Μεγαλώνοντας – από τη Χίο στην Αθήνα – 1925-1943
Ένα οδοιπορικό στην επαρχιακή Ελλάδα του μεσοπολέμου από την γέννησή του το 1925 μέχρι την ενηλικίωση του το 1943.
Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον χειμαρρώδη λόγο του μας εξιστορεί πως μεγάλωσε παράλληλα με την συνεχή μετακίνηση της οικογένειάς του στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Πως είδε μικρός τα γεγονότα και τις καταστάσεις της εποχής, τι τον εντυπωσίασε και τι τον επηρέασε. Μιλά για την διαπαιδαγώγησή του από την οικογένειά του. Για την σχολική ζωή. Για την μουσική του κλίση, την πρόσληψη της μουσικής και την διασταύρωσή του με τον μουσικό πολιτισμό της εποχής. Για τα πρώτα του μουσικά έργα.
Την αφήγησή του κατέγραψε ο Γιώργος Μαλούχος και παρουσίασε στην εκπομπή «Ντοκουμέντα» στον ρ/σ ΣΚΑΪ100,3 το 2003 και στο βιβλίο: «Μαλούχος Γεώργιος, Άξιος εστί – ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του, τόμος Α, Εκδ. Λιβάνης, 2003» σελ.33-108.
Από την αφήγηση αυτή μεταφέρομε εδώ ένα μικρό μέρος που αφορά την παιδική ηλικία του Μίκη Θεοδωράκη σε [5] ενότητες και 26 αποσπάσματα (κειμένων και ήχου), χρησιμοποιώντας το υλικό που μας παραχώρησε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης.
Το τμήμα αυτό αποτελεί ένα βοήθημα για τους εκπαιδευτικούς που αναζητούν υλικό για τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα που σχετίζονται με την παιδική και σχολική ζωή του Μίκη Θεοδωράκη. Όπως επίσης ένα βοήθημα για τους νεαρούς μαθητές-ερευνητές -που αναζητούν στοιχεία στις εργασίες τους- για τον μαθητή Μίκη Θεοδωράκη και για το παιδικό του μουσικό έργο όπως επίσης και για το πως διαμορφώθηκε ως μουσικός.
[1] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – από τη Χίο στην Κεφαλονιά
[2] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – από τη Κεφαλονιά στην Πάτρα
[3] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – στην Πάτρα, οι Κρητικές ρίζες
[4] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – από τον Πύργο στην Τρίπολη
[5] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – από την Τρίπολη στην Αθήνα
[1] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – από τη Χίο στην Κεφαλονιά (σελ.33-48)
- ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΛΟΥΧΟΣ – ΛΟΙΠΟΝ, ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ
Αγαπητοί ακροατές, καλημέρα σας. Είμαι ο Γεώργιος Μαλούχος. Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα για εμάς εδώ στον ΣΚΑΪ100,3, γιατί σήμερα η σειρά «Ντοκουμέντα» επιστρέφει. Κι έχει τη μοναδική χαρά και την τιμή να φέρνει μαζί της τον κορυφαίο Έλληνα, το μοναδικό άνθρωπο που γέννησε αυτή η χώρα στα χρόνια μας του οποίον το όνομα έκανε πολλές φορές το γύρο ολόκληρου του πλανήτη. Έναν άνθρωπο-παγκόσμιο σύμβολο ελευθερίας, έναν άνθρωπο που η ζωή και το έργο τον έβαλαν στην Ελλάδα την πιο βαθιά σφραγίδα της και ταξίδεψαν το όνομά της σε ολόκληρη τη γη, κάνοντάς το συνώνυμο της μουσικής και της ελευθερίας.
Αγαπητοί ακροατές, με συγκίνηση και περηφάνια τα «Ντοκουμέντα» του ΣΚΑΪ 100,3 υποδέχονται τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον Μίκη Θεοδωράκη, που σε ένα πραγματικό ραδιοφωνικό έπος θα ξετυλίξει το μεγάλο νήμα της σχεδόν μυθιστορηματικής, αλλά πέρα για πέρα αληθινής, ζωής του. Και μαζί της θα ξετυλίξει το νήμα της πορείας αυτού του τόπου, με πάνω από εβδομήντα χρόνια γεμάτα αγώνα, προσπάθεια, πόνο, αλλά και χαρά, δημιουργία, μουσική, λευτεριά και προκοπή.
Ελάτε, λοιπόν, μαζί μας να αρχίσουμε αυτό το μεγάλο ταξίδι σε ό,τι μας έπλασε και μας διαμόρφωσε, στην ουσία της ιστορίας μας. Ελάτε να ακούσουμε τον Μίκη Θεοδωράκη να εξηγεί τι και πώς έγινε σε αυτή τη χώρα για τόσες δεκαετίες, στις οποίες υπήρξε ένας μεγάλος ιστορικός πρωταγωνιστής.
Και για να ξεκινήσουμε, ας πάμε πίσω στον Μεσοπόλεμο, στα 1925, όταν η Ευρώπη είχε ξεχώσει ήδη τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο…
Όταν η Ελλάδα είχε αφήσει πίσω της την πιο ταραγμένη εποχή της, είκοσι χρόνια γεμάτα από πυκνή αιμάσσουσα ιστορία: Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που διπλασίασαν τη χώρα στα ‘12-‘13, η Μεγάλη Ελλάδα του Βενιζέλου το ’20. Η ήττα, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο πόνος το 1922. Όλα αυτά λοιπόν έχουν μείνει πια πίσω μας το 1925 και η χώρα συνεχίζει να προχωρά.
Το 1925, λοιπόν, κάπου στην ακριτική Χίο, γεννιέται ένα αγοράκι σαν όλα τα άλλα. Το όνομά του Μιχαήλ, ο πατέρας του βενιζελικός, ανώτατος κρατικός υπάλληλος, που μετατίθεται διαρκώς λόγω των πολιτικών αλλαγών και που λίγους μήνες μετά τη γέννηση του γιου του παίρνει μια ακόμη μετάθεση και φτάνει με την οικογένειά τον για να εγκατασταθούν στη γειτονική Μυτιλήνη. Εκεί λοιπόν θα πάμε πρώτα για να αρχίσουμε το μεγάλο ταξίδι μας, στα 1925…
Να ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τότε που αρχίζετε να θυμάστε.
Αν πεις από τη Χίο, θα σου πω κάτι πολιτικό. Με την πολιτική αρχίζω, γιατί από πολύ μικρός είμαι πολύ πολιτικοποιημένος. Μιας μέρας είμαι πολύ πολιτικοποιημένος.
Πώς έγινε αυτό;
Λοιπόν, αρχίζουμε;
2. ΑΠΟ ΤΗ ΧΙΟ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ
- Αρχίζουμε! Πώς έγινε στη Χίο η πολιτικοποίηση σε ηλικία… μιας μέρας;
Κατά σύμπτωση γεννήθηκα στο ίδιο σπίτι που γεννήθηκε και ο Πεσμαζόγλου, ο οποίος ήταν ευρωβουλευτής μετά, και κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο πατέρας του Ανδρέα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ήταν τότε διοικητής νήσων, και ο πατέρας μου, που ήταν βενιζελικός τον καιρό εκείνο, ήταν διευθυντής της νομαρχίας του διοικητηρίου. Κι έτσι οι σχέσεις μας με τον Ανδρέα ξεκινάνε από τη Χίο…
Στη Μυτιλήνη οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι από ένα προάστιο που λέγεται Βαριά. Εκεί σήμερα είναι το μουσείο του Θεόφιλου, του μεγάλου ζωγράφου. Ήταν ένα παραδείσιο μέρος για μένα. Είχαμε μια βίλα όπου έμενε όλη η οικογένεια. Τα καλοκαίρια με εντυπωσίαζε το χρώμα της θάλασσας. Το θυμάμαι πολύ έντονα αυτό. Είχα διαβάσει ότι ο σπουδαίος συγγραφέας της Μυτιλήνης, ο Πανσέληνος, είπε ότι έγινε συγγραφέας κοιτάζοντας τη θάλασσα από τη Βαριά.
- Φαίνεται ότι όποιος κοιτάζει αυτή τη θάλασσα κάτι γίνεται…
Πρώτα από όλα θυμάμαι τον Θεόφιλο. Είχε μια καλύβα, έμενε κοντά σε εμάς, ζητιάνευε, φορούσε φουστανέλα. Εμείς, τα παιδιά, παίζαμε με τον Θεόφιλο και τον κοροϊδεύαμε, γιατί μας έβαζε να ουρούμε μέσα σε μικρά κουβαδάκια, επειδή έτσι αραίωνε τις μπογιές…
Η διαμονή μας στη Βαριά ήταν μαγευτική. Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ νέοι τότε. Η μητέρα μου με γέννησε δεκαοχτώ δεκαεννιά χρονών, ο πατέρας μου ήταν είκοσι πέντε χρονών και όλοι γύρω ήταν αυτής της ηλικίας. Εγώ, επειδή τότε ήμουν το μόνο παιδί της οικογένειας, είχα όλη τους την προσοχή.
- Ο Ανδρέας Παπανδρέου σάς… πέταγε πέτρες;
Δεν τον θυμάμαι τότε. Θυμάμαι όμως κάποιον που με έπαιρνε στα γόνατά του στη νομαρχία, στο διοικητήριο. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Γεώργιος Παπανδρέου μού έλεγε: «Σε κρατούσα στα γόνατά μου». Είχα πάντα μεγάλη φιλία με τον Γεώργιο Παπανδρέου, με αγαπούσε πάντοτε, μέχρι το τέλος της ζωής του.
- Μπορεί γι’ αυτό να μη σας αγαπούσε ο Ανδρέας…
Και ο Ανδρέας μ’ αγαπούσε και εγώ τον αγαπούσα επίσης. Αλλά ο Ανδρέας αγαπούσε πάνω από όλα την εξουσία. Και μπροστά στην εξουσία εμένα με έβλεπε είτε πολύ δικό του είτε ως μεγάλο εχθρό του. Κι εγώ δεν ήμουν πολιτικά μαζί του, το κατάλαβε και χτύπησε…
- Πάμε πίσω…
Εκεί, λοιπόν, ένας θείος μου, αδερφός της μάνας μου, ο οποίος ήταν πρόξενος στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, μας έφερε ένα γραμμόφωνο, που ήταν πρωτοφανές για εκείνη την εποχή.
- Δεν θα υπήρχε άλλο στη Μυτιλήνη…
Σε όλη την Ελλάδα δεν θα υπήρχε! Σιγά σιγά, αργότερα, με βάζανε και το κούρδιζα και άλλαζα και τις βελόνες. Θυμάμαι ότι είχαμε τρία άλμπουμ: ένα με άριες από όπερες, ένα με ελληνικά τραγούδια της εποχής και το τρίτο ήταν τζαζ της δεκαετίας του ’20. Είχαμε όλη την γκάμα της εποχής, δηλαδή. Σιγά σιγά προστέθηκαν τα διάφορα φοξ τροτ και χορεύαμε τους μοντέρνους αμερικάνικους χορούς…
- Ποιο τραγούδι χορεύατε πιο πολύ;
Υπήρχε ένα τραγούδι τότε που βγήκε το τηλέφωνο, και οι στίχοι του -θυμάμαι χαρακτηριστικά- έλεγαν τα εξής: «Αλό, αλό, παρακαλώ, μίστερ, πέστε μου ποιος είστε…» Υπήρχε κι ένα άλλο ωραίο ελληνικό τραγούδι με πολύ πρωτότυπους στίχους: «Η μπαρμπουνάρα»!
Του πατέρα μου του άρεσε πολύ το βαλς, με τη μάνα μου χόρευε πάντα βαλς. Βέβαια, εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε και «Το γελεκάκι που φορείς», αυτά ήταν τα ωραία τραγούδια…
- Σας άρεσαν, τα τραγουδούσατε;
Ου, βέβαια, όλοι μαζί. Ήταν πραγματικά μια ζωή παραδεισένια, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν το πρωί, από το μεσημέρι όμως ήταν στη θάλασσα, και μετά κοιμόμαστε όλοι στρωματσάδα. Ξυπνάγαμε, πηγαίναμε εκδρομές, -ήταν ένας φάρος εκεί κοντά- και το βράδυ πάλι φαΐ και χορός μέχρι αργά – που μιλάνε τώρα για διασκέδαση… Τότε διασκεδάζαμε πραγματικά. Αυτό μου άφησε μια ευδία μέσα μου.
Και ένα άλλο πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για μένα ήταν το ότι το βράδυ κοιμόμαστε στρωματσάδα έξω, κοντά στη θάλασσα. Γι’ αυτό ξυπνάγαμε το πρωί και πηγαίναμε κατευθείαν στη θάλασσα, όλοι μαζί, περίπου τριάντα άνθρωποι.
Εκεί κοντά στη θάλασσα ο πατέρας μου, το βράδυ, όταν ήταν έναστρος ο ουρανός, άρχιζε να μου μιλάει για τα ουράνια σώματα.
Τα ήξερε κάπως, μπορούσε να τα διακρίνει…
Θυμάμαι, μου έλεγε: «Αυτός είναι ο Σείριος, εκεί είναι η Αφροδίτη»… Αυτά με εντυπωσίαζαν πάρα πολύ και, αν κατέληξα κάποτε στο νόμο της Παγκόσμιας Αρμονίας, είναι γιατί τότε με εντυπωσίασε αυτό. Φαίνεται στην παιδική ψυχή έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο…
- Και πέσατε από τη βεράντα;
Ναι, βέβαια. Ήταν ένας μεγάλος τοίχος, δυόμισι τρία μέτρα, που χώριζε το κτήμα από το δρόμο. Μετά το δρόμο ήταν η θάλασσα. Εμένα με επέβλεπε ο παππούς μου, της μάνας μου ο πατέρας, ο Ιωάννης Πουλάκης από τον Τσεσμέ. Φοβόντουσαν αυτά τα πράγματα, τις «μεταμορφώσεις» μου. Πού να ήξερε ότι εγώ εκεί σκέφτηκα να πετάξω. Πήρα φόρα μεγάλη και πάνω από το κεφάλι του παππού μου πέταξα… στο δρόμο κι έμεινα εκεί. Έπεσα σαν πουλί.
Αλλά το τραγικό είναι ότι έπεσε και ο παππούς μου από πάνω για να με σώσει και μετά από αυτό το επεισόδιο πέθανε. Ήταν το πρώτο θύμα μου! Δεν πέθανε από την πτώση, από αυτή έσπασε τα κόκαλά του κι έμεινε ξαπλωμένος. Πέθανε λίγο αργότερα, επειδή είχε τύψεις για το ότι δεν με φύλαξε καλά κι έκανε «απεργία πείνας», δεν έτρωγε καθόλου. Θυμάμαι που μου έλεγαν «Πήγαινε να πεις στον παππού σου να πιει το γάλα του», και όταν πήγαινα με κοίταζε στα μάτια, έτσι, με παράπονο ότι δεν έκανε το καθήκον του.
3. ΑΠΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΣΤΗ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Αυτή είναι η Μυτιλήνη και, σε αυτά μέσα, βλέπεις ότι υπάρχει όλος ο Θεοδωράκης, εκεί διαμορφώθηκε…
Όταν έγινα περίπου πέντε χρονών, πηγαίνουμε στη Σύρο. Άλλαζαν συνέχεια οι κυβερνήσεις, ο δε πατέρας μου, που ήταν βενιζελικός, έπαιρνε ευμενή μετάθεση όταν έρχονταν οι βενιζελικοί. Από νομαρχία σε νομαρχία υπήρχε μεγάλη μισθολογική διαφορά. Διπλάσια και τριπλάσια. Υπήρχαν οι φτωχές και οι πλούσιες νομαρχίες.
Από τη Σύρο, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έπρεπε να βάψουμε το σπίτι από την αρχή για να κατοικήσουμε και ότι γοητεύτηκα από τη μυρωδιά της μπογιάς. Γι’ αυτό ήθελα να γίνω ζωγράφος αργότερα, για τη μυρωδιά της μπογιάς, γιατί τα χρώματα μυρίζουν πολύ ωραία. Μοσχομύριζε το σπίτι, θυμάμαι, έβαφαν τα παράθυρα πράσινα και από κάτω βλέπαμε το λιμάνι της Σύρου. Αλλά εκεί μείναμε πολύ λίγο.
- Ήσασταν τυχερός, γιατί πήγατε σε πολύ όμορφα μέρη, τη Μυτιλήνη και τη Σύρο. Είδατε την πιο ωραία πλευρά της Ελλάδας…
Μετά ήρθαμε στην Αθήνα, αλλά μείναμε πολύ λίγο. Να σου πω δύο εμπειρίες: Μέναμε σ’ ένα σπιτάκι στη Μιχαήλ Βόδα. Το θυμάμαι αυτό, διότι τότε πήρα το πρώτο μου «Μεκανό», αυτά τα παιχνίδια που ήταν μαγευτικά, τα κουτάκια που μ’ αυτά μπορείς να φτιάχνεις σπίτια, τρένα και άλλα. Θυμάμαι και ότι εκεί, απέναντι από τον «Ορφέα», ήταν ένα μεγάλο κατάστημα, του Δραγώνα, νομίζω, κι επειδή δεν μου πήρε ο πατέρας μου ένα ποδήλατο, δεν είχε χρήματα, εγώ σταμάτησα όλη την κυκλοφορία στο μέσον της οδού Σταδίου. Κάθισα στη μέση του δρόμου και δεν έφευγα, ούρλιαζα!
- Για το ποδήλατο;
Ναι, δεν μου πήρε τελικά το ποδήλατο. Αυτό ήταν πολύ άσχημο για μένα. Δεν καταλάβαινα ότι δεν έχει λεφτά, νόμιζα ότι δεν θέλει να μου το πάρει…
- Σας το είπε ότι δεν είχε λεφτά ή όχι;
Τι να πει ο άνθρωπος… Δεν ήμασταν και φτωχοί, δεν πεινούσαμε -γιατί τα περισσότερα παιδιά ήταν ξυπόλητα-, αλλά δεν ήμασταν και πλούσιοι για να πάρουμε αυτό το ποδήλατο.
Από την Αθήνα θυμάμαι ακόμη ότι, όταν παίζαμε με τα άλλα παιδιά, ένα από αυτά είχε μια δυσλειτουργία, δεν είχε αρμονία, ο ρυθμός που έτρεχαν τα πόδια του είχε μια κατεύθυνση άλφα και το κεφάλι του είχε βήτα. Αυτό με ενοχλούσε τρομερά. Του είπα «Μην τρέχεις μπροστά μου». Δεν μπορούσα να το βλέπω. Και, χωρίς να το καταλάβω, πήρα μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι. Το παιδί πήγε στο νοσοκομείο, ήταν πολύ δυνατό το χέρι μου. Πήγα και κρύφτηκα πάνω σε μια σιφονιέρα. Δεν κατέβαινα, ο πατέρας μου έβγαλε τη ζώνη του, έφτασε κι η αστυνομία. Ήμουν πλέον τότε…
- Καταζητούμενος!
Ναι. Είδα λοιπόν την αστυνομία, ήμουν πέντε χρονών παιδί, καταζητούμενο όμως! Μετά το θάνατο του παππού μου, αυτό το παιδί παραλίγο να γίνει το δεύτερο θύμα μου. Αλλά είχα κι ένα δίκιο! Δεν μπορούσε να κουνάει το κεφάλι του σε διαφορετικό ρυθμό από το σώμα του! Βέβαια, σήμερα το κάνουν όλοι αυτό. Όλοι οι μοντέρνοι συνθέτες αυτό κάνουν. Αν μπορούσα, θα τους πετροβολούσα. Σίγουρα θα είχε γίνει μουσικός αβανγκάρντ…
- Η Αθήνα πόση διαφορά είχε από τη Σύρο και από τη Μυτιλήνη;
Τεράστια! Θυμάμαι έναν περίπατο που κάναμε εδώ στην Ακρόπολη και μάλιστα έχουμε βγάλει και φωτογραφίες με τους γονείς μου. Όταν κατεβήκαμε και πήραμε την Αρεοπαγίτου -ήταν ένας μικρός δρόμος-, εκεί είδαμε πρώτη φορά πολλά αυτοκίνητα. Ήταν ξεσκέπαστα. Στο πεζοδρόμιο έκαναν περίπατο κυρίες με μακριά φορέματα, με ωραία καπέλα, με ομπρέλες, και όλα αυτά ήταν το κάτι άλλο, σαν ντεκόρ κινηματογράφου… Όλοι οι κύριοι φορούσαν ψαθάκια, είχαν τα μπαστουνάκια τους, ήταν ένας άλλος κόσμος…
Αυτή η βόλτα, η μοναδική που κάναμε στην Ακρόπολη, είναι μέσα στην καρδιά μου, δεν την έχω βγάλει ποτέ. Ήταν ένας άλλος κόσμος, που δεν τον ξανάδαμε μετά, γιατί μόνο εδώ, σε αυτή την περιοχή, ήταν έτσι.
4. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ – Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΙ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ
- Πόσο μείνατε στην Αθήνα;
Πάρα πολύ λίγο, διότι ο πατέρας μου, ο οποίος δεν έβαζε ποτέ μέσον, φαίνεται ότι εδώ στην Αθήνα πήγε πια σε κάποιον, ίσως να ήταν ο εκδότης του Ελευθέρου Βήματος Δημήτρης Λαμπράκης, τον οποίο ο πατέρας μου τον ήξερε από τα Χανιά της Κρήτης, γιατί πήγαιναν στο ίδιο γυμνάσιο.
Ίσως ο Λαμπράκης μίλησε σε κάποιον για τον πατέρα μου και φαίνεται ότι τότε τον πρόσεξε ο Βενιζέλος, με τον οποίο είχαμε και μια στενή συγγενική σχέση. Ο Βενιζέλος είχε μια αδερφή…
- Εσείς τον είδατε ποτέ τον Βενιζέλο;
Πώς, η αδερφή του Βενιζέλου παντρεύτηκε τον αδερφό της γιαγιάς μου. Λεγόταν Σπυριδάκης ο αδερφός της γιαγιάς μου και ήταν ο καλύτερος γιατρός των Χανίων. Αυτοί έζησαν στο Παρίσι και ο γιος τους, ο Γιώργος Σπυριδάκης, ήταν καθηγητής στη Σορβόνη.
Όταν έκανα το τελευταίο μου κοντσέρτο με το Άξιον Εστί στη Σορβόννη, πριν από είκοσι χρόνια, καθόταν στο πρώτο κάθισμα μαζί με τον Ζορζ Μαρσέ. Καθώς καθόμουν στην καρέκλα την ώρα της απαγγελίας, τον είδα και του λέω: «Θείε, για σένα την κάνω σήμερα τη συναυλία». Ευτυχώς που το είπα, δάκρυσε κιόλας, γιατί μετά από λίγο καιρό πέθανε. Στο σπίτι του πήγε και έζησε ο Βενιζέλος το ’32, μετά την εξορία του, κι εκεί πέθανε…
- Εσείς λοιπόν τον είδατε τον Βενιζέλο;
Ναι, θα σου πω πώς τον είδα τον Βενιζέλο. Αμέσως μετά από αυτές τις συναντήσεις που έγιναν, ο πατέρας μου πήρε μια ευμενή μετάθεση, την καλύτερη που είχε στη ζωή του. Δεν έγινε διοικητής Ηπείρου, γιατί δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο. Επειδή ήταν υπάλληλος, έγινε αναπληρωτής διοικητής Ηπείρου – ήταν η υψηλότερη θέση που υπήρχε.
Εκεί πια, στα Γιάννενα, εγώ ήδη είμαι έξι χρονών, μείναμε μέχρι τα εφτά μου. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι για πρώτη φορά πήγα εκεί και στο κατηχητικό, για πρώτη φορά τραγούδησα με άλλα παιδιά διάφορες θρησκευτικές μελωδίες. Θυμάμαι τη γειτονιά μου, τη λίμνη των Ιωαννίνων…
Φυσικά όλα τα παιδιά ήταν ξυπόλητα στα Γιάννενα εγώ ντρεπόμουν που φορούσα παπούτσια. Τα έβγαζα και εγώ βέβαια και τρέχαμε όλα μαζί.
Με τον πατέρα μου πηγαίναμε στη λίμνη, στο νησί, κάναμε εκδρομές. Θυμάμαι μια φορά έναν ωραίο κάμπο με παπαρούνες, όπου ξαφνικά βγήκε ένα φίδι και φοβηθήκαμε. Θυμάμαι τα χέλια που τρώγαμε, θυμάμαι τα κυνήγια που μας φέρνανε οι διάφοροι φίλοι του πατέρα μου. Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν ότι το πουλάκι είναι σκοτωμένο. Μου άρεσε, γιατί τα σκοτωμένα πουλιά είχαν καταπληκτικά ωραία φτερώματα, με φοβερά χρώματα – ήταν μπεκάτσες.
Θυμάμαι και τα φοβερά πάρτι που γινόντουσαν μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι μας. Άνοιγαν όλα τα σαλόνια και εγώ με το γραμμόφωνο να βάζω μουσική και να έρχεται ο διοικητής χωροφυλακής και να μου λέει: «Παιδί μου, βάλε μου αυτό το τανγκό»…
Εκεί, λοιπόν, ήρθε και έμεινε μαζί μας ο παππούς μου ο Κρητικός, ο Μιχάλης, ο οποίος ήταν πολύ ψηλός, με μεγάλα μουστάκια…
- A! Από εκεί πήρατε…
Ναι, ναι. Ο πατέρας μου ήταν πολύ διαφορετικός. Και μπροστά στον πατέρα του ήταν παιδάκι. Του μιλούσε στον πληθυντικό, δεν κάπνιζε μπροστά του ποτέ, όταν μιλούσε γι’ αυτόν έλεγε «ο πατήρ». Όμως ο παππούς μου ήταν φοβερά αντιβενιζελικός.
- Άρα ο πατέρας σας ήταν και αυτός αμφισβητίας;
Ξεκίνησε ως αντιβενιζελικός, αλλά όταν ο πατέρας μου διορίστηκε από τον Στεργιάδη βοηθός του στη Σμύρνη, εκεί είδε όλη την προδοσία των βασιλοφρόνων στην πράξη…
- Είχε ζήσει την Καταστροφή, δηλαδή, ο πατέρας σας;
Ήταν αναπληρωτής του αρμοστού στα Βουρλά. Είχε μεγάλη θέση. Εκεί γνώρισε και τη μητέρα μου, γιατί ο αδερφός της μητέρας μου ήταν διευθυντής του ταμείου των Βουρλών. Εκεί πήγαινε η μητέρα μου και έτσι τη γνώρισε. Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν βοηθός του Στεργιάδη.
- Σας μίλησε ποτέ για τον Στεργιάδη και το τι έγινε εκείνα τα χρόνια;
Πώς! Μα έχει γράψει κι ένα βιβλίο, Ημερολόγιο Πολέμου, που για μένα ήταν το ευαγγέλιό μου, και τα λέει όλα αυτά εκεί μέσα. Ο παππούς μου ήταν εναντίον του Βενιζέλου για λόγους ιδεολογικούς. Είχε φοβηθεί ότι ο Βενιζέλος δεν ήθελε την ένωση με την Ελλάδα, γιατί υπήρχε κυβέρνηση στην Κρήτη, υπήρχε Βουλή. Κάτι σαν τον Μακάριο και την Κύπρο δηλαδή. Έτσι, ο παππούς μου έγινε πριγκιπικός. Αγαπούσε τον πρίγκιπα, διότι ήταν το σύμβολο της ένωσης με την Ελλάδα, αντιπροσώπευε τους Κρήτες που ήθελαν να ενωθούν με την Ελλάδα. Φυσικά δεν ήταν αυτή η αλήθεια για τον Βενιζέλο, αλλά υπήρχαν τέτοιες υποψίες, και για λόγους ιδεολογικούς ήταν εναντίον του.
- Πού τον γνωρίσατε λοιπόν τον Βενιζέλο;
Εκεί, λοιπόν, στην Ήπειρο, προεκλογικά, το ’32, ο Βενιζέλος ήρθε κατευθείαν στο σπίτι μας. Είχε έρθει με ένα αεροπλάνο τότε, μάλιστα είχε πάει και ο πατέρας μου με το αεροπλάνο, με τρεις τέσσερις επιβάτες.
Θυμάμαι ότι ο Βενιζέλος μπήκε στο ανοιχτό αυτοκίνητο με τον πατέρα μου, αφού του κάνανε και μια υποδοχή. Εγώ ήμουν με τα παιδιά στο δρόμο· είδα τον πατέρα μου ξαφνικά με έναν κύριο με άσπρο μούσι να είναι μέσα στο αυτοκίνητο και πήγα κατευθείαν στο σπίτι μας.
Εκεί λοιπόν η μητέρα μου είχε κάνει ετοιμασίες. Είχαν έρθει κι άλλοι… Ο Βενιζέλος ήταν πρωθυπουργός, αλλά έχασε τις εκλογές και βγήκε το Λαϊκό Κόμμα. Η μητέρα μου ήταν λοιπόν στην κουζίνα με τις υπηρέτριες και μαγείρευαν. Ετοιμάστηκα κι εγώ να πάω στην τραπεζαρία. Η μητέρα μου μου έδωσε και φόρεσα ένα κοστούμι ναυτικό που είχα. Πήγα μέσα στην τραπεζαρία κι είδα αυτούς τους κυρίους και, όταν ήρθε το φαγητό, πήγα κι εγώ να φάω. Ο πατέρας μου σηκώθηκε πάνω και μου είπε: «Στην κουζίνα! » Εγώ δεν το δέχτηκα αυτό. Άρχισα να φωνάζω, να ουρλιάζω, και ο Βενιζέλος λέει:
«Γιατί φωνάζει το παιδί; Έλα εδώ, παιδί μου. Πώς σε λένε, παιδί μου;»
Ο πατέρας μου του απαντάει:
«Μίκης, δηλαδή Μιχάλης».
«Α! Σαν τον παππού σου, Μιχαλάκης», μου λέει ο Βενιζέλος και με παίρνει κοντά του.
Εγώ όμως δεν τον ήθελα καθόλου, γιατί ήθελα μια δικαίωση από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε γίνει άγριος και έλεγε «Να πάει στην κουζίνα», οπότε κατούρησα τον Βενιζέλο και έχασε και τις εκλογές!
- Πώς αντέδρασε;
Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως ότι έφαγα πολύ ξύλο την άλλη μέρα…
- Από τους Κρητικούς χωροφύλακες ή από τον πατέρα σας;
Απ’ τον πατέρα μου! Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Θυμάμαι, την τελευταία φορά, ήμουν πολύ μεγάλος, δεκαπέντε χρονών, έσπασε μια ομπρέλα επάνω μου. Ποιος ξέρει τι έκανα… Έκανα πολλά πράγματα, δεν τα άντεχε, ήταν καλός άνθρωπος…
Να σου πω επίσης ότι στην Ήπειρο είχε αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα, παρόμοια με αυτή που είχαμε αργότερα εμείς οι αριστεροί. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, έκανε λαϊκές συνελεύσεις και πήγαινε στα χωριά και τους έλεγε: «Θέλετε να γίνει δρόμος; Εμείς, ως κράτος, μπορούμε να σας βάλουμε τους μηχανικούς, τα σχέδια, τα υλικά. Εσείς θα βάλετε προσωπική εργασία».
Τα περισσότερα έργα, δρόμοι, υδραγωγεία και άλλα, έγιναν με αυτό τον τρόπο.
Και έτσι, το καλοκαίρι με έπαιρνε ο μηχανικός της διοικήσεως μαζί του και έμενα επάνω στη σκηνή όταν χάραζαν δρόμους. Έτσι γνώρισα την Ήπειρο, μικρό παιδί – πήγαινα με το μουλάρι. Θυμάμαι μια φορά πέσαμε σε έναν ξεροπόταμο που ήταν γεμάτος οχιές και εγώ ήμουν μόνος μου. Έπεσα κάτω στο δρόμο και έτρεχαν οι χωριάτες να με σώσουν από τις οχιές. Θυμάμαι, στο Πωγώνι, επάνω στα σύνορα, ήταν οι χωριατοπούλες εκεί με τα φλουριά και χορεύανε αυτό τον ηπειρώτικο, το βαρύ χορό, και κάποιοι μου είπαν ότι τα φλουριά είναι ραμμένα επάνω στο μέτωπό τους…
1935, Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον πατέρα του, α.Γενικό Διοικητή Ηπείρου, από τις εργασίες του δρόμου Ελάτη -Δίκορφο
- ΟΙ ΗΧΟΙ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΑ ΤΟΤΕ
- Τι ήχους ακούγατε όλα αυτά τα χρόνια;
Οι ήχοι που άκουγα τότε ήταν κατ’ αρχάς οι εκκλησιαστικοί ύμνοι από το κατηχητικό. Μετά άρχισε να με παίρνει ο πατέρας μου στην εκκλησία, όπου πήγαινε κάθε Κυριακή το πρωί. Με έπαιρνε λοιπόν μαζί του και άρχισα να ακούω τους ψαλτάδες. Αργότερα, στην Κεφαλλονιά, πήγα και εγώ στη χορωδία και κρατούσα το ίσο… Αυτό με συγκινούσε πάρα πολύ. Και, βέβαια, στις μεγάλες γιορτές, με κορύφωση τον Επιτάφιο και την Ανάσταση, αυτά τα ζούσαμε πολύ.
Επίσης, μέσα στο σπίτι μας, είχαμε πάντα μαζί τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου η Σταματία, η μάνα της μάνας μου, ήταν πάρα πολύ θρήσκα. Το μόνο που ήθελε ήταν να έχει ένα δωμάτιο δικό της, το οποίο το μετέβαλε σε εκκλησία, δηλαδή είχε πάρα πολλές εικόνες και θυμιατά και από το πρωί ως το βράδυ έψελνε. Και γι’ αυτό, όταν έκανα την πρώτη μου καντάδα -θα μιλήσουμε αργότερα αναλυτικά- στην Κεφαλλονιά, σε μια κυρία που την είχα ερωτευτεί πολύ, πήγα απέναντι από το σπίτι της και είπα το «Την ωραιότητα της παρθενίας σου»!
- Δηλαδή η βυζαντινή μουσική ήταν το κέντρο του μουσικού σας κόσμου…
Περισσότερο ήταν πράγματι αυτό, αυτά τα ακούσματα τα είχα μέσα στο σπίτι μου.
Τώρα για τη λαϊκή μουσική… Τα τραγούδια που λέγαμε στα πάρτι που γινόντουσαν στο σπίτι -δεν τα λέγαμε πάρτι, τα λέγαμε βραδιές χορευτικές- ήταν τραγούδια της εποχής, κανταδορίστικα. Τότε έγραφαν τραγούδια και για ορισμένα δραματικά γεγονότα. Όταν αυτοκτόνησε ο γιος του Μανόλη Καλομοίρη, δεν ξέρω για ποιους λόγους, γράφτηκε ένα πάρα πολύ ωραίο τανγκό, «Αγόρι μου, έλα, ξύπνα και γείρε στην αγκαλιά μου», πάρα πολύ ωραίο. Ένα άλλο, «Φύγε, θλίψη»…
Αλλά υπήρχαν και πολλά άλλα τραγούδια: «Γεια σου, Δημητρούλα, τρούλα, τρούλα», που το τραγουδάγαμε και εμείς μετά, «Η ανθισμένη αμυγδαλιά», καντάδες, αυτά τραγουδάγαμε. Η μητέρα μου ήξερε και ορισμένα σμυρνέικα. Ο πατέρας μου, στο κορύφωμα πλέον, έλεγε και κανένα ριζίτικο: «Σε ψηλό βουνό»… Αυτά ήταν.
- ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ
- Εσείς τραγουδούσατε;
Εγώ άρχισα να τραγουδάω με τη μητέρα μου ορισμένα τραγούδια, όπως το «Τώρα που θα φύγεις και θα πας στα ξένα», πατριωτικό τανγκό, αλλά σε καντάδα, πρίμο-σεκόντο. Η μητέρα μου είχε μια φωνή καθαρά λαϊκή, ήταν «σοπράνο», αλλά η φωνή της είχε τόσο πόνο μέσα, που, όταν τραγουδούσε, όλοι κλαίγαμε. Πολύ ωραία φωνή επίσης είχε η θεία μου η Φρόσω – ήταν από τη Σμύρνη. Φαίνεται, αυτές οι φωνές, όπως και οι λαϊκές φωνές, που είναι αξιοπρεπείς, λιτές, έχουν πάρα πολύ πόνο μέσα τους.
- Είχατε φανταστεί ποτέ ότι θα γίνετε μουσικός εσείς;
Μα δεν ήξερα καν ότι υπάρχει η μουσική. Εγώ τη μουσική την ανακάλυψα πολύ αργότερα. Τότε, ακόμη, δεν ήξερα ότι υπάρχει. Αργότερα, στην Κεφαλλονιά, έγινε για μένα η μεγάλη τομή. Διότι η Κεφαλλονιά ανήκει στα Ιόνια Νησιά, και εκεί είχαν περισσότερη ιταλική επίδραση. Επομένως είχαν και την ιταλική μουσική, δηλαδή την κλίμακα ματζόρε-μινόρε, που είναι η λεγάμενη «ευρωπαϊκή μουσική». Εκεί ήταν και οι μουσικές μπάντες. Μέχρι τότε δεν είχα ακούσει ποτέ αρμονίες. Την πρώτη φορά που είδα μαέστρο ήταν στην πλατεία Βαλιάνου, στο Αργοστόλι…
- Ποιο έτος;
Πρέπει να ήταν το ’35, όταν πια ήμουν δέκα χρονών. Αυτός διεύθυνε την μπάντα και η μητέρα μου καθόταν με τον πατέρα μου στο καφενείο.
- Σας έκανε εντύπωση αυτό;
Ναι! Μάλιστα πήγα στη μητέρα μου και τη ρώτησα: «Τι κάνει αυτός; Γιατί κουνάει τα χέρια του έτσι;» Και η μητέρα μου μου είπε μια λέξη μαγική. Μου λέει: «Αυτός υποφέρει»! Ήξερα λοιπόν ότι ο μαέστρος υποφέρει. Πώς ήξερε η μητέρα μου τώρα ότι ένας μαέστρος υποφέρει -γιατί έπρεπε να υποφέρει πραγματικά, διότι αν κουνούσε τα χέρια του έτσι, χωρίς να υποφέρει, δεν είχε νόημα- αυτό είναι άγνωστο…
- Η ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΚΑΙ Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
Όταν έχασε ο Βενιζέλος, ήρθε το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο αμέσως μετέθεσε τον πατέρα μου στην Κεφαλλονιά. Εκεί ήταν ίσως η πιο φτωχή νομαρχία της Ελλάδος. Όμως για μένα, που ήμουν παιδί, ήταν καλύτερη η Κεφαλλονιά, διότι το Αργοστόλι ήταν πολύ όμορφη πόλη, συμμαζεμένη, ενώ τα Γιάννενα ήταν ακόμη ένα τουρκοχώρι με μικρούς λασπωμένους δρόμους. Στα Γιάννενα δεν θυμάμαι καλή εικόνα, εκτός από τη λίμνη, ιδιαίτερα όταν ήταν χιονισμένη, που ήταν κάτι το μαγικό.
Η Κεφαλλονιά ήταν πιο ευρωπαϊκή. Ήταν μεν μικρή, αλλά για μένα ήταν πολύ μεγάλη. Και είχε ωραία σπίτια, ωραία ρυμοτομία, καθαρούς δρόμους.
- Εσάς σας «πονούσαν» καθόλου όλες αυτές οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο;
Εκείνο που με συνόδευσε σε όλη μου τη ζωή ήταν ο πόνος για τα έπιπλα του σπιτιού μας. Είχαμε πάντα τα ίδια έπιπλα που είχαμε αγοράσει όταν ήμουν μικρός, και αυτά έπρεπε να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη. Ο δε πατέρας μου είχε ένα σύστημα και τα έβαζε σε κουτιά από ξύλο, κλουβιά ας το πούμε, κιβώτια. Και όπως ήταν άνθρωπος της τάξης, τα αριθμούσε: κιβώτιον 1, κιβώτιον 2, εκεί έμπαινε η βιβλιοθήκη, εκεί έμπαινε η σιφονιέρα, εκεί έμπαινε η κρεβατοκάμαρα… Και τα έβαζε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να μεταφέρονται με βίντσι σε πλοία. Εν τω μεταξύ, εγώ ζούσα με τα έπιπλα αυτά, τα αγαπούσα, και όταν έβλεπα το φορτηγό που πήγαινε μπροστά και ήταν μέσα η κρεβατοκάμαρα, η σιφονιέρα, οι καρέκλες μας και κουνιόντουσαν στενοχωριόμουν…
Στην Πρέβεζα θυμάμαι ότι τα ανέβαζαν επάνω με το βίντσι, αυτά τρίζανε και εγώ πονούσα κι έλεγα: «Κοίταξε τώρα τι θα πάθει η κρεβατοκάμαρά μου, το γραφείο μου»… Τα αγαπούσα τόσο πολύ, που τη βιβλιοθήκη την είχα στο Βραχάτι συνέχεια, για πολλά χρόνια. Και ξέρεις τι έπαθε; Εξανεμίστηκε! Σιγά σιγά, το ξύλο έγινε αέρας! Την έβλεπα εκεί που την είχα κάτω στα βαρέλια… Με αυτή τη βιβλιοθήκη έζησα όλη τη ζωή μου. Και μια μέρα δεν υπήρχε πια τίποτα, την πήρε ο αέρας και έφυγε. Πέθανε βιολογικά!
- Μικρός διαβάζατε;
Ο πατέρας μου είχε χιλιάδες βιβλία, από τα οποία βέβαια τα περισσότερα χάθηκαν. Ο πατέρας μου διάβαζε πολύ, αγόραζε πάντα βιβλία, και περνούσαμε ώρες μαζί όταν μου διάβαζε. Του άρεσε μάλιστα να δένει τα βιβλία του, αλλά και να γράφει μέσα διάφορες σημειώσεις. Πολύ συχνά διαβάζαμε μαζί.
- Θυμάστε ιδιαίτερα κάποιο από αυτά;
Θυμάμαι τα Κατά Συνθήκην Ψεύδη, που μου έκαναν εντύπωση. Ακόμη, τον Γκαίτε, τον Φάουστ, που τον διάβαζα όχι τότε, λίγο αργότερα. Επίσης μου άρεσε πάρα πολύ να ξεφυλλίζω την εγκυκλοπαίδεια, γιατί είχε πάρα πολλά πράγματα. Ήταν ακόμη οι Σκληροί και Πικροί Στίχοι, μια καταπληκτική έκδοση με μπλε εξώφυλλο, του Παλαμά. Σε κόκκινο χρώμα ήταν δεμένος ο Σολωμός με του Πολυλά τον πρόλογο.
Είχαμε επίσης τον Σαίξπηρ: «Ταΐζομεν τα πετεινά του ουρανού ίνα ταΐσωμεν εαυτούς και ταΐζομεν εαυτούς ίνα ταΐσωμεν τους σκώληκας της γης», στον Άμλετ.
Είχαμε πολλά βιβλία, τα οποία όσο μεγάλωνα τα διάβαζα περισσότερο. Φυσικά, τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν του Ιουλίου Βερν, είχαμε όλο τον Ιούλιο Βερν σε βιβλία αρκετά, μεγάλες εκδόσεις. Οι 20.000 Λεύγες υπό την Θάλασσαν, τα είχα διαβάσει όλα, τον Βερν τον ρουφούσα, τον ήξερα καλά. Το άλλο στάδιο ήταν ο Ουγκό.
Μετά, μπήκα λίγο πιο βαθιά σιγά σιγά. Στην Τρίπολη πια, είχα πάρει τη σειρά του Παπύρου, τα Άσπρα Βιβλία, που από τη μια μεριά ήταν το κείμενο με σχόλια και δεξιά ήταν η μετάφραση. Ήταν όλοι οι μεγάλοι αρχαίοι συγγραφείς.
Ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας… Υπήρχαν επίσης κάποιες άλλες πολύ ωραίες εκδόσεις με μεταφράσεις από τον Γρυπάρη, η Αντιγόνη και άλλες τραγωδίες. Αυτά ήταν της ώριμης ηλικίας, τα διάβασα δεκαπέντε, δεκάξι χρόνων. Του πατέρα μου του άρεσε η βιβλιοθήκη του. Τα βράδια τη «σκάλιζε», την έφτιαχνε, και εγώ από κοντά τον παρακολουθούσα και πήρα την αγάπη του για το βιβλίο.
- Πάμε πίσω στην Κεφαλλονιά…
Εκεί, λοιπόν, στο Αργοστόλι, βρήκαμε ένα σπίτι, το οποίο υπάρχει μέχρι τώρα, το είδα. Έχει διασωθεί, δεν ξέρω αν είναι το ίδιο κτίσμα, αφού από τους σεισμούς γκρεμίστηκε το Αργοστόλι. Πήγα ακριβώς στο δρόμο εκείνο πριν από τέσσερα χρόνια, και μάλιστα την ώρα που ήμουν έξω από το σημείο που βρίσκεται το σπίτι, «της κυρίας Λαγκούση» το λεγόμενο, βγήκε μια κυρία από απέναντι και έφερε ένα μικρό καροτσάκι. Μου λέει «Το φύλαξα αυτό, είναι το δικό σας καροτσάκι». Εγώ δεν είχα πια καροτσάκι, θα ήταν του αδερφού μου, του Γιάννη…
- Συγκινηθήκατε πηγαίνοντας εκεί;
Πάρα πολύ! Γιατί εκεί ήταν που άρχισα να αντιλαμβάνομαι καλά, στο Αργοστόλι. Γοητεύομαι από την πόλη, γοητεύομαι και από το λιμάνι. Το Αργοστόλι ήταν πάρα πολύ σημαντικό για μένα. Πρώτα απ’ όλα, είχα πολλές παρέες, αφομοιώθηκα με την παρέα της γειτονιάς μου, μάλιστα είχα δύο γειτονιές. Η πρώτη γειτονιά ήταν στη νομαρχία, που είναι κοντά στην πλατεία του «Μέταλλα». Το «Μέταλλα» είναι μια παράφραση του Μέτλαντ. Ο Μέτλαντ ήταν ένας διοικητής των Ιονίων Νήσων και η πλατεία του ονομάστηκε «Μέταλλα» …
- Τον εκδικήθηκαν με αυτό τον τρόπο οι Επτανήσιοι…
Ναι, τον εκδικήθηκαν όμως κι αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, κατεβάζοντας το ορειχάλκινο άγαλμά του. Είχε ένα τεράστιο άγαλμα. Εκεί ανεβαίναμε καμιά φορά εμείς, η μαρίδα, για να βλέπουμε το ποδόσφαιρο.
[2] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – από τη Κεφαλονιά στην Πάτρα (σελ.51-61)
- ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΚΟΥΣΑ ΧΑΛΚΙΝΑ
Κάτι άλλο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν όταν μια μέρα που περνούσα από ένα δρόμο άκουσα την μπάντα με τα χάλκινα. Έμεινα κοκαλωμένος στο δρόμο. Δεν μπορούσα να φύγω. Ήταν κάτι το οποίο με έλκυε πάρα πολύ, δηλαδή δεν με έλκυε μόνο, με αναστάτωνε. Όποτε την άκουγα, αισθανόμουν μια «αρρώστια», τα έχανα τελείως, ξεχνούσα τα παιχνίδια, καθόμουν και άκουγα τη Φιλαρμονική. Δεν καταλάβαινα… Τότε λοιπόν είδα και το μαέστρο, που είπε η μητέρα μου ότι υποφέρει.
Μια μέρα, ήρθε στην τάξη μου ο δεσπότης, ο οποίος ήθελε να επιλέξει παιδιά προκειμένου να κάνει μια μικρή χορωδία για τον Επιτάφιο…
- Μουσική την οποία εσείς μετά από πολλά χρόνια εντάξατε στην Τρίτη Συμφωνία σας…
Ναι. Η Ζωή εν Τάφω, Άξιον Εστί και Αι Γενεαί Πάσαι. Με έβαλε και είπα μόνος μου, τη Μεγάλη Παρασκευή, στη Μητρόπολη, το Αι Γενεαί Πάσαι, γιατί είχα φωνή σοπράνο. Και θυμάμαι πόσο ανατρίχιασα όταν, ξαφνικά, άκουσα τη φωνή μου να γεμίζει μόνη της την εκκλησία. Φοβήθηκα κιόλας. Αυτή ήταν η πρώτη μουσική μου εμπειρία, ας το πούμε έτσι, που μου έδωσε ένα περίεργο αίσθημα: η φωνή μου να είναι μόνη της και ο κόσμος να ακούει. Ήταν κάτι που με συνάρπασε.
Επίσης μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση όταν πέθανε ο δεσπότης. Καθώς τον πηγαίνανε από το λιθόστρωτο στο νεκροταφείο -θα σου πω μετά για το νεκροταφείο-, είδα ότι ήταν καθισμένος σε καρέκλα. Μου είπαν ότι τους δεσποτάδες δεν τους βάζουν σε φέρετρο, αλλά τους θάβουν καθιστούς. Με τη μήτρα του, ήταν… ένας άνθρωπος ζωντανός. Μου έκανε κατάπληξη αυτή η εικόνα, και το δέος που είχα για τους νεκρούς αυτό το επέτεινε. Οι Κεφαλλονίτες έχουν το νεκροταφείο τους απέναντι από το Αργοστόλι. Υπάρχει μια γέφυρα, η οποία χωρίζει τη λιμνοθάλασσα, μια πάρα πολύ όμορφη γέφυρα, μαρμάρινη, με καμάρες. Αυτή η γέφυρα ενώνει το Αργοστόλι με το νεκροταφείο…
- Ο χώρος των νεκρών και των ζωντανών, δηλαδή…
Λοιπόν, αυτό είναι πάρα πολύ καλό, γιατί κάθε μέρα βλέπεις το νεκροταφείο απέναντι, δηλαδή βλέπεις πού θα πας!
- Συνηθίζεις…
Ναι, συνηθίζεις. Εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι που ζουν στο χωριό και που ζουν συχνά το θάνατο, γιατί σχεδόν κάθε εβδομάδα θα πεθάνει κάποιος, ξέρουν τα όριά τους, δηλαδή ξέρουν ότι έτσι είναι η ζωή. Πάντως, το νεκροταφείο, ο Δράπανος, ήταν για μας μια πρόκληση. Πηγαίναμε εκδρομή εκεί για να δούμε τι είναι αυτό το πράγμα, τι είναι οι νεκροί. Είχα και φαντασιώσεις εγώ, νόμιζα ότι βλέπω τους νεκρούς. Εκεί στην Κεφαλλονιά, ο θάνατος με προβλημάτισε πολύ, για πρώτη φορά, μεταφυσικά. Έλεγα ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν. Οι Κεφαλλονίτες, που έχουν και πολλή φαντασία, έλεγαν: «Ξέρετε ότι το βράδυ βγαίνουν αυτοί από τους τάφους έξω και κάθονται στα παγκάκια και κουβεντιάζουν; Άμα θες, να πας το βράδυ, θα τους δεις, είναι εκεί». Ήταν ένα στοίχημα να μπορέσεις το βράδυ να περάσεις τη γέφυρα και να μπεις στο νεκροταφείο, να δεις αυτό το πράγμα. Εγώ πήγα απ’ τη γέφυρα, αλλά γύρισα πίσω, γιατί δεν μπορούσα να…
- Δεν φτάσατε μέχρι εκεί;
Όχι. Αλλά υπήρχαν ψεύτες, οι οποίοι λέγανε «Να, πήγα χθες το βράδυ και τους είδα που καθόντουσαν και κουβεντιάζανε»…
Για να πάμε πίσω στη μουσική, να σου πω για το βιολί. Ήθελα να πάρω ένα βιολί…
- Πού είδατε βιολί;
Ποιος ξέρει; Φαίνεται κάτι άκουσα, κάτι είδα, γιατί ο μόνος σκοπός μου ήταν πλέον να πάρω το βιολί. Όμως δεν είχαν χρήματα για να μου το πάρουν οι δικοί μου, κι αυτό ήταν πολύ μεγάλο βάσανο για μένα. Ίσως γι’ αυτό οι καλλιτεχνικές μου ανησυχίες διοχετεύτηκαν εκείνη την εποχή προς τη ζωγραφική. Ήταν ένα ζεύγος το οποίο δίδασκε ζωγραφική και πήγαινα εκεί μια φορά την εβδομάδα. Όπως σου είπα, μου άρεσε πάρα πολύ η μυρωδιά των χρωμάτων, τα σωληνάκια τα μικρά, η παλέτα που κρατούσα…
Κυρίως έκανα τοπία. Έβλεπα και ζωγράφιζα. Αλλά αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν η διαδικασία, το να ανακατεύεις τα χρώματα, να κάνεις ένα νέο χρώμα. Και, τελικά, το σχέδιο. Υπάρχουν ορισμένοι πίνακές μου στο Γαλατά της Κρήτης, πρωτόλεια βέβαια.
- Ξαναζωγραφίσατε ποτέ από τότε;
Δεν νομίζω ότι είχα πολύ ταλέντο. Το ταλέντο είναι να βλέπεις έναν άνθρωπο και να τον φτιάχνεις όπως είναι. Χρώματα κάνει οποιοσδήποτε. Γι’ αυτό λέμε ότι στη μοντέρνα ζωγραφική παίρνεις τα χρώματα και κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά να κάνεις ένα σχέδιο, να βλέπεις μια γάτα και να την κάνεις γάτα και να μην είναι… πλοίο, ε, αυτό είναι το ταλέντο!
- Με το βιολί τι απέγινε;
Το πήρα τελικά αργότερα, όταν πήγαμε στην Πάτρα, όπου εκεί τελείωσα το δημοτικό σχολείο. Πάντως στην Κεφαλλονιά είχα πλέον τα ακούσματα της δυτικής, της ευρωπαϊκής μουσικής.
- Καταλαβαίνατε τη διαφορά μεταξύ της ευρωπαϊκής και της βυζαντινής μουσικής;
Βέβαια. Δεν το καταλαβαίνουν σήμερα οι νέοι, όμως η αρμονία ήταν πολύ σημαντική για μας, γιατί δεν ακούγαμε αρμονικά ακόρντα.
- Δεν υπήρχε πολυφωνία στην ανατολική μουσική…
Δεν υπήρχε. Ορισμένοι Δυτικοί, οι οποίοι «έχουν φάει με το κουτάλι» τις αρμονίες από τον Μπαχ μέχρι σήμερα, φτάνουν στη «διαφωνία» και, μετά, στην κακοφωνία. Εμείς όμως οι Έλληνες, επειδή δεν την είχαμε, θέλαμε να χορτάσουμε από αρμονία.
2. ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Οι Μπιτλς ή οι Πινκ Φλόιντ έγραφαν πολύ αρμονική μουσική. Τα μεγάλα πλήθη, ακόμη και των δυτικών χωρών, έχουν μέσα τους, ως προϊστορία τους, το μοντάλ. ΓΓ αυτό αγκάλιασαν αυτή τη μουσική και το ροκ έχει τόσο μεγάλη πέραση. Θέλει μια εξάσκηση η μουσική, να «φάνε» οι άνθρωποι, όπως έγινε με τους αριστοκράτες από τον Μπαχ μέχρι τον Μάλερ, που «φάγανε», «φάγανε», «χορτάσανε» αρμονία, αλλά ήταν λίγοι.
Τώρα, λοιπόν, όλα τα πλήθη μπορούν να εξασκηθούν στο ματζόρε-μινόρε, αλλά θέλει καιρό. Οι δικοί μας, οι ρεμπέτες, ξεκίνησαν τους λεγομένους «δρόμους», που είναι μοντάλ, όπως η εκκλησιαστική μουσική και τα δημοτικά τραγούδια. Είναι, δηλαδή, τροπικά. Εδώ σε εμάς, το ματζόρε-μινόρε ξεκίνησε από την Κεφαλλονιά με τις καντάδες. Αλλά ρίζωσε όταν το πήραν τα λαϊκά τραγούδια. Πέρασαν από τους δρόμους και τα μοντάλ και κατέληξαν στο ματζόρε-μινόρε, κάτι που έκανε η σχολή Τσιτσάνη, αλλά κι εμείς το ίδιο κάναμε.
Υπάρχουν καθυστερήσεις ιστορικής φύσεως, τις οποίες δεν μπορείς να ξεπεράσεις… Ο άνθρωπος είναι δέντρο, η ανθρωπότητα είναι δέντρο. Ένα δέντρο δεν μπορείς να το τραβήξεις να μεγαλώσει, θα μεγαλώσει φυσιολογικά. Εκεί είναι δέντρα δυτικής μουσικής, πλατάνια. Εδώ βγήκανε μικρά δεντράκια. Για να φτάσουν να γίνουν πλατάνια, θα περάσουν πολλά χρόνια.
Εγώ γεννήθηκα μέσα στο μοντάλ της εκκλησιαστικής και της δημοτικής μουσικής. Αργότερα «έφαγα με το κουτάλι» τη μοντέρνα μουσική. Όμως, μέσα μου, ως Έλληνας, ήθελα να περάσω και στο ματζόρε-μινόρε και να το ολοκληρώσω. Και γι’ αυτό από το ’60 ασχολήθηκα επί είκοσι χρόνια με το λαϊκό τραγούδι. Γιατί με εξέφραζε κι εμένα, αλλά εξέφραζε και τον ελληνικό λαό.
Πάντως, πολύ πρόσφατα, συνειδητοποίησα ότι το έργο μου στο τραγούδι χωρίζεται σε δύο μέρη. Το ένα μέρος είναι τα «κανταδορίστικα» τραγούδια μου, όπως το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο» ή «Ο καημός», και το άλλο είναι τα πιο λαϊκά, ας πούμε τα ζεϊμπέκικο, όπως το «Ένα δειλινό», αυτά τα πιο σκληρά ζεϊμπέκικο. Αυτή η πρώτη φλέβα είναι κεφαλλονίτικη, διότι στην Κεφαλλονιά άκουσα τις καντάδες. Εκεί τραγουδούσαν πάρα πολλές καντάδες, ξέχασα να το πω αυτό. Εκεί πήγα και στην εκκλησία, όπου έψαλλα στη χορωδία, ενώ έκανα και σόλο τη Μεγάλη Παρασκευή. Τα τελευταία χρόνια που έμεινα εκεί, στην τρίτη, τετάρτη, πέμπτη και έκτη δημοτικού, ήμουν μέλος της χορωδίας, οπότε ήξερα όλο το εκκλησιαστικό ρεπερτόριο…
Στην Κεφαλλονιά, απέναντι από το σπίτι μας, υπήρχε το σωματείο των παπλωματάδων. Αυτοί είχαν κάτι εργαλεία σαν… άρπες, για να χτυπούν απαλά τα παπλώματα. Είχαν δε μια καταπληκτική χορωδία και τραγουδούσαν αυτά τα ωραία τραγούδια, τα καθαρά δυτικού τύπου, τις καντάδες.
3. ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΤΑ ΠΛΟΙΑ, ΕΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΤΑΞΑ
Πάντως, σχετικά με την Κεφαλλονιά, θέλω ακόμη να σου πω ότι μια καινούρια αγάπη μου ήταν τα πλοία της γραμμής. Μικρά πλοία, που τότε μου φαινόντουσαν μεγάλα, με τα υπέροχα φουγάρα τους, πραγματικά αριστουργήματα. Ήταν βαμμένα μαύρα, αλλά με κάτασπρα τα καταστρώματα, τις καμπίνες, τα βίντσια… Μου άρεσε να ζωγραφίζω πλοία.
Αν ήθελα πραγματικά πάρα πολύ να γίνω κάτι στη ζωή μου, ήταν να γίνω καπετάνιος, να περάσω πρώτα από μούτσος και από όλα τα υπόλοιπα και να ζω μες στο πλοίο. Πάντα μου άρεσε αυτό, η θάλασσα με γοήτευε. Και τότε είχα την ευτυχία, επειδή οι συγγενείς της μάνας μου ζούσαν στη Χίο, να κάνω κάθε καλοκαίρι το ταξίδι Κεφαλλονιά – Πειραιάς – Χίος.
Θυμάμαι λοιπόν πολύ καλά όταν πηγαίναμε στη Σάμη και παίρναμε τις βάρκες για να μπούμε στο πλοίο, που ήταν μακριά… ήταν κάτι μαγευτικό, σαν ένα θηρίο που κουνιόταν μέσα στη θάλασσα. Με τις βάρκες ήταν πολύ δύσκολο να μπεις στο πλοίο, γιατί ανεβοκατέβαινες από τα κύματα για να πιάσεις τη σκάλα. Τη μάνα μου την κακομοίρα την έπιαναν τρεις ναύτες για να την ανεβάσουν επάνω… Ήταν μεγάλη περιπέτεια να μπούμε μέσα. Τελικά η μάνα μου έπεφτε κατευθείαν κάτω στην καμπίνα και κοιμόταν, λιποθυμούσε δηλαδή.
Έτσι, εγώ είχα την ευκαιρία και γύριζα σε όλο το πλοίο. Ήταν καταπληκτικό το αίσθημα που είχα όταν το έσκαγα και πήγαινα επάνω στην πλώρη, κρυφά… Όταν έβγαινε το πλοίο στο πέλαγος και άρχιζε να σε πιάνει το μεγάλο κύμα, ήταν μεθυστικό. Στο ταξίδι, εγώ δεν κοιμόμουν καθόλου. Περνούσαμε την Πάτρα, θυμάμαι την Κόρινθο, τον Ισθμό, και φτάναμε στον Πειραιά, που ήταν τεράστια πόλη και λιμάνι με πολλά πλοία.
Πρωτομπήκα σε ταξί στον Πειραιά. Μας έπαιρνε ο θείος μου, γιατί κάναμε στάση, καθόμασταν τρεις μέρες για να ξεκουραστεί η μάνα μου και να πάρουμε το άλλο πλοίο. Έτσι, πηγαίναμε στη Νέα Σμύρνη ή στη Φιλοθέη, που ήταν τα σπίτια των συγγενών της.
Η οδός Πειραιώς ήταν ένας χωματόδρομος. Ανακατωμένα κάρα, αμάξια, αυτοκίνητα, άλογα, γαϊδούρια… Μια μέρα, ο θείος Αντώνης λέει στη θεία Στάσα: «Μέχρι εξήντα χιλιόμετρα τρέξαμε στη λεωφόρο Συγγρού. Τόσο μεγάλη ταχύτητα, είναι δυνατόν;»! Συνήθως πήγαινε με δέκα είκοσι χιλιόμετρα. Μετά ξανακατεβαίναμε πάλι στον Πειραιά, μπαίναμε σε μεγαλύτερο πλοίο, οπότε ήταν ακόμη πιο συναρπαστικό το ταξίδι, διότι οι θάλασσες ήταν πιο ανοιχτές, ο αέρας πιο φρέσκος, το κούνημα πιο μεγάλο. Τα πλοία πάντα με σαγήνευαν, αλλά, δυστυχώς, δεν έγινα καπετάνιος…
- Δεν γίνατε, αλλά νομίζω ότι το πρώτο επαναστατικό σας τραγούδι το γράψατε για τον καπετάν Ζαχαρία, οπότε κάτι σημαίνει αυτό…
Ναι, πράγματι, δεν πρέπει να έγινε τυχαία αυτό. Πάντως, μετά από όλα αυτά, ήρθε πλέον η ευμενής μετάθεση και πήγαμε στην Πάτρα.
Τώρα, όταν πάτε στην Πάτρα, για να γυρίσουμε λίγο στο πολιτικό σκηνικό, έχουμε πλέον τη δικτατορία Μεταξά…
Α! Είδα και τον Μεταξά! Ήταν μια πολύ περίεργη εμπειρία, που δείχνει το βαθύτερο χαρακτήρα του. Είχε γίνει δικτάτορας πρωθυπουργός και ήρθε στην Κεφαλλονιά να δει την πατρίδα του…
Βέβαια, για να πούμε την πικρή αλήθεια, η Βουλή τον έκανε δικτάτορα…
Ναι, ναι. Ήταν πρωθυπουργός, λοιπόν, και ήρθε να επισκεφτεί το Αργοστόλι. Φυσικά έμεινε στα Μεταξάτα. Ένα μεσημέρι, έτρωγε σ’ ένα εστιατόριο στην προκυμαία του Αργοστολιού. Εμείς παίζαμε εκεί κοντά και κάποιος είπε ότι ο Μεταξάς είναι εκεί και τρώει. Είχαμε ακούσει για κάποιον Μεταξά, ξέραμε ότι είναι κάποια προσωπικότητα μυθική που μας κυβερνάει στην Αθήνα, αλλά τίποτα παραπάνω. Ούτε για δικτατορία ξέραμε ούτε τίποτα τέτοιο, δεν τα γνωρίζαμε αυτά σ’ εκείνη την ηλικία.
Τρέξαμε λοιπόν όλοι έξω από το εστιατόριο, περιμένοντας να βγει ο Μεταξάς. Τον περίμενε και το μοναδικό Φορντάκι του νησιού, το οποίο χρησιμοποιούσε και ο πατέρας μου και πηγαίναμε εκδρομές. Σε μια στιγμή, λοιπόν, ανοίγει η πόρτα, βγαίνει η συνοδεία, βγαίνει και αυτός. Μόλις τον είδα, έχασα πάσα ιδέα: ήταν ένας κοντορεβιθούλης με μεγάλη κοιλιά. «Καλά», λέω, «αυτός είναι ο μέγας αρχηγός;» Φανταζόμουν κάποιο μυθικό ήρωα, σαν τον Αχιλλέα, σαν τον Έκτορα…
Την ώρα που πάει να μπει στο αυτοκίνητο, ένας γνωστός επαίτης, ζητιάνος, νούμερο της Κεφαλλονιάς, σπεύδει και σκύβει το κεφάλι του και του φιλάει το χέρι, από σεβασμό στον αρχηγό. Ο Μεταξάς παίρνει το χέρι του, τον κοιτάζει καλά καλά και μόλις εκείνος σηκώνει επάνω το κεφάλι του, του δίνει ένα χαστούκι και τον πετάει κάτω! Αλλά «γελαστό» χαστούκι, το χαστούκι της εξουσίας. Δηλαδή, «Φιλάς το χέρι; Πάρε και ένα χαστούκι, αυτό θέλεις». Ήταν μια… ανταμοιβή. Ο άλλος το δέχτηκε ευχαρίστως. Σου λέει «Να, η εξουσία με χτυπάει, άρα πολύ καλά πάνε τα πράγματα»… Ε, τότε είδα για πρώτη φορά μια άλλη διαλεκτική της ζωής. Το σκέφτηκα πολύ και κατάλαβα ότι αυτή είναι η σχέση των υποταγμένων με την εξουσία: να της φιλούν τα χέρια κι εκείνη να τους δίνει χαστούκια. Υπάρχει μια ισορροπία. Το κατάλαβα από τότε…
Για την Πάτρα φύγαμε νομίζω το ’36, ακριβώς με τον Μεταξά.
4. ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΣΧΟΛΗ
Έγινε μια ευμενής μετάθεση για τον πατέρα μου. Η νομαρχία της Πάτρας ήταν πολύ σημαντική.
- Χαρήκατε όταν ακούσατε ότι πάτε στην Πάτρα;
Εγώ χαιρόμουνα σε κάθε μετάθεση. Εκτός από την «πληγή» των επίπλων, κατά τα άλλα μου άρεσε πολύ που θα άλλαζα περιβάλλον, μου άρεσε πολύ και η διαδικασία…
- Φίλους δεν κάνατε σε όλα αυτά τα μέρη;
Ε, βέβαια, πολλούς φίλους, και τους έχω ακόμη, αν και πέθαναν οι περισσότεροι… Εγώ, βλέπεις, βιολογικά είμαι πιο ανθεκτικός.
- Λυπόσασταν που φεύγατε και τους αφήνατε πίσω;
Όχι. Μου άρεσε να φεύγω. Το ταξίδι μού άρεσε πάρα πολύ.
Η Πάτρα ήταν η Πόλη, με Π κεφαλαίο. Ήταν οι μεγάλοι κάθετοι δρόμοι, ήταν οι καμάρες τους, μια ευρωπαϊκή πόλη. Βρήκαμε ένα σπίτι στα Ψηλά Αλώνια. Στην Άνω Πάτρα, υπήρχε μια μικρή πλατεία, η πλατεία Βουδ. Εκεί, Ασημάκη Φωτήλα και Λόντου, ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι, δίπατο, άσπρο, ισόγειο και πρώτο πάτωμα. Εμείς ήμασταν στο πρώτο πάτωμα. Πολύ μεγάλο σπίτι και μια πολύ καλή γειτονιά. Φυσικά δεν πήγα αμέσως στη γειτονιά, είχα μεγαλώσει πια, ήταν το ’36-’37 . Το 1937 ήμουν δώδεκα χρονών και κλείστηκα μέσα για να δώσω εξετάσεις να μπω στη Μέση Σχολή, και έτσι το καλοκαίρι το πέρασα διαβάζοντας.
- Πράγματι, δεν μας είπατε μέχρι τώρα, με το σχολείο πώς τα πηγαίνατε; Σας άρεσε;
Μου άρεσαν πολύ τα μαθήματα.
- Και η πειθαρχία του σας άρεσε;
Οι δάσκαλοί μας δεν ήταν άγριοι. Νομίζω ότι, όταν μας τιμωρούσαν, καλώς μας τιμωρούσαν, γιατί κάναμε πολλές αταξίες. Το μόνο που έκανε λόγου χάρη ο δάσκαλός μας ο Σταματάτος στην Κεφαλλονιά ήταν ότι είχε μια βέργα και έπρεπε να δώσεις το χέρι σου και σου έδινε δυο τρεις βεργιές στο χέρι. Αλλά το αισθανόσουν ότι ήταν δίκαιο, διότι πραγματικά κάτι είχες κάνει, είχες γκρεμίσει κάτι, είχες κάνει φασαρία, είχες σπάσει ένα τζάμι…
Καταλαβαίνεις τη συγκίνηση που είχα αργότερα στη Μακρόνησο, το ’49, όταν ο Σταματάτος ήρθε με τους δυο γιους του, που ήταν συμμαθητές μου. Όλοι εξόριστοι. Ήταν το «τρίο Σταματάτου», πατέρας και γιοι. Με τον καθηγητή μου, ο οποίος… είχε αλλάξει τον αδόξαστο στο χέρι μου, ήμασταν συναγωνιστές και συγκρατούμενοι στο Τέταρτο Τάγμα της Μακρονήσου το ’49. Έκτοτε δεν τον ξανάδα…
Ως προς τα μαθήματα, μου άρεσε πάρα πολύ η έκθεση, μου άρεσαν τα μαθηματικά, η φυσική, τα θρησκευτικά, οι ιστορίες των θρησκευτικών…
- Μάθημα μουσικής υπήρχε;
Στο δημοτικό όχι. Πρώτη φορά, η μουσική ξεκίνησε στην Πάτρα. Θυμάμαι πάντως πολύ καλά ότι, όταν τελείωνα το σχολείο και πήγαινα στο σπίτι το μεσημέρι, έτρωγα και διάβαζα πριν βγω να παίξω – γιατί το παιχνίδι ήταν το ωραιότερο πράγμα.
5. ΠΑΤΡΑ, ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΙΝΑΣ
Τα γραμματόσημα μου άνοιξαν έναν άλλο κόσμο. Τα είχα χωρίσει κατά κράτη. Ήταν μια διαδικασία σαν ιεροτελεστία, γιατί το γραμματόσημο έπρεπε να το καθαρίσεις, να το πλύνεις καλά, να το στεγνώσεις και μετά να το κολλήσεις ανάλογα με τη σειρά του.
- Ποιος σας μύησε στα γραμματόσημα;
Εκεί στου «Μέταλλα» είχε πολύ μεγάλα κτίρια, τα οποία είχαν αποθήκες από κάτω και από πάνω μένανε οι γυναίκες των καπετάνιων. Ξέρεις, οι καπετάνιοι της Κεφαλλονιάς ήταν αρκετά πλούσιοι: είχανε πιάνα, διάφορα ωραία έπιπλα, είχαν ωραίες μαρμελάδες, τις οποίες έστελναν από την Αγγλία, βούτυρα από τη Δανία, τσάγια από διάφορες χώρες και ένα σωρό άλλα πράγματα.
Εκεί λοιπόν, μια μέρα, καθώς παίζαμε στην πλατεία του «Μέταλλα», ήρθε μια κυρία, θα ήταν σαράντα με πενήντα χρονών, αλλά φαίνεται είχε χάσει τον άνδρα της, φορούσε μαύρα. Μας είδε που παίζαμε και λέει: «Θέλετε να έρθετε επάνω να πιείτε ένα τσάι;» «Βεβαίως», λέμε εμείς. Ήταν πολύ ευγενής η κυρία, ήμασταν τέσσερα πέντε παιδιά, αφήσαμε το παιχνίδι. Ανεβήκαμε επάνω, ήταν ένα ωραιότατο σπίτι, με πολύ ωραία έπιπλα, μύριζε και πάρα πολύ όμορφα. Πήγε μέσα λοιπόν η κυρία, μας έφτιαξε ένα τσάι και μας έφερε κάτι πολύ ωραία βουτήματα. Μας έφερε πολύ βούτυρο, το δανέζικο, και μας έκανε και τοστ.
Αφού φάγαμε, για να μας κρατήσει περισσότερο -ήθελε φαίνεται παρέα-, μας έφερε γραμματόσημα. «Τα έχετε δει, παιδιά, αυτά;» Είχε πολλά γραμματόσημα αυτή και μας μύησε. Φαίνεται ότι είχε κάποιους συγγενείς στην Κένυα, στην Ουγκάντα και είχε αλληλογραφία. Ήταν καταπληκτικά. Τότε η Αγγλία, το Βέλγιο, η Γαλλία είχαν πάρα πολλές αποικίες. Η Τανγκανίκα, η Κένυα, η Ουγκάντα, το Κονγκό… Αυτά τα γραμματόσημα για μένα ήταν πηγή αισθητικής, γιατί είχαν πολύ ωραία χρώματα και ζωγραφιές. Ήταν όμως και πηγή γνώσης, γεωγραφίας, γιατί άνοιγα την εγκυκλοπαίδεια να δω τι είναι η Τανγκανίκα, η Κένυα…
- Δηλαδή, μαθαίνατε τον κόσμο από τα γραμματόσημα…
Ναι. Θυμάμαι μάλιστα ότι είχα ολίγον ερωτευτεί μια κοπελίτσα που τη λέγανε Έλλη Τσελέντη και, για να την πλησιάσω, της έκανα μάθημα γεωγραφίας! Εκείνη δεν ήξερε, αλλά εγώ ήξερα πλέον για τη Νότια Αμερική, για την Αυστραλία, είχα δει και τη Μαλάκα. Όταν άκουγα τη λέξη «μαλάκα», νόμιζα ότι είναι τόπος! Με άκουσε μια μέρα ο πατέρας μου και μου λέει: «Να μην το ξαναπείς». Λέω «Γιατί;». Δεν ήξερα ότι έχει κι άλλη σημασία. Υπήρχαν τότε πολύ ωραία γραμματόσημα της Μαλάκας. Και για όλα αυτά μίλησα στην Έλλη κι έτσι έκανα την πρώτη μου ερωτική εξομολόγηση, γεωγραφικώς…
- Απέδωσε κάτι τουλάχιστον;
Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ η Έλλη, που έφυγε και πήγε κι έζησε όλη τη ζωή της στην Αφρική! Μπορεί να ζει και να διαβάσει αυτό το βιβλίο τώρα…
Πάντως, το σχολείο μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά δεν ήμουν πρώτος μαθητής, δεν ήμουν σπασίκλας. Ήμουν ένας μέσος μαθητής, που μου άρεσε να μαθαίνω το μάθημα από τον καθηγητή, πρόσεχα πολύ. Και είχα πολύ καλές σχέσεις με όλους τους δασκάλους μου, τους αγαπούσα πολύ, ήξερα ότι κι εκείνοι με αγαπούσαν. Οι τιμωρίες των Ελλήνων δασκάλων ήταν τιμωρίες αγάπης. Δηλαδή δεν ήταν μια τιμωρία ενός συστήματος.
- Μέχρι τώρα, έχουμε περιγράφει μια ζωή ειδυλλιακή. Πίκρες, απογοητεύσεις θυμάστε σε αυτά τα χρόνια;
Όχι, όχι, ήταν μόνο οι αρρώστιες. Αρρωσταίναμε πολύ τότε, έπρεπε να μείνεις οπωσδήποτε δυο τρεις εβδομάδες κάθε χειμώνα στο κρεβάτι, κυρίως από κρυώματα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μας κάνει βεντούζες, να κάνει κλύσμα.
Αυτά τα έκανε όλα ο πατέρας μου, όμως ήταν τα συνήθη, δεν ήταν ανησυχητικά. Τις οικονομικές δυσκολίες που είχαμε δεν τις καταλάβαινα. Δεν μου έλειψε ποτέ τίποτα. Προσπαθούσαν να μου τα προσφέρουν όλα, και ένα παιδί δεν ήθελε και πολλά πράγματα. Φτάνει να μην πεινάς…
[3] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – στην Πάτρα, οι Κρητικές ρίζες (σελ.62-74)
- ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΑΣΠΑ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ – ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
Ο πατέρας μου ερχόταν πάντα τραγουδώντας, μάλιστα όλο έλεγε στη μητέρα μου τραγούδια. Εκείνη έκανε τη ναζιάρα. Να φανταστείς ότι σε όλη του τη ζωή, κάθε πρωί, της πήγαινε το πρωινό της και της τραγουδούσε το «Άμε να πεις της μάνας σου να κάνει κι άλλη γέννα, να κάψει κι αλλουνού καρδιά, ως έκαψε κι εμένα». Αυτό ήταν το… σουξέ του – όταν το τραγουδούσε, η μητέρα μου χαμογελούσε. Κι αυτό γινόταν μέχρι τα γηρατειά του.
- Δηλαδή, πολύ ερωτευμένοι…
Μέχρι τέλους, ήταν καταπληκτικό. Επίσης του άρεσε πολύ να καλεί τους φίλους του μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι. Το γεύμα αυτό ήταν ένα πανηγύρι, γιατί ο πατέρας μου έλεγε πολλά καλαμπούρια, σκάρωνε ποιήματα για όλες τις γυναίκες, τραγουδούσαν όλοι μαζί πάρα πολύ… Έτσι κυλούσε η ζωή μας.
Και, ξαφνικά, μια μέρα, έρχεται στο σπίτι αμίλητος. Είχε πεθάνει η γιαγιά μου στην Κρήτη. Έμεινε κλεισμένος σε ένα δωμάτιο δυο τρία μερόνυχτα. Αυτό μας επηρέασε πάρα πολύ. Όταν βγήκε, τον είδαμε πολύ κλαμένο, πεινασμένο, αξύριστο, ήταν ένα φοβερό θέαμα. Με πείραξε πολύ, ήταν ένα σοκ, αλλά με συγκίνησε και πάρα πολύ, γιατί είδα πόση αγάπη είχε για τους γονείς του.
Κι εσείς όμως το ίδιο, εσείς τους λατρεύατε τους γονείς σας…
Κι εγώ το ίδιο. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που εξέπεμπε πολλή αγάπη. Ζούσαμε έτσι, με το τραγούδι, με την αγάπη. Αυτό έπαιξε πολύ καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου.
- Η μητέρα σας;
Η μητέρα μου ήταν μια πολύ γλυκιά γυναίκα, κι όπως την είχε και χαϊδεμένη ο πατέρας μου, τη θυμάμαι πάντα να γελάει. Ήταν βασικά αρχόντισσα της κουζίνας. Μαγείρευε τα περίφημα σμυρναίικα φαγητά, τα σουτζουκάκια, τα γιουβαρλάκια, τις μακαρονάδες, έκανε επίσης πολλές σάλτσες…
Εσείς μπλέκατε καθόλου στην κουζίνα;
Βέβαια, γιατί πεινούσα συνέχεια και πήγαινα πάντα κάτι να πάρω. Η μητέρα μου ήταν αρχόντισσα της κουζίνας, της τραπεζαρίας, ήταν αυτή που θα έλεγε τα ωραιότερα τραγούδια όταν τελείωνε πια το ρεπερτόριο του πατέρα μου. Της έλεγε «Άσπα, πες μας κι εσύ», κι εκείνη τραγουδούσε με αυτή τη φοβερή φωνή που είχε…
- Ποιο τραγούδι;
Έλεγε κυρίως σχολικά τραγούδια: «Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα»… Αυτό ήταν… ο εθνικός μας ύμνος, αλλά έλεγε κι όλα τα τραγούδια της μόδας. Θυμάμαι λοιπόν αυτή τη μοναδική φωνή που είχε, αλλά κι ότι ήταν πολύ αυστηρή με μένα, να μην πω καμιά κακή κουβέντα.
2. ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ – ΕΓΩ ΠΡΟΕΡΧΟΜΑΙ ΑΠΟ ΒΟΣΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΥΡΑΡΗΔΕΣ
Αφήσαμε ανοιχτό ένα μεγάλο κεφάλαιο: τις ρίζες σας.
Εγώ προέρχομαι μάλλον από βοσκούς και λυράρηδες…
Και διάσημους μάλιστα…
Και διάσημους, πράγματι. Οι Χάληδες, από τους οποίους κατάγεται η μητέρα του πατέρα μου, η γιαγιά μου, ήταν τρία αδέρφια. Ο Βασίλης, ο Γιάννης κι ο Στέφανος.
Ο Βασίλειος Χάλης ήταν ο αρχηγός της «δυναστείας» των Χάληδων. Μιλάω για δυναστεία, γιατί ήταν τρία αδέρφια, και οι τρεις επαναστάτες.
Μιλάμε για τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Βασίλειος Χάλης ήταν ο πιο μεγάλος και ήταν οπλαρχηγός της δυτικής Κρήτης, των Χανίων. Όταν έγινε η απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1828-1830, οπότε ήρθε ο Όθων και η κυβέρνησή του, του έδωσαν τίτλο στρατηγού. Είναι ο μόνος από τους οπλαρχηγούς της Κρήτης που ονομάζεται στρατηγός. Μετά ήρθε στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο, που ήταν πρωτεύουσα του κράτους τότε, και εκλέχθηκε δήμαρχος. Ήταν ο πρώτος δήμαρχος του ελεύθερου Ναυπλίου επί Καποδίστρια.
Άρα τις δύο ρίζες, του επαναστάτη και του πολιτικού, τις έχουμε από τον Βασίλειο Χάλη. Αλλά και τη μουσική ρίζα την έχουμε από την ίδια οικογένεια, από τον Στέφανο Χάλη, ο οποίος φέρεται να έχει γράψει ένα τραγούδι εξίσου διάσημο με τα μεγάλα τα δικά σας. Να σας ρωτήσω, λοιπόν, αν σας αρέσει το τραγούδι του, το «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Μα είναι από τα τραγούδια με τα οποία μεγαλώσαμε και πάντα το τραγουδούσαμε. Ως μικρό παιδί είναι από τα πρώτα που έμαθα, χωρίς να ξέρω τη ρίζα του. Είναι το σήμα της κάθε επανάστασης. Ο Στέφανος Χάλης σκοτώθηκε πάρα πολύ νέος. Ήταν ένας μικρός ανταρτάκος, ο οποίος πολεμούσε και τραγουδούσε, αυτό που κάναμε κι εμείς στον ΕΛΑΣ. Μεταξύ των τραγουδιών τα οποία άφησε ήταν και το «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Ένας τρίτος αδερφός είναι ο Γιάννης Χάλης, του οποίου η κόρη παντρεύτηκε τον Σπυριδάκη, τον οπλαρχηγό της Κρητικής επανάστασης, μετά τον Χάλη. Από αυτόν το γάμο γεννήθηκε η Αικατερίνη Σπυριδάκη, η γιαγιά μου, η οποία συμμετείχε στις μάχες με τον πατέρα της. Ήταν αντάρτισσα και παντρεύτηκε τον Μιχάλη Θεοδωράκη, τον παππού μου. Ο αδερφός της, γιος κι αυτός του Σπυριδάκη, παντρεύτηκε την αδερφή του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Τώρα ο παππούς μου, ο Μιχάλης Θεοδωράκης, έλκυε την καταγωγή από τον Θεοδωρομανώλη. Αυτός φέρεται να εισήγαγε τη λύρα στην Κρήτη, στην οποία μέχρι τότε, επειδή ήταν ενετοκρατούμενη, έπαιζαν όλοι βιολί. Η λύρα ήταν ποντιακή, δεν ξέρω πώς την άκουσε, αλλά πρώτος ο Θεοδωρομανώλης άρχισε να γράφει τραγούδια με λύρα, ριζίτικα και συρτούς χανιώτικους. Ο Θεοδωρομανώλης αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους, γιατί είχε σκοτώσει έναν αγά εκεί κάτω στη δυτική Κρήτη.
- Να πούμε ότι και ο πατέρας σας, σε ηλικία δεκαέξι χρόνων, πολέμησε στο Μπιζάνι ως εθελοντής…
Ναι. Ο παππούς μου ο Μιχάλης φυλακίστηκε στις φυλακές Φιρκά από τους Τούρκους. Επειδή υπήρχε η παράδοση των επαναστάσεων, μόλις έγινε ο πόλεμος στα Βαλκάνια, έφυγαν και ο πατέρας μου και ο αδερφός του κρυφά. Κρύφτηκαν στο αμπάρι ενός πλοίου για να φύγουν. Νομίζω ότι στο ίδιο πλοίο ήταν και ο πατέρας του Χρήστου Λαμπράκη, ο Δημήτρης Λαμπράκης. Γιατί ήταν και αυτός όταν έκαναν το λόχο Κρητών σπουδαστών.
Ο πατέρας μου ήταν τότε δεκαέξι χρονών, ο αδερφός του πιο μεγάλος. Ο παππούς μου ήξερε ότι θα έφευγαν και μπήκε στο αμπάρι, τους βρήκε και τους δύο, τους έδωσε ένα ψωμί και ένα τάλιρο, τους είπε «Κοιτάχτε να μην ντροπιάσετε τη γενιά σας» κι έφυγε! Ο θείος μου ο Πέτρος τραυματίστηκε βαριά στο Μπιζάνι, ο πατέρας μου επίσης…
Το βιβλίο του, το Ημερολόγιο Πολέμου, ήταν για μένα το ευαγγέλιο που διάβαζα συνέχεια.
3. ΠΑΤΡΑ, ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΝΟΤΕΣ & ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΟΛΙ
- Ας πάμε σε κάτι άλλο κι ας ακούσομε τον Μίκη Θεοδωράκη να μας μιλάει για τη σχέση του με τον αθλητισμό, αλλά και για την πρώτη φορά που είδε νότες…
Είμαστε πια στην Πάτρα όπου, το 1937, ο πατέρας σας μάλλον έχει την καλύτερη μετάθεση της ζωής του.
Η Πάτρα την εποχή εκείνη νομίζω ότι ήταν καλύτερη και από την Αθήνα ακόμη. Διότι ήταν το λιμάνι προς τη Δύση, και αυτό είχε επηρεάσει πολύ τους Πατρινούς. Η αστική τάξη των Πατρών ήταν η πιο ανεπτυγμένη.
- Παιζόταν όπερα στην Πάτρα την εποχή που στην Αθήνα δεν είχαν καν ακούσει τη λέξη «όπερα»…
Ήταν κάτι αντίστοιχο και με τη Σύρο. Η Πάτρα φυσικά είχε πολύ υψηλό επίπεδο αστών, γιατί υπήρχε και προλεταριάτο, λόγω της ύπαρξης βιομηχανίας. Υπήρχε εργατικό δυναμικό.
Ο πατέρας μου, ως ανώτερος υπάλληλος, είχε σχέσεις με την αστική τάξη, η οποία ήταν υψηλού επιπέδου και πάρα πολύ φιλόξενη. Ήταν, δηλαδή, ένας λαός πολύ πιο ανοιχτός, και αυτό με επηρέασε πάρα πολύ.
Τον πρώτο καιρό δεν είχαμε σπίτι και μέναμε σε ένα ξενοδοχείο στην παραλία. Πέρασα πολύ ωραία, διότι τρώγαμε στο εστιατόριο και το βράδυ πηγαίναμε στο Φάρο, αλλά ταυτόχρονα μελετούσα πολύ. Τότε δίναμε εξετάσεις για να μπούμε από το δημοτικό στη Μέση Σχολή. Ήταν ένα συγκρότημα σχολείων, δημοτικών και γυμνασίων, εντελώς καινούριο, από αυτά που είχε κάνει ο Γεώργιος Παπανδρέου, και ήταν καθαρότατο. Το χαρακτηριστικό του δε ήταν ότι είχε τέλειες γυμναστικές και αθλητικές εγκαταστάσεις, τις οποίες εγώ χρησιμοποιούσα πολύ. Τότε με κατέκτησαν η γυμναστική και ο αθλητισμός.
- Ποιο άθλημα προτιμούσατε;
Το άλμα εις μήκος. Αλλά μου άρεσε πολύ και το βόλεϊ και αργότερα πήγα και στο μπάσκετ. Από εκεί πέρασα στο Ναυτικό Όμιλο Πατρών και έφτασα να πάρω μέρος και σε πανελλήνιους αγώνες, στα εξήντα μέτρα κρόουλ, νομίζω. Έκανα επίσης και καταδύσεις. Μάλιστα κατασκεύασα και ένα πλεούμενο με ντενεκέδες και με ένα σεντόνι για πανί, και ανοίχτηκα μέσα, βαθιά.
Ήταν τότε εκεί ο αγγλικός στόλος και τον έφτασα… Ήταν το πρώτο μου πλεούμενο.
- Ο πατέρας σας το ήξερε;
Δεν τον πείραζε, γιατί ήμουν καλός κολυμβητής. Αλλά όταν μια φορά πήρα μαζί μου τον αδερφό μου και την ξαδέρφη μου, που ήταν μωρά παιδιά, καταλαβαίνεις τι συνέβη…
Φυσικά, το δεύτερο πράγμα που με ενθουσίασε ήταν η μουσική. Εκεί υπήρχε η χορωδία του Παπαβασιλείου, ο οποίος με ξεχώρισε και με έβαλε στους τενόρους, γιατί είχε τετραφωνία πραγματική, κι εγώ γοητεύτηκα. Θυμάμαι πόσο μαγευτικό ήταν για μένα όταν πήραμε τα βιβλία του σχολείου και υπήρχε ανάμεσά τους κι ένα βιβλίο με περίεργα σχήματα…
- Οι νότες…
Και είπα του πατέρα μου: «Μπαμπά, τι είναι αυτά εδώ;»
«Αυτά», μου λέει, «είναι μουσική».
- Δηλαδή, στα δώδεκα σας, στην Πάτρα, είδατε για πρώτη φορά παρτιτούρα;
Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα νότες. Πιάνο είδα στην Κεφαλλονιά, αλλά ως… έπιπλο. Νότες είδα σε αυτό το σχολικό βιβλίο. Το πρώτο μου μάθημα, λοιπόν, μου το έκανε ο πατέρας μου…
- Ήξερε μουσική;
Δεν ήξερε μουσική, αλλά μου είπε: «Αυτό είναι πεντάγραμμο, είναι η μουσική. Αυτά εδώ πέρα, οι “ψείρες”, όσο πάνε επάνω, ανεβαίνει η φωνή, ενώ όσο πάνε κάτω, κατεβαίνει η φωνή». Αυτό ήταν το πρώτο μου βασικό μάθημα μουσικής.
Μετά, άρχισε να γίνεται συστηματικό, γιατί πήγα για μάθημα μουσικής – αλλά καλό μάθημα μουσικής, όχι αστεία. Ο Παπαβασιλείου με ξεχώρισε για να πω την πρωινή προσευχή του Χάιντν: «Σε Σένα, πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή…» Την έλεγε χορωδία, αλλά στη μέση υπήρχε ένα σόλο, το οποίο το έλεγα εγώ. Αυτό ήταν κάτι, όπως στην Κεφαλλονιά, με το οποίο ανατρίχιαζα. Στο σχολείο, κάθε πρωί, λέγαμε αυτή την ίδια προσευχή.
- Δηλαδή, φύγατε από το βυζαντινό «Η Ζωή εν τάφω» και πήγατε σε σόλο της πιο δυτικής μουσικής, πάλι για τον Θεό…
Πολλές φορές με καλούσαν οι καθηγητές στην ώρα του διαλείμματος μέσα στην τάξη για τους τραγουδήσω. Είχα πάρει κάτι από τη φωνή της μητέρας μου, η οποία πλήγωνε, έφερνε έναν πόνο. Αυτό όμως μου έβαλε ιδέες, και έτσι ο πατέρας μου μίλησε στον Παπαβασιλείου· τον ρώτησε «Τι συμβαίνει με αυτό το παιδί και του αρέσει τόσο πολύ η μουσική; Το όνειρό του είναι να του πάρουμε ένα βιολί». Κι εκείνος τού απάντησε: «Έχω εγώ ένα βιολί να σας πουλήσω». Κι έτσι…
- Ήρθε η μεγάλη ώρα…
Ήρθε η μεγάλη ώρα και πήρα το βιολί μου!
- Πώς νιώσατε;
Ήταν συναρπαστικό, ήταν το μυστικό δώρο των γονέων μου. Όταν πήρα το βιολί, τρελάθηκα. Έτσι, πήγα στο Ωδείο Πατρών και άρχισα να κάνω μαθήματα βιολιού και θεωρίας. Είχα λοιπόν τα μαθήματά μου στο σχολείο, τον αθλητισμό, το ωδείο, αλλά είχα, όπως σου είπα, και μια πολύ ωραία γειτονιά στα Ψηλά Αλώνια, στην πλατεία Βουδ, στη γωνία Ασημάκη Φωτήλα και Λόντου.
Πλάι, υπήρχε μια πολύ μεγάλη ταβέρνα, που την είχε ένας Ιταλός. Είχαμε πάρα πολλούς Ιταλούς στην Πάτρα. Η ιταλική παροικία των Πατρών πρέπει να είχε δέκα με είκοσι χιλιάδες κόσμο, και τα παιδιά αυτά ήταν σαν Έλληνες. Μαζί μας μιλούσαν ελληνικά, μεταξύ τους βέβαια ιταλικά.
- Όταν έγιναν οι βομβαρδισμοί από τους Ιταλούς στην Πάτρα, τι έκαναν αυτοί;
Νομίζω ότι συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς οι περισσότεροι, και γι’ αυτό μετά τον πόλεμο έφυγαν. Αλλά, την εποχή εκείνη, πριν από τον πόλεμο, δεν ξεχωρίζαμε τα παιδιά. Εγώ θυμάμαι είχα πλάι μου δύο συμμαθητές· η μία ήταν η Βαρβάρα, η κόρη του ταβερνιάρη, η κοπέλα της παρέας μας. Απλώς παίζαμε μαζί, δεν είχαμε ακόμη τίποτα… ερωτικό. Όταν παίζαμε κρυφτό, όπου κρυβόταν η Βαρβάρα τρέχαμε και εμείς να κρυφτούμε μαζί της. Μας γοήτευε η κοπέλα αυτή.
4. ΠΑΤΡΑ, ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΜΑΣ
Με τα παιδιά παίζαμε κρυφτό, κλέφτες και χωροφύλακες, αλλά όταν κουραζόμασταν καθόμασταν κάτω από μια ξύλινη κολόνα της Ηλεκτρικής κι εκεί τραγουδούσαμε. Το ρεπερτόριό μας ήταν τα τραγούδια της μόδας, όπως «Σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω…», «Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια…». Τραγουδούσαμε βασικά Σουγιούλ και Γιαννίδη, ήταν οι δύο αγαπημένοι μας συνθέτες, οι οποίοι βέβαια εκείνη την εποχή ήταν στα χείλη όλου του κόσμου.
Πώς όμως τραγουδούσε όλος ο κόσμος, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο, ούτε ορχήστρες ούτε φυσικά τηλεόραση; Θα σου πω το «μυστικό»; Με τους κινηματογράφους. Ο κινηματογράφος, συστηματικά, μία ώρα πριν αρχίσει το φιλμ, άρχιζε να παίζει τους δίσκους. Όποιος ήθελε να μάθει το τραγούδι πήγαινε στο περίπτερο, έπαιρνε κάτι πολύ μικρά τεφτεράκια, δέκα επί πέντε πόντους, πρόχειρα, και μέσα ήταν οι στίχοι των καινούριων τραγουδιών. Αυτά τα αγόραζες ας πούμε με πενήντα λεπτά της δραχμής από το περίπτερο. Εφοδιάζονταν όλα τα παιδιά και όλος ο κόσμος με τα βιβλιαράκια αυτά.
Έμπαινε μέσα όλος ο κόσμος και, περιμένοντας το φιλμ, άκουγε το τραγούδι και διάβαζε τα λόγια. Το έβαζε μία, δύο, τρεις φορές, κι όταν τελείωνε ξέραμε το τραγούδι απέξω. Δηλαδή έπρεπε να πάμε σε τρία τέσσερα φιλμ, να έχουμε το ρεπερτόριό μας. Και έτσι λοιπόν μαθαίναμε τα καινούρια τραγούδια.
Οι μεγάλες τραγουδίστριες ήταν η Σοφία Βέμπο, η Δανάη, η Κάκια Μένδρη… Ήταν πολύ μεγάλες τραγουδίστριες, διότι τραγουδούσαν με έναν τρόπο επιβλητικό, πολύ αυστηρό, με καλή άρθρωση, με πολύ καλά ελληνικά. Και νομίζω ότι τα ελαφρά ελληνικά τραγούδια τελικά είχαν επιδράσεις λίγο από τα μεξικάνικα, λίγο από τα νοτιοαμερικάνικα, απ’ τα γαλλικά, απ’ τα ιταλικά, όμως, τελικά, έγιναν ελληνικά τραγούδια. Πιο πολύ επηρεάστηκαν από τις καντάδες. Εγώ θαυμάζω πάρα πολύ τον Μιχάλη Σουγιούλ, θεωρώ ότι είναι ένας από τους πιο σπουδαίους συνθέτες, όπως και ο Γιαννίδης, βέβαια, που έλεγε ότι έπρεπε να γράφεις πάντοτε σε τανγκό. Ήταν επανάσταση να κάνεις βαλς.
- Όλα αυτά είναι και χοροί. Εσείς χορεύατε;
Δεν χόρευα, ήμουν πολύ ψηλός και λίγο άχαρος για να χορεύω. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τα παιδιά εκείνη την εποχή δεν χορεύαμε, δεν ξέραμε χορούς. Οι μεγάλοι βέβαια χόρευαν.
Εγώ εξακολουθούσα να έχω το γραμμόφωνό μου και γίνονταν και τα πάρτι πάλι στο σπίτι μας.
Εκεί στην Πάτρα είχαμε πολύ μεγάλο σαλόνι, είχαμε τρεις κάμαρες, που τις ανοίγαμε και γινόταν πάρτι κάθε δεκαπέντε μέρες. Φαίνεται ότι αυτό γινόταν από σπίτι σε σπίτι. Κάθε δεκαπέντε μέρες, πάλι τα ίδια: ο κύριος διοικητής της χωροφυλακής, ο κύριος εισαγγελέας και λοιπά. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Τραγουδάγαμε…
Αναρωτιέμαι πώς εσείς, που αγαπήσατε τόσο πολύ αυτή την αστική ζωή της Ελλάδας, όπως δείχνουν οι μέχρι τώρα αφηγήσεις σας, γίνατε τελικά επαναστάτης; Κανονικά θα έπρεπε να έχετε γίνει φρουρός του αστικού κατεστημένου…
Α, όχι, δεν υπήρχε τίποτα το εξουσιαστικό. Ήταν η ζωή τους η καθημερινή αυτή. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν έξω από κάθε εξουσία. Οι εξουσίες οι οποίες είχαν εκεί ήταν τοπικές, ήπιες, δεν ήταν καταπιεστικές. Το καλοκαίρι, για να λύσει προβλήματα εκτός της πόλης, αλλά και για λόγους οικονομικούς, καθώς το επίδομα εκτός έδρας ήταν μεγάλο, ο πατέρας μου έβγαινε από την Πάτρα και πηγαίναμε οικογενειακός λόγου χάρη στο Διακοφτό.
Παίρναμε το τρένο, μετά τον οδοντωτό και ανεβαίναμε στα Καλάβρυτα. Από εκεί, για να πάμε στα χωριά, μπαίναμε μέσα σε έναν ξεροπόταμο. Και εκεί πηγαίναμε με μουλάρια, τέσσερις πέντε ώρες δρόμος, και όταν φτάναμε στο πρώτο χωριό βρισκόμαστε πλέον σε μιαν άλλη Ελλάδα. Εκεί έβλεπες όλα τα παιδιά ξυπόλητα, φοβερά βρόμικα, αφού δεν υπήρχε ούτε σαπούνι.
- Τρίτος κόσμος, δηλαδή…
Τρίτος κόσμος! Τα σπίτια τους ήταν καλύβες. Ζούσαν όλοι μαζί, οι άνθρωποι, οι κότες, οι κατσίκες, τα σκυλιά. Έτρωγες κάτω, κι από πάνω περπατούσαν οι κότες και κουτσουλούσαν. Εμείς κοιμόμασταν το βράδυ, έμπαινε το νερό από πάνω τουλούμι και δεν είχαμε ούτε στέγαστρο. Όταν πήγαινα σ’ ένα τέτοιο χωριό, όλα τα παιδιά με βλέπανε σαν φαινόμενο. Μιλάμε τώρα για δύο τρεις ώρες με το μουλάρι έξω από την Ακράτα. Δεν υπήρχε καν δρόμος.
- Πώς άλλαξε όλο αυτό και πότε;
Νομίζω ότι η Ελλάδα άλλαξε μέσα στην Κατοχή και μετά την Κατοχή. Βοήθησαν πολύ και οι Γερμανοί, οι οποίοι είχαν έναν άλλον πολιτισμό από πλευράς καθαριότητος. Εγώ δεν είχα δει ποτέ να πλένουν δόντια. Ο παππούς μου τα έπλενε με αλάτι το πρωί. Και ο μόνος μαθητής που έπλενε τα δόντια του με αλάτι ήμουν εγώ. Ξαφνικά ήρθαν οι Γερμανοί και βλέπουμε οδοντόκρεμες. Δεν ξέραμε π είναι αυτό. Έπειτα, εμείς ήμαστε βαριά ντυμένοι, για να μην κρυώνουμε. Φτάνουν οι Γερμανοί και ήταν γυμνοί, ολόγυμνοι μες στον ήλιο, έκαναν μπάνιο συνέχεια… Εμείς δεν είχαμε μπάνια, στη σκάφη πλενόμασταν. Δεν είχαμε θερμοσίφωνα, δεν είχαμε πολλά σαπούνια. Ήταν πολύ καθυστερημένη η Ελλάδα…
5. ΠΑΤΡΑ, ΜΙΣΕΛ ΤΕΟΝΤΟΡΑΚΙΣ – ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
- Κι εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα πρώτα τραγούδια που γράψατε είναι γραμμένα για την πατρίδα και τη θρησκεία…
Τότε γράφω τα πρώτα τραγούδια. Παίζοντας βιολί, έμαθα παράλληλα και φυσαρμόνικα. Η φυσαρμόνικά μου ήταν Honer και είχα κι ένα τετραδιάκι με ένα νανούρισμα του Μπραμς και του Μπετόβεν, κάτι από την Απασιονάτα.
- Τα παίζατε στη φυσαρμόνικα;
Ναι. Ήταν πιο εύκολη η φυσαρμόνικα από το βιολί, για να παίξεις σε παρέα…
Σας άρεσε ο ηχητικός πλούτος που έχει;
Μ’ άρεσε πάρα πολύ και έπαιζα πολύ. Θυμάμαι ένα ωραίο τραγούδι, την «Παλόμα», από ένα φιλμ. Δεν νομίζω ότι υπήρχε τραγούδι που να τραγουδήθηκε πιο πολύ στην Ελλάδα από αυτό τότε. Επί δέκα χρόνια όλος ο κόσμος τραγουδούσε την «Παλόμα», που πήγαινε και ωραία με φυσαρμόνικα πρίμο- σεκόντο.
Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα, που ήταν όμορφη, είχα κάνει και το εκδρομικό σωματείο κι είχαμε κουρευτεί όλοι… Ήταν ο Εκδρομικός Όμιλος Πατρών, με έξι εφτά μέλη, η παρέα μας. Βγαίναμε έξω από την Πάτρα και πηγαίναμε επάνω προς το Παναχαϊκό, στο βουνό. Κάναμε εκδρομές και, εκεί, κατά το πρότυπο του πατέρα μου, παίρναμε ποιήματα και διαβάζαμε. Τα παιδιά δεν καταλάβαιναν γιατί το έκανα αυτό, αλλά εγώ ακολουθούσα τον πατέρα μου…
- Τα πρώτα σας τραγούδια, που τα γράφετε εκείνη την εποχή, έχουν το μεγαλοπρεπή τίτλο «Συλλογή ασμάτων ανασκευασθέντων υπό Μιχαήλ Γ. Θεοδωράκη. Ρομάνς 1 και 2 ». Μάλιστα το 2 το υπογράφετε ως Michel Theodorakis…
Μα ήθελα να είναι προς το γαλλικό πρότυπο…
- Γιατί;
Πίστευα ότι ένας αξιοπρεπής συνθέτης δεν μπορεί να είναι Έλληνας.
[4] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – από τον Πύργο στην Τρίπολη (σελ.75-86)
- Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ
- Η θρησκεία, η πατρίδα, η φύση και η ζωή είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της συνείδησής σας εκείνη την εποχή…
Η θρησκεία πάντοτε έπαιζε ρόλο, ως τελετουργικό. Μικρός, πήγαινα την Κυριακή το πρωί με τον πατέρα μου στην εκκλησία. Στην Πάτρα μάλιστα υπήρχε ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, μας πήγαιναν με το σχολείο, όλους. Εν τω μεταξύ, είχα ψηλώσει πολύ, αλλά φορούσα ακόμη κοντά παντελόνια. Αυτό είναι ένα γεγονός που πρέπει να το επισημάνω, διότι όταν πήγα στην πρώτη γυμνασίου ήμουν δεύτερος στη σειρά, άρα υπήρχαν πιο ψηλοί από μένα. Μεσολάβησε ένα καλοκαίρι, το πέρασα μες στη θάλασσα, έφαγα πάρα πολλά φρούτα, το λέω για ανθρώπους που θέλουν να ψηλώσουν…
- Ναι, ναι, έχουμε και πρακτικές συμβουλές!
Έφαγα πολλές ντομάτες, κοφίνια ολόκληρα, κολυμπούσα συνεχώς και όταν πήγα στη δευτέρα γυμνασίου ήμουν πια πάρα πολύ ψηλός.
- Αυτό σας ταλαιπώρησε;
Πολύ, πάρα πολύ. Εκεί στην Πάτρα όχι τόσο, γιατί με βλέπανε οι φίλοι μου καθώς ψήλωνα. Όταν όμως αργότερα πήγα στον Πύργο και «φυτεύτηκα» απότομα, εκεί πλέον κλείστηκα μέσα στο σπίτι μου, γιατί ο κόσμος με κοιτούσε περίεργα που ήμουν τόσο ψηλός. Αυτό με πλήγωσε πολύ.
- Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για τον αδερφό σας;
Γεννήθηκε το ’32, ήταν εφτά χρόνια μικρότερος μου. Κατά κάποιο τρόπο τον είχα υπό την προστασία μου και νομίζω ότι η προστασία μου ήταν γι’ αυτόν κάπως ασφυκτική. Τον ζήλευα τρομερά, όπως φάνηκε, δεν τον άφηνα να φάει τίποτα, τα έπαιρνα όλα εγώ. Τον βασάνισα πολύ τον αδερφό μου, πάρα πολύ, από μικρό. Ήταν ένα παιδί με πολλή αγάπη μέσα του, που με λάτρευε. Ό,τι κι αν του έκανα, «Μίκη μου», έλεγε. Μα τον καταπίεζα – αφού η μάνα μου τον έκρυβε, τα καταλάβαινε αυτά και τον έπαιρνε μέσα από τα νύχια μου. Ήμουν συνεχώς ένας δυνάστης του αδερφού μου, τον αγαπούσα πολύ, αλλά και τον ζήλευα.
Ξέρεις τι γίνεται με τα παιδιά. Όταν έχεις την πρωτοκαθεδρία κι έρχεται ένα άλλο παιδί εφτά χρόνια μετά, είναι σαν να σου κλέβουν τον πατέρα και τη μητέρα, είναι πολύ άσχημο. Έτσι πήγα μέχρι το τέλος με τον Γιάννη. Γι’ αυτό του είχαν μια ιδιαίτερη αδυναμία ο πατέρας και η μάνα μου, γιατί ήταν πιο αδύνατος. Αυτό τον διαμόρφωσε, θα μπορούσε να γίνει πολύ πιο σημαντικός…
Έγινε όμως σημαντικός. Τα ποιήματα του είναι σπουδαία…
Θα μπορούσε να είναι πιο σπουδαίος. Βλέπεις, αρνιόταν και ο ίδιος να γίνει κάποιος.
- Από όλα τα ποιήματα που κάνατε εσείς τραγούδια, ποιο θα ξεχωρίζατε;
Μα το ξέρεις, ήταν σημαδιακό. Το πρώτο τραγούδι που έγραψα ήταν το «Χάθηκα». Το πρώτο στη ζωή μου, το ωραιότερο και το τελευταίο. Και ο κόσμος το αγαπάει πολύ αυτό.
Με αφορμή το «Χάθηκα», ας επιστρέφουμε στο πώς γράφατε μουσική ως παιδί.
Η διαδικασία της σύνθεσης ήταν κάτι το φοβερό. Γιατί να γράψω μουσική, αφού υπήρχαν τραγούδια; Βλέποντας τις νότες των άλλων, ήταν σαν να ερωτευόμουν μια γυναίκα, άγνωστη, που ήταν η μουσική, και μέσα από τις νότες ήθελα να την κατακτήσω.
Ήθελα να γράψω νότες, δεν ήθελα απλώς να γράψω τραγούδια, αλλά να γράψω και τις νότες. Γράφοντας νότες, νόμιζα ότι ήταν σαν να κατακτούσες μια κοπέλα και τη φιλούσες, έτσι ήταν για μένα. Ήταν φοβερό όμως, γιατί δεν μπορούσα, δεν ήξερα νότες. Αν δεις τις πρώτες νότες μου, είναι γραμμένες πολύ περίεργα, έβγαιναν πολύ περίεργα.
- Πότε αρχίσατε να μπορείτε;
Νομίζω τότε, το ’37, παίρνοντας το βιολί και παίζοντας πολύ βιολί… Προσπαθούσα να κάνω συνεχώς ασκήσεις, αλλά τις εγκατέλειπα, γιατί ήταν για μένα επώδυνες και δεν έβρισκα νόημα. Άρχισα να παίζω άλλους ήχους, μόνος μου, αυτοσχεδιάζοντας. Καταλάβαινα λοιπόν ότι κάνω κάτι δικό μου και σιγά σιγά αυτό με οδήγησε στο να περνάω πολλές ώρες γράφοντας δικούς μου ήχους, αλλά ήταν δύσκολο να τους περάσω στο χαρτί.
- Δηλαδή στην αρχή κάνατε ό,τι κάνουν οι αυτοδίδακτοι…
Ήμουν τελείως αυτοδίδακτος. Κι όταν το ’39 πήγαμε στον Πύργο της Ηλείας, ήμουν ήδη δεκατεσσάρων χρονών, έφηβος πια. Εκεί νομίζω ότι εμφανίστηκα με τα κοντά παντελόνια, με ύψος 1,95, και τρόμαξαν όλοι! Εκεί έβαλα τα μακριά παντελόνια, αλλά στον πρώτο περίπατο που κάναμε στην πλατεία του Πύργου για να δει ο κόσμος το νέο διευθυντή της νομαρχίας με την κυρία του (δηλαδή τους γονείς μου), να πάμε στο ζαχαροπλαστείο, να φάμε το γλυκό μας, να μας δει ο κόσμος και να τον δούμε, ήμουν κι εγώ μαζί. Ο κόσμος με κοιτούσε έκπληκτος κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να ανεχτώ. Έτσι, κλείστηκα μέσα. Δεν μπορούσα να βγω, δεν μπορούσα να περπατήσω. Οι δικοί μου πήγαιναν στο Κατάκολο, έκαναν τα μπάνια τους, είχε και πάρα πολλή ζέστη, αλλά εγώ δεν πήγαινα μαζί τους, δεν μπορούσα να πάω μαζί τους.
- Τους λέγατε το γιατί;
Όχι. Κλείστηκα μες στο σπίτι και εκεί είχα μόνο το βιολί. Έκανε φοβερή ζέστη, δεν είχα τι να κάνω, το σχολείο δεν είχε αρχίσει ακόμη και έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα. Εκεί ανακάλυψα τη μουσική. Δηλαδή, εκεί άρχισα να γράφω καλύτερα τραγούδια, γιατί το βιολί βοηθάει σ’ αυτό. Ανακάλυψα τις κλίμακες, ανακάλυψα τις νότες, και με τα βιβλία του σχολείου -τα οποία είχαν πατριωτικά ποιήματα του Βαλαωρίτη, του Παλαμά, του Δροσίνη, του Πολέμη, του Σολωμού- άρχισα να γράφω.
- Ο Σολωμός σάς άγγιξε;
Είναι άμεσος, έχει και μια «υγρασία» ο Σολωμός. Ο Βαλαωρίτης ήταν πιο στομφώδης, πιο πατριωτικός, είχε ένα βρόντο η φωνή του μέσα της. Άκουγες τα άλογα των Τούρκων να τρέχουν, τα πιστόλια, όλα αυτά… Ήταν πολύ πατριωτικός.
- Και νιώσατε την ανάγκη να βάλετε μουσική σε αυτόν το λόγο;
Βέβαια! Άρχισα να γράφω μουσική. Έγραψα τα ωραιότερα τραγούδια μου την εποχή εκείνη, πάρα πολύ ωραία τραγούδια. Από τα παιδικά τραγούδια, τριάντα εννιά τον αριθμό, θυμάμαι του Πολέμη «…τ’ αγριολούλουδα τ’ Απρίλη…», ένα τραγούδι που το έβγαλα μετά, αργότερα.
2. ΜΑ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ – ΠΩΣ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ
Θα διαμαρτύρονται και διάφοροι ότι παίρνω τη μουσική μου και την ξαναβάζω πάλι σε άλλους στίχους, αλλά τι να κάνω, δική μου είναι και την κάνω ό,τι θέλω! Είχα γράψει πάνω στον Βαλαωρίτη τη μουσική, και αργότερα, όταν ήμασταν στον ΕΛΑΣ, ένας αντάρτης άρχισε να μου λέει «Πες κανένα τραγούδι», του είπα λοιπόν ένα τραγούδι του Βαλαωρίτη και έβαλε τα λόγια αυτός – αυτό έγινε το ’42-’43. Κι έτσι δημιουργήθηκε ο «Ύμνος του ΕΛΑΝ», ο «Καπετάν Ζαχαριάς», που είπες πριν. Η μουσική ήταν γραμμένη το ’39, στον Πύργο. Το ’43, ο Λαμπρινός, ένας αντάρτης, κι εγώ ήμασταν στην Καλλιθέα, σε κάποια μάχη… Σου λέω τραγούδια που όταν γράφτηκαν ήταν πιο πολύ προσωπικά και οι εμπειρίες μου οι ηχητικές ήταν λίγες.
- Και η λεγάμενη «κλασική» μουσική τότε ήρθε; Στην Πάτρα, που ήταν το πιο «δυτικό» μέρος της Ελλάδας, δεν ακούσατε;
Κι όμως, δεν έπαιζαν. Η Φιλαρμονική έπαιζε τα ίδια και τα ίδια, δεν την παρακολουθούσα πια. Πού να ακούσω μουσική; Ραδιόφωνο δεν υπήρχε, οι δίσκοι μου είχαν εξαντληθεί, δεν είχα νέα ακούσματα. Δεν υπήρχε πιάνο, να παίζει κανείς, ή πιάνο και βιολί, να ακούσεις καμιά συναυλία, δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο. Τα ακούσματά μου δεν είχαν εμπλουτιστεί.
- Οι δικοί σας πώς αντέδρασαν όταν γράψατε τραγούδια;
Πολύ θετικά, γιατί, εκτός των άλλων, του πατέρα μου του άρεσε πολύ το τραπέζι να είναι χαρούμενο. Έπινε δυο τρία ποτηράκια και του άρεσε πάντα να τραγουδάει. Θέλοντας να βάζει και τη μάνα μου να πει κάτι, στο τέλος ενέδιδε κι εκείνη. Αυτό γινόταν κάθε μεσημέρι.
Σιγά σιγά έκανα και εγώ σεκόντο και μια μέρα λοιπόν στην Πάτρα παρουσιάζω το πρώτο μου τραγούδι, το «Γλιστράς, καραβάκι, γλιστράς στο γιαλό». Δεν ξέρω ποιου ήταν τα λόγια. Όταν το είπα, ήταν αποκάλυψη. Μου λέει ο πατέρας μου: «Μα είναι δικό σου τραγούδι αυτό; Μα είναι, παιδί μου, δικό σου;»
Δικό μου τραγούδι! Δεν το πίστευε! Το μαθαίνει και η μάνα μου κι αρχίσαμε να το λέμε πρίμο-σεκόντο, οπότε ο πατέρας μου, περήφανος, καλεί τον κύριο νομάρχη, καλεί τον κύριο δήμαρχο, καλεί τον κύριο εισαγγελέα και τους λέει: «Τώρα θα ακούσετε ένα τραγούδι του Μίκη». Και κάθομαι κι εγώ και κάνω την πρώτη μου συναυλία…
3. ΠΑΤΡΑ, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ
- Για τις Αρχές της Πάτρας!
Ναι. Στην Πάτρα υπήρχε αριστοκρατία. Η μάνα μου όμως, ούσα Τσεσμελιά, δεν αισθανόταν πολύ καλά με αυτούς κι ήθελε άλλες παρέες. Μου λέει μια μέρα, λοιπόν: «Μίκη, πάμε να δούμε τα προσφυγικά. Έμαθα ότι εδώ είναι πολλοί Τσεσμελήδες».
- Έψαχνε δικούς της δηλαδή…
Υπήρχε προσφυγικός καταυλισμός στην Πάτρα, πρωτόγονος τότε. Ήταν παράγκες, όλες, όμως στις παράγκες υπήρχαν οι γλαστρούλες με το βασιλικό και τον ασβέστη και όλοι αυτοί οι πρόσφυγες κάθονταν με βράκες και τσεμπέρια. Ήταν όλοι Μικρασιάτες, όπως έφυγαν από το χωριό τους. Φύγαμε λοιπόν από τα σπίτια και μπήκαμε στον καταυλισμό, στο «γκέτο». Η μάνα μου ήταν ντυμένη αστικά, φορούσε το καπελάκι της και τα λοιπά. Μόλις μπήκαμε μέσα, δεν άρεσε στους πρόσφυγες να τους βλέπουν οι «πλούσιοι», οι Πατρινοί, και μας αγριοκοίταζαν. Λένε «Τι θέλουν τώρα αυτοί, βόλτα κάνουν για να βλέπουν το χάλι μας;».
Οπότε πλησιάζει η μητέρα μου και λέει: «Μας συγχωρείτε, είμαι από τον Τσεσμέ. Είναι κανείς από τον Τσεσμέ;» Άλλαξαν τα πρόσωπά τους, αμέσως!
«Τσεσμελιά, έλα, κοκόνα μου, έλα, κόρη μου, καθίστε να σας κερώσουμε». Άρχισαν να φωνάζουνε: «Βρε τάδε, βρε τάδε». Ήρθε λοιπόν η οικογένεια των Τσεσμελήδων, πολλές οικογένειες, γνωρίστηκαν αμέσως. Άρχισαν οι γνωριμίες, άρχισαν φιλιά, κλάματα, χαρές, λύπες, φωνές… Οπότε λοιπόν αυτό ήταν μια έξοδος κάθε εβδομάδα. Πηγαίναμε εκεί και η μητέρα μου άκουγε τα αιτήματά τους. Ήθελαν δουλειά, αλλά τι δουλειά να πιάσεις εκεί; Ήταν ένας Τσεσμελής, θυμάμαι, ο οποίος φορούσε τη βράκα, αγράμματος… Η μητέρα μου μίλησε στο δήμαρχο και της λέει: «Τι να τον κάνω;» Του είπε «Να γίνει οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης», κι έτσι ανέβαινε πάνω στο σπίτι ο οδοκαθαριστής με τη βράκα του και το δήμαρχο.
Αυτό ήταν το σινάφι της μάνας μου. Έρχονταν στο σπίτι για το γλυκό τους, για να φάνε, αυτή ήταν η παρέα της. Πήγαινε στα σπίτια τους και ερχόντουσαν στο σπίτι μας και εκεί συναντιούνταν πλέον κι αυτοί με τη μεγάλη αριστοκρατία της Πάτρας. Θυμάμαι μια φορά που κατέβαινε ο δήμαρχος και ανέβαινε ο βρακάς, ο οδοκαθαριστής. Η μάνα μου είχε αυτόν το χαρακτήρα και αυτόν πήρα κι εγώ. Δηλαδή ήταν προλετάριο. Όχι ταξικά ούτε ιδεολογικά, αλλά επειδή ήταν πρόσφυγας. Εγώ ήμουν πρόσφυγας από τη μάνα μου και πρόσφυγας από τον πατέρα μου, γιατί ξέρεις οι Κρητικοί δεν ήμαστε πολύ αγαπητοί, ειδικά στην Πελοπόννησο! Ναι, δεν τους αγαπούσαν πολύ τους Κρητικούς, λόγω του ότι ήταν βενιζελικοί.
- Άρα, όταν εσείς, πολλά χρόνια μετά, γράφετε τη «Δραπετσώνα», μάλλον γράφετε με βάση τις αναμνήσεις της Πάτρας…
Ναι! Ήμουν ξένος. Δηλαδή η μάνα μου μου έλεγε πάντοτε «Είμαστε ξένοι στην Ελλάδα». Ο πατέρας μου είχε πολλές διώξεις, γιατί ήταν βενιζελικός και Κρητικός. Στην Κεφαλλονιά ζούσαμε όλοι οι Κρητικοί μαζί, κάναμε παρέα. Ήταν η πρώτη επιλογή, γιατί ο διευθυντής της χωροφυλακής ήταν Κρητικός, Κανετάκης, τον θυμάμαι κιόλας. Ο εισαγγελέας Περακάκης ήταν ο ταμίας επίσης, όλη η ελίτ. Στην Πάτρα το ίδιο, στον Πύργο το ίδιο, στην Τρίπολη το ίδιο.
Για να γυρίσω πίσω, αυτή η συναυλία ήταν κάτι πολύ σημαντικό και ο πατέρας μου με παρότρυνε να γράφω, ήθελε ρεπερτόριο πλέον. Έτσι κι εγώ, στον Πύργο, ήμουν έτοιμος, του προσέφερα μια ολόκληρη συναυλία…
Στον Πύργο ολοκληρώθηκε η στροφή μου προς τη μουσική, αλλά με έναν τρόπο πολύ ερασιτεχνικό, καθώς εγκατέλειψα και το ωδείο και το βιολί. Ήθελα να προχωρήσω μόνος μου. Έγραφα τραγούδια κι έργα για βιολί, όπως «Το βαλς του Πάσχα» και άλλα. Και για βιολί και πιάνο είχα γράψει κάτι πρωτόλεια…
Εκεί γίνατε μουσικός;
Ναι, εκεί έγινα μουσικός. Βέβαια δεν μπορούσα να το φανταστώ αυτό ως επάγγελμα. Ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει δικηγόρο, ενώ εγώ είχα μια έφεση περισσότερο προς τα μαθηματικά, ήθελα να γίνω μάλλον αρχιτέκτων.
Κάποια στιγμή, φύγαμε από τον Πύργο. Εν τω μεταξύ, είχα πάει στο σχολείο, είχα γνωρίσει τα παιδιά και είχα κάνει φίλους. Μου είχε φύγει αυτή η φοβία που είχα για τον κόσμο, μάλιστα έγινα και πολύ αγαπητός και έκανα φιλίες που υπάρχουν μέχρι σήμερα ακόμη. Κάναμε και πάλι εκδρομικό σωματείο, που εκεί είχε πολύ πιο μεγάλη επιτυχία. Μετά κάναμε και τη βιβλιοθήκη, η οποία είναι η βιβλιοθήκη του Πύργου σήμερα. Αυτή η βιβλιοθήκη ξεκίνησε από εμάς τότε. Άλλωστε εκείνη η ομάδα έβγαλε και πολλούς ποιητές. Ο Παυλόπουλος είναι ο καλύτερος συγγραφέας του Πύργου, πολύ ονομαστός. Μετά τον Πύργο, ώριμος πλέον, μεγάλος, ήρθε πάλι νέα μετάθεση του πατέρα μου και πάμε στην Τρίπολη.
4. ΤΡΙΠΟΛΗ, ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ
Ας επιστρέφουμε πάλι σε σας τώρα…όταν ήμαστε στο Χρυσοβίτσι Αρκαδίας, έγινε ο τορπιλισμός της «Έλλης», στις 15 Αυγούστου του 1940. Εμείς δεν το ξέραμε, αλλά όταν γυρίσαμε από την κατασκήνωση, πήγαμε στην πλατεία την άλλη μέρα και ήρθε ο πατέρας μου για να πει σε όλους ότι έγινε ο τορπιλισμός από τους Ιταλούς και ότι μάλλον πάμε για πόλεμο. Ήταν βέβαιο ότι ήταν οι Ιταλοί και φυσικά φλεγόμεθα όλοι εναντίον τους. Ο τορπιλισμός ήταν ύπουλος και όλος ο ελληνικός λαός ήταν παθιασμένος εναντίον των Ιταλών, πραγματικά.
Είχαμε και άλλα δραματικά γεγονότα, την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Γαλλίας και σε λίγες εβδομάδες χάνεται ολόκληρη η Ευρώπη. Βλέπουμε να πέφτει και η Γαλλία και να στέκεται μόνο η Αγγλία και μόνο εμείς! Όταν λοιπόν έγινε η επίθεση, ο Μεταξάς δεν ήταν ο δικτάτορας, σε εμάς αλλιώς λειτουργούσε. Ήταν ένας σπιθαμιαίος αλλά μυθοποιημένος πρωθυπουργός, ο οποίος, έτσι φάνηκε από τον Τύπο, είπε το «ΟΧΙ», που εξέφρασε όλο τον κόσμο. Δηλαδή δεν μπορούσε να πει και «ναι», δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο, ο κόσμος θα αντιδρούσε, δεν ξέρω τι θα γινόταν. Ήταν όμως πολύ σημαντικό το ότι το είπε. Ο Μεταξάς μπορεί να πήρε όλα αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα, το φασιστικό χαιρετισμό και τα λοιπά, από τους Γερμανούς και την πρωσική στρατιωτική σχολή που είχε περάσει, αλλά ουσιαστικά ήταν αγγλόφιλος. Και γι’ αυτό τα πήγε καλά και με τον Γεώργιο Β’, που ήταν άνθρωπος οπωσδήποτε των Άγγλων. Κι έτσι το «ΟΧΙ» δεν ήταν πατριωτικό μόνο, ήταν και χάραξη μιας προοπτικής και μιας πολιτικής.
Σημαίνει «Εμείς πάμε με τους Άγγλους τώρα». Κάτι που ήταν πολύ δύσκολο τότε να το αποφασίσεις, σε αυτές τις συνθήκες… Ήταν οι χαμένοι εκείνη την ώρα οι Άγγλοι, αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτή η απόφαση ανταποκρινόταν πέρα για πέρα στο αίσθημα του ελληνικού λαού…
Ας θυμηθούμε εδώ κάποια από τα λόγια του ίδιου του Μουσολίνι: «Είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι η Ιταλία θα κυριαρχεί μέχρι τον Απρίλιο στα Βαλκάνια. Ο ελληνικός στρατός θα πάρει κατ’ ουσίαν να υπάρχει ως δύναμη ικανή να πολεμήσει. Πρέπει πάντως να δηλωθεί ότι πολλά ελληνικά αποσπάσματα πολεμούν γενναία. Υπάρχουν εκπλήξεις που δημιουργούνται από τη γενναιότητα με την οποία πολεμούν οι Έλληνες. Επιπλέον πρέπει να δηλωθεί ότι ο ελληνικός στρατός δεν θα άντεχε χωρίς τη βοήθεια της Αγγλίας».
…Γι’ αυτό και με την κήρυξη του πολέμου άρχισε ένα πανηγύρι που δεν τελείωσε παρά μόνο με την επίθεση των Γερμανών. Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα βρέθηκε ποτέ σε στιγμές πιο ευτυχισμένες, διότι τότε όλοι οι Έλληνες ήταν ενωμένοι. Κάθε μέρα τα ανακοινωθέντα ήταν νικηφόρα: «Πήραμε την τάδε πόλη, το τάδε χωριό, το τάδε ύψωμα», και ήταν αφορμή να βγαίνουμε όλοι έξω στους δρόμους και να φωνάζουμε. Υπήρχε μια έξαρση πατριωτική, δηλαδή να βλέπεις μητέρες να συνοδεύουν τα παιδιά, να τα βάζουν στα τρένα, να τα φιλάνε και να τα χειροκροτούν! Εγώ λοιπόν τότε, μέσα σε όλο αυτό το κύμα του ενθουσιασμού, ήμουν πια δεκαπέντε χρονών. Νόμιζα ότι ο πατέρας μου θα μου έλεγε «Παιδί μου, διάβασες τα βιβλία μου, είδες τις παραδόσεις μας, πάρε τώρα το όπλο να πας να πολεμήσεις»…
Αλλά δεν ήταν τρελός ο άνθρωπος…
Δεν μου λέει τίποτα ο πατέρας μου και έτσι καταλαβαίνω ότι μάλλον δεν θα με αφήσει να φύγω. Και καθώς υπήρχαν τρένα που έφευγαν από την Τρίπολη γεμάτα υποψήφιους στρατιώτες, πήγα και εγώ μέσα σ’ ένα από αυτά…
Κρυφά;
Κρυφά, ναι. Ταξίδευα κι ούτε είχα να φάω τίποτα. Φαίνεται όμως ότι ο πατέρας μου ανησύχησε, το κατάλαβε ότι είχα φύγει, κι άρχισε να ρωτάει. Έτσι, κάπου πριν τη Λάρισα, ήρθε η χωροφυλακή και με έπιασε. «Τι θέλεις εσύ εδώ;
- Πώς λέγεσαι;» με ρωτάνε. Και με έστειλαν πάλι πίσω. Όταν πήγα λοιπόν στο σπίτι…
Η πρώτη σύλληψή σας λοιπόν έγινε για να μην πολεμήσετε τους Ιταλούς…
…Γυρίζω λοιπόν πίσω και του λέω:
«Αυτό που κάνεις δεν το καταλαβαίνω καθόλου. Γιατί έχεις δύο μέτρα και δύο σταθμά; Εσύ πήγες και πολέμησες».
«Εγώ», μου λέει, «ήμουν δεκαέξι χρονών».
«Δηλαδή του χρόνου θα μπορέσω να πάω;»
«Του χρόνου θα μπορέσεις να πας».
Αλλά εγώ δεν μπορούσα να μείνω στο σπίτι. Έφυγα και πήγα στα γραφεία της ΕΟΝ και τους είπα: «Εφόσον δεν μπορώ να πάω στο μέτωπο, πείτε μου τι μπορώ να κάνω εδώ». Με έβαλαν σε μια υπηρεσία αεράμυνας και επίσης υπήρχαν ορισμένα καθήκοντα για τα χωριά. Θυμάμαι, πολλές φορές, με το ποδήλατο, πήγαινα σε μακρινά χωριά και μου έδιναν ένα φάκελο. Εγώ νόμιζα ότι εκεί κρατάω, στο φάκελο μέσα, τις τύχες της Ελλάδας. Αλλά πήγαινα μόνος μου και γύριζα μόνος μου. Ένα άλλο που έκανα ήταν ότι πήγαινα στο σιδηροδρομικό σταθμό, όταν ερχόντουσαν πια οι τραυματίες, και μαζί με άλλους τους μαζεύαμε και τους πηγαίναμε από εδώ και από εκεί. Αλλά ντρεπόμουνα να μείνω στο σπίτι!
5. ΤΡΙΠΟΛΗ, ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ
Κάναμε τότε μια μεγάλη χορωδία με σκοπό να μαζέψουμε πολλά τρόφιμα. Τραγουδούσαμε πολλά τραγούδια, και δικά μου, ήμαστε πολλά παιδιά, πενήντα εξήντα, και πηγαίναμε στους δρόμους της Τρίπολης και τραγουδάγαμε κι είχαμε μαζί μας κουβέρτες, τις οποίες ο κόσμος γέμιζε με τρόφιμα. Μετά κάναμε δέματα με τα τρόφιμα αυτά, μπαίναμε μέσα σε λεωφορεία και πηγαίναμε στο Λουτράκι, το οποίο είχε γίνει πόλη-νοσοκομείο, όλα τα ξενοδοχεία εκεί ήταν πια νοσοκομεία. Πηγαίναμε στα νοσοκομεία και τραγουδούσαμε και δίναμε τα δώρα από την Τρίπολη. Το μυαλό μας ήταν στον αγώνα, στους τραυματίες, και παίζαμε και λίγη μουσική μαζί… Και αυτό γινόταν μέχρι τη στιγμή που κατέρρευσε το μέτωπο…
[5] Μίκης Θεοδωράκης 1925-1943: Μεγαλώνοντας – από την Τρίπολη στην Αθήνα (σελ.90-105)
- ΤΡΙΠΟΛΗ, ΧΤΥΠΗΣΕ Η ΠΟΡΤΑ, ΗΤΑΝ Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ
Είχαμε μείνει με τον Μίκη Θεοδωράκη να μας διηγείται όταν…
…Μια μέρα χτύπησε την πόρτα η Γκεστάπο. Ανέβηκαν επάνω δύο Γερμανοί και μας είπαν ότι ήθελαν να δουν. Καταλάβαμε ότι ήθελαν να δουν τα δωμάτια, είχαμε δύο σαλόνια εκεί. Ένας διερμηνέας είπε «Εδώ θα μείνουνε δυο συνταγματάρχες Γερμανοί», και το απόγευμα ήρθαν πάλι οι ορντινάντσες. Ανεβαίνουν οι δύο συνταγματάρχες επάνω και παίρνουν τα δύο σαλόνια, ένα ο καθένας· κλείστηκαν μέσα.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι -έφυγαν το πρωί, ήρθαν το μεσημέρι- η μητέρα μου έφτιαχνε ψευτοκεφτέδες, γιατί όλα γινόντουσαν με πατάτες, είχαμε πολλές πατάτες, και μύριζε το σπίτι.
Λέει η μητέρα μου: «Το σπίτι μοσχομυρίζει, είναι και οι ξένοι μέσα, δεν πρέπει να τους προσφέρουμε κανένα μεζέ;» Μου έβαλε ένα πιάτο ψευτοκεφτέδες, μυρίζανε. Χτυπάω την πόρτα τους· αυτοί ήταν καθισμένοι εκεί. Μόλις τους έδωσα το πιάτο, λένε «Ντάνκεσεν» – ευχαριστήθηκαν πάρα πολύ. Μετά από μισή ώρα έρχονται αυτοί και μας φέρνουν ανοιγμένες κονσέρβες. Αυτοί οι δύο συνταγματάρχες ήταν η πρώτη επαφή…
Η δεύτερη επαφή έγινε το βράδυ. Εμείς κάθε βράδυ κάναμε μια μικρή «συναυλία» στο κρεβάτι του αδερφού μου, του Γιάννη.
Είχα γράψει μια προσευχή, και τον υποχρεώναμε να κάθεται γονατιστός και να βλέπει προς τον Θεό, ενώ και οι τέσσερις μαζί τραγουδάγαμε την προσευχή πριν κοιμηθεί ο Γιαννάκης. Αυτοί λοιπόν άκουσαν το…
…τελετουργικό.
Μιλούσαν γαλλικά με τον πατέρα μου. Λένε «Μήπως μπορούμε να παραστούμε το βράδυ σε αυτό το τραγούδι που ακούσαμε; Τι είναι;».
«Κοιμάται ο μικρός και τραγουδάμε όλοι μαζί».
«Να πούμε κι εμείς;»
Αυτό έγινε με τους Γερμανούς συνταγματάρχες, το ’40. Κάθισαν λοιπόν εκεί, άκουγαν το τραγούδι αυτό και ένας βγάζει κάποιες φωτογραφίες. Λέει «Να, εδώ είναι η οικογένειά μου στο Μπρεσλάου, αυτή είναι η γυναίκα μου, αυτή είναι η κόρη μου, αυτός είναι ο γιος μου. Εγώ», λέει, «τώρα ανατολικό μέτωπο, καπούτ», και να έχει δακρύσει ο συνταγματάρχης! Κάθε βράδυ έρχονταν και άκουγαν το τραγούδι.
Ε! Να μην τα πολυλογώ, είχα ένα πινγκ πονγκ, παίζαμε, κι όταν κάρφωνα τον συνταγματάρχη του έλεγα «Τσόρτσιλ», κι όταν με κάρφωνε αυτός μου έλεγε «Χίτλερ». Στα καρφώματα του έλεγα «σπιτ φάιρ», μου έλεγε «στούκας»- είχε γίνει πια…
…παιδική χαρά…
Και φυσικά αυτοί ήξεραν ότι θα πάνε να σκοτωθούν, δεν υπήρχε πρόβλημα. Αυτοί ήταν περαστικοί, ήρθαν, πήραν την Πελοπόννησο, έπειτα έφυγαν, την έδωσαν στους Ιταλούς. Αυτοί δεν είχαν έρθει για να μείνουν και να διοικήσουν και να κάνουν…
Είναι αυτοί που λέμε ότι ο Χίτλερ μπορεί να είχε κερδίσει τον πόλεμο αν δεν ήταν υποχρεωμένος να στείλει τέτοιες δυνάμεις μέχρι την Ελλάδα και να τις πάρει από το ρωσικό μέτωπο.
Μετά μπαίνουμε πλέον στη «μεγάλη νύχτα», γιατί ήταν όντως μεγάλη νύχτα αυτή! Πήγαμε στο σχολείο, στην τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη -ήμαστε μεγάλα παιδιά- και στην Τρίπολη ήμουν από δεκαπέντε μέχρι δεκαεφτά χρονών,
εκεί που δημιουργείται πια, φτιάχνεται ο άνθρωπος. Το σχολείο, όσο να ’ναι, άρχισε να υποβαθμίζεται, γιατί μας είχαν στοιβάξει σε κάτι τάξεις με εβδομήντα ογδόντα παιδιά. Άρχισε και η πείνα σιγά σιγά.
Η πείνα μάς χώρισε σε χορτάτους και πεινασμένους, γιατί τα παιδιά που ήταν από τα χωριά τρώγανε, τρώγανε πιο πολύ, γιατί πουλάγανε και τις πατάτες τους. Οι της πόλης λιποθυμούσαν μέσα στην τάξη. Έτσι άρχισαν οι πρώτες αψιμαχίες. Θυμάμαι η πρώτη αψιμαχία έγινε ανάμεσα στους χωρικούς και τους αστούς· τους υποχρεώσαμε τους χωρικούς, πριν μπαίνουν μέσα, να αφήνουν μια πατάτα. Δεν ήταν σωστό να είναι χοντροί αυτοί και να τρώνε, ενώ πλάι τους… Αυτό το κατάλαβαν και οι ίδιοι, και έτσι, βοηθώντας και τα παιδιά από το χωριό, η τάξη μας πήγε κάπως καλύτερα, αλλά δεν μπορούσαμε να τα πάμε τόσο καλά με τα μαθήματα.
Τελικά μας πήραν και το σχολείο οι Ιταλοί και βγάλαμε τα θρανία σε μια αυλή έξω, στο ύπαιθρο, με τα χιόνια επάνω. Τι μάθημα να κάνεις…
Και δεν υπήρχε σχολείο στην ουσία.
Ναι, αλλά τα δύο πρώτα χρόνια διαβάζαμε πολύ.
Την αλλαγή από τους Γερμανούς στους Ιταλούς την καταλάβατε;
Όχι, οι Γερμανοί δεν κάθισαν καθόλου.
Δηλαδή λίγες μέρες.
Ναι, αυτοί δεν έκαναν και τίποτα, έφυγαν αμέσως, ήταν πολεμιστές, έφυγαν. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί είχαν μια κανονική οργάνωση, είχαν την Κομαντατούρα, την αστυνομία τους, είχανε τους φάτσιο, τους φασίστες, τη μυστική αστυνομία. Αυτοί έκαναν μια διοίκηση.
Πώς φέρθηκαν αυτοί;
Οι Ιταλοί στρατιώτες ήταν ήπιοι. Εκείνο που ήθελαν να κάνουν ήταν να φυτεύουν λάχανα όπου υπήρχε παρτέρι – και ήταν πολύ νοικοκύρηδες. Έφτιαξαν όλη την πόλη, δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Αλλά βέβαια η μυστική αστυνομία κι οι φάτσιο ήταν άγριοι και παρακολουθούσαν, γιατί τότε άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες αντιστασιακές κινήσεις. Συνεργάζονταν και με την ελληνική χωροφυλακή και τότε άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις, αλλά και τα πρώτα βασανιστήρια…
2. ΤΡΙΠΟΛΗ, ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – Η ΕΝΑΤΗ ΤΟΥ ΜΠΕΤΟΒΕΝ
Στις οποίες είστε μέσα και εσείς, μη… σας λείψει η σύλληψη!
Ναι, τότε κι εγώ οργανώθηκα. Εγώ βέβαια τότε ασχολιόμουν πιο πολύ πλέον με τη μουσική. Πήρα ένα αρμόνιο, πιάνο δεν μπορούσα να πάρω – μόνο ένα πιάνο υπήρχε στην Τρίπολη και ήταν πολύ ακριβό. Είχα έναν καθηγητή εκεί της αρμονίας και της μουσικής και έκανα μαζί του μαθήματα αρμονίας και μουσικής. Ήμουν σε έναν κύκλο συμμαθητών μου πολύ υψηλού μορφωτικού επιπέδου, που είχαν ως πρότυπο τον Ευάγγελο Παπανούτσο, ο οποίος ήταν και διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
- Και ο οποίος σας αγαπούσε πολύ.
Πηγαίναμε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και παρακολουθούσαμε τα μαθήματά του, ανεξάρτητα του τι έλεγε. Και μετά τον παρακαλούσαμε και πηγαίναμε μια εβδομάδα σπίτι του και συζητούσαμε μαζί, διαβάζαμε βιβλία, μας έκανε αναλύσεις. Αυτός είχε βγάλει τότε την Τριλογία τον Πνεύματος, το οποίο ήταν κλασικό φιλοσοφικό βιβλίο, μετά τρία κλασικά Περί Τέχνης, Περί Επιστήμης και Περί Ηθικής, τρία βιβλία που ήταν βασικά για εμάς. Και γύρω από τον Παπανούτσο και αυτές τις σπουδές που κάναμε αρχίσαμε να έχουμε ενδιαφέροντα για τους κλασικούς. Ο ένας, ο Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος, έγινε μάλιστα διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα. Αυτός έκανε τις ανασκαφές της Ρόδου. Πέθανε φέτος.
Αυτός λοιπόν μας εισήγαγε στα αρχαία κείμενα. Μας άρεσε πολύ να μεταφράζουμε ομαδικά τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Σοφοκλή. Ανακαλύψαμε όλη την ποίηση μαζί, ανακαλύψαμε τον Ρίτσο.
- Ποιο ποίημα του Ρίτσου; Ο «Επιτάφιος» είχε γραφτεί;
Όχι, είχε προηγηθεί η «Εαρινή συμφωνία».
- Που όλα αυτά μετά έγιναν μουσική σας.
Ναι, το «Τραγούδι της αδερφής μου» και το «Εμβατήριο του ωκεανού». Το «Εμβατήριο του ωκεανού» και την «Εαρινή συμφωνία» τις έκανα συμφωνίες αργότερα, το είχα απωθημένο.
Τότε, εν μέσω της μεγάλης νύχτας της ιταλικής και γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα, ο Μίκης Θεοδωράκης ζει την καταλυτική εμπειρία της ζωής τον. Ακούει σε έναν κινηματογράφο το σημαντικότερο έργο στην ιστορία της μουσικής.
Ζούσαμε πολύ με τα βιβλία αυτά, ζούσαμε πολύ με τη μουσική, γιατί υπήρχε η χορωδία της Τριπόλεως, ο Μουσικός Όμιλος Τριπόλεως, ο οποίος ήταν πολύ σημαντική χορωδία. Εγώ παράλληλα έκανα και μια άλλη χορωδία, εκκλησιαστική, της Αγίας Βαρβάρας, και άρχισα να γράφω τους εκκλησιαστικούς ύμνους για τη λειτουργία της Κυριακής. Έγραψα το καλύτερο έργο της εποχής, την Κασσιανή, το 1942, το οποίο το παρουσίασα τότε.
Ήμουν ο μουσικός της παρέας, ας πούμε, γιατί άρχισα να γράφω τραγούδια τα οποία τραγουδούσε η παρέα μας. Βγήκε από το σπίτι πια η μουσική και πήγε στις γειτονιές. Κάναμε και τις καντάδες μας (εξάλλου ήταν και οι πρώτοι μας έρωτες…), που τις τραγουδούσαμε όλοι μαζί στην αγαπημένη του καθενός – γυρίζαμε όλη την Τρίπολη κάθε βράδυ. Κάναμε πολλές εκδρομές και γενικά είχε μια ισορροπία η ζωή μας. Δηλαδή, έως ότου άρχισε η Αντίσταση, πηγαίναμε στο σχολείο, στην Ακαδημία, κάναμε τις καντάδες μας, τις ποιητικές μας βραδιές, βγάλαμε και περιοδικό τέχνης. Έβγαλα κι εγώ την πρώτη μου ποιητική συλλογή.
Έχει ενδιαφέρον να μας πείτε από πού έχετε αντλήσει το όνομα αυτής της συλλογής. Έχει έναν πολύ περίεργο τίτλο, Σιάο.
Ήθελα κάτι που να είναι παράξενο… έτσι πήρα την εγκυκλοπαίδεια και είδα ότι «σιάο» είναι ο αυλός του Πανός στα κινέζικα. Ήταν έτσι λιγάκι μυστήριο… Στη συλλογή βάλαμε ημερομηνία ’39, ενώ εγώ την έβγαλα νομίζω το ’42 ή το ’43 – κανονικά δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει τότε, έπρεπε να πάρεις άδεια από τους Ιταλούς. Ενώ με το «1939» σήμαινε ότι εκδόθηκε πριν την Κατοχή. Εκείνη την εποχή επιβεβαιώθηκε και η τάση μου προς τη μουσική, όταν άκουσα την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν.
- Για μιλήστε μας γι’ αυτό, γιατί νομίζω ότι είναι από τα πιο καθοριστικά γεγονότα, έτσι δεν είναι;
Πρέπει να ήταν το ’42· τότε η μόνη διασκέδασή μας ήταν ο κινηματογράφος. Άλλαζε δυο τρία φιλμ την εβδομάδα και πηγαίναμε σε όλα όλοι μαζί. Οι Γερμανοί είχαν πολύ καλά φιλμ. Βέβαια, πριν αρχίσει το έργο, έβαζαν και τα προπαγανδιστικά τους, τα οποία διαρκούσαν πέντε με δέκα λεπτά, για τις μάχες και τις νίκες του γερμανικού στρατού, αυτά όμως περνούσαν γρήγορα και αμέσως μετά προβαλλόταν η ταινία.
Οι Γερμανοί είχαν καλά φιλμ, τα περισσότερα ήταν κωμικά, με τον Τίο Λίγκεν -ήταν ένας μεγάλος κωμικός-, τη Σάρα Λεάντεν και άλλα, δραματικά. Είχαν όμως και πάρα πολλά μουσικά (Το Σπίτι των Τριών Κοριτσιών, Η Ζωή του Σούμπερτ), και πρέπει να ήταν κάποιο τέτοιο φιλμ, το οποίο τελείωνε σε ένα μεγάλο παλάτι, όπου οι χορωδοί ήταν στις σκάλες, από εδώ και από εκεί, και ξαφνικά βγαίνει μια τρομερή μουσική, πρωτάκουστη, ήταν η «Ωδή στη χαρά»…
- …από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν.
Αυτό, λοιπόν, ήταν για μένα κάτι το καταλυτικό. Πήγα και την άλλη μέρα. Το έπαιζε τέσσερις πέντε μέρες, το άκουσα τέσσερις πέντε φορές. Ήταν σαν μαγνήτης, δηλαδή, αυτή η μουσική για τα αφτιά μου, σε σχέση με τα ακούσματα που είχα μέχρι τότε – ήταν κάτι τελείως καινούριο. Συγχρόνως δε, είχε όλη αυτή την άπλα, την αισιοδοξία, τη δύναμη, τη χαρά, την ευδαιμονία, κάτι το θεϊκό, με συγκλόνισε. Δηλαδή πρέπει να αρρώστησα, έγινα μελαγχολικός, δεν μιλούσα, άρχισα να σκέφτομαι τι να κάνω, παραμελούσα τα μαθήματά μου.
- Μιλήσατε σε κανέναν γι’ αυτό;
Ναι, έκανα βόλτες, μεγάλες βόλτες, μόνος μου, γύριζα το βράδυ μες στη βροχή. Μου λέει ο πατέρας μου: «Τι έχεις, παιδί μου;»
Λέω «Άκουσα μια μουσική και τώρα επιβεβαιώνεται ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο, θέλω να κάνω μόνο μουσική».
Λέει «Τι άκουσες;».
Απαντώ: «Άκουσα αυτή τη μουσική, πήγαμε σ’ αυτό το φιλμ, ακούσαμε τη “Χαρά” του Μπετόβεν. Αυτό θέλω να κάνω».
«Ξέρεις τι ήταν ο Μπετόβεν, παιδί μου;»
«Ξέρω», λέω, «έχω ακούσει, ήταν ένας μεγάλος μουσικός».
«Μα μπορείς να τα κάνεις εσύ αυτά, παιδί μου, από εδώ, από την Τρίπολη;»
«Γιατί», λέω, «δεν μπορώ; Εγώ θέλω να το σπουδάσω, να το δω και να κάνω αυτό που έκανε κι αυτός. Πρέπει να το μάθω αυτό το πράγμα».
3. ΤΡΙΠΟΛΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΣΤΟ ΜΑΡΞΙΣΜΟ
Τα πρώτα χρόνια της Κατοχής ήταν εκείνα που διαμόρφωσαν τον Μίκη Θεοδωράκη που αργότερα γνωρίσαμε. Μέσα από το συνδυασμό της γνωριμίας του με τη δυτική μουσική, αλλά και με την αληθινή ανελευθερία στην πιο φριχτή μορφή της.
Μόλις ήρθα στην Αθήνα, το ’43, ήρθα για να δώσω εξετάσεις Νομικής, λέει ο πατέρας μου: «Καλά, θα γίνεις μουσικός, αλλά πρέπει να έχεις ένα δίπλωμα για να ζήσεις». Και διάβασα όλο το καλοκαίρι του ’43. Έδωσα εξετάσεις εκεί που είναι τώρα η αίθουσα τελετών.
Του πανεπιστημίου.
Ναι, ήμασταν πάρα πολλοί. Πέρασα στη Νομική, παρακολούθησα και μερικά μαθήματα, αλλά παράλληλα πηγαίνω και στον Οικονομίδη.
Εδώ ίσως να πούμε για την Τρίπολη κάτι, ότι εκεί γράφτηκαν τα ωραιότερά μου τραγούδια. Είναι ορισμένα τραγούδια που για μένα είναι τόσο δυνατά, ώστε τα χρησιμοποίησα στις όπερές μου.
Μετά από εξήντα χρόνια.
Η Αντιγόνη τελειώνει με ένα τραγούδι που είχα γράψει πάνω στους στίχους του Χατζόπουλου «Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια» και έγινε ο θρήνος της Αντιγόνης στο τέλος.
Ένα τραγούδι πάνω στους στίχους του Παλαμά «Για μια πεθαμένη» είναι η άρια της Ηλέκτρας. Ένα άλλο τραγούδι, το «Φθινόπωρο», στους στίχους του Κώστα του Χατζόπουλου, είναι το βασικό μοτίβο της Μήδειας· όλα είναι από τότε, δεν ξέρω πώς, είχα μια αναλαμπή… Μετά τον Πύργο, η Τρίπολη ήταν η μεγαλύτερη αναλαμπή μου. Βέβαια, στην Τρίπολη, λόγω του ότι υπήρχε πιάνο, άκουσα πολλή κλασική μουσική.
Τι ακούγατε εκείνο τον καιρό;
Άκουγα πολλή μουσική δωματίου, σονάτες του Μπετόβεν, έργα του Σούμαν, του Σούμπερτ, του Μπραμς. Έπαιζα και εγώ στο πιάνο αρκετά από αυτά και έτσι μπήκα σε άλλο κλίμα. Όταν κατέβηκα στην Αθήνα και άκουσα τη συμφωνική μουσική πια, εκεί πήγαμε αλλού. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να βρω την προσωπικότητά μου, δηλαδή ήμουν πιο προσωπικός στα παιδικά μου χρόνια, σε απλές φόρμες.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεσολάβησε μια πολύ μεγάλη περίοδος, αυτή της επανάστασης και τον λαϊκού τραγουδιού, η οποία ήταν μια διαφορετική περίοδος.
Άλλο πάλι αυτό, πέρασα πολλές φάσεις.
Πολύ αργότερα, ξαναγυρίσατε στον παλιό σας εαυτό.
Ναι, ακριβώς. Και εκεί αρχίζω να γράφω και τη Συμφωνία αρ. 1, η οποία δεν παίχτηκε ποτέ. Εκεί γίνεται με μένα το εξής: Μυούμαι στην αρχή στο χριστιανισμό, δηλαδή από τους αρχαίους έπαιρνα το τραγικό στοιχείο, το μύθο και λοιπά, αλλά εκείνο που με συγκλόνισε ως νέο παιδί είναι η διδασκαλία τού «αγαπάτε αλλήλους». Είναι η διδασκαλία τού «ο έχων δύο χιτώνας να δώσει τον ένα στο συνάνθρωπό του». Ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα με τη θυσία για την Ανάσταση, θυσία του ενός για τους άλλους. Όλα αυτά τα σύμβολα του χριστιανισμού με θεμελίωσαν, δηλαδή με έκαναν αυτόν που έπρεπε να είμαι. Έπρεπε να είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει, δηλαδή έγινα χριστιανός όχι μεταφυσικά, αλλά κοινωνικά.
Έρχεται μετά ο μαρξισμός, ο οποίος πώς έρχεται; Όταν είμαι απογοητευμένος πλέον από το κατεστημένο -το οποίο δεν μου λέει να πολεμήσω τους κατακτητές, που τους έβλεπα-, έρχονται κάτι μυστηριώδεις τύποι που λέγονται κομουνιστές, οι οποίοι έχουν κάνει μια οργάνωση, το ΕΑΜ, και αυτοί μου λένε να πολεμήσω για την ελευθερία. Αυτό με συγκλονίζει. Διότι ήξερα ότι οι κομουνιστές είναι υπέρ της βίας – η βία είναι η μητέρα της Ιστορίας, όπως έλεγε ο Ένγκελς… Δεν ήθελα να το παραδεχτώ αυτό, δηλαδή πάλεψα, έκλαψα για να πάω στο ΕΑΜ, γιατί εγώ ήμουν υπέρ της αγάπης, πώς θα μπορούσα…
Έβλεπα όμως ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να πολεμήσω τον Ιταλό
και τον Γερμανό. Μα είναι δυνατόν; Και μπαίνω στο μαρξισμό, αλλά τον δικαιολογώ μέσα μου ότι ο μαρξισμός είναι εφαρμοσμένος χριστιανισμός σε κοινωνικό επίπεδο. Δηλαδή ο χριστιανισμός προτρέπει σε ατομική βάση «Αγάπα τον πλησίον σου». Ο μαρξισμός όμως λέει «Θα κάνουμε την αγάπη κοινωνικό σύστημα». Έτσι μπήκα στο μαρξισμό.
4. ΤΟ ‘43 ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΩΔΕΙΟ, ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑ
Την πείνα του ’41 δεν την έχετε δει εσείς, γιατί ήσαστε στην Τρίπολη…
Εγώ δεν την έχω δει, την έζησα με τον τρόπο που σας διηγήθηκα, στην Τρίπολη, που δεν ήταν πάρα πολύ τραγικός, δραματικός, λόγω του ότι όλη η επαρχία είχε τις καλλιέργειες της, και μπορούσε να πάρει κάποια αγαθά για να επιβιώσει. Αλλά στην Αθήνα, που είχε μόνο τσιμέντο, έφαγαν οτιδήποτε υπήρχε- όλα τα δέντρα, έφαγαν ποντίκια, τις γάτες, έφαγαν τους σκύλους και μετά άρχισαν να πεθαίνουν. Η γυναίκα μου, που ήταν εδώ, μου τα διηγήθηκε αυτά. Η γυναίκα μου πάλι επέζησε, διότι ο πεθερός μου είχε κάνει τρία σπίτια για τις τρεις κόρες του και πούλησε τα δύο σπίτια και με αυτά συντηρήθηκαν παίρνοντας λίγο λάδι, λίγα τρόφιμα – όλα για τρόφιμα, πατάτες και λοιπά.
Το ’43, οπότε ήρθα εγώ, υπήρχαν μόνο κάποια ίχνη της πείνας, δηλαδή έβλεπες ακόμη ορισμένους να είναι πεσμένοι κάτω, αλλά πολύ λίγους, και πολλές συμμορίες μικρών παιδιών. Παλιά, μου έλεγε η Μυρτώ, ήταν γεμάτος πτώματα ο δρόμος. Όταν ήρθα, το ’43, υπήρχαν ορισμένα τέτοια συμπτώματα- κάπου κάπου έβλεπες κάποιον πεσμένο, τον οποίο κανείς δεν γύριζε να τον κοιτάξει, γιατί δεν υπήρχε και η δυνατότητα να βοηθήσει ο ένας τον άλλον, γιατί πεινάγαμε όλοι, κυριαρχούσε η πείνα.
Πεινάγαμε μεν, αλλά επιβιώναμε. Εγώ, επειδή ήμουν πολύ ψηλός, πολύ συχνά λιποθυμούσα από την πείνα, έπεφτα κάτω και δεν με κοίταζε κανένας. Ξυπνούσα και έφευγα πάλι μόνος μου, έτσι γινόταν. Ήταν δύσκολα τα πράγματα, αλλά παράλληλα ο καθένας κοίταζε, φυσικά, το πώς θα επιβίωνε, πώς θα προχωρούσε.
Όταν είχα έρθει στην Αθήνα, έξω είχε φουντώσει το αντάρτικο και γίνονταν μάχες. Μέσα στην Αθήνα επίσης υπήρχαν τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ και γίνονταν ορισμένες μάχες σε συνοικίες, ακροβολισμοί και λοιπά. Φυσικά δεν μας πολεμούσαν τόσο οι Γερμανοί όσο μας πολεμούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας, δηλαδή ο στρατός με Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών.
Όταν λοιπόν ήρθα εγώ, είχε γίνει ήδη η μάχη του Στάλινγκραντ, το 1942, και είχαν αρχίσει να υποχωρούν πλέον οι Γερμανοί, αλλά κρατούσαν ακόμη τη μισή Ρωσία, πάλευαν δηλαδή εκεί. Ο Ρόμελ είχε ηττηθεί από τον Μοντγκόμερι εκείνη την εποχή. Θυμάμαι μάλιστα ότι, όταν υποχωρούσε ο Ρόμελ, κάτω από την πίεση των αγγλικών στρατευμάτων -και ήταν και οι Έλληνες μέσα,
Ελ Αλαμέιν και λοιπά-, έπεφταν οι τιμές και όλοι οι μαυραγορίτες φώναζαν: «Βάστα, Ρόμελ, βάστα, Ρόμελ». Φώναζαν τον Ρόμελ να βαστήξει, για να μην πέσουν οι τιμές.
Νομίζω ότι το χειρότερο κακό που έκανε η Κατοχή ήταν ότι έφτιαξε ηγέτιδα τάξη τους μαυραγορίτες στην Ελλάδα. Νομίζω ότι αυτό είναι το χειρότερο πράγμα που άφησε πίσω της, καθώς αυτοί καθόρισαν τη χώρα.
Οι μαυραγορίτες είχαν το μαύρο χρήμα και άρχισαν να κάνουν επενδύσεις, δηλαδή αγόρασαν τα διαμερίσματα, αγόρασαν τις πολυκατοικίες, σπούδασαν τα παιδιά τους, τα οποία -αφού ήταν σπουδαγμένα- έγιναν η μετέπειτα ηγέτιδα τάξη της Ελλάδας. Δεν φταίνε φυσικά τα παιδιά, αλλά η κληρονομιά είναι κληρονομιά. «Ο θάνατός σου η ζωή μου», αυτό ήταν οι μαυραγορίτες.
Μάλλον «Ο θάνατός σου τα λεφτά μου», όχι «η ζωή μου».
«Τα λεφτά μου», πράγματι.
Το «η ζωή μου» έχει και ένα χαρακτήρα επιβίωσης, το να αποθησαυρίζω όμως δεν είναι και πολύ ηρωικό…
Ακριβώς! Έφταναν μάλιστα οι Γερμανοί να απαγχονίζουν μαυραγορίτες, πράγμα το οποίο γινόταν με μεγάλη ευχαρίστηση, ο κόσμος το δεχόταν πολύ ευχαρίστως. Έχω δει, όχι εγώ ο ίδιος, αλλά σε φωτογραφίες, που τους κρεμούσαν σε ορισμένες συνοικίες οι Γερμανοί, ασφαλώς για να καλοπιάσουν τον ελληνικό λαό και να δείξουν ότι και αυτοί είναι υπέρ των Ελλήνων.
Εσείς, το ’43 ήσασταν δεκαοχτώ χρονών και νομίζω τρία μεγάλα κεφάλαια υπάρχουν τώρα στη ζωή σας. Είναι το Ωδείο Αθηνών, το οποίο είναι πολύ σημαντικό, είναι η γνωριμία σας με τη Μυρτώ, η οποία λίγα χρόνια μετά θα καταλήξει στο γάμο και σε μια συμβίωση μακρότατης εμβέλειας, και είναι βέβαια και η Αντίσταση και ο αγώνας.
Να ξεκινήσουμε από τη μουσική;
Εγώ, μόλις έρχομαι στην Αθήνα, επειδή θέλω να κάνω το χατίρι του πατέρα μου, αλλά έχω και εγώ τις δικές μου ανασφάλειες, έρχομαι για να δώσω εξετάσεις στο Ωδείο Αθηνών, όπως είχε πει στον πατέρα μου ο Οικονομίδης: «Θέλω να τον δω, για να δω αν πραγματικά είναι μουσικός ή δεν είναι, αλλιώς, ας κάνει κάτι άλλο».
Αν και του είχε πάει παρτιτούρες δικές σας ο πατέρας σας…
Ναι, αλλά ο Οικονομίδης ήθελε να με δει. Εγώ, πράγματι, πήγα στο Ωδείο Αθηνών, όπου κάθισα και του έπαιξα τα έργα μου. Με συνόδευε ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου, ο οποίος ήταν γνωστός του. Τότε του είπε ιδιαιτέρως: «Τώρα που τον άκουσα δυο τρεις ώρες, πιστεύω ότι είναι μουσικός, μπορεί να ασχοληθεί με τη μουσική, μπορεί να διαπρέψει, αν μελετήσει, γι’ αυτό όμως χρειάζεται να δώσει εξετάσεις τον Οκτώβριο, για να περάσει τα υποχρεωτικά μαθήματα. Γιατί, αν δεν μπει στο ειδικό μάθημα που είναι μετά την τρίτη του υποχρεωτικού, δεν μπορώ να τον αναλάβω εγώ. Εγώ, για να τον πάρω, πρέπει να μπει στο ειδικό μάθημα αρμονίας».
Για να έχετε δάσκαλο τον ίδιο.
Ναι. Και ετοιμαζόμουν λοιπόν και για τις εξετάσεις στο Ωδείο Αθηνών, για να περάσω τα μαθήματα και να μπω στην τάξη του Οικονομίδη, αλλά και για τη Νομική, γιατί ο πατέρας μου ήθελε οπωσδήποτε να γίνω δικηγόρος, και έτσι όλο το καλοκαίρι ήμουν αφοσιωμένος σε αυτή τη μελέτη.
Δίνω εξετάσεις λοιπόν και στα δύο. Στη Νομική Σχολή οι εξετάσεις έγιναν στο πανεπιστήμιο, στην αίθουσα τελετών- ήμασταν πάρα πολλοί και πήραν νομίζω τριακόσιους. Πέρασα στη Νομική, όμως δεν με ενδιέφερε. Εντούτοις παρακολούθησα δυο τρία μαθήματα, αλλά όσο προχωρούσα προς τα μαθήματα του ωδείου, άφηνα τη Νομική.
Πάντως ο πατέρας μου ευχαριστήθηκε που τουλάχιστον ήμουν φοιτητής της Νομικής.
Στο Ωδείο Αθηνών ήταν τόσο καλές οι εξετάσεις μου, ώστε ο Οικονομίδης εισηγήθηκε να πάρω υποτροφία, γιατί δεν είχα και χρήματα. Μου ανακοίνωσε λοιπόν ότι μπαίνω στο ειδικό μάθημα της αρμονίας.
Και στην πέμπτη, στη θεωρία…
Ναι, στην πέμπτη, στη θεωρία, και παράλληλα είχα και την υποτροφία.
Αυτό βέβαια με χαροποίησε, αλλά τώρα υπήρχε ένα άλλο πρόβλημα, αυτό της διαβίωσης.
Ο πατέρας μου, στο μεταξύ, επειδή ήρθα στην Αθήνα, πήρε μετάθεση εδώ, ήρθε διευθυντής στο υπουργείο Εσωτερικών, διευθυντής ιθαγένειας, πλην όμως, με τα χρήματα που έπαιρνε ως διευθυντής υπουργείου ζούσαμε δέκα μέρες. Είκοσι μέρες είχαμε μεγάλο πρόβλημα, γιατί είχαμε λιποθυμίες, είχαμε υποπλασίες, ήμαστε ψηλά παιδιά, πηγαίναμε για φυματίωση ή για θάνατο. Ο θείος μου, ο οποίος ήταν διευθυντής στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ήλεγχε ορισμένους οργανισμούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο συνεταιρισμός καπνοβιομηχάνων- δηλαδή ο Παπαστράτος, ο Καραβασίλης, ο Καρέλιας, ο Κεράνης, οι μεγάλοι βιομήχανοι είχαν συνεταιριστεί, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα, τη λαίλαπα της Κατοχής.
Είχαν νοικιάσει εκεί επί της Φιλελλήνων, δίπλα στην αγγλικανική εκκλησία, ένα νεοκλασικό, όπου, επειδή το ήλεγχε ο θείος μου, με διόρισε. Τι άλλο να κάνω, γραφεύς…
Μουσικό δεν ήθελαν αυτοί;
Δεν ήθελαν μουσικό, ήμουν γραφεύς και δεν πληρωνόμουν με χρήματα, πληρωνόμουν σε είδος, με κούτες τσιγάρα, τα οποία τα ανταλλάσσαμε αμέσως με χρήματα και τα χρήματα με τρόφιμα. Έτσι επιζήσαμε, διότι αν δεν είχα τις κούτες τα τσιγάρα, θα είχαμε πεθάνει, δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
Είχα λύσει λοιπόν το βιοποριστικό μου, που σημαίνει ότι δούλευα μέχρι το απόγευμα και το απόγευμα πήγαινα στο ωδείο κι έκανα το μάθημά μου. Βέβαια υπήρχε και κάτι άλλο τώρα: ο Οικονομίδης είχε τη Χορωδία Αθηνών, ήταν το πάθος του η Χορωδία Αθηνών. Ήταν πολύ μεγάλη, όλοι εθελοντές βέβαια, ερασιτέχνες, αλλά, για να μπορέσει με αυτούς τους ανθρώπους, που ήξεραν πολύ λίγη μουσική, να κάνει δύο φορές το χρόνο παραστάσεις, ήθελε πραγματικά μεγάλο κουράγιο και αντοχή. Έκανε λοιπόν δύο φορές το χρόνο παραστάσεις, μια φορά το χρόνο έκανε τα Κατά Ιωάννην Πάθη του Μπαχ, πάντοτε το Πάσχα, και τον Μεσσία του Χέντελ. Ανάλογα μπορούσε να κάνει και άλλα έργα, όπως την Ενάτη του Μπετόβεν, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ… Κάναμε μάλιστα μες στην Κατοχή ένα τεράστιο έργο, το Ρέκβιεμ του Μπερλιόζ.
Εκεί λοιπόν ο δάσκαλος, παρότι πεινούσε πιο πολύ από μένα (πηγαίναμε θυμάμαι στη χορωδία, που ήταν στην οδό Μπενάκη, κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη), είχε δύο ώρες κάθε μέρα πρόβα, για να μπορεί να ετοιμάσει τη χορωδία.
Κάθε βράδυ πήγαινα με τον Οικονομίδη, γιατί μου άρεσε να είμαι μαζί του. Σιγά σιγά άρχισε να με βάζει να κάνω κι εγώ πρόβες, είχα γίνει ένας άτυπος βοηθός του. Αλλά εκείνο που ήταν συναρπαστικό για μένα είναι ότι μια μέρα άνοιξε ένα μεγάλο δωμάτιο, το οποίο ήταν ερμητικά κλειστό, και είδα μέσα την ωραιότερη μουσική βιβλιοθήκη του κόσμου. Είχε αγοράσει η Χορωδία Αθηνών όλα τα χορωδιακά έργα που υπήρχαν, ό,τι υπήρχε. Από τον Μοντεβέρντι, ας πούμε, μέχρι τον Στραβίνσκι ήταν όλα μέσα εκεί.
Πήρα ειδική άδεια να μπαίνω μέσα και να μελετώ. Όμως επειδή δεν μπορούσα να πάρω τις παρτιτούρες, αντέγραφα, όσο μπορούσα αντέγραφα.
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ 1925-1943
Βιβλιογραφία:
Audio: Γεώργιος Μαλούχος, εκπομπή «Ντοκουμέντα» ΣΚΑΪ 100,3
Ραδιοσκηνοθεσία: Δημήτρης Ευαγγελινός
Μουσική επιμέλεια: Κώστας Θωμαΐδης
Παραγωγή: ΣΚΑΪ 100,3
Βιβλίο: Γεώργιος Μαλούχος, Άξιος εστί – ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του, τόμος Α’,Β’, Εκδ. Λιβάνης, 2003-2004 σελ.33-108
Φωτο: από το mikisguide
Σύνταξη: Γιώργος Αγοραστάκης