skip to Main Content

Γ’ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ
3η ΣΥΝΕΔΡΙΑ


Προεδρείο: (από αριστερά)
Δημήτρης Αντωνακάκης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής Κέντρου Αρχιτεκτονικής Μεσογείου
Έλενα Μουζάλα, Επιστημονική Επιτροπή
Μαρία Βλαζάκη, μέλος Δ.Σ. Πνευματικού Κέντρου Χανίων
Στο βήμα ο Gerhard Folkerts

GERHARD FOLKERTS

Το συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μέσα από το συμφωνικού του έργο, ο Μίκης Θεοδωράκης απαντάει σε ερώτημα που θέτει στον εαυτό του: «Από πού έρχεσαι;» και «Πού πας;». Το πιανιστικό του έργο, οι συμφωνίες του, τα «Πάθη» («Κατά Σαδδουκαίων»), οι όπερες περιέχουν τις απαντήσεις. Όλα αυτά τα έργα συνδέονται με την ελληνική παράδοση. Αποκαλύπτουν το σεβασμό του Θεοδωράκη και την πλούσια μουσική της Ελλάδας, με την μεγάλη της ποικιλία τραγουδιών, χορών και μουσικών οργάνων. Στο συμφωνικό του έργο, ο Θεοδωράκης ασχολείται με τα πρώιμα χαρακτηριστικά αυτής της μουσικής – το συμφωνικό χρώμα των οργάνων, τους διάφορους χορευτικούς ρυθμούς, τον μεγάλο αριθμό μελωδιών της βυζαντινής μουσικής και την αγροτική και αστική λαϊκή μουσική. Ο ηχητικός του παλμός γίνεται σφυγμός για τον Θεοδωράκη.

Αντίθετα με τους δυτικό-ευρωπαίους συνθέτες της avant-garde, ο Θεοδωράκης βάζει τον άνθρωπο στο κέντρο του έργου του. Παρότι, μάλιστα, και εκείνος διαβαίνει νέους και απαιτητικούς δρόμους, οι συναυλίες του παρακολουθούνται από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων.

Οι συμφωνικές συνθέσεις του Θεοδωράκη δεν υπάρχουν ως αυτοσκοπός. Τα θέματα και το περιεχόμενο των έργων του είναι χειροπιαστά: στο κέντρο τους βρίσκεται η διαμαρτυρία εναντίον του υποτιθέμενου αμετάβλητου και το μέλλον της ανθρωπότητας.

Ο Θεοδωράκης χειρίζεται τα θέματα της εποχής του με τέτοιο τρόπο που μας γεμίζουν – εμάς ως ακροατές και μουσικούς – με επιτυχία και ελπίδα. Νιώθουμε πλουσιότεροι και δυνατότεροι. Το συμφωνικό έργο του Θεοδωράκη μας κάνει να σκεφτόμαστε και δημιουργεί μέσα μας μια δυνατή επιθυμία για ειρήνη και ελευθερία.

(Απομαγνητοφώνηση ομιλίας)

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένα απ’ τους κύριους συμφωνικούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Έχει τέσσερις δημιουργικές φάσεις διαφορετικές ως προς το είδος και τη μορφή τους. Όμως κάθε μια απ’ αυτές τις δημιουργικές φάσεις, συμπεριλαμβάνει συμφωνικές συνθέσεις.

Μετά το 1950 τρεις τάσεις επηρεάζουν τη μουσική στη Δυτική Ευρώπη. Πρώτον, μία μειοψηφία συνθετών που αυτοαποκαλείται πρωτοπορία. Το μοναδικό τους αντικείμενο είναι μουσικές κατασκευές και το μουσικό υλικό. Στο έργο τους βεβαίως ασχολούνται και με θέματα κοινωνικής πολιτικής και οι ακροατές δεν παίζουν κανένα ρόλο.

Η δεύτερη τάση προσδιορίζεται από την οικονομία και τα media. Είναι αυτά που υποστηρίζουν την πρωτοπορία, αλλά πάνω απ’ οτιδήποτε υποστηρίζουν την ελαφρά μουσική η οποία απευθύνεται στην παθητική πλειοψηφία των καταναλωτών.

Και υπάρχει και η τρίτη τάση, όπου η μουσική ασχολείται με τις υπαρξιακές ανάγκες των ανθρώπων. Οι συνθέτες ασχολούνται με θέματα ζωής, θανάτου, ελευθερίας, έρωτα και συνύπαρξης. Θέλουν σ’ αυτούς τους δυσχερείς καιρούς που ζούμε, να δώσουν απαντήσεις και ίσως λύσεις και έχουν τη δύναμη να κολυμπήσουν κατά του ρεύματος, ενάντια στο ρεύμα και ταυτόχρονα να δημιουργήσουν νέα μουσική για τους ανθρώπους.

Ο Θεοδωράκης ακολούθησε ακριβώς αυτό το δρόμο. Η μέθοδος σύνθεσης διαφορετικών έργων ταυτοχρόνως, γίνεται εμφανής κατά την πρώτη δημιουργική του φάση. Το ’46 συνθέτει τον «Προμηθέα Δεσμώτη» και το πανηγύρι της ASSI-GONIA το 1947 για ορχήστρα. Επίσης δημιουργεί το κουαρτέτο εγχόρδων Νο 1, το οποίο παίχτηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στο Μέγαρο των Αθηνών, 58 χρόνια αργότερα.

Επίσης συνθέτει το sexteto για πιάνο, φλάουτο και κουαρτέτο εγχόρδων, καθώς και το μπαλέτο Καρναβάλι. Μεταξύ του ’54 και του ’60, ο Θεοδωράκης έρχεται σε επαφή με την δυτικοευρωπαϊκή πρωτοπορία στην τάξη του Olivier Messiaen στο Παρίσι. Το σεμινάριο του Messiaen ήταν το σαλόνι για όλα τα αστέρια της εποχής λέει ο Θεοδωράκης. Ο Boulez, ο Stockhausen, ο παλιός σύντροφος Γιάννης Ξενάκης, όλοι αυτοί μαζί και ο Θεοδωράκης, μαθητές του Messiaen, αποδεικνύουν με τις δωδεκαφωνικές τους συνθέσεις και ηλεκτρονικά πειράματα, ότι έχουν απελευθερωθεί από τις μουσικές παραδόσεις των χωρών τους.

Ο Θεοδωράκης έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα, για ποιον γράφει ένας συμφωνικός συνθέτης. Ποιον θέλει να πλησιάσει με τη μουσική του; Μέχρι το ’58 δημιουργεί μεγάλα συμφωνικά έργα, μεταξύ αυτών και η Σουίτα Νο1 για ορχήστρα και πιάνο, Σουίτα 2 για ορχήστρα, τον Οιδίποδα Τύραννο για ορχήστρα εγχόρδων, καθώς και μουσική δωματίου που περιλαμβάνει την πρώτη Σονατίνα για βιολί και πιάνο, τα PASSACAGLIA για δύο πιάνα, τη Σονατίνα για πιάνο και τη δεύτερη Σονατίνα για βιολί και πιάνο.

Η δεύτερη συμφωνική δημιουργική του φάση αρχίζει το 1959. Χάρη στη μουσική για το μπαλέτο Αντιγόνη, γίνεται γνωστός στην Ευρώπη ως συμφωνικός συνθέτης της χρονιάς, όπως πολύ ενθουσιωδώς τον αποκαλεί ο Ντάριος Μιγιό. Από τώρα και στο εξής ο Θεοδωράκης δεν μπορεί παρά να ασχοληθεί με το ελληνικό δράμα.

Την ίδια χρονιά συνθέτει την θετική μουσική για τις Φοίνισες του Ευριπίδη κα ακολουθούν και άλλες συνθέσεις για τον Αίαντα, τις Τρωάδες και τη Λυσιστράτη. Το 1967 ένα άλλο σκοτεινό κεφάλαιο αρχίζει στην ελληνική ιστορία. Είναι η χούντα. Εκεί συλλαμβάνεται και φυλακίζεται και ο Θεοδωράκης συνθέτει το Ραβέν, μια καντάτα για λαϊκό τραγουδιστή, χορωδία και λαϊκή ορχήστρα, στη φυλακή στον Ωρωπό το ’69.

Το 1994 ο Θεοδωράκης ξανασυνθέτει αυτή τη σύνθεση αλλά τώρα την προσαρμόζει σε μεσοσοπράνο, δύο άρπες, φλάουτο και ορχήστρα εγχόρδων. Ήδη το 1960 με το «’Αξιον Εστί» ο Θεοδωράκη φτιάχνει ένα νέο συμφωνικό είδος με μοναδική ενορχήστρωση. Εκεί λαϊκά, συμφωνικά όργανα εμφανίζονται ισότιμα.

Ο Θεοδωράκης έτσι βρίσκει το δικό του συμφωνικό ήχο, το δικό του μουσικό ιδίωμα. Ένα ιδίωμα το οποίο συναντά και ανταποκρίνεται στις ευαισθησίες και τις ανάγκες του λαού με τις μελωδίες του. Και υπάρχουν όμως πάντοτε κάποιες συντεταγμένες, οι οποίες εμφανίζονται σταθερά στις συμφωνικές του συνθέσεις.

Είναι οι κλίμακες της βυζαντινής δημοτικής λαϊκής μουσικής που φτιάχνουν τις μελωδίες, οι σύνθετοι ρυθμοί της ελληνικής δημοτικής μουσικής, η τετραχορδική μέθοδος σύνθεσης, η δυτικοευρωπαϊκή τεχνική σύνθεσης και η αρχαία και σύγχρονη ποίηση.

Ο Θεοδωράκης έχει τώρα φτιάξει, έχει καταλάβει, έχει δημιουργήσει μια νέα παράδοση, την παράδοση του ορατορίου και φτιάχνει έτσι μια νέα ποιότητα συνθετικής δουλειάς. Αυτό το βλέπουμε στο Πνευματικό Εμβατήριο το ’69 και στο Κάντο Χενεράλ το ’72.

Η τρίτη δημιουργική περίοδος αρχίζει στην αρχή της δεκαετίας του ’80. Ο Θεοδωράκης τώρα θεωρεί ότι η συμφωνία είναι η υψηλότερη μουσική μορφή για την έκφραση των ιδεών του. Λέει ότι η συμφωνία είναι η μουσική έκθεση της τραγωδίας του χρόνου και περιγράφει τα συμφωνικά του έργα ως σύγχρονα ορατόρια.

Η βάση τους, το θεμέλιό τους, είναι το ποιητικό κείμενο και η ανθρώπινη φωνή. Η ανθρώπινη φωνή είναι απαραίτητο μέσο για να γίνει ο διάλογος μεταξύ ακροατών, ερμηνευτών και συνθετών. Μεταξύ του ’80 και του ’82 ο Θεοδωράκης συνθέτει τη δεύτερη συμφωνία, «το τραγούδι της γη», την τρίτη συμφωνία, «το πάθος των Σακουδέων» και την έβδομη συμφωνία την εαρινή.

Για πρώτη φορά η ποιητική και συνθετική επανεξέταση της πρόσφατης ιστορίας, γίνεται το φόντο για τη δουλειά του στις συμφωνίες. Η έβδομη συμφωνία τεκμηριώνει ακριβώς αυτό το συγκεκριμένο τρόπο, τη συγκεκριμένη στάση του συνθέτη, την πρόθεσή του να πάρει θέση, να μην αποστρέψει το βλέμμα του, να αλλάξει τα πράγματα.

Περιφρονημένος απ’ τους αυτοχρησθέντες δυτικοευρωπαϊκούς πρωτοπόρους, απαρνημένος απ’ τις ακαδημίες τους, ο Θεοδωράκης βλέπει να μην παίζονται, να μην εκτελούνται τα συμφωνικά του έργα σε θέατρα, αλλά και να δημοσιεύονται μόνο πολύ περιοδικά από μεγάλες εταιρείες. Όμως, ο Θεοδωράκης δεν σταματά. Συνεχίζει το δρόμο τον οποίο έχει πάρει.

Η τετραχορδική τεχνική επιτρέπει στο Θεοδωράκη να συνδυάζει τις τετρατονικές σειρές διαφορετικών διατάξεων, χωρίς να πρέπει να υποκύπτει στην υπεροχή της ακραίας δωδεκαφωνίας όπως γράφει στο πρόγραμμά του για το tour των κονσέρτων που αποκαλείται μουσική χωρίς σύνορα το 1994.

Αυτή η τετραχορδική τεχνική επιτρέπει ή προτρέπει μάλλον στον ακροατή να διαφοροποιήσει αυτό που ακούει, έτσι ώστε να μπορέσει να απελευθερωθεί απ’ το σύστημα το συμβατικό της μείζονος και της ελάσσονος και να γίνει ανοιχτός στην νέα συνθετική μέθοδο.

Η τρίτη περίοδος ο Θεοδωράκης επίσης χρησιμοποιεί τη γνώση του των τεχνικών counterpoint και των κατασκευών της σονάτας, για να μπορέσει να κατανοήσει την περαιτέρω ανάπτυξή τους απ’ τον Μπαρτ, τον Μάλεν και τον Σοστακόβιτς.

Θέλω, λέει, όλη μου η μουσική να είναι μία συνεχόμενη ιστορία. Και ακριβώς αυτή η δήλωση είναι το κεντρικό στοιχείο της μουσικής ποιητικής του. Το βλέπουμε, το βρίσκουμε το στοιχείο αυτό και στην 7η και στη 2η συμφωνία. Στην πρώτη κίνηση της 7ης συμφωνίας χρησιμοποιεί το τραγούδι «το μικρό καλοκαίρι» απ’ τον κύκλο τραγουδιών και στη 2η ο Θεοδωράκης χρησιμοποιεί το ποίημα που έγραψε ο φίλος του ο Γιώργος Κουλούκης, ο οποίος ήταν φυλακισμένος μαζί του στην Μακρόνησο και το χρησιμοποιεί ως το θεμέλιο για την Εαρινή του Συμφωνία.

Και οι δύο Συμφωνίες είναι μουσική η οποία παίρνει θέση και είναι η φάση στην οποία ο Θεοδωράκης είναι το μέλλον, η μοίρα της μάνας και στην 3η Συμφωνία είναι το ποίημα της μητέρας η οποία έχει χάσει τα λογικά της απ’ το Διονύσιο Σολωμό. Αλλά συμπεριλαμβάνω επίσης μέσα στις μελωδίες ένα στίχο του Καβάφη και ένα δικό μου.

«Το Βυζάντιο, ο Σολωμός, ο Καβάφης, είναι πραγματική αφιέρωση στο μεγαλύτερο επίτευγμα του ελληνικού κόσμου», γράφει ο Θεοδωράκης στην ανατομία της μουσικής. Το 1986 ο Θεοδωράκης συνθέτει την 4η Συμφωνία και μέσα σ’ αυτήν γράφει, αντλεί απ’ την μουσική των Ευμενιδών και της τραγωδίας οι Φοίνισες και ακριβώς τις αποκαλεί ως τις πιο ελληνικές από τις συμφωνίες του.

Στην τέταρτη συμφωνική δημιουργική του περίοδο ο Θεοδωράκης συνθέτει όπερες για πρώτη φορά. Η πρώτη, Κώστας Καρυωτάκης το 1988 και μετά από το 1988 οι όπερές τους προσδιορίζονται από τους μύθους του αρχαίου κόσμου και γράφει τη Μήδεια και την Ηλέκτρα. Το ’93 συνθέτει το ADAGIO για φλάουτο, τρομπέτα και επίσης ορχήστρα εγχόρδων, που αφιερώνει στα θύματα του πολέμου της Βοσνίας.

Αργότερα, ένα χρόνο μετά, γράφει το «Μάκβεθ», μουσικό δράμα και το 1995 συμπληρώνει την τριλογία των τραγωδιών με το έργο «Αντιγόνη». Και το 2001 γράφει την μέχρι τώρα τελευταία του όπερα, τη «Λυσιστράτη». Ο Θεοδωράκης ενσωματώνει θέματα από τα τραγούδια του στις όπερές του και έτσι προχωρεί ακόμα ένα βήμα προς την ολοκλήρωση των μοναδικών ανεξαρτήτων συνθέσεων και τις καθιστά ολοκληρωμένα έργα.

Σε κάθε μία απ’ τις τέσσερις δημιουργικές του περιόδους ο Θεοδωράκης συνθέτει μείζονα συμφωνικά έργα, μέσα στα οποία χρησιμοποιεί τις ελληνικές παραδόσεις. Ακριβώς αντλεί από τη βυζαντινή, την δημοτική και την αστική μουσική. Ο ρυθμός, ο παλμός αυτών των ρυθμών γίνεται δικός του παλμός και ακριβώς αγκυροβολεί μέσα σ’ αυτές τις παραδόσεις, τις βάζει μέσα στη δική του μουσική συνείδηση και τις συμφωνικές του συνθέσεις.

Αυτό είναι το οποίο τον διαφοροποιεί από άλλους και πολλούς συνθέτες της δυτικοευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Στην καρδιά των συμφωνικών του έργων υπάρχει διαμαρτυρία και αντίσταση κατά αυτού που δεν θέλει να αλλάξει. Ο Θεοδωράκης με το συμφωνικό του έργο μας κάνει να σκεφτούμε. Το συμφωνικό του έργο μας δημιουργεί την ανάγκη και την επιθυμία να πραγματώσουμε την αγάπη, τον έρωτα, την ελευθερία και την ειρήνη.

Τα οράματά του, τα όνειρά του, είναι αυτά τα οποία πληρώνουν πραγματικά το μουσικό υλικό με μεγάλη ζωντάνια, με συναισθηματική δύναμη. Με το συμφωνικό του έργο, ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης έχει δημιουργήσει ένα νέο τύπο αυθεντικής ελληνικής μουσικής και ευρωπαϊκής μουσικής. Είναι μία μουσική που τον κάνει να ξεχωρίζει και τον τοποθετεί ως ιδρυτή της σύγχρονης ελληνικής σχολής συνθετών και της σύγχρονης ευρωπαϊκής σχολής συνθετών επίσης.

 

Γκέρχαρτ Φόλκερτς (Gerhard Folkerts)
Γεννήθηκε το 1944 στο Meiningen της Γερμανίας. Ζει και εργάζεται ως συνθέτης στο Wedel, κοντά στο Αμβούργο. Οι συνθέσεις του περιλαμβάνουν μουσική δωματίου, χορωδιακά έργα και περίπου 300 τραγούδια. Έχει δώσει συναυλίες στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στη Φιλαδέλφια, στο Αμβούργο, στη Κοπεγχάγη, στο Μόναχο, στο Παρίσι, στη Βιέννη και σε πολλές άλλες χώρες. Ανακάλυψε το πιανιστικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη εντελώς τυχαία, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Από τότε τον έχουν απασχολήσει εξ’ ολοκλήρου οι συνθέσεις και η βιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη. Το 2001, έπαιξε όλο τα έργα για πιάνο του Θεοδωράκη για πρώτη φορά στη Γερμανία σε μία συναυλία που έδωσε στο Wedel. Σήμερα ολοκληρώνει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στην Αισθητική της Μουσικής του Θεοδωράκη στην Κρατική Μουσική και Θεατρική Ακαδημία στο Αμβούργο.

Back To Top