skip to Main Content

ΒΥΡΩΝ ΣΑΜΙΟΣ

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΑ ΦΙΛΙΑ ΕΞΗΝΤΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΩΝ

«Συμβαίνει όταν γράφω ένα έργο να βάλω εκεί μέσα όλη μου τη ζωή ώστε η πρώτη του εκτέλεση να ‘ναι για μένα κάτι πολύ περισσότερο από μια συνηθισμένη καλλιτεχνική εμφάνιση».

Μίκης Θεοδωράκης (από επιστολή προς Β. Σάμιο

Η Γνωριμία

Κατοχή, φθινόπωρο του 1943, προχωρημένο απόγευμα. Σε λίγο η παρέα θ’ άπρεπε να κλειστεί στα σπίτια της.

Η παρέα μαζεμένη έξω από το σπίτι της Μυρτώς (Κωνσταντινουπόλεως 39 στη Νέα Σμύρνη). Όταν έφθασα συζητούσαν για το τι θα γίνει με το Πανεπιστήμιο, θα μας δεχτεί χωρίς εξετάσεις ή με εξετάσεις.

Πλησιάζω τη Μυρτώ, δίπλα της υπάρχει μια καινούρια παρουσία, ένα ψιλό – λεπτό αγόρι με πλούσια σγουρά μαλλιά. Επειδή εκείνη την εποχή κάθε νέα παρουσία μας τρόμαζε η Μυρτώ σπεύδει να με συστήσει στο νεοφερμένο : «Από δω ο Βύρων κι αυτός υποψήφιος για την ιατρική».

Ο ψιλός με χαιρετά. Η παρουσία του φίλου πρέπει να ερευνηθεί γι’ αυτό και τον ρωτώ : «και συ για την ιατρική;», «Όχι» μου απαντά και συνεχίζει, « ο πατέρας μου θέλει να μπω στη Νομική, εγώ όμως σκοπεύω να ασχοληθώ με τη μουσική».

Το είπε με κοφτό αποφασιστικό τόνο που δήλωνε την αμετάκλητη απόφασή του, κι άσε τον πατέρα του να λέει, παρόλο που ο Μίκης τον υπεραγαπούσε το Γιώργο Θεοδωράκη.

Προσπαθώ να καταλάβω καλύτερα τι θα σπουδάσει αυτό το παιδί και τον ρωτώ : «καλά μουσικός αλλά για πιο όργανο;». Η απάντησή του με αποπροσανατόλισε τελείως : «κανένα» μου λέει, «δηλαδή;» Ο Μίκης κατάλαβε ότι δεν είχα ιδέα μουσικής και συμπληρώνει : «θα γράφω μουσική, θα διευθύνω μουσική, θα διδάσκω μουσική, κάτι τέτοια».

Όλα αυτά χωρίς όργανο; σκέφτηκα. Τα λόγια του ούτε με φώτισαν ούτε με καθησύχασαν. Εκτός από εμένα όμως θα πρέπει ν’ ανησύχησε και ο πατέρας της Μυρτώς ο Ηλίας Αλτίνογλου καθηγητής, πρόσφυγας απ’ την Σμύρνη.

Σ’ αυτό που θα σας διηγηθώ δεν ήμουνα παρών, μου το μετέφερε ο Μίκης πολύ αργότερα, όταν πια είχε γίνει γνωστός μέσα και έξω από την Ελλάδα.

Ο αυστηρών αρχών πατέρας της Μυρτώς, βλέποντας την κόρη του παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις επτά, να επιστρέφει σπίτι της στο παραπέντε, θα ανησύχησε και θα τη ρώτησε γιατί αργεί τόσο. Η Μυρτώ δεν ήταν από τα άτομα που θα’ λέγε ψέματα στον πατέρα της. Πήρε το θάρρος και ομολόγησε τη φιλία της με το Μίκη. Του είπε ότι έχει καλό σκοπό για να τον καθησυχάσει.

Ο πατέρας με τη σειρά του, θα ρώτησε για το ποίο ήταν το μέλλον του Μίκη. Η Μυρτώ, περίεργο γιατί, παρακάμπτοντας την προτροπή του πατέρα του για νομικές σπουδές, απάντησε απευθείας ότι ο Μίκης, θέλει να γίνει μουσικός, χωρίς ασφαλώς τις επεξηγήσεις του Μίκη για το ρόλο του ως μουσικοσυνθέτη, μαέστρου και ότι άλλο σκόπευε να κατακτήσει στη ζωή του, όπως ασφαλώς θα είχε εξομολογηθεί στη Μυρτώ. Στο σκέτο «μουσικός», της Μυρτώς, η αντίδραση του πατέρα ολιγόλογη, αλλά μεστή φόβου είναι αποκαλυπτική της απογοήτευσής του : «Μουσικός; Aδειο πιάτο»!

Ο Μίκης πολύ αργότερα ,όταν μου διηγήθηκε το συμβάν δικαιολόγησε απόλυτα την αγωνία του πατέρα Ηλία Αλτίνογλου και πάντα μιλούσε με πολύ συμπάθεια και σεβασμό, γ’ αυτόν όπως και για τη σύζυγο του Μαργαρίτα, μητέρα της Μυρτώς.

Κατοχικά

Το ύψος του Μίκη υπήρξε πάντα η αφορμή για ξύλο, αφού στις διαδηλώσεις έδινε στόχο εξέχοντας ένα κεφάλι πάνω απ’ όλους. Στην τελευταία μεγάλη διαδήλωση που έγινε κατά της Βουλγαρικής κατοχής στη Βόρεια Ελλάδα την οποία είχαν επιτρέψει οι Γερμανοί, κατεβήκαμε μαζί με το Μίκη. Στο ύψος του Μετοχικού Ταμείου στη Σταδίου μας επιτέθηκαν οι Ιταλοί. Με απομόνωσε ένας Ιταλός με κυνηγά και με χτυπά στην πλάτη με τη λαβή του περιστρόφου του και για να του ξεφύγω στρίβω προς την πλατεία Κλαθμόνος,. Έτσι έχασα το Μίκη. Το απόγευμα γυρνώντας τον βρήκα στο σπίτι του θείου της Μυρτώς Πουλάκι με το κεφάλι δεμένο με επιδέσμους «σαν ασίκικο πουλάκι».

Τα μετεμφιλιακοπολεμικά

Ο Μίκης ήταν υπεύθυνος του Τομέα σπουδάζουσας της Νέας Σμύρνης. Σε μένα ανάθεσε τα πολιτιστικά. Ο Μίκης πίστευε πάντα στην έλξη που ασκούν στις μάζες οι πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μου ανάθεσε λοιπόν να οργανώσω μια έκθεση για τις κοινωνικές αντιθέσεις. Η Έκθεση Οργανώθηκε σ’ ένα κατάστημα στην Πλατεία της Νέας Σμύρνης δίπλα στην Ευαγγελική Σχολή. Περιείχε φωτογραφίες και τρεις μόνο λέξεις :

«ΜΕΓΑΡΑ ΓΙΑ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥΣ – ΤΑΦΟΙ ΓΙΑ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ»

Ο τίτλος εντυπωσιακός φαίνεται, τράβηξε πολύ κόσμο να τη δει.

Το υλικό της έκθεσης : Φωτογραφίες ταφικών μνημείων του Α’ Νεκροταφείου της Αθήνας πολλά απ’ τα οποία ήταν ολόκληροι ναοί, συμπλέγματα αγαλμάτων σπουδαίων γλυπτών. Πανάκριβα έργα. Δίπλα οι τενεκεδένιες παράγκες στο Δουργούτη που έμεναν οι πρόσφυγες εδώ πολλά χρόνια.

Οργανώσαμε ακόμα στην πλατεία της Ν. Σμύρνης συζήτηση για τη γλώσσα με κύρια ομιλήτρια την εξαίρετη φιλόλογο και συμπολίτισσά μας Όλγα Κακριδή, γυναίκα του αείμνηστου καθηγητή που τον έσυραν στα δικαστήρια για την απλοποίηση των τόνων που πρότεινε τότε και που καθιέρωσε αργότερα ο Γ. Ράλης. Και στο δεύτερο μέρος, το ψυχαγωγικό, είχαμε τραγούδια με τη Δανάη και την κιθάρα της.

Η πλατεία κατάμεστη από κόσμο. Ο Μίκης είχε δίκιο, ο πολιτισμός έσπαγε σιγά – σιγά την τρομοκρατία.

Ο Παρθενώνας της εθνικοφροσύνης

Συνάντησα το Μίκη τη μέρα που τον μετέφεραν στη Μακρόνησο. Το τρενάκι του Λαυρίου σταμάτησε στην Κάντζα για ύδρευση. Ο Μίκης κάθονταν μαζί μ’ άλλους φαντάρους στο έδαφος. Εγώ συνόδευα κουραμάνες για το δεύτερο τάγμα. Αγκαλιαστήκαμε φιληθήκαμε και μετά ο καθένας πήρε το δρόμο του.

Το βράδυ στο υπαίθριο Θέατρο είχε μαζευτεί το Τάγμα για την καθημερινή «ηθική αγωγή». Ένας ιερωμένος μας ανέπτυσσε την αγάπη του Κυρίου προς το ποίμνιο του.

Την ίδια στιγμή οι νεοφερμένοι ούρλιαζαν στην προβλήτα. μαζί βέβαια και ο Μίκης από την υποδοχή των Αλφαμητών, με τα γκλόπς.

Ασφαλώς οι θύτες και θύματα ταυτόχρονα Αλφαμίτες, εφάρμοζαν το : «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Η χριστιανική αγωγή δεν είχε φτάσει στο ψυχροπολεμικό Παρθενώνα.

Βραβείο Λένιν και τιμωρία…

Ο Μίκης σπούδαζε στο Παρίσι (με υποτροφία του Εθνικού Ιδρύματος Υποτροφιών). Όταν έμαθα για το Παγκόσμιο Συνέδριο Νεολαίων της Μόσχας το 1956 Σκέφτηκα πως ήταν ατυχία να απουσιάσει ο Μίκης. Ο Μίκης τελικά πήγε με τη Γαλλική αποστολή στη Μόσχα και επέστρεψε με το χρυσό βραβείο Λένιν, για την πρώτη του Σουίτα για πιάνο και ορχήστρα.

Σε γράμμα του απ’ το Παρίσι γι’ αυτή την πρώτη Σουίτα του, μου είχε γράψει :

«Έχω ήδη γράψει τρεις καινούργιες παρτισιόν εκ των οποίων η μια «Σουίτα για ορχήστρα και πιάνο», όταν μπορέσω και στη δώσω καμιά φορά στην Αθήνα ( είναι πολύ δύσκολη) θα πέσει σαν αληθινός κεραυνός. (Μου επιτρέπεις αυτή την έκφραση που γίνεται εξάλλου δίχως δόση κομπασμού).

Και συνεχίζει :

«Δύο πράγματα ξεχωριστά το ένα η σύνθεση, η καριέρα, η εξέλιξη το άλλο – ο αγώνας, το ξεκαθάρισμα, η πάλη για την ανάδειξη, η αγάπη για τον τόπο. (Στο βάθος δυο πράγματα όμοια). Μήπως όταν πήρα το όπλο στο χέρι δεν έκανα σύνθεση; όχι Βύρωνα ! οι άνθρωποι της δικής μας πάστας παλέψαμε, σκεφτήκαμε, πονέσαμε πολύ , παρά πολύ, και γινήκαμε τόσο καθαροί, τόσο άσπιλοι, που χίλιοι οχετοί τύπου ….. είναι ανίκανοι να μας λερώσουν».

Γι’ αυτό το έργο ο Μίκης σε νεώτερο γράμμα του από το Παρίσι γράφει

«Η Σουίτα θα εκτελεσθεί προσεχώς στη Μόσχα», εννοεί μετά τη βράβευση.

Αλλά ας αφήσουμε το Μίκη να διηγηθεί ο ίδιος ότι συνέβη, στο φεστιβάλ της Μόσχας σε γράμμα του κατά την επιστροφή του :

Εν πλώ ατμόπλοιο: «ΒΑΛΤΙΚΑ» 19-08-1957

«Το Φεστιβάλ τελείωσε, ξέρεις τις λεπτομέρειες, και να που τώρα μόλις, ταξιδεύοντας προς τη Χάβρη, βρίσκω αυτό το ελάχιστο όριο γαλήνης και αυτοσυγκέντρωσης για να σου γράψω επί τέλους δυο λόγια». Προς το παρόν γεμάτος από την ευφορία του Xρυσού Βραβείου θα ξεχάσουμε τα πλην για να ριχτούμε στους καρπούς και στην συγκομιδή. Χαίρομαι ιδιαίτερα που εσύ και οι φίλοι μου δεν πέσατε έξω στην εκλογή σας. Καταλαβαίνεις λοιπόν την έκπληξη αυτών των ιδίων οργανωτών εν Μόσχα όταν εγνώσθησαν τα αποτελέσματα και είδαν ότι οι υπ’ αριθμόν 3 και 2 ούτε καν μνημονεύθηκαν, ο συμπληρωματικός αριθμός 1 ήλθε ανάμεσα στους 4 πρώτους μεταξύ 240 (μουσικών που διαγωνίστηκαν)»

«Δεν είναι ακόμα χωρίς σημασία το γεγονός ότι βραβεύθηκε η «Σουίτα» για ορχήστρα και πιάνο. Αυτή η ίδια που θεωρήθηκε ως ανοσιούργημα ιδιαίτερα από τους κριτικούς της Αυγής και του Προοδευτικού τύπου γενικά»

Από τη «χαρά» της η τότε Ελληνική Κυβέρνηση και για τη μεγάλη αυτή διάκριση ανάμεσα από εκατοντάδες μουσικούς που συμμετείχαν, στο διαγωνισμό, «Έδρασε Εθνικώς», έκοψε από την υποτροφία του Μίκη τις μέρες που απουσίασε στη Μόσχα!

Στην επιστροφή απ΄τη Μόσχα, λέω στο Μίκη « Σκέψου βρε Μίκη, τι θα είχες γίνει αν είχαμε νικήσει στα Δεκεμβριανά». «Ξέρω», μου απαντά θα ήμουν Διευθυντής σε κάποιο επαρχιακό Ωδείο. Με τέτοιο αέρα που είχαμε πάρει τι περίμενες να μας κάνουν!

Η μουσική που κρύβουν οι στοίχοι των ποιητών

Ρώτησα κάποτε τον Μίκη που είχε αρχίσει παράλληλα με τη συμφωνική μουσική να μελοποιεί και ποιήματα παλαιών και σύγχρονων Ελλήνων ποιητών, πώς βρίσκει την κατάλληλη μουσική για το καθ’ ένα ποίημα, κι όταν μάλιστα ορισμένα ποιήματα είναι υπερρεαλιστικά: «Απλούστατα δε βάζω μουσική στους στοίχους» απαντά και συνεχίζει : «Προσπαθώ να βρω τη μουσική που οι στίχοι κρύβουν μέσα τους». Αυτό είναι σκέφτηκα, γι’ αυτό ο κόσμος αμέσως τ’ αγκαλιάζει και τα τραγουδά.

Κάθε στοίχος λοιπόν κρύβει μέσα του τη μουσική του! Τόσο απλό, τόσο υπέροχο.

Ο αείμνηστος Χατζηδάκης γι’ αυτή την προτίμηση του Μίκη στις μελοποιήσεις στίχων είπε κάποτε, όταν πληθώρα ατάλαντων μουσικών έπεσαν με τα μούτρα ση μελοποίηση στοίχων διάσημων Ελλήνων ποιητών : «ας όψετε ο Μίκης». Οι στοίχοι δε δέχονται να τους «φορέσεις» μουσική. Προτιμούν ο μουσικός ν’ αναδείξει τη δική τους. Αυτή που κρύβουν μέσα τους.

Θα θυμάστε ασφαλώς, αγαπητοί φίλοι, το στοίχο του Ελύτη απ’ το «’Αξιον εστί» που λέει «……….και του μαύρου καπνού το κυρίκειο» Ο Μίκης προσπάθησε και ξαναπροσπάθησε να παρακάμψει το στοίχο. Ο Ελύτης που παρακολουθούσε την εγγραφή ήταν ανένδοτος : «καμία παρέμβαση στο στοίχο έλεγε», Τελικά ο Μίκης λες και ο στίχος ήταν σκαπτή ύλη, ανάσκαψε το στοίχο, κι’ έφερε στην επιφάνεια τη μουσική του. Τώρα το «κυρίκειο του μαύρου καπνού», τραγουδώντας το, οδεύει προς το άπειρο μέχρι να ταυτιστεί μαζί του. Ο Ελύτης στο άκουσμα της μουσικής, χαμογέλασε με ικανοποίηση για τη μουσική που είχε κρύψει στο στοίχο του.

Η Καρδερίνα και τα πολιτικά κόμματα

Δε γνωρίζω κανένα κόμμα που δε θα ‘θελε να έχει το Μίκη μέλος του.

Σε στιγμές εξομολογητικές μου είπε κάποτε « Οι αρχηγοί όλων των κομμάτων με καλούν στις γιορτές τους. Όσες φορές όμως έγινα βουλευτής ποτέ δε με άκουσαν τα κόμματα. Τις εισηγήσεις για θέματα Πολιτισμού, Τεχνών ακόμα και για Μουσικά θέματα, κυρίως κλαδικά τις έδιναν σ’ οποιονδήποτε άλλο εκτός από εμένα, πάντα με διάφορα προσχήματα». Με πίκρα μου είπε «δεν ήθελαν τον πολιτικό Θεοδωράκη, ήθελαν τη μουσική του, τον ήθελαν κλεισμένο στο κλουβί να τραγουδά και να φέρνει κόσμο!

Οι ποιητές, ο μουσικός και η μουσική του

Πολλές φορές ο Μίκης έχει μιλήσει για το πώς οι κορυφαίοι ζώντες την εποχή εκείνοι, ποιητές μας υποδέχτηκαν τη μελοποίηση των στοίχων του.

Η είσοδος του Μίκη στην έντεχνη λαϊκή μουσική έχει για ορόσημο τη μελοποίηση στοίχων απ’ τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου.

Για την ιστορία σημειώνω ότι η μελοποίηση των εφτά αρχικά τμημάτων του Επιτάφιου συνέπεσε με τις εκλογές του 1958, τότε που η ΕΔΑ αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση.

Την επόμενη των εκλογών έγραψα τα νέα στο Μίκη. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Στην απάντηση του μου έλεγε πως σε λίγες ώρες τελείωσε τη μελοποίηση του επιτάφιου και πως μου στέλνει τρία αντίγραφα « ένα για το Ρίτσο, ένα για το Μάνο Χατζηδάκη, κι’ ένα για μένα, για τα ωραία νέα που του έστειλα.

Σας διαβάζω για την ιστορία του «ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΥ» απ’ το γράμμα του Μίκη, τα σχετικά :

«Τώρα, στις εκλογές δεν ξέρω πως μου πέρασε σαν αστραπή από το νου ο «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Ρίτσου». Πραγματικά όλ’ αυτά είναι δεμένα μεταξύ τους. Προπαντός οι νεκροί του αγώνα ήσαν, νομίζω το πιο πολύ από το κάθε τι ζωντανοί και παρόντες στη σκέψη του κάθε τίμιου Έλληνα, την περασμένη Κυριακή 11 Μαΐου αυτές οι 78 έδρες είναι η πρώτη τους μεγάλη νίκη. Και το πρώτο μας δώρο για την μνήμη τους και για τη θυσία τους.

«Έτσι πήρα το βιβλίο με την αφιέρωση του Ρίτσου» «Του Μίκη : τούτο το τραγούδι που γράφτηκε στα 1936 για τι μεγάλη καπνεργατική απεργία της Θεσσαλονίκης. Αργότερα έκαψαν τούτο το βιβλίο στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Γεια χαρά. Γιάννης». «Διαβάζοντας το κάθε ένα απ’ τα 20 ποιήματα – αριστουργήματα – μου ‘ρχονται αυτόματα και αντανακλαστικά και μια μελωδία. Δεν είχα καιρό ούτε να βρω πεντάγραμμο. ‘Αρχισα να γράφω τις νότες στα περιθώρια του βιβλίου». Εκεί πάνω η Μυρτώ που γκρίνιαζε για βόλτα μ’ ανάγκασε να την πάω με το αυτοκίνητο. Πήρα όμως μαζί μου και το βιβλίο κι ώσπου να γυρίσουμε είχα τελειώσει σχεδόν όλα τα τραγούδια. Μετά έκαμα μια επιλογή Διάλεξα 7 και τα καθαρόγραψα με σινική μελάνη! Να ο τίτλος «ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ» ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ. (στα γαλλικά “EPITAFIOS”)…. Από πάνω υπάρχει μια μικρή αφιέρωση: «Στη φιλία μου με τον Βύρωνα Σάμιο»…θα στα στείλω ευθύς μόλις τα τελειώσω… θα στείλω επίσης ένα αντίγραφο στο Γιάννη Ρίτσο κι ένα στο Μάνο Χατζηδάκη που’ ναι ο μόνος που μπορεί να μπει στο πετσί τους. Όπως το λέει κι ο τίτλος τους οι μελωδίες είναι κατευθείαν εμπνευσμένες απλά λαϊκά τραγούδια (ρεμπέτικα και καντάδες). Επίσης σκέφτομαι να τα τραγουδήσω (προχείρως) να τα «γράψω» και να σου τα στείλω σ’ ένα δίσκο ή για μαγνητόφωνο, για να τ’ ακούστε… Δεν έχω καμία αμφιβολία πως θα σας συγκινήσσυν μέχρι το κόκαλο!! Γιατί ακριβώς απηχούν μια μελωδική ατμόσφαιρα που μας συνόδεψε πιστά απλές καντάδες της εφηβείας μας περνώντας απλά τραγούδια του αγώνα.. Περιμένουμε τις γνώμες σας ωστόσο εγώ να σας προτείνω για πρώτη εκτέλεση (πιθανώς τον ΕλληνοΣοβιετικό) με μια γυναικεία φωνή, ανδρική χορωδία (4-5 φωνές) και 3-4 κιθάρες. Το μπουζούκι ήταν ακόμα έξω απ’ τα όργανα του συμφωνιστή Μίκη.

Την παρτισιών του Χατζηδάκη τη μετέφερε η κοινή μας φίλη Άννα Παπανικόλα. Η οποία μου είπε ότι: «Αμέσως ο Μάνος έκατσε στο πιάνο και το έπαιξε με πολύ κέφι, όταν τελείωσε είπε : «θα το γράψω με τη Νανά Μούσχουρη», είναι η ωραιότερη μουσική που άκουσα ποτέ.

Όταν ο Μίκης ήρθε στην Αθήνα, πήγαμε μαζί στον Εκδοτικό οίκο «Ίκαρος» κι ακούσαμε την εγγραφή. Ο Μίκης ευχαρίστησε το Μάνο και τη Μούσχουρη φεύγοντας μου λέει : « ήταν καλό αλλά δεν είναι αυτό που θέλω : Θέλω λαϊκή φωνή, θέλω μια φωνή σαν εκείνη που ακούγαμε στο Μακρονήσι, θέλω εκείνον τον, πώς τον λέγανε το Γρηγόρη, κάπως έτσι, νομίζω πως τον λέγανε, Μπιθικώτση. Ξαφνιάστηκα : «μα στο ποίημα μιλά η μάνα» του λέω «στο γράμμα σου και συ μιλάς για γυναικεία φωνή»! «τι θέλει η ανδρική φωνή;» «’Ασε μου λέει γιατρέ, δε ξέρεις εσύ απ’ αυτά»

Δόθηκαν μάχες στο σπίτι του, στις συντροφιές μας, ο Μίκης αμετάπειστος, Το Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον βρήκε και τον δίδαξε μέρες και μέρες. Μη έχοντας εγώ κάποια μουσική παιδεία ήμουν ο πρώτος που παραδέχτηκε ότι είχα άδικο για το φίλο Γρηγόρη.

Δεν έγινε όμως το ίδιο και με το Ρίτσο. Ο Μίκης έγραψε σ’ ένα μεγάλο μαγνητόφωνο με τη φωνή του σε φιλικό πιάνο, επτά τμήματα του επιτάφιου. «Πάμε μου λέει τώρα να τ’ ακούσει ο Γιάννης να δούμε τι θα μας πει». Μας άνοιξε ο ίδιος ο Ρίτσος. Έστησα το μαγνητόφωνο και αφού φάγαμε το γλυκό κουταλιού, που με χαρά μας πρόσφερε, ξεκίνησα την ταινία. ‘Ακουγε ο Ρίτσος και καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να βρει μιαν άκρη σ’ αυτό που άκουγε. Ο Ρίτσος ήξερε κλασική μουσική και αγαπούσε και τη λαϊκή, αλλά ήταν σα ν’ άκουγε κάτι άλλο από αυτό που περίμενε.

Όταν τελείωσε η ακρόαση η αμηχανία του Ρίτσου φάνηκε απ’ τον τρόπο που ευχαρίστησε το Μίκη : « Μπράβο Μίκη, είναι καλό», έτσι ξερά. Ο Μίκης μου έγνεψε και απ’ τη χειρονομία του κατάλαβα ότι ήθελε να τα μαζέψω και να φύγουμε. Όταν έκλεισε πίσω μας η εξώπορτα μου λέει ο Μίκης : «Δεν του άρεσε, ο Γιάννης περίμενε κάποιο ορατόριο κάτι πιο συμφωνικό»

Την ίδια περίπου αντίδραση έδειξε και το ζεύγος Σεφέρη. Όταν ζητήθηκε από το Μίκη να μελοποιήσει στοίχους του το «κέρασμα ήταν πλούσιο». Μετά την ακρόαση, αν θυμάμαι καλά, δεν υπήρξε καν κέρασμα.

Σήμερα, όμως μια τέτοια χαρμόσυνη μέρα δε σκοπεύω να χαλάσω την υπέροχη ατμόσφαιρα με παράπονα ορισμένων ποιητών ή μάλλον όλων, όταν οι δίσκοι με τα τραγούδια τους είχαν γίνει μεγάλες επιτυχίες, με το αιτιολογικό ότι : «καλή μεν η μουσική του Μίκη, αλλά αποσπά την προσοχή από το νόημα των στοίχων!

Οι συνταγματάρχες

Ο Μίκης έβλεπε στον πολιτικό ορίζοντα της χώρας μας τα μαύρα σύννεφα να πυκνώνουν ήδη από το 1963.

Συχνά έλεγε : «τα αριστερά κόμματα αδρανούν. Δε μας δόθηκε καμιά γραμμή ούτε καν για μια έστω πρόχειρη κρυψώνα, ούτε γι’ το πώς θα επικοινωνήσουμε για να συνδεθούμε ώστε ν’ αντιδράσουμε».

Τέλος τα χαράματα της 21 Απριλίου του 1967 χτυπά το τηλέφωνό μου, το σηκώνει η γυναίκα μου και μου λέει, με φωνή ταραγμένη ότι είναι ο Μίκης. Τρέχω στο τηλέφωνο, «Βύρων το έκαναν!» (εννοούσε το πραξικόπημα), μου λέει «φεύγω απ΄ το σπίτι μου. Θα φροντίσω να έχω επαφή μαζί σου». Ο φόβος του Μίκη είχε επαληθευθεί. Ο Μίκης είχε προβλέψει σωστά ό,τι δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να δουν οι πολιτικοί όλων των κομμάτων.

Οι συνταγματάρχες ανέστειλαν τις Συνταγματικές ελευθερίες των Ελλήνων. Ο Μίκης αναλαμβάνει δράση. Την επόμενη κιόλας μου στέλνει μ’ ένα εξάχρονο ανιψάκι του μια μικρή μπομπίνα με μαγνητοφωνημένο μήνυμα. Απ΄ το τηλέφωνο μου δίνει οδηγίες για το πώς θα τη διώξω γρήγορα, για το Παρίσι μέσω μιας αεροσυνοδού της Αιρ Φράνς. Λίγες μέρες αργότερα, το μήνυμα της μαγνητοταινίας το έμαθα από τη μετάδοσή του από κάποιο ξένο ραδιοφωνικό σταθμό. Δε γνωρίζω αν κάποιος πολιτικός τις πρώτες εκείνες ώρες είχε την έμπνευση να συλλάβει, να οργανώσει και να φέρει σε πέρας κάποιο παρόμοιο εγχείρημα.

Με την βοήθεια της οικογενείας του και με κάποιους φίλους, χωρίς την ύπαρξη κάποιου σχεδίου καταφέραμε να φύγει απ΄ τη Ν. Σμύρνη, όπου τον έψαχνε η χούντα. Όλοι βέβαια οι φίλοι του ήμασταν με φακέλους γνωστοί στους κρυφούς και φανερούς πράκτορες της ειδικής ασφάλειας.

Χτυπήσαμε πολλές πόρτες, η Ειρήνη Παπανικόλα ήταν η μόνη που δέχτηκε τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας το Μίκη στο σπίτι της, όταν μετακινήθηκε από την Ν. Σμύρνη.

Για να καταλάβετε την αγάπη της οικογένειας Παπανικόλα προς τον Μίκη, σας διαβάζω λίγες λέξεις από γράμμα της Άννας Παπανικόλας μητέρας της Ρηνιώς, σταλμένο απ’ το Παρίσι την 8η Ιανουαρίου του 1956.

«Αγαπητέ μου Βύρωνα,

«Επί τέλους κατάφερα να συναντηθώ με το Θεοδωράκη. Δεν κρατιέμαι να μη σου γράψω την εντύπωσή μου αμέσως, ή μάλλον, κείνο που νιώθω, είναι η ανάγκη να σ’ ευχαριστήσω που έγινες η αιτία να γνωρίσω ένα τόσο διαλεχτό άνθρωπο. Τι ανοιχτοκαρδιά και τι πλούτος ψυχικός και πνευματικός – και πόση απλότητα και βαθύτατη ανθρωπιά…..» και συνεχίζει:

«Μόλις άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο Θεοδωράκης, πανύψηλος, εγκάρδιος και φιλικός – με το καλοσυνάτο γέλιο στο αγαθό του πρόσωπο – όλοι οι ενδοιασμοί μου διαλύθηκαν.. Κουβεντιάσαμε σαν παλιοί φίλοι ώρες ολόκληρες, ίσαμε το βράδυ, για το κάθε τι.

Πολλές φορές μέσα στο ίδιο απόγευμα, (Ο Μίκης) αισθάνθηκε την ανάγκη να επαναλάβει πόσο βαθιά υποχρεωμένος είναι απέναντι στη γυναίκα του (Μυρτώ), που τον φροντίζει, ενώ αυτός δεν κάνει τίποτα. Το βρίσκει πολύ σημαντικό που η γυναίκα του μαγειρεύει και γι’ αυτόν…..»

Στη συνέχεια η ‘Αννα Παπανικόλα, γράφει:

«Ο Μητρόπουλος, όταν πέρασε από το Παρίσι, φέρθηκε πολύ ζεστά στον Θεοδωράκη- πράγμα δύσκολο για το χαραχτήρα του Μητρόπουλου – τον πήρε μαζί του στο Λονδίνο, έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική του – και του ζήτησε να γράψει ένα μικρό δεκάλεφτο έργο για να το παίξει. Καταλαβαίνεις φυσικά τι σημασία αποδίδει σ’ αυτό ο Θεοδωράκης. Τώρα αυτό γράφει.

Στις 30 Ιανουαρίου γίνεται μια συναυλία, όπου θα παιχτεί μια σονατίνα δική του (του Μίκη), την οποία θα εκτελέσει ο Χατζινίκος».

Η αγωνία του Μίκη να ξεσηκώσει τους Έλληνες και να δείξει στους ξένους ότι ο Ελληνικός λαός είναι πάντα αντίθετος με οποιοδήποτε ανελεύθερο καθεστώς δεν τον εμπόδισε να έχει και τις ανθρώπινες στιγμές του.

Κάποια μέρα έρχεται στο ιατρείο μου ο Νώτης Περγιάλης, κοινός μας φίλος και με προσποιητό ύφος βαρέως πάσχοντα μου λέει ότι, ο Μίκης είναι καλά αλλά θέλει να του πάω κάποια πράγματα : «εσώρουχα, τα παπούτσια του και φωτογραφίες των παιδιών του»!

Αν ήταν δυνατό! Ο Μίκης ο γνώστης των συνωμοτικών κανόνων να ζητά τα παπούτσια του. Τέτοια παπούτσια που ουδείς, άλλως Έλληνας φόρεσε ποτέ. Αν έπιαναν το Νώτη, θα είχαν στο χέρι και το Μίκη. Διψούσε για νέα απ’ την οικογένεια του κι’ έστελνε τη μητέρα της Ρηνιώς την Άννα Παπανικόλα να της πω για την Μυρτώ και τα παιδιά και να του τα μεταφέρει. Ανθρώπινες στιγμές.

Γιατί όχι η μουσική στο Εργοστάσιο και μια εξαίρεση

Πολύς είχε γίνει λόγος στη συντροφιά του Μίκη για την είσοδο της ποιοτικής μουσικής όλων των ειδών στους χώρους της δουλειάς. Από μια πρώτη σκοπιά η ιδέα έμοιαζε προοδευτική άρα και ελκυστική για την εποχή. Ο Μίκης είχε άλλη άποψη για το θέμα. Το είχε συζητήσει και με αρκετούς εργαζόμενους ακόμα και στη βαριά βιομηχανία. Μας έλεγε ότι ο εργάτης αγαπά τη δουλειά του, όχι όμως και το χώρο της δουλειάς. Οι εργαζόμενοι άντρες και γυναίκες θέλουνε απ΄ τη δουλειά να πάνε σπίτι τους να βάλουν τα καλά τους ρούχα να πάρουν τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους και μαζί να πάνε να ψυχαγωγηθούν με τη μουσική μαζί με τους συμπολίτες τους.

Η τύχη τ’ έφερε όμως η μουσική του ν’ ακουστεί και μέσα σε μια μεγάλη φάμπρικα. Του ζητήθηκε και δέχτηκε να παίξει το Canto General του Παύλου Νερούδα, στο εργοστάσιο επεξεργασίας βωξίτη στη μικρή Νορβηγική πόλη Sauda. Σε μια τριήμερη επετιακή γιορτή του εργοστασίου. Σ’ ένα. τμήμα απέραντο του εργοστασίου οργανώθηκε η σκηνή και η αίθουσα για το κοινό Στη μια κάθετη πλευρά του χώρου στοίβες το επεξεργασμένο μετάλλευμα., απ’ την άλλη τρεις τεράστιες μπούκες με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού καθάριζαν την πρώτη ύλη που εξέπεμπε τεράστιες πύρινες γλώσσες, που ζέσταιναν και φώτιζαν σαν αστραπές περιοδικά το χώρο και τις ογκώδης σιδηροκατασκευές που φάνταζαν σαν μυθικά θηρία..

Έξω χιόνιζε συνέχεια. Η θερμοκρασία πολύ κάτω απ’ το μηδέν. Ο κόσμος άντρες και γυναίκες έρχονταν βαριά ντυμένοι και εξοπλισμένοι. Γυναίκες και μικρά παιδιά, με μάλλινα σάλια, μπατανίες γούνινους σκούφους και γούνινα γάντια.

Όσοι εργάτες τέλειωναν της βάρδια τους στέκονταν όρθιοι με τις φόρμες και τα κίτρινα κράνη τους. Παρά την κούραση τους δεν έλεγαν να φύγουν. Πότε – πότε σιγοτραγουδούσαν γνωστούς στοίχους.

Κάποτε έγινε διάλυμα. Πήγα να δω το Μίκη σ’ ένα θερμαινόμενο τροχόσπιτο ,που υπήρχε κοντά στην σκηνή. Ο Μίκης ανήσυχος κάπως με ρωτά «πως πάμε;» «υπέροχα» του απαντώ. «Δεν ακούω όμως χειροκρότημα». Οι άνθρωποι εκτός που τραγουδούν του λέω χειροκροτούν μετά από κάθε τραγούδι ασταμάτητα. Αλλά πως ν’ ακούσεις τα χειροκροτήματα μέσα απ΄τα γούνινα γάντια που φορούν:;

Φίλοι ακροατές μπορείτε για μια στιγμή να φαντασθείτε μια μεγάλη αίθουσα στην ίδια μικρή βιομηχανική πόλη της Νορβηγίας τη Sauda, γεμάτη με κόσμο κυρίως εργατοϋπαλληλικό, να τραγουδά μαζί με την Σουηδή τραγουδίστρια Άρια, το : «και συ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό….», κρατώντας με παλαμάκια το ρυθμό!

Ακόμα κι’ αν ήξεραν λίγα ελληνικά τι θα μπορούσαν να καταλάβουν απ’ τους στοίχους αυτού του τραγουδιού! Τι ήταν γι’ αυτούς ο Ωρωπός ; Ανυπολόγιστη η επικοινωνιακή δύναμη της γνήσιας μουσικής γιατί μπορεί να δονεί τις ψυχές των ανθρώπων. Είναι και η Μουσική γλώσσα Ζωντανή

Κύριε Πρόεδρε,

Σας ζητώ συγνώμη που ξέφυγα απ’ το πλαίσιο που μου ορίσατε. Δεν είμαι ιστορικός. Σταχυολόγησα για το σημερινό ακροατήριο, στην πατρώα γη του Μίκη, ανήμερα της 80ης γενέθλιας μέρας του, κάποια ελάχιστα στιγμιότυπα, αποστάγματα μιας ζωής και μιας φιλίας 60 χρόνων, ενός ανθρώπου που ότι έπραξε μέχρι σήμερα στα ογδόντα του χρόνια, είχαν ως αφετηρία και ως αποδέκτη την Ελλάδα και τον Έλληνα.

Φίλε Μίκη,

Μαζί με τις ευχές των συμπατριωτών σου και των όπου γης Ελλήνων, δέξου και τις δικές μου για υγεία μακροημέρευση και μαχητική παρουσία στα δρώμενα του τόπου μας.

 

Βύρων Σάμιος
Γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες απ’ την Σμύρνη. Φοίτησε σε δημόσια σχολεία σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και τελικά το σχολικό έτος 1943 αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης της Ν. Σμύρνης με βαθμό Λίαν Καλώς.
Το 1943 στη διάρκεια της κατοχής ύστερα από εισαγωγικές εξετάσεις, εισήλθε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1945 αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του, για να ενταχθεί στον Εθνικό Στρατό. Συνέχισε, όμως, τη φοίτηση στην Ιατρική Σχολή μετά το τέλος του Εμφυλίου και το 1954 έλαβε το πτυχίο με βαθμό «Λίαν Καλώς».
Την ειδικότητα του Παθολόγου έλαβε ύστερα από την τετράχρονη εκπαίδευσή του στην Β΄ Παθολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών υπηρετούσε στη Β’ Χειρουργική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1967, συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια ως συνεργός στην επιχείρηση διαφυγής του Μίκη Θεοδωράκη, από το σπίτι του σ’ άλλη κρυψώνα, καταζητούμενος ως «αντεθνικώς δρών» και κρατήθηκε επί τρίμηνο στην απομόνωση της ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας. Το 1967 πέρασε από το Στρατοδικείο της Αθήνας με την ίδια κατηγορία. Μετά την αθώωση του, συνέχισε την επιστημονική του πορεία στην Β’ Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημίου της Αθήνας . Όταν αποφυλακίστηκε η Χούντα του επέτρεψε να υποστηρίξει την εργασία του και έλαβε τον τίτλο του Υφηγητή το 1967 με το Βαθμό «Λίαν Καλώς».
Έχει εργαστεί στο ΙΚΑ, από το 1974 μέχρι το 1989 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Σήμερα συνεχίζει ως Οικογενειακός Ιατρός στον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα, εργάστηκε επί σειρά ετών στην Εταιρεία Ιατρικών Σπουδών με την ομάδα ΙΑΤΡΟΤΕΚ, για την ελληνική μετάφραση του MESH από τα αγγλικά, χρήσιμο εργαλείο για την ταξινόμηση της Ιατρικής Βιβλιογραφίας και την εύκολη αναζήτηση άρθρων με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων. Από το 1992, παράλληλα με την άσκηση ιδιωτικής ιατρικής οργάνωσε και λειτουργεί μέχρι σήμερα το Γραφείο Εκπαίδευσης του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, το οποίο έχει την ευθύνη για την συνεχή επαγγελματική κατάρτιση όλου του προσωπικού.
Το 1976, μετά την επιστροφή του Μίκη στην Αθήνα, ευθύς μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μαζί με ομάδα φίλων οργάνωσε το Κίνημα Ειρήνης και Φιλίας, το οποίο έκανε σειρά διαλέξεων για τα δικαιώματα των πολιτών, την ειρήνη, τη γλώσσα και συζητήσεις για συναφή θέματα. Το κίνημα ήταν εκτός της επιρροής των κομμάτων γι’ αυτό και οι νεολαίες τους απείχαν από κάθε εκδήλωσή του. Αυτό οδήγησε και στην αναστολή της δράσης του κινήματος.

Back To Top