλους της όπερας όπως: Fiordiligi («Cosi fan tutte»), Elvira («Don Giovanni»), Pamina («Zauberfloete»), Alcina («Alcina»), Violetta («La Traviata»), Gilda («Il Rigoletto»), Angelica («Suor Angelica»), Mimi («La Boheme»), Salud («La vida breve»), Fiorilla («Il Turco in Italia»), Corinna («Il viaggio a Reims»), Giulietta («I Capuletti e i Montecchi»), Maria Stuarda («Maria Stuarda»), Cleopatra («Giulio Cesare»), Τζένυ Χιλλ («Ανοδος και πτώση της πόλης του Μαχαγκόννυ») Μεντόρα («Il Corsaro») κ.α.
Οι εμφανίσεις της στο Τελ Αβίβ με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ υπό τη διεύθυνση του Antonio Pappano στο ρόλο της Ελβίρα, στην Κρατική Όπερα της Βουδαπέστης στο «Ρέκβιεμ» του Βέρντι, στο Teatro La Fenice της Βενετίας στο ρόλο της Salud, στην Gasteig Philharmonie του Μονάχου υπό την διεύθυνση του Helmut Rilling και στην Όπερα της Ρουέν υπό την διεύθυνση του David Stern της χάρισαν θριαμβευτικές κριτικές και εγκωμιαστικά σχόλια.
Στις 11 Οκτωβρίου 2003, εγκαινίασε με τη συμμετοχή της το ανακαινισμένο Theatre de la Ville του Λουξεμβούργου προσκεκλημένη του Rene Jacobs ερμηνεύοντας τον ρόλο της Junone στην όπερα του Cavalli «La Calisto». Η Σόνια Θεοδωρίδου το 2002 και το 2003 υπήρξε Καλλιτεχνική Διευθύντρια του θεσμού «Η Ανθρώπινη Φωνή», ο οποίος λειτούργησε στην Βέροια στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Επικράτειας Πολιτισμού με στόχο την εκπαίδευση, ανάπτυξη και προώθηση των μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης που έχουν ως μέσον την ανθρώπινη φωνή. Τον Φεβρουάριο του 2004 συμμετείχε στην πρεμιέρα της παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής «Cavalleria Rusticana» ερμηνεύοντας τον ρόλο της Santuzza και ακόμη, τραγούδησε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως προσκεκλημένη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Τον Σεπτέμβριο του 2004 συμμετείχε στην παραγωγή της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας Όρνιθες. Από φέτος θα διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα.
Στις επόμενες εμφανίσεις της περιλαμβάνονται: το άνοιγμα του φεστιβάλ του Händel στη γενέτειρά του και η συμμετοχή της στην όπερα «Don Carlos» στο ρόλο της Elisabeth, που θα πραγματοποιηθεί στο φεστιβάλ του Πύργου του Ludwigsburg. Η δισκογραφία της περιλαμβάνει τα εξής έργα: «La Calisto» (Harmonia Mundi), «Η Σόνια Θεοδωρίδου συναντά τον Μάνο Χατζιδάκι» και «Recital» (Σείριος), «Αναγέννηση» (Γιάννης Μαρκόπουλος-Κίνησις), «Ο Κονρουά και οι κόπιες του» (Περικλής Κούκος-Phormingx), «Βάρνα» και «Ανεπίληπτος θάνατος» (Θάνος Μικρούτσικος – Agora Musica).

Back To Top