skip to Main Content

Μαργαρίτα Θεοδωράκη

Ο πατέρας μου ο Μίκης

Όταν μου ζήτησαν να μιλήσω για τον πατέρα μου σκέφτηκα “Αυτό θα είναι πολύ εύκολο και θα γράψω γρήγορα”. Και όμως, βρέθηκα δύο μέρες πριν το συνέδριο και όλο απέφευγα το χαρτί, γιατί δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω.

Και όμως δεν χρειάστηκε παρά να βάλω να ακούσω το Concerto Νο 2 για πιάνο του Rachmaninov για να βρεθώ πάλι 33 χρόνια πίσω στην ερημιά των Ταρτάρων, όπου αγωνιούσα να ανακαλύψω, μικρό κορίτσι, την ψυχή των ανθρώπων μέσα στην απέραντη μοναξιά του μυαλού μου. Όταν πάλευα κι εγώ να υπάρξω, να γίνω και εγώ κάτι ξεχωριστό, όπως έπρεπε να γίνω δίπλα σε ένα τόσο ξεχωριστό πατέρα.

Έτσι καθόμουνα πάνω στις πολεμίστρες του οχυρού κι αγνάντευα την απέραντη κίτρινη έρημο με τα διάσπαρτα ανυψώματα και τη σκληρή την πέτρα και όλο παρακολουθούσα την απεραντοσύνη της ερημιάς, του τίποτα, και όλο περίμενα να έρθουν από μακριά μυριάδες τα άλογα που θα έφερναν τους κατακτητές και θα πλημμύριζαν την ψυχή και την καρδιά μου. Και να που άκουγα τα ποδοβολητά, όλο πλησίαζαν οι καλπασμοί των αλόγων και ήταν αυτό το πρώτο μέρος του Concerto για πιάνο που μ’ έφερνε πιο κοντά, πιο κοντά στην αναμπουμπούλα.

Όμως δεν ήρθε ποτέ κανείς και πάντα αγνάντευα την έρημο και αυτός ο φόβος απέναντι στους Ταρτάρους, όλο μεγάλωνε την αγωνία μου και όλο ερέθιζε τη φαντασία μου, ώσπου να εύχομαι κάποτε αυτή η απέραντη ερημιά να πλημμυρίσει από άγριους καβαλάρηδες και το μυαλό μου να κυριαρχηθεί από την βοή και την αρπαγή των χιλιάδων εισβολέων.

Όμως εγώ, μικρό κορίτσι, έφηβη, παρέμενα πάντα μόνη, μπροστά στην απέραντη μοναξιά της κιτρινοκόκκινης ερήμου.

Και θυμάμαι πως όλη εκείνη την περίοδο που μεγάλωνα δίπλα στους γονείς μου και στον αδελφό μου, στο Παρίσι, η μόνη σχέση με τον γύρω κόσμο ήταν με τον κόσμο του πατέρα μου. Κόσμος πυκνός, έντονος, μια στρατιά από καλλιτέχνες εξόριστους και πολιτικούς εξόριστους και φοιτητές εξόριστους. Πολλοί, πολλοί άνθρωποι..

Αλλά όταν γύρναγα σε μένα, γύρναγα σ΄αυτή την απέραντη έρημο των Ταρτάρων και εκεί αφουγκραζόμουνα το 2ο Concerto του Rachmaninov. Ήταν το δεύτερο μέρος, το Adagio, που με άφηνε παντελώς μόνη πάνω στις πολεμίστρες και εγώ να κλαίω από αγαλλίαση ελπίζοντας ότι οι μυριάδες καβαλάρηδες θα έρθουν να με κατακτήσουν, αλλά και από πόνο γιατί η έρημος ήταν πάντα έρημη κίτρινη και κόκκινη, να καίει κάτω από τον ήλιο. Ίσως όμως να ήταν πάντα αυτό που ήθελα : να ακούω τη μουσική και να κλαίω μέσα στην ερημιά μου.

Με όλες αυτές τις καθημερινές αγωνίες μεγάλωνα κοντά στον αδελφό μου και στους γονείς μου, έτσι, τόσο μόνη χωρίς φίλους της ηλικίας μου, αλλά πάντα στο πλευρό του πατέρα μου· να ακούω τα λόγια του, τα λόγια των συντρόφων του, να ρουφάω κάθε λέξη, κάθε σκέψη, πάντα αμίλητη. ( Όχι δεν μίλαγα ποτέ, μα ποτέ, όταν μιλούσε ο πατέρας μου. Πάντα άκουγα και πάντα χαιρόμουνα να τον ακούω.) Και μετά γύρναγα στο δικό μου κόσμο, στο δωμάτιό μου πλημμυρισμένο από τους ατέλειωτους ήχους της μουσικής (ο πατέρας μου από τα έντεκά μου χρόνια, μόλις φτάσαμε στο Παρίσι, μου είχε διαλέξει τη μουσική που θα μου άνοιγε τις πύλες του Παραδείσου, της ευδαιμονίας, της γνώσης, της αγωνίας, του πάθους, της έξαρσης, του ερωτισμού, του απέραντου λυγμού και ο κόσμος μου ήταν μία πηγή αρμονίας και μελωδίας. Δεν έμπαινε κανείς στο δωμάτιό μου με την εκκωφαντική μουσική. Αλλά, ήξερα πως ο πατέρας μου περνούσε έξω από την πόρτα του δωματίου μου για να ακούσει λίγο, να αφουγκραστεί, να παρακολουθήσει την κόρη του που μεγάλωνε. Ο πατέρας μου ήταν πάντα εκεί γύρω να παρακολουθεί την κόρη του να μεταμορφώνεται με τη μουσική και τα βιβλία.

Και όταν o συνθέτης στο 3ο μέρος, από το Scherzando και το Presto περνούσε στο Moderato, με έπιαναν οι λυγμοί. Γιατί εγώ παρέμενα πάντα μόνη, ψηλά στις πολεμίστρες και αυτή η έρημος, η έρημος των Ταρτάρων ήταν πάντα έρημη και μόνη, και μαζί της μόνη ήταν κι η ψυχή μου.

Και κάποια πάλι μέρα -θα ήμουνα 11 χρονών- μας είπε, εμένα και του αδελφού μου, πως όταν ήταν μικρός φοιτητής στο Παρίσι, στη δεκαετία του ’50, πριν γεννηθώ εγώ, του άρεσε να πηγαίνει κάθε μέρα σινεμά. Και να λοιπόν και εμείς τα παιδιά -ήταν Φλεβάρης του 1971- μόλις είχα γίνει 12 χρονών, ανεβήκαμε την RUE DE LA GAITE και απέναντι από το Θέατρο του Bobino λίγο πιο πάνω, αριστερά, μπήκαμε στο σινεμά να δούμε Ταρζάν (με τον Weistmuller). Και κάθε μέρα πηγαίναμε με τα πόδια στο σινεμά (εξ’ άλλου ήταν κοντά στο σπίτι μας) να δούμε Ταρζάν και είδαμε όλες τις ταινίες του Ταρζάν και από τότε εγώ μπαινόβγαινα σε όλα τα σινεμά της γης. Όλη μου τη ζωή στο σινεμά, σχεδόν καθημερινά, έως ότου έγιναν οι γιοι μου άντρες πια και δεν ήθελαν ν’ ακολουθούν την μάνα τους.

Αλλά γιατί τα γράφω όλα αυτά όταν μου ζητάνε να μιλήσω για τον πατέρα μου; Μα για τον πατέρα μου σας διηγούμαι, γιατί εγώ μικρό κορίτσι μάθαινα από αυτόν τον αεικίνητο άνδρα, τον μαχητή, να σκέφτομαι, να επιλέγω, να αποφασίζω αλλά και να περικλείω σιγά-σιγά τον εαυτό μου μέσα στη μοναξιά.

Γιατί όσο παθιασμένος και επαναστάτης ήταν έξω στο φως, μπροστά στο πλήθος, τόσο μοναχικός και σιωπηλός ήταν όταν βρισκόταν σπίτι μας, στο γραφείο του να εργάζεται, με τις παρτιτούρες του, τα γραπτά του, τα βιβλία του και αυτή η μοναξιά ποτίστηκε βαθιά μέσα στην ψυχή του αδελφού μου και μέσα στη δική μου. Γι αυτό όταν στρέφομαι προς την έρημο, πάντα ερημιά αντικρίζω. Δεν ήρθε ποτέ κανένας καβαλάρης να κατακτήσει τη ψυχή μου.

Γιατί έτσι ήταν και θα είναι πάντα ο πατέρας μου. Πάνω στις πολεμίστρες να αγναντεύει την ερημιά των Ταρτάρων. Και αυτός ψηλά, ψηλός και αγέρωχος, έχει συνηθίσει πια μπροστά στο άγονο απέραντο πέτρωμα να μελαγχολεί, αλλά και να ακούει μαζί με τα παιδιά του αυτή την εξαίσια μουσική του Rachmaninov, όταν το πιάνο τραγουδάει με το κλαρινέτο και αγκαλιάζονται με τα βιολιά και τα κοντραμπάσα και μας πάνε τόσο μα τόσο μακριά από όλους τους ανθρώπους, εκεί που οι ψυχές μας δεν αγγίζουν ποτέ και για πάντα καμία καρδιά, δεν πλησιάζουν καμία ύπαρξη και μόνοι μας ξέρουμε πόσο οδυνηρό είναι να γνωρίζεις πως άδικα κοιτάς, άδικα περιμένεις, κανείς δεν θα σε κατακτήσει και μόνος σου θα συνδιαλέγεσαι με τη σκέψη σου έως ότου σβήσεις για πάντα, ενώ όλοι οι άλλοι πέρα από το οχυρό, πέρα από το κάστρο, θα νομίζουν ότι δεν ανέβηκες ποτέ μόνος εκεί, αλλά πως βρίσκεσαι πάντα ανάμεσά τους.

Μπαμπά, ξέρω πόσο μόνος είσαι και πόσο διαφορετικός από όλους μας, γιατί μόνο εσύ απ’ όσους γνώρισα και θα γνωρίσω, έχεις αυτή τη θεϊκή δύναμη να τα γνωρίζεις όλα, να τα δημιουργείς όλα και να τα αποκαλύπτεις όλα στους ανθρώπους.

Σ’ ευχαριστώ μπαμπά.

Ακόμα θα σου αποκαλύψω ένα μου μυστικό, τώρα που έγινες ογδόντα χρονών.

Ήταν τότε που εσύ και η μαμά με πηγαίνατε βόλτα με το καροτσάκι στο πάρκο του Luxembοurg. Και σας κοίταζα από κάτω και από πάνω σας πέρναγαν τα θεόρατα χρυσοκόκκινα φύλλα των αγριοκαστανιών και εγώ σας παρακολουθούσα όλο λαχτάρα. Ήσασταν ο κόσμος μου, και ξέρεις μπαμπά, αυτή την εικόνα κουβαλάω όλη μου τη ζωή: την εικόνα του πάρκου του Luxembοurg και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο σημείο, δεξιά από το κτίριο του SENAT (της Γερουσίας). Εκεί, πάντα εκεί γυρνάω. Εκεί τριγυρίζω όταν βρίσκομαι σε ευδαιμονία, σε χαρά, σε λύτρωση!

Ίσως να ήταν λοιπόν εκεί που άφησα τα πιο λατρευτά μου πρόσωπα: τον νέο μου πατέρα και τη νέα μου μητέρα, να με κοιτάνε μέσα στην κούνια μου και να μου χαμογελούν· και να μου γελούν. Και εγώ πάντα να έχω το μυαλό μου εκεί, εκεί που λέω ότι είναι ο χαμένος μου Παράδεισος.

Μπαμπά σ’ ευχαριστώ που με αγάπησες και μ’ αγαπάς τόσο πολύ.

Σ’ ευχαριστώ που αγάπησες και αγαπάς τον αδελφό μου.

 

Μαργαρίτα-Ασπασία Θεοδωράκη
Γεννήθηκε στο Παρίσι. Κόρη του Μίκη και της Μυρτώς Θεοδωράκη, ακολούθησε την οικογένεια της σε όλες τις μετακινήσεις της στην Ελλάδα και το εξωτερικό κι έζησε από κοντά όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι υπεύθυνη της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» και των εκδόσεων «Ρωμανός». Στόχος των δραστηριοτήτων της είναι η ανάδειξη και η διάδοση του έργου του πατέρα της. Έχει τέσσερις γιους.

Back To Top