skip to Main Content

Β’ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
2η ΣΥΝΕΔΡΙΑ


Προεδρείο:
(από αριστερά)
Κώστας Κτενιουδάκης, Αντινομάρχης Χανίων
Δημήτρης Κούτουλας, διδάσκων στο Ελεύθερο Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Ηρακλής Γαλανάκης, Δημοσιογράφος
Στο βήμα ο Αστέρης Κούτουλας

AΣΤΕΡΗΣ ΚΟΥΤΟΥΛΑΣ

«Ωδή στην απαισιοδοξία: H δημιουργική ιδιοσυγκρασία του Mίκη Θεοδωράκη στη ζωή, την τέχνη και τις συλλογικές πρωτοβουλίες»

Ταξιδεύοντας με τον Μίκη

Δεν είναι καλό σημάδι για την χώρα μας εάν χρειάζεται ένας έλληνας της Γερμανίας που δεν ξέρει καλά Ελληνικά και που δεν έχει σχέση με την μουσική για να συντάξει την εργογραφία ενός Μίκη Θεοδωράκη. ‘Αρχισα το 1991 αυτή την δουλειά γιατί είχα καταλάβει ότι κανείς δεν γνώριζε ουσιαστικά τον Μίκη – ήταν ο πιο γνωστός άγνωστος που γνώριζα. Ύστερα από εφτά χρόνια κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο μουσικός Θεοδωράκης» – έτσι θα μου επιτρέψετε ύστερα από την αντικειμενική καταγραφή του έργου του μερικές πολύ υποκειμενικές παρατηρήσεις, μια δικιά μου εικόνα για τον Μίκη ο οποίος για μένα είναι πολύ ροκ, πολύ αναρχικός, ένα ατίθασο πνεύμα.

Ο Βύρων Σάμιος είπε χθες ότι δεν υπάρχει κόμμα που να μην θέλει το Μίκη για μέλος του. Εγώ πιστεύω αντίθετα ότι δεν υπάρχει κόμμα που να θέλει τον Μίκη για μέλος του. Ή να το πω διαφορετικά, υπάρχει μόνο ένα κόμμα που θέλει αληθινά τον Μίκη μέλος του – το Κομμουνιστικό Κόμμα που ποτέ δεν υπήρξε. Με προβλημάτισε ο χθεσινός χαιρετισμός του υπαρκτού ΚΚ προς το Συνέδριο. Και με έκανε να σκεφτώ ότι λείπει η ανάλυση αυτής της σχέσης Μίκη-ΚΚΕ. Ας μην ξεχνάμε ότι ο νέος Μίκης της δεκαετίας του σαράντα έγραφε τα συμφωνικά του έργα για μιαν ελεύθερη, σοσιαλιστική Ελλάδα, όπως είπε ο ίδιος.

Εγώ θα αρχίσω εκεί που τελείωσε ο Δημήτρης Καραχάλιος χθες – τελείωσε με τον καιρό της Χούντας. Εγώ λόγω ηλικίας δεν πέρασα τις “δυσκολίες των βουνών αλλά τις δυσκολίες των πεδιάδων” – κάτι που μου θυμίζει την φράση του Μίκη, πόσο ευτυχισμένα ήταν τα χρόνια της φυλακής. Καταλαβαίνετε τώρα. Ο Δημήτρης Καραχάλιος ολοκλήρωσε με τη λεγόμενη “ηρωική περίοδο”, μετά όμως άρχισαν τα δύσκολα.

Ο Μίκης είναι ένα άτομο ξέχειλο από αισιοδοξία που συνάμα παραμένει επώδυνα ρεαλιστής· ένας ψυχρός και αποστασιοποιημένος αναλυτής που μπορεί να γίνει ιδιαίτερα αυθόρμητος· ένας κλεισμένος στον εαυτό του ατομικιστής αλλά και ένας χαρισματικός αφηγητής ανεξάντλητων ιστοριών. Κυρίως όμως είναι αυτό: ένας μοναχικός άνθρωπος. Διαρκώς βρίσκεται σε αναζήτηση απαντήσεων, διαρκώς επιδίδεται σε νέες αναζητήσεις.

Θα σας παρουσιάσω τώρα πτυχές της προσωπικότητάς του Μίκη, της οποίας το υπόστρωμα είναι η απαισιοδοξία ως στάση ζωής. Παρουσιάζονται ψηφίδες αυτής της προσωπικότητας μέσα από αποσπάσματα ημερολογίου και συζητήσεις που κάναμε στα ταξίδια και τις συναντήσεις μας την περίοδο 1982-2004.

9 Οκτωβρίου 1982, Ανατολικό Βερολίνο

Περάσαμε το βράδυ με τον Jürgen σε μια παλιά κατοικία της οδού Schönhauser Allee. Ο Jürgen ανήκει στους αντιφρονούντες διανοούμενους εδώ στο Ανατολικό Βερολίνο. Παρακολουθήσαμε δύο ταινίες ντοκιμαντέρ για τον Μίκη. Κατόπιν συζήτηση μέχρι τα μεσάνυχτα. Όταν ο Jürgen ρώτησε: “Tι δυνατότητες έχουμε κατά την γνώμη σου εδώ στην Ανατολική Γερμανία; Πώς μπορεί να αλλάξει εν γένει προοδευτικά αυτή η χώρα;” ο Μίκης απάντησε: “Πιστεύω το κλειδί για την κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία βρίσκεται στην Σοβιετική Ένωση. Εάν δεν έρθουν – και μόνο από εκεί μπορούν να έρθουν φιλελεύθερες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις – δεν θα έχετε καμία ευκαιρία. Είσαστε χαμένοι. Οπότε πρέπει να υποστηρίξουμε τη Σοβιετική Ένωση, όπου μπορούμε. Όση περισσότερη επίθεση της γίνεται, τόσο περισσότερο θα σκληραίνει η κρατική βία και θα ενισχύονται τα γεράκια. Κατά τη γνώμη μου το τραγικό βρίσκεται στο γεγονός, ότι η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης δεν εμπιστεύεται τον λαό της και αντί για μια πραγματική λαϊκή δημοκρατία τοποθετείται πάνω σε μια κεντρική, σκληρή και ωμή δομή κυριαρχίας. Διότι φυσικά ένα 70% των πολιτών της Σοβιετικής Ένωσης θα μπορούσε να ταυτιστεί με τα κομμουνιστικά ιδεώδη. Οι άνθρωποι πραγματικά κατάφεραν μια εξέλιξη. Επειδή ο πατριωτισμός και τα ιδεώδη του κομμουνισμού είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με όσα υπέφεραν στο παρελθόν και ειδικά στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά το υπάρχον σύστημα κάνει ότι μπορεί για να καταστρέψει αυτή την σχέση.”

Ο Jürgen σχολίασε μία από τις απαντήσεις που δίνει ο Μίκης στην ταινία, όταν κάνει τη σύγκριση ανάμεσα στους καλλιτέχνες της Δύσης (εταιρείες δίσκων) και αυτούς στο Σοσιαλισμό (όπου οι εταιρείες είναι το ίδιο το κράτος). Ο Μίκης απάντησε, ότι στη Δύση πολλά πράγματα μένουν επιφανειακά. “Φυσικά συμβαίνει πολύ συχνά στα σοσιαλιστικά κράτη οι καλλιτέχνες να έρχονται σε αντίθεση με την πολική που ασκείται από το κράτος τους. Αλλά ότι εξαιτίας αυτού εγκαταλείπουν τη χώρα τους, αυτήν την εποχή του ψυχρού πολέμου και καταφεύγουν στη Δύση, η οποία καταπολεμά τη χώρα τους, αποδεικνύουν ότι σαν καλλιτέχνες δεν έχουν καταλάβει τίποτε. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να μείνουν στη χώρα τους, να αγωνιστούν, να φυλακιστούν ακόμα και να πεθάνουν ή όπως έκανε ο Majakowski να αυτοκτονήσουν, αλλά όχι να αλλάζουν στρατόπεδα επιδεικνύοντας έτσι την ανεπάρκεια τους.” Ανταπάντησα ότι δεν μπορούν όλοι οι καλλιτέχνες να χειριστούν τόσο σκληρές συνέπειες. Εκτός αυτού υπάρχουν και στη Δύση αριστερές, προοδευτικές δυνάμεις.

“Φυσικά υπάρχουν και στις δυτικές χώρες προοδευτικές δυνάμεις”, μου απάντησε ο Μίκης. «Eίναι όμως ενδεικτικό ότι σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες, οι οποίοι από πολιτικά κίνητρα καταφεύγουν στη Δύση – όπως οι Solchenizyn, Oistrach, Rostropowitsch και πολλοί άλλοι – δεν είχαν καμία σχέση με αυτές τις δυνάμεις. Οπότε δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Στη Δύση υπάρχει βέβαια σχεδόν μόνο μία ατομιστική άποψη, δηλ. αυτή του καλλιτέχνη σε σχέση με την δική του ελευθερία και το δικό του ευ ζειν. Αλλά για μένα υπάρχει και μία άλλη άποψη, αυτή της υποχρέωσης του καλλιτέχνη απέναντι στο λαό του. Ζυμώθηκα σε αυτήν την άποψη μέσω της δικής μου ιστορίας.”

14 Οκτωβρίου 1982, Δρέσδη

Χθες εξαιτίας μιας αφορμής που εγώ έδωσα – μίλησα πολλή ώρα για την όπερα του Berlioz “η καταδίκη του Φάουστ” -, αποφάσισε ο Μίκης να γράψει και αυτός μια όπερα: “Η καταδίκη του Τσε”. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής από το Βερολίνο στη Δρέσδη ανέπτυξε σε λίγα λεπτά όλη την ιδέα ως εξής:

«Αρχή. Πρώτη σκηνή, ένας δρόμος εγκαταλειμμένος. Σκοτάδι. Ησυχία. Ξαφνικά προβολείς από αυτοκίνητα. Φρένα ουρλιάζουν. Μια κραυγή. Μουσική. Αργά, πολύ αργά φως. Μια γυναίκα βρίσκεται στην μέση του δρόμου. Ο Τσε τρέχει προς εκείνη και γονατίζει από πάνω της. Κοιτάει φοβισμένα τριγύρω, γιατί ζει στη παρανομία. Τη βοηθάει να σηκωθεί και να κάτσει σε μια πέτρα, δίπλα σε ένα τοίχο. Τη ρωτάει, πως είναι. Αυτή, αρχικά γεμάτη φόβο, τον ρωτάει εάν έφυγαν.

– Ποιοι;

– Αυτοί που θέλουν να με πιάσουν.

– Ποια είσαι;

– Και ποιος είσαι εσύ;

Τσε: Και έμενα με κυνηγάνε.

Κλειώ: Ποιοι;

Είσοδος φίλων της Κλειώς: Πόρνες, μικροπωλητές κλπ. (χορωδία Α) Ρωτούν για την Κλειώ και τον Τσε. Είσοδος αστυνομικών (χορωδία Β) Οι γυναίκες κρύβουν τον Τσε. Διάλογος ανάμεσα στις πόρνες και τους αστυνομικούς ..”

Διέκοψα τον Μίκη και του είπα ότι πιστεύω, πως θα έπρεπε να το κάνουμε σωστά και τώρα αμέσως να σχεδιάσουμε ολόκληρη την όπερα. Μου απαντάει αμέσως με στόμφο στη φωνή: “Ωραία λοιπόν, το έργο θα λέγεται: «Η καταδίκη του Τσε. Όπερα σε τρεις πράξεις». Τη θέλω χωρίς διάλειμμα. Οπότε γράψε: Χωρίς διάλειμμα!” Διαφώνησα και του είπα: “Δεν θα παιχτεί ποτέ!” – “Πως έτσι;” – “Οι όπερες θα αρνηθούν να ανεβάσουν ένα έργο χωρίς διάλειμμα. Χάνουν τις επιπλέον εισπράξεις τους χωρίς διαλείμματα…” – “Εντάξει. Το αποφασίζουμε αργότερα αυτό. Αρχικά θα είναι χωρίς διάλειμμα… Κύρια πρόσωπα: Τσε, ηλικίας 20 με 25, επαναστάτης. Μετά η Κλειώ, ηλικίας 18 με 20, μια πόρνη. Η πρώτη πράξη έχει σαν θέμα την ψευδαίσθηση. Η πράξη εξελίσσεται σε μια μοντέρνα μεγαλούπολη, ένας δρόμος, ένα δωμάτιο, ίσως ένα μπαρ. Στη δεύτερη πράξη μια φυλακή, ένα νοσοκομείο και πιθανόν μια τράπεζα, στην τρίτη πράξη μια οροσειρά με χωρικούς και αντάρτες. Όλη η όπερα τελειώνει με το θάνατο του Τσε.”

– “Καταπληκτικό”, φώναξα, “αυτό είναι! Τελειώσαμε …”

18 Οκτωβρίου 1982, Λειψία

Χθες ανοικτή συζήτηση του Μίκη με φοιτητές του πανεπιστημίου Karl-Marx, στο φοιτητικό στέκι Moritzbastei. Δύο ώρες πριν με φώναξε και με παρακάλεσε, να αναβάλλω τη συνάντηση. Τον ρώτησα, τι συμβαίνει. Μου είπε να προφασισθώ δικούς του λόγους υγείας. “Δεν έχω πια διάθεση για τέτοια. Για φαντάσου αν πω κάτι “λάθος” … Μετά τέρμα, μετά μπορούμε να τα μαζεύουμε – και πρώτος από όλους εσύ! Δεν έχει νόημα να πάμε εκεί και να μιλήσουμε γενικά για διάφορα. Έχω συνηθίσει να λέω πάντα τη γνώμη μου. Σε συγκεντρώσεις των φοιτητών στην Ελλάδα π.χ. το έχω κάνει συχνά. Αλλά σήμερα, εδώ; Δεν έχω διάθεση, να κουβεντιάσουμε γενικώς και αορίστως.” Μπόρεσα να τον πείσω, ότι είναι σημαντικό να πάμε εκεί. Αλλά πριν αρχίσει η συγκέντρωση, με ρώτησε με έναν τόνο απόγνωσης στη φωνή: “Πώς μπορείς και ζεις εδώ; Σε αυτό το κράτος θα ήμουν ή στη φυλακή ή νεκρός”.

22 Μαΐου 1984, Κulturpalast, Δρέσδη

Μόλις τελείωσε η γενική πρόβα. Ο Θεοδωράκης γυρίζει προς τα πίσω όπου καθόμουνα και μου λέει για το τέταρτο μέρος της 7ης συμφωνίας του: “Πιστεύω, ότι δεν θα μπορέσω ποτέ πάλι να γράψω κάτι τόσο μεγάλο. Όλα όσα έχω συνθέσει, είναι επίσης όμορφα. Αλλά αυτό το τέταρτο μέρος είναι πέραν της μουσικής. Όλο το Βυζάντιο βρίσκεται εκεί μέσα.”

12 Ιουνίου 1984, μεσημέρι Μαγδεμβούργο

Ο Μίκης ήταν από Τρίτη μέχρι Σάββατο βράδυ στο Βερολίνο. Παρασκευή 10 το βράδυ το “Canto General” στην πλατεία August-Bebel στο Ανατολικό Βερολίνο. Μίκης: “Αυτή η συναυλία ήταν η προσωπική μου εκδίκηση στον Χίτλερ. Έπρεπε να περιμένω 50 χρόνια για να την πραγματοποιήσω. Θυμάμαι φωτογραφίες, στις οποίες φαινόταν ο Goebbels, να φωνάζει υστερικά τα ονόματα των συγγραφέων και τους τίτλους εκείνων των βιβλίων που θα πεταγόντουσαν στη φωτιά. Δύο χρόνια αργότερα επαναλήφθηκε το ίδιο στην Ελλάδα και ανάμεσα σε άλλα βιβλία κάηκε μπροστά στις στήλες του Ολυμπίου Διός ο “Επιτάφιος” του Ρίτσου.”

26 Μαρτίου 1986, Δρέσδη

Από χθες με τον Μίκη. Τον πήρα από το αεροδρόμιο Τegel. Αυτή την εποχή είναι σε κακή διάθεση: “Εάν δεν είχα την μουσική θα είχα τρελαθεί. Για αυτό της μένω απόλυτα πιστός.” Αφού είδαμε μια όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ στη Semperoper έκανε ο Μίκης την εξής παρατήρηση: “Αυτό το έργο είναι σαν ένα βομβαρδιστικό, το οποίο ακάθεκτο τρέχει στο διάδρομο απογείωσης και δεν μπορεί να σταματήσει με τίποτε.”

17 Iανουαρίου 1987, Αθήνα

Συζήτησα σήμερα με τον Μίκη για την σχέση του πνεύματος και της εξουσίας. Η συζήτηση μου θύμισε μια παρατήρηση του Bertolt Brecht από το ημερολόγιο του ότι έβλεπε εαυτόν ως αστό καλλιτέχνη. Επίσης πολλοί γάλλοι σουρεαλιστές στη δεκαετία του ’30 και ακόμα νωρίτερα μερικοί ντανταϊστές, σουπρεματιστές και φουτουριστές στην Σοβιετική Ρωσία στρέφονται στο προοδευτικό κοινό εκείνης της εποχής, την εργατική τάξη, και σε πολλές περιπτώσεις γίνονται μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων. Όμως ούτε στην μία περίπτωση ούτε στην άλλη πήγε καλά αυτό το πάντρεμα της προοδευτικής τάξης με την προοδευτική καλλιτεχνική έκφραση. Αυτό μάλλον έχει να κάνει με το ότι το μετεπαναστατικό σύστημα ασχολήθηκε περισσότερο με τη διοίκηση της επαναστατικής διαδικασίας παρά με ένα δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στη εξουσία και στους εξουσιαζόμενους.

Ο Μίκης συμφώνησε: “Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία αληθινό. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πήραν στην καπιταλιστική οικονομία οι τεχνοκράτες το τιμόνι. Το παλιό ήθος της αστικής τάξης χάθηκε και μαζί με αυτό κάθε καλλιτεχνική πρωτοβουλία. Σημαντικός έγινε ο οικονομικός υπολογισμός, η διαχείριση. Το ίδιο, εντελώς διαφορετικά βέβαια, συνέβη από την άλλη πλευρά στα σοσιαλιστικά κράτη. Ένα μικρό στρώμα επαγγελματιών πολιτικών – εάν βέβαια υπάρχει κάτι τέτοιο, “επαγγελματίες πολιτικοί”, εγώ πάντως δεν το καταλαβαίνω -, λοιπόν ένα μικρό στρώμα από επαγγελματίες σωτήρες μονοπωλεί δεκαετίες την εξουσία και κυβερνά στο όνομα όλων. Έπεσε παγωνιά. Ο Majakowski αισθάνθηκε αυτήν την παγωνιά. Αυτή την αίσθηση του απρόσιτου και την αύρα του αλάνθαστου. Και δεν λειτουργούσε καν η οικονομία στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Η απαίτηση για την κοινωνική απελευθέρωση του ανθρώπου ως βασικός σκοπός αυτής της επανάστασης ακούγεται σαν κούφια λόγια. Πουθενά δεν μπορώ να βρω αυτή τη σχέση στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Μόνο την παγωνιά.»

2 Ιουνίου 1987, Ινσμπρουκ

Ήμουν με τον Μίκη σε μια συναυλία του Miles Davis. Ο Μίκης είπε: “Η μουσική του συγκρίνεται με μπετόν. Καλή και περίπλοκη μουσική. Η δική μας μουσική από την άλλη πλευρά είναι σαν ένα λουλούδι: κάτι το όμορφο και το απλό.”

6 Ιουνίου 1987, διασχίζοντας την Αυστρία

Συζήτηση με τον Μίκη μέσα στο λεωφορείο. Τον ρώτησα, πώς βλέπει το κοινό του, και μου απάντησε: “Υπάρχουν στη μουσική όπως επίσης και σε όλα τα είδη της τέχνης διαφορετικοί κόσμοι. Υπάρχει ο κόσμος της Jazz. Υπάρχει το κύκλωμα των κιθαριστών, το οποίο γνωρίζει όλους τους κιθαρίστες και έχει τα δικά του είδωλα σαν ένας κύκλος από μεμυημένους. Επίσης υπάρχουν όσοι ακούν κλασική μουσική, πηγαίνουν σε όλα τα συμφωνικά κονσέρτα, φορούν φράκα και γραβάτες και για τους οποίους η κλασική μουσική αποτελεί μια στάση ζωής. Εγώ προσωπικά δεν ανήκω σε κανέναν από αυτούς τους κόσμους, δεν δημιούργησα ποτέ κάτι τέτοιο. Με βλέπω περισσότερο σαν ιερέα της μουσικής. Φοράω το ένδυμά μου και κάνω κήρυγμα – αυτές είναι οι συναυλίες μου.»

23 Οκτωβρίου 1987, Βαρκελώνη

Σήμερα συναυλία στη Girona, 150 χλμ. από τη Βαρκελώνη … Για μένα αποτελεί μια κάθαρση. Σήμερα το πρωί επισκεφτήκαμε με τον Tim και τon Christian τον καθεδρικό ναό του Gaudi. Πριν πάμε, μου είπε ο Μίκης, ο οποίος ήταν εκεί χθες: “Είμαι αντι-Gaudi. Για μένα είναι πολύ σκοτεινό, πολύ καφκικό ..”

24 Οκτωβρίου 1987, Μαγιόρκα

Ο Μίκης μιλάει αυτές τις ημέρες συχνά για τη διεύθυνση ορχήστρας: “Δεν αρκεί να κουνάμε τα χέρια, αλλά να έχουμε άποψη για το έργο και να τη μεταδίδουμε στους μουσικούς. Ο καλός μαέστρος δεν χρειάζεται καν να κουνήσει τα χέρια, αλλά πρέπει να αγγίξει τους μουσικούς και τους τραγουδιστές με τα κύματα που εκπέμπει. Υπάρχει μια ανταλλαγή κυμάτων, στην οποία το κοινό παίζει ένα σημαντικό ρόλο και το οποίο από την μεριά του με εμπνέει. Οι γιαπωνέζοι σίγουρα κάποια στιγμή θα εντοπίσουν αυτά τα κύματα.”

Μάιος 1989, Ανατολικό Βερολίνο

Ο Hermann Axen μέλος του πολιτικού γραφείου του KK της Ανατολικής Γερμανίας προσκάλεσε το ζεύγος Θεοδωράκη για μεσημεριανό φαγητό στο ξενοδοχείο Palasthotel. Επαφή τρίτου τύπου. Λίγους μήνες πριν είχαν βγει στους δρόμους της Λειψίας νέοι και έκαναν διαδηλώσεις για την ελευθερία έκφρασης. Οι σκηνές της σύλληψής τους έκαναν το γύρο του κόσμου. Ο Μίκης πρόλαβε μόνο να πει δύο προτάσεις: “Γιατί βάζετε τους νέους στη φυλακή; Δεν έχετε άλλον τρόπο να λύσετε τα προβλήματά σας;” Ο Axen μονοπώλησε τη συζήτηση, έδωσε μια εξήγηση, η οποία κράτησε περίπου 45 λεπτά, όσο και το φαγητό και μετά αποχώρησε. Δεν άφησε τον Μίκη να πει οτιδήποτε άλλο.

30 Ιουλίου 2004, Βραχάτι

Μία μέρα μετά τα γενέθλια του Μίκη καθόμαστε στο ωραίο σπίτι του στο Βραχάτι. Συζητάμε για τον Στάλιν και την αιματηρή μάχη στο Κουρσκ, για τον Ανδρέα Παπανδρέου και το Κομμουνιστικό Κόμμα, για τον Γιάννη Ρίτσο και το βραβείο ειρήνης Λένιν και βέβαια για τη μουσική. Σκέφτομαι ότι η μουσική του δημιουργία και η κοινωνική του τοποθέτηση οδήγησαν συχνά σε ακραίες αντιπαραθέσεις, ενώ ο ίδιος για μένα κινούνταν πάντοτε στα όρια. Για τους αριστερούς ένας δεξιός, για τους δεξιούς ένας αριστερός. Για τους ακαδημαϊκούς κριτικούς της μουσικής ήταν ένας μουσικός της ποπ, για τους μουσικούς της ποπ ένας κλασσικός συνθέτης. Και αυτός ο ίδιος δεν ταυτιζόταν με καμιά από αυτές τις θέσεις. Ήταν και παρέμεινε ένας αναρχικός. Με ανοιχτό πνεύμα, με ακριβέστατη μνήμη, έμπειρος ρήτορας, καλλιεργημένος, ευαίσθητος, με πολύ χιούμορ, περιβαλλόμενος από μία παλλόμενη αύρα, πειθαρχημένος, ένας χαρισματικός αφηγητής, σοβαρότατος, αυθόρμητος, βιβλιοφάγος.

Ο Μίκης είναι αδιόρθωτα αισιόδοξος και ταυτόχρονα ένας καταραμένος ρεαλιστής. Τον μισώ και για τα δύο. Θα ήθελα να ξέρω, γιατί δεν βλέπει πια κανένα μέλλον για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η απάντησή του ακουγόταν σαν μια ωδή στην απαισιοδοξία: “Ο άνθρωπος είναι ένα λάθος της φύσης, γιατί κουβαλάει μέσα του μια τεράστια αντίφαση: Δε μπορεί να ζήσει μόνος του, αλλά δεν μπορεί να συνυπάρξει και με άλλους. Αυτό μας το διδάσκουν τόσο η ανθρώπινη ιστορία όσο οι προσωπικές μας εμπειρίες των τελευταίων 70 χρόνων. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε αφόρητο πόνο: πάνω από 50 εκατομμύρια νεκροί, εκατομμύρια με φρικτό τρόπο δολοφονημένοι εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκατομμύρια τραυματισμένοι και στερημένοι δικαιωμάτων… Τότε ήμασταν σίγουροι, ότι δεν θα ζήσουμε ποτέ ξανά άλλο πόλεμο και άλλη παρόμοια βαρβαρότητα. Και τι συνέβει; Από το 1945 και μέχρι σήμερα ο ένας πόλεμος ακολουθεί τον άλλον.” Και τι γίνεται, ρωτάω εγώ, με το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας; “Εγώ δεν έχω πια την πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος θα αλλάξει”, μου απάντησε. “Δεν σεβάστηκε τον κόσμο γύρω του. Ο λεγόμενος “πολιτισμένος” άνθρωπος είναι αυτός που καίει τα δάση και βασανίζει τα ζώα σε απίστευτες συνθήκες μαζικής εκτροφής, καταστρέφει το περιβάλλον και τελικά σκοτώνει άλλους ανθρώπους ή τους βασανίζει με σαδιστικό τρόπο. Έχω διαβάσει συχνά την εξήγηση, ότι όλα αυτά τα έκανε στα προϊστορικά χρόνια από το ένστικτο αυτοσυντήρησης – αλλά γιατί το κάνει σήμερα; Γι’ αυτό έχω μόνο μία εξήγηση: από λόγους προσωπικής ευχαρίστησης, άρα από εγωιστικούς λόγους… Ο άνθρωπος καταστρέφει την ισορροπία, την αρμονία της φύσης, αλλά έτσι θα εξαφανιστεί αναγκαστικά και ο ίδιος, και η φύση θα μπορέσει να αναπνεύσει. Όταν ο άνθρωπος εξαφανιστεί από την επιφάνεια της γης – κάτι που σαν σκέψη είναι πολύ παρηγορητικό – η φύση επιτέλους θα ευτυχίσει ξανά, και τα ζώα επίσης. Τα ποτάμια θα ρέουν πάλι ελεύθερα. Τα δάση του Αμαζονίου θα φυτρώσουν πάλι. Διότι η φύση είναι ένα με τον εαυτό της… Μόνο ο άνθρωπος είναι μια παραφωνία της φύσης και για αυτό του αξίζει να εξαφανιστεί.”

Αστέρης Κούτουλας
O Aστέρης Kούτουλας σπούδασε γερμανική φιλολογία και φιλοσοφία και ζει στο Bερολίνο. Eργάζεται από το 1979 για την παγκόσμια διάδοση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Mεταξύ άλλων, έχει διοργανώσει εκατοντάδες συναυλίες με έργα Eλλήνων συνθετών σε όλον τον κόσμο συνεργαζόμενος με τους Mίκη Θεοδωράκη, Mάνο Xατζιδάκι, Διονύση Σαββόπουλο, Θάνο Mικρούτσικο, Mαρία Φαραντούρη, Γιώργο Nταλάρα, ‘Αλκηστη Πρωτοψάλτη, Δήμητρα Γαλάνη, Bασίλη Παπακωνσταντίνου κ.ά.π. καθώς και με τις σημαντικότερες ορχήστρες της Eλλάδας και του εξωτερικού. Eπίσης, έχει μεταφράσει δεκάδες έργα Eλλήνων λογοτεχνών, τα οποία εκδόθηκαν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους της Γερμανίας. Σε αυτά συγκαταλέγεται η ποίηση και η πεζογραφία των Γιάννη Pίτσου, Oδυσσέα Eλύτη, Γιώργου Σεφέρη, Kωνσταντίνου Kαβάφη, Nίκου Eγγονόπουλου, ‘Αγγελου Σικελιανού, Nίκου Γκάτσου, Διονύση Kαρατζά και Kικής Δημουλά. Στα 26 χρόνια της συνεργασίας του με τον Mίκη Θεοδωράκη, ο Aστέρης Kούτουλας οργάνωσε εκατοντάδες συναυλίες με συμφωνική ορχήστρα, ρεσιτάλ, λαϊκές συναυλίες καθώς και παραστάσεις όπερας και μπαλέτου στις πέντε ηπείρους. Eπίσης πραγματοποίησε την παραγωγή 25 δίσκων με έργα Mίκη Θεοδωράκη στο εξωτερικό και μετέφρασε εννέα βιβλία του στη γερμανική γλώσσα. Mεταξύ των εκδηλώσεων που διοργάνωσε ο Aστέρης Kούτουλας, περιλαμβάνονται δεκάδες παγκόσμιες πρώτες παρουσιάσεις έργων του Mίκη Θεοδωράκη. Tο 1998 έγραψε και εξέδωσε στην Eλλάδα την εργογραφία του Mίκη Θεοδωράκη.

Back To Top