skip to Main Content

Δ’ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ
6η ΣΥΝΕΔΡΙΑ

Προεδρείο: (από αριστερά)
Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Επιστημονική Επιτροπή
Άλκης Ρήγος, Επιστημονική Επιτροπή
Αντώνης Παπαδεράκης, Πρόεδρος της Αναπτυξιακής Εταιρείας Ν. Χανίων

ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ

Η νεοελληνική πολιτική σκηνή και η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη σ’ αυτήν

Αγαπητές φίλες και φίλοι

Νοιώθω την ανάγκη να σας εξομολογηθώ ότι όσο πλησίαζε η ώρα τούτου του Συνεδρίου με κυρίευε μια έντονη αμηχανία. Δεν είναι δα και εύκολο πράγμα να προσπαθήσεις να προσεγγίσεις, να κατανοήσεις και να παρουσιάσεις, τον πολιτικό Θεοδωράκη, τη συμμετοχή του στη νεοελληνική πολιτική σκηνή καθώς και την διευρυμένη αντίληψή του για την έννοια της πολιτικής.

Πως μπορείς επιπρόσθετα να ξεχωρίσεις τον μουσικό, τον ποιητή, τον ευρύτερα πολιτισμικό δημιουργό, από το πολιτικό πρόσωπο, από τον δρώντα βιωματικά συνολικό ‘Ανθρωπο;

Τον αντιστασιακό και κυνηγημένο Αριστερό αγωνιστή του χθες, από τον υπουργό επικρατείας της Ν. Δημοκρατίας;

Τον κριτικό στοχαστή και ταυτόχρονα ευαίσθητο δέκτη των λαϊκών διαθέσεων, από τον γεμάτο ερωτισμό ποιητή;

Τον άγνωστο στους πολλούς φυματικό κρατούμενο της Μακρονήσου που στους απηυδισμένους πια βασανιστές του που τον ρωτούν ποιος είναι τελοσπάντων και αρνείται να υπογράψει δήλωση, απαντούσε « Είμαι Κρητικός» έτσι ξερά, από τον καταξιωμένο παγκόσμια τιμώμενο οικουμενικό δημιουργό του σήμερα;

Και μάλιστα να επιχειρήσεις να αναμετρηθείς με όλα τούτα και πόσα ακόμη ; στα περιοριστικά πλαίσια μιας εισήγησης, με τον ίδιο απέναντί σου κριτικά παρόντα ;

Πολύ περισσότερο όταν η πολύπλευρη αυτή προσωπικότητα έχει σφραγίσει τις αναζητήσεις και τα όνειρα της νιότης σου, όπως και τα όνειρα και τις αναζητήσεις τουλάχιστον άλλων δύο γενεών της πατρίδας σου, με μια αγωνιστική στάση ήθους και χρέους χωρίς προηγούμενο. Όταν παραμένει ζώσα και ενεργή και σήμερα, με σειρά διεθνών μα και τοπικών πρωτοβουλιών, έχοντας διατρέξει ήδη 65 συναπτά χρόνια παρουσίας στην πολιτική σκηνή. Παρουσίας που την έδεσαν με όλες τις εξελίξεις – ανώμαλες, τραυματικές, ονειρικά εξυψωτικές, τελματωμένες, τραγικές, ήρεμες, εκφυλιστικές, δημιουργικές – αυτού του τόπου.

Παρουσίας που αν δεν θέλεις να αναπαράγεις και εσύ τα κυρίαρχα προσωποκεντρικά και ιδεαλιστικά στερεότυπα – απόρροια του ειδικού βάρους των μικροαστικών στρωμάτων στον κοινωνικό μας σχηματισμό και ενός ηροωκεντρικού και ιδεοκρατικού εκπαιδευτικού συστήματος – για το ρόλο της χαρισματικής προσωπικότητας, ως δήθεν ελεύθερου και παντοδύναμου «καθαρού» ατόμου, που δρα πέρα και πάνω από την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει

Ή να αφεθείς – γεγονός ακόμη πιο έντονο για μένα – στο συγκινησιακό επίπεδο των ήχων και στίχων της μουσικής, στην ανυπέρβλητη μαγεία των τρόπων εκφοράς του λόγου και του τραγουδιού, της κίνησης εκείνης των τεράστιων χεριών στο πόντιουμ για στο γήπεδο, στις χιλιάδες εικόνες εκφραστικής φωτεινότητας του προσώπου σε καίριες στιγμές της ιστορίας του λαού σου

Οφείλεις χωρίς να χάσεις βέβαια το ανεπανάληπτο του προσώπου, τις ιδιαίτερες αποχρώσεις και το άρωμα της εποχής, να τα εντάξεις όλα τούτα στο πλαίσιο μιας επιστημονικής πειθαρχίας σύμφωνα με την οποία το ιστορικό πρόσωπο όπως και οι κοινωνία στην οποία ανήκει δεν προχωρούν στην τύχη. Οι ιστορικές εξελίξεις δεν προσδιορίζονται τελικά από τα προτερήματα ή τα ελαττώματα εκείνων που τις διαχειρίζονται, όσο και αν παίζουν ρόλο σ” αυτές.

«Ο άνθρωπος – σύμφωνα με μια αυστηρά επιστημονική θέση του Κάρλ Μαρξ – δεν κάνει ελεύθερα την ιστορία του, αλλά πράττει μέσα και κάτω από τις συνθήκες που βρίσκει ήδη μπροστά του».

Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει νομοτελειακή και προκαθορισμένη βέβαια συμπεριφορά, αν ίσχυε κάτι τέτοιο τότε η ανάλυση των ατομικών στάσεων και των κοινωνικό- πολιτικών εξελίξεων θα ήταν μια απλή αλγεβρική εξίσωση.

Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος είναι προφανώς γέννημα, θρέμμα των συνθηκών που βρίσκει μπροστά του, δεν προσλαμβάνει όμως αυτές τις συνθήκες με τον ίδιο τρόπο, γι” αυτό γίνεται ο καθ” ένας μας ταυτόχρονα συντηρητής ή ανατροπέας ή και τα δύο μαζί αυτών των συνθηκών, συλλογικό κοινωνικό όν, που ζει μέσα στο χρόνο και τον χώρο, με ιστορικές μνήμες, ελπίδες ή απογοητεύσεις, κοινωνική καταγωγή, ένταξη και δράση.

Η διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη ως συνολικής πολύπλευρης και πολυδιάστατης προσωπικότητας ενεργού Αριστερού πολίτη, έχω την αίσθηση ότι αποδεικνύει και εμπειρικά την αλήθεια αυτής της θέσης. Ο ίδιος άλλωστε το έχει πει :

«Αν δεν είχα βιώσει αυτά που βίωσα, δεν θα είχα γράψει αυτή την μουσική. Η μουσική για μένα ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός, είναι κάτι το βιωματικό.»

Μέσα από αυτό το βιωματικό της δημιουργίας του, τα ανεβάσματα και τα κατεβάσματά της, τις εντάσεις και τις νηνεμίες της, μπορεί να ανιχνεύσει ο ερευνητής άλλωστε και τις κοινωνικό πολιτικές εξελίξεις / ερεθίσματα που την δημιούργησαν. Να δει το διάχυτο αντιστασιακό της μίτο, να κατανοήσει αυτό που έψαυσε στο έργο του για τον πολιτικό Μίκη Θεοδωράκη ένας πρόωρα χαμένος φίλος ο Παύλος Πετρίδης ότι δηλαδή « απεδείχθη υπερβατικός και ενωτικός ιδίως στις μεταβατικές περιόδους ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. Αντίθετα στις συγκυρίες κατάλυσης των λαϊκών ελευθεριών λειτούργησε ως Αντιστασιακός, Κομμουνιστής, Αριστερός κι” Επαναστάτης… στις κρίσιμες φάσεις καταπίεσης και αυταρχισμού βρέθηκε πάντοτε στην πρώτη γραμμή του Αγώνα». Ελληνολάτρης μα όχι ελληνοκεντρικός με μια έντονη πάντα ανθρωποκεντρική και ουμανιστική αντίληψη για τα δρώμενα εσωτερικά και διεθνή της εποχής..

‘Ανθρωπος των ορίων – σύμφωνα με τον Αστέρη Κούτουλα – και πάντα πολιτικά ανυπάκουος

Η ανάλυση του πολιτικού Μίκη και της σημαντικής του,- όπως και κάθε εδώ που τα λέμε πολιτικού προσώπου – δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο αν ειδωθεί μέσα στην τροχιά που διέγραψε ο κοινωνικός μας σχηματισμός ανάμεσα σε όλες αυτές τις αντιφατικότητες.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να προσεγγίσουμε αδρά αυτή την τροχιά τα τελευταία 65 χρόνια.

Από την ελπιδοφόρα ανάσταση της δεκαετίας του “40 και το άδοξο τέλος της. Το κράτος της εθνικοφροσύνης που επέβαλαν οι νικητές του εμφυλίου, μιας ασφυκτικά συντηρητικής κι αυταρχικής και ανελεύθερης ημικοινοβουλευτικής

πολιτικής σκηνής «Καχεκτική Δημοκρατία» την ονοματίζει ο συνάδελφος Νικολακόπουλος. Με έναν αστικό πολιτικό κόσμο που αντιστοιχεί ιδεολογικά και πολιτικά σε μια προκαπιταλιστική, αγροτική, εμπορομεσιτική εποχή, πολιτικά διχασμένο μα κοινωνικά απόλυτα αλληλέγγυο, με μια υπερπροστατευμένη κρατικά βιομηχανική «παραγωγή θερμοκηπίου» και ένα για πελατειακούς λόγους υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα, ο οποίος καλείται να αναμετρηθεί με τις συντελούμενες την ίδια εποχή ευρύτερες εξελίξεις στη δυτικοευρωπαϊκή πολιτική σκηνή με την οποία και συνδέεται οργανικά μέσω της συμφωνίας σύνδεσης του 1960 με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.

Έναν αστικό πολιτικό κόσμο ανίκανο όχι μόνο να υπερβεί τα εξωσυνταγματικά θεσμικά κέντρα στο στρατό και στο Θρόνο και τα εξαρτησιακά πλέγματα υποταγής στον συντελεστή άλλωστε της επικράτησης του στην εμφύλια σύρραξη, αμερικανικό παράγοντα, αλλά και να κατανοήσει τις έντονες διεργασίες της δεκαετίας του 60 που ξαναφέρνουν μετά 20 έτη και πάλι την κοινωνία των πολιτών στο προσκήνιο και έτσι οδηγείται στον τελευταίο εμφυλιακό σπασμό της μεγαλύτερης σε διάρκεια δικτατορίας στην ιστορική μας πορεία, που κράτησε 7χρόνια 3μήνες και 3μέρες.

Μέχρι την μεταπολίτευση, την πληρέστερη και ομαλότερη περίοδο δημοκρατικής αστικής διαχείρισης από την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, και τις νέες μορφές, άλλης όμως τάξης, αντιφάσεων που γεννά η πλήρης ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η κατάταξη της χώρας στις 25 πιο ανεπτυγμένες του κόσμου, μετατροπής του κοινωνικού μας σχηματισμού από εξαγωγέα εργατικού δυναμικού σε χώρο υποδοχής εκατοντάδων χιλιάδων οικονομικών μεταναστών, κάτω όμως από την ηγεμονία ενός υπερεκμεταλλευτικού και βαθιά αλλοτριωτικού νεοφιλελευθερισμού, σε παγκόσμια κλίμακα.

Από εκείνη λοιπόν την ανεπανάληπτη ώρα του 1940 «την καρδιά του εικοστού αιώνα» σύμφωνα με τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, που με το άνοιγμα των ασκών του πολέμου, το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης της 4ης Αυγούστου βλέπει μα αρνείται να συνειδητοποιήσει, όλες τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που βίαια είχε προσπαθήσει να ανακόψει, να βρίσκουν δυναμική διέξοδο και έκφραση, ενώ το ίδιο βυθίζεται σε μια επιπρόσθετη αντίφαση με τεράστιες συνέπειες στην ψυχολογία των σύμφωνα με την έκφραση του Γ. Σεφέρη «βρικολάκων υπουργών του». Να βρίσκεται δηλαδή διαχειριστής ενός πολέμου με το μέρος εκείνων που χτυπούσαν το φασισμό, ενώ ήθελε να είναι και αυτό φασιστικό. Όταν παρά τις διαταγές του επιτελείου του για άμεση σύμπτυξη του μετώπου, ο πόλεμος μετατρέπονταν από σύρραξη δύο στρατευμάτων – για πρώτη φορά σε παγκόσμιο πόλεμο- σ” ένα λαϊκό απελευθερωτικό αγώνα καθολικής αντίστασης στο φασισμό. Με τους επικίνδυνους αντιπάλους του από τις φυλακές και τα ξερονήσια να ζητούν να πολεμήσουν και το λαό στους δρόμους να αναγκάζει – σύμφωνα με τον ταξίαρχο Μάγερς αρχηγό της βρετανικής αποστολής αργότερα στα ανταρτοκρατούμενα βουνά – «τον τακτικό στρατό να πολεμήσει».

Παιδί δεκαπεντάχρονο ο Μίκης ζει τον παλμό αυτού του λαϊκού ξεσπάσματος, αφήνεται σ” αυτόν σωματικά, το σκάει από το σπίτι του και επιχειρεί να φτάσει στο μέτωπο

«Είναι παράξενο και υπέρογκο να το συλλογίζεται κανείς – γράφει ο Σεφέρης – ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε…Από το ένα μέρος ένα άνθισμα, μια ανώνυμη ανάσταση και από το άλλο μέρος ο καρκίνος της “Μπρετάνιας” – εννοεί το ξενοδοχείο της Μ. Βρετανίας, όπου μακριά από το μέτωπο είχε εγκατασταθεί το

Γενικό Επιτελείο και η Κυβέρνηση – με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τις απελπισμένες χειρονομίες. Από αυτόν τον τελευταίο, δεν έχουμε ακόμη καθαριστεί και δεν θα καθαριστούμε παρά όταν νικήσουμε»

Το πνεύμα αυτό της ηττοπάθειας σήμερα το γνωρίζουμε πια καλά, δεν αφορούσε μονάχα το κύκλωμα του δικτάτορα, την αυλή και το επιτελείο αλλά και τους αστούς αντιπάλους του καθεστώτος.

Και όταν έρχεται η κατάρρευση του μετώπου μέσα από την προδοσία, τον δωσιλογισμό, την εγκληματική έλλειψη πολεμικής προετοιμασίας της Κρήτης, και τον ενδοτισμό αυτής της «ανάξιας του Ελληνικού λαού ηγετικής τάξης» – όπως διαπίστωνε πικρά ένας συνειδητός αστός παιδαγωγός ο Αλέξανδρος Δελμούζος -που ενώ ο αγώνας συνεχίζονταν αμείλικτος σε τούτα τα χώματα, στην Αθήνα όλο το φάσμα των εφημερίδων, όλη η βεντάλια των αστών πολιτικών ηγετών μιλούσαν για ειρήνευση, για τον μεγάλο Φύρερ, σχημάτιζαν κυβέρνηση Κουϊσλιγκ η κοινωνία των πολιτών – για πρώτη φορά από το 1821- ορθώνεται αδιαμεσολάβητα μέσω της εργατικής της τάξης, σε ένα εθνικό- απελευθερωτικό αντιφασιστικό αγώνα και όραμα, με το οποίο συγκινεί και συνεγείρει τα αγροτικά στρώματα, σε μεγάλο βαθμό και τα μικροαστικά άλλα και τις προοδευτικότερες μορφές της αστικής τάξης, σ” ένα νέο συνασπισμό εξουσίας μέσω του ΕΑΜ. Σε μια νέα πρόταση κοινωνικής και πολιτικής ηγεμονίας αυτής της νέας εποχής.

Στο καμίνι αυτών των διεργασιών εντάσσεται φλογερός νέος του τότε και ο Μίκης Θεοδωράκης μόνο που αυτός όπως και αρκετοί ακόμη – όταν έσβησε ο βρασμός του αγώνα, όταν το όραμα φάνηκε να χάνεται μέσα από διεθνείς και εσωτερικές οδυνηρά αντιφατικές διεργασίες – το κράτησε βαθιά μέσα του άσβηστο και είναι αυτό το αντιστασιακό ενωτικό όραμα που τον συνεγείρει μέχρι τα σήμερα. Δίνοντας σ” αυτό το όραμα όμως από τότε μια διευρυμένη πολιτιστική προοπτική, μέσα από την οποία και προσεγγίζει την όποια πολιτική δράση. Κατανοώντας διεισδυτικά από τότε τη σημαντική του πολιτισμικού γίγνεσθαι – όχι ως εύκολο μέσο Δημοσίων Σχέσεων – αλλά ως ουσία διαμόρφωσης για τα μεγάλα κοινωνικά στρώματα, κουλτούρας, νοοτροπίας, ιδεολογίας δηλαδή πολιτικής ταυτότητας με βάθος στο χρόνο και όχι μιας μικροαστικής νοοτροπίας υπερ-πολιτικοποίηση ηχηρών λόγων χωρίς συνέπειες και συνέχειες στο χρόνο, που οδηγούν τελικά σε μια ουσιαστικά α-πολιτικοποίηση

Ακριβώς γι” αυτό και δεν συγχώρεσε ποτέ την αντιφατικότητα της στάσης του ΚΚΕ στα Δεκεμβριανά που πολέμησε ως λοχαγός του εφεδρικού ΕΛΑΣ, γεγονός το οποίο τον σηματοδοτεί τόσο βαθιά που να γράψει:

«Εάν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα – κατά το αισχύλειο- που θα επιθυμούσα να χαραχτεί στον τάφο μου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη».

Από εδώ και πέρα η στάση του απέναντι σε τούτο το κόμμα και την έλλειψη εσωκομματικής δημοκρατίας σ” αυτό -όχι όμως στα ανθρωποκεντρικά κομμουνιστικά ιδεώδη – θα παραμείνει κριτική έως αρνητική, πάντα αιρετική βαθιά αναθεωρητική.

«Έτσι» – όπως γράφει ο ίδιος –«χωρίς να το καταλάβω υπεράσπιζα την τιμή αυτής της ΑΛΛΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ της εκτός κηδεμονίας του ΚΚΕ…»πιστεύοντας όμως ακράδαντα «ότι δεν είχα το δικαίωμα να διακηρύξω την αντίθεσή μου προς τους ηττημένους, δηλαδή τα θύματα. Έτσι για όσο διάστημα οι μεν ήσαν θύτες κι άλλοι θύματα, θα κρατούσα μόνο για μένα τις σκέψεις μου πιστεύοντας πως είναι προδοσία να τοποθετηθείς έστω και εξ αντικειμένου με τους θύτες – νικητές. Υπήρξε εξ” άλλου κι αυτή η απέραντη συναισθηματική φόρτιση που με ένωνε με όλους τους αγωνιστές: κομμουνιστές, Εαμίτες, Επονίτες. Μ” αυτούς …δε θα μπορούσα ποτέ να χωρίσω …Θα έπρεπε να βγουν από τις φυλακές να ορθοποδήσουν. Θα έπρεπε η ηγεσία του ΚΚΕ να μπει στη Βουλή, να έχει γραφεία, αυτοκίνητα, μηχανισμούς, να μπει στην Κυβέρνηση, να μας δείξει το αλαζονικό πρόσωπο του εξουσιαστή, για να μπορέσουμε να πούμε επιτέλους αυτό που σκεφτόμαστε από τον Μάρτιο του 1949 και το είχαμε κλειδαμπαρωμένο μέσα μας, ότι δηλαδή από τη στιγμή που λείπει το οξυγόνο της Δημοκρατίας, στην ουσία δεν προσπαθούν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να αναπαράγουν και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς και της προόδου, έναν ακόμα ολοκληρωτισμό, σαφώς χειρότερο από τους προηγούμενους, γιατί αυτός εκμεταλλεύεται τα αγνότερα και ιερότερα αισθήματα και όνειρα των ανθρώπων, για να οικοδομήσει την εξουσία του.

»Τα πράγματα για μένα ήσαν σαφή. Δεν μπορεί να λέγεται Αριστερά η παράταξη που δεν σέβεται τη Δημοκρατία, ούτε μέσα στο Κόμμα ούτε μέσα στην Κοινωνία. Όμως… πώς να βιώσεις μια τέτοια αλήθεια, όταν έχεις θυσιάσει τα νιάτα σου σ” αυτή την ιδεολογία ; Μήπως είναι εύκολο να βγουν από μέσα σου οι χίλιες-δύο φωνές που σε καλούν να υποταχθείς, να συμβιβαστείς ; Πώς να εγκαταλείψεις τους συντρόφους σου, όσους και όποιους επιμένουν να μην βλέπουν ; Στην πραγματικότητα η οικογένειά μου ήταν η Εαμική Αριστερά. Έξω απ” αυτήν δεν είχα φίλους. Έτσι στη δεκαετία του “50 προσπάθησα να αφιερωθώ στη Μουσική ολοκληρωτικά. Και πράγματι με τη μουσική ξεπέρασα την εσωτερική κρίση.»

Και όχι μόνο τότε. « Άλλωστε χωρίς τη Μουσική θα ήμουν νεκρός»

Αυτό το απόσπασμα, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα παλιότερα και νεώτερα, έχω την αίσθηση ότι δίνει με την εσωτερική του ένταση και δύναμη, αδρότερα από την όποια πολιτική ανάλυση, την απάντηση στην κατά τα άλλα φαινομενικά αντιφατική πορεία του πολιτικού Μίκη Θεοδωράκη.

Και έχω το προνόμιο να ανήκω στην τελευταία και ευτυχώς γενιά- εκείνη που ονομάστηκε γενιά του Πολυτεχνείου- που βίωσε σωματικά την τραγικότητα αυτού του ανεβοκατεβάσματος διώξεων και ονειρικών εξάρσεων. Αυτών των εσωτερικών ερωτημάτων την ώρα που ο σκληρός ήχος της σιδερένιας μπάρας στη σιδερένια πόρτα του κελιού σε ξέκοβε από τον άλλο κόσμο. Με μια ουσιαστική όμως διαφορά από την γενιά της Αντίστασης – η εξήγηση της οποίας θα μας έβγαζε εκτός θέματος – χωρίς καμιά μεταφυσική απέναντι στο ΚΚΕ και τα” άλλα κόμματα της Αριστεράς. Μεταφυσική, που όπως και στους περισσότερους της γενιάς του Μίκη αλλά και στον ίδιο, θα αναδειχθεί αρκετές φορές στη πολιτική του δράση στη συνέχεια.

Στάθηκα περισσότερο σ” αυτή την πρώτη περίοδο της πολιτικής συμμετοχής του Μίκη – στην οποία ας μη το λησμονούμε ανταμώθηκε δύο για τρεις φορές με τον θάνατο στη μία περίπτωση μάλιστα ο θάνατός του καταγράφτηκε ως γεγονός στον «Ριζοσπάστη» – γιατί όπως και ο ίδιος υποστηρίζει χωρίς την κατανόηση της είναι αδύνατο να προσεγγίσεις τον πολιτικό Θεοδωράκη μέχρι και σήμερα.

Η πορεία του από δω και πέρα γνωστή, περίοδοι της άλλωστε θα αναλυθούν από τους επόμενους εισηγητές αυτής της ενότητας :

Παρανομία σύλληψη, εξορία στην Ικαρία, η τραυματική εμπειρία της Μακρόνησος, τα προβλήματα επιβίωσης, η αναχώρηση στο Παρίσι, η επιστροφή… την δεκαετία του “60, έντονη και ανεπανάληπτη μουσική δημιουργία, ΕΔΑ, Βουλή, πολιτισμική άνοιξη, η σύντομη μα τόσο σημαντική έξαρση των Λαμπράκηδων, Δικτατορία, νέα Αντίσταση, νέες διώξεις, νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αναχώρηση στο Εξωτερικό, ίδρυση ΠΑΜ, «Μουσική για τις μάζες» – το βιβλιαράκι του που στα 1972 μεσούσης της Δικτατορίας κυκλοφορούν οι εκδόσεις «Ολκός»με τις παρτιτούρες των τραγουδιών του και εκείνη την ανεπανάληπτη εισαγωγή του, που έγινε όπλο μιας μαχόμενης αντιχουντικής κουλτούρας, όπως και η ζωή του – μεταπολίτευση, η ιστορικά ρεαλιστική μα τόσο σκληρά οδυνηρή για τους Αριστερούς την ώρα εκφοράς της φράση του « Καραμανλής ή Τανκς», νέες προσπάθειες ενότητας της αριστεράς, συναυλίες στου Καραϊσκάκη – αχ αυτές οι δυο βραδιές πώς να λησμονηθούν -άμεση πολιτική και πάλι δράση, υποψηφιότητα για την Δημαρχία της Αθήνας, αυτοεξορία στο Παρίσι, Βουλευτής του ΚΚΕ στη Β περιφέρεια του Πειραιά, διεθνείς αντιπυρηνικές και ειρηνικές πρωτοβουλίες, ελληνοτουρκική φιλία, συναυλία στην Κωνσταντινούπολη, συνεχής έγνοια κι” αγωνία για την αιμάσσουσα Κύπρο, Διεθνές Αντιμανιφέστο για τον Ελεύθερο Χρόνο- αυτή και μόνο η πρωτοβουλία του 1988 που αγκαλιάστηκε από τον Φρανσουά Μιττεράν και τον Α. Παπανδρέου θα άξιζε μια ολόκληρη συζήτηση για την ανάδειξη της διευρυμένης αντίληψης του περί πολιτικής στο σύγχρονο υπερκαταναλωτικό κόσμο, ενώ η επικαιρικότητα της ακριβώς σήμερα που έγινε νόμος του κράτους η κατάργηση του 8άορου είναι συγκλονιστική « είμαι ελεύθερος» γράφει «όταν η κοινωνία μου επιτρέπει να δημιουργώ και να διατηρώ μέσα μου το αναγκαίο ελάχιστο σε ανθρωπομονάδες χρόνο, ώστε να μπορώ να απολαμβάνω τα αγαθά της ζωής, της φύσης, του ανθρώπινου πολιτισμού…Πρέπει να λυτρωθούμε από την άρρωστη συνείδηση του υπερκαταναλωτισμού…Χρειαζόμαστε γι” αυτό ένα μοντέλο ανθρωποκεντρικής παιδείας. Καθώς και μια νέα πολιτική κουλτούρας».

Και η πορεία συνεχίζεται:

Μέτωπο ενάντια στους κινδύνους του Αυριανισμού, κρίση του “89, ένθερμη υποστήριξη της κυβερνητικής συνεργασίας Συνασπισμού και Ν. Δημοκρατίας, πρόλογος στα Απομνημονεύματα του Μητσοτάκη, ανεξάρτητος βουλευτής και Υπουργός Επικρατείας με την Νέα Δημοκρατία, παραίτηση, πρωτοβουλία μαζί με τον Χατζηδάκη ενάντια στη λαίλαπα των Ναρκωτικών, πρωτοβουλία ενάντια στην υστερία για τους Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες – εκεί κάτω από το άγαλμα του Μάρκου Μπότσαρη στο Πεδίο του ‘Αρεως, βρεθήκαμε ανάμεσα σε λιγοστούς/ ες άλλους /ες και μαζί ομιλητές- παρέμβαση στον τρόπο αντιμετώπισης της περίπτωσης Οτσαλάν από τους ανεγκέφαλους «υπερπατριώτες», αλλά και για τον άγνωστο μικρό αναρχούμενο που κρατιόταν άδικα από τις δυνάμεις καταστολής, ενεργή υπεράσπιση της Γιουγκοσλαβίας από τις Νατοϊκές επιθέσεις, επίσκεψη εκείνη την ώρα των βάρβαρων βομβαρδισμών στο Βελιγράδι, ξανά στους δρόμους, καταδίκη των πρόσφατων Αμερικανικών Ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, και τόσα ακόμη μέχρι την πρωτοβουλία αυτό τον καιρό για απαγόρευση τις άσκοπης οπλοχρησίας στο νησί σας.

Μπορεί κανείς να έχει την όποια θέση ή και ριζική αντίθεση με πολλά από όλα αυτά, ανεξάρτητα αν κάποια απ” όλα τούτα δικαιώθηκαν εκ των υστέρων ιστορικά, αν κάποια αγνοήθηκαν επιδεικτικά όταν διατυπώνονταν, έμειναν αδικαίωτα πολιτικά, ή προηγούνταν των πολιτικών εξελίξεων, εκείνο όμως που δεν μπορεί να αγνοήσει :

Είναι η ασίγαστη ανάγκη αυτού του πολίτη, αυτού του διανοούμενου του κόσμου, να είναι παρών και δρων απέναντι στις προκλήσεις των καιρών.

Κόντρα σε μια κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα που για την περίοδο μέχρι την μεταπολίτευση ίσχυε η αρχή « κάτσε στα αυγά σου, δεν θα σώσεις εσύ το Ρωμαίικο»και στους χρόνους που ζούμε μιας κυρίαρχης ανορθολογικής βαθιά αλλοτριωτικής παλινόρθωσης ενός άγριου καπιταλισμού βαρβαρότητας η προσυμβολαιακή αρχή του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» μια που ο άνθρωπος επιχειρούν να ξαναγίνει για τον άνθρωπο λύκος. Μια εποχή που επιθυμεί το πολύ να μείνουμε άβουλοι θεατές και οπωσδήποτε καταναλωτές του τηλεοπτικού θεάματος της ζωής μας. Ιδιώτες – idiot – δηλαδή ηλίθιοι και όχι πολίτες του δήμου. Μια περίοδο που επιχειρεί όχι απλά τη συρρίκνωση της Δημοκρατίας και των συναρτημένων με αυτή ελευθεριών – με εξαίρεση βέβαια εκείνων που αφορούν την ελευθερία της αγοράς – αλλά την μετατροπή της σε μια άνευρη κενή περιεχομένου ανά τετραετία τελετουργική επιλογή διαχειριστή.

Απέναντι σ” αυτή την πραγματικότητα ο λόγος του Θεοδωράκη ορθώνεται παράδειγμα πολιτικής ευρύτερα πολιτισμικής Αντίστασης, έτοιμος να πληρώσει κάθε στιγμή το κόστος της στάσης του. γίνεται λόγος ανυπάκουος γι” αυτό ουσιαστικά Αριστερός πέρα και πάνω από σκοπιμότητες.

Και αυτό είναι θαρρώ το ύστερο μάθημα παρακαταθήκη του γιου του Γιώργου Θεοδωράκη από τον Γαλατά Χανίων προς όλες και όλους μας.

Και οφείλουμε να τον ευχαριστήσουμε για μια ακόμη φορά γι” αυτό.

Βιβλιογραφία
Για την σύνταξη αυτού του κειμένου ως προς την πορεία του Μ. Θεοδωράκη χρησιμοποιήθηκαν :
Του ίδιου :
Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, “Κέδρος”, Αθήνα 1986
Αντιμανιφέστο, “Γνώσεις”, Αθήνα 1989
Μουσική για τις Μάζες, “Ολκός” Αθήνα 1972
Το χρέος “Τετράδια Δημοκρατίας” Ρώμη 1971-1972
Δημοκρατική και Συγκεντρωτική Αριστερά. “Παπαζήσης” Αθήνα, 1976
‘Αξιος Εστί : Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του στον Γ. Μαλούχο “Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη”, Αθήνα 2004
Επίσης,
Πετρίδη Π. : Ο πολιτικός Θεοδωράκης ( 1940- 1996), “Προσκήνιο” Αθήνα 1997
Wagner G : Μίκης Θεοδωράκης μια ζωή για την Ελλάδα, “Δαρδανός”, Αθήνα 2002
Μπαλωτή Ξ, Εμμανουήλ Μ : Μίκης Θεοδωράκης, “Σαββάλας”, Αθήνα 2005 (όπου και όλη η μέχρι τον Μάιο του 2005 βιβλιογραφία και εργογραφία του Μ. Θ)
Για τις σε εισαγωγικά αναφορές της δεκαετίας του “40 βλ. Ρήγος Α: Προσεγγίσεις Νεοελληνικής Πολιτικής, “Παπαζήσης”, Αθήνα 1990

Άλκης-Νίκος Ρήγος
Ο Άλκης-Νίκος Ρήγος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Είναι Πολιτικός Επιστήμονας και διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Ελληνική Πολιτική και Κοινωνικά Κινήματα. Είναι παράλληλα Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της “Ελληνικής Επιθεώρησης Πολιτικής Επιστήμης” και της συντακτικής ομάδας του ένθετου “Αναγνώσεις” και της μηνιαίας επιθεώρησης “Παιδεία και Κοινωνία” της εφημερίδα «Αυγή». Παράλληλα συμμετέχει ενεργά στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα και στο συνδικαλιστικό κίνημα των Πανεπιστημιακών.
Κυριότερα έργα του είναι Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935. Κοινωνικές Διαστάσεις της Πολιτικής Σκηνής (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1988), Προσεγγίσεις Νεοελληνικής Πολιτικής (εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1990), Τα Κρίσιμα Χρόνια, Τομ Α 1922-1935, Τομ Β 1935-1941 (εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1995), Πανεπιστήμιο. Ιδεολογικός λόγος και ρόλος. Από τον Μεσαίωνα στη Νεωτερικότητα (εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 2000). Έχει επίσης επιμεληθεί και γράψει εισαγωγές και άρθρα σε σειρά συλλογικών επιστημονικών εκδόσεων, κείμενα για ιστορικά ντοκιμαντέρ στην κρατική τηλεόραση, άρθρα πολιτικής επικαιρότητας στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο και έχει συμμετάσχει σε ραδιοτηλεοπτικές συζητήσεις και πολιτικές αναλύσεις κυρίως στα κρατικά ΜΜΕ.

Back To Top