skip to Main Content

Γιώργος Δεμερτζής

Η μουσική δωματίου του Μίκη Θεοδωράκη

Κυρία Πρόεδρε, αγαπητή Μυρτώ, αγαπητέ Μίκη, αγαπητοί φίλοι, ο G. Folekrts και ο Αστέρης με τους οποίους δουλεύουμε μαζί, σας έδωσαν ένα θαυμάσιο σκελετό και αυτά που θα σας πω εγώ βρίσκονται κάπου μέσα σ’ αυτά που σας είπαν και οι προηγούμενοι ομιλητές. Προφανές θα είναι πολύ προσωπικά όλα αυτά που θα σας πω. Δεν μπορώ να είμαι ουδέτερος όταν μιλώ για τον Μίκη και για τα έργα του, διότι τίποτα δεν επηρέασε τη στάση μου προς τη μουσική και την αλληλεπίδρασή της με την κοινωνία, τόσο έντονα όσο η μουσική και η προσωπικότητα του Μίκη.

Η προσωπική μου ιστορία για το έργο του Μίκη ξεκινάει απ’ το 1968. Είχα ήδη περάσει ένα ολόκληρο βράδυ με τη Μαρία Φαραντούρη, με το δίσκο της δυστυχώς μόνο. Μου είχε φέρει μια φίλη ένα δίσκο με το «Μαουτχάουζεν». Το άκουσα 15 φορές εκείνο το βράδυ ασταμάτητα, τη μία μετά την άλλη. Χάθηκα μέσα στο «Μαουτχάουζεν».

Ακριβώς μετά δούλεψα με το «Μαουτχάουζεν» και με τη «Ρωμιοσύνη» με θαυμάσιους μουσικούς. Ήταν το 1968. Ήταν εκείνη η περίοδος που ξεκίνησε ένα είδος σχιζοφρένειας στη χώρα μου, που ήταν η πρώην και πλέον νεκρή λαοκρατική δημοκρατία της Γερμανίας.

Αυτή η σχιζοφρένεια στην πρώην Ανατολική Γερμανία ξεκίνησε όταν ο Μίκης είχε πια φύγει και είχε πάει στη Γαλλία και ανησυχούσε το κράτος με την υποτιθέμενη ή πραγματική του προσέγγιση στο ευρωκομμουνιστικό κόμμα. Τον θεωρούσαν κάτι σαν προδότη. Αλλά εγώ δεν είχα σχέσεις με την πολιτική διοίκηση του κράτους. Είχα τη δυνατότητα να μιλάω λίγο παραπάνω από τους άλλους, χωρίς να φοβάμαι ότι θα με κλείσουν μέσα ή θα με σκοτώσουν ή οτιδήποτε άλλο.

Και είχα και την ευκαιρία να συνεργαστώ με νεαρούς Έλληνες, τους οποίους είχα ως μαθητές, φοιτητές και μπορούσα να κάνω πράγματα που δεν μπορούσαν να κάνουν οι ανατολικογερμανοί πολίτες τότε. Γιατί στην Ανατολική Γερμανία τότε, δεν αναφερόταν καν το όνομα του Μίκη. Τη μουσική του την έπαιζαν, έπαιζαν τη μουσική στο ραδιόφωνο, αλλά ποτέ δεν ανέφεραν το όνομα του συνθέτη. Γι’ αυτό το λέω σχιζοφρενική περίοδο της Ανατολικής Γερμανίας.

Ένας απ’ τους νεαρούς Έλληνες φίλους μου, μου έδωσε το «Κάντο Χενεράλ», την παραγωγή του καλλιτέχνη και όταν ακούσαμε το «Κάντο Χενεράλ» πάλι ήταν απερίγραπτο το συναίσθημα. Και αφού πάλι πέρασα πολλές ώρες με την Μαρία Φαραντούρη, αποφάσισα ότι θέλω και στη δικιά μου τη γελοία χώρα να παιχτεί αυτό το έργο.

Έψαξα να βρω συμμάχους. Βρήκα κάποιους από την «ελεύθερη» Γερμανική νεολαία – ελεύθερη εντός εισαγωγικών πρέπει να σας πω. Ήταν οι οργανωτές των ετήσιων φεστιβάλ. Η επίσημη θέση του κράτους της Ανατολικής Γερμανίας σιγά-σιγά άλλαζε βέβαια, αλλά χρειάστηκα πέντε χρόνια μέχρις ότου μπορέσω να παίξω το «Κάντο Χενεράλ» στο Βερολίνο και είχαμε ήδη φτάσει το 1980.

Σας είπα ότι η αναζήτησα συμμάχους σ’ αυτή την οργάνωση νέων, που όμως μη φανταστείτε τίποτα καταπληκτικό σ’ αυτή τη συνεργασία. Ξεκίνησε όμως ένα νέο κομμάτι στη ζωή μου και στη ζωή του Μίκη. Δεν έχω το χρόνο να σας δώσω πολλές λεπτομέρειες, αλλά όταν θα γράψω την ομιλία μου για να έχετε την πλήρη ομιλία μου στα πρακτικά, μπορείτε να δείτε πιο πολλές λεπτομέρειες και για το «Κάντο Χενεράλ».

Φαντάζομαι ότι δεν τα ξέρετε όλα, δεν ξέρετε τη δεύτερη, τρίτη συμφωνία, όλες τις λεπτομέρειες ίσως τις ξέρουν μόνο όσοι είναι πολύ κοντά στο έργο. Κάποια από τα έργα αυτά, έχουν στοιχεία που για μια χώρα σαν την πρώην Ανατολική Γερμανία ή για οποιαδήποτε δικτατορική χώρα, θα ήταν εκρηκτικά στοιχεία.

Σκεφτείτε το «’Αξιον Εστί» ή σκεφτείτε το «Κατά Σαδουκαίων», το τελευταίο τμήμα του. Θεωρούνταν επίθεση κατά του δικτατορικού καθεστώτος της χώρας μου, όπως και οποιουδήποτε άλλου δικτατορικού καθεστώτος. Είχαμε μια πολύ καλή ερμηνεία του «’Αξιον Εστί» στη Δρέσδη, στη Λειψία. Έγινε και ένας πολύ καλός δίσκος με το μεγάλο μειονέκτημα ότι ήταν στα γερμανικά. Είχε μεταφραστεί στα γερμανικά.

Και προφανώς στην Ελλάδα εσείς ξέρετε το ελληνικό, απόλυτα κατανοητό. Το «’Αξιον Εστί» είναι ένα από τα πολύ λίγα έργα του Μίκη που συνέχισαν να παίζονται και μετά την αλλαγή του 1990. Και ακόμη και σήμερα παίζεται το «’Αξιον Εστί» στο ανατολικό κομμάτι της Γερμανίας. Ο Χ. Χέγκελ που ήταν ο Διευθυντής ορχήστρας που είχε οριστεί ήταν επίσης γεννημένος στις 29 Ιουλίου, πέντε χρόνια πριν απ’ τον Μίκη όμως.

Δείχνει την πρώτη εκτέλεση και ζήτησε ο Χέγκελ δύο πράγματα. Πρώτον, τη ραδιοφωνική χορωδία της Λειψίας και δεύτερον, του Βερολίνου. Ζήτησε να γίνουν κοινές πρόβες και ο Διευθυντής του φεστιβάλ μουσικής της Δρέσδης μου είπε «ας προσπαθήσουμε να βρούμε κάποιο τρόπο για να υπολογίσουμε το κόστος».

Κάναμε προσθέσεις, φτάσαμε στα 900 χιλιάδες μάρκα και είπαμε ακριβό βγαίνει, αλλά δεν πειράζει. Στη χώρα μου πρέπει να σας πω ότι περιέργως πως, τα χρήματα δεν ήταν ποτέ πρόβλημα. Κάπου βρισκόντουσαν χρήματα όταν το καθεστώς το ήθελε. Πάντως απέτυχε η προσπάθεια για γελοίους λόγους. Δεν μπορούσαμε να έχουμε και τις δύο χορωδίες μαζί, γιατί δεν βρίσκαμε κανένα μέρος που να έχει αρκετά ξενοδοχεία, αρκετές κλίνες ξενοδοχείων και για τις δύο χορωδίες.

Κοιτάξτε εμπόδια που πρέπει καμιά φορά να ξεπερνάει η τέχνη. Ζητώ συγνώμη όμως και πρέπει να φτάσω στο τέλος της ομιλίας μου. Γνωρίζω ότι υπήρχαν κάποια παράπονα από φίλους συνθέτες κλπ. Διάφορα παράπονα, διάφοροι λόγοι. Ένα μόνο θέλω να αναφέρω που το θεωρώ σημαντικό.

Κατά τη γνώμη τους ο Μίκης δεν συνεισφέρετε στη σύγχρονη ΝΕΑ μουσική. Κατά τη γνώμη τους, κατά την περιορισμένη οπτική τους γωνία έχουν δίκιο. Δεν έκανε καμιά συνεισφορά στη δική τους νέα μουσική ο Μίκης. Και αυτό θα πρέπει να το δούμε καθαρά σαν εισαγωγή νέων ηλεκτρονικών στοιχείων. Είναι μία προσέγγιση προς τη μουσική που είναι πολύ υλιστική.

Αυτή τη μουσική τη γνώρισε ο Μίκης στη Γαλλία με τον Μεσιάν. Αλλά ποτέ δεν ήταν δικός του τρόπος να φτιάχνει μουσική. Μιλώντας για την αισθητική στο Μίκη, πρέπει να πούμε ότι αυτή την αισθητική υλιστικής κατεύθυνσης, την αντικατέστησε με μία αισθητική προσωπικής, ανθρώπινης και κοινωνικής κατεύθυνσης και κοινωνικής ευθύνης.

Αυτό μάλιστα αποτελεί και λόγο για να επανεξετάσουμε τις αισθητικές μας προσεγγίσεις. Βέβαια για πολλούς θα παραμείνει μόνο ένα όραμα αυτό. Αυτός ο κόσμος της μουσικής και ιδιαίτερα ο κόσμος της νέας μουσικής, απαιτεί μια νέα σκέψη, μια νέα προσέγγιση και ίσως ο Μίκης να καταφέρει να ολοκληρώσει και αυτή την υπέρβαση.

Ο Μίκης με κάνει να πιστεύω ότι υπάρχουν θαύματα. Το ότι γιορτάζουμε τα γενέθλιά σου, με το Μίκη απέναντί μου, γεμάτο ζωτικότητα, είναι κάτι ενάντια στους νόμους των πιθανοτήτων. Ο Θεός μόνο ξέρει πόσες φορές ο χάρος προσπάθησε να πάρει το Μίκη κοντά του. Και μόνο ο Θεός ξέρει πόσες φορές ο χάρος απέτυχε.

«Οι δρόμοι του αρχαγγέλου» είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας σου. Οι δρόμοι των φυλάκων αγγέλων, γιατί πρέπει να έχεις χιλιάδες φύλακες αγγέλους και πρώτα απ’ όλους τη Μυρτώ. Τα πράγματα πολλές φορές αλλάζουν, αλλάζουν ριζικά και ακόμα και οι φύλακες άγγελοι δεν ήταν αυτό που ήταν παλιότερα.

Μη τις κουράζεις αυτούς τους φύλακες αγγέλους. Τουλάχιστον τα επόμενα 40 χρόνια λυπήσου τους. Σε αγαπάμε.

 

Γιώργος Δεμερτζής
Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το1958. Σπούδασε βιολί με τον Στέλιο Καφαντάρη στο Ελληνικό Ωδείο και με τον Max Rostal στη Βέρνη. Έχει συμπράξει ως σολίστ με πολυάριθμες Ορχήστρες, συμμετείχε σε διεθνή φεστιβάλ και γενικότερα έχει δώσει συναυλίες σε γνωστά μουσικά κέντρα ανά την υφήλιο. Με κέντρο βάρους το ελληνικό ρεπερτόριο, παρουσίασε και δισκογράφησε το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής δημιουργίας για βιολί, σε πολλές περιπτώσεις σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση.
Από το 1976 έως το 2001 δίδαξε στο Lawrence University στο Appleton, WI, των ΗΠΑ. Ίδρυσε το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, το οποίο αναπτύσσει αξιόλογη διεθνή δράση προβάλλοντας δισκογραφικά και συναυλιακά κυρίως την πλούσια ελληνική δημιουργία. Έχει ηχογραφήσει για τη σουηδική εταιρία BIS, το σύνολο του βιολιστικού έργου του Νίκου Σκαλκώτα που συνάντησε θερμότατη υποδοχή από τον διεθνή τύπο, όπως επίσης το σύνολο του βιολιστικού έργου του Karl Nielsen. Οι τελευταίες ηχογραφήσεις περιλαμβάνουν τα κουαρτέτα του Respighi για την BIS, τα πρώιμα κουαρτέτα του Nielsen, καθώς και τους δύο πρώτους τόμους των έργων μουσικής δωματίου του Γιώργου Σισιλιάνου για την Ποικίλη Στοά.

 

Back To Top