skip to Main Content

ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Με τη μουσική των λέξεων: η ποιητική γραφή του Μίκη Θεοδωράκη

Αν η ποίηση δεν είναι περιοριστικά και μόνον η τέχνη του έναρθρου λόγου, αν η ποίηση είναι, όπως έγραφε ο Γιώργος Σαραντάρης, εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ, αν όπως υποστηρίζει ο Οδυσσέας Ελύτης αποτελεί το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας, αν το ποίημα είναι παντού όπως επίμονα επαναλαμβάνει ο Γιώργος Σεφέρης, τότε η περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη θα μπορούσε στο σύνολό της να χαρακτηρισθεί ως γνήσια κι εξόχως ποιητική.

Γιατί είναι ίσως ο τελευταίος αναγεννησιακός Έλληνας πού συλλαμβάνει καθολικά την ποιητική λειτουργία μέσα από την διαρκή εγρήγορση της σκέψης και της ευαισθησίας του, μέσα από την ανυπότακτη επαναστατικότητά του, από την άσβεστη διαμαρτυρία και διεκδίκηση, μέσα από την εναντίωση προς την τρέχουσα αντίληψη και οπωσδήποτε μέσα από την διαρκή αναζήτηση δημιουργίας.

Δημιουργίας είτε με το αλφάβητο της μουσικής είτε της γλώσσας, ή και των πράξεων. Το υλικό της σκέψης και δράσης του είναι πάντα τα ίδια τα φαινόμενα της ζωής, το μέσον κάθε φορά και κατά περίπτωση ποικίλει σ’ αυτήν την αρχιτεκτονική του μέλλοντος στην οποία από νωρίς έχει τάξει τον εαυτό του.

Πως λοιπόν θα μπορούσε νά εξαιρεθεί απ’ την δημιουργική δραστηριότητά του η αυτονόητη καταφυγή στον κοινό κώδικα της γλώσσας και μάλιστα στην πιο μουσική της διάρθρωση, την ποιητική γραφή; Πως θα μπορούσε να εξαιρεθεί η ποίηση από έναν μουσικό πού ξέρει νά σταθμίζει το ειδικό βάρος των λέξεων, να τιμά τη μετασχηματιστική ισχύ τους, να αποδεσμεύει την κρυφή τους δύναμη και νά δίνει ,χάρις στην υψηλή ποιητική νοημοσύνη του, μελοποιώντας ένα πολύτιμο ανθολόγιο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

Πραγματώνοντας την ρήση του Pierre Reverdy «η τέχνη από και για τη ζωή, η ζωή για και από την τέχνη» και υπακούοντας στη μόνη πειθαρχία πού ξέρει και πού είναι η έμφυτη παρόρμηση ο Μίκης Θεοδωράκης παίζει με τη μουσική ενέργεια των λέξεων και γράφει σε στίχους.

Ήδη από το 1942, μόλις δεκαεπτά χρονών και μέσα στη γερμανική κατοχή γράφει το «Σιάο», με όλη την ευαισθησία αλλά και τη ρητορικότητα που επιτρέπει η νεότητα, αφιερώνοντας τη συλλογή στις καρδιές εκείνων πού τολμούν ….Ακολουθούν τα πρώιμα ποιήματα του έρωτα και του πολέμου γραμμένα στην Τρίπολη και την Αθήνα την περίοδο ’42-’46. Τα ποιήματα της εξορίας γραμμένα στην Ικαρία το ’47 -εδώ βρίσκεται και το συγκινητικό σημειωματάριο «Το σπίτι με τούς σκορπιούς» με τα κατατοπιστικά και καλαίσθητα σχέδια του συνθέτη. Στη συνέχεια ακολουθούν ποιήματα της δεύτερης περιόδου εξορίας στην Ικαρία και την Μακρόνησο το ’48-’49 , το τραγούδι του Νεκρού αδελφού το ’61, τα δύο προφητικά τραγούδια του ’63, Ο Ήλιος και ο Χρόνος το ‘ 67 σε σκληρές συνθήκες κράτησης, τα τραγούδια του Ανδρέα το’ 68 για τον Ανδρέα Λεντάκη. Και συνεχίζει σε μία ακόμα εξορία στη Ζάτουνα το ’68-69 νά γράφει τις Αρκαδίες -εκεί και το θαυμάσιο στην καθαρότητα του «Είχα τρεις ζωές η μία για να πονάει / η άλλη για νά θέλει / κι η τρίτη για να νικά.

Ακολουθούν τα τραγούδια του Αγώνα, ο Ωρωπός, κι αργότερα το ’70-’73 ποιήματα γραμμένα στο Παρίσι και την Λατινική Αμερική όπου ξεχωρίζει η μεγαλύτερη μονάδα της «Νεκρής Εποχής» για να συνεχίσει μετά την πτώση της δικτατορίας, στην μεταπολίτευση πια νά γράφει ποιήματα όπως τον Διόνυσο, τη Βεατρίκη στην Οδό μηδέν ή και την μεγαλύτερη σύνθεση των Χαιρετισμών, ποίημα του 1981.

Η πλειονότητα των ποιημάτων είναι σε παραδοσιακό στίχο -(έμμετρο-ομοιοκατάληκτο) απηχώντας τόσο τη δημοτική παράδοση -κυρίως τα θρηνητικά ποιήματα- όσο και την λόγια κλασσική, ποιήματα που δείχνουν ταυτόχρονα την πρώτη τους αφόρμηση αλλά και τον τελικό τους προορισμό που δεν είναι άλλος από τη μουσική. Πολλά από τα ποιήματά του θα αποτελέσουν αργότερα επιτυχημένα τραγούδια. Ωστόσο από το 1946 κιόλας στους «Πέντε στρατιώτες» αλλά και μετά, στην Νεκρή εποχή, στους Χαιρετισμούς θα υιοθετήσει την σύγχρονη γραφή του ελεύθερου στίχου.

Δεν θα ‘ταν άσκοπο νά επισημανθεί εδώ αυτό πού από γνώση και διαίσθηση αναγνωρίζει απόλυτα ο Θεοδωράκης: το γεγονός ότι η ποίηση έχει γι’ αυτόν μία υπόσταση διττή, από τη μία μεριά υπάρχει η ποιητική έρευνα πού δίνει την τολμηρή λυρική έκφραση, που ανασυνθέτει την πραγματικότητα, ποίηση που ξέρει ο ίδιος να επιλέγει και να μελοποιεί και από την άλλη μεριά υπάρχει η ελεύθερη, παρορμητική, απροσποίητη κατάθεση της ψυχής του, που ακολουθεί συγκινητικά τα κύματα της πολυτάραχής του ζωής.

«Δεν είμαι ποιητής, γράφει ο ίδιος στο Χρέος, όταν όμως οι στίχοι αρχίζουν νά σφυροκοπούν στο μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορούν νά ντυθούν στο αίμα· πόσο μπορεί να με λυτρώσουν.»

Και γράφει ο Θεοδωράκης κάτω από αυτή την ανάγκη λύτρωσης, από την ανάγκη σαφήνειας του γλωσσικού κώδικα και συνάμα από την ανάγκη να κατοικηθεί με ήχους έναρθρους η μοναξιά του.

Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα θα πρέπει νά διαβαστεί η περιπέτεια της ποιητικής του γραφής. Η αυστηρότητα φιλολογικών κριτηρίων η συνεξέταση των ποιημάτων του με την σύγχρονή του ποιητική παραγωγή, ή με τα αισθητικά ρεύματα του 20ου αιώνα, τον υπερρεαλισμό κυρίως, η ενδελεχής μελέτη της φόρμας και της πρωτοτυπίας στην εκφραστική θα παραπλανούσε τον αναγνώστη, βιάζοντας τον να δεχτεί προς στιγμήν την παράπλευρη αυτή δραστηριότητα του Θεοδωράκη ως το κύριο καλλιτεχνικό του πεδίο.

Aς μην ξεχνάμε, ωστόσο, πόσο πολύτιμο υλικό για την κατανόηση της σκέψης και προσωπικότητας καλλιτεχνών παρέχουν πάντα οι παράπλευρες, του κύριου έργου τους δημιουργίες. Τα σχέδια και η μουσική του Λόρκα, τα τέσσερα κοριτσάκια του Πικάσο, τα λιμπρέτι του Μενότι, το εικαστικό έργο του Ελύτη, λειτουργούν όχι μόνο ως σημαντικά ντοκουμέντα αλλά και ως ένας πλάγιος φωτισμός που συμβάλλει στην σφαιρική κατανόηση της προσωπικής μυθολογίας του κάθε δημιουργού. Γίνονται οι εσωτερικοί καθρέφτες της ανύποπτης στιγμής του καλλιτέχνη, όταν δοκιμάζεται σ’ ένα διαφορετικό πεδίο από το δικό του, εκεί όπου μετριάζεται η ευθύνη και μεγιστοποιείται η χαρά της ελεύθερης έκφρασης.

Για τον Μίκη Θεοδωράκη λοιπόν, τα ποιήματα γίνονται οι καθρέφτες του βλέμματος του, οι σιωπηλές κραυγές, τα εσωτερικά πορτραίτα των περιπετειών του, ή απλά όψεις μιας παράξενης και όμως μοναξιάς. Στιγμές είναι που διαγράφουν όλο το φάσμα της συναισθηματικής κλίμακας, στιγμές που φωτογραφίζουν τους έρωτες, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τους θρήνους, αλλά και τη συνεχή διεκδίκηση ελεύθερης και δίκαιης βίωσης για τον ίδιο, για όλους.

Κάτω από τη μουσική ακούγεται η σιωπή γράφει κάπου ο Θεοδωράκης, κάτω όμως απ’ τη σιωπή σαν τα υποπετρίδια όνειρα των αρχαίων ξεμυτίζουν οι λέξεις, λέξεις πού στα χείλη του γίνονται το χνούδι του έρωτα, τα καρφιά του πολέμου, το μπουρλότο της επανάστασης. Αναζητά, αναζητά και βρίσκει «μία λέξη πού να μην περιέχει τη σιωπή» και την κάνει καθρέφτη αλλά και σύντροφό του. Της αποσπά το βάρος της σιγής και της δίνει τον ήχο της ψυχής του.

Με γρήγορη λοιπόν κίνηση, ανασύρει απ’ τα «ποτάμια της νύχτας» τις δικές του σχεδίες – ποιήματα, επιβιβάζεται και προχωρεί ακάθεκτος μέσα στα νερά της δική του Ελλάδας. Μονολογεί αλλά και διαλέγεται ταυτόχρονα με τον σαν φανταστικό μα πάντα παρόντα άλλο, μιλά με την απροσποίητη αμεσότητα αυτού που αρθρώνει το σ’ αγαπώ για πρώτη φορά:

Σαν έρθει το βράδυ
και διώξει τη μέρα
θα να ‘ρθω κοντά σου
με τ’ όνειρό μου ….

γράφει το ’42. Για να συνεχίσει τέσσερα χρόνια μετά λέγοντας:

Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει
το μικρό γιασεμί που έσπειρες
με τα λεπτά σου δάχτυλα τούτη τη νύχτα
στην καρδιά μου….

Ή αργότερα, το 1987, θα πει απερίφραστα:

Βροχή μία Κυριακή
που μ’ έδεσες για πάντα
Βεατρίκη πάψε να γελάς.

Η τρυφερότητα του ωστόσο μπορεί να γίνεται κατά τον άνεμο των γεγονότων και πούπουλο και μαχαίρι :

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τούς χτύπους το αίμα μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ, αύριο εγώ

γράφει στα τραγούδια του Ανδρέα, το ’68.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι αυθεντικός και παρά τη θέλησή του, με την τόλμη της ειλικρινούς πράξης, καταφέρνει χωρίς την έγνοια της καλλιέπειας να γίνεται αισθητικά γοητευτικός, μες τον λεπτό λυρικό του τόνο:

Μενεξεδένια πολιτεία
στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιά

γράφει στον Ήλιο και τον Χρόνο, και πάλι στους Χαιρετισμούς με επικριτική πλην όμως στοχαστική διάθεση θα δει τον νέο κόσμο:

Τώρα η Αθήνα γέμισε
με πόνο πολυτέλειας
αριστοκρατικό
μακρινό
Με λέξεις κολλημένες στο κακό νέφος
Γέμισαν οι δρόμοι
περιττές ώρες
περιττά χρόνια
παραδεισιακές κολάσεις
δροσερές πυρκαγιές

Έχοντας πάντα αξεχώριστες μέσα του τις έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους ο Μίκης Θεοδωράκης γίνεται το αόρατο φίλτρο που δέχεται το παν και το παντού της ελληνικής, της ανθρώπινης περιπέτειας για να δώσει το δικό του απόσταγμα ευαισθησίας, με την αυθορμησία παιδιού, αλλά και με την κατάνυξη του μοναχικού ιδιώτη «πού σα να μονολογεί σωπαίνει» ή που σα να σωπαίνει μονολογεί.

Κύμα είναι και ξεσπά ο Μίκης Θεοδωράκης πάνω σε μία συχνά υπνώτουσα πραγματικότητα, με την λυρική του ιδιοσυγκρασία, με το δυναμικό στοχασμό του, με την πολύτροπη και ρωμαλαία μουσική του, με το σύνολο της αυθεντικά ποιητικής παρουσίας του.

Χάρις σε κείνον, – όπως χάρις και σε άλλους μεγάλους καλλιτέχνες – μπορούμε νά θυμόμαστε πάντα ότι κι όταν έξω από την πόρτα μας υλακούν το συμφέρον, η βία, ο φανατισμός κι όλα τα ιδιωτικά και δημόσια παράγωγα της λέξης τρόμος, υπάρχει μία ευθεία γραμμή πενταγράμμου που βγάζει σε ξέφωτο, υπάρχει μία λέξη στο λευκό χαρτί πού ξέρει νά πνίγει τούς κάθε λογής δαιμόνους στο «άσπιλο του νου» της.

«Κοιτάζω μία γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου, έγραφε ο Θεοδωράκης το ’69 και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στη πόρτα μου.»

Μία γραμμή στο πεντάγραμμο, μία λέξη στη σελίδα, μία βαθιά πίστη στη δύναμη της τέχνης κυρίες και κύριοι τα ισχυρά όπλα μιας ζωής, της ζωής του Μίκη Θεοδωράκη. Χρόνια του Πολλά.

Back To Top