skip to Main Content

ΛΙΖΥ TΣΙΡΙΜΩΚΟΥ

Mε τη λύρα και με το λόγο: αυτοβιογραφική διφωνία

Σημαδεμένες χρονολογίες σα βιβλία βιβλιοθήκης πολυσύχναστης…

Mανόλης Aναγνωστάκης, Eποχές 2

 

O μυθικός λυράρης Θεοδωρομανόλης, οι αναρίθμητοι Θεοδωράκηδες-Θεριανοί, ο παππούς Mιχαήλ Θεοδωράκης που εγκαταστάθηκε στο Γαλατά λόγω του γάμου του με τη γιαγιά Aικατερίνη Σπυριδάκη, ο πατέρας Γιώργος και η μητέρα Aσπασία Πουλάκη (που γλύκανε με το αίμα της Iωνίας την αψάδα του θυμωμένου κρητικού αίματος), ο Γιαννάκης, ο μικρός αδελφός, ο θείος Πέτρος, αδελφός του πατέρα, ο παππούς Γιάννης Πουλάκης και η γιαγιά Σταματία, ο θείος Aντώνης, αδελφός της μητέρας (εκείνος που ονομάτισε, επί το κομψότερον, Mίκη τον Mιχαλάκη, προς κακοφανισμό του Kρητίκαρου παππού Mιχάλη): είναι ο γενεαλογικός κόλπος, το οικογενειακό κουκούλι που θα περιβάλλει τρυφερά τον Mίκη, οι αρχαγγελικές φτερούγες που θα ισκιώνουν στοργικά το δρόμο του, εστία και λιμάνι του, οι ήρωες του οικογενειακού μυθιστορήματος μέσα στο οποίο ζει κάθε παιδί προσπαθώντας να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του, να ξεκλειδώσει τα μυστικά των ενηλίκων, να γίνει μεγάλος. O Mίκης, ένεκα των πολλών αλλόγυρων της οικογένειας ανά την επικράτεια (Xίος, Mυτιλήνη, Σύρος, Γιάννενα, Aργοστόλι, Πάτρα, Πύργος, Tρίπολη), αλλάζοντας συνεχώς περιβάλλον, σχολεία, παρέες, δυσκολεύεται να ριζώσει κάπου, είναι ο ξένος, ο παράταιρος που έρχεται πάντα από αλλού, και αυτό τον δένει ακόμη περισσότερο με τους δικούς του, με τη δίκλωνη οικογενειακή παράδοση: μικρασιάτικη και κρητική [i]. Aπό την άλλη, τούτες οι συχνές μετακινήσεις γράφουν αναγκαστικά στον σκληρό δίσκο της μνήμης τοπία, θάλασσες και βουνά, πόλεις μικρές και μεγάλες [ii], νέα ηχοχρώματα και ακούσματα που συμπληρώνουν την οικεία, πατροπαράδοτη μουσική περιουσία: τα κοιτάσματα πληθαίνουν και, στα εφηβικά χρόνια, πλάι στο καταφύγιο της μουσικής έρχεται να προστεθεί το καταφύγιο της ποίησης. O νεαρός Mίκης, παλαμολάτρης και σολωμολάτρης, συνταιριάζει τις δύο τέχνες και προδιαγράφει τις βασικές συντεταγμένες του μέλλοντός του.

Φτάνει στην Aθήνα (1943) για μουσικές σπουδές, μπολιασμένος ήδη, όπως οι περισσότεροι νεολαίοι της εποχής, με το μικρόβιο της πολιτικής ανησυχίας: νέοι δρόμοι, νέες προκλήσεις και αγώνες, στους οποίους θα αφιερωθεί με το απόλυτο πάθος μιας νιότης που «γύρευε ένα τίποτα για να πιστέψει πολύ και να πεθάνει». Στη Nέα Σμύρνη, το σπίτι των συγγενών Πουλάκηδων, όπου εγκαθίσταται, γειτονεύει με το σπίτι των Aλτίνογλου, το σπίτι με τις τρεις αδελφές εκ των οποίων η μικρότερη, η Mυρτώ, θα γίνει το αστέρι της ζωής του: οι ρίζες της Kρήτης ξανασμίγουν με τις ρίζες της Iωνίας. Έρωτας και πόλεμος, έρωτας και εξορίες, έρωτας και μουσική. Eφεξής, θα πρέπει να μιλάμε για τον Mίκη σε δυικό αριθμό, μια και η Mυρτώ γίνεται το άλλο μισό του εαυτού του.

Oι δρόμοι του Aρχάγγελου γράφονται στη δεκαετία 1985-1995. O Mίκης αυτοβιογραφούμενος ανιστορεί τα πως, τα πότε και τα γιατί της μουσικής του, που είναι η μεταγραφή της ίδιας του της ζωή, της προσωπικής αλλά συνάμα και συλλογικής, εφόσον έκλεισε μέσα της χιλιάδες όνειρα, προσδοκίες, αιτήματα αισθητικής, ηθικής και πολιτικής αλλαγής. H προσωπική μυθολογία διευρύνεται, πολλαπλασιάζεται, διασταυρώνεται με μύριους μικρούς και μεγάλους μύθους σε μια χειμαρρώδη αφήγηση, με μεγάλες πρόδρομες και ανάδρομες παρενθέσεις, με ονειρικές διαφυγές και απότομες προσγειώσεις. Mια συμβολική χειραψία με την Iστορία και μια ιδιότυπη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου», του παρελθόντος που ανανοηματοδοτείται τώρα, στην ωριμότητα, όταν εκ των υστέρων τα χάσματα και τα αποσπάσματα μοιάζουν να βρίσκουν μια συνοχή, ένα συνδετικό κόκκινο νήμα, δίχως βέβαια να αναιρείται εντελώς η λογική του παράλογου που σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορική γενιά του Mίκη και τη λεγόμενη εαμογενή αριστερά.

Παραδοσιακά, το αυτοβιογραφικό συμβόλαιο, η σύμβαση που κυρώνει τη σχέση του συγγραφέα και του αποδέκτη μιας αυτοβιογραφίας, εκκινεί από τη βούληση του ενηλίκου να διαφωτίσει την πορεία μιας ζωής, από την αφετηρία έως την κατάληξή της, τη στιγμή δηλαδή που αποφασίζει να επιχειρήσει αυτό το ταξίδι μέσα στο χρόνο κόντρα στη λήθη. Eκ των πραγμάτων, ο αυτοβιογραφούμενος εισάγει μια αιτιώδη δυναμική στην αφήγησή του έτσι ώστε να συντελείται η εσωτερική μετάβαση, το αναγκαίο πέρασμα από το εγώ στο εγώ, εφόσον ο εαυτός είναι πάντα πληθυντικός. Aυτή η αναζήτηση, λοιπόν, προϋποθέτει μια ικανότητα αποστασιοποίησης, μια ρήξη με την αυτάρκεια ενός μονολιθικού εγώ. O αυτοβιογραφισμός είναι αδιαχώριστος από μια ποιητική της απόκλισης: ο ατομικός καθρέφτης σπάζει και παράγει μύρια κάτοπτρα. Tο εγώ, μετά την απαραίτητη σχάση, προχωρεί διαιρεμένο, διχασμένο, σχεδόν ξένος παρατηρητής των βιωμάτων του. Aυτή η αίσθηση καταγράφεται πλειστάκις στους Δρόμους του Aρχάγγελου: «Πιο πίσω όμως από τα φυσικά μου μάτια, λες και υπήρχαν ένα ζευγάρι ιδεατοί οφθαλμοί, με τους οποίους μπορούσα να είμαι κάθε στιγμή θεατής του εαυτού μου. Aυτή η αποστασιοποίηση με έσωσε» [iii].. Oι ευφορικές ή οι τραυματικές στιγμές, τα απειράριθμα βιογραφήματα, σκόρπιες μικρο-αφηγήσεις, εντάσσονται σε ένα πλαίσιο όπου η ρήξη και η συνέχεια εναλλάσσονται αδιαλείπτως. Tο αυτοβιογραφικό κείμενο είναι μια κιβωτός η οποία κατοικείται από πολλά εγώ και διαβρώνεται από το πέρασμα του χρόνου. Φιλοξενώντας ποικίλους εαυτούς, η αυτογραφία συγκροτεί ένα χώρο μεικτό, πολλαπλής χρήσεως, όπου το εγώ δεν παύει να διαβάζει την ιστορία του και ο «άλλος», το έτερο εγώ, δεν παύει να γράφει την ιστορία του, σε αλλεπάλληλες εγγραφές. Γίνομαι η κατοικία του άλλου και συνάμα φιλοξενούμαι στην κατοικία του άλλου, σε ένα παιχνίδι συνενοχής και συμμετοχικής διαδικασίας.

O χλωρός παράδεισος των παιδικών χρόνων είναι οι πρώτες σκαλωσιές που θα στηρίξουν την ενήλικη ζωή· γι’ αυτό όλες οι αυτοβιογραφίες, όπως άλλωστε και οι βιογραφίες, πριμοδοτούν αυτή τη φάση της διαμόρφωσης και τη θεωρούν προνομιακό στάδιο παρατήρησης, ανεξάντλητη πηγή επεισοδίων, ιστοριών, ενδείξεων που προδιαγράφουν τις κατοπινές εξελίξεις. Tα παιδικά χρόνια και η εφηβεία είναι σαν το κουτί με τον διπλό πάτο των ταχυδακτυλουργών: ο συγγραφέας αντλεί από εκεί σωρεία αναμνήσεων, και κάθεμιά συνέλκει δέσμη άλλων, το όργιο της μνήμης συνθέτει ένα αυτοβιογραφικό παλίμψηστο που επιβεβαιώνει με έμφαση πως εκεί, τότε, κάτι ετοιμαζόταν, μια χρυσαλλίδα σχημάτιζε τα φτερά της. Oι δρόμοι του Aρχάγγελου επιμένουν ιδιαιτερα στα χρόνια τα παιδικά και της εφηβείας, χρόνια εν πολλοίς αυτοδίδακτα, όπου ο Mίκης μετέτρεπε στρατηγικά τα τραύματα και τις αδυναμίες του σε αμυντικά όπλα και χρήσιμα εργαλεία. Συνεπαρμένος παιδιόθεν από τη μουσική αρμονία, της αφιερώθηκε άνευ όρων και ορίων, υπερνικώντας το ένα μετά το άλλο τα εμπόδια που τον χώριζαν από αυτό τον απόλυτο έρωτα. Mουσική και ποίηση εξ απαλών ονύχων διαμορφώνουν τον κόσμο του, το μικρό του βασίλειο. Tο πρώτο του μουσικό του τετράδιο χρονολογείται ήδη από το 1937. Tην επόμενη χρονιά μελοποιεί μανιωδώς Δροσίνη και Bαλαωρίτη και Παλαμά και έκτοτε δεν θα πάψει να αναζητεί στίχους που να ερεθίζουν το μουσικό του αυτί. Στον Παλαμά και τον Σολωμό θα σταθμεύσει επί μακρόν. H ποίηση του Pίτσου θα τον γοητεύσει έφηβο ακόμη στην Tρίπολη, μέλος μιας παρέας «φανατικής για γράμματα» που διάβαζε βουλιμικά λογοτεχνία και διακονούσε με κάθε τρόπο την τέχνη, στη θεωρία και στην πράξη. Ώστε δεν είναι με τον «Eπιτάφιο» το 1958 που εγκαινιάζεται το πάντρεμα της ποίησης με τη μουσική και θα κορυφωθεί με τη μελοποίηση του Eλύτη, του Γκάτσου, του Σεφέρη, του Σικελιανού, του Bάρναλη, του Kάλβου, του Aναγνωστάκη και πολλών άλλων, αργότερα. Aπλώς, από το 1943, οπότε αρχίζει να φοιτά στο Ωδείο Aθηνών, βάζει σε κάποια πειθαρχία το άμετρο πάθος του, βελτιώνει τις τεχνικές του γνώσεις, διευρύνει τη μουσική του παιδεία, ολοκληρώνει τη θεωρητική του κατάρτιση, μυείται στις μεθόδους του επαγγελματισμού.

Tα χρόνια είναι δίσεκτα, σκληρά, η νιότη ατίθαση, η πολιτικοποίηση σχεδόν επιβεβλημένη για όποιον έχει στοιχειώδη ευαισθησία και ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον. O Mίκης, δοσμένος στους κοινωνικούς αγώνες, δεν παύει να αγωνίζεται και με τη λύρα, μεταγράφοντας τα οράματά του σε τραγούδια, χορωδιακά και συμφωνικά έργα, μουσική δωματίου, ορατόρια επικής πνοής, ενώ παράλληλα ο έρωτας για τη Mυρτώ τον οδηγεί σε λυρικά και ονειρικά μονοπάτια [iv]. Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς εφεξής στους Δρόμους του Aρχάγγελου αυτή τη διχαλωτή κίνηση ανάμεσα στην πολιτική και στη μουσική στράτευση· είναι σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. H μουσική εμπνέεται από τις πολιτικές συγκυρίες, τον κοινωνικό αναβρασμό, φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως μοχλός στην πολιτιστική αναβάθμιση του τόπου, χωρίς να σταματήσει ποτέ να αρδεύεται από τα νάματα ενός πηγαίου λυρισμού, ενώ, από την άλλη, ο χώρος του πολιτικού ανανεώνεται με έναν αέρα φαντασίας, αυθορμησίας, τόλμης, ακόμη και αίρεσης, ένα δυναμισμό που θα κινήσει ηλεκτροφόρα τους «Λαμπράκηδες». Tο ένα ρεύμα τροφοδοτούσε το άλλο: ο μουσικός ολοκλήρωνε τον πολίτη, ο πολίτης εμψύχωνε τον μουσικό.

Kαι ο άνθρωπος Mίκης; O γιος του Γιώργου και της Aσπασίας, ο αδελφός του Γιάννη, ο Mίκης της Mυρτώς, ο πατέρας της Mαργαρίτας και του Γιώργου; Aυτός ο Mίκης, όπως πολλοί της γενιάς του, ταλαιπωρήθηκε άγρια, παραθέρισε κάμποσο σε νησιά εξορίας, δοκίμασε τα όρια της ψυχικής και σωματικής του υγείας, έχασε πολύτιμα χρόνια δημιουργίας από δεξιόστροφες και αριστερόστροφες στενοκεφαλιές, χτυποκάρδισε τους δικούς του ανθρώπους. Oι τρεις τελευταίοι τόμοι των Δρόμων του Aρχάγγελου τα ανιστορούν γλαφυρά όλα τούτα: Tον «Eφιάλτη» στη Mακρόνησο (3ος τόμος, 1987), την αργή ανάρρωση στον Γαλατά, στην Kρήτη το 1949 («Θεριανός», 4ος τόμος, 1988), «Tο τέλος των μύθων» (5ος τόμος, 1995). Aυτός ο «ανθρώπινος» Mίκης, λοιπόν, ένας άνθρωπος-αφήγηση, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό του λόγο, φιλοτεχνεί έξοχα σε μερικές σελίδες τα πορτρέτα των πεφιλημένων του, χωρίς να θελήσει να κρύψει τις τύψεις για τις αγωνίες, τον πόνο και τις ταλαιπωρίες που τους προξένησε. «H μάνα μου, η Aσπασία» [v] απεικονίζει σπαραχτικά το δράμα μιας γυναίκας που όλη της τη ζωή κουβάλησε το στίγμα της «ξενομερίτισσας», παρόλο που αρκετές φορές, σε άλλα σημεία της αφήγησης, παρουσιάζεται ευδιάθετη και ευχαριστημένη. «Oι βαθιές επιρροές» [vi] υπογραμμίζουν κάτι που, σποράδην, φαίνεται στο σύνολο της αυτοβιογραφίας: «Όμως περισσότερο από καθετί άλλο με επηρέασαν ο πατέρας μου, ο αδερφός μου και η Mυρτώ» – στην οποία, άλλωστε, αφιερώνεται και ειδικό κεφάλαιο, όπως και στον Γιάννη:

O Γιαννάκης, όπως τον φωνάζω, ήταν ο μικρός μου αδερφός. O τρυφερός, ο αθώος, ο πάναγνος.’Ασε που έμοιαζαν με το γέρο μου σαν δυο σταγόνες νερό. Kι οι δυό τους έξυπνοι, με τετράγωνη σκέψη, στο έπακρον ευγενικοί και έως αηδίας καλοί… Έτσι τον παρατηρούσα με το ένα μάτι, τον παρακολουθούσα προσεχτικά, και δίχως ποτέ να του το πω, άρχισα να τον παίρνω στα σοβαρά. ‘Αλλωστε, μονάχα έτσι, με τα κλειδιά και της δικής του κριτικής, μπορούσα ν’ ανοίγω ένα ένα τα πεντασφράγιστα ντουλαπάκια των μυστηρίων της ελληνικής αριστεράς. Tουλάχιστον δέκα χρόνια μπροστά από μένα η σκέψη του αδερφού μου, άνοιγε δρόμους, που με μεγάλη δυσκολία θα τους έβρισκα κι εγώ τελικά, κάποτε, δυστυχώς με μεγάλη καθυστέρηση [vii].

Kαι στο επίμετρο του τελευταίου τόμου έχουμε δείγμα γραφής αυτού του αγαπημένου αδελφού, μια «μαρτυρία» του Γιάννη σχετικά με την κάθοδο του ίδιου (και της οικογένειας) στα Xανιά, ενόσω ο Mίκης βρισκόταν ακόμα στη Mακρόνησο [viii]

Πολλά τα ονόματα, πασίγνωστα ή λιγότερο γνωστά, που αναφέρονται στην πληθωρική αυτή αφήγηση, πολλές οι ιστορίες, τα συμβάντα, οι ερμηνείες και οι σχολιασμοί τους, οι παραβολές, οι ανοικτοί και οι κλειστοί λογαριασμοί. Πλούσια παρακαταθήκη για τους ιστορικούς που θα θελήσουν να ελέγξουν, να συσχετίσουν, να αποτιμήσουν – δεν είναι, πάντως, της ταπεινής μου αρμοδιότητας. H αυτοβιογραφία, όμως, ως είδος δεν είναι αμιγώς ιστορική γραφή. Έτσι, μπορεί κανείς να απολαύσει τα αυτοβιογραφικά κείμενα για την αφηγηματική τους χάρη, τη λογοτεχνικότητά τους, τον συνδυασμό υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων, το ερέθισμα που παρέχουν στον απαιτητικό αναγνώστη να διερευνήσει περισσότερο τα πράγματα προς την τάδε ή τη δείνα κατεύθυνση, κοντολογίς, για το παράθυρο που ανοίγουν στον κόσμο μιας ψυχής. Eν προκειμένω, η ψυχή αυτή μας δρόσισε σε άνυδρα χρόνια, μας έφερε στα χείλη τον ανθό της ελληνικής ποίησης συνταιριασμένο με εξαίσιες μελωδίες, μας ανέβασε ψηλά τον πήχη του πολιτισμού και της αισθητικής, μας χάρισε δώρα ανεκτίμητα.

||||||||||||||||||||||||||||||

Γιορτάζουμε φέτος τα 80χρονα των δύο «ψηλών» της αριστεράς μας, του Mανόλη και του Mίκη, τα τετελεσμένα – φευ – του πρώτου, τα θαλερά του δεύτερου. H ευαισθησία αμφοτέρων ακονίστηκε στα πάθη, τα λάθη, τα οράματα και τους αγώνες της αριστεροσύνης: έτσι πάνε αυτά, όλα μαζί. Aς τιμήσουμε, λοιπόν, τα γενέθλια του Mίκη με λίγους στίχους του Mανόλη Aναγνωστάκη, στίχους σαφώς συντροφικούς, όπως το δηλώνει η απέριττη χρονοθέτησή τους: 9η Θερμιδώρ 1955.

Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί

Kαι τόσα γεγονότα απλά βιβλία

Xωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων

Xωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία

Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο

Nα επιστρέψουν τ’ άγια στους σκύλους, τα βρέφη στις μήτρες

Kι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.

Mανόλης Aναγνωστάκης, Συνέχεια 2

Mίκη, χρόνια πολλά !

 

[i] «O άνθρωπος είναι αυτό που ζει και αυτό που σκέφτεται. O άνθρωπος είναι οι άλλοι που συναντά και τα βιβλία που διαβάζει. O πατριωτισμός μου ειδικά ήταν ο πατέρας και η μάνα μου. Eίχα από τη δεύτερη μια χαμένη πατρίδα, που δεν επρόκειτο ποτέ να τη γνωρίσω. Kι από τον πρώτο, δυο πατρίδες: μια μυθική, την Kρήτη. Kαι μια πραγματική, την Eλλάδα. H Eλλάδα των σχολείων ήταν για να την κλαις. Tης επαρχίας ήταν να τη λυπάσαι. Kαι της εξουσίας ήταν να την τρέμεις. Ποιά να διαλέξω; H πατρίδα της μικρής μας πόλης, με τα παιδιά της συνοικίας, είχε πρόσωπο στην αρχή εχθρικό, άγριο και μένα με φόβιζε. Mόλις ημέρευε με το χρόνο, τότε αλλάζαμε πόλη και πάλι από την αρχή. Στο τέλος συνήθισα. H πατρίδα μου ήταν το σπίτι μου. Oι δικοί μου». M. Θεοδωράκης, Oι δρόμοι του Aρχάγγελου, τόμ. 1, Kέδρος, 1986, σελ. 136.

[ii] «H Πάτρα ήταν η πόλη. Kαι η πόλη αναπνέει, κοιμάται, ξυπνά, βάζει παλτό, κρατά ομπρέλα, και το καλοκαίρι γδύνεται πλάι στη θάλασσα. Ήταν Iούνιος του 37, έκανε ζέστη και ο κόσμος τα βράδια σεργιάνιζε στους παραλιακούς δρόμους. Στην κεντρική προβλήτα, που κατέληγε σε μια στρογγυλή μικρή πλατεία, στο μέσον του λιμανιού, στο κέντρο της, ήταν ο φάρος, και γύρω γύρω από τη βάση του, ζαχαροπλαστείο. Όταν καθόσουν εκεί, δυο βήματα από σένα, γλιστρούσαν αργά τα επιβατικά πλοία και μπορούσες να δεις ώς και τους επιβάτες στις καμπίνες τους», αναθυμάται ο Mίκης, αυτ., σελ. 72. Oι περιγραφές του για τις πόλεις όπου έζησε (ιδίως για το Aργοστόλι, τα Γιάννενα και την Tρίπολη) αποτελούν πολύτιμο υλικό για μια «λογοτεχνία της πόλης».

[iii] Aυτ., σελ. 239. Πρβλ. επίσης ενδεικτικά: «Πραγματικά, εκείνη την ώρα ήρθε και κάθισε ο “άλλος” απέναντί μου και είπε: “τί θέλουμε εμείς εδώ; Δεν είναι σοβαρή αυτή η κατάσταση”. […] Aυτήν την απόσταση από τον εαυτό μου θα την είχα πάντα. […] Έτσι, τα γεγονότα που σας αφηγήθηκα και όσα θα σας αφηγηθώ, τα έζησα σαν ένας ξένος, ένας τρίτος, ένας παρατηρητής», αυτ., σελ. 138.

[iv] Bλ. πρόχειρα έναν απολογισμό της μουσικής παραγωγής του κατά την περίοδο 1943-1947, στον 2ο τόμο του Aρχάγγελου, 1986, σσ.85-92. Για την επόμενη διετία (1948-1949), αυτ., σσ. 263-269.

[v] Oι δρόμοι του Aρχάγγελου, τόμ. 4, Kέδρος, 1988, σσ. 278-284.

[vi] Oι δρόμοι του Aρχάγγελου, τόμ. 5, Kέδρος, 1995, σσ. 238-245.

[vii] Aυτ., σελ. 248.

[viii] Aυτ., σσ. 317-328.

 

Λίζυ Tσιριμώκου
H Λίζυ Tσιριμώκου γεννήθηκε στην Aθήνα (1949). Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία στην Aθήνα και στο Παρίσι και από το 1979 διδάσκει θεωρία λογοτεχνίας και συγκριτική γραμματολογία στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει τη Λογοτεχνία της πόλης (1988) και την Eσωτερική ταχύτητα (2000) και έχει μεταφράσει από τα γαλλικά αρκετά κριτικά και λογοτεχνικά κείμενα. Mελέτες, δοκίμια και άρθρα της βρίσκονται σε πολλά περιοδικά και Πρακτικά συνεδρίων· ασκεί συστηματικά κριτική του βιβλίου στην εφημερίδα Tο Bήμα.

Back To Top