skip to Main Content

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ

Τα Παιδικά Τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη

Με τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ του Μίκη Θεοδωράκη, μπορώ ανεπιφύλαχτα να πω, πως έχω μια σχέση βιωματική, τα θεωρώ κομμάτι της ζωής μου, καθώς επί δυο χρόνια έζησα μαζί τους, ξενύχτησα, δούλεψα, τα ανακάλυψα νότα προς νότα, λέξη προς λέξη, τα δίδαξα βάζοντας όλες μου τις δυνάμεις ώστε να αποκαλυφθούν και να βγουν στην επιφάνεια.

Όλα άρχισαν τον Οκτώβριο του ’92, όταν δέχτηκα την ιδιαίτερα κολακευτική για μένα πρόταση του συνθέτη, να διδάξω στην Παιδική Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, μια σειρά από τραγούδια του, που συνέθεσε στην εφηβική και νεανική του ηλικία και απευθύνονται σε παιδιά. Απ’ την πρώτη στιγμή άσκησε ιδι­αίτερη γοητεία μέσα μου το γεγονός ότι μου δινόταν η ευκαιρία να προ­σεγγίσω μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο, η οποία απετέλεσε τη βάση της μετέπειτα μεγαλειώδους πορείας ενός συνθέτη, που σημάδεψε ανε­ξίτηλα τη μουσική ζωή του τόπου μας και, κατά συνέπεια, η επαφή μου με τα πρώτα μουσικά του βήματα ήταν για μένα μια πρόκληση. Είχε προηγη­θεί, σε ανύποπτο χρόνο, μια πρώτη προσέγγισή μου μ’ αυτή του την εργασία, μέσα απ’ τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του «ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ», στην οποία κάποια απ’ τα τραγούδια αυτά παρατίθενται ως δείγματα των πρώτων συνθετικών του αναζητήσεων και περιγράφονται πολύ γλαφυρά οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες γράφτηκαν. Έτσι, ξεκίνησε μια συναρπαστική περιπέτεια, που κράτησε περίπου δυο χρόνια, χρόνια γεμάτα μουσική, αναζήτηση, ανακάλυψη και αποκάλυψη. Πρωτοπαίζοντας στο πιάνο τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, βρέθηκα στο γνώρι­μο μουσικό περιβάλλον του συνθέτη. Τραγούδια όμορφα απέριττα, απλά, με την αμόλυντη αγνότητα της νεανικής ψυχής, μα και μουσική μεστή και ώριμη. Ήχοι που είναι σ’ όλους μας οικείοι, από τραγούδια και άλλα έργα του, που συνέθεσε αργότερα και έγιναν καθημερινή συνομιλία μας με τη σπουδαία μουσική και ποίηση.

Με ιδιαίτερη προσοχή και ευθύνη άρχισα να επεξεργάζομαι τα τραγούδια για παιδική χορωδία και πιάνο, έχοντας ως μεγάλο μου όπλο την διαρκή και θερμή προτροπή και ενθάρρυνση του συνθέτη, ο οποίος παρακολουθούσε διαρκώς την πορεία της εργασίας μου. Απ’ την αρχή θεώρησα πως η επεξεργασία τους έπρεπε να είναι ιδιαίτερα λιτή και απλή, ώστε να καταστούν προσιτά στο σύνολο των χορωδιών, ενώ παράλληλα να αποκαλύπτεται η ομορφιά τους. Με το ίδιο σκεπτικό κινήθηκα και σε ό,τι αφορά την ενορχήστρωση τους, για την έκδοση του δίσκου, ο οποίος ηχογραφήθηκε στο «Θέατρο του Μύλου» της Λάρισας, με την Παιδική Χορωδία και Ορχήστρα του Δημοτικού Ωδείου.

Έτσι, τα Χριστούγεννα του ’94, τα «ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» κυκλοφόρησαν σε βιβλίο (παρτιτούρα για παιδική χορωδία και πιάνο, απ’ τον εκδοτικό οίκο «ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ – ΝΑΚΑΣ») και σε δίσκο βινυλίου κατ’ αρχήν και ακτίνας (CD), αργότερα, απ’ την «POLYGRAM».

Λίγα χρόνια αργότερα, η Κάκια Ιγερινού, μετά από προτροπή της Μαργαρίτας Θεοδωράκη, έγραψε το παιδικό θεατρικό έργο «ΟΠΩΣ Ο ΠΙΝΟΚΙΟ», με βάση κάποια απ’ τα ΠΑΙΔΙΚΑ και άλλα τραγούδια του συνθέτη. Η παράσταση παίχτηκε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 2002 – 2003. Το κείμενο το έργου εκδόθηκε το 2003 απ’ τις εκδόσεις «ΡΩΜΑΝΟΣ» , με θαυμάσια εικονογράφηση. Η έκδοση περιλαμβάνει και CD με τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης, με καινούρια ενορχήστρωση και εκτέλεση.

Τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ είναι μια σειρά τραγουδιών τα οποία, όπως προανάφερα, ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε στην εφηβική και νεανική του ηλικία. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα το γεγονός, ότι ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει τα πρώτα συνθετικά του βήματα στην Πάτρα, το 1937, σε ηλικία μόλις 12 χρονών, γράφοντας «Ρομάντζες» για φυσαρμόνικα και τα πρώτα του τραγούδια. Απ’ το 1938, στον Πύργο, αρχίζει να γράφει διάφορες μελωδίες για βιολί, για βιολί και πιάνο, ντουέτα για δυο βιολιά και επίσης, πολλά τραγούδια. Με ίδιους και μεγαλύτερους ρυθμούς συνεχίζει στην Τρίπολη απ’ το 1940 μέχρι το 1943 και στην Αθήνα απ’ το 1944 και μετά. Έτσι, στα εφηβικά και νεανικά του χρόνια, πληθωρικός και πολυγραφότατος καθώς είναι, έχει στο ενεργητικό του έναν αρκετά μεγάλο κατάλογο με έργα οργανικής και φωνητικής μουσικής. Απ’ τα τραγούδια αυτά, που γράφτηκαν απ’ το 1937 μέχρι το 1952, ο ίδιος ο συνθέτης επέλεξε τα τραγούδια που απετέλεσαν τη συλλογή «40 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ» και εκδόθηκαν το 1994. Απ’ τα υπόλοιπα τραγούδια που συνέθεσε στην προαναφερθείσα περίοδο, άλλα περιελήφθησαν σε άλλους κύκλους τραγουδιών, άλλων η μουσική αφομοιώθηκε σε μεταγενέστερα έργα του συνθέτη και άλλα παραμένουν ακόμα ανέκδοτα.

Επιτρέψτε μου να θεωρώ τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ πολύ σημαντικά, γιατί:

  1. Αποτελούν τη συνθετική αφετηρία του Μίκη Θεοδωράκη.
  2. Η μελωδική ανάπτυξη, η ρυθμική ποικιλία, η αρμονική γλώσσα, το διαφορετικό ύφος, η μορφή και η δομή τους, προαναγγέλλουν, αν μη τι άλλο, την έλευση ενός μεγάλου συνθέτη.
  3. Σπάνια – στη χώρα μας τουλάχιστον – ένας τόσο σημα­ντικός συνθέτης απευθύνεται με τραγούδια του σε παιδιά.

Τα ανέκδοτα και εντελώς άγνωστα, μέχρι το 1994, τραγούδια της συλλογής είναι τριαντατέσσερα. Σ’ αυτά ο συνθέτης περιέλαβε ακόμα το «Ανάμεσα Σύρο και Τζια», για το οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια, το «Χρυσοπράσινο φύλλο» και την «’Αρνηση». Τελικά, επελέγησαν και άλλα τρία από τα γνωστά τραγούδια του, των οποίων το μουσικό και το ποιητικό ύφος μπορούσε να «δέσει» με το ύφος των υπόλοιπων τραγουδιών της συλλογής και είναι το «Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό», το «Κοιμήσου αγγελούδι μου» και το «Εκκρεμές».

Το πρώτο τραγούδι του, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συνθέτης σε σημείωση στη χειρόγραφη παρτιτούρα, είναι «Το καραβάκι», το οποίο έγραψε στην Πάτρα το 1937. Εννιά τραγούδια γράφτηκαν στον Πύργο τα χρόνια 1938 και 1939, δεκατρία στην Τρίπολη απ’ το 1940 μέχρι το 1943, και τα υπόλοιπα στην Αθήνα απ’ το 1944 και ύστερα, όταν ο συνθέτης εγκαθίσταται οριστικά στην πρωτεύουσα. Όποιος διαβάσει τον πρώτο τόμο των «ΔΡΟΜΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ» θα δει μέσα απ’ τις εξιστορήσεις του συνθέτη, ότι η σύνθεση τραγουδιών και μουσικής γενικότερα, είναι γι’ αυτόν βιωματική ανάγκη, διέξοδος στις αναζητήσεις της εφηβείας, τρόπος ζωής. Ο ίδιος μάλιστα στον πρόλογο της έκδοσης των ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ γράφει μεταξύ άλλων: «Ήταν ένας τρόπος ζωής, που μου έγινε βίωμα και συνήθεια, να ζω με την ομορφιά της ποίησης και της μουσικής, που με θωράκισε και με προφύλαξε να περάσω ακέραιος τη ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ, που κράτησε μια ολόκληρη ζωή». Η συνθετική ικανότητα του Θεοδωράκη φαίνεται απ’ τα πρώτα του τραγούδια, τα οποία, αν και συνέθεσε σε ηλικία μόλις 12 και 13 χρονών, έχουν άρτια μορφολογικά τη δομή του τραγουδιού. Πέρα απ’ την υπέροχη μελωδία τους υπάρχει μια ολοκληρωμένη συνθετική πρόταση με μορφολογική ισορροπία, αισθητικό και άρτια τεχνικό αποτέλεσμα.

Στα χρόνια του «Πύργου», 1938 και 1939, ο Θεοδωράκης αρχίζει να μελοποιεί ποιήματα απ’ το «αναγνωστικό» του σχολείου του και τα βιβλία του πατέρα του. Έτσι, ντύνει με μουσική την «Πρωινή προσευχή», (με τη γλυκιά αυγούλα χαρούμενα ξυπνώ…), γράφει τη «Βροχούλα» και τη «Λευτεριά» και ανακαλύπτει προς μελοποίηση τον Παλαμά, τον Δροσίνη και τον Βαλαωρίτη. Έτσι, γράφει τα τραγούδια «Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια» και το «Πιο πολύ κι από τα μάτια», σε ποίηση του Παλαμά, τα υπέροχα «Εσπερινός» και «Τι θέλω» σε ποίηση του Δροσίνη και, τέλος, δυο τραγούδια σε ποίηση του Βαλαωρίτη: την «Αγράμπελη» και το «Φύσα βοριά μου». Πάνω σ’ αυτή τη μελωδία, ο συνθέτης, το 1960, ζήτησε απ’ τον Οδυσσέα Ελύτη να γράψει νέους στίχους. Η προσαρμογή της ποίησης του Ελύτη έγινε το 1961, κι έτσι γεννήθηκε το «Ανάμεσα Σύρο και Τζια».

Στην περίοδο της «Τρίπολης», 1940 – 1943, διακρίνουμε τη μεγαλύτερη ίσως συνθετική ωριμότητα των παιδικών χρόνων του Θεοδωράκη. Ο ίδιος στους «ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ» αναφέρει λεπτομερώς πρό­σωπα, γεγονότα και καταστάσεις, που συνιστούσαν το μουσικό αλλά και το γενικότερο πνευματικό κλίμα της Αρκαδικής πρωτεύουσας, το οποίο τον βοή­θησε σημαντικά και τον ωρίμασε. Την ίδια περίοδο, στην Τρίπολη, συνέθεσε επίσης την «Κασσιανή» και άλλα έργα εκκλησιαστικής μουσικής. Τότε, μάλιστα, όπως επίσης ο ίδιος αναφέρει, κατέ­ληξε στην οριστική του απόφαση να γίνει συνθέτης. Στην Τρίπολη ο Θεοδωράκης συνεχίζει να μελοποιεί Παλαμά, γράφοντας τα τραγούδια «Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι», «Το καλοκαίρι», «Δες τι λαμπρό φεγγάρι», και το «Όπου προς το βράδυ», Βαλαωρίτη «Η ξανθούλα», ανακαλύπτει το Σολωμό και γράφει την «Αγνώριστη», την «’Ανοιξη» και την «Πρωτομαγιά», τον ‘Αγγελο Βλάχο «Πόσον ήσυχα κοιμάται», γράφει σε στίχους δικούς του το «Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα», ίσως επηρεασμένος απ’ τον πόλεμο του ’40, γράφει σε στίχους του παιδικού του φίλου Γρηγόρη Κωνσταντινόπουλου το «Στου ρυακιού την άκρη», και το ’43 μας προσφέρει δυο τραγούδια, μικρά διαμάντια, το «Όλα κοιμούνται κι όλα σβήνουν» σε ποίηση του Λορέντζου Μαβίλη, και το «Φθινόπωρο» σε ποίηση του Κώστα Χατζόπουλου. Την ίδια εποχή γράφει επίσης το «Βραδινό σκοπό» σε ποίηση του φίλου του Γιώργου Κουλούκη και το «Χινόπωρο της αγάπης», σε ποίηση του Χατζόπουλου, τα οποία δυστυχώς δεν περιλαμβάνονται στην εκδοθείσα συλλογή των ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ. Το «Χινόπωρο της αγάπης» υπάρχει στο δίσκο «Ταξίδι μέσα στη νύχτα» με τον τίτλο «Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια».

Στην Αθήνα, απ’ το 1944 μέχρι το 1952, ο Θεοδωράκης, ανάμεσα στα άλλα έργα του, γράφει το «Νανούρισμα» σε ποίηση του Φώτη Αγγουλέ, που περιλήφθηκε και στον κύκλο «Πέντε ναύτες», το «Περιβόλι μου οργωμένο» σε Δημοτική ποίηση, το «Χαρά στ’ αλέτρι», σε ποίηση Αλέκου Φωτιάδη, το «Καληνύχτα», στο οποίο θα αναφερθώ και παρακάτω, σε ποίηση Π. Γρανίτη, τα τραγούδια «Ελληνικό εμβατήριο», «Στη χαρά» και το «Βρέφος», σε ποίηση του Νίκου Μαραγκουδάκη, τρία τραγούδια σε ποίηση του Βασίλη Ρώτα, «Ειρήνη», «Ο Κόκορας», και το «Που ‘ναι πιο καλά», και τέλος, τραγούδια σε στίχους της Αντιγόνης Μεταξά «Στη βιτρίνα» και «Το γαϊδουράκι και το γουρουνάκι», για την παιδική ραδιοφωνική εκπομπή «Θεία Λένα».

Σε κάποια τραγούδια, στην έκδοση του 1994 έγινε προ­σαρμογή καινούργιων ποιημάτων, καθώς οι αρχικοί στίχοι αυτών των τραγουδιών χάθη­καν, ή αλλού ήταν εξαιρετικά ελλιπείς. Συγκεκριμένα, έγινε προσαρμογή νέων στίχων στα τραγούδια «Η Μαργαρίτα», (αρχικός τίτλος: «Το Γαϊδουράκι και το γουρουνάκι»), «Η πεταλούδα», (αρχικός τίτλος: «Η βροχούλα») και «Το παγωμένο πουλάκι», (αρχικός τίτλος: «Λευτεριά»). Την ίδια πρακτική έχει ακολουθήσει ο συνθέτης τόσο στο «Ανάμεσα Σύρο και Τζια», όπως προαναφέρθηκε, όσο και στο τραγούδι «Στην όχθη» στο οποίο ο Κ. Χ. Μύρης έγραψε καινούριους στίχους το 1993 (αρχικός τίτλος: «Το βρέφος»).

Ας δούμε τώρα κάποια «μορφολογικά χαρακτηριστικά» στα «ΠΑΙΔΙΚΑ TΡΑΓΟΥΔΙΑ».

Η μελωδική ανάπτυξη του συνθέτη στα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ είναι υποδειγματική. Ο Θεοδωράκης δεν χρησιμοποιεί εύκολα τεχνάσματα με μελωδικές αλυσίδες σε κάποιο μοτίβο, αλλά αναπτύσσει τις μελωδίες του με συνεχή και αβίαστη ροή και θαυμάσια ισορροπία. Ιδιαίτερα θα πρέπει να επισημανθεί η πλήρης ταύτιση της κάθε μελωδίας με το ποιητικό κείμενο, το οποίο, σε κάθε τραγούδι μελοποιείται υποδειγματικά. Σημαντική επίσης είναι η ρυθμική ποικιλία που συναντούμε στα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Και εδώ ο ρυθμός, η ρυθμική αγωγή, αλλά και η ρυθμική διάρθρωση, έρχονται να δέσουν σε κάθε τραγούδι με το υπό μελοποίηση ποιητικό κείμενο, το οποίο τονίζουν με ακρίβεια, χωρίς παρατονισμούς και άλλες παρενέργειες, που δυστυχώς ακούμε σε πολλά σημερινά τραγούδια.

Σε ότι αφορά το ύφος, στα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ο Θεοδωράκης συμπυκνώνει όλα τα μέχρι τότε ακούσματά του και τις μουσικές του εμπειρίες. Έτσι, άλλα τραγούδια του είναι γραμμένα πάνω στο ύφος των καθαρά παιδικών «σχολικών τραγουδιών», π.χ. «Στη βιτρίνα», «Ο κόκορας», «Που ‘ναι πιο καλά», άλλα στο ύφος της καντάδας, όπως τα: «Πιο πολύ κι από τα μάτια», «Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι». Αλλού πάλι, είναι εμφανής η επιρροή της δημοτικής μας παράδοσης. Εκτός απ’ την ευρεία χρήση των 7/8ων, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το «Καληνύχτα», με επιρροές από το Ηπειρώτικο τραγούδι. Μεταφέρει, ακόμα, και το κλίμα των χορευτικών τραγουδιών της εποχής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ανάλαφρο βαλσάκι «Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια». Ανάλογα κινείται και σε σχέση με τη μορφή των τραγουδιών, η οποία είναι διμερής (Α Β), ιδιαίτερα στα πρώτα του τραγούδια και τριμερής (Α Β Γ), αργότερα. Όσο όμως ενηλικιώνεται και ωριμάζει – ιδιαίτερα στην περίοδο της Τρίπολης, με όλες τις ανησυχίες της εφηβείας – η ποίηση την οποία επιλέγει προς μελοποίηση, τον οδηγεί κατά τρόπο ώστε τα τραγούδια του να έχουν πιο ελεύθερη και απλωμένη φόρμα, με ιδιαίτερα έντονα τα στοιχεία του Ρομαντισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το «Φθινόπωρο» και το «Όλα κοιμούνται κι όλα σβήνουν».

Ένα στοιχείο της εργασίας του Θεοδωράκη, που δεν μπορεί να περά­σει απαρατήρητο, είναι η διαρκής και μεγάλη σχέση του με τους ποιητές. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι αυτός που μας έμαθε «να τραγουδάμε τους ποιητές», έχο­ντας ο ίδιος μαζί τους μια ακατάλυτη – ερωτική σχέση – που άρχισε στα εφηβικά του χρό­νια, με τη μελέτη του σχολικού «Αναγνωστικού» και συνεχίστηκε με τη συνεργασία του με τους μεγαλύτερους νεοέλληνες ποιητές και τη μελοποίηση των αριστουργημάτων της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ μελοποιεί ποιητές, που δεν τους ξανασυναντήσα­με μελοποιημένους από άλλους – γνωστούς τουλάχιστον – συνθέτες, όπως ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζόπουλος, ο Μαβίλης, κ.ά. Ανάμεσα τους, θα συναντήσουμε και τρα­γούδια σε ποίηση των παιδικών του φίλων Γιώργου Κουλούκη και Γρηγόρη Κωνσταντινόπουλου. Εδώ θέλω να κάνω μια επισήμανση. Το 1947 ο Θεοδωράκης γράφει ένα εκπληκτικά όμορφο τραγούδι, το «Καληνύχτα». Στη χειρόγραφη παρτιτούρα αλλά και στην αρχειοθέτηση του κ. Αστέρη Κούτουλα, στο βιβλίο «Ο Μουσικός Θεοδωράκης», ως ποιητής αναφέρεται ο Π. Γρανίτης. Όπου κι αν έψαξα δεν βρήκα καθόλου στοιχεία γι’ αυτόν τον ποιητή. Λίγα χρόνια μετά την έκδοση των ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ, διαβάζοντας το βιβλίο «Ανοιχτές επιστολές στο Μάνο Χατζιδάκι», διάβασα σε ένα κείμενο της Βούλας Δαμιανάκου, ότι «Π. Γρανίτης», ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Μάνος Χατζιδάκις στην εποχή της ΕΠΟΝ και μ’ αυτό το ψευδώνυμο έγραφε παιδικά ποιήματα και τραγούδια. Η Δαμιανάκου για να στηρίξει τα λεγόμενά της επικαλείται μαρτυρίες συναγωνιστών της στην ΕΠΟΝ. Αν αυτό είναι αληθές, τότε έχουμε την εκπληκτική συγκυρία, ο Μίκης Θεοδωράκης να μελοποιεί ποίημα του Μάνου Χατζιδάκι. ‘Αλλα στοιχεία δεν έχω, για το θέμα αυτό, γι’ αυτό και το αναφέρω με επιφύλαξη.

Ένα ακόμη στοιχείο που παρατηρούμε είναι η διαρκής ενότητα στο ύφος της μουσικής του Θεοδωράκη. Για τη σχέση της μουσικής των Παιδικών τραγουδιών με την όλη συνθετική του δημιουργία ο συνθέτης λέει: «Ακούγοντας τώρα ξανά τα Παιδικά Τραγούδια, ξαναβρίσκω τον πυρήνα του μουσικού εαυτού μου. Σε μερικά απ’ αυτά θα βρει κανείς τα «μουσικά μόρια», τους «μουσικούς αρμούς», που μέσα απ’ τα τραγούδια μου, που έγιναν αργότερα γνωστά, βρήκαν άμεση σχέση και απήχηση στον κοινό ακροατή, που είναι ο συνομιλητής μου».

Έτσι, αν ακούσουμε το αρχικό μοτίβο του τραγουδιού «Χαρά στ’ αλέτρι», θα δούμε ότι το ίδιο, με διαφορετική βέβαια εξέλιξη, χρησιμοποιείται στο «Βασίλεψες αστέρι μου».

Ή, μια αναστροφή της πρώτης φράσης του «Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι» πλησιάζει κατά πολύ τη μελωδία του «Καημού».

Και δεν είναι μόνο αυτά. Ο ίδιος ο συνθέτης βλέποντας το «ενιαίο» της μουσικής του, χρησιμοποιεί όλη τη μελωδία του «Όλα κοιμούνται κι όλα σβήνουν», με προσαρμογή νέων στίχων, του Κώστα Τριπολίτη, στον «Επιβάτη», με τίτλο «Σαν να μην έζησα ποτέ». Ακόμη πιο χαρακτηριστικό, η χρησιμοποίηση της μελωδίας του τραγουδιού «Το φθινόπωρο», ως κύριο θέμα στην όπερα «Μήδεια». Ανάλογη ενότητα θα βρούμε και στην αρμονική γλώσσα, τη συγχορδιακή αλληλουχία που χρησιμοποιεί ο συνθέτης στα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, με μεταγενέστερα τραγούδια και άλλα έργα του.

Πέρασαν 11 χρόνια απ’ την έκδοση των ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ και είναι γεγονός ότι, μεμονωμένα πάρα πολλοί συνάδελφοι, στην εκπαίδευση κυρίως, τα αγκάλιασαν και με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη τα ενέταξαν στο μάθημά τους. Το επίσημο Υπουργείο Παιδείας όμως, μάλλον τα αγνοεί επιδεικτικά. Και στη δεκαετία του ’60, από κοινού ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, είχαν υποβάλλει στο Υπουργείο Παιδείας σειρά τραγουδιών τους, για να χρησιμοποιηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Απάντηση δεν πήραν ποτέ και τα χειρόγραφά τους χάθηκαν σε κάποια συρτάρια του Υπουργείου. Και σήμερα, όχι μόνον τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ δεν βρίσκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και αυτό ακόμα το όνομα του Θεοδωράκη ΔΕΝ υπάρχει στα βιβλία της Μουσικής των ελληνικών σχολείων. Όπως δεν υπάρχει και το όνομα του Χατζιδάκι, αλλά και όλων των σύγχρονων ελλήνων συνθετών και τραγουδοποιών. Ο Θεοδωράκης, όπως και ο Χατζιδάκις αναφέρονται μόνον ονομαστικά στο βιβλίο της Α’ Λυκείου και μόνο ως συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής! Αυτό είναι όλο. Επί 11 χρόνια ούτε ένας παράγων στο Υπουργείο Παιδείας δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη των ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ και την παιδαγωγική τους ωφέλεια; Πως εξηγείται αυτό; Μια εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε είναι το ότι τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό σχολείο κανένας δεν μιλάει πια για ΠΑΙΔΕΙΑ. Όλοι μιλούν για εκπαίδευση, για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή και την παραγωγικότητα. Όμως μ’ αυτή την έννοια, Μουσική δηλαδή, συνδεμένη με την παραγωγικότητα, σημαίνει εφήμερα «σουξέ», δημιουργία ειδώλων, παγκοσμιοποίηση του τραγουδιού. Η μουσική όμως του Θεοδωράκη έχει αισθητική και όραμα, πρεσβεύει αξίες και ιδανικά, ανοίγει δρόμους εκ διαμέτρου αντίθετους μ’ αυτούς, της σημερινής βιομηχανίας του τραγουδιού. Έτσι, ακολουθώντας το αναλυτικό πρόγραμμα, οι μαθητές δεν θα μάθουν ποτέ γι’ αυτόν, για τη ζωή του, τους αγώνες του, το έργο του. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε η ελληνική παιδεία θα επαναπροσδιοριστεί με βάση την αισθητική, τις αρχές, τις αξίες, το όραμα. Σε μια τέτοια παιδεία, στο μάθημα της Μουσικής, πρωτεύουσα θέση θα έχει ο Μίκης Θεοδωράκης και τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ του.

Κλείνοντας, και αφού ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την εξαιρετική τιμή που μου έκαναν, να με καλέσουν σ’ αυτό το θαυμάσιο συνέδριο, θέλω να πω πως τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ είναι τραγούδια προς ανακάλυψη. Όσοι δεν έτυχε να τα ακούσετε, μέχρι τώρα, ακούστε τα. Είμαι σίγουρος πως θα νιώσετε τη συγκίνηση και τη χαρά που μόνο ένας συνθέτης του μεγέθους του Μίκη Θεοδωράκη μπορεί να προσφέρει. Ο κάθε ακροατής θα βρει σ’ αυτά την αληθινή πηγή που «αναβλύζει γάργαρο νερό, να πιει, να ξεδιψάσει».

Στο Μίκη Θεοδωράκη, που μου έκανε την ύψιστη τιμή, να μ’ έχει δίπλα του σε τόσες συναυλίες, και να με περιβάλει με την εμπιστοσύνη και την αγάπη του, απ’ την Α’ εκτέλεση του Requiem το 1985, μέχρι σήμερα, θέλω να πω εκ βάθους καρδίας ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ και να του ευχηθώ να ‘ναι πάντα γερός και δημιουργικός, ώστε μετά από 10 χρόνια, σε μια ένα ανάλογη γιορτή, να γιορτάζουμε τα 90 του χρόνια και να μιλάμε για τα καινούρια έργα του.

Σας ευχαριστώ.

 

Δημήτρης Καρβούνης
Γεννήθηκε στην Τσαριτσάνη. Σπούδασε μουσική στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας. Παρακολούθησε μαθήματα και σεμινάρια χορωδιακής μουσικής με τον Αντώνη Κοντογεωργίου. Το 1983 παρακολούθησε το θερινό σεμινάριο στο Zoltan Kodaly Paedagogical Institute of Music, στην Ουγγαρία.
Είναι καθηγητής μουσικής στο 6ο Γυμνάσιο Λάρισας απ’ το 1983. Διδάσκει θεωρητικά στο Δημοτικό Ωδείο Λάρισας απ’ το 1981 μέχρι το 1995 και διευθύνει την Παιδική Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας απ’ το 1981, την Ανδρική Χορωδία του Μουσικού Συλλόγου Λάρισας απ’ το 1988 και τη Μικτή Χορωδία του ΔΩΛ απ’ το 2002. Ως διευθυντής χορωδιών έδωσε πάνω από 400 συναυλίες, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στο Ηρώδειο, καθώς και σε πολλές πόλεις του εξωτερικού, παρουσιάζοντας μεγάλο αριθμό έργων χορωδιακής μουσικής. Το 1997 ίδρυσε, σε συνεργασία με άλλους λαρισαίους μουσικούς, το Μικρό Μουσικό Σύνολο «ΕΝΩΔΕΙΑ».
Απ’ το 1985 συνεργάζεται τακτικά με τον Μίκη Θεοδωράκη, μετέχοντας σε συναυλίες του με την Παιδική Χορωδία του ΔΩΛ. Συμμετείχε στην Α’ εκτέλεση, σ’ όλες τις μετέπειτα ελληνικές παρουσιάσεις και στη δισκογραφική παραγωγή του «Requiem», καθώς και σε πολλές του συναυλίες με τα έργα «’Αξιον εστί» και «Πνευματικό εμβατήριο». Παρουσίασε σε Α’ εκτέλεση και δισκογραφική παραγωγή τα «40 Παιδικά τραγούδια», στα οποία έκανε τη χορωδιακή επεξεργασία και την ενορχήστρωση μετά από ανάθεση του συνθέτη.
Τα τελευταία χρόνια ηχογραφεί για το συνθέτη Νίκο Κυπουργό τη μουσική του για το Θέατρο και τον Κινηματογράφο και συμμετέχει σε πολλές συναυλίες του. Συνεργάσθηκε, επίσης, με το Μάνο Χατζιδάκη, το Σταύρο Ξαρχάκο, τον Αντώνη Κοντογεωργίου, τον ‘Αλκη Μπαλτά, τις Κρατικές Ορχήστρες, Αθηνών και Θεσσαλονίκης, το Θεσσαλικό Θέατρο, το Μουσικό Θέατρο Βόλου κ.α.

Back To Top