skip to Main Content

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ

Η κοινωνική διάσταση του έργου του Μίκη Θεοδωράκη

Στην ιστορία της τέχνης είναι σπάνιο, σχεδόν ανέφικτο το έργο ενός δημιουργού, όσο σπουδαίο και αν είναι, να εκφράζει απόλυτα την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη της εποχής του. Όταν συμβαίνει αυτό μιλάμε ασφαλώς για ένα δημιουργό μεγαλοφυή. Για καλλιτέχνη μαζί και επαναστάτη! Για αυτόν που το έργο του βάδισε παράλληλα με τη συμμετοχή του λαού στην ανάπτυξη και την προαγωγή της κουλτούρας. Μιλάμε για αυτόν που πέρα από το μεγαλείο της τέχνης του, κατόρθωσε να αναπτύξει ουσιαστική σχέση ανάμεσα στο έργο και τους ακροατές του. Μιλάμε για τον Μίκη Θεοδωράκη, που τα τραγούδια του λειτουργούν σχεδόν πάντα σαν προπομπός της ιστορικής στιγμής που θα ακολουθήσει. Είναι αυτός που θα κινητοποιήσει κάθε φορά την ευαισθησία και την δεκτικότητα του λαού. Είναι αυτός που την κατάλληλη στιγμή, όταν υπάρχει ανάγκη, θα αναβαθμίσει τα παλιά μυστικά σύμβολα της μνήμης μας, σε καινούργια έκφραση. Έτσι ο δημιουργός και η εποχή του γίνονται δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Μίκης γεννιέται, ζει και μεγαλώνει μέσα στην ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, και μεγαλώνει ο ίδιος την ιστορία της. Σε μία αμφίδρομη και διαρκή σχέση τρυφερή, ανοικτή και διαλεκτική, ο Μίκης Θεοδωράκης είναι παιδί της ιστορίας και του πολιτισμού, μίας περιόδου έντονης πολυτάραχης και συγχρόνως συνδιαμορφωτής της. Το ζω αυτό, πολίτης αυτού του τόπου σε όλες τις περιόδους της ζωής μου. Στην αρχή σαν παιδί, ακροατής. Στη δεκαετία του ’60 τα αγαπημένα μας λαϊκά τραγούδια με τα λυτρωτικά θέματα για την ξενιτιά, τη φτώχια, την ανισότητα, γίνονται δυνατά όπλα, και μεγάλα οράματα μέσα από την κατάκτηση της σύγχρονης Ελληνικής ποίησης, χάρη στον Μίκη. Η ποίηση γίνεται κτήμα ενός ευρύτερου κοινού, που τώρα μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της, και να διεκδικήσει και να κατακτήσει την αλήθεια και την προοπτική του, να προχωρήσει σε ένα άλλο επίπεδο διεκδίκησης και αγώνα. Χάρη στον Μίκη ο λαός μας αποκτά λόγο και ελπίδα!

Η μουσική και τα τραγούδια του, όπλα δυνατά και ακαταμάχητα, γεμίζουν τα στάδια του μυαλού και της ψυχής μας, τις μεγάλες μας στιγμές. Η μουσική ιδιοφυΐα του δικού μας Μίκη, η ευφυΐα και το θάρρος του πολίτη Μίκη, του ανθρώπου της ανατροπής και της μόνιμης αντίστασης, μας κάνει εμάς τα μικρά παιδιά του ’60, θαρραλέους και μαχητές. Απέραντα ουμανιστής ο ίδιος, ανθρωποκεντρικό και το έργο του, εκφράζει πάντα τους καημούς και τους πόθους του λαού μας. Και όχι μόνο του δικού μας λαού. Ο Μίκης έμελλε δεκαετίες πριν, προφητικά να διαβλέψει την τύχη των γειτόνων λαών που σήμερα «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ» γίνεται κινητήριος δύναμη, βοήθεια εναντίον της βραδυπορίας, ελπίδα ακόμη και σύγχρονη αισθητική αγωγή για τους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες της πατρίδας μας.

Η μουσική του Μίκη έχει πάντα λόγο, αιτία και ευρύτητα, γι’ αυτό και ξεφεύγει από τα σύνορα της χώρας, ευαισθησία και δυναμική και αποτυπώνει την αντίσταση με προσήλωση, σταθερά υποστηρικτική στον αγωνιζόμενο άνθρωπο της όποιας πατρίδας.

Το λαϊκό τραγούδι με τον μετρημένο λυρισμό, μεταμορφώνεται σε σπίθα ζωής και αναζήτησης. Τα τραγούδια του Μίκη είναι και θα είναι αυτά του ονείρου, της συλλογικής προσδοκίας, του έρωτα, της ανατροπής, της αμφισβήτησης αλλά κυρίως της πολιτικής θέσης και της πρότασης. Όχι! όχι για το όχι, αλλά το τι κάνουμε τώρα μετά την άρνηση. Τα τραγούδια του δίνουν λύση. Το ίδιο και οι επιλογές του και η στάση της ζωής του. Στις δύσκολες ώρες μας είμαστε μαζί εδώ με πείσμα, με όραμα, πιστοί οπαδοί μίας ζωής αλλιώς ωραίας, που χωρίς αγώνα δεν κατακτιέται.

Σήμερα ζούμε φαινομενικά σε καιρούς άνετους. Η πολυγλωσσία και το «ανοιχτό παράθυρο» στον κόσμο στο οποίο επενδύσαμε παιδιά και έφηβοι, δεν άνοιξε όπως το περιμέναμε. Για αυτό και δεν φέρνει πρόοδο, καινούργιες ιδέες και νέες δημιουργίες. Ο δρόμος δεν είναι φωτεινός. Είναι φωτισμένος από αλχημιστές, και καταλήγει σ’ ένα σκοτεινό αδιέξοδο, στεγανοποιημένο, ασφυκτικό, χωρίς ιδέες, χωρίς ανθρωπιά, χωρίς πάθος και κυρίως χωρίς ελπίδα.

Για αυτό σήμερα, περισσότερο από ποτέ, όχι εμείς μόνοι, αλλά μαζί με τα παιδιά μας ακουμπάμε στον Μίκη. Στη μουσική του, αλλά και στον άνθρωπο.

Εξάλλου ο ίδιος μας έχει δώσει αυτό το δικαίωμα. Να ανοίγουμε κάθε φορά που πνιγόμαστε ένα μεγάλο παράθυρο για να μπει πραγματικός αέρας, αληθινό φως για σπάσουμε αυτή τη θορυβώδη σιωπή. Ο ίδιος μας έδωσε αυτό δικαίωμα, λέγοντας μας δεκάδες χρόνια πριν ότι όταν ο λαός και η κοινωνία δοκιμάζονται από βαθιές κρίσεις, ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός, Νερούδα, Che Guebavara, Μίκης Θεοδωράκης. Παλεύει μαζί μας στην πρώτη γραμμή μαχόμενος. Έλεγα πιο πάνω, ότι όσο θυμάμαι τη ζωή μου, θυμάμαι την ιστορία του τόπου μου, παράλληλα με το έργο και τη ζωή του Μίκη.

Θα μπορούσα να συντάξω ένα ημερολόγιο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με διαρκείς αναφορές. Όταν στην Ελλάδα συνέβαινε αυτό ο Μίκης έγραφε και έλεγε εκείνο. Θα έγραφα στην αρχή σαν παιδί, μετά σαν έφηβος και λίγο πιο μετά, επειδή είχα την τύχη να τον ζήσω, σαν συνεργάτης. Αυτό που με εντυπωσίαζε πάντα, είναι μαζί με όλα τα άλλα, η ενόραση του και η ευαισθησία του να διαβλέπει χρόνια πριν γεγονότα και καταστάσεις. Θυμάμαι τη συνεργασία μας στο «Ραντάρ» το 1981. Το Ραντάρ ήρθε σε μία περίοδο ύφεσης του πολιτικού τραγουδιού που άρχισε να εξαντλείται κάτω από την υπερβολή μίας ακατάσχετης συνθηματολογίας και στείρας πολιτικολογίας. Αυτός ήταν ίσως και ο λόγος για τον οποίο τα μέσα δεν κατανόησαν τη διαφορετικότητα αυτού του λόγου και στην ουσία αγνόησαν το Ραντάρ, που όμως από μόνο του βρήκε το στόχο του, και είχε τεράστια απήχηση και διεισδυτικότητα στον κόσμο, και ιδιαίτερα στην νεολαία. Ένα πολιτικό λόγο που χαρακτηριζόταν από κοινωνική ευρύτητα, κατέγραφε ατομικά αδιέξοδα και προσωπικές ευαισθησίες, και παράλληλα, έθιγε με δυναμισμό την «όψιμη αντιστασιακότητα» με μία απότομη σχεδόν ωμή γλώσσα. Αυτή η καινούργια στιχουργική όμως, η νέα γλώσσα του Τριπολίτη, απαιτούσε μία λυρική προσέγγιση και σαφώς χαμηλότερους μουσικούς τόνους για να λειτουργήσει. Η μουσική ιδιοφυΐα του Μίκη, για μία φορά ακόμα ανάγνωσε αυτή την ιδιαιτερότητα, και μίλησε και μουσικά με μία καινούργια γλώσσα.

Παρότι κράτησε τις συνθετικές γραμμές του λαϊκού τραγουδιού εμφάνισε έντονα λυρικά στοιχεία σε τραγούδια όπως το «Ο Κόσμος Ξημερώνει» ή το «Αγάπη». Μέσα από τη μουσική του Μίκη εκφράστηκε για μία φορά ακόμη με λυρισμό, η αγωνία του ανθρώπου, που τις επόμενες δεκαετίες έμελλε να βυθιστεί κοινωνικά σε μία βαθιά μοναξιά και απομόνωση…..

Που να σε ταξιδέψω

γυαλιά και λαμαρίνες

γεμίσανε τα χρόνια

με εκτελεσμένους μήνες

Θα μπορούσε να είναι το θλιμμένο βαλς του αποχαιρετισμού μίας εποχής, που έμελλε να διαδεχτεί η ιδέα του politically correct νεοφιλελευθερισμού. Οι τίτλοι τέλους. Εκεί όμως που νομίζουμε ότι όλα τελειώνουν, ξανανοίγει για μας μία καινούργια πόρτα. Μία καινούργια διέξοδος, για μία νέα προοπτική, ένα καινούργιο όραμα. Γιατί εμείς έχουμε τον Μίκη.

 

Γιώργος Νταλάρας
Γεννήθηκε στον Πειραιά. Προέρχεται από μουσική οικογένεια. Οι πρώτες του μνήμες είναι στενά δεμένες με τις βασικές μορφές της ελληνικής μουσικής, το δημοτικό, το σμυρνέικο, το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Ξεκίνησε το 1965, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας, σε ηλικία 15 χρονών, ενώ τρία χρόνια αργότερα ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο.
Το όνομά του συνδέθηκε με σπουδαία τραγούδια και σημαντικές συνεργασίες. Στην αρχή της μουσικής του διαδρομής συνεργάστηκε με τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Μάνο Λοϊζο, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Μάνο Ελευθερίου. Το 1973 με τον Μίκη Θεοδωράκη και αργότερα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Γιάννη Σπανό, τους λαϊκούς συνθέτες Χρήστο Νικολόπουλο και Ακη Πάνου, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Θάνο Μικρούτσικο, την Ελένη Καραϊνδρου.
Η φωνή του Γιώργου Νταλάρα, η μουσική δεξιοτεχνία του, η μελέτη του και οι συνεχείς του αναζητήσεις τον κατατάσσουν στην πρώτη γραμμή των καινοτόμων διεργασιών της ελληνικής μουσικής. Για περισσότερο από τρεις δεκαετίες συνεισφέρει στη δημιουργία βασικών κριτηρίων αναφοράς στον ελληνικό μουσικό χώρο. Στηρίζει και δίνει βήμα σε νέους μουσικούς, τραγουδιστές, συνθέτες και τραγουδοποιούς. Με την επιμονή, το ενδιαφέρον και την από ψυχής ερμηνεία του, ο Γιώργος Νταλάρας κατάφερε να μεταφέρει το λαϊκό τραγούδι απ’ τους κλειστούς συμβατικούς χώρους διασκέδασης στα θέατρα και στα μεγάλα στάδια. Το 1983, 160.000 θεατές παρακολούθησαν τις δύο συναυλίες του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας.
Από το 1981 ο Γιώργος Νταλάρας ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, έχοντας δώσει πάνω από 700 συναυλίες στους μεγαλύτερους συναυλιακούς χώρους, στις περιοδείες του στην Ευρώπη, την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Λατινική Αμερική. Παράλληλα, από την αρχή της πορείας του, έχει συμμετάσχει σε σημαντικά πολιτικά και πολιτιστικά φεστιβάλ, στην Ελλάδα και σε πολλά μέρη του κόσμου. Σταθμό αποτέλεσε η συμμετοχή του στη μεγάλη συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας το 1988, στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, όπου τραγούδησε με τους Sting, Bruce Springsteen, Peter Gabriel, Tracy Chapman και Youssou’n’Dour. Εχει ακόμα συνεργαστεί, σε συναυλίες και ηχογραφήσεις, με τον Sting, τον Paco de Lucia, τoν Al di Meola, τoν Ian Anderson, τoν Goran Bregovic και την Emma Shapplin.
Το 1994 ο Γερουσιαστής Edward Kennedy του απένειμε το Διεθνές Βραβείο “John Kennedy” για την ανθρωπιστική του προσφορά. Το 1994 ξεκινάει η συνεργασία του με το Μέγαρο Μουσικής, με την παράσταση «..και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως», υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Κώστα Γαβρά. Συνεχίζεται το 1997 με τη συναυλία «Υμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων» του Σταύρου Κουγιουμτζή και το 2001 με το αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη «Ο,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ».
Έχει συνεργαστεί με ορχήστρες σ’ όλο τον κόσμο, όπως με την περίφημη Metropole Orchestra της Ολλανδίας στο Ηρώδειο (1995), με την Israel Philharmonic Orchestra στο Mann Auditorium του Τελ Αβίβ (1999), με την Ossipov Russian Orchestra στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Αρχαίο Ωδείο Πάτρας, στην Κύπρο και στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου (1999), με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Μόντρεαλ, υπό την διεύθυνση του Charles Dutoit στη φημισμένη εκκλησία Notre Dame Basilica και στο Royal Festival Hall του Λονδίνου (1999), με την BBC Concert Orchestra στο Ηρώδειο (2000), με την Προεδρική Συμφωνική Ορχήστρα του Κρεμλίνου, στην Κύπρο και στο Κρεμλίνο (2000), με την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Φιλαδέλφεια, στη Saratoga των ΗΠΑ και με την Συμφωνική Ορχήστρα του Gdansk της Πολωνίας στην περίφημη Alte Oper της Φρανκφούρτης (2001), με την Κρατική Ορχήστρα Κύπρου στο Λονδίνο, στην Κοπεγχάγη, στην Κύπρο και στο Παρίσι (2002-3). Με την Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης σε συνεργασία με το American Ballet Theatre (2003). Έχει επίσης συνεργαστεί με την ΚΑΜΕΡΑΤΑ-Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής, με την Κρατική Ορχήστρα Βορείου Ελλάδος και με τη Δημοτική Συμφωνική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης.
Μέχρι σήμερα έχει ηχογραφήσει πάνω από 65 προσωπικούς δίσκους (που έχουν ξεπεράσει τα 12.000.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο), ενώ συμμετείχε στην ηχογράφηση περισσότερων από 50 ως ερμηνευτής, μουσικός και παραγωγός, εκφράζοντας έτσι ένα μεγάλο μέρος των πολύπλευρων μουσικών του αναζητήσεων.

Back To Top