ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Η πολιτική παρουσία και δράση του Μίκη Θεοδωράκη μετά τη Μεταπολίτευση
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν πλέον μόνο το κορυφαίο σύμβολο του κόσμου της Αριστεράς – ο δημιουργός και ο πολιτικός που σημάδεψε πολλαπλά, όσο κανείς άλλος, τη σύντομη άνοιξη της δεκαετίας του ’60, δίνοντας φωνή σ’ ένα πλήθος ανθρώπων που την είχαν στερηθεί στα πέτρινα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια. Ο Θεοδωράκης της μεταπολίτευσης ήταν ήδη κάτι πολύ ευρύτερο και συγκέντρωνε στο πρόσωπό του διαφορετικές – και ορισμένες φορές δύσκολα συμβατές ταυτότητες.
Η ταυτότητα της Αριστεράς εξακολουθούσε φυσικά να αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής του παρουσίας – το στοιχείο αυτό τον συνοδεύει άλλωστε σ’ ολόκληρη τη μέχρι σήμερα ζωή του. Δεν επρόκειτο όμως πλέον για μια κομματικά προσδιορισμένη ταυτότητα, όπως κατά την προδιδακτορική περίοδο όταν ήταν βουλευτής της ΕΔΑ και ο ίδιος τουλάχιστον αισθανόταν ως δυνάμει μέλος του ΚΚΕ. Η αριστερή ταυτότητα του Θεοδωράκη την εποχή της μεταπολίτευσης ήταν αυτή ενός αιρετικού και ανένταχτου κομμουνιστή, ο οποίος ήταν ήδη γεμάτος ερωτηματικά και αμφιβολίες, όχι μόνο για τα λάθη του παρελθόντος αλλά και για τη μελλοντική πορεία αυτού του γιγαντιαίου κινήματος. Και ο οποίος διατηρούσε όμως ταυτόχρονα ολοζώντανο το όραμα της ενότητας, όπως την είχε βιώσει στο παρελθόν και την οποία έβλεπε τώρα να θρυμματίζεται με τραυματικό τρόπο στην Ελλάδα, αλλά και όχι μόνον.
Εκτός από την ταυτότητα της Αριστεράς ο Μίκης Θεοδωράκης είχε όμως ήδη το 1974 αποκτήσει, πάντα ως πολιτική παρουσία, και άλλες δύο εξ’ ίσου καθοριστικές ταυτότητες. Η πρώτη αφορούσε τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, από την πρώτη στιγμή, στο αντιδικτατορικό κίνημα, μία δράση που τον είχε αναγορεύσει σε πανεθνικό σύμβολο. Ο Θεοδωράκης της μεταπολίτευσης δεν αποτελούσε πλέον ένα συγκρουσιακό πρόσωπο, αντικείμενο λατρείας για τον κόσμο της Αριστεράς και απόρριψης, ως πολιτική παρουσία, για τον κόσμο της Δεξιάς. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις για επιμέρους ζητήματα που μπορούσε κανείς να διατυπώσει, όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπο και τη μουσική του Θεοδωράκη ένα κορυφαίο σύμβολο της Αντίστασης εναντίον της δικτατορίας.
Προέκταση, εν μέρει, αυτής της αντιδικτατορικής ταυτότητας ήταν αρχικά και η διεθνής απήχηση της πολιτικής παρουσίας του Θεοδωράκη. Συμπυκνώνοντας και συμβολίζοντας, όπως και η Μελίνα Μερκούρη, το πρόσωπο μίας Ελλάδας που αγωνίζεται εναντίον της βαρβαρότητας, ο Θεοδωράκης μετεξελίχθηκε σύντομα σε μία οικουμενικών διαστάσεων πνευματική προσωπικότητα, η οποία παρεμβαίνει στο πολιτικό γίγνεσθαι, δηλαδή σε αυτήν την έννοια του οικουμενικού «διανοούμενου» (intelectuel), που διαμορφώθηκε και σημάδεψε τον 20ο αιώνα. Αν η Μελίνα παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της το σύμβολο της γνήσιας Ελληνίδας με διεθνή ακτινοβολία, ο Θεοδωράκης αντιμετωπίστηκε συχνά ως μία οιωνεί υπερεθνική, πνευματική και πολιτική, προσωπικότητα σύμβολο του αγώνα εναντίον της βίας και της καταπίεσης.
Η σύνθεση των τριών αυτών διαστάσεων της πολιτικής παρουσίας του Μίκη Θεοδωράκη, κατά τους μήνες που ακολούθησαν την πτώση της δικτατορίας, υπήρξε αρκετά επώδυνη.
Ως πανεθνικό αντιδικτατορικό σύμβολο, δεν δίστασε να διατυπώσει δημόσια το αυτονόητο: ότι δηλαδή η λύση Καραμανλή αποτελούσε τη μόνη εφικτή έξοδο από τη δικτατορία χωρίς αιματηρές συγκρούσεις. Βέβαια, ο σχηματικός τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκε και, κυρίως, κωδικοποιήθηκε αυτή η αλήθεια (Καραμανλής ή τανκς) προκάλεσε αναπόφευκτα αντιδράσεις και παρεξηγήσεις, ιδίως εν όψει της συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974. Όμως η θέση του ίδιου του Θεοδωράκη σε αυτήν τη συγκυρία υπήρξε καθ’ όλα σαφής. Ως ανένταχτος αλλά και ενωτικός αριστερός, ενεπλάκει προσωπικά στη συγκρότηση της Ενωμένης Αριστεράς, αυτού του θνησιγενούς σχηματισμού που συμμετείχε στις εκλογές.
Ο ίδιος επέλεξε να είναι υποψήφιος στη Β΄ Πειραιώς, εκεί όπου είχε εκλεγεί πανηγυρικά το 1964 με 12.534 σταυρούς. Όμως οι συνθήκες είχαν πλέον αλλάξει. Η Ενωμένη Αριστερά, στην κατ’ εξοχήν λαϊκή και εργατική περιοχή της πρωτεύουσας, περιορίστηκε στο 23,1% των ψήφων (κερδίζοντας μόνο μία έδρα), όταν το χαμηλότερο ποσοστό της προδικτατορικής ΕΔΑ τη δεκαετία του ’60 ήταν 33,8%. Αλλά και η μία αυτή βουλευτική έδρα δεν έμελλε να οδηγήσει στη Βουλή τον άνθρωπο που συμβόλιζε και είχε αγωνιστεί για την ενότητα της Αριστεράς. Αντίθετα, αποτέλεσε αντικείμενο σκληρής αναμέτρησης ανάμεσα στις δύο μερίδες του διασπασμένου κομμουνιστικού κινήματος. Το ΚΚΕ πριμοδότησε τον Δημ. Γόντικα, ο οποίος και εκλέχτηκε με 12.619 σταυρούς – που αντιπροσώπευαν το 40% των ψηφοφόρων της Ε.Α. Αντίστοιχα όμως και το ΚΚΕ εσ. επέλεξε μικρόψυχα να πριμοδοτήσει τον Κ. Φιλίνη, που συγκέντρωσε 7.862 σταυρούς, αφήνοντας έτσι τον Μίκη Θεοδωράκη στην τρίτη θέση με 6.345 σταυρούς.
Ας σημειωθεί επίσης ότι στη Β΄ Πειραιώς απέτυχε επίσης να εκλεγεί, για 150 περίπου ψήφους, και η Μελίνα Μερκούρη ως υποψήφια του ΠΑΣΟΚ. Τα δύο κατ’ εξοχήν διεθνή σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα δεν βρήκαν θέση στη Βουλή της Μεταπολίτευσης. Η δημοκρατία που γεννιόταν επρόκειτο να είναι μία αυστηρώς κομματικά δομημένη δημοκρατία, που αφήνει ελάχιστο χώρο για ανεξάρτητες φωνές.
Η τραυματική εμπειρία των εκλογών του 1974 δεν οδήγησε τον Θεοδωράκη σε παραίτηση του τύπου «ανθ’ ημών ο Γουλιμής». Συνέχισε να αγωνίζεται για την ενότητα της Αριστεράς, αναλαμβάνοντας και διεθνείς πρωτοβουλίες, όπως ήταν η πρόσκληση στην Ελλάδα του Φρ. Μιτεράν, ώστε με την παρουσία του να συμβάλει στη συνεργασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Όμως και στο σημείο αυτό οι εξελίξεις έπαιρναν μία άλλη κατεύθυνση. Το ΠΑΣΟΚ, ενισχυμένο από την επιτυχία του στις εκλογές του 1977, δεν ήταν διατεθειμένο να αποδεχτεί καμία ισότιμη συνεργασία. Ο Θεοδωράκης αποφάσισε τότε ότι θα έπρεπε να συμπαραταχθεί και να ενισχύσει το κόμμα που είχε, εκ των πραγμάτων, αναδειχτεί σε κύριο εκφραστή του κόσμου της κομμουνιστικής Αριστεράς, ή τουλάχιστον του κόσμου που είχε απομείνει σε αυτόν τον χώρο από την ευρύτατη εαμική και εαμογενή παράταξη. Δέχτηκε έτσι να είναι υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα με την υποστήριξη του ΚΚΕ, τον Οκτώβριο του 1978, συγκεντρώνοντα το 16,7% των ψήφων. Ποσοστό σαφώς ανώτερο από αυτό του ΚΚΕ (που στις βουλευτικές εκλογές κυμαινόταν περί το 12%), όμως απολύτως ταυτόσημο με την διευρυμένη δημοτική του επιρροή, όπως αυτή καταγράφηκε αργότερα με τον Βασ. Ευφραιμίδη το 1982 και τον Θ. Κατριβάνο το 1986.
Η εκλογική συνεργασία του Θεοδωράκη με το ΚΚΕ δεν θα μπορέσει επομένως να προσφέρει μία πρόσθετη δυναμική, αφού τελικά περιοριζόταν στο να εκφράζει τη μία μόνο διάσταση από τις πολλαπλές ταυτότητες της πολιτικής του παρουσίας. Εντούτοις, ο Μίκης Θεοδωράκης παρέμεινε σταθερός σε αυτή τη συνεργασία. Συγκρότησε την κίνηση για Ενιαία Αριστερά (ΚΕΑ) φιλοδοξώντας να συσπειρώσει προσωπικότητες που επιθυμούσαν τη συνεργασία με το ΚΚΕ, χωρίς όμως και να ενταχθούν σ’ αυτό. Το 1981 επανεκλέχτηκε βουλευτής με το ΚΚΕ στη Β΄ Πειραιώς (13.785 σταυροί), και το 1985, πάντα με το ΚΚΕ, βουλευτής Επικρατείας. Ο κύκλος αυτός είχε όμως πλέον κλείσει και το Μάιο του 1986 παραιτήθηκε από βουλευτής. Είναι ίσως μία ειρωνεία της ιστορίας, ότι ο Μίκης Θεοδωράκης, παραμένοντας πάντα πιστός στις ιδέες της Αριστεράς, αποστασιοποιείται από τους κομματικούς της φορείς ακριβώς τη στιγμή που στη Σοβιετική Ένωση ξεκινά η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια για μία μεταρρύθμιση του κομμουνιστικού συστήματος και στην Ελλάδα, λίγο αργότερα, η τελευταία, επίσης αποτυχημένη, προσπάθεια για να ξαναβρεί το κομμουνιστικό κίνημα την ενότητά του. Έτσι, ο πρωταγωνιστής της Ενωμένης Αριστεράς το 1974 δεν θα συμπράξει με το Συνασπισμό του 1989.
Σε επίπεδο πολιτικής θα ακολουθήσει βέβαια, αλλά ως μοναχική πλέον προσωπικότητα, μία παράλληλη, αν και ελαφρώς ετεροχρονισμένη, πορεία. Ενώ ο ΣΥΝ θα συμπράξει στην κυβέρνηση Τζανετάκη μετά τις εκλογές του Ιουνίου 1989 και στη συνέχεια θα αρχίσει να συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ, ο Μίκης Θεοδωράκης θα αποφασίσει να επανέλθει στη Βουλή, ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με τη ΝΔ, τον Νοέμβριο του 1989. Όμως και αυτή η βουλευτική εμπειρία θα έχει περιορισμένη διάρκεια. Επανεκλεγόμενος τον Απρίλιο του 1990 θα αναλάβει, για δυόμισι χρόνια, υπουργός ‘Ανευ Χαρτοφυλακίου και στη συνέχεια Επικρατείας για να παραιτηθεί όμως και πάλι τον Οκτώβριο του 1992 από υπουργός και στη συνέχεια τον Μάρτιο του 1993 από βουλευτής.
Η αποχώρηση από την τρέχουσα εσωτερική πολιτική δεν σήμαινε, ούτε και μπορούσε να σημαίνει, για τον Θεοδωράκη αποχώρηση και από την πολιτική στην ευρύτερη και οικουμενική διάστασή της. Έτοιμος και διαθέσιμος να δώσει το παρόν σε διεθνές επίπεδο για να στηρίξει τους αγώνες για εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, βρέθηκε πάντα στην πρώτη γραμμή για να καταγγείλει τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις και τη σύγχρονη αυτοκρατορική βαρβαρότητα, στη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική, την πρώην Γιουγκοσλαβία κ.α.
Όμως οι καιροί στο γύρισμα από τον 20ο προς τον 21ο αιώνα έχουν πλέον αλλάξει, αποδυναμώνοντας σε πολλά σημεία και τις τρεις διαστάσεις που προσδιορίζουν την πολιτική ταυτότητα του Μίκη Θεοδωράκη. Το αίτημα για την ενότητα της Αριστεράς, μιας Αριστεράς με σύγχρονο και ελκτικό πρόσωπο, αν και παραμένει πάντα επίκαιρο, συναντά τεράστιες δυσκολίες. Η αναφορά στον αντιδικτατορικό αγώνα, μετά από τριάντα χρόνια ομαλής αλλά και μελαγχολικής δημοκρατίας, έχει βέβαια καταχωρηθεί στη συλλογική μνήμη αλλά δύσκολα μπορεί να αποτελέσει οδηγό για το μέλλον. Τέλος, ο ρόλος του οικουμενικού διανοούμενου, αυτής της συλλογικότητας που σημάδεψε τις συνειδήσεις του 20ου αιώνα, βρίσκεται σήμερα σε σαφή υποχώρηση μπροστά στην επέλαση των αγοραίων ιδεών. Η πολιτική παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη τα τελευταία τριάντα χρόνια -ανεξάρτητα από επιμέρους συμφωνίες ή διαφωνίες – συμπυκνώνει αυτήν την αγωνιώδη μάχη που δίνουν οι ιδέες του ανθρωπισμού εναντίον της βαρβαρότητας.
Ηλίας Νικολακόπουλος
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947 και είναι Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης. Μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεωρία Πιθανοτήτων και τη Στατιστική στο Πανεπιστήμιο Παρισιού IV και στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales.
Διδάκτωρ της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με θέμα «Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, 1946-1964». Από το 1975 έως το 1996 εργάστηκε ως ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), υπεύθυνος, από το 1984, για το σχεδιασμό και την πραγματοποίηση σειράς εμπειρικών ερευνών στον τομέα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας και εκλογικής συμπεριφοράς.
Από το 1986 διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρχικά ως λέκτορας και από το 2003 ως καθηγητής. Διατηρεί μόνιμη συνεργασία με ΤΑ ΝΕΑ από το 1988 και με το Mega Channel από το 1990, με κύριο αντικείμενο την παρουσίαση και ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων και των πολιτικών δημοσκοπήσεων. Οι πρόσφατες δημοσιεύσεις του είναι Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές, 1946-1967 (εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001, σελ. 428) και Ο εμφύλιος πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο (εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2002, σελ. 304), σε συνεργασία με τους Αλ. Ρήγο και Γρ. Ψαλλίδα.