skip to Main Content

ARJA SAIJONMAA

Ο κόσμος μου με τον Μίκη

(απομαγνητοφωνημένη ομιλία)

Αγαπητοί φίλοι, αγαπητέ Μίκη, το τραγούδι το έλεγαν το «Περιγιάλι» και ο συνθέτης ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Έμαθα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν φυλακισμένος λόγω του τραγουδιού αυτού και ότι το τραγούδι αυτό ήταν απαγορευμένο στην Ελλάδα εκείνη την εποχή της δικτατορίας. Το τραγούδι μιλούσε για μια μυστική παραλία, για το περιγιάλι που ήταν λευκό σαν περιστέρι «διψούσαμε το μεσημέρι αλλά δεν μπορούσαμε να πιούμε το νερό, το νερό ήταν γλυφό, πάνω στην άμμο την ξανθιά γράψαμε το όνομά της και τα κύματα σβήσανε το όνομα». Έμαθα αργότερα, όταν γνώρισα το Μίκη ότι το όνομα αυτό ήταν «Ελευθερία».

Ας γυρίσουμε όμως πίσω, τότε που πρωτοάκουσα, που πρωτοπήρα στα χέρια μου μάλλον το τραγούδι «Περιγιάλι». Ήταν στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, στο φοιτητικό θέατρο που ήταν το πρώτο πειραματικό και πολιτικό θέατρο της Φιλανδίας, τέλη της δεκαετίας του ’60. Δεν ήξερα τίποτα για το Μίκη Θεοδωράκη. Μελετούσα κλασικό πιάνο στην Ακαδημία Sibelius. Ήμουν ενεργό μέλος του θεάτρου και δούλευα τότε μέσα στο πνεύμα της εποχής και σιγά – σιγά πολιτικοποιήθηκα. Κάναμε πρόβα για ένα πολιτικό καμπαρέ για την Ελλάδα το λέγαμε «Καμπαρέ για τη δημοκρατία» και όταν λέω «καμπαρέ» εννοώ με συζήτηση, με πολιτικά τραγούδια, χρησιμοποιούσαμε Berthold Brecht, είχαμε φιλανδέζικα πολιτικά τραγούδια «Καφέ Θεάτρου» και πρόγραμμα καμπαρέ. Όμως το «Περιγιάλι» ήταν εντελώς διαφορετικό. Που ήταν το πολιτικό μήνυμα που στοίχισε την ελευθερία σε αυτό το συνθέτη; Γιατί ήταν φυλακισμένος; Δεν υπήρχε τίποτα το επικίνδυνο σε αυτό το τραγούδι. Ένα λυρικό αριστούργημα ήταν, που το είχε γράψει ο Γιώργος Σεφέρης, που είχε το βραβείο Νόμπελ.

Το τραγούδι μίλησε στην καρδιά μου, μίλησε σε όλες μου τις αισθήσεις. Με την αίσθηση αρμονίας, με την αισθησιακότητά του, ένα τόσο γυμνό τραγούδι με γεύση αλατιού, άμμου, ήλιου… Ένιωθα σαν να βρισκόμουν μέσα σε μια ατμόσφαιρα αγνότητας και αγάπης, μια πλήρης κάθαρση. Το πιο όμορφο τραγούδι που είχα ακούσει σε ολόκληρη τη ζωή μου.

Θυμάμαι ότι τότε σκέφτηκα: «αυτό τον άνθρωπο θα ήθελα κάποτε να τον γνωρίσω, πρέπει να είναι κάτι το ιδιαίτερο. Για να γράψεις κάτι τόσο όμορφο και να μπεις στη φυλακή γι’ αυτό…». Το θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Ήταν τόσο δυνατό, και τώρα είναι τόσο δυνατό, μετά από τόσα χρόνια, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα.

Πρέπει να το ήθελα τόσο πολύ να συναντήσω αυτό τον άνθρωπο, που το άκουσα οι Θεοί και τελικά εμφανίστηκε αυτός ο άνθρωπος στη Φιλανδία. Είχε καταφέρει να ξεφύγει από τη δικτατορία στην Ελλάδα και επισκεπτόταν διάφορες ευρωπαϊκές χώρες δίνοντας ομιλίες, προσπαθώντας να βρει υποστήριξη για μια εκστρατεία κατά της δικτατορίας και μιλούσε στους φοιτητές, στους πολιτικούς. Μέχρι τότε είχα προχωρήσει κι εγώ είχα γίνει διευθύντρια του φοιτητικού θεάτρου και μάλιστα είχα γίνει σκηνοθέτης και σκηνοθετούσα ένα έργο.

Ήταν Κυριακή απόγευμα και ήρθαν κάποιοι στο οίκημα όπου είχαμε το στούντιό μας και μου είπαν βιαστικά ότι βρήκαν μια μαγνητοταινία στο φιλανδικό ραδιόφωνο, που άκουγαν κάποια φωνή γυναικεία κάποιου κοριτσιού -μου είπαν- που τραγουδούσε Μίκη Θεοδωράκη. «Μήπως ήταν καμία από το θέατρο το δικό μας;» και τους είπα ότι «μάλλον εγώ θα είμαι, εγώ θα το τραγουδούσα αυτό σε αυτή τη ραδιοφωνική μαγνητοφώνηση που έχετε» μου είπαν ότι «έρχεται ο Μίκης Θεοδωράκης στο Ελσίνκι την επόμενη μέρα και ήταν κουρασμένος και έψαχνε κάποιον που θα μπορούσε να τραγουδήσει τα τραγούδια του». Τώρα που βρήκαν ότι εγώ είχα μαγνητοφωνήσει αυτό το τραγούδι που άκουγαν, όταν ήμουν μικρότερη, ήρθαν και σχεδόν με βούτηξαν και με έσπρωξαν στη σκηνή το επόμενο βράδυ. Εγώ ακύρωσα όλες αυτές τις πρόβες που σκηνοθετούσα, έτρεξα στο ραδιόφωνο, βρήκα τις ταινίες, έμαθα το τραγούδι ξανά, μέτραγα τους ρυθμούς, μέσα σ’ ένα 24ωρο, έγραφα γραμμούλες δίπλα στις λέξεις.

Κατάφερα όμως να μπω στη σκηνή εκείνη την επόμενη βραδιά, Δευτέρα βράδυ ήταν, με μια αυτοσχέδια ορχήστρα είχα γράψει σημειωματάκια για να ξέρω πότε θα μιλήσω, πότε θα τραγουδήσω, πόσους ρυθμούς θα μετρήσω, έτρεμε η ψυχούλα μου. Τι θα σκεφτόταν αυτός ο συνθέτης για εμένα; Φανταζόμουν ότι θα θυμώσει, θα γίνει έξαλλος γιατί μπορεί να τραγούδησα τα τραγούδια του αλλιώς από ότι τα φανταζόταν. Δεν είχα ιδέα πως θα έπρεπε να ερμηνεύσει κανείς τα τραγούδια αυτά. Τα άφησα να βγουν από την καρδιά μου, με το δικό μου πάθος. Έβαλα όλη μου την επίγνωση του κόσμου, όλα μου τα όνειρα, την ψυχή μου. Μπορεί να μην είχα πολύ μέχρι τότε, αλλά ό,τι είχα βγήκε. Και βγήκε δυνατά.

Μίλησα για τα δέντρα που δεν λυγίζουν κάτω από ένα μικρό ουρανό για τα πρόσωπα που μόνο σκύβουν μπροστά στη δικαιοσύνη, για το τοπίο που είναι σκληρό σαν τη σιωπή και την καυτή πέτρα, για τις σκηνές, για τις ελιές, για τα αμπέλια, για το νερό, για το φως. Μίλησα για πράγματα, για εικόνες μέσα από τα ποιήματα που ήταν πάρα πολύ ισχυρές γεμάτες πάθος, γεμάτες δύναμη. Για κάποιον από τις Σκανδιναβικές χώρες σαν κι εμένα, ήταν εξωτικά. Κυπαρίσσια δεν φυτρώνουν στις Σκανδιναβικές χώρες. Οι λέξεις είχαν περίεργη γεύση φρούτου στο στόμα μου, η μουσική ήταν δραματική, γυμνή, αισθησιακή, με μάγεψε η ομορφιά του κόσμου αυτού.

Ο κύκλος των τραγουδιών ήταν η «Ρωμιοσύνη». Μιλούσε για τον αγώνα ενός περήφανου λαού και για τα δικαιώματά του και για την ελευθερία του. Ήταν το κείμενο του ποιητή των ποιητών, του Γιάννη Ρίτσου. Του ελληνικού εθνικού ινδάλματος που η συμβολική του γλώσσα, φτάνει βαθιά, όσο βαθιά μπορεί να φτάσει η ανθρωπότητα.

Πλείστοι ήρθαν στο θέατρό μας. Ήρθε ο Μίκης, έκατσε στην πρώτη σειρά και λίγα λεπτά που είχα αρχίσει να τραγουδάω, σηκώθηκε ξαφνικά ο Μίκης, ανέβηκε στη σκηνή, πηδώντας σχεδόν πάνω στη σκηνή -δεν ήταν κουρασμένος αυτός ο άνθρωπος όπως μου τον είχαν περιγράψει- ήρθε στο πιάνο, έδιωξε τον πιανίστα τον κακομοίρη, έκατσε ο ίδιος στο πιάνο κι άρχισε να με συνοδεύει. Κρατούσαν την αναπνοή τους όλοι στο ακροατήριο. Τι στο καλό γινόταν; «Το ξέρεις αυτό το τραγούδι;» μου έλεγε «Αυτό το ξέρεις;» «Εκείνο το ξέρεις;» στα αγγλικά μου μιλούσε. Ναι μερικά τα ήξερα, μόνο στα φιλανδικά όμως. «Δεν πειράζει» -μου έλεγε- «τραγούδα μαζί μου». Τραγουδούσαμε λοιπόν ντουέτο. Εκείνος ελληνικά, εγώ φιλανδικά. Πραγματικά δεν πείραζε. Αρχίσαμε να αυτοσχεδιάζουμε. Γινόταν κάτι παράξενο. Δεν ξέρω τι. Η μαγεία ήταν εκεί και τη νιώθαμε και η μουσική.

Ξαφνικά άρπαξε το μικρόφωνο ο Μίκης και ανήγγειλε στο ακροατήριο «Η ‘Αρια θα με ακολουθήσει στην παγκόσμια τουρνέ μου»! Έτσι το άκουσα. Εκεί το άκουσα πρώτη φορά. Στο μικρόφωνο στη σκηνή. Σιωπή στο ακροατήριο και μετά η μεγάλη έκρηξη. Τα νέα κυκλοφόρησαν. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Τον ακολούθησα. Εγκατέλειψα τις σπουδές μου, εγκατέλειψα το θέατρο, εγκατέλειψα τη Φιλανδία, την Ακαδημία Sibelius, τα εγκατέλειψα όλα. Ακολούθησα το Μίκη, πήγα στο Παρίσι εκεί που ζούσαν πολλές άλλες προσωπικότητες του πνεύματος, εξόριστος και ξεκινήσαμε την παγκόσμια τουρνέ.

Ο Μίκης είχε αλλάξει τη ζωή μου. Την άνοιξε προς μια καινούρια, άγνωστη εντελώς απροσδόκητη κατεύθυνση. Ήμουν μια από τους τρεις σολίστες, οι άλλοι δυο ήταν Έλληνες και ήμουν η μόνη ξένη στην ομάδα. Στην ομάδα αυτή δεν υπήρχε ποτέ άλλος ξένος, ήμουν η μόνη «βάρβαρη». Έτσι δεν λέτε για τους μη Έλληνες; Συμμετείχα στη ζωή αυτών των εξόριστων ανθρώπων, στην καθημερινή τους διαμάχη, στις πραγματικά μεγάλες στιγμές των συναυλιών. Για μια «βάρβαρη» λοιπόν ήταν έντονη η εμπειρία αυτή. Με ταρακούνησε.

Πέρα από την ελληνική κουλτούρα, ήταν καινούριο και το Παρίσι για εμένα. Οι Έλληνες ήταν εξόριστοι. Εκεί στο Παρίσι οι πολιτιστικές διαφορές αποκτούσαν ένα ανθρώπινο τόνο. Η φωνή του Μίκη έγινε διεθνής, έγινε η φωνή όλων των δυστυχισμένων. Ήταν μεγάλη η φωνή του Μίκη εκείνη την εποχή. Με την κοινωνικοπολιτική του δέσμευση κατάφερε να φτάνει πολύ πέρα από τα εθνικά και πολιτιστικά σύνορα. Η μουσική έπαιζε ένα ρόλο μέσα στην πολιτική πραγματικότητα. Τα οράματά μου, τα όνειρα μιας νεαρής ιδεαλίστριας που ήμουν, γρήγορα μπήκαν στην πολιτική πραγματικότητα. Από τα όνειρα βγήκε η δράση, η πραγματικότητα, ο αγώνας για την ελευθερία.

Έτσι ξεκίνησε η δημιουργία γεφυρών ανάμεσα στους πολιτισμούς. Βγήκε από μια αναγκαιότητα. Δεν ήταν μια ελιτίστικη προσέγγιση, δεν ήταν μια τουριστική προσέγγιση. Οι πολιτιστικές διαφορές ήταν κάτι το ενδιαφέρον, ήταν ένα μπόνους, ήταν κάτι παραπάνω, δεν ήταν αυτοσκοπός, ήταν κάτι που μας έδινε κίνητρα να παλεύουμε για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.

Από όλη την Ευρώπη περάσαμε και στην Αυστραλία και στη Νότια Αμερική, ο κόσμος μίκρυνε, χτες στην Κωνσταντινούπολη, αύριο στη Στοκχόλμη, γυρνάμε ολόκληρο τον κόσμο. Ανακάλυπτα και τον ελληνικό πολιτισμό μέσα από τους συναδέλφους, μέσα από τους φίλους που συναντούσα Έλληνες καλλιτέχνες, διανοούμενους, πολιτικούς, φοιτητές, αστέρες του κινηματογράφου, εξόριστους, είχαν να μου πουν δραματικές εμπειρίες. Ήταν σαν να κοιτούσα κατάματα το κακό που είχαν περάσει, όλα τα βάσανά τους τα έβλεπα στα μάτια τους.

Τραγουδούσα στα φιλανδικά στην αρχή. Εκτός από τους Έλληνες κανείς άλλος δεν καταλάβαινε τη διαφορά και το Μίκη δεν τον ένοιαζε, μου έλεγε «μην βιάζεσαι με τα ελληνικά, αργά – αργά». Μας φαινόταν αρκετά περίεργο που μπορούσαμε να ανακατεύουμε και τους πολιτισμούς και τις γλώσσες κατά αυτό τον τρόπο και αστειευόμασταν πολύ με το Μίκη και με όλα τα άλλα μέλη της ομάδας. Με περνούσαν για Ελληνίδα και αυτό με έκανε υπερήφανη και με κολάκευε. Βέβαια κάτι μου έλειπε μέχρι να μπορώ να νιώσω ότι αξίζω να με λένε Ελληνίδα.

Βρήκα κάτι μεταφράσεις τραγουδιών του Μίκη και όποτε έβρισκα τέτοιες μεταφράσεις σε οποιαδήποτε χώρα σε οποιαδήποτε γλώσσα τις χρησιμοποιούσα. Ήταν ωραίο να χρησιμοποιώ τη μεταφρασμένη γλώσσα για να καταλαβαίνουν οι άνθρωποι τα τραγούδια στη γλώσσα τους. Συνήθως όμως ήταν κακές αυτές οι μεταφράσεις, ήταν σαν κάποιος να καταλάβαινε κάποια ελληνικά και να έβγαζε γρήγορα μια μετάφραση στη γλώσσα τους. Σίγουρα ήταν πολύ κατώτερες των τραγουδιών αυτές οι μεταφράσεις.

Κάποια στιγμή μέσα στην τουρνέ άρχισα να τραγουδάω και ελληνικά. Ήταν τότε που πηγαίναμε στην Αυστραλία. Αποφάσισα να κάνω το άλμα και να μάθω να τραγουδάω ελληνικά. Εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία περίμεναν διψασμένοι ν’ ακούσουν τα τραγούδια τους στα ελληνικά. Τεράστια πρόκληση για εμένα. Κουβάλαγα πολλά λεξικά στις αποσκευές μου, εξάλλου οι αποσκευές μου που ήταν πάντοτε υπέρβαρες είχαν γίνει ανέκδοτο στην ομάδα μας. Δεν με ένοιαζε όμως. Αλλά εκείνοι δεν καταλάβαιναν, άλλαζε η ζωή μου. Η ζωή μου μαζί τους εξαρτιόταν όχι μόνο από τη μουσική, αλλά και από τις λέξεις. Γιατί οι λέξεις είναι κομμάτι από τη μουσική του Μίκη.

Ταξίδευα με τις λέξεις από όλες τις γλώσσες σε όλες τις χώρες που πηγαίναμε. Υπάρχουν όμως πράγματα που δεν μπορείς να τα μάθεις από τα βιβλία, δεν μπορείς να τα μάθεις από τα λεξικά. Αυτό το γεφύρωμα προς έναν άλλο πολιτισμό, δεν μπορεί να περιγραφεί σε κανένα βιβλίο, δεν το μαθαίνεις μόνο με τη διανόηση. Κατάλαβα τελικά τον ελληνικό πολιτισμό με τη ζωή μου, με τους Έλληνες, τους φίλους, τους συναδέλφους, από τη δουλειά μας με τη μουσική. Σε εκείνο το αεροπλάνο 24 ώρες πτήση από το Παρίσι στο Σύδνεϋ έφτασε η σειρά μου να βασανίσω τους Έλληνες συνεργάτες. Έψαχνα τις λέξεις για τα τραγούδια του Ρίτσου, είχα λεξικό της νέας ελληνικής. Δεν έβρισκα όμως τις λέξεις του Ρίτσου, δεν τις είχε το λεξικό. Έπρεπε κάποιον να ρωτήσω. Κοιμούνταν όλοι. Εγώ όμως έπρεπε να τις βρω τις λέξεις.

‘Αρχισα να χτυπάω τον ώμο του Πέτρου Πανδή που ήταν ο τραγουδιστής μαζί μας «συγγνώμη Πέτρο, τι θα πει αυτή η λέξη; Δεν την έχει το λεξικό μου». Βέβαια τότε δεν ήμουν πια η καινούρια εξωτική ξανθιά Σκανδιναβή στην ομάδα, το είχαν ξεχάσει αυτό, τέλος ο μήνας του μέλιτος, με είχαν συνηθίσει και μου έλεγε ο Πέτρος «σε παρακαλώ μην με ξυπνάς. Και βέβαια δεν είναι στο λεξικό. Η γλώσσα του Ρίτσου είναι, έτσι περιγράφει ο Ρίτσος τα ηλιοβασιλέματα του Αιγαίου. Εξάλλου είναι και πολύ όμορφα τα ηλιοβασιλέματα του Αιγαίου. Δεν εξηγούνται. Δεν μπορώ να στα εξηγήσω, δεν μεταφράζεται αυτό το πράγμα».

Δεκάδες λέξεις για να περιγράψει κανείς τα ηλιοβασιλέματα του Αιγαίου και όχι μόνο δεκάδες, εκατοντάδες. ‘Αρχισα να μαζεύω αυτές τις λέξεις που δεν μεταφράζονται. Μάζεψα αυτές τις λέξεις, αυτές τις έννοιες κι έφτιαξα το δικό μου λεξικό. Λέξη – λέξη, απόχρωση – απόχρωση, χρώματα, εναλλαγές χρωμάτων, ήταν το κλειδί μου στη γλώσσα των Ελλήνων ποιητών, πριν μάθω οτιδήποτε για την ελληνική γραμματική βέβαια. Με αυτό τον κατάλογο των λέξεων που δεν μεταφράζονται, τον ονόμασα «Βίβλο» ήταν η βίβλος μου που θα με καθοδηγούσε μέσα στη ζούγκλα προς τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτή την πτήση Παρίσι – Σύδνεϋ δεν θα την ξεχάσω.

Δεν ήξερα τι θα τον έκανα αυτό τον κατάλογο με τις λέξεις που δεν μεταφράζονται, κάποτε όμως κάπου θα το χρησιμοποιούσα. Μου είπε ο Μίκης κάποτε ότι «η μουσική μου είναι σαν ένα όμορφο γυμνό κορίτσι» «une belle fille nude» στα γαλλικά. Η μουσική είναι σαν μια μελωδία που έρχεται σαν δώρο θεϊκό, θεόσταλτο. Κάθεσαι σ’ ένα βράχο στην ακτή και έρχεται η μουσική και μετά σηκώνεις ψηλά το βλέμμα και ευχαριστείς τον Θεό που την έστειλε. Όλα τα άλλα είναι απλώς μαθηματικά. Σύνθεση.

Ευτυχώς ο Μίκης διάλεξε σαν εργαλείο του τα τραγούδια, τη μουσική. Ευτυχώς για όλους μας. Δεν έχουν όλοι το χάρισμα αυτό, αυτή τη μαγική αίσθηση της μελωδίας. Χιλιάδες αξέχαστες μελωδίες για όλους εμάς που κακομάθαμε, που έχουμε αυτό το προνόμιο να τραγουδάμε τα τραγούδια του. Είναι κάτι που μας καθοδηγεί. Το ένα αξιαγάπητο τραγούδι ακολουθεί το άλλο. Ένας κόσμος θεόσταλτος, ένα θεϊκό δώρο, αυτή η μελωδική αρμονία που δεν είναι όμως το παν. Αυτές οι μελωδίες μας οδηγούν κάπου. Αυτό το όμορφο γυμνό κορίτσι έχει κάτι να μας πει, θέλει να τραγουδά τα τραγούδια με λέξεις και έλεγε πάλι ο Μίκης «Εν αρχή είναι ο Λόγος και το έργο μου αποτελεί μαρτυρία γι’ αυτό. Για να εξηγήσω τη μουσική μου πρέπει να τονίσω το ποιητικό κείμενο. Αυτός είναι ο λόγος που γεννάει τη δουλειά μου. Αυτό που θέλω να κάνω είναι να υπηρετήσω το κείμενο, την ποίηση, να υπηρετήσω πιστά τη σύγχρονη ελληνική ποίηση». Τεράστια πρόκληση. Πώς να γεφυρώσει κανείς τις κουλτούρες, τις γλώσσες;

Ο Θεοδωράκης και ο Ρίτσος ήθελαν να γράψουν μουσική που δεν θα μπορούσες να φανταστείς με άλλο κείμενο ή με άλλη μουσική. Ούτε το κείμενο χωρίς μουσική, ούτε τη μουσική χωρίς κείμενο. Η «Ρωμιοσύνη» υλοποιεί τις επιθυμίες, τους πόθους, τους στόχους των Ελλήνων και του ελληνικού έθνους. Και ιδού το πρόβλημα: αυτή η ιερή συμμαχία ανάμεσα στη μελωδία και στα λόγια πως θα μπορούσε να ερμηνευτεί σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα;

Μετά την παγκόσμια τουρνέ γύρισα στις Βόρειες χώρες γιατί ήθελα στις Σκανδιναβικές χώρες να παρουσιάσω το έργο και τη μουσική του Μίκη, μέχρι τον Αρτικό κύκλο, μακριά από τα άχαρα Κόμματα, μακριά από τις πολιτικές εκστρατείες και τα πολιτικά συνθήματα. Έπρεπε τώρα να δω την αλήθεια κατάματα. Ένας Σκανδιναβός πολίτης τι άλλο μπορούσε να βρει μέσα σε αυτά τα τραγούδια εκτός από τη μουσική; Πως θα μπορούσε να κρατήσει αυτά τα τραγούδια μέσα σ’ ένα πολιτισμό που δεν ήταν ελληνικός, αλλά μια ξένη χώρα, μια ξένη γλώσσα. Πως μπορούσε κανείς να μεταφράσει τα λόγια των τραγουδιών του Μίκη;

Σας είπα ότι συνάντησα κακές μεταφράσεις, λέξεις που δεν είχαν σχέση με τα ποιήματα, δεν είχαν σχέση με τη μουσική. Έπρεπε να δοθώ σ’ ένα καινούριο αγώνα, να βρω τους ποιητές, να βρω την ποιητική μορφή που θα μπορούσε πραγματικά να συνοδέψει τα τραγούδια του Μίκη. Το να βρω τους ποιητές που θα ερμήνευαν τα λόγια στα τραγούδια του Μίκη, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Θα έλεγα ότι είναι αδύνατο.

Νομίζω όμως ότι είναι το πιο σημαντικό το να βρεθεί ένας ποιητής που θα αποδώσει την ποίηση. Μπορεί ένας ποιητής να κάνει καταπληκτική δουλειά με τη μετάφραση ενός ποιήματος. Όμως σου δένει τα χέρια και η μουσική. Η μουσική δρα δικτατορικά γιατί πρέπει οι λέξεις να υπόκεινται στη μουσική, στους ρυθμούς. Είναι σημαντικό να είσαι εξίσου καλός ποιητής όσο και ο ποιητής του πρωτοτύπου. Να έχεις την ίδια αποδοχή στη δική σου γλώσσα, στη δική σου κουλτούρα, στη δική σου κοινωνία. Να έχεις την εξουσιοδότηση να φτιάξεις τη δική σου τέχνη από το υλικό που πήρες από το πρωτότυπο. Γιατί ο ποιητής που μεταφράζει έχει από πάνω του και τον αγχωμένο τραγουδιστή που θέλει τα τραγούδια να τα τραγουδήσει.

Έψαξα πολύ και βρήκα δυο. Τον , Penttis Saaritsa στη Φιλανδία που είχε κερδίσει το Διεθνές Βραβείο Neruda και τον Lars Forsell στη Σουηδία μέλος της Επιτροπής Νόμπελ. Αυτοί οι μεγάλοι ποιητές κατάφεραν να δώσουν μια ερμηνεία στα περισσότερα τραγούδια του Μίκη. Διάβασαν τις παρτιτούρες της μουσικής και κατάφεραν να κάνουν τη μικροχειρουργική τους να βρουν συλλαβή τη συλλαβή αυτό που έπρεπε να αποδώσει το πρωτότυπο, δίνοντας ένα νέο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Κάθε φορά που παίρνω ένα τέτοιο πολύτιμο κείμενο στα χέρια μου, το νιώθω σαν θαύμα. Είναι κάτι που βοηθάει το τραγούδι να πετύχει μέσα στον άλλο πολιτισμό και πραγματικά μπορεί να φτιάξει μια γέφυρα μεταξύ πολιτισμών ένα τέτοιο τραγούδι, μια γέφυρα ανάμεσα σε λαούς.

Έφτασε και η μέρα που πραγματικά μπόρεσα να χρησιμοποιήσω τη βίβλο με τις λέξεις που δεν μεταφράζονται που είχα φτιάξει. ‘Αρχισα να βοηθάω τους μεταφραστές που μετέφραζαν τη γλώσσα του Ρίτσου, του Καζαντζάκη, του Καμπανέλλη, του Σεφέρη, άλλων ποιητών. Προσπάθησα να τους δώσω τη μυρωδιά, τη γεύση των λέξεων που δεν μεταφράζονται, προσπάθησα να τους βοηθήσω να βρουν την έμπνευσή τους και όταν δεν έφταναν οι δικές μου γνώσεις έψαχνα φίλους Έλληνες, ή Σκανδιναβούς για να μας δώσουν γλωσσική βοήθεια, μόνο με τις λέξεις. Γιατί τελικά μόνο ο ποιητής μπορούσε να αποδώσει τα τραγούδια του Μίκη. Κάτι τέτοιο τιμά όχι μόνο το συνθέτη και τον ποιητή, αλλά και τον πολιτισμό και τους ανθρώπους που θα δεχτούν τη μετάφραση των τραγουδιών στη γλώσσα τους.

Χαίρομαι γιατί μπορώ να πω ότι η δουλειά μας πραγματικά ήταν επιτυχημένη και είχε πολύ καλή ανταπόκριση. Πουλήσαμε εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους, κάναμε εκατοντάδες συναυλίες σε όλες τις Σκανδιναβικές χώρες στη Φιλανδία, στη Σουηδία, φτάνοντας στις αρκτικές ακτές της Σουηδίας. Ο Μίκης έγινε απόλυτα γνωστός στις Σκανδιναβικές χώρες ανεξάρτητα από τη γλώσσα, ανεξάρτητα από τη χώρα, από το ποιος, από το που, η μελωδική γραμμή του Μίκη άγγιξε την καρδιά του απλού ανθρώπου. Μπορεί ο Schubert να είναι λίγο ελίτ, ο Μίκης είναι όμως δημοφιλής, είναι απλός, άμεσος. Τα τραγούδια του Μίκη έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της νορβηγικής, της σουηδικής, της φιλανδικής παράδοσης. Είναι σκανδιναβικά αυτά τα τραγούδια πια. Ήταν ιδιαίτερη η τιμή για εμένα που τραγούδησα τον «Καημό» που το λένε τραγούδι της ελευθερίας στα σουηδικά για την κηδεία του Όλαφ Πάλμε του Πρωθυπουργού της Σουηδίας που δολοφονήθηκε. Το τραγούδι έχει μείνει στις καρδιές όλων, όλοι το θυμούνται.

Μακάρι να είχε γίνει η ίδια δουλειά και σε άλλες χώρες και σε άλλες γλώσσες με τη μουσική του Μίκη στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά. Οι Γερμανοί αγαπάνε τόσο πολύ τον Θεοδωράκη και θα έπρεπε να χωθούν στα λόγια των τραγουδιών, να καταλάβουν το περιεχόμενο απ’ άκρη σε άκρη. Που είναι όλοι αυτοί οι μεγάλοι ποιητές; Θα ήθελα να μπορούσα να κάνω την έρευνα, θα ήθελα να μπορούσα να τους βρω, δεν είχα όμως το χρόνο γιατί όλη μου την ενέργεια και το χρόνο τα σπατάλησα για τη Σκανδιναβία, για τις Σκανδιναβικές χώρες. Είναι μια πολύ αργή και δύσκολη δουλειά το να βρει κανείς το κείμενο που θα αρμόζει στη μουσική του Μίκη και η γλώσσα μου δεν είναι σουηδική, δεν είναι η μητρική μου γλώσσα άρα και για εμένα ήταν τεράστια η δουλειά για να μπορέσω να δουλέψω με τον Lars Forsell και να έχω με τους Σουηδούς ποιητές μια συνεργασία και είμαι πολύ περήφανη που τα κατάφερα. Ακόμη ψάχνω τους ποιητές για τη μουσική του Μίκη σε οποιαδήποτε γλώσσα. Δεν νομίζω ότι θα τελειώσει ποτέ αυτή η αναζήτηση.

Θα ήθελα τέλος να πω και προσωπικά προς το Μίκη δυο λόγια. Σε βλέπω σαν κάποιον Μίκη που έχει καλλιεργήσει την ελληνική του προέλευση, την ελληνική του κουλτούρα, τις ελληνικές του ρίζες, την ταυτότητά του, την ιστορία, την παιδεία μέσω της ανώτερης εκπαίδευσης της κλασικής μουσικής εκπαίδευσης, κάποιος όμως που γύρισε πίσω στις ρίζες του, επέλεξε συνειδητά την ελληνική του καταγωγή σαν εργαλείο για τη μουσική δημιουργία. Δεν είσαι μόνο Έλληνας Μίκη. Χρησιμοποιείς τη ρωμιοσύνη σου για να βγεις προς τα έξω, να πει κάτι που ανήκει σε όλους μας.

Για εμένα ξέρω ότι μπορώ να πω ότι ποτέ δεν θα γίνω Ελληνίδα εκ καταγωγής, μπορώ όμως να ερμηνεύσω κάτι που οι πηγές του, που οι ρίζες του έρχονται από το ελληνικό χώμα και που σε εμένα θα βρεθεί η ερμηνεία του σαν η ερμηνεία του καθολικού, του παγκόσμιου και οι συγκινήσεις θα είναι οι ίδιες για όλα τα ανθρώπινα όντα. Αυτή το γυμνό κορίτσι με τα μαγευτικά της λόγια, το τραγούδι των σειρήνων, είναι αυτό που μας γοητεύει, είναι αυτό που μας δίνει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Μας κάνει να ψάχνουμε την αρμονία, μας εξαγνίζει και μας μαγεύει.

Ο Μίκης είναι παγκόσμιος, οικουμενικός. Η δύναμη του Μίκη είναι ότι μπορεί να είναι απλός και γυμνός, χωρίς να φοβάται αυτή την απλότητα και αυτό είναι μουσική εντιμότητα. Για εμένα ο Μίκης είναι ο Schubert της λαϊκής μουσικής και πολύ παραπάνω. Δεν είναι ελίτ. Ο Μίκης συγκινεί τις μάζες.

Αγαπητέ Μίκη, παλιέ μου αιώνιε φίλε, επηρέασες τη ζωή μου, εγώ είμαι ακόμη σε εκείνη την τουρνέ δεν έχει τελειώσει. ‘Αλλαξες τη ζωή μου νωρίς. Ξαφνικά προσπαθούσα να μελετήσω την πραγματικότητα από τα επιστημονικά βιβλία και η πραγματικότητα με συνεπήρε. Ξεκίνησα την καλλιτεχνική μου ζωή συνδυάζοντας τις φιλοδοξίες ενός καλλιτέχνη με πολιτικά κίνητρα μ’ έναν αγώνα για την ανθρωπότητα, για την ελευθερία των λαών. Αυτές οι δυο πτυχές έκτοτε περπατάνε χέρι – χέρι, όπως και στη δική σου ζωή μαέστρο. Ακολουθώ τα βήματά σου. Είναι αχώριστες αυτές οι δυο πτυχές. Μου έρχεται απόλυτα φυσιολογικό το να μένω στον κόσμο της μουσικής και των τραγουδιών σου. Αυτή η δέσμευση πάντοτε αποτελούσε κοινό παρονομαστή ανάμεσά μας, ακόμη κι όταν διαφωνούσαμε και για πολιτικές ιδέες και για πολιτικές απόψεις, οι βασικές γραμμές είναι αυτές: μουσική, τέχνη, πολιτισμός που έχουν τη δύναμη ν’ αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Έχουν τη δύναμη ν’ αλλάζουν τις ζωές τους, προς το καλύτερο. Το ξέρω ότι και ο Μίκης το ίδιο πιστεύει και εγώ αυτό πιστεύω. Θα ήταν πραγματικά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας να μην χρησιμοποιεί κανείς αυτή τη δύναμη για το καλό των ανθρώπων και των λαών και του κόσμου. Ξέρω ότι ο Μίκης συμφωνεί. Χρόνια πολλά Μαέστρο.

 

Άρια Σαγιονμάα (Arja Saijonmaa)
Η Καλλιτέχνιδα. Η φιλανδικής καταγωγής ‘Αρια Σαγιονμάα είναι μία από τις κυριότερες καλλιτέχνιδες και τραγουδίστριες της Σκανδιναβίας, μια πραγματική σταρ σ’ όλες τις περιοχές όπου μιλούν τα φιλανδικά, από την ανατολή έως και την Ακτή του Ατλαντικού στη Νορβηγία. Έχει πουλήσει πάνω από δύο εκατομμύρια άλμπουμ. Έχει επίσης πρωταγωνιστήσει σε ταινίες και μιούζικαλ που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτήν.
Η Σκανδιναβική Φωνή του Μίκη Θεοδωράκη. Η ‘Αρια Σαγιονμάα θεωρείται μια σπουδαία ερμηνεύτρια του Θεοδωράκη εκτός Ελλάδας. Ήταν η σολίστ και η μόνη μη Ελληνίδα στην παγκόσμια περιοδεία του Θεοδωράκη. Έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής της ζωής στη μουσική του Θεοδωράκη και τον έχει κάνει γνωστό σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες: Φινλανδία, Σουηδία, Νορβηγία και Δανία. Ο Θεοδωράκης ανακάλυψε την ‘Αρια στο Φοιτητικό Θέατρο του Ελσίνκι (Helsinki Student Theater) μετά την απελευθέρωσή του κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα και την πήρε μαζί του στην παγκόσμια περιοδεία του. Η ‘Αρια ερμήνευσε τα τραγούδια τού Θεοδωράκη μαζί του σ’ όλο τον κόσμο στα φινλανδικά, σουηδικά, νορβηγικά, γερμανικά, ισπανικά, αγγλικά και ελληνικά. Μετά την παγκόσμια περιοδεία έγινε η φωνή της μουσικής του Μίκη έξω από την Ελλάδα – μια πραγματικά ειδική στον τομέα ‘Μίκη’
Για να μπορέσει να ερμηνεύσει τους στίχους των τραγουδιών του Θεοδωράκη στις σκανδιναβικές γλώσσες, η ‘Αρια Σαγιονμάα ξεκίνησε συνεργασία με κάποιους από τους πιο διάσημους ποιητές στις σκανδιναβικές χώρες, μεταξύ των οποίων ήταν το Μέλος της Επιτροπής Βραβείων Νόμπελ στη Σουηδία Lars Forsell και ο βραβευμένος με το Βραβείο Neruda Pentti Saarita στη Φινλανδία. Έδωσαν μια αξιόλογη μετάφραση των στίχων των τραγουδιών του Θεοδωράκη, η οποία άγγιξε τις καρδιές του Σκανδιναβικού Λαού. Μπορεί κανείς να πει ότι με αυτή την προσεγμένη δουλειά η ‘Αρια κατάφερε να δημιουργήσει μια ‘τάση Θεοδωράκη’ η οποία κατέληξε σε πολλές συναυλίες με εισιτήρια που προπωλούνταν εξ ολοκλήρου και με τις επιτυχημένες ηχογραφήσεις που ακολουθούσαν. Ζητήθηκε από την ‘Αρια να ερμηνεύσει ένα τραγούδι του Θεοδωράκη, “Sången om frihet,” στην κηδεία του Πρωθυπουργού της Σουηδίας Olof Palme μετά τη δολοφονία του. Πολλοί την θυμούνται από αυτή τη συγκεκριμένη ερμηνεία του Θεοδωράκη.
Η ‘Αρια Σαγιονμάα συμμετείχε στην πρώτη εκτέλεση του “Canto General” του Pablo Neruda σε μουσική του Θεοδωράκη, ένα μεγάλο ορατόριο με χορωδία και δύο σολίστες. Το ένα τραγούδι γράφτηκε ειδικά για εκείνη. Η ‘Αρια έχει ηχογραφήσει πολλούς δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη στις σκανδιναβικές γλώσσες, όπως και το “Canto General” και τα τραγούδια του Μίκη στα γερμανικά στη Γερμανία. Το τελευταίο κοινό εγχείρημα της ‘Αριας και του Μίκη είναι οι οκτώ συναυλίες (προπουλήθηκαν όλα τα εισιτήρια) στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ήταν το δικό τους Φεστιβάλ στο Olavshallen, Trondheim Νορβηγίας. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τον εορτασμό μιας εικοσαετούς συνεργασίας μεταξύ ‘Αριας και Μίκη, ο οποίος ολοκληρώθηκε με την κυκλοφορία ενός διπλού CD με τίτλο “Μίκης και ‘Αρια,” και με τη δημιουργία της δικής τους ορχήστρας, που διεύθυνε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Τίτλοι Σπουδών. Η ‘Αρια Σαγιονμάα αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Πήρε Master’s in Music Science and Literature (στη Μουσική Επιστήμη και Λογοτεχνία). Ασχολήθηκε με το θέμα ‘Δράμα και Κινηματογράφος’ μετά από έρευνα πάνω στη μουσική του Μίκη και στην ελληνική Μυθολογία. Η διατριβή της πάνω στο θέμα της λογοτεχνίας φέρει τίτλο Strong Feelings and Catharsis in Electra – Michalis Kakoyannis’ Filmversion on Ancient Tragedy based on David Bordwell’s Narration Theory, όπου δίνει έμφαση στη σκηνοθεσία και στη μουσική του Θεοδωράκη, ενώ η διατριβή της πάνω στο θέμα της μουσικής επιστήμης φέρει τίτλο The Neo-Hellenistic Music-Political Program by the Greek Composer Mikis Theodorakis.
Η συγγραφέας. Η ‘Αρια Σαγιονμάα έχει επίσης εκδώσει ένα δοκίμιο με τίτλο Catharsis in Kakoyannis and Theodorakis’s film Electra, στη φιλανδική ακαδημαϊκή επιθεώρηση μελετών των τεχνών “Synteesi,” και ένα βιβλίο, Sauna – Myth and Lifestyle, στο οποίο παρουσιάζει την ίδια της την ταυτότητά και τις ρίζες της, τη φιλανδική σάουνα ως σκανδιναβική κάθαρση, ως ένα τρόπο ομορφιάς, εξαγνισμού και διαλογισμού για το σώμα και για το πνεύμα. Αυτό το πολύ πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Νορβηγία το 1996 και έγινε μπεστ σέλερ, το 2000 στη Σουηδία και το 2002 στη Ιαπωνία.
Η Ακτιβίστρια για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και ο Ο.Η.Ε. Η ‘Αρια Σαγιονμάα πάντα έδειχνε μεγάλη αφοσίωση σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ξεκίνησε τη διεθνή καριέρα της τραγουδώντας μαζί με τον Έλληνα συνθέτη και αγωνιστή της ελευθερίας Μίκη Θεοδωράκη, κατά την παγκόσμια περιοδεία του την δεκαετία του 1970. Διορίστηκε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως για την Επιτροπή Προσφύγων του Ο.Η.Ε. το 1987, και στη συνέχεια επισκέφτηκε πάνω από 40 στρατόπεδα προσφύγων. Έχει επίσης γυρίσει πολλά ντοκιμαντέρ με θέμα τους πρόσφυγες, εξέδωσε πολλά άρθρα και κυκλοφόρησε πολλά άλμπουμ σχετικά με τις εμπειρίες της. Το 1988 έγινε μέλος της Πολιτιστικής Επιτροπής Κατά της Φυλετικής Διάκρισης του Ο.Η.Ε. στη Νέα Υόρκη, η οποία απαριθμούσε περίπου 30 μέλη, μεταξύ των οποίων τον Μιχάλη Κακογιάννη, την Μελίνα Μερκούρη, και τους Harry Belafonte και Glenda Jackson. Η ‘Αρια Σαγιονμάα σήμερα είναι του Μέλος UNIFEM στη Φινλανδία, του Οργανισμού Γυναικείων Υποθέσεων στον Ο.Η.Ε. Το 1994, η ‘Αρια Σαγιονμάα ξεκίνησε και οργάνωσε μαζί με τον Harry Belafonte μια μεγάλη τηλεοπτική συναυλία για την UNESCO στο Όσλο, όπου εμφανίστηκε στη σκηνή ο Yasir Arafat μαζί με τον Shimon Perez και 200 ακτιβιστές από την Παλαιστίνη, το Ισραήλ και τη Νορβηγία και τραγουδούσαν το “We Want Peace” (Θέλουμε Ειρήνη).

Back To Top