PETER ZACHER
Πρώτες εκτελέσεις των συμφωνικών και χορωδιακών έργων του Μίκη Θεοδωράκη: αναφορά εκ των έσω
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τα χρόνια μεταξύ SEQ CHAPTER \h \r 11980 και 1985 σηματοδοτούν μια περίοδο, κατά την οποία οι πολιτικοί και οι μουσικοί της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (GDR) έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ειδικότερα για τις συμφωνίες και τα ορατόριά του. Αυτό συνέβη με κάποιο βαθμό σχιζοφρένειας, πράγμα που κατανοούμε καλύτερα, αν ανατρέξουμε στην αρχική αποδοχή του έργου του Θεοδωράκη στη πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.
Μετά το πραξικόπημα, ο Μίκης Θεοδωράκης έγινε σύμβολο της αντιφασιστικής και αντιαμερικανικής αντίστασης που έδινε στη πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας μια πολύ καλή ευκαιρία να εκφράσει την αλληλεγγύη της με χαμηλό κόστος. Ολόκληρα σχολεία παρακινήθηκαν και μερικά, μάλιστα, πιέστηκαν να γράψουν κάρτες στον φυλακισμένο συνθέτη. Υπήρξαν τόνοι κάρτες! Μετά από χρόνια, όταν ο Μίκης βρέθηκε στη πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, οι άνθρωποι του έλεγαν: «Σας έγραψα μια κάρτα κάποτε!» και ο καημένος ο Μίκης έπρεπε να προσποιηθεί ότι θυμόταν τη συγκεκριμένη κάρτα. Πολλοί άνθρωποι, κυρίως νέοι, τραγουδούσαν όποιο τραγούδι του, μπορούσαν να βρουν. Σ’ αυτό συνέτειναν τόσο η στάση της κυβέρνησης της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας γερμανικών κυβερνήσεων όσο και οι πολλές εκδόσεις των δίσκων του. Τα τραγούδια του Μίκη έγιναν, συνεπώς, ένα μέρος του επίσημου πολιτισμού της χώρας.
Αυτή η στάση άλλαξε ξαφνικά, όταν ο Μίκης ελευθερώθηκε και έφυγε από την Ελλάδα. Προκάλεσε τότε υποψίες η υποτιθέμενη ή πραγματική του προσέγγιση στο ευρωκομμουνιστικό κίνημα, που εκείνη την εποχή ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις χώρες φιλικά προσκείμενες προς τη Μόσχα. Η μουσική του, βέβαια, παιζόταν ακόμα στο ραδιόφωνο, αλλά δεν αναφερόταν ποτέ το όνομά του. Όταν γνώρισα το «Canto General» και αποφάσισα να δουλέψω για μια παράσταση στη χώρα μου, έπρεπε να περιμένω πέντε χρόνια. Και αυτό έγινε εφικτό, επειδή κάποιοι από τους παλαιότερους αρχηγούς κομμάτων άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η χώρα δεν μπορούσε να αγνοήσει εντελώς αυτή τη μουσική και τον δημιουργό της, ο οποίος ήταν μια από τις κυριότερες προσωπικότητες του διεθνούς ειρηνευτικού κινήματος.
Συνεπώς, αυτή η νέα φάση άρχισε με το «Canto General» το 1980. Πολλοί μουσικοί ήρθαν σ’ επαφή με τον Μίκη και εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους να παίξουν τη μουσική του. Ήταν ευτυχής η σύμπτωση, γιατί είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλον. Αυτά τα χρόνια ο Μίκης δεν είχε κάποια ελπίδα ότι θα παίζονταν τα συμφωνικά του έργα στην Ελλάδα και θαύμαζε τη μεγάλη μουσική παράδοση της Γερμανίας. Από την άλλη μεριά, οι μουσικοί της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας επιθυμούσαν πραγματικά να παίξουν τη μουσική του, η οποία ήταν καινούρια αλλά και κατανοητή.
Το επόμενο βήμα ήταν η παραγγελία νέων έργων για κάποια δρώμενα, όπως τα μουσικά φεστιβάλ. Αλλά, ενώ ο Μίκης είχε καλές και στενές σχέσεις με κάποιους από τους μεγαλύτερους αρχηγούς κομμάτων, η σχιζοφρένεια δεν σταμάτησε· υπήρχε μια ανεπίσημη οδηγία να αποφεύγεται και να εμποδίζεται κάθε πολιτική συζήτηση με τον Μίκη, ειδικά δημοσίως.
Οι συνθέσεις, που παρουσιάστηκαν σε πρώτη εκτέλεση στη πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, είναι «Συμφωνίες 2, 3, 7», «Κονσέρτο για πιάνο», «Canto General» (μέρη: 4, 5, 7, 8, 11, και 12), «’Αξιον Εστί» (γερμανική προσαρμογή), «Λειτουργία 2», «Κατά Σαδδουκαίων» και συμφωνικά τραγούδια του Lorca.
(Απομαγνητοφώνηση ομιλίας)
Κυρία Πρόεδρε, αγαπητή Μυρτώ, αγαπητέ Μίκη, αγαπητοί φίλοι, ο G. Folekrts και ο Αστέρης με τους οποίους δουλεύουμε μαζί, σας έδωσαν ένα θαυμάσιο σκελετό και αυτά που θα σας πω εγώ βρίσκονται κάπου μέσα σ’ αυτά που σας είπαν και οι προηγούμενοι ομιλητές. Προφανές θα είναι πολύ προσωπικά όλα αυτά που θα σας πω. Δεν μπορώ να είμαι ουδέτερος όταν μιλώ για τον Μίκη και για τα έργα του, διότι τίποτα δεν επηρέασε τη στάση μου προς τη μουσική και την αλληλεπίδρασή της με την κοινωνία, τόσο έντονα όσο η μουσική και η προσωπικότητα του Μίκη.
Η προσωπική μου ιστορία για το έργο του Μίκη ξεκινάει απ’ το 1968. Είχα ήδη περάσει ένα ολόκληρο βράδυ με τη Μαρία Φαραντούρη, με το δίσκο της δυστυχώς μόνο. Μου είχε φέρει μια φίλη ένα δίσκο με το «Μαουτχάουζεν». Το άκουσα 15 φορές εκείνο το βράδυ ασταμάτητα, τη μία μετά την άλλη. Χάθηκα μέσα στο «Μαουτχάουζεν».
Ακριβώς μετά δούλεψα με το «Μαουτχάουζεν» και με τη «Ρωμιοσύνη» με θαυμάσιους μουσικούς. Ήταν το 1968. Ήταν εκείνη η περίοδος που ξεκίνησε ένα είδος σχιζοφρένειας στη χώρα μου, που ήταν η πρώην και πλέον νεκρή λαοκρατική δημοκρατία της Γερμανίας.
Αυτή η σχιζοφρένεια στην πρώην Ανατολική Γερμανία ξεκίνησε όταν ο Μίκης είχε πια φύγει και είχε πάει στη Γαλλία και ανησυχούσε το κράτος με την υποτιθέμενη ή πραγματική του προσέγγιση στο ευρωκομμουνιστικό κόμμα. Τον θεωρούσαν κάτι σαν προδότη. Αλλά εγώ δεν είχα σχέσεις με την πολιτική διοίκηση του κράτους. Είχα τη δυνατότητα να μιλάω λίγο παραπάνω από τους άλλους, χωρίς να φοβάμαι ότι θα με κλείσουν μέσα ή θα με σκοτώσουν ή οτιδήποτε άλλο.
Και είχα και την ευκαιρία να συνεργαστώ με νεαρούς Έλληνες, τους οποίους είχα ως μαθητές, φοιτητές και μπορούσα να κάνω πράγματα που δεν μπορούσαν να κάνουν οι ανατολικογερμανοί πολίτες τότε. Γιατί στην Ανατολική Γερμανία τότε, δεν αναφερόταν καν το όνομα του Μίκη. Τη μουσική του την έπαιζαν, έπαιζαν τη μουσική στο ραδιόφωνο, αλλά ποτέ δεν ανέφεραν το όνομα του συνθέτη. Γι’ αυτό το λέω σχιζοφρενική περίοδο της Ανατολικής Γερμανίας.
Ένας απ’ τους νεαρούς Έλληνες φίλους μου, μου έδωσε το «Κάντο Χενεράλ», την παραγωγή του καλλιτέχνη και όταν ακούσαμε το «Κάντο Χενεράλ» πάλι ήταν απερίγραπτο το συναίσθημα. Και αφού πάλι πέρασα πολλές ώρες με την Μαρία Φαραντούρη, αποφάσισα ότι θέλω και στη δικιά μου τη γελοία χώρα να παιχτεί αυτό το έργο.
Έψαξα να βρω συμμάχους. Βρήκα κάποιους από την «ελεύθερη» Γερμανική νεολαία – ελεύθερη εντός εισαγωγικών πρέπει να σας πω. Ήταν οι οργανωτές των ετήσιων φεστιβάλ. Η επίσημη θέση του κράτους της Ανατολικής Γερμανίας σιγά-σιγά άλλαζε βέβαια, αλλά χρειάστηκα πέντε χρόνια μέχρις ότου μπορέσω να παίξω το «Κάντο Χενεράλ» στο Βερολίνο και είχαμε ήδη φτάσει το 1980.
Σας είπα ότι η αναζήτησα συμμάχους σ’ αυτή την οργάνωση νέων, που όμως μη φανταστείτε τίποτα καταπληκτικό σ’ αυτή τη συνεργασία. Ξεκίνησε όμως ένα νέο κομμάτι στη ζωή μου και στη ζωή του Μίκη. Δεν έχω το χρόνο να σας δώσω πολλές λεπτομέρειες, αλλά όταν θα γράψω την ομιλία μου για να έχετε την πλήρη ομιλία μου στα πρακτικά, μπορείτε να δείτε πιο πολλές λεπτομέρειες και για το «Κάντο Χενεράλ».
Φαντάζομαι ότι δεν τα ξέρετε όλα, δεν ξέρετε τη δεύτερη, τρίτη συμφωνία, όλες τις λεπτομέρειες ίσως τις ξέρουν μόνο όσοι είναι πολύ κοντά στο έργο. Κάποια από τα έργα αυτά, έχουν στοιχεία που για μια χώρα σαν την πρώην Ανατολική Γερμανία ή για οποιαδήποτε δικτατορική χώρα, θα ήταν εκρηκτικά στοιχεία.
Σκεφτείτε το «’Αξιον Εστί» ή σκεφτείτε το «Κατά Σαδουκαίων», το τελευταίο τμήμα του. Θεωρούνταν επίθεση κατά του δικτατορικού καθεστώτος της χώρας μου, όπως και οποιουδήποτε άλλου δικτατορικού καθεστώτος. Είχαμε μια πολύ καλή ερμηνεία του «’Αξιον Εστί» στη Δρέσδη, στη Λειψία. Έγινε και ένας πολύ καλός δίσκος με το μεγάλο μειονέκτημα ότι ήταν στα γερμανικά. Είχε μεταφραστεί στα γερμανικά.
Και προφανώς στην Ελλάδα εσείς ξέρετε το ελληνικό, απόλυτα κατανοητό. Το «’Αξιον Εστί» είναι ένα από τα πολύ λίγα έργα του Μίκη που συνέχισαν να παίζονται και μετά την αλλαγή του 1990. Και ακόμη και σήμερα παίζεται το «’Αξιον Εστί» στο ανατολικό κομμάτι της Γερμανίας. Ο Χ. Χέγκελ που ήταν ο Διευθυντής ορχήστρας που είχε οριστεί ήταν επίσης γεννημένος στις 29 Ιουλίου, πέντε χρόνια πριν απ’ τον Μίκη όμως.
Δείχνει την πρώτη εκτέλεση και ζήτησε ο Χέγκελ δύο πράγματα. Πρώτον, τη ραδιοφωνική χορωδία της Λειψίας και δεύτερον, του Βερολίνου. Ζήτησε να γίνουν κοινές πρόβες και ο Διευθυντής του φεστιβάλ μουσικής της Δρέσδης μου είπε «ας προσπαθήσουμε να βρούμε κάποιο τρόπο για να υπολογίσουμε το κόστος».
Κάναμε προσθέσεις, φτάσαμε στα 900 χιλιάδες μάρκα και είπαμε ακριβό βγαίνει, αλλά δεν πειράζει. Στη χώρα μου πρέπει να σας πω ότι περιέργως πως, τα χρήματα δεν ήταν ποτέ πρόβλημα. Κάπου βρισκόντουσαν χρήματα όταν το καθεστώς το ήθελε. Πάντως απέτυχε η προσπάθεια για γελοίους λόγους. Δεν μπορούσαμε να έχουμε και τις δύο χορωδίες μαζί, γιατί δεν βρίσκαμε κανένα μέρος που να έχει αρκετά ξενοδοχεία, αρκετές κλίνες ξενοδοχείων και για τις δύο χορωδίες.
Κοιτάξτε εμπόδια που πρέπει καμιά φορά να ξεπερνάει η τέχνη. Ζητώ συγνώμη όμως και πρέπει να φτάσω στο τέλος της ομιλίας μου. Γνωρίζω ότι υπήρχαν κάποια παράπονα από φίλους συνθέτες κλπ. Διάφορα παράπονα, διάφοροι λόγοι. Ένα μόνο θέλω να αναφέρω που το θεωρώ σημαντικό.
Κατά τη γνώμη τους ο Μίκης δεν συνεισφέρετε στη σύγχρονη ΝΕΑ μουσική. Κατά τη γνώμη τους, κατά την περιορισμένη οπτική τους γωνία έχουν δίκιο. Δεν έκανε καμιά συνεισφορά στη δική τους νέα μουσική ο Μίκης. Και αυτό θα πρέπει να το δούμε καθαρά σαν εισαγωγή νέων ηλεκτρονικών στοιχείων. Είναι μία προσέγγιση προς τη μουσική που είναι πολύ υλιστική.
Αυτή τη μουσική τη γνώρισε ο Μίκης στη Γαλλία με τον Μεσιάν. Αλλά ποτέ δεν ήταν δικός του τρόπος να φτιάχνει μουσική. Μιλώντας για την αισθητική στο Μίκη, πρέπει να πούμε ότι αυτή την αισθητική υλιστικής κατεύθυνσης, την αντικατέστησε με μία αισθητική προσωπικής, ανθρώπινης και κοινωνικής κατεύθυνσης και κοινωνικής ευθύνης.
Αυτό μάλιστα αποτελεί και λόγο για να επανεξετάσουμε τις αισθητικές μας προσεγγίσεις. Βέβαια για πολλούς θα παραμείνει μόνο ένα όραμα αυτό. Αυτός ο κόσμος της μουσικής και ιδιαίτερα ο κόσμος της νέας μουσικής, απαιτεί μια νέα σκέψη, μια νέα προσέγγιση και ίσως ο Μίκης να καταφέρει να ολοκληρώσει και αυτή την υπέρβαση.
Ο Μίκης με κάνει να πιστεύω ότι υπάρχουν θαύματα. Το ότι γιορτάζουμε τα γενέθλιά σου, με το Μίκη απέναντί μου, γεμάτο ζωτικότητα, είναι κάτι ενάντια στους νόμους των πιθανοτήτων. Ο Θεός μόνο ξέρει πόσες φορές ο χάρος προσπάθησε να πάρει το Μίκη κοντά του. Και μόνο ο Θεός ξέρει πόσες φορές ο χάρος απέτυχε.
«Οι δρόμοι του αρχαγγέλου» είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας σου. Οι δρόμοι των φυλάκων αγγέλων, γιατί πρέπει να έχεις χιλιάδες φύλακες αγγέλους και πρώτα απ’ όλους τη Μυρτώ. Τα πράγματα πολλές φορές αλλάζουν, αλλάζουν ριζικά και ακόμα και οι φύλακες άγγελοι δεν ήταν αυτό που ήταν παλιότερα.
Μη τις κουράζεις αυτούς τους φύλακες αγγέλους. Τουλάχιστον τα επόμενα 40 χρόνια λυπήσου τους. Σε αγαπάμε.
Πέτερ Τζάχερ (Peter Zacher)
Γεννημένος στο Βερολίνο το 1939. Από το 1957 έως 1965 πραγματοποίησε τις σπουδές του στη Λειψία (Θεολογία, Μουσική) και Δρέσδη (Τεχνικός Μετρήσεων), ενώ παράλληλα πήρε μαθήματα στο τραγούδι και τις ξένες γλώσσες. Από το 1965 ασχολείται με τη μετάφραση ως ελεύθερη δραστηριότητα (κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά πεδία), ως επιστημονικός σύμβουλος σε θέματα μουσικής (ειδίκευση στη διεθνή λαογραφία, ελληνική μουσική και στη μουσική του Ιουδαϊκού Πολιτισμού) και μελέτησε με έλληνες και γερμανούς ερασιτέχνες δασκάλους μουσικής. Έχει επίσης συνθέσει και εκδώσει συλλογές με λαϊκά τραγούδια, και η ευρεία δραστηριότητα του επεκτάθηκε με εισηγήσεις, παράδοση μαθημάτων και δημοσιεύσεις σε επιστημονικές εκδόσεις.
Από το 1980 έχει τη μουσικoεπιστημονική και δραματουργική φροντίδα των συμφωνικών και μετασυμφωνικών έργων του Μίκη Θεοδωράκη (7 πρώτες εκτελέσεις). Εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας κριτικός μουσικής με επιπλέον ειδίκευση στη σύγχρονη μουσική και διασταυρούμενους τομείς (Crossover-Bereiche). Από το 1984 είναι συνεργάτης σε μουσικοχορευτικές παραγωγές και από το 1990, εκτός από έντονη δημοσιογραφική δραστηριότητα, συνεργάζεται σε επιστημονικές εκδόσεις (οδηγούς μουσικής), επεξεργάζεται προγράμματα (π.χ. για τις εορταστικές εκδηλώσεις του Salzburg) και κείμενα σε ένθετα βιβλιαράκια από CD και έχει μεταφράσει πολλά βιβλία από την Αμερική και την Αγγλία. Αναπτύσσει επίσης, ευρεία δραστηριότητα σε τιμητικές θέσεις Δήμων και Κοινοτήτων.