skip to Main Content

Γιώργος Β. Μονεμβασίτης

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ : Τραγουδώντας στη σκηνή

Από τη στιγμή που γεννήθηκε το Θέατρο αποζήτησε τη συνδρομή των άλλων δυο παραστατικών τεχνών, της Όρχησης, του Χορού δηλαδή, και της Μουσικής∙ κυρίως της μουσικής. Σύντομα η μουσική έγινε απαραίτητη. Κάλλιστα λοιπόν μπορούμε να ισχυριστούμε σήμερα ότι Θέατρο χωρίς Μουσική μοιάζει με σαλάτα χωρίς αλάτι και χωρίς λάδι. Στην πρόκληση της θεατρικής μουσικής δεν ήταν δυνατόν να μην ανταποκριθεί ο Μίκης Θεοδωράκης.

Με αριθμούς η ανταπόκριση αυτή μεταφράζεται σε σαράντα εννέα ξεχωριστές προτάσεις θεατρικής μουσικής. Μέσα στον ανεκτίμητο μουσικό χείμαρρο που μας χάρισε ο Μίκης η μουσική την οποία συνέθεσε για το θέατρο κατέχει θέση ξεχωριστή. Και η ενασχόλησή του αυτή, καθώς εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ο ιχνηλάτης του έργου του, δεν είναι μονοδιάστατη, ούτε ευκαιριακή, μα πολυδιάστατη και διηνεκής. Αν προσεγγίσουμε προσεκτικά αυτό το ιδιαίτερο τμήμα του έργου του θα διαπιστώσουμε ότι ασχολήθηκε συνολικά, ως συνθέτης βεβαίως, με πέντε διαφορετικά είδη θεάτρου. Η προσπάθεια ομαδοποίησής τους απέδωσε τις ακόλουθες ιδιαίτερες κατηγορίες:

  1. Μουσική για το αρχαίο θέατρο (τραγωδία και κωμωδία)
  2. Μουσική για κλασικό και νεότερο θέατρο
  3. Μουσική για μουσικοθεατρικές παραστάσεις (επιθεωρήσεις)
  4. Μουσική για ραδιοφωνικό θέατρο
  5. Μουσική για το δικό του Μουσικό Θέατρο.

Καταμετρώντας και αποτιμώντας την προσφορά του κατά κατηγορία διαπιστώνουμε ότι έχει υπηρετήσει το θέατρο όχι μόνο με αξιοσύνη αλλά και με αφοσίωση. Έτσι στον κατάλογο των έργων του μετρήσαμε μουσικές για έντεκα παραστάσεις του αρχαίου θεάτρου – που γίνονται δεκατρείς αν εκλάβουμε (όπως πρέπει) την «Ορέστεια» ως τριλογία – μουσικές για δεκαοκτώ παραστάσεις κλασικού και νεότερου θεάτρου – στις οποίες πρέπει να προσθέσουμε και πέντε προσπάθειες οι οποίες παρέμειναν στο επίπεδο του σχεδιασμού – μουσικές για δυο επιθεωρήσεις, μουσικές για δέκα παραγωγές ραδιοφωνικού θεάτρου και τέλος μουσική για ένα δικό του μουσικοθεατρικό έργο. Σύνολο, οι σαράντα εννέα ξεχωριστές προτάσεις θεατρικής μουσικής που προμνημονεύσαμε. Και δεν έχουμε συμπεριλάβει σε αυτές τα πέντε λυρικά δράματα (όπερες δηλαδή) που έχει υπογράψει μέχρι σήμερα, μια και η κα Χολστ σας μίλησε πριν λίγο για αυτά∙ και αυτά κι αν είναι θέατρο!

Ας εξετάσουμε όμως ξεχωριστά τις πέντε αυτές ιδιαίτερες ομάδες-κατηγορίες, αφού πρώτα αναφέρουμε μιαν ιδιομορφία της θεατρικής μουσικής. Προορισμένη, παλιότερα τουλάχιστον, να ερμηνεύεται η μουσική αυτή επί σκηνής, δεν επέτρεπε στο δημιουργό να χρησιμοποιήσει παρά ένα λιτό οργανικό σύνολο. Αξιοποιώντας τις γνώσεις και την ευρηματικότητά του ο Μίκης μεγαλούργησε και στον τομέα αυτό. Οι ενορχηστρώσεις της θεατρικής μουσικής του αποτελούν συχνά πρότυπα.

Το πρώτο αρχαίο δράμα στο οποίο εκλήθη ο Μίκης Θεοδωράκης να συνθέσει μουσική ήταν η τραγωδία του Ευριπίδη «Φοίνισσες». Ήταν Δεκέμβρης του 1959. Βρισκόταν τότε στο Παρίσι, είχε αναδειχθεί σε λόγιο μουσουργό με εξαιρετικές προοπτικές εξέλιξης, δεν κουβαλούσε όμως ακόμη, επίσημα τουλάχιστον, τη δόξα και την ευθύνη του ελληνικού τραγουδιού. Ο εμβληματικός «Επιτάφιος» ήταν ήδη έτοιμος, άγνωστος ωστόσο, καθόσον αδισκογράφητος. Το αίτημα για σύνθεση μουσικής για τις «Φοίνισσες» προερχόταν από το Εθνικό Θέατρο και τον Αλέξη Μινωτή, σκηνοθέτη του έργου που επρόκειτο να παρουσιαστεί το επόμενο καλοκαίρι (1960) στην Επίδαυρο. Ο Μίκης άρχισε να εργάζεται για το έργο με οδηγό τη μετάφραση του Γεράσιμου Σπαταλά στις 27 Δεκεμβρίου. Ολοκλήρωσε την καταγραφή της έμπνευσής του, αλλά και την επεξεργασία της, στις 28 Μαΐου 1960. Η μουσική συναπαρτιζόταν από έντεκα ξεχωριστά μέρη από τα οποία τέσσερα ήσαν χορικά. Η παρτιτούρα όριζε για την ερμηνεία μεσόφωνο, χορωδία – ο χορός δηλαδή – δυο βιολοντσέλα, κόντρα μπάσο, δυο φλάουτα, όμποε, δυο κόρνα, δυο τρομπόνια, δυο τρομπέτες, κλαρινέτο σε Sib, πιάνο και κρουστά. Η πρώτη παράσταση του έργου πραγματοποιήθηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 19 Ιουνίου 1960. Όπως διαπίστωσαν οι παρευρισκόμενοι, η μουσική του Μίκη ήταν πραγματικά σπουδαία. Απολύτως ταιριαστή προς το μύθο αλλά και προς το ήθος της τραγωδίας. Για την ιστορία αναφέρουμε – και όχι για να προκαλέσουμε συγκρίσεις με το σήμερα – ότι πρωταγωνιστές της παράστασης ήταν η Κατίνα Παξινού, η ‘Αννα Συνοδινού, ο Αλέξης Μινωτής και ο Θάνος Κωτσόπουλος.

Η καθομολογημένη επιτυχία της μουσικής προοιώνιζε λαμπρή συνέχεια στη συνεργασία του Μίκη με το Εθνικό Θέατρο και τον Αλέξη Μινωτή. Ήταν κάτι που ο ίδιος μάλιστα ο ηθοποιός-σκηνοθέτης του Εθνικού διακαώς επιθυμούσε. Δυστυχώς όμως η αρμονική αυτή συνεργασία διεκόπη βιαίως. Ξέρετε γιατί; Μα πως ήταν δυνατόν εκείνη την εποχή, αρχές της δεκαετίας του 1960, να συνεργάζεται ένας κομμουνιστής με το Εθνικό (λέγε με και Βασιλικό) Θέατρο, όταν μάλιστα ακόμη και τα παιδιά πηγαίναμε στο κατηχητικό για να πάρουμε πιστοποιητικό νομιμοφρασύνης; Το Εθνικό Θέατρο ωστόσο δεν απέκλεισε εντελώς τον Μίκη Θεοδωράκη από τις παραγωγές του. Μάλλον για άλλοθι και με βαριά καρδιά οι υπεύθυνοι του ανέθεσαν κάποιες ακόμη μουσικές, όχι όμως για τις μεγάλες παραγωγές. Γεννήθηκε έτσι μουσική για τον «Αίαντα» του Σοφοκλή (1961), τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (1965). Μετά τη μουσική για τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, το 1966 για το ανεξάρτητο θέατρο, η επόμενη προσπάθεια έγινε το 1977 με τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, ξανά με το Εθνικό – επίσημη ονομασία πλέον – Θέατρο. Ακολούθησαν «Ιππής» του Αριστοφάνη, το 1979, η τριλογία της «Ορέστειας» του Αισχύλου, το 1986 με 1988, η «Εκάβη’ του Ευριπίδη το 1987, η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή το 1990, ο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, το 1992 και τέλος ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, το 1996.

Μουσική για το κλασικό και το νεότερο θέατρο άρχισε να συνθέτει ο Μίκης Θεοδωράκης νωρίς-νωρίς, το 1945. Επρόκειτο για το έργο Θεατρική Τραγωδία του Βασίλη Ρώτα. Η προσπάθεια όμως, λόγω και των γεγονότων, έμεινε ημιτελής. Τα γεγονότα της εποχής, όσα επακολούθησαν αλλά και η αφοσίωση του συνθέτη στις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, ανέστειλαν τη διάθεση για περεταίρω ενασχόληση με το θέμα. Μέχρι το 1962 όμως. Τότε με υποκινητή πάλι τον, έστω και δευτερογενή, λόγο του Βασίλη Ρώτα ο Μίκης κατέθεσε την πρώτη ολοκληρωμένη του μουσική για το νεότερο θέατρο και – ποιος αμφιβάλει – θριάμβευσε. Το έργο: «Ένας όμηρος» του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν – ο Βασίλης Ρώτας είχε κάνει τη μετάφραση. Τα περισσότερα από τα 16 θαυμάσια τραγούδια του έργου έφυγαν πάραυτα από τη σκηνή και έγινα τραγούδια της πολιτικής παρέας: «Ήταν 18 Νοέμβρη», «Το γελαστό παιδί», «’Ανοιξε λίγο το παράθυρο», «Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι», «Είμαι ‘Αγγλος νιος και τυχερός», «Θα σου στείλω μάνα», ποιο να μην αναφέρει κανείς… Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά στις 12 Απρίλη του 1962 στο Κυκλικό Θέατρο της Αθήνας με την Ντόρα Γιαννακοπούλου να τραγουδά επί σκηνής συνοδευόμενη, στην κλασική κιθάρα, από τον Δημήτρη Φάμπα. Ξανά για την ιστορία μνημονεύουμε τους ηθοποιούς που μετείχαν στην παράσταση: Κώστας Μπάκας, Νέλλη Αγγελίδου, Μαρίκα Κοτοπούλη, Χρήστος Πάρλας, Τασώ Καβαδδία.

Αυτή τη δεύτερη κατηγορία των σκηνικών μουσικών του Μίκη Θεοδωράκη μπορούμε να τη χωρίσουμε σε δυο υποκατηγορίες. Ελληνικό και διεθνές θέατρο. Η Διάκριση αυτή είναι χρήσιμη και για την αισθητική προσέγγιση του θέματος, αφού δείχνει τη γνώση, την ευαισθησία και την προσαρμοστικότητα του συνθέτη. Τι εννοούμε; Θα το αντιληφθείτε αμέσως μόλις αναφέρουμε το πρώτο αμιγώς ελληνικό θεατρικό έργο για το οποίο συνέθεσε μουσική και τη συγκρίνετε με αυτήν που συνέθεσε για το έργο που μόλις αναφέραμε, το «Ένας Όμηρος». Ο «Όμηρος» έδωσε μουσική σαφώς δυτικότροπη, με μπαλάντες και ηχοχρώματα που προσδιορίζουν την εντοπιότητα και προσδιορίζονται από αυτή – Ιρλανδία γαρ. Το ελληνικό έργο απέφερε μουσική γνήσια ελληνική με πλεονάζοντα τα χαρακτηριστικά του λαϊκού μουσικού μας πολιτισμού. Α!!! Συγγνώμη. Λησμονήσαμε να σας πούμε ποιο ήταν αυτό το έργο. Οι περισσότεροι το έχετε ασφαλώς καταλάβει. Ήταν βεβαίως «Η γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Πρεμιέρα στο Θέατρο Κοτοπούλη – σημερινό REX – στις 4 Οκτωβρίου 1963. Σκηνοθέτης ο συγγραφέας, πρωταγωνιστές οι Νίκος Κούρκουλος, Τζένη Καρέζη, Αλίκη Ζωγράφου, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Πρωταγωνιστούσαν επίσης τα τέσσερα τραγούδια και οι πολύχρωμες μουσικές που συνέθεσε για την παράσταση ο Μίκης μας. Τραγούδια που σύντομα τα τραγούδησε όλη η Αθήνα, όλη η Ελλάδα, όλος ο Ελληνισμός: «Από το παράθυρό σου», «Το ψωμί είναι στο τραπέζι», «Δόξα το θεό», «Στρώσε το στρώμα σου για δυο». Με το μπουζούκι του Γιώργου Ζαμπέτα να υφαίνει μουσικές της ψυχής.

Η μετέπειτα ενασχόληση του Μίκη Θεοδωράκη με αυτά τα είδη του θεάτρου, είχε τη γνωστή πορεία και κατάληξη. Αναστολή, τα χρόνια της Χούντας, θριαμβική επάνοδος, τον καιρό της μεταπολίτευσης, ύφεση μετά το 1980, μια και τότε ο συνθέτης αποφάσισε να ασχοληθεί μεθοδικότερα με το λόγιο έργο του. Τελευταία και πλέον πρόσφατη θεατρική του μουσική είναι εκείνη για τον σαιξπηρικό «Μάκβεθ» που παρουσιάστηκε το 1994 στο Θέατρο Καρέζη από τον Γιώργο Κιμούλη και την Καρυοφιλλιά Καραμπέτη.

Στην κατηγορία μουσικό θέατρο-επιθεώρηση η εμπλοκή του Μίκη Θεοδωράκη είναι σχετικά μικρή, πολύ, ωστόσο, σημαντική. Δύο παραστάσεις απήλαυσαν τη μουσική του εύνοια. Η πρώτη ήταν η «Όμορφη Πόλη». Εννέα Ιουνίου 1962 η επιθεώρηση, σε κείμενα Μποστ αλλά και Μίκη και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη πρωτοπαρουσιάζεται στο Θέατρο Παρκ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Τα δώδεκα τραγούδια της παράστασης σε στίχους Μποστ, Δημήτρη Χριστοδούλου, Ερρίκου Θαλασσινού και ‘Ακου Δασκαλόπουλου ερμήνευσαν επί σκηνής ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Ντόρα Γιαννακοπούλου, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα. Τραγούδια γνήσια λαϊκά όπως τα «Σερενάτα», «Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά», «Όταν με δείτε να μιλώ», «Της ξενιτιάς» – γνωστότερο ίσως ως «Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες». Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή είναι ότι λίγα μέτρα μακρύτερα, πάντοτε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο Θέατρο Μετροπόλιταν, πέντε μέρες αργότερα δόθηκε η πρεμιέρα μιας άλλης επιθεώρησης αντίστοιχου ήθους, εμβέλειας και επιρροής, όπως αποδείχθηκε, τη μουσική της οποίας είχε υπογράψει ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήταν βεβαίως η «Οδός Ονείρων». Την επόμενη όμως χρονιά οι δυο ακρογωνιαίοι λίθοι του οικοδομήματος του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού από αντίπαλοι, βρέθηκαν συνεργάτες. Το Θέατρο Παρκ φιλοξένησε τους καρπούς της συνεργασίας τους που ονομάστηκε «Μαγική Πόλη». Η λαμπρή πρεμιέρα δόθηκε στις 20 Ιουνίου 1963 και τη σκηνοθεσία υπέγραψε ο Λεωνίδας Τριβιζάς. Η παράσταση αυτή σηματοδότησε το τέλος της προσφοράς του Μίκη στην επιθεώρηση. Συνέθεσε για αυτήν τρία εξαίσια νέα λαϊκά τραγούδια: Τα «Βάρκα στο γιαλό» και «Το φεγγάρι κάνει βόλτα» σε δικούς του στίχους και το «Τι να την κάνω τη χαρά» σε στίχους Νότη Περγιάλη.

Η επόμενη και λιγότερο γνωστή κατηγορία θεατρικής μουσικής του Μίκη είναι εκείνη που αφορά το ραδιοφωνικό θέατρο. Ναι! Το ραδιοφωνικό θέατρο που προσέδιδε μιαν άλλη μαγεία στο ραδιόφωνο, χαμένη σήμερα, αν όχι και ξεχασμένη. Ομολογούμε ότι παραμένουμε αθεράπευτα νοσταλγοί εκείνου του μέσου και εκείνης της εποχής. Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη για ραδιοφωνικά σκηνοθετημένο θεατρικό έργο πρωτακούστηκε από το Πρώτο Πρόγραμμα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, του ΕΙΡ όπως ονομαζόταν, στις 17 Οκτωβρίου 1953. Το έργο ήταν η «Κάρμεν» του Προσπέρ Μεριμέ, αυτό από το οποίο γεννήθηκε και η ομώνυμη ξακουστή όπερα του Ζορζ Μπιζέ. Τη ραδιοσκηνοθεσία είχε υπογράψει ο Μήτσος Λυγίζος και τη θεατρική προσαρμογή του έργου ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Στίχοι του Καμπανέλλη για την περίπτωση ευτύχησαν να γίνουν πανέμορφο τραγούδι το οποίο κόσμησε δέκα χρόνια αργότερα την παράσταση «Μαγική Πόλη». Το όνομα του τραγουδιού: «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα». Η εξαιρετικά επιτυχημένη ραδιοφωνική συνεργασία του συνθέτη ανταμείφθηκε με την άμεση συνέχεια. Μέχρι το 1955 ο Μίκης χάρισε το θείο χάρισμά του σε εννέα ακόμη ραδιοσκηνοθετημένα θεατρικά έργα, ελληνικά τα περισσότερα, συνεργαζόμενος με σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νότης Περγιάλης, ο Ντίμης Αποστολόπουλος, ο Μιχάλης Κατσαρός. Τούτος ο τελευταίος, ο ποιητής της ανατροπής, υπέγραψε την τελευταία ραδιοφωνική παρουσία του Μίκη σε θεατρικό έργο, ως μεταφραστής του έργου «Το τραγούδι του Νάλα», το οποίο προέρχεται από το έπος «Μαχαμπαράτα». Οι σπουδές στο Παρίσι εμπόδισαν το συνθέτη να συνεχίσει την καρποφόρα ραδιοφωνική δραστηριότητά του. Όταν επέστρεψε οι συνθήκες είχαν αλλάξει και η δημιουργική του προσοχή επικεντρώθηκε αλλού. Οι όμορφες μουσικές τις οποίες συνέθεσε για τα δέκα έργα του ραδιοφωνικού θεάτρου, έχουν εν πολλοίς λησμονηθεί, μια και παραμένουν ανέκδοτες, δεν έχουν όμως χαθεί. Παραμένουν φυλαγμένες στα ανήλιαγα σωθικά του Ραδιομεγάρου της Αγίας Παρασκευής. Φυλαγμένες πολύ καλά μάλιστα, μήπως βρεθεί κάποιο βέβηλο χέρι που θα θελήσει να τις αγγίξει, να τις χαϊδέψει, να τις ακούσει, να τις χαρεί, να τις δημοσιοποιήσει.

Και φτάσαμε στην τελευταία κατηγορία, στην τελευταία ομάδα της θεατρικής του μουσικής. Ουσιαστικά δεν είναι ομάδα αλλά αποτελείται από ένα και μοναδικό έργο∙ τι έργο όμως! Έργο πραγματικά εμπνευσμένο – και όχι μόνον μουσικά – για το οποίο ο Μίκης έχει τη συνολική ευθύνη δημιουργίας. Ο ίδιος εμπνεύστηκε τον μύθο του, ο ίδιος έγραψε το ποιητικό του κείμενο, ο ίδιος έγραψε τους στίχους των τραγουδιών του – πλην ενός – ο ίδιος, προφανώς, συνέθεσε τη μουσική του και έπλασε τα τραγούδια του. Εφάρμοσε δηλαδή στην εντέλεια τις προδιαγραφές του μεγάλου οράματος του Ρίχαρντ Βάγκνερ για ένα συνολικό, ολοκληρωμένο έργο τέχνης, ένα Gesamtkunstwerk, όπως το ονόμαζε ο ρομαντικός Γερμανός μουσουργός, στα πρότυπα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Πρόκειται βεβαίως για το συγκλονιστικό «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», που δεύτερο όμοιο του στην νεότερη ελληνική ιστορία δεν υπάρχει. Με το έργο αυτό ο Μίκης αναδεικνύεται σε έναν αδιαμφισβήτητο σύγχρονο Έλληνα τραγωδό. Τούτο το έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε στις 15 Οκτωβρίου 1962 στο Θέατρο Καλουτά σκηνοθετημένο από τον Πέλο Κατσέλη είναι ακριβώς μια Σύγχρονη Λαϊκή Τραγωδία. Ο Μίκης Θεοδωράκης σε ένα κορύφωμα έμπνευσης, ευαισθησίας και τόλμης συμπλέκει το ήθος της αρχαίας τραγωδίας, τους μύθους και τα σύμβολα της νεοελληνικής ιστορίας και τα δομικά στοιχεία του δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού. Τα τραγούδια που γεννήθηκαν για αυτό και τραγουδήθηκαν από τον μεγάλο Γρηγόρη Μπιθικώτση, τραγούδια δοξαστικά του λαϊκού ελληνικού πολιτισμού, έμελλε να σφραγίσουν την ευαισθησία του Έλληνα. Τραγούδια όπως τα «Απρίλης», «Το όνειρο», «Κοιμήσου αγγελούδι μου» – αυτό μόνο ήταν σε στίχους του Κώστα Βίρβου -, «Η αλυσίδα», «Ένα δειλινό» «Προδομένη αγάπη», «Τον Παύλο και τον Νικολιό», «Στα περβόλια», «Δοξαστικό». Ελπίζω να μην ξέχασα κανένα γιατί δεν πρέπει, δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να ξεχαστεί κάποιο τους.

Πέρα από αυτά πρέπει να επισημάνουμε και την έντονη θεατρικότητα η οποία ενυπάρχει και στο πιο απλό τραγούδι του συνθέτη. Επομένως ολοκληρωτικά θεατρικός είναι ο μουσικός Μίκης Θεοδωράκης. Μια αστείρευτη πηγή θεατρικής μουσικής. Βεβαίως «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Στην περίπτωση του Μ.Θ., όμως, όσον αφορά τη σκηνική μουσική, υπάρχει και το πολύ και το καλό. Το πρώτο, το πολύ, το οποίο είναι αντικειμενικό το αποδείξαμε, το είπαμε με τον αδιάψευστο κανόνα των αριθμών. Το δεύτερο, το καλό δηλαδή, το οποίο είναι υποκειμενικό, μετατρέπεται σε αντικειμενικό από την αντοχή την οποία έχουν επιδείξει οι περισσότερες από αυτές τις μουσικές στο χρόνο. Αδιάψευστος δηλαδή ο κριτής και σε αυτή την περίπτωση.

Πριν ολοκληρώσουμε, ιδού μερικές φράσεις του τις οποίες ερανιστήκαμε από κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης στις 4 Σεπτεμβρίου 1980 και στις οποίες συνοψίζεται η φιλοσοφία με την οποία προσέγγισε τη σκηνική μουσική. «Η πιο πετυχημένη μουσική, είτε στο θέατρο, είτε στο αρχαίο δράμα ή στον κινηματογράφο, είναι εκείνη που αφομοιώνεται τόσο πολύ με το έργο ώστε να μη γίνεται καν αισθητή. Υπάρχουν βέβαια ορισμένες σκηνές, όπως είναι τα χορικά, όπου η μουσική βγαίνει σε πρώτο πλάνο∙ εκεί δεν γίνεται διαφορετικά. Ωστόσο γενικά η μουσική θα πρέπει να υπογραμμίζει το λόγο και όχι να φλυαρεί από μόνη της, γιατί τότε αποπροσανατολίζει».

Αν αναλογιστούμε τέλος και το μέγεθος και την ποιότητα της θεατρικής-σκηνικής μουσικής την οποία συνέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης θα καταλήξουμε στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η μουσική αυτή και μόνη της θα ήταν αρκετή να αναδείξει και να καταξιώσει τον οποιονδήποτε συνθέτη. Ο Μίκης Θεοδωράκης όμως μας δώρισε τόσα ακόμη δυσμέτρητα όσο και πολύτιμα της τέχνης των ήχων…

 

Γιώργος Μονεμβασίτης
Γεννήθηκε το 1947 στο Γύθειο. Σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ (1965-70). Από την αποφοίτησή του μέχρι σήμερα εκπονεί στατικές μελέτες κτιριακών και συγκοινωνιακών έργων. Από το 1978 σχολιάζει με κείμενά του σε διάφορα έντυπα τα μουσικά συμβάντα και σχεδιάζει και παρουσιάζει ραδιοφωνικά ακροάματα συνεργαζόμενος με κρατικούς και μη ραδιοφωνικούς σταθμούς. Διετέλεσε κριτικός μουσικής της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» (1984-1996), μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Αθηνών (1987-1992), Αναπληρωτής Πρόεδρος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του ΥΠΠΟ (1993-1998), Διευθυντής του Δευτέρου Προγράμματος της ΕΡΑ (1996-1999). Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών (από το 1992), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (ΕΤΟΣ) της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (από το 1993) και διδάσκει (από το 1988) το μάθημα «Μουσική επικοινωνία» στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας».

Back To Top