skip to Main Content

ZÜLFÜ LIVANELI

Ομοιότητες και διαφορές των μουσικών παραδόσεων τα Ελλάδας και της Τουρκίας ως πηγές έμπνευσης στο έργο των Μίκη Θεοδωράκης και Zülfü Livaneli

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες του 20ου αιώνα. Αυτός ο σκληρά εργαζόμενος και παραγωγικός καλλιτέχνης συνέθεσε πάνω από χίλια έργα μεταξύ των οποίων τραγούδια, κύκλους τραγουδιών, ορατόρια, συμφωνίες, αλλά και μουσική για μπαλέτο, όπερες, τραγωδίες σύγχρονο θέατρο και κινηματογράφο. Οι αξέχαστες μελωδίες του έχουν ήδη γίνει ένα αθάνατο κομμάτι της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για έναν μουσικό.

Φυσικά οι μελωδίες του αγαπήθηκαν όχι μόνο από το ίδιο του το λαό, αλλά και από λάτρεις της μουσική σ’ όλο τον κόσμο. Είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς τις μελωδίες που έγραψε για το μπουζούκι του Ζορμπά, ή την μουσική που συνέθεσε για την ταινία Ζ.

Τα τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από διάσημους σολίστες, οι συνθέσεις του, όπως το «Canto Olympico», το οποίο συνέθεσε για την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων της Βαρκελώνης, και το «Canto General» που έγραψε με βάση ένα ποίημα του Pablo Neruda, έχουν επηρεάσει σημαντικά στην εποχή μας.

Υπάρχει μια ωραία ανέκδοτη ιστορία την οποία διηγείται ο Θεοδωράκης, που λέει για το όπως αποφάσισε να γίνει μουσικός. Ήταν το 1942, κατά την Γερμανική Κατοχή, που για πρώτη φορά άκουσε συμφωνική ορχήστρα ο Θεοδωράκης. Ήταν στο σινεμά, στην προβολή μιας γερμανικής ταινίας, και το κομμάτι που έπαιζε η ορχήστρα ήταν 9η Συμφωνία του Μπετόβεν. Ο Θεοδωράκης ήταν τότε 17 χρόνων, και, ενώ άκουγε, ένιωθε σίγουρος μέσα στην καρδιά του ότι θα γινόταν συνθέτης.

Πιστεύω ότι υπάρχουν δύο πλευρές στο έργο ενός καλλιτέχνη: η αισθητική του ποιότητα και η λειτουργία του. Η αισθητική αξία ενός καλλιτεχνικού έργου μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη, αλλά η δημιουργία του να παραμένει λειτουργική σε κάποιο ιστορικό περιβάλλον. Όταν λέω λειτουργικό, εννοώ ότι μπορεί να έχει μια αλλάξει τον πολιτισμό. Μπορεί να αλλάξει ορισμένες πολιτιστικές αξίες για πάντα.

Το αντίθετο ισχύει επίσης. Το έργο ενός καλλιτέχνη μπορεί να έχει μια αναμφισβήτητη αισθητική αξία, αλλά να παραμένει απομονωμένο, χωρίς να μπορεί να αγγίξει τους ανθρώπους και χωρίς να μπορεί να αλλάξει τον πολιτισμό τους, τις αντιλήψεις τους, τις σκέψεις τους…

Ωστόσο, ο Θεοδωράκης μπόρεσε να ενώσει και τις δύο αρετές μέσα στις συνθέσεις του. Εκείνο είναι που τον κάνει ξεχωριστό. Με τις αναμφισβήτητης ποιότητας συνθέσεις του μπόρεσε να έχει απήχηση και να αγγίξει εκατομμύρια ανθρώπους στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο. Επίσης, ξεκίνησε μια μουσική επανάσταση στην χώρα τους, της οποίας οι επιπτώσεις έγιναν αισθητές στους μουσικούς όλου του κόσμου.

Υπήρξα ένας από τους πολλούς μουσικούς που θαύμαζαν πολύ τον Μίκη Θεοδωράκη και το δημιουργικό του έργο. Επηρεάστηκα ιδιαίτερα από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε την μουσική παράδοση της χώρας του.

Η Ελλάδα έχει πολύ πλούσια και ζωντανή πολιτιστική και μουσική παράδοση, και αυτός ο θησαυρός υπήρξε κύρια πηγή έμπνευσης του Θεοδωράκη. Έπλασε και αναμόρφωσε την ουσία, το πνεύμα αυτής της παράδοσης απλά και μόνο, για να τη ξαναζωντανέψει σε νέες σύγχρονες φόρμες. Σε όλες τις συνθέσεις του μπορεί κανείς να βρει εκείνη την δημιουργική σύνδεση με τις πολιτιστικές του ρίζες.

Αυτό που ενώνει τον Θεοδωράκη κι εμένα ως μουσικούς είναι πάνω απ’ όλα η πίστη μας στην ανάγκη να ξεκινάμε από τις ρίζες μας, για να δημιουργήσουμε ένα αυθεντικό έργο τέχνης που θα μπορούσε να έχει παγκόσμια απήχηση. Όπως συμβαίνει με τον Θεοδωράκη, έτσι και η μουσική μου εμπνέεται από τις παραδοσιακές μορφές.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Θεοδωράκης ζούσε στο Παρίσι και ήταν στο ξεκίνημα μιας πολλά υποσχόμενης κλασικής μουσική καριέρας. Οι κλασσικές συνθέσεις του και οι συνθέσεις για τον κινηματογράφο ήταν αντικείμενο θαυμασμού.

Ωστόσο, ο Θεοδωράκης εγκατέλειψε τα πάντα και επέστρεψε στην Ελλάδα για να ακολουθήσει τα προσωπικά του καλλιτεχνικά ιδεώδη. Με την επιστροφή του στο λαϊκό τραγούδι άρχισε και η αναγέννηση της Ελληνικής μουσικής.

Αναζητούσε νέες μουσικές φόρμες. Στόχευε σε αυθεντικές συνθέσεις που θα αντικατόπτριζαν το αληθινό πνεύμα και τις ευαισθησίες της χώρας και του λαού του.

Τον απασχολούσε ένα κύριο ερώτημα: πώς να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης που θα έχει και απήχηση στο κοινό και την αποδοχή του. Ήθελε να απευθύνεται στις «μάζες», όχι σε ένα περιορισμένο ακροατήριο εκλεκτών. Ήθελε η μουσική του να αγγίξει τον λαό του.

Για τον Θεοδωράκη ήταν σημαντική η μελωδία. Παρατήρησε ότι οι μελωδίες είχαν αμεληθεί από τους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες λόγος των μορφικών τους ανησυχιών. Αυτό που ήθελε να καταφέρει ήταν να αποκαταστήσει τη μελωδία. Αλλά πίστευε στις φυσικές, αυθεντικές μελωδίες οι οποίες είναι ικανές να εκφράσουν πραγματικά ανθρώπινα συναισθήματα.

Η Ελληνική λαϊκή μουσική έχει ασυνήθιστα μελωδικό κόσμο. Οι μελωδίες και οι ρυθμοί της έχουν ταξιδέψει στο χρόνο, άλλαξαν και εξελίχθηκαν, και σήμερα είναι ακόμα ζωντανές. Έτσι ο Θεοδωράκης στράφηκε στην ελληνική λαϊκή μουσική ως αυθεντική πηγή των μελωδιών του και αναβίωσε αυτόν τον πλούσιο μελωδικό κόσμο.

Αυτά ήταν τα κύρια ζητήματα που τον οδήγησαν σ’ αυτήν την αναζήτηση νέων μορφών.

Δεν αναμόρφωσε μόνο τις μελωδίες αλλά και τους στίχους. Η ποίηση είναι αναμφισβήτητα η πιο εξελιγμένη από τις ελληνικές τέχνες. Επίσης, έχει μεγάλη θέση στη ζωή του Θεοδωράκη, ο οποίος έγραφε ποίησης ο ίδιος.

Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας μουσικός που συνέθεσε τραγούδια βασισμένα στην σύγχρονη ποίηση. Το πρώτο παράδειγμα ήταν ο κύκλος τραγουδιών «Επιτάφιος», τον οποίο συνέθεσε το 1959 και βασίζεται στην ποιητική σύνθεση του Ρίτσου. Ο Ελληνικός Λαός λάτρεψε τον «Επιτάφιο», αυτόν τον συνδυασμό λαϊκής μουσικής και σύγχρονης ποίησης. Έτσι άρχισε η αναγέννηση του ελληνικού τραγουδιού.

Ακολούθησαν και άλλοι κύκλοι τραγουδιών, ορατόρια και μετασυμφωνικά έργα στα οποία χρησιμοποιούσε χορωδία, σολίστες και παραδοσιακά όργανα μουσικής μαζί με σύγχρονα.

Το «’Αξιον Εστί» βασίζεται σε ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη και το «Canto General» σε ποίημα του Pablo Neruda, και τα δύο αποτελούν παραδείγματα της δημιουργικής μεγαλοφυΐας του Θεοδωράκη.

Σε όλες τις δημιουργίες του, το κείμενο, οι στίχοι ενός τραγουδιού είναι εξίσου σημαντικές με την ίδια τη μουσική. Έτσι ο Θεοδωράκης πάντα έψαχνε δραματικά ή ποιητικά κείμενα που θα εξέφραζαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις σημαντικότερες στιγμές της Ελληνικής ιστορίας.

Τον ενδιέφερε ιδιαίτερα να διηγηθεί το δράμα των γενιών που έζησαν την αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο. Ήθελε να εκφράσει τις λύπες τους και τον πόνο τους, τα όνειρά τους και απογοητεύσεις τους.

Τα ποιητικά κείμενα που χρησιμοποίησε ήταν αναμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας και προωθούσαν τις ανθρώπινες αξίες όπως την αγάπη, την ομορφιά, τη συμπόνια. Ενέπνεαν επίσης στο λαό την δύναμη να παλέψει για την ελευθερία και για τη δικαιοσύνη.

Όπως προανέφερα, η μουσική μου, όπως και του Θεοδωράκη, εμπνέεται από παραδοσιακές μορφές. Βλέπω τον εαυτό μου ως μέρος μια μουσικής παράδοσης που υπήρξε ζωντανή στην Ανατολία επί χίλια χρόνια σχεδόν. Αυτή η λαϊκή παράδοση, η οποία ονομάζεται, επίσης, «παράδοση ashik», έχει δημιουργήσει σπουδαίους ποιητές, όπως ο Yunus Emre, o Pir Sultan Abdal, o Karacaoglan, οραματιστές που ονειρευόταν την ενοποίηση της μουσικής και της ποίησης.

Πέραν της λαϊκής μουσικής, της οποίας η επιρροή υπήρξε αναμφισβήτητη, με επηρέασαν, επίσης, οι Έλληνες μουσικοί. Χάρη στον Θεοδωράκη, είχα την ευκαιρία να αποκτήσω βαθύτερη γνώση της ελληνικής μουσικής και των ελλήνων μουσικών. Αυτό το γεγονός έγινε αδιάσπαστο μέρος της μουσικής, της πολιτικής και της πολιτιστικής μου ταυτότητας.

Από τότε που ήμουν νέος ο Θεοδωράκης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής μας. Ενώ άκουγα τη μουσική του, θυμάμαι αναρωτιόμουν γιατί αυτό το άτομο δημιουργούσε τόσο θεϊκές μελωδίες. Αργότερα, ο Θεοδωράκης έγινε κάτι παραπάνω από έναν καλλιτέχνη που θαύμαζα εξ αποστάσεως. Έγινε ο φίλος μιας ζωής. Γνωριζόμαστε πάνω από 20 χρόνια τώρα, και όλα αυτά τα χρόνια γεμάτα αξέχαστες αναμνήσεις, μπορέσαμε να κτίσουμε μια σχέση που βασίζεται σε συναισθήματα αγάπης και σεβασμού ο ένας για τον άλλον.

Επίσης μας δόθηκε ευκαιρία να συνεργαστούμε σε διάφορα έργα, όχι μόνο μουσικά αλλά και πολιτιστικά και κοινωνικά. Ένα από τα προβλήματα ήταν ότι και οι δύο ενδιαφερόμασταν για την βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος. Από την αρχή νιώθαμε ότι ήταν μεγάλη ευθύνη των καλλιτεχνών και διανοούμενων να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Επίσης πιστεύαμε στην τέχνη και στην δύναμη της μουσικής. Έτσι δώσαμε συναυλίες, και κάναμε δίσκους από κοινού.

Ένα από τα σημαντικότερα μας σχέδια ήταν η ίδρυση της «Έλληνο-Τουρκικής Φιλίας» το 1986, ένας σύλλογος που έφερνε κοντά τους διανοούμενους, καλλιτέχνες και πολιτικούς από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Βλέπω τα προβλήματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ως προβλήματα οικογενειακά στην πραγματικότητα. Ο Τούρκικος και ο Ελληνικός Λαός έχουν τόσα κοινά στοιχεία. Ένα κοινό παρελθόν, έναν κοινό πολιτισμό..

Θα σας δώσω ένα ενδιαφέρον παράδειγμα. Όπως ίσως γνωρίζετε, σήμερα το ελληνικό και το τούρκικο κοινό έχουν αναπτύξει μια συμπάθεια για το ίδιο τηλεοπτικά σήριαλ, που λέει για την αγάπη ενός έλληνα νεαρού για μια κοπέλα τούρκικης καταγωγής. Αυτό που βλέπω είναι όταν οι λαοί των δύο πλευρών ξεφορτώνονται τις προκαταλήψεις τους, όλο και περισσότερο επιθυμούν να ξεχάσουν το παρελθόν και να διαλέξουν την ειρήνη και την φιλία.

Και πιστεύω ότι μέσω της «Έλληνο-Τουρκικής Φιλίας» καταφέραμε και προχωρήσαμε αρκετά ως προς την αλλαγή αυτά στις καρδιές και στα πνεύματα των ανθρώπων από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.

Πρέπει να πω ότι ο Θεοδωράκης είναι άνθρωπος του αγώνα. Η μουσική του καριέρα πήγαινε πάντα μαζί με τον πολιτικό του αγώνα. Υπήρξε ευαίσθητος όχι μόνο στα προβλήματα της ίδιας του της χώρας, αλλά και στα προβλήματα άλλων λαών σ’ όλο τον κόσμο. Όπως όλοι γνωρίζεται, έλαβε το βραβείο Lenin για την Ειρήνη το 1983, και αργότερα υπήρξε και υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

Η ζωή του ήταν θυελλώδη πράγματι. Μέχρι την δεκαετία του ’50 ο νέος Θεοδωράκης είχε περάσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την αντίσταση, τον εμφύλιο πόλεμο και την εξορία. Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια, δεν παραιτήθηκε ποτέ από τον αγώνα για την ειρήνη, την ελευθερία, την δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν παραιτήθηκε ποτέ από τα πιστεύω του και τα ιδεώδη του, και από εκείνα τα πιστεύω και ιδανικά που υπήρξαν πίσω από το δημιουργικό του έργο.

Η καλλιτεχνική δημιουργικότητα του Θεοδωράκη είναι πάντα γεμάτη από τους ηρωικούς πολιτικούς του αγώνες και αντιστρόφως. Τα δύο αυτά κομμάτια της ζωής του είναι αχώριστα.

Θα ήθελα να ευχηθώ ότι καλύτερο για τα 80α γενέθλια αυτού του θαυμάσιου καλλιτέχνη και αγαπημένου φίλου.

 

Ζουλφού Λιβανελί (Zülfü Livaneli)
Γεννήθηκε στην Τουρκία το 1946. Μετά το πραξικόπημα του 1970, ο Ζουλφού Λιβανελί αναγκάστηκε να φύγει από την χώρα του για να εγκατασταθεί στη Στοκχόλμη, στο Παρίσι και στην Αθήνα, πριν επιστρέψει και πάλι στην Τουρκία το 1984. Κατά την διάρκεια της ολοκληρωμένης μουσικής καριέρας του, ο Λιβανελί συνέθεσε πάνω από 300 τραγούδια, μια ραψωδία – η οποία ηχογραφήθηκε από την Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου – και ένα μπαλέτο. Τα τραγούδια του έφτασαν να γίνουν τραγούδια-σταθμοί, αντικείμενα λατρείας σε εθνικό επίπεδο και να παίζονται από σολίστες διεθνούς φήμης όπως τον Joan Baez, τη Maria del Mar Bonet, τον Udo Lindenberg, τη Μαρία Φαραντούρη, τη Χάρις Αλεξίου, την Kate Westbrook, και από πολλούς Τούρκους καλλιτέχνες. Επίσης συνέθεσε 5 μουσικά έργα για το θέατρο και 30 για τον κινηματογράφο, συμπεριλαμβανομένων και των βραβευμένων ταινιών του, The Road (Χρυσός Φοίνικας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Κανών) και The Herd.
Τα δισκογραφικά άλμπουμ του Λιβανελί κυκλοφόρησαν στην Ισπανία, στις ΗΠΑ, στη Σουηδία, στη Γερμανία, στην Ολλανδία και στη Γαλλία. Επίσης έχει δώσει εκατοντάδες συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Συμμετείχε στην παραγωγή κοινών άλμπουμ με διάσημους Έλληνες συνθέτες όπως τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μαρία Φαραντούρη και συνεργάστηκε επίσης με τον Μάνο Χατζιδάκι, την Giora Feidman, το συγκρότημα Chilean Inti Ilimani και τον Angel Parra.
Το 1982 το κοινό άλμπουμ «Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδάει Λιβανελί» («Maria Farandouri Sings Livaneli’s Songs») απέσπασε το «Βραβείο Καλύτερου ‘Αλμπουμ της Χρονιάς» στην Ελλάδα, το «Βραβείο Καλύτερου ‘Αλμπουμ της Χρονιάς» από την Ένωση Κριτικών Μουσικής στη Γερμανία, το Βραβείο Edison της Ολλανδίας. Επίσης, κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Μουσικού της Χρονιάς και Καλύτερης Κινηματογραφικής Μουσικής στην Τουρκία.
Το 2000 ο Λιβανελί έλαβε το «Βραβείο Καλύτερου Τραγουδιού» στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας. Αυτό το βραβείο, το οποίο είχε δοθεί στο παρελθόν και σε τραγουδοποιούς όπως τον Jacques Brel, τον Leonard Cohen και τον Leo Ferre, τιμά τους καλλιτέχνες που ξεκινάνε από την παράδοση για να δημιουργήσουν τις δικές τους μοναδικές συνθέσεις. Για τον ίδιο λόγο ο Λιβανελί, ένας από τους σύγχρονους τροβαδούρους της λαϊκής μουσικής παράδοσης της Ανατολίας, κρίθηκε άξιος αυτού του σημαντικού βραβείου.
Ο Λιβανελί κατέχει εξέχουσα θέση όχι μόνο ως μουσικός αλλά και ως συγγραφέας και σκηνοθέτης. Τα μυθιστορήματά του είναι The Eunuch of Constantinople (Ο Ευνούχος της Κωνσταντινούπολης), One Cat, One Man, One Death (Ένας άνθρωπος, μια γάτα, ένας θάνατος) και Bliss, και οι ταινίες του Mist και Iron Earth Copper Sky κέρδισαν εθνική και διεθνή αναγνώριση και βραβεία.
Παράλληλα με τη λαμπρή καλλιτεχνική του καριέρα, ο Λιβανελί υπήρξε και μια πολιτική μορφή με μεγάλη επιρροή τα τελευταία τριάντα χρόνια. Είναι ένας από τους επιφανέστερους υπερασπιστές της Έλληνοτουρκικής φιλίας και το 1986 ίδρυσε την Επιτροπή Έλληνοτουρκικής Φιλίας μαζί με τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Το 1995 έγινε Πρεσβευτής Καλής Θελήσεως της UNESCO και Ειδικός Σύμβουλος του Γενικού Διευθυντή, ως αναγνώριση της προσφοράς του για την παγκόσμια ειρήνη. Το 2002 εκλέχθηκε βουλευτής.

Back To Top