skip to Main Content

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ “ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ” (31-7-2005)

Θέλω κατ’ αρχήν να εκφράσω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη προς την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων και τον Νομάρχη Γιώργο Κατσανεβάκη και όλους όσους εργάσθηκαν για να πραγματοποιηθεί αυτό το άψογο από κάθε άποψη Συνέδριο. Δεν έχω λόγια να ευχαριστήσω έναν-έναν τους παράγοντες και οργανωτές, που με τόση αγάπη, αφοσίωση, υπευθυνότητα και σοβαρότητα έφεραν σε πέρας ένα πραγματικά τιτάνιο έργο που τιμά τα Χανιά και όλη την Κρήτη.

Να ευχαριστήσω επίσης τον Δήμο Κυδωνιάς και τον Γαλατά για το θαυμάσιο Κρητικό γλέντι που μας πρόσφεραν τόσο πλουσιοπάροχα και γενναιόδωρα και που μας έφεραν τόσο κοντά στις ρίζες της Κρήτης. Να χαιρετήσω τέλος την παρουσία τόσων και τόσων αγαπητών φίλων και σημαντικών ανθρώπων που μου έκαναν την τιμή να ασχοληθούν με την ζωή και το έργο μου με όλη την σοβαρότητα, την αξία και την σοφία που τους διακρίνει και τους ξεχωρίζει ως επιστήμονες, καλλιτέχνες, πνευματικούς ανθρώπους, άξιους και υπεύθυνους πολίτες.
Αυτό το τριήμερο που έζησα εδώ, αποτελεί ορόσημο στη ζωή μου αλλά και μια ευχάριστη έκπληξη για όσα σοβαρά και πολλές φορές πρωτόγνωρα ακούστηκαν, που φωτίζουν άγνωστες για τους πολλούς πλευρές του έργου μου.

Έστω και αργά νοιώθω σαν να έγινε μια κάποια αρχή προς αυτή την κατεύθυνση, πράγμα παρήγορο όταν υπολογίσουμε ότι έχω συμπληρώσει μισό αιώνα συνεχούς παρουσίας χωρίς εν τούτοις να έχει δοθεί έως τώρα η ευκαιρία για μια σοβαρή και εις βάθος αποτίμηση του έργου και των ιδεών μου εν γένει.

Το γεγονός αυτό συνέτεινε ώστε η ψυχική απομόνωση στην οποία ως καλλιτέχνης αναγκάστηκα να ζήσω από τα παιδικά μου ήδη χρόνια, αφού συνεχίστηκε με την αναγκαστική μου απομόνωση κατά την διάρκεια του Εμφυλίου και στην δεκαετία που ακολούθησε, συνεχίστηκε ουσιαστικά και μετά την πτώση της δικτατορίας, γιατί ανεξάρτητα από την πολυποίκιλη και πολυσήμαντη παρουσία μου στο προσκήνιο της εθνικής ζωής, με φυλάκιζε, με απομόνωνε και πάλι η διαπίστωση ότι στην ουσία παρέμενα άγνωστος.

Η αλήθεια είναι ότι απ’ τη μια πλευρά η ιδιοσυγκρασία μου και από την άλλη οι συνθήκες ζωής και τα ιστορικά γεγονότα με οδηγούσαν σε ατραπούς μοναχικές. Κι αυτό γιατί με είχε κατακυριεύσει από τα πρώιμα ήδη χρόνια ένας άκρατος ιδεαλισμός, ο οποίος στην ουσία με απογείωνε υποκειμενικά ανεξάρτητα από την όποια κατά καιρούς δραστηριότητα μου. Σε άλλες συνθήκες θα έπρεπε να κλειστώ στον εαυτό μου, να αδιαφορήσω για τα γύρω μου και να αφοσιωθώ στις σκέψεις, τις φαντασιώσεις, τις πεποιθήσεις και τους οραματισμούς μου. Στη δική μου όμως περίπτωση συνέβησαν ορισμένα περίεργα και αντιφατικά πράγματα, που καθόρισαν την ιδιομορφία στην πορεία της ζωής μου και που μπορεί να συνοψισθούν σε δύο λέξεις: Χρέος και Μουσική. Και ήταν ευτύχημα για μένα το ότι τα Ηθικά με τα Καλλιτεχνικά στοιχεία που υπερίσχυσαν μέσα μου όχι μόνο δεν αντιπάλεψαν το ένα το άλλο αλλά προσπάθησαν να συνεργαστούν, να εναρμονιστούν και να αποτελέσουν τελικά μια περίεργη και εντελώς πρωτότυπη Ενότητα, που είναι αδύνατον να καταταγεί στα κοινώς και κοινωνικώς παραδεδεγμένα.

Έτσι το μεν Χρέος επηρέαζε την Τέχνη, η δε τέχνη επηρέαζε το Χρέος. Με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό; Η απάντηση βρίσκεται μέσα στην διαμόρφωση του Μουσικού μου έργου καθώς και των ιδεών που καθοδήγησαν την κοινωνική και πολιτική μου συμπεριφορά.

Και σκέπτομαι τώρα ότι ίσως αυτή η ιδιομορφία να υπήρξε τελικά το εμπόδιο για την έλλειψη της ουσιαστικής γνωριμίας εις βάθος τόσο του έργου μου όσο και των ιδεών μου.

Συνήθως η Ηθική είναι το στοιχείο που μας οδηγεί προς το θρησκευτικό συναίσθημα. Αντιθέτως εμένα η θρησκευτική μου ιδιοσυγκρασία -που κυριαρχεί στην εσωτερική μου ζωή- ξεκίνησε μάλλον από την Επιστήμη και ειδικά από την συντριπτική εντύπωση που μου προξένησε η γνωριμία του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου συνάμα και που η πεμπτουσία τους συνοψίζεται στην διαλεκτική αρχή: θέση –αντίθεση – σύνθεση, με την τελειότητα της συνύπαρξης των θετικών με τα αρνητικά στοιχεία, όπου η ισόρροπη αντίθεση τους γεννά την Αρμονία. Εάν δει κανείς τα πρώτα μεγάλα έργα της εφηβείας μου, θα διαπιστώσει ότι το κύριο θέμα που με απασχολούσε ήταν ο θεός, ως το ιδεατό Κέντρο από όπου εκπορεύεται αυτή η θαυμαστή ισορροπία των αντιθέσεων που δημιουργεί τη ζωή. ‘Αλλωστε το πρώτο ημιτελές ορατόριο που συνέθεσα σε ηλικία 16 ετών, ονομάζεται απλά «θεός». Το δεύτερο ολοκληρωμένο αυτή τη φορά έργο 1942-45), η Συμφωνία αρ. 1, έχει σαν βασικό ποιητικό πυρήνα την προσπάθεια να ανακαλύψω τον θεό.

Αυτή η αναζήτηση του θεού στο έργο αυτό με οδηγεί σε δύο βασικούς ύμνους που κινούνται προς αντίθετες Κατευθύνσεις. Το Σκότος δηλαδή το Χάος; Και το Φως δηλαδή την ενέργεια (η κατά τον Αριστοτέλη εντελέχεια), η οποία μετατρέπει την ύλη σε «είδος»; Και ποιο είναι αυτό το «είδος»; Σαν αστραπή φώτισε τότε τον νου μου ότι αυτό το «είδος» που συνάμα είναι η αιτία και το τέλος των πραγμάτων, το «είδος» άνευ ύλης, το «είδος» του εν δυνάμει όντως, η θεότης, η καθαρά ενέργεια η οποία ακίνητη κινεί τον κόσμο, είναι η Αρμονία! Η Αρμονία που δημιουργεί και συγχρόνως εκπορεύεται από το Σύμπαν. Δηλαδή η Συμπαντική Αρμονία και το Κέντρο αυτής ο θεός. Ο Θεός – Νόμος. Ο Νόμος της Συμπαντικής Αρμονίας! Επομένως τα στοιχεία της Ηθικής και της Τέχνης -το Χρέος και η καλλιτεχνική δημιουργία – έμπαιναν κάτω από την σκεπή ενός καθαρά θρησκευτικού «πιστεύω», που τακτοποιούσε μέσα μου τις μεταφυσικές μου αναζητήσεις και ανησυχίες. Γνώριζα πλέον από πού έρχομαι και πού πάω, ποιος είμαι, γιατί είμαι και τι πρέπει να πράξω ώστε να συντονιστώ απόλυτα και ολοκληρωτικά με τους Νόμους που εκπορεύονται από το Κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας.

Έτσι από πολύ νωρίς κατακτήθηκα και αφέθηκα στη μαγεία αυτών των ιδεών έχοντας την τύχη να υπηρετώ την κατ’ εξοχήν τέχνη της Αρμονίας: τη Μουσική. Έκτοτε τίποτε δεν διατάραξε αυτό το μαγικό ταξίδι. Μονάχα όφειλα να καλλιεργώ και να κατευθύνω τον εαυτό μου προς δύο παράλληλες κατευθύνσεις, τη Μουσική και τις Ιδέες, γιατί θα έπρεπε να δημιουργώ και ταυτόχρονα να βιώνω με όλους τους πόρους του σώματος και της ψυχής μου τη δωρεά της ζωής σε όλες τις μορφές και τις διακυμάνσεις, όσο κι αν θα μου στοίχιζε κάτι τέτοιο.

Δεν με φόβιζε το Χάος, γιατί γνώριζα ότι είχα την εντελέχεια να οδηγούμαι δια της μουσικής στην κατάκτηση του «είδους» είτε με την μορφή ενεργητικών αντιδράσεων είτε κυρίως με την δημιουργία έργων που να εκφράζουν τον πυρήνα της Αρμονίας.

Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι είχα τη δύναμη να γράφω μουσική σε συνθήκες απόλυτου Χάους όπως λόγου χάρη ήσαν αυτές των διωγμών, της παράνομης δραστηριότητας, της Γενικής Ασφάλειας, των Φυλακών, των Εξοριών και της Μακρονήσου. Όχι, δεν υπήρξα τέρας, ώστε να μην αισθάνομαι πού βρίσκομαι, να μην έχω φόβο, να μην πονώ και να μην πανικοβάλλομαι όπως κάθε άνθρωπος. Όμως υπήρχε πάντοτε ένα απόθεμα ενέργειας μέσα μου, ικανό να με ανυψώσει από την τραγική πραγματικότητα δημιουργώντας κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σαν ζωτικό αντίδοτο μουσικές ιδέες οι οποίες τελικά με βοηθούσαν να αποστασιοποιηθώ και ανεξάρτητα από τα σωματικά μου τραύματα να βρίσκω την αναγκαία ψυχική γαλήνη, να περνώ τελικά πάνω από τα γεγονότα και κυρίως πάνω από την αθλιότητα των ανθρώπων.

Εάν κατά τη διάρκεια αυτής της εσωτερικής ψυχικής και πνευματικής διαδρομής επέλεγα το Α ή το Β είδος μουσικής είτε την α ή την β μορφή δράσης μέσα από τις δυσανάγνωστες ατραπούς της ιστορίας, είναι βεβαίως στοιχεία σημαντικά, γιατί αυτά είναι που διαμορφώνουν το έργο και τις πράξεις μας, όμως στην περίπτωση μου τα κριτήρια με τα οποία γεννήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν τα μεν και τα δε δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιων γνωστών και παραδεκτών από τους ανθρώπους εξωτερικών κανόνων και συμπεριφορών αλλά κυρίως εσωτερικών αιτίων, αναγκών και διεργασιών, ώστε να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στα δύο βασικά στοιχεία, την Ηθική και την Τέχνη, χωρίς να ξεφύγω από τα πλαίσια των θρησκευτικών κανόνων του Νόμου της Συμπαντικής Αρμονίας.

Πρακτικά όταν ένας συνθέτης αποφασίζει να ενώσει την τέχνη του με τον πυρήνα των ιστορικών γεγονότων και μάλιστα σε εποχές ηφαιστειακών εκρήξεων, το πρώτο πράγμα, νομίζω, που θα πρέπει να εξετάσει ένας τρίτος, γιατί έχει προφανώς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι το κατά πόσον το έργο του εκφράζει αυτή την πραγματικότητα κι ακόμα με ποιο τρόπο αυτή η πραγματικότητα μετουσιώνεται μέσα στο μουσικό του έργο.

Όπως είναι γνωστό, κάθε συνθέτης σε κάθε εποχή συνέθετε ύστερα από μια παραγγελία είτε για κάποιον πρακτικό λόγο. Λ. χ. να παιχτεί σε θέατρο, σε ορχήστρα, σε όπερα κλπ. Μέσα στις συνθήκες του Εμφυλίου (1945 και πέρα) από ποιον έπαιρνα τάχα τις δικές μου παραγγελίες; Και για ποιον λόγο έγραφα αυτές τις μουσικές; Με ποιον προορισμό και ποιον αποδέκτη; Είναι φανερό ότι βρισκόμουν εκτός τόπου και χρόνου. Ήμουν κυριολεκτικά στο πουθενά, συνέθετα για το πουθενά και το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόμουν βρισκόταν στο πουθενά. Πώς αλλιώς λοιπόν μπορώ να χαρακτηρίσω αυτή την παράλογη προσπάθεια μου παρά σαν μια βαθύτατη θρησκευτική πράξη, ώστε να μείνω πιστός στους δικούς μου αγίους και στον δικό μου θεό;

Σκέφτομαι όμως ότι δεν θα είχα λόγο να τα εκθέσω όλα αυτά μπροστά σας, μιας και αποτελούν εκμυστηρεύσεις εκ βαθέων, που σε τελική ανάλυση αφορούν εμένα και μόνο, εάν δεν συνέπιπτε αυτή η ιστορική θύελλα που κατέγραψα με την μουσική μου να είναι συγχρόνως η πιο δραματική και γι’ αυτό η πλέον σημαντική σελίδα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Αυτή που σημάδεψε δια πυρός και σιδήρου τον ελληνικό λαό, τον μετάλλαξε εκ βάθρων, τον αναδιαμόρφωσε και τον έκανε κάποιον άλλον, που αν και πέρασαν έκτοτε τόσα χρόνια, ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουμε για ποιον πραγματικά λόγο υποβλήθηκε στην δοκιμασία του εμφυλίου πολέμου.

θα τολμούσα να πω, ότι ίσως κατά βάθος να μην θέλουμε να γνωρίσουμε την αλήθεια. Και αυτό το νοιώθω σαν συνθέτης, όπου παρ’ όλες τις προσπάθειες μου αντιλαμβάνομαι ότι τα έργα μου – μαρτυρίες αυτής της τραγικής και κοσμογονικής εποχής συναντούν μια ενστικτώδη άρνηση που δεν έχει αισθητικά αλλά κυρίως ψυχολογικά και βιωματικά ελατήρια. Όπως εξ άλλου θα συμβεί και με τα έργα μου της περιόδου της Χούντας, επίσης σημαντικής και δραματικής εποχής για τον ελληνικό λαό.

Όπως είπα και άλλοτε, η εθνική μας πραγματικότητα εξακολουθεί να καθορίζεται από κρυμμένες αλήθειες και ιστορικές αλλοιώσεις που μας αποπροσανατολίζουν και δημιουργούν μια νόθα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που αποδυναμώνει τους συνεκτικούς δεσμούς -αυτούς που βρίσκονται πολύ πιο βαθιά από την ρέουσα πραγματικότητα- και που πλάθουν τους Λαούς και τα Έθνη και που η γνώση τους αποτελεί βασική προϋπόθεση για να πάνε μπροστά. Αυτό το διαρκές βάλτωμα της εθνικής ζωής οφείλεται κατά τη γνώμη μου στο γεγονός ότι από το τέλος του Εμφυλίου έως σήμερα, χτίζουμε επάνω σε ένα Ψέμα! Και έτσι στην ουσία δεν θέλουμε είτε μας εμποδίζουν να μάθουμε την ίδια μας την ιστορία.

Αυτό ακριβώς το ψέμα θέλησα να αποκαλύψω με το Τραγούδι τον νεκρού αδελφού που ενώ το αγκάλιασε η αγάπη σύσσωμου του ελληνικού κοινού, αποκηρύχθηκε και κυνηγήθηκε από τις πολιτικές ηγεσίες της Δεξιάς, της Αριστεράς και του Κέντρου. Να ποια είναι με λίγα λόγια η άποψη μου για τον Εμφύλιο Πόλεμο. Εφ’ όσον το ΕΑΜ είχε δυο εκατομμύρια οπαδούς (στα 7 εκατομμύρια που ήταν τότε η Ελλάδα) αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού υπήρξε συμφιλιωμένη, συνενωμένη και συναδελφωμένη στον κοινό αγώνα και πίσω από κοινά οράματα. Αυτό φάνηκε και στην απελευθέρωση του Οκτώβρη του 1944, όπου οι πανηγυρισμοί ήταν καθολικοί χωρίς ίχνος κομματικών ή άλλων αντιθέσεων. Απόδειξη ότι οι ΕΑΜίτες υποδέχονταν σαν ήρωες και .απελευθερωτές τους εγγλέζους κρατώντας μαζί με τις κόκκινες σημαίες τις αγγλικές και τις αμερικάνικες δίπλα-δίπλα.

Κι αυτή η ενότητα στη βάση του λαού είναι που διευκόλυνε στη δημιουργία της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, δεδομένου ότι οι όποιες αντιρρήσεις υπήρχαν, περιορίστηκαν σε περιορισμένους κύκλους πολιτικών στελεχών.

Βεβαίως την ίδια στιγμή άρχισαν οι μηχανορραφίες του Τσώρτσιλ που είχαν σαν στόχο να οδηγήσουν το ΕΑΜ στη γωνία και να διαιρέσουν τον ελληνικό λαό. Όλα αυτά είναι γνωστά. Εκείνο όμως που θέλω να τονίσω είναι ότι οι φανατικοί που είτε σαν επιτιθέμενοι είτε σαν αμυνόμενοι ξεκίνησαν την εμφύλια διαμάχη ήταν όλοι-όλοι μια ασήμαντη μειοψηφία. Κι αυτό γιατί ο λαός που είχε βγει ενωμένος από το καμίνι του πολέμου δεν είχε λόγους να διαιρεθεί. Ούτε οικονομικούς ούτε κοινωνικούς ούτε πολιτικούς ούτε ιδεολογικούς. Εξ άλλου το ίδιο το ΕΑΜ δεν είχε την εποχή εκείνη δημιουργήσει την εντύπωση ότι προσβλέπει στην επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας. Δεν είχε κυβερνητικό πρόγραμμα ούτε άμεσους στόχους εξουσίας και μάλιστα σοσιαλιστικής. Αν εξ άλλου στόχευε στην επαναστατική κατάληψη της εξουσίας, είχε όλες τις δυνατότητες και όλη την άνεση να το κάνει, δεδομένου ότι μετά την αποχώρηση των Γερμανών υπήρχε παρατεταμένο κενό εξουσίας χωρίς να γίνει η παραμικρή απόπειρα από μέρους του ΕΑΜ-ΚΚΕ που κατείχαν το μονοπώλιο της ένοπλης δύναμης στην Αθήνα και σχεδόν σε όλη τη χώρα και μπορούσε εύκολα να κατακτήσει όλα τα κέντρα της εξουσίας και να κάνει επαναστατική κυβέρνηση.

θα προσπαθήσω να εξηγήσω όσο πιο σύντομα μπορώ τι εννοώ με το ΜΕΓΑ ΨΕΜΑ…

Κομβικό σημείο της νεώτερης μας ιστορίας είναι η Συμφωνία του Λιβάνου (1944). Ποια είναι η τελική εικόνα που έχει επικρατήσει; Ότι ήταν μια παγίδα καλοστημένη από τον Τσώρτσιλ με υποχείριο του τον Παπανδρέου και θύμα το ΕΑΜ. Το ψέμα αρχίζει κατά την γνώμη μου από την στιγμή που οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές παραδέχτηκαν τους ρόλους αυτούς, ο μεν λέγοντας ότι το έκανε για να σώσει την Ελλάδα από τον κομμουνισμό με την βοήθεια των ‘Αγγλων και οι δε γιατί οι εκπρόσωποι που έστειλαν στον Λίβανο αποδείχθηκαν ανίκανοι παρασύροντας με το λάθος τους στην παγίδα ολόκληρο το ΕΑΜ που αν και -έστω εκ των υστέρων- είχε αντιληφθεί το τι είχε γίνει, δεν μπόρεσε να το επανορθώσει όσο ακόμα υπήρχε καιρός.

Μπορεί όμως στην πραγματικότητα να συνέβησαν όλα αυτά τα αποκρουστικά και απίστευτα φαινόμενα σε μια ιστορική μάλιστα στιγμή που οι Έλληνες στο σύνολο τους ζούσαν τυλιγμένοι μέσα σε μια πρωτοφανή πατριωτική έξαρση που τη δυνάμωνε η προοπτική της νίκης; Δηλαδή θα πρέπει να αποκλείσουμε κάθε ίχνος αγνού πατριωτισμού στις προθέσεις αυτών που πήγαν στον Λίβανο; Κι αν ο πατριωτισμός και μάλιστα ο αγνός, μπορεί να θεωρηθεί ρομαντική πολυτέλεια, μήπως δεν υπήρχαν λόγοι ουσιαστικοί ικανοί να οδηγήσουν τις δύο αντίπαλες παρατάξεις, το ΕΑΜ και τους άλλους, σε συμφωνία, με σκοπό την μεταπολεμική τους συνεργασία, μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά;

Μήπως το ΕΑΜ δεν γνώριζε ότι δεν μπορούσε να κυβερνήσει μόνο του σε μια, χώρα με κατεστραμμένη οικονομία που κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να γίνει θύμα λιμού από την παντελή έλλειψη τροφίμων και με μηδαμινές δυνατότητες για μια ταχεία ανάκαμψη χωρίς βοήθεια. Και ότι αυτή η βοήθεια δεν μπορούσε να προέλθει παρά μόνο από τον δυτικό κόσμο; Μήπως οι ηγέτες του ΕΑΜ δεν είδαν ότι τα σοβιετικά στρατεύματα σταμάτησαν στα βόρεια σύνορα μας, ενώ οι ‘Αγγλοι αποβιβάζονταν και μάλιστα σαν απελευθερωτές στις ελληνικές ακτές επιβεβαιώνοντας έτσι στην πράξη την ύπαρξη στρατιωτικών ζωνών τουλάχιστον επιχειρησιακής επιρροής;

Επομένως και αν ακόμα το ήθελαν, δεν θα μπορούσαν να έχουν ούτε οικονομική αλλά ούτε και στρατιωτική συνδρομή από βορρά. Τα γεγονότα άλλωστε έδειξαν ότι δεν υπήρχε η παραμικρή συμφωνία ανάμεσα στο ΚΚΕ και στον Στάλιν, ο οποίος ειδικά εκείνη την περίοδο είχε άλλες επείγουσες προτεραιότητες. Όμως πέρα και πάνω από όλα αυτά υπήρχε η ίδια η ελληνική πραγματικότητα που είχε οδηγήσει το ΕΑΜ στην διατύπωση ενός μετριοπαθούς αλλά ρεαλιστικού προγράμματος που το εξέφραζε πιστά μία και μόνο λέξη: «Λαοκρατία». Πράγματι η Λαϊκή Δημοκρατία σαν περιεχόμενο διακυβέρνησης ήταν ραμμένη και κομμένη στα μέτρα του Ελληνικού Λαού παίρνοντας υπ’ όψιν του τόσο την πολιτική και ιδεολογική του ωριμότητα όσο και τις αντικειμενικές συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας, τις οικονομικές δυνατότητες καθώς και το νέο διεθνές περιβάλλον που άρχισε να διαμορφώνεται, ιδιαίτερα στην περιοχή μας.

Υπήρχαν λοιπόν λόγοι ρεαλιστικοί, ουσιαστικοί και πατριωτικοί, ικανοί να οδηγήσουν το ΕΑΜ στην αναζήτηση συμμαχιών προκειμένου να αντιμετωπισθούν με κοινή προσπάθεια τα τεράστια προβλήματα που άφηνε πίσω του ο πόλεμος. Επομένως κατά την άποψη μου δεν πήγαν στον Λίβανο σαν πρόβατα για σφαγή, όπως θέλουν να τους παρουσιάζουν και όπως δυστυχώς θέλουν εκ των υστέρων να παρουσιάσουν και οι ίδιοι τον εαυτό τους αλλά σε αναζήτηση μιας λύσης εθνικής, πατριωτικής, δημοκρατικής και φιλολαϊκής. Που σημαίνει ότι αναγνώριζαν και στους άλλους τις ιδιότητες του πατριωτισμού, της δημοκρατικότητας και του φιλολαϊκού. Δηλαδή τότε για το ΕΑΜ δεν ήσαν όλοι αυτοί όργανα του Τσώρτσιλ, εχθροί του λαού, πουλημένοι στους ξένους κλπ.

Από την άλλη πλευρά, ο Παπανδρέου και οι υπόλοιποι γνώριζαν κι αυτοί ότι δεν μπορούσαν να μονοπωλήσουν την διακυβέρνηση της χώρας έστω και με την μονομερή ενίσχυση των ‘Αγγλων χωρίς τη συνεργασία με το ΕΑΜ που συσπείρωνε την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Κι αυτό οφειλόταν βασικά στο ότι είχε πάρει μαζί του τον ανθό της ελληνικής κοινωνίας.

Πράγματι οι περισσότεροι παραδοσιακοί οπαδοί του Κέντρου ήσαν τώρα διακεκριμένα στελέχη του ΕΑΜ σε όλα τα επίπεδα της τοπικής και της εθνικής κλίμακας. Πώς αλλιώς άλλωστε να εξηγηθεί το γεγονός ότι η δύναμη του έφτανε σχεδόν τα δύο εκατομμύρια την ώρα της εθνικής απελευθέρωσης; Γνώριζε επίσης ότι ο πολιτικός ριζοσπαστισμός αυτής της συντριπτικής πλειοψηφίας, όσο κι αν είχε επηρεαστεί από τα κομμουνιστικά ιδεώδη και κυρίως την ακτινοβολία του Κόκκινου Στρατού και της Σοβιετικής Ένωσης, παρέμενε εν τούτοις σε πλαίσια δημοκρατικά, πατριωτικά, με κύριες πτυχές την υπεράσπιση της Ελευθερίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας, δηλαδή τα δύο ιδανικά για τα οποία είχε συστρατευτεί, είχε παλέψει και είχε ματώσει συμμετέχοντας στην Εθνική Αντίσταση κάτω από τη σημαία του ΕΑΜ.

Γνώριζαν λοιπόν κι αυτοί και παραδέχονταν με την απόφαση να τους καλέσουν στον Λίβανο, ότι οι ηγέτες του ΕΑΜ ήσαν κι αυτοί πατριώτες, δημοκράτες, φίλοι του Λαού και όχι όργανα του Στάλιν, Εαμοβούλγαροι, προδότες κλπ.

Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματικότητα. Από κει και πέρα ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα που οδήγησαν στον Δεκέμβρη κι από κει στην πόλωση και στον Εμφύλιο. Τα γεγονότα αποδείχτηκαν πιο δυνατά από τους ίδιους και τους μεν και τους δε, ώστε να τους οδηγήσουν στη σύγκρουση βάζοντας ο ένας την ετικέτα του προδότη στο κούτελο του άλλου, για να αποσείσει τις δικές του ευθύνες.

Έτσι από κει και πέρα το ΜΕΓΑ ΨΕΜΑ γίνεται ζωτική ανάγκη και για τις δύο παρατάξεις, γιατί κατ’ αρχήν μ’ αυτόν τον τρόπο δικαιολογούν το αδελφοκτόνο μίσος που καλλιέργησαν εκ των υστέρων και που δεν ήταν απότοκο υπαρκτών κοινωνικών αντιθέσεων, δεδομένου μάλιστα ότι μετά την ανικανότητα τους να ελέγξουν τα γεγονότα, ώστε να αποφευχθεί η εμφύλια σύρραξη, το μοναδικό ιδεολόγημα με το οποίο φανάτισαν τους οπαδούς τους αμοιβαία, δεν εστιαζόταν σε εσωτερικές αλλά εξωτερικές αιτίες: Οι μεν ήσαν όργανα της Μόσχας και οι δε των Αγγλοαμερικανών.

Έτσι έχουν δυστυχώς τα πράγματα. Και φτάνουμε έως τις μέρες μας, όπου βλέπουμε ότι εξακολουθούν να διατείνονται ότι στον Λίβανο οι μεν παγίδευσαν τους δε και οι δε παγιδεύτηκαν από τους άλλους.

Προτιμούν δηλαδή να παρουσιάζονται στην ιστορία άλλοι ως ανώριμοι και αφελείς και άλλοι ως πονηροί και μηχανορράφοι, παρά να ομολογήσουν οι πρώτοι, οι Αριστεροί ότι ο Παπανδρέου και οι συν αυτώ ήταν κι αυτοί πατριώτες, Έλληνες και φίλοι του Λαού και όχι πράκτορες των ‘Αγγλων πουλημένοι στους ξένους και εχθρούς του Λαού και οι δεύτεροι, οι αυτοαποκαλούμενοι εθνικόφρονες, ότι οι ΕΑΜίτες και κομμουνιστές ήσαν κι αυτοί πατριώτες, Έλληνες και φίλοι του Λαού και όχι πράκτορες του Στάλιν, των Βουλγαροσλαύων, όργανα των ξένων και εχθροί του Λαού.

Αυτή λοιπόν η αντιστροφή της πραγματικότητας αποτελεί το Μέγα Ιστορικό Ψέμα. Κι αυτό τελικά έγινε για έναν και μόνο λόγο: Για να αποσείσουν τις μεγάλες τους ευθύνες, γιατί οδήγησαν τον ελληνικό λαό στη σφαγή του Εμφυλίου. Γι’ αυτό πιστεύω ότι όποιος εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να υψώνει διαχωριστικές γραμμές, το κάνει γιατί αυτή η πόλωση του χρησιμεύει για να καλύπτει την ανικανότητα διατύπωσης μιας καθαρά ελληνικής πατριωτικής και λαϊκής πολιτικής. Μια τέτοια πολιτική το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει είναι να αποκαλύψει επί τέλους την αλήθεια στον Λαό μας. Η κάθε παράταξη θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της για τον Εμφύλιο πιάνοντας το κουβάρι απ’ την αρχή, δηλαδή από τον ενωμένο λαό που δεν είχε κανένα λόγο να διαιρεθεί τόσο βαθιά και ολοκληρωτικά ούτε τότε ούτε μετά και πολύ περισσότερο ούτε σήμερα που ξημερώνει για την ανθρωπότητα μια νέα «Νύχτια Εποχή» που θα βάλει σε δοκιμασία αυτή τη φορά την ίδια την εθνική μας ιδιομορφία, ταυτότητα και οντότητα.

Το πρώτο τραγικό αποτέλεσμα αυτής της ανικανότητας των Ελλήνων πολιτικών εκείνης της εποχής ήταν ότι ενώ ο λαός μας μετά το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου έβγαινε νικητής και τροπαιούχος, έτοιμος να διεκδικήσει το μερίδιο που του ανήκε από την συμβολή του στην κοινή νίκη, οδηγείται χάρη στην πονηρία των ξένων και την απειρία των ηγητόρων του σε νέο πόλεμο αδελφοκτόνο. Έτσι χάνει τον ιστορικό του βηματισμό και μένει πίσω, όταν οι άλλοι λαοί προχωρούν. Όμως και μετά το τέλος του Εμφυλίου ο βηματισμός είναι αργός και μας υποβάλλει σε νέες καθυστερήσεις.

Έρχεται τέλος και η Χούντα και οι αποστάσεις μας από τους άλλους και κυρίως τους Ευρωπαίους μας καθηλώνουν στον ρόλο του ουραγού. Είναι άραγε δίκαιο κάτι τέτοιο απέναντι σε ένα λαό που θυσιάστηκε για τις ελευθερίες όλων των άλλων πλην της δικής του; Και δεν όφειλε σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος να βοηθήσει, ώστε να καλυφθεί τουλάχιστον ένα μέρος απ’ αυτή την αδικία; Με ποιον τρόπο; Με τον τρόπο που ξεκίνησε στα 1943-44 κάνοντας την Κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας που αν δεν την διέλυαν οι μηχανορραφίες των ξένων, η σημερινή Ελλάδα θα ήταν ασφαλώς διαφορετική. Στο μεταξύ η Χούντα μας βοήθησε άθελα της να δούμε το ψέμα του Εμφυλίου, γιατί μπροστά στον κίνδυνο της Δημοκρατίας οι χθεσινοί άσπονδοι εχθροί έδωσαν τα χέρια μέσα στον κοινό αγώνα για την σωτηρία και την αποκατάσταση της αποδεικνύοντας στην πράξη την δική μου ανάλυση για το τι συνέβη στην πραγματικότητα και πώς και γιατί οδηγηθήκαμε στον Εμφύλιο.

Έζησα κι εγώ αυτή τη συμφιλίωση με τους πρώην εχθρούς μου μέσα στην Φυλακή Αβέρωφ. Κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που με οδήγησαν να αποφασίσω να συντρίψω στην πράξη τα φτιαχτά φράγματα, όταν έδωσα το χέρι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στη συνέχεια πρότεινα να συσταθεί Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας γιατί ήμουν βέβαιος ότι εκείνη τη στιγμή της πτώσης της Χούντας το 90% των Ελλήνων συμφωνούσαν σε όλους τους βασικούς στόχους, εθνικούς, πολιτειακούς, κοινωνικούς, αναπτυξιακούς, μορφωτικούς και πολιτιστικούς, που θα έπρεπε να είχε η χώρα μας τουλάχιστον για μια δεκαετία, έως ότου ξαναβρεί τον βηματισμό της και αν είναι δυνατόν να τον επιταχύνει, ώστε να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος και να πάρουμε την θέση που μας αρμόζει ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης. Με κατηγόρησαν τότε ότι δήθεν είμαι ρομαντικός και ότι βασικά μου λείπει η πολιτική σκέψη και έτσι μπόρεσαν να με παραμερίσουν και να δυσφημίσουν τις ιδέες και τις προτάσεις μου. Το αποτέλεσμα όμως υπήρξε και πάλι καταστροφικό για τον λαό μας, μιας και η αναζωπύρωση των εμφυλίων παθών που όπως είπαμε βασιζόταν επάνω σε ένα ιστορικό ψέμα, είχε σαν αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί και πάλι ο βηματισμός του και έτσι να οριστικοποιηθεί ο ρόλος του ουραγού μέσα στην Ευρώπη, από τον οποίο νομίζω ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγουμε πια. Δηλαδή ένα έγκλημα που ξεκίνησε από τον Δεκέμβρη του 1944 συνεχίσθηκε έως τις μέρες μας περνώντας από διάφορες φάσεις με το ίδιο πάντα αποτέλεσμα: να επιβραδύνεται ο βηματισμός της πατρίδας μας εις βάρος της ευημερίας και της ανάπτυξης του λαού μας.

Πιστεύω ότι αυτή η ιδιαιτερότητα που με χαρακτηρίζει στην μεταχουντική εποχή, με το ρόλο του μοναχικού καβαλάρη που αναλαμβάνω να παίξω αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε κόστος, συνδέεται άμεσα με την ιδιομορφία της λειτουργικότητας μου ως πολίτη, πολιτικού και συνθέτη, όπως σας την εξέθεσα πιο πριν.

Μέσα σε όλη την περίοδο της καλλιτεχνικής μου μοναξιάς, υπήρξε μία και μόνο φωτεινή εξαίρεση: η δεκαετία του ’60, που την σημάδεψαν δύο κινήματα. Της Έντεχνης Λαϊκής Μουσικής και των Λαμπράκηδων. Με το πρώτο επεδίωξα την αρμονική σύζευξη του Λαϊκού με το Έντεχνο στον τομέα της Τέχνης και με το δεύτερο την ενοποίηση της πολιτικής με την πολιτιστική αλλαγή στον τομέα της κοινωνίας. Και τα δύο σημείωσαν επιτυχία και άφησαν βαθιά ίχνη. Και στα δύο κινήματα εμπνεύσθηκα από τις ελληνικές ιστορικές παραδόσεις που αλλοιώθηκαν από την εισβολή ξένων στοιχείων στην πολιτική και την καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Και τα δύο ήσαν κινήματα με γνήσια ελληνικά στοιχεία και χαρακτηριστικά που απέβλεπαν σε μια συνολική εθνική αναγέννηση: κοινωνική, δημοκρατική, μορφωτική, πνευματική και πολιτιστική. Με σκοπό την ανύψωση του Έλληνα πολίτη σε υπεύθυνο συνδημιουργό κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού πολιτισμού με τη σφραγίδα της ελληνικότητας. Έπρεπε όμως πριν προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση αυτή να λύσουμε το πρόβλημα της ενότητας του ελληνικού λαού που είχε θανάσιμα τραυματιστεί από .το Μέγα εθνικό έγκλημα του Εμφυλίου πολέμου για το οποίο οι Έλληνες υπεύθυνοι όχι μόνο δεν λογοδότησαν αλλά συνωμότησαν όλοι μαζί, ώστε να διαιωνίζεται ως σήμερα αυτό το Ψέμα, δεδομένου ότι επάνω του στήριξαν και στηρίζουν την πολιτική τους επιβίωση καταδικάζοντας έτσι τον ελληνικό λαό σε μια διαρκή και ανούσια εμφύλια αντιπαλότητα, για να τον αποδυναμώνουν και να επιπλέουν αδιατάρακτα και κυνικά. Με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού προσπάθησα να αποκαταστήσω αυτή την καταστροφική παραμόρφωση της ιστορικής αλήθειας χωρίς όμως να πετύχω τον στόχο μου, γιατί όπως το περίμενα, συνάντησα την συντονισμένη επίθεση όλων των πολιτικών ιερατείων και των συνενόχων τους, για τους οποίους η φτιαχτή διαίρεση του λαού μας είναι όρος επιβίωσης.

Όμως αυτό που δεν το κατόρθωσα με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού, το πέτυχα με τα άλλα δύο κινήματα, του Έντεχνου Λαϊκού Τραγουδιού και των Λαμπράκηδων, που κατέληγαν και τα δύο το καθένα με τον δικό τους τρόπο, στην επίτευξη της ουσιαστικής λαϊκής ενότητας. Έτσι δεν άργησαν να γίνουν κι αυτά στόχος, ως ότου ήρθε η Δικτατορία, για να τα χτυπήσει μετωπικά και ολοκληρωτικά. Πόσες φορές δεν έχω εξηγήσει μάταια δυστυχώς ότι από όλες τις κοινωνικές-ταξικές διαφορές η πιο δυνατή, βαθιά και διαρκής είναι η πολιτισμική, την οποία εξακολουθεί να υποστηρίζει με νύχια και με δόντια η Διεθνής ‘Αρχουσα Τάξη, δηλαδή οι ‘Αρχουσες Τάξεις όλων των καπιταλιστικών χωρών συνενωμένες και μαζί τους φυσικά και η ελληνική, που μονοπωλεί για τον εαυτό της κάθε Λόγια και Έντεχνη δημιουργία αφήνοντας για τους άλλους το Λαϊκό που το έχουν ήδη από καιρό υποβαθμίσει σε ελαφρό, διασκεδαστικό, εμπορικό και κυρίως απογυμνωμένο από κάθε πνευματικό στοιχείο;

Στον καλλιτεχνικό τομέα οι ιδέες της Έντεχνης Λαϊκής Μουσικής έγιναν στην πράξη αποδεκτές από το σύνολο των τραγουδοποιών, οι οποίοι ενστερνίστηκαν τις τρεις κύριες μορφές και λειτουργικότητες του: τον Κύκλο Τραγουδιών, το Λαϊκό Ορατόριο και την Λαϊκή Συναυλία.

Και ήρθε η Χούντα, η οποία όπως ήταν λογικό και φυσικό, απαγόρευσε στο πρόσωπο και στο έργο μου παντελώς και για μια επταετία όχι φυσικά τόσο τη μουσική και την καλλιτεχνία όσο την επαναστατικότητα που απέρρεε απ’ αυτό το εκρηκτικό μίγμα του λαϊκού με το έντεχνο. Δηλαδή οι μυωπικοί εγκέφαλοι των δικτατόρων διαπίστωσαν αυτό που ακόμα αμφισβητείται από ορισμένους και σήμερα ακόμα: δηλαδή το στοιχείο της ανατροπής, που εμπεριείχε η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας νέας Τέχνης εμπλουτισμένης με ποιητικά αριστουργήματα και με λόγια μουσικά στοιχεία απ’ τη μια μεριά, ενώ απ’ την άλλη παραμένει γνήσια λαϊκή, δηλαδή αποδεκτή από έναν ολόκληρο λαό, αυτό λοιπόν το στοιχείο της ανατροπής είναι που τόσο φοβήθηκαν η Χούντα και το ελληνικό αντιδραστικό κατεστημένο, γιατί γνώριζαν ότι συνέτεινε αποφασιστικά στην δημιουργία του μαζικού – ανατρεπτικού κινήματος, ιδιαίτερα στον τομέα της νεολαίας με αιχμή του δόρατος τους Λαμπράκηδες, ώστε πανικόβλητοι να βγάλουν στους δρόμους τα τανκς.

θυμηθείτε μόνο εκείνες τις εκπληκτικές Μαραθώνιες Πορείες Ειρήνης με τις τριακόσιες και πλέον χιλιάδες νέους και νέες που ήταν φυσικό να πανικοβάλουν κυρίως το Υπερατλαντικό Κέντρο Εξουσίας και τους εδώ συνεργάτες και όργανα του. Όπως επίσης θα πρέπει να θυμηθείτε με πόση ευθυκρισία μίλησε αργότερα στα 1974 ο Αρχιερέας των πραξικοπημάτων Κίσινγκερ, μιλώντας για την ιδιομορφία του ελληνικού μαζικού κινήματος: «Πρέπει να χτυπήσουμε τον πολιτισμό τους…».

Ωστόσο για μένα αυτή η απαγόρευση δεν ήταν η μοναδική τιμωρία μου από τη Χούντα. Οι ηθικές επιταγές πάντοτε παρούσες και ακλόνητες με οδηγούν ξανά στα γνωστά κολαστήρια, ενώ η Τέχνη αγνοώντας τις νέες συνθήκες, μου επιτάσσει τη συνέχιση του δρόμου που άνοιξε το ‘Αξιον Εστί σαν κορυφαίο δείγμα της συνύπαρξης του έντεχνου με το λαϊκό, που εδώ αποκαλώ μετασυμφωνικό λόγω της ύπαρξης του συμφωνικού ήχου. Μέσα στην Ασφάλεια και στη Φυλακή η ποίηση που γράφω και μελοποιώ είτε είναι δική μου όπως στον Ήλιο και Χρόνο είτε του Γιώργου Σεφέρη όπως τα Επιφάνια Αβέρωφ και το Μυθιστόρημα, απευθύνεται στο κοινό όπως το διέπλασαν οι στίχοι τόσων και τόσων δόκιμων ποιητών και που εκείνο τους αγκάλιασε και τους δέχτηκε σε έργα που τα θεώρησε δικά του. Όμως το ελληνικό κοινό σιγά-σιγά σταμάτησε να με ακολουθεί, γιατί ήμουν απαγορευμένος και γιατί όσο περνούσε ο καιρός, οι νέες γενιές άρχισαν να με αγνοούν.

Και δεν έφτανε αυτό αλλά η απότομη, η ολοκληρωτική και αναγκαστική εξαφάνιση μου άρχισε να ξαναφέρνει στο προσκήνιο μια ολόκληρη εποχή στο ελληνικό τραγούδι που την είχαν σκεπάσει οι νέες μουσικές, τα νέα τραγούδια και οι καινούριες αισθητικές και άλλες αντιλήψεις που είχαν κατακλύσει και κατακτήσει τον λαό μας στην διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Και τότε συνέβη το εξής παράδοξο: το μεν ελληνικό κοινό να μένει στάσιμο κι ακόμα να πηγαίνει όλο και πιο πίσω, εγώ δε να προχωρώ όλο και πιο μπροστά έχοντας χάσει την επαφή μου σαν ενεργός δηλαδή παρών καλλιτέχνης με το ελληνικό κοινό και έχοντας αντικαταστήσει στην σκέψη μου υποχρεωτικά τον συγκεκριμένο λαό με έναν άλλον ιδεατό και ιδανικό που κουβαλούσα μέσα μου και για τον οποίο είχα στερηθεί την ελευθερία, ώστε να βοηθήσω στην απελευθέρωση του από την τυραννία.

Έτσι τελικά η μεν προσφορά της ζωής μου έγινε κατά κάποιο τρόπο κατανοητή και καλοδεχούμενη, ενώ η προσφορά του έργου μου παρέμενε άγνωστη και επομένως ακατανόητη από τους πολλούς.

Με πόση αγωνία, αλήθεια, προσδοκούσα το τέλος της Χούντας για να πω στον λαό μας: Ιδού το έργο που έκανα για σένα σε όλη αυτή την περίοδο και που τόσο σε βοήθησαν να κρατηθείς όρθιος. Ιδού τα νέα μου έργα που συνέθεσα για σένα στην παρανομία, στην Γενική Ασφάλεια, στις Φυλακές Αβέρωφ, στην Ζάτουνα και στον Ωρωπό θέλοντας να σε τιμήσω, αποδεικνύοντας συγχρόνως στους ξένους το υψηλό πνευματικό επίπεδο με το οποίο οι Έλληνες δεσμώτες αντιμετωπίζουν τους τυράννους τους.

Ήλπιζα ακόμα ότι οι δεκάδες συνάδελφοι μου και συνεργάτες μου ποιητές, τραγουδιστές, μουσικοί, πνευματικοί άνθρωποι, αυτοί κυρίως θα μου συμπαραστεκόταν μετά από τόσα χρόνια απαγόρευσης και διώξεων. Όμως όχι απλώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δέχθηκα κι από την πλευρά αυτή έντονες επιθέσεις και πόλεμο. Λες και κάποιο αόρατο χέρι τους συντόνιζε όλους και όλα, ώστε να ολοκληρωθεί το αποτρόπαιο έργο της Χούντας που αποσκοπούσε να με θάψει σαν καλλιτέχνη αλλά και σαν άνθρωπο και σαν πολιτικό.

Έκτοτε αξιώθηκα σαν καλλιτέχνης να ζήσω πάρα πολλές φορές στιγμές απόλυτης ταύτισης με το ελληνικό κοινό, ήταν όμως μια συνάντηση και μια ταύτιση που δεν έμοιαζε με κείνη των προδικτατορικών χρόνων. Ενώ παράλληλα μεγάλο μέρος του έργου μου παρέμεινε άγνωστο. Από την άλλη πλευρά ο βασικός κορμός των σκέψεων μου για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής μουσικής, του ελληνικού λαού και του ελληνικού έθνους, καθώς και ιστορικές συγκυρίες ιδιαίτερης σημασίας για τον Λαό μας με ανάγκασαν πολλές φορές να παίξω τον άχαρο ρόλο του ανθρώπου που το Χρέος του επιβάλλει να παρεμβαίνει σε κρίσιμες για όλους περιστάσεις λέγοντας δυσάρεστες αλήθειες.

Όμως δεν μετανιώνω ποτέ που πάντα πίστευα και εξακολουθώ ακόμα να πιστεύω στην «άλλη» Ελλάδα, σε μια Ελλάδα διαφορετική, γιατί ακριβώς εμείς προσπαθήσαμε και τελικά την πλάσαμε με το αίμα της καρδιάς μας.

Σας ευχαριστώ.

Μίκης Θεοδωράκης – Εκ βαθέων II

Back To Top