skip to Main Content

Νίκος Κούνδουρος

Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη για τον κινηματογράφο

(απομαγνητοφώνηση ομιλίας)

Καλησπέρα σας. Πρώτον, ο κ. Μονεμβασίτης τα είπε όλα, ό,τι είχα πρόθεση να πω για τη μουσική του Θεοδωράκη στον κινηματογράφο το σάρωσε! Δεύτερον, ζούμε σπάνιες στιγμές όπου ένας άνθρωπος εν ζωή -δόξα τω Θεώ- παρακολουθεί να χτίζεται το ηρώον του. Θυμίζει τις πυραμίδες που τις έχτιζαν εν ζωή οι Φαραώ για να είναι έτοιμοι για τη μεγάλη στιγμή.

Να πω δυο πράγματα για να μην πω ότι δεν θα πω τίποτα για το θέμα κινηματογράφος που θεωρώ ότι μικραίνει τη σχέση με τον Θεοδωράκη, δεν έχει σημασία να πω πέντε ανοησίες από το δικό μου το μυαλό, σημασία έχει να πω ότι ο Θεοδωράκης όταν αποφάσιζε κατά καιρούς να παίξει με τον κινηματογράφο, ήξερε ότι θα λειτουργούσε μια δουλειά μειωτική. Γιατί ο συνθέτης στον κινηματογράφο είναι ένα πρόσωπο τριτεύον, ούτε καν δεύτερο. Αναγκάζεται να γράψει μουσική για 12 δευτερόλεπτα, ή για 14 δευτερόλεπτα, ή για 3,5 δευτερόλεπτα. Αν είναι δυνατό να πειθαρχήσει ο συνθέτης μέσα σε αυτά τα χρονικά όρια. Δεν είναι. Παρ’ όλα ταύτα ο Θεοδωράκης κατέφερε να δεσπόζει, όπου έβαλε τις νότες του σε οποιαδήποτε ταινία και δεν αναφέρομαι για τον «Ζορμπά» που είναι μια μυθική περιπέτεια, όπου κι ανακατεύτηκε ο Θεοδωράκης κατάφερε να ξεπεράσει την επιβολή, την πειθώ της εικόνας και να μείνει αυτός κυρίαρχος, ο ήχος του. Από μια μεριά αυτό θεωρείται λάθος, από την άλλη βέβαια βλέπει κανένας ότι ο Θεοδωράκης δεν μπορεί να μπει σ’ ένα καλούπι εύκολα. Δεν μπορεί να πειθαρχήσει στα τρία δευτερόλεπτα και στα δώδεκα και στα οκτώ.

Να αναφερθώ σε μερικές ταινίες του το θεωρώ μάταιο. Ήδη έχουν αναφερθεί σε αυτά και είναι το πιο μικρής σημασίας έργο του Θεοδωράκη. Ο Θεοδωράκης αντιμετωπίστηκε σε αυτή την αίθουσα χτες και σήμερα μ’ ένα τρόπο θριαμβευτικό. Δεν ξέρω ζωντανούς μύθους να είναι τόσο μύθοι και τόσο ζωντανοί σαν τον Θεοδωράκη.

Θα πω ένα ανεκδοτάκι για να ανασάνουμε λίγο. Πριν από χρόνια το Πανεπιστήμιο Κρήτης μου φαίνεται έστεψε τον Θεοδωράκη με κάποιο τίτλο και είχαν ζητήσει να τον παρουσιάσω. Πήγα λίγο νωρίτερα στο χώρο, ήταν η εποχή των πολιτικών ανωμαλιών και είδα το φοιτηταριό ερεθισμένο. Ο Θεοδωράκης είχε κάνει ένα φλερτ -ευτυχώς σύντομο- με το Μητσοτάκη, είχε γίνει Υπουργός, το φοιτηταριό είχε αντίρρηση, οι Αριστεροί τον αντιμετώπισαν με το να σφυρίξουν, να φωνάξουν, να διαμαρτυρηθούν. Είδα το κλίμα και λέω «εγώ θ’ ανέβω στη σκηνή να πω τι ωραίος που είναι ο Θεοδωράκης;» την ώρα που το κλίμα γύρω – γύρω ήταν εχθρικό: οι φοιτητές επιθετικοί και οι καθηγητές που περίμεναν να συμβεί κάτι.

Είχα την έμπνευση να πω μια κουβέντα την οποία λέω και τώρα. Λέω «Φίλοι ακροατές δεν θ’ αντιμετωπίσουμε το Θεοδωράκη με τη μιζέρια -που είναι και συνηθισμένο να είναι και εθνικό όπλο- ενός συνηθισμένου γεγονότος. Ο Θεοδωράκης -θα κάνω μια παραβολή- είναι ποτάμι, έχει ξεκινήσει από κάπου ψηλά από τη Βουλγαρία και κατεβαίνει ορμητικό. Ποτάμι είναι, φέρνει μαζί του ψόφιες αγελάδες, καρέκλες σπασμένες, χρυσόψαρα, νούφαρα, ό,τι μπορεί να σύρει ένα ποτάμι. Αυτός ο Θεοδωράκης δεν κρίνεται με μέτρα καθημερινών αναλογιών».

Έσπασε λιγάκι όχι τελείως το κλίμα, δεν μίλησε κανένας και ο Θεοδωράκης πέρασε και σε αυτή τη δύσκολη στιγμή της ζωής του -γιατί είμαι σίγουρος ότι ήταν δύσκολη η στιγμή- αλώβητος. Αυτός ήταν. Η προσωπική μου σχέση με τον Θεοδωράκη τη θεωρώ πολύ πιο σημαντική, η φιλία που έχω μαζί του από το να παίξω το ρόλο χρονογράφου και ν’ αναφέρω ότι έκανε αυτό κι εκείνο κι εκείνο, πράγματα που ούτως ή άλλως αναφέρθηκαν. Αυτά είχα να πω, να ζήσει, να χιλιοχρονίσει και να είναι πάντα αυτός που ήταν, αυτός που είναι και ελπίζω αυτός που θα είναι. Γεια σας.

 

Νίκος Κούνδουρος
Γεννήθηκε στον ‘Αγιο Νικόλαο Κρήτης το 1926. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά στράφηκε στον κινηματογράφο το 1954, γυρίζοντας τη Μαγική Πόλη. Η ματιά του δημιουργού συνδυάζει την κοινωνική αντίληψη με την εικαστική και με μια γνήσια λυρική διάθεση. Κάτω από την επίδραση του νεορεαλισμού, το φιλμ εστιάζει τη δράση του στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές με τις παράγκες, τα λιμνάζοντα νερά και τον καημό της προσφυγιάς για μια καλύτερη ζωή.
Ο άνθρωπος, μέσα στο μεταπολεμικό χάος της ταλαιπωρημένης Ελλάδας, που δεν του προσφέρει δρόμους κοινωνικής και προσωπικής ζωής, αλλά ανεπαίσθητα μεταβάλλεται σε δόκανο και τον παγιδεύει (θέμα δειλό της πρώτης του ταινίας), γίνεται κυρίαρχο στο Δράκο (1956). Ο κόσμος γύρω από τον ήρωα παίρνει καφκική μορφή, απηχώντας έμμεσα το κοινωνικό αδιέξοδο της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η ταινία εκφράζει συγχρόνως και το αφελές και στρεβλωμένο όραμα του Νεοέλληνα. Ο ανώνυμος ανθρωπάκος που κατά λάθος υποκαθιστά το μυθικό «δράκο», ανυψώνεται σε προσωπικότητα που την τιμούν και ιδίως κερδίζει την αγάπη. Είναι μαζί αθώος και αμαρτωλός, όπως η κοπέλα του καμπαρέ. Αλλά και οι ληστές έχουν όνειρα μικροαστικής αποκατάστασης μαζί με κάποια παράλογα ξέφτια μνήμης του ένδοξου παρελθόντος. Ο υπόκοσμος, ο αμφίβολος περίγυρος ενός φανταστικού λαϊκού καμπαρέ, η δύναμη της παρανομίας, όλα, λουόμενα από τη διφορούμενη γοητεία της νύχτας, σπρώχνουν ακαταμάχητα προς την αποδοχή της πλαστικής ζωής και του τιμήματός της που είναι ο θάνατος. Ο δράκος είναι μια από τις κορυφαίες ελληνικές ταινίες.
Η επόμενη ταινία του Κούνδουρου, Οι παράνομοι (1958), μεταφέρει το αδιέξοδο στα υψίπεδα των βουνών. Οι παράνομοι του είναι εξεγερμένοι Έλληνες, λίγο ιδιοτελείς, λίγο ιδεολόγοι, μείγμα των παλιών ληστοφυγόδικων και των ανταρτών του Εμφυλίου. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι πάλι η βαθμιαία φθορά. Μια βαρβαρική δύναμη ξεπηδάει από τους φοβερούς βράχους και τις σκληρές μορφές, κάτω από τον κάθετο ήλιο.
Στο Ποτάμι (1960) ο Κούνδουρος συνέπλεξε τέσσερις ιστορίες, με θέματα πιο γενικά. Η αρπακτικότητα, ο έρωτας και η εναντίωση, τα παιδικά παιχνίδια, η ομοιότητα των ανθρώπων όταν είναι γυμνοί. Όλα αυτά στη δοκιμασία των ορίων, των συνόρων του εξωτερικού εχθρού, αλλά και του εσωτερικού αδιεξόδου. Πάλι η έμμεση κοινωνική αναφορά αλλά περισσότερο προς την κατεύθυνση ενός ουμανισμού, δίπλα στην ήρεμη, αιώνια ροή του ποταμιού και στην ήμερη οριζοντιότητα της πεδιάδας.
Στις Μικρές Αφροδίτες (1963) ο δημιουργός ξέφυγε πια προς τη γενικότητα του μύθου. Ένα αρχαίο ειδύλλιο, μέσα στην πανέμορφη φύση, οι συγκρούσεις και οι πόθοι των ανθρώπων, σε διαφορετικές ηλικίες. Η αφαιρετική και εικαστική διάθεση κυριαρχεί απόλυτα ως τη μνημειακότητα, λαμπρή αλλά χωρίς δράμα.
Στο Πρόσωπο της Μέδουσας (1966-67) ο Κούνδουρος απεικονίζει την τραγική ψυχική και κοινωνική αποκοπή των ηρώων του, την αλληλοκαταστροφή της λογικής και του ενστίκτου, του αρσενικού και του θηλυκού, απομονώνοντας τους σε ένα λαμπρό σπίτι βράχο και προωθώντας ως τα ακρότατα όρια την αφαιρετική διαδικασία, με τις γεωμετρημένες, καθαρές, πλαστικές και κινητικές φόρμες και τις αντιθέσεις λευκού και μαύρου. Αργότερα, θα αναμορφώσει ριζικά το φιλμ με το νέο τίτλο Βόρτεξ (1971).
Το 1974 ο Κούνδουρος γύρισε ένα πολιτικό ντοκιμαντέρ με τίτλο Τα τραγούδια της φωτιάς και, το 1978, το 1922, εμπνευσμένο ελεύθερα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ηλία Βενέζη. Το Nούμερο 31328. Μεγάλη επικολυρική σύνθεση, το φιλμ επιχειρεί να εκφράσει την καταστροφή του ελληνισμού της Ιωνίας. Ξεκινώντας από το μαρτύριο της ομηρίας, διευρύνει τη σύλληψή του, για να σχεδιάσει την πτώση μιας αστικής πόλης και την τραγωδία ενός ελληνισμού, με ρίζες και πολιτισμό προαιώνιο.
Το 1985 ο Κούνδουρος γύρισε το Μπορντέλο, όπου η εποχή της Κρητικής επανάστασης του 1895 – ’97 δίνει λαβή σε μια ταινία μπαρόκ μελέτης της παρακμής και της έξαρσης και με προεκτάσεις προς τους αρχετυπικούς ερωτικούς μύθους. Το 1992 γύρισε την ταινία Μπάϋρον, Μία Μπαλάντα για Ένα Δαίμονα.

Back To Top