skip to Main Content

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ 

Έχω πολλούς λόγους να είμαι σήμερα ψυχικά φορτισμένος. Πρώτον γιατί βρίσκομαι στην Κρήτη. Δεύτερον γιατί μόλις πέρασα το ακρωτήρι των 80 μου χρόνων και Τρίτον γιατί με τιμά το Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Αυτοί οι τρεις λόγοι κάνουν δύσκολη την επιλογή του θέματος μιας τόσο σημαντικής αλλά και συμβολικής συνάμα ομιλίας με τη βαρύνουσα ιδιότητα του Επίτιμου Καθηγητή μιας Φιλοσοφικής Σχολής.

Η λέξη «ακρωτήριο» με παραπέμπει στο ταξίδι. Στο ταξίδι της ζωής μου. Κι όπως λέμε «θαλασσοδαρμένο καράβι», μπορώ κι εγώ να ισχυριστώ πως υπήρξα ένας θαλασσοδαρμένος άνθρωπος δοκιμασμένος στην θάλασσα της ζωής και στις τρικυμίες της ιστορίας. Όμως περιέργως εδώ στα Χανιά νοιώθω πως βρίσκομαι σε λιμάνι, γαλήνιος και ασφαλής. Λες και ξαναβρέθηκα στην αγκαλιά της οικογένειάς μου. Μη έχοντας ζήσει σε δική μου πατρίδα, έμαθα να θεωρώ την πατρίδα του πατέρα μου σαν δική μου πατρίδα. Εδώ είναι η οικογένειά μου, εδώ είναι το δικό μου λιμάνι, εδώ οι σκιές των δικών μου ξαναζωντανεύουν και εκμηδενίζουν ηλικίες και χρόνια, με κάνουν έφηβο, με κάνουν παιδί και νοιώθω καθώς έστριψα σαν καράβι τον Κάβο-Ντόρο να ατενίζω τη ζωή με καθαρό μάτι, καθώς το νέο ταξίδι που ξανοίγει μπροστά μου μού επιφυλάσσει νέα αινίγματα και νέες συγκινήσεις.

Ήδη μπορώ να δω «αφ’ υψηλά» τη ζωή μου από απόσταση, σαν τρίτος και να βγάλω τα πρώτα συμπεράσματα. Φέρ’ ειπείν εδώ στο λιμάνι των Χανίων διαδραματίστηκε μια σκηνή που έμελλε να κατευθύνει τις επιλογές και τις αποφάσεις μου σε όλη μου τη ζωή. Μόλις είχαν αρχίσει οι Βαλκανικοί πόλεμοι, στα 1912, και τότε ο πατέρας μου, 16 χρονών και ο αδελφός του ο Πέτρος 19 χρονών, αποφάσισαν να φύγουν κρυφά και να καταταγούν στον ελληνικό στρατό. Μπήκαν λοιπόν σ’ ένα πλοίο που ήταν αραγμένο στην προκυμαία και κρύφτηκαν στο αμπάρι του. Σε λίγο, προς μεγάλη τους έκπληξη είδαν ξαφνικά από πάνω τους τον πατέρα τους και πίστεψαν πως όλα γι’ αυτούς είχαν τελειώσει. Εκείνος όμως που κρατούσε στο ένα χέρι ένα πελώριο καρβέλι ζυμωτό και στη χούφτα του άλλου λίγα τάληρα όπως τα έλεγαν τότε, τους είπε με την βροντερή του φωνή: «Πάρτε τούτο για να μην πεινάσετε κι αυτά τα λίγα λεφτά θα σας χρειαστούν. Και κοιτάξτε να μην ντροπιάσετε την γενιά σας».

Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η εικόνα του Χρέους για την «γενιά» μου και συνακόλουθα για την Πατρίδα μου. Έτσι με δυο λόγια έγινα αυτός που έγινα.

Και τώρα σ’ αυτή την τόσο συγκινητική και συνάμα σημαντική καμπή της ζωής μου, αφού ευχαριστήσω τον κ. Πρύτανη και όλους τους καθηγητές, αφού χαιρετήσω νοερά τους φοιτητές κι αφού εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την φιλοξενία των αρχών και των κατοίκων αυτής της πόλης, θα μου επιτρέψετε να ξεδιπλώσω μπροστά σας μερικά αποστάγματα ιδεών και σκέψεων, που με έκαναν να είμαι αυτός που είμαι, που οδήγησαν τα βήματά μου, καθοδήγησαν τις πράξεις μου και ενέπνευσαν την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους και μέσα στην Τέχνη.

Αρχίζω λοιπόν:

Πιστεύω ότι στους δύσκολους για όλους καιρούς έκανα το χρέος μου, ορθώθηκα με όλες μου τις δυνάμεις απέναντι στην αδικία και τη βία, υπερασπίστηκα τους αδυνάτους, δεν πτοήθηκα μπροστά στους ισχυρούς. Υπηρέτησα πιστά το κοινωνικό ιδεώδες που εξαρχής είχα δημιουργήσει μέσα μου και που μόνο ως προς τους γενικούς στόχους ταυτιζόταν με την Αριστερά.

Πίστεψα με όλες μου τις δυνάμεις σε ένα μέλλον πιο ανθρώπινο για την πατρίδα μου και τον κόσμο όλο και αγωνίστηκα γι’ αυτό. Από την άλλη πλευρά, την πνευματική, δεν επαναπαύθηκα σε όποια δώρα μού έδωσε η φύση, αλλά εργάστηκα σκληρά για να προσφέρω στην τέχνη μου στέρεη τεχνική θωράκιση, ώστε να αντέχει στις δοκιμασίες των ανθρώπων και του χρόνου. Νομίζω ότι δημιούργησα τελικά ένα έργο πλούσιο, σε όλα τα είδη της μουσικής, και ευτύχησα με τις τρεις λυρικές τραγωδίες να πλησιάσω το στόχο που έθεσα για τον εαυτό μου από την εποχή που έφηβος δεν μπορούσα να πιστέψω στο βάθος ότι μια μέρα θα γινόμουν ικανός να τιθασεύσω τους ήχους σύμφωνα με τα όνειρά μου.

Για όλα αυτά λοιπόν αισθάνομαι πλήρης. Και μπορώ να πω ότι είμαι ευτυχής, γιατί αξιώθηκα ακόμα να περιβάλλομαι από τη ζεστασιά της οικογένειάς μου και των φίλων μου.

Να για ποιους λόγους αυτό το τίποτα, που δυστυχώς στις μέρες μας γιγαντώνεται, δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να με αγγίξει.

Η εποχή που ορμώμενος από τα ιστορικά γεγονότα αλλά και τη δική μου πνευματική ωρίμανση αποφάσισα να ακολουθήσω ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα ήταν φορτωμένη με διασταυρούμενες δοξασίες, «πιστεύω», παραδόσεις, ιδανικά. Σπρωγμένος από τον ατίθασο χαρακτήρα μου και το ορμητικό ταμπεραμέντο μου, πήδησα πάνω στο τρένο της Αριστεράς που τότε έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Θα έλεγα ότι για μας τους εκατοντάδες χιλιάδες έφηβους της ελληνικής Αριστεράς από την εποχή του Δεκέμβρη του 1944 κι έπειτα, η πολιτική κατάντησε η τέχνη του ανέφικτου. Παλεύαμε, υποφέραμε, θυσιαζόμασταν για τη μεγάλη ουτοπία. Στην αρχή δεν το ξέραμε. Όμως σιγά-σιγά όλο και περισσότεροι αρχίσαμε να το συνειδητοποιούμε. Ορισμένοι έφευγαν. Όμως για εκείνους που έμεναν εν γνώσει τους ότι δε θα δουν ποτέ τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά, η ζωή τους γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να βλέπεις να θερίζουν οι άλλοι αυτά που έσπειρες εσύ με τόσο μόχθο και τόσες θυσίες.

Προσπάθησα συνειδητά, από το ξεκίνημά μου ακόμα, να συνδέσω την τέχνη μου με κείνες τις ιδέες, εμπειρίες, συναισθήματα που αντανακλούσαν τα πάθη του λαού μας. Προσάρμοσα το «εγώ» μου, δηλαδή τις προσωπικές μου εμπειρίες και συναισθήματα, στο γενικό, στο όλον, φροντίζοντας να ταυτιστώ βιωματικά, υπαρξιακά, συνειδησιακά και ψυχολογικά μαζί του. Ήταν μια επιλογή θα ΄λεγα δραματική και οπωσδήποτε περισσότερο ευαίσθητη, τρυφερή, λυρική και ονειροπόλα από τα αισθηματικά δράματα της άλλης σχολής, της απολιτικής.

Γιατί Πολιτική για μένα δεν ήταν η ένταξη της τέχνης στο πολιτικό σύστημα αλλά η με καλλιτεχνικά μέσα καταγραφή του συναισθηματικού-ψυχικού περιεχομένου που δημιουργούν τα ισχυρά ιστορικά ρεύματα, σφραγίζοντας τη συλλογική ψυχή και επομένως τον καθένα.

Οι ελεγειακές μνήμες, τα κοινά πάθη, η τραυματισμένη ομοψυχία, χαράζουν το όλον και τον καθένα με πυρακτωμένο σίδερο, έτσι που η μνήμη, καθώς μπολιάζεται από την οδύνη, γίνεται συγχρόνως γόνιμη, έτοιμη να δεχτεί την πνευματική ανθοφορία… Αυτό είναι το προτσές της ουσιαστικής πολιτικοποίησης, που προετοιμάζει την κοινωνία για τα μεγάλα ιστορικά άλματα.

Όμως τον πυρήνα της ζωής μας στα σκληρά χρόνια της δοκιμασίας δεν τον αποτελούσαν μόνο τα ελεγεία και οι θρήνοι, αλλά και ο λυρισμός και η αγάπη. Πάνω σ’ αυτό το δίπτυχο, με τη βοήθεια εξαίσιων ποιητών, συνέχισα την μουσική μου διείσδυση στα έγκατα του ελληνικού λαού.

Είχα πάντα την αίσθηση ότι είμαι «εξαρτημένος» από τα δικά μου «πιστεύω» που με οδήγησαν στον πυρήνα του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτή η βαθειά πληγή με είχε αιχμαλωτίσει μια για πάντα. Όταν αναφέρομαι στη Μακρόνησο, λέω πως από κει βγήκα διαφορετικός απ’ ό,τι μπήκα. Δεν φταίω εγώ γι’ αυτό. Πάντως έτσι έγινε. Αυτός είμαι. Γι’ αυτό υπήρχαν στιγμές που ζήλευα εκείνους που ήταν ελεύθεροι να κάνουν ό,τι τους κατέβει, σε αντίθεση με μένα που ήμουν δεσμευμένος. Λες και οι χιλιάδες νεκροί, οι βασανισμένοι, η «άλλη» Ελλάδα, των ελεγείων και των θρήνων, με κρατούσε δεμένο πάνω της. Μην μπορώντας λοιπόν να κάνω ο,τιδήποτε άλλο, «έχτισα» τον εαυτό μου, τη μουσική μου, την πολιτική ιδεολογία μου και τις πολιτικές επιλογές μου με βάση αυτές τις «δεσμεύσεις», αυτή την πίστη. Ήθελα δηλαδή με κάθε τρόπο να μπολιάσω τους ανθρώπους και ειδικά τους Έλληνες μ’ αυτό τον πυρήνα (τα πάθη του λαού μας), με τη βεβαιότητα ότι τους εξαγνίζω, τους πλουτίζω, τους ενδυναμώνω και τέλος τους οδηγώ στον δρόμο της «λύτρωσης» μέσω της μνήμης. Της κάθαρσης μέσω της τέχνης και της πνευματικής αναγέννησης.

Έτσι, αν ζητάτε ένα μοντέλο αυτού που με τόση ειρωνεία αποκαλούν «στρατευμένο καλλιτέχνη», αυτός είμαι εγώ!

Η τέχνη είναι το πιο ωραίο πράγμα που βρήκα στον κόσμο, στη ζωή μου. Η πραγματικότητα σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια μπορούμε να πούμε ότι ήταν θυελλώδης, ήταν τρομερά αντιφατική, εγώ εντούτοις προσπάθησα να κρατήσω αυτή τη μοναδική μου πορεία, η οποία όμως δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τους ανέμους που φυσούσαν δυτικά ανατολικά, βόρεια νότια, ψυχροί, θερμοί… Κι εγώ πάλι σαν ένα πλοίο που ταξιδεύει μέσα σε μεγάλη θάλασσα, άλλοτε ταξίδευα ήρεμα, άλλοτε χανόμουν μέσα στα κύματα, άλλοτε βυθιζόμουν για να ξαναβγώ στην επιφάνεια, αυτή είναι η πορεία. Και ποτέ δεν την άλλαξα. Γιατί καθώς προχωρούσα, πλούτιζα συνεχώς, κυρίως με τα εκφραστικά μέσα που κατακτούσα, γιατί διάλεξα ένα λειτούργημα, τη μουσική, που είναι άπιαστη. Το υλικό της είναι άυλο, είναι ο ήχος, είναι οι Νόμοι της Αρμονίας που είναι απέραντοι και που δεν μπορεί ένας άνθρωπος να τους «συλλάβει» απόλυτα και τελειωτικά.

Ήμουν φορτισμένος με μια νέα ποιότητα, λόγω της προϊστορίας μου στη μουσική, αλλά και με μια ισχυρή δυναμική, λόγω της ίδιας της ικανότητάς μου να πλάθω νέο προσωπικό υλικό στον καινούριο μουσικό στίβο του Ελληνικού Τραγουδιού, που η γνησιότητά του μ’ έκανε να κερδίσω αμέσως την αγάπη και την εμπιστοσύνη του λαού και έτσι να επιβάλω τις πρωτάκουστες γι’ αυτόν ποιητικές συνθέσεις, που αυτομάτως μεταμόρφωναν το οικείο προς αυτόν λαϊκό στοιχείο, μεταθέτοντάς το στα επίπεδα του λογίου, πράγμα που φοβόνταν όσο τίποτε άλλο οι οπαδοί της απολιτικής τέχνης και φυσικά, ακόμα περισσότερο, οι αφανείς εξουσιαστές, που το μόνο που δεν ήθελαν ήταν να ξυπνήσουν οι μνήμες του λαού, με συνέπεια να φύγει από πάνω του ο φόβος, η υποταγή, ο συμβιβασμός και η αδιαφορία και να ξαναγίνει αυτός που ήταν στις κορυφαίες ιστορικές του στιγμές: ισχυρός, αδούλωτος, ελεύθερος! Αλλά προ παντός ικανός να έχει μια δική του τέχνη, αντάξια των πολιτιστικών και ιστορικών του παραδόσεων.

Είχα την συναίσθηση ότι ήμουν ένας σκαπανέας, ένας πρωτοπόρος που χρησιμοποιεί καινούρια υλικά -σε σχέση με τις γνώσεις του λαού μας- με τα οποία πίστευα ότι πηγαίνω πολύ πιο βαθειά από το λαϊκό τραγούδι, προκειμένου να ερμηνεύσω και να αποτυπώσω μουσικά το τραγικό-ελεγειακό στοιχείο που κυριαρχούσε μέσα μας και γύρω μας.

Θέλησα το έργο μου να τονίζει την διαφορετικότητά του όχι μόνο ως προς την ουσία αλλά και ως προς την πρόθεση και φιλοδοξία να γίνει ο εκφραστής της πληγωμένης πλευράς της ιστορίας, αυτής που με τόση φροντίδα προσπαθούσαν να κρύψουν οι νικητές και που πίστευα και πιστεύω ότι είναι και η πιο ουσιαστική και να εκφράζει αυτό το κυρίαρχο και ζωογόνο ιστορικό ρεύμα απέναντι στο οποίο ορθώθηκαν οι συντηρητικές δυνάμεις πετυχαίνοντας τελικά να αναγάγουν σε κυρίαρχη τάση, μέσα στον πνευματικό χώρο, την απολιτική, δηλαδή αυτήν που θεωρεί τους πνευματικούς ταγούς υπεράνω και εκτός του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Βεβαίως θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς γιατί συνεργάστηκα με ανθρώπους αυτής της τάσης. Νομίζω όμως ότι αυτό το έκανα από θέση ισχύος, με την βεβαιότητα ότι η συνεργασία μαζί μου θα πολιτικοποιούσε μάλλον τους απολιτικούς, παρά θα με αποπολιτικοποιούσαν εκείνοι. (Και οι δύο όροι, με το περιεχόμενο που ήδη προσέδωσα. Δηλαδή πολιτική ίσον έκφραση της τραγικής-ελεγειακής πλευράς της ιστορίας, απολιτική ίσον γραφικότης, αποστασιοποίηση από τα πραγματικά πάθη του λαού μας.) Όμως σ’ αυτό μήπως δεν βοηθήθηκα από τους ίδιους; Λ.χ. τι είναι το ‘Αξιον Εστί και πού κατατάσσεται; Βεβαίως, χωρίς τη δική μου συνεργασία, δεν θα έπαιρνε τον χαρακτήρα που πήρε, καθώς η μουσική μου το εκσφενδόνισε στα έγκατα του λαού και δη του αγωνιζόμενου. Θα ήταν ούτως ή άλλως ένα ποιητικό αριστούργημα, το οποίο όμως οι πονηροί κυρίαρχοι και τοποτηρητές της εθνικής μας ζωής θα προσπαθούσαν να το ευνουχίσουν, αποσπώντας το από την ρέουσα νεοελληνική πραγματικότητα. Έχω την συναίσθηση ότι «δώρισα» στον ελληνικό λαό ένα όχι μόνο ποιητικό αριστούργημα αλλά και ένα ελεγειακό-δραματικό έργο, εντελώς δικό του, που όμως, δίχως τη δική μου παρέμβαση, ο πολύς λαός, και δη της αγωνιζόμενης πλευράς του, θα το είχε σίγουρα χάσει, καθώς οι τοποτηρητές του θα φρόντιζαν να το απομονώσουν μέσα στους χρυσούς πύργους της δήθεν «μεγάλης τέχνης», αυτής που προορίζεται μόνο για τους λίγους και εκλεκτούς.

Το έντεχνο-λαϊκό του τραγουδιού μου γίνεται η βάση για να περάσω στο συμφωνικό, στη μουσική τραγωδία, στη λυρική ολοκλήρωση. Για μένα όλες οι τεχνικές είναι νόμιμες, χρήσιμες, ωφέλιμες, όταν υπηρετούν το βασικό μου στόχο.

Όλες οι μορφές των ήχων, οι πηγές τους, οι συνδυασμοί τους, ανατολικοί, δυτικοί, έντεχνοι, λαϊκοί, είναι καλοδεχούμενοι στο εργαστήρι που έχει σκοπό να ντύσει ηχητικά ένα ζωντανό σώμα, με καρδιά, νου, φλέβες και σάρκες πνευματικές.

Οδηγημένος έτσι σε ακραίες προσωπικές κατακτήσεις τόσο στο συμφωνικό όσο και στο μελωδικό-τραγουδιστικό τομέα, αισθάνθηκα τελικά ώριμος για να περάσω σ’ αυτό που απ’ την πρώτη στιγμή έθεσα ως στόχο ως συνθέτης και πνευματικός δημιουργός: τη λυρική τραγωδία.

Δημιουργώ έτσι στη μοναξιά μου, επιτέλους, το ενιαίο Μουσικό Σύμπαν, για το οποίο πιστεύω ότι γεννήθηκα και έζησα. Ζω συντροφιά όχι μόνο με το λόγο αλλά και με τις «φοβερές» σκιές του Ευριπίδη και του Σοφοκλή. Με τον Αισχύλο δονήθηκα την εποχή της Ορέστειας (Αγαμέμνων – Χοηφόροι – Ευμενίδες), που τη θεατρική μουσική συνέθεσα στην τελευταία δεκαετία.

Αλλά και άλλοι αρχαίοι θεοί και ημίθεοι, καθώς και νεότερες ιερές σκιές ποιητών και ηρώων με συντροφεύουν, καθώς ρίχνω φωτεινές ακτίνες για να ενώσω τους μοναχικούς πλανήτες, τον ένα με τον άλλο, να σπείρω την ουσία του ενός πάνω στην επιφάνεια του άλλου, να τους τακτοποιώ σε ηλιακά συστήματα και ηχητικούς γαλαξίες. Έτσι ώστε σήμερα να μπορώ να δω το έργο μου σαν μια ενότητα να ταξιδεύει στο χρόνο. Ακριβώς όπως το είχα οραματισθεί από τότε που με κατέκτησε η Μουσική.

Πώς «μιλά» η μουσική; Πώς εκφράζεται ο συνθέτης μέσα από τη μουσική;

Δε νομίζω ότι υπάρχει λογική-πεζή απάντηση. Όταν πρόκειται για πραγματική καλλιτεχνική δημιουργία, τότε ανάγεται στο μυστηριακό κόσμο της δημιουργίας, της γένεσης ενός νέου κόσμου από το μηδέν, από το χάος που είναι η άγνωστη σε μας εσωτερική ψυχική και πνευματική πλευρά του ανθρώπου.

Η μουσική αντανακλά πιστά τη Συμπαντική Αρμονία. ‘Αλλωτε οι βασικοί νόμοι της μουσικής σύνθεσης διδάσκονται στο μάθημα της «Αρμονίας». Λ.χ. υπάρχουν μουσικά διαστήματα είτε συγχορδίες που τις αποκαλούμε σύμφωνες και άλλες διάφωνες. Γιατί; Τι κάνει τη διαφορά; Γιατί το Α διάστημα μεταξύ δύο ήχων το ακούμε «σύμφωνο» και το Β «διάφωνο»; Ξεκινώντας απ’ αυτό το απλό παράδειγμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάθε άνθρωπος κρύβει στα βάθη της ψυχής του ένα σκοτεινό και ακίνητο ηχητικό είδωλο που φωτίζεται και πάλλεται ευθύς ως έρθει σε επαφή με ένα γνήσιο μουσικό έργο. Αυτή η διαδικασία τον γεμίζει με ψυχική ευφορία όπως ακριβώς συμβαίνει και με το συνθέτη, με τη διαφορά ότι αυτός γεννά τους μικρούς ηχητικούς ήλιους που θα φωτίσουν τους πλανήτες.

Συχνά το υπερβατικό-υπερλογικό στοιχείο της ποίησης διαφεύγει από το μέσο αναγνώστη. Έτσι, όταν η μουσική καταφέρνει να το συλλάβει και να το εκφράσει με το δικό της τρόπο, τότε ο αναγνώστης το προσλαμβάνει απευθείας με τις ψυχικές του κεραίες χωρίς τη μεσολάβηση της λογικής. Έτσι από άλλο δρόμο φτάνει στον πυρήνα της ποίησης.

Αν και οι πολύχρονες μουσικές σπουδές μου ήταν στραμμένες προς τη λεγόμενη «δυτική μουσική» (με κύριο συστατικό την πολυφωνία), εντούτοις το έργο μου κυριαρχείται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από μονοφωνικές μελωδίες που ουσιαστικά με καθιστούν συνεχιστή της παράδοσης του νεότερου ελληνικού τραγουδιού, μάλιστα σε βαθμό που ορισμένοι να με θεωρούν «μουσικά διχασμένη» προσωπικότητα.

Στην πραγματικότητα η «λειτουργία» μου στη φάση δημιουργίας στο χώρο του τραγουδιού ελάχιστα απέχει από το να επικρατεί περισσότερο το ένστικτο παρά η οργανωμένη μουσική σκέψη, όπως δηλαδή στους αυθεντικούς λαϊκούς συνθέτες. Η διαφορά έγκειται στην επεξεργασία του πρωτογενούς υλικού.

Το ότι η τεχνική της μουσικής σύνθεσης, η εναρμόνιση, η αντίστιξη, η πολυφωνία, οι μεγάλες φόρμες ανακαλύφθηκαν φυσικά από άλλους λαούς, δεν σημαίνει ότι δεν εκφράζουν τον άνθρωπο γενικά, πάνω από σύνορα. Και οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν τόσες και τόσες μορφές τέχνης και κανείς έως τώρα δεν κατηγόρησε τους λαούς που τους μιμήθηκαν και στη συνέχεια, βασισμένοι πάνω στα ελληνικά πρότυπα, προχώρησαν εκφράζοντας τις δικές τους ιδιομορφίες.

Εμείς, όντας επί πέντε αιώνες κάτω από οθωμανική κατοχή, δε συμμετείχαμε στην ανακάλυψη και την παραπέρα ανάπτυξη της έντεχνης μουσικής. Μείναμε στη μονοφωνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να σταματήσουμε εκεί. Μπορεί η μελωδία -το τραγούδι- να αποτελεί τη βάση της εθνικής μουσικής μας τροφής, όμως όπως όλοι όσοι έχουν μυηθεί στους κόσμους της έντεχνης μουσικής, έτσι και ο δικός μας λαός έχει κι αυτός μέσα του την ανάγκη να δει το πρωτογενές υλικό -τη μελωδία- να ντύνεται ηχητικά με τα στολίδια της αρμονίας, της πολυφωνίας και της ενορχήστρωσης.

Έτσι, όσοι πιστεύουν ότι άλλο το λαϊκό (πρωτογενής μελωδία) και άλλο το έντεχνο και κατηγορούν όσους προσπαθούν να συνενώσουν αυτά τα στοιχεία ότι είναι τάχα «μουσικά διχασμένες» προσωπικότητες, είναι απλώς αμόρφωτοι.

Σχετικά με τη συμφωνική μουσική, ο Παρθενώνας -καθώς και οι άλλοι ναοί- αποτελεί την πρώτη αποτύπωση σε μάρμαρο των μετέπειτα ηχητικών ναών των μεγάλων συμφωνικών έργων. Ο ίδιος ο Γκαίτε τον είχε αποκαλέσει «παγωμένη μουσική»! Πράγματι, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου αποτυπώθηκαν με τόση τελειότητα οι κανόνες της Συμπαντικής Αρμονίας. Μετά την αρχιτεκτονική των Ελλήνων οι συμφωνιστές πλησιάζουν περισσότερο προς αυτό το ιδεώδες. Δηλαδή αποτυπώνουν πληρέστερα από κάθε άλλη τέχνη το αρμονικό ιδεώδες.

Αν υποτεθεί ότι η αρχαία ελληνική τέχνη υπήρξε μια κολοσσιαία δεξαμενή πνεύματος, μετά την εισβολή των Ρωμαίων και ως τις μέρες μας, η ροή αυτού του αποθέματος προς το μέλλον έφτασε έως τους νεοέλληνες έστω και μέσα από λεπτές φλέβες, μέσα από αόρατα τριχίδια. Υπήρξε καταρχήν ο αγωγός της ελληνικής γλώσσας, στη δε μουσική οι αρχαίοι ελληνικοί μουσικοί τρόποι πέρασαν στις κλίμακες τις βυζαντινής και της δημοτικής μουσικής.

Στον τομέα της μουσικής οι Κεντροευρωπαίοι προχώρησαν προς την εναρμόνιση και την πολυφωνία, που είναι άλλοτε το μοναδικό αισθητικό τους επίτευγμα, δεδομένου ότι, όπως είδαμε, όλες τις άλλες μορφές τέχνης τις πήραν από τους Έλληνες.

Οποιοσδήποτε έχει ασκήσει τον πνευματικό του κόσμο και κυρίως αυτός που αισθάνεται και σκέφτεται με αρμονικούς ήχους, ευθύς ως βρεθεί μπροστά σε έναν αρχαίο ναό και προπαντός στον Παρθενώνα, η ηχητική του σκέψη δεν μπορεί να γίνει τίποτ’ άλλο παρά συμφωνική. Που σημαίνει ότι η αρχιτεκτονική των ήχων μάς οδηγεί στο «χτίσιμο» ηχητικών ναών με τέλειες αναλογίες που αντανακλούν το συμπαντικό νόμο της αρμονίας.

Τη μουσική που έγραψα την κουβαλούσα μέσα μου. Τα εξωτερικά ερεθίσματα ήσαν εκείνα που επηρέαζαν κατά καιρούς τη μορφή της. Πάντως είναι γεγονός ότι με κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά το πρώτο άκουσμα της συμφωνικής μουσικής. Γιατί άραγε; Τώρα, εκ των υστέρων, καθώς αναλύω τον εαυτό μου και το έργο μου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η πρώτη-πρώτη «θέση» μου για την ανάγκη ταύτισης με το Κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας, που έκτοτε έγινε κανόνας ζωής και δημιουργίας, με οδήγησε στο συμπέρασμα πως οι νόμοι αυτής της Συμπαντικής Αρμονίας διατυπώνονται με τον υψηλότερο ίσως τρόπο μέσα στην αρχιτεκτονική των Αθηναίων της κλασσικής περιόδου (Παρθενώνας), που κατά κάποιο τρόπο είναι η οπτική διατύπωση της ηχητικής αρχιτεκτονικής της συμφωνικής φόρμας. Βέβαια, το ισχυρότερο μουσικό κύτταρο μέσα μου υπήρξε χωρίς αμφιβολία το τραγούδι. Εξ ου και μελωδικός χαρακτήρας που δεσπόζει στο έργο μου.

Η ιδεολογική ένταξή μου στην Αριστερά και ειδικά στις ελληνικές συνθήκες της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφύλιου Πολέμου ήταν φυσικό να με οδηγήσει στην εξιδανίκευση του λαού, σε βαθμό που να τον θεωρήσω μέσα στη διαδικασία της δημιουργίας εξέχοντα συνομιλητή μου.

Αυτό είχε αποτέλεσμα τη μεγάλη στροφή μου προς το τραγούδι βασικά (1960 και πέρα) και προς ό,τι συνεπαγόταν η θεωρία και η πράξη της έντεχνης λαϊκής μουσικής και της τέχνης για μάζες. Πάνω σ’ αυτό υπάρχουν πολλά θεωρητικά ντοκουμέντα. Όμως υπάρχουν τα γνωστά έργα: Κύκλοι Τραγουδιών – Λαϊκά Ορατόρια – Λαϊκή Τραγωδία – Τραγούδι Ποταμός – Μετασυμφωνική Μουσική κ.λπ.

Μονάχα η μουσική έχει τη δύναμη να εκφράζει ψυχικές καταστάσεις, συναισθήματα και ιδέες που αδυνατεί να διατυπώσει ο λόγος του οποίου τα όρια ταυτίζονται με τα όρια του επιστητού. Της λογικής. Ας σκεφτούμε μόνο ότι ο άνθρωπος είναι μόνο κατά ένα τριάντα σαράντα τοις εκατό «λογικός», ενώ κατά το υπόλοιπο είναι «υπερλογικός». Είναι ένστικτο και φαντάσματα φτιαγμένα από τα χιλιάδες ερεθίσματα-πληγές που δέχτηκε στην ψυχή του από τότε που ήταν ακόμα έμβρυο… και που ζουν αυτοτελώς μέσα του χωρίς να το ξέρει και που όμως έχουν κι αυτά ανάγκη από τη δική τους τροφή. Να λοιπόν πώς γεννιούνται οι μύθοι και τα τραγούδια.

Θεωρώ τον εαυτό μου Έλληνα ως προς την παιδεία κι αυτό πιστεύω ότι με έφερε πολύ κοντά στην ουσία μύθων και προσώπων που εξακολουθούν να λειτουργούν μέσα μου ως αρχέτυπα, δηλαδή φάροι έμπνευσης και ζωής.

Η καθιέρωση της Λαϊκής Συναυλίας στα 1961 υπήρξε προϊόν εσωτερικής ωρίμανσης, όμως τα αίτια που τη γέννησαν ήσαν εξωτερικά. Κι εδώ ισχύει το «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Διότι οι κεραυνοί των απαγορεύσεων έπεσαν ορμητικά επί της μουσικής μου, ευθύς ως είδε το πρώτο φως με τον Επιτάφιο.

Η Κρατική Ραδιοφωνία την έκοψε με κυβερνητική διαταγή και στη συνέχεια η Ασφάλεια αφαίρεσε τους δίσκους μου από τα τζουκμπόξ απ’ όπου τους άκουγε, στα καφενεία κυρίως, ο απλός και αδέκαρος κοσμάκης.

Οπότε, είπα μέσα μου, δε σου μένει άλλος δρόμος από την άμεση επαφή σου με το λαό. Και όπως ανέφερα ήδη, η απόφαση αυτή «έδεσε» με τις βαθύτερες σκέψεις μου για τη σημασία αυτού που ξεκινούσα, μελοποιώντας (για να γίνουν λαϊκά -προσιτά σε όλους- τραγούδια) ένα έντεχνο ποιητικό έργο, όπως ήταν ο Επιτάφιος.

Ήθελα να σμίξουν με το μεγάλο ελληνικό κοινό τρία στοιχεία:

Πρώτον η ποίηση. Δεύτερον η μουσική που πηγάζει μέσα από την ποίηση και τρίτον οι δημιουργοί (ο ποιητής και ο συνθέτης) μαζί με τους ερμηνευτές.

Ποίηση – μουσική – δημιουργοί και λαός ενώπιος ενωπίω.

Και προπαντός, εκτός των τειχών. Δηλαδή εκτός του αθηναϊκού τριγώνου Κολωνάκι – Ομόνοια – Σύνταγμα.

Σκέφτηκα ακόμα ότι αυτή η αδιόρατη και απροσδιόριστη θρησκευτική διάθεση που γεννούσε μέσα μου η συνένωση των τεχνών, αυτό το καλλιτεχνικό-θρησκευτικό συναίσθημα, θα έπρεπε να συνενωθεί με τις προαιώνιες θρησκευτικές μας ρίζες, που η πλέον γοητευτική για μένα υπήρξε εκείνη για την οποία γνωρίζαμε τα λιγότερα: τα ελευσίνια μυστήρια.

Ήμουν από την εφηβική μου ηλικία ερωτευμένος με τη λέξη μύστης, γι’ αυτό και αναζήτησα από τότε το δικό μου καταφύγιο, προκειμένου να βρω την απάντηση στα πρωταρχικά ερωτήματα. Και νομίζω ότι το ανακάλυψα στη βεβαιότητα της ύπαρξης του Κέντρου της Συμπαντικής Αρμονίας, που με καλούσε να συνενωθώ μαζί του, ακολουθώντας την αρμονία των φυσικών φαινομένων, από τα οποία το πλησιέστερο υπήρξε και είναι το τέλειο και ολοκληρωμένο πνευματικό έργο, με πυρήνα τη μουσική, που αυτή καθαυτή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ο μικρόκοσμος ως προς τη Συμπαντική Αρμονία, δηλαδή ως προς το δικό μου Θεό.

Έτσι, όταν οι απαγορεύσεις είχαν αρχίσει να γίνονται ασφυκτικές, οπότε προέκυπτε αναγκαία η αναζήτηση εξόδου, μαζί με τη σύλληψη της ιδέας της λαϊκής συναυλίας γνώριζα και τον τόπο όπου θα ετελείτο η πρώτη συναυλία – θεμέλιος λίθος του νέου πνευματικού οικοδομήματος: Στην Ελευσίνα!

Όμως όταν το ανακοίνωσα στους συνεργάτες μου, τα μάτια τους μεγάλωσαν από την απορία.

«Στην τσιμεντούπολη; Και τι θα πάμε να κάνουμε εκεί; Ποιος θα μας ακούσει;».

«Εκεί μας περιμένουν η Δήμητρα και η Περσεφόνη και οι ιερές σκιές των προγόνων μας», τους απαντούσα.

Μετά την Ελευσίνα έπρεπε να τιμήσω τις δικές μου προγονικές ρίζες.

Έπρεπε κι εγώ να πάρω δύναμη απ’ αυτές. Έτσι η δεύτερη συναυλία έγινε στο Ηράκλειο Κρήτης.

Έχοντας πράξει το χρέος μου απέναντι στις ιερές σκιές των προγόνων, ήμουν έτοιμος πια για τη μεγάλη έξοδο.

Σε κάθε συναυλία, ποίηση και μουσική ισοδύναμα δημιούργησαν μια καινούρια ατμόσφαιρα καλλιτεχνικής μυσταγωγίας. Το κοινό έπιανε το μήνυμα. Ίσως να ένιωθε ότι συμμετείχε στη γένεση μιας νέας θρησκείας, όπου ο Θεός ήταν η τέχνη, οι άγιοί του η μουσική και η ποίηση και ναός του η Πατρίδα-Ελλάδα.

Και τότε ξαφνικά άρχισαν να μας χτυπούν από όλες τις μεριές. Οι αστραπές και οι καταιγίδες δε σταμάτησαν να πέφτουν πάνω σ’ αυτή την προσπάθεια. Έως ότου ήρθε η χούντα και τα σάρωσε όλα.

Χάσαμε έτσι μια ανεπανάληπτη, ιστορική, θα ‘λεγα, ευκαιρία. Πότε, αλήθεια, ένας ολόκληρος λαός είχε τόση και τέτοια ψυχική δύναμη και ανάταση, ώστε να βρίσκει πραγματική ευχαρίστηση στην ποίηση και την έντεχνη λαϊκή μουσική, τη βγαλμένη μέσα από την ποίηση;

Ένας τέτοιος λαός μόνο μπορεί να γίνει θεμέλιο για να χτιστεί ένας καθολικός, παλλαϊκός πολιτισμός. Όμως μήπως δεν είναι αυτός ο τελικός στόχος για το ανώτατο στάδιο της ανθρώπινης ευδαιμονίας; Να γίνει δηλαδή ο ίδιος ο λαός συνδημιουργός στην οικοδόμηση ενός νέου πολιτισμού;

Αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο στη χώρα μας, είμαι βέβαιος ότι θα στηριχτεί σ’ αυτούς τους δύο ξεχωριστούς κόσμους -την ποίηση και τη μουσική- που όμως καθώς συνενώνονται, γίνονται ένα μέσα στη μελοποιημένη ποίηση και στη λυρική τραγωδία, τις δύο κορυφές του απόλυτου λυρισμού, αυτού του γνήσιου τέκνου της Συμπαντικής Αρμονίας.

Έντεχνο λαϊκό τραγούδι από τη μια, λόγια μουσική από την άλλη. Τραγούδια, λαϊκά ορατόρια, όπερες, μπαλέτα, συμφωνική μουσική… Τελικά η μουσική είναι μία; Τι χωρίζει και ξεχωρίζει -αν υπάρχει κάτι- τα είδη;

Όλα αυτά τα είδη της μουσικής μου μπορεί να συνοψιστούν σε δύο λέξεις: μελοποιημένη ποίηση. Αυτό υπήρξε εξάλλου η πεμπτουσία της όλης μου προσπάθειας που τελικά περιέλαβε το σύνολο της ελληνικής ποίησης, από τον Αισχύλο ως τους σημερινούς νεότατους ποιητές. Τα είδη «κύκλος τραγουδιών», «ορατόριο», «όπερα» αποτελούν τις φόρμες οι οποίες τελικά καθορίζουν την αισθητική αρτιότητα. Τη Σχολή.

Το πέρασμά μου από το Παρίσι και εμπειρίες μου από το Λονδίνο (Αντιγόνη – Κόβεντ Γκάρντεν) με βοήθησαν να δω σωστά τη θέση και το ρόλο της συμφωνικής μουσικής στη Δυτική Ευρώπη. Έτσι έφτασα στην πλήρη απομυθοποίηση της λεγόμενης «σύγχρονης μουσικής», γεγονός που μου επέτρεψε να δω με νέο βλέμμα το ρόλο και τη λειτουργικότητα της μουσικής μέσα στη σύγχρονη κοινωνία. Στην Ευρώπη όλοι οι συνθέτες είχαν αποδεχτεί ως ιδανικό συνομιλητή τους ένα περίεργο κράμα ανθρώπων που σε μένα δεν έλεγε τίποτα. Όχι μόνο γιατί πολιτικά ανήκαν στο απόσταγμα της αντιδραστικότητας αλλά κυρίως γιατί ανθρώπινα, πνευματικά και αισθητικά αντιπροσώπευαν τα έσχατα ναυάγια της πάλαι ποτέ μεγαλοαστικής τάξης.

Όλα αυτά ήταν μια ξένη υπόθεση που δε με αφορούσε.

Ήταν λοιπόν φυσικό η μεγάλη και οριστική στροφή προς την Ελλάδα και τον ελληνικό ήχο να συντελεστεί ακριβώς την εποχή που είχα τη δυνατότητα να επιλέξω (μιας και οι πόρτες για την ενσωμάτωσή μου στη Δυτική Ιντελιγκέντσια ήταν ορθάνοιχτες) αν θα συνέχιζα στο δρόμο μιας ξένης για μένα παράδοσης και προβληματικής ή αν θα έμπαινα στην περιπέτεια για ένα προσωπικό δρόμο που δε γνώριζα ακόμα τότε που οδηγεί.

Με ρωτούν αν θεωρώ ότι η μουσική παιδεία στην Ελλάδα παρέχεται σε ικανοποιητικό βαθμό και αν όχι, τι θα έπρεπε να αλλάξει. Σε σχέση με εκείνο που πρόσφερε και προσφέρει στον ελληνικό λαό η μουσική, και ειδικά η ελληνική, η αντιμετώπισή της από την Πολιτεία σε όλα τα επίπεδα είναι εξευτελιστική – για την Πολιτεία φυσικά. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο τοποθετώ και τη θέση της μουσικής μέσα στο παιδαγωγικό μας σύστημα. Μόνο ένας εχθρικός εγκέφαλος που φοβάται και μισεί τους Έλληνες θα μεταχειριζόταν μ’ αυτό τον τρόπο το υψηλότερο έως τα τώρα δημιούργημα της συλλογικής μνήμης και προσπάθειας: το ελληνικό τραγούδι. Από φόβο μήπως ψηλώσουν οι Έλληνες…

Στην ωδειακή παιδεία γενικώς κυριαρχεί η μονόπλευρη δυτικότροπη διδασκαλία. Φοβάμαι ότι και στα πανεπιστημιακά τμήματα Μουσικολογίας κυριαρχεί η ίδια μουσική αντίληψη και ιδεολογία. Το κίνημα της έντεχνης λαϊκής μουσικής και τα όσα επιτεύγματά του δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας.

Πώς εξηγείται η σύνδεση του κινήματος αυτού με τη νεοελληνική ποίηση, που καθώς ομολογείται από όλες τις πλευρές διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση του ελληνικού λαού; Στο κάτω κάτω ποιος ο ρόλος της μουσικής αν όχι αυτός που την αναδεικνύει σε ψυχικό και πνευματικό τροφοδότη ενός ολόκληρου λαού; Και αν αυτές οι πλευρές δεν ενδιαφέρουν ένα ζωντανό πνευματικό οργανισμό όπως είναι το Πανεπιστήμιο, τότε τι είναι εκείνο το σπουδαιότερο που μπορεί να τα απασχολήσει;

Από τα εφηβικά μου χρόνια υπήρξα «αριστοκρατικός» με την έννοια ότι πίστευα ότι το πνευματικό έργο δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο από τους πνευματικά αρίστους.

Αυτή η αντίληψη σε βοηθά ώστε να δημιουργείς απερίσπαστος, ελεύθερος, εσύ και ο εαυτός σου, με μοναδικό στόχο το αποτέλεσμα της δουλειάς σου να είναι στέρεο τεχνικά και προπαντός να διανοίγει νέους ορίζοντες στον ιστορικό βηματισμό της τέχνης.

Στην περίπτωσή μου το «λαϊκό» στοιχείο προέκυψε με τη θυελλώδη εισβολή στον περιφραγμένο προσωπικό μου χώρο των ιστορικών γεγονότων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου που ακολούθησε. Όμως ουσιαστικά δεν επηρέασε, δεν άλλαξε έως το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και λίγο αργότερα τη βασική μου αντίληψη για τη λειτουργικότητα της τέχνης, που παρέμεινε πάντοτε «αριστοκρατική», όπως είπαμε.

Η μεγάλη, η ριζική αλλαγή μέσα μου έγινε στη δεκαετία του ’60, όταν με αρχή τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου το ελληνικό κοινό έδειχνε σοβαρά στοιχεία δεκτικότητας σε σχέση με ένα υπό διαμόρφωση είδος λόγιας τέχνης αναμορφωμένης (για πρώτη φορά) με τη βοήθεια λαϊκών καλλιτεχνικών στοιχείων.

Δημιούργησα έτσι ένα θεωρητικό πλαίσιο: «Κίνημα Έντεχνης Λαϊκής Μουσικής», «Τέχνη Μαζών» κ.λπ., που έβγαινε φυσιολογικά μέσα από την πράξη, δηλαδή τη δημιουργία έργων πάνω σ’ αυτές τις προδιαγραφές: ‘Αξιον Εστί, Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, Κατάσταση Πολιορκίας, Επιφάνια Αβέρωφ, Canto General κ.λπ.

Όφειλα να συμφιλιώσω τους συμπατριώτες μου μέσω των έργων μου με ηχητικές καταστάσεις που κατά τη γνώμη μου βοηθούν στην ανάδειξη της ουσίας του έργου. βλέπε λ.χ. τον ‘Αξιον Εστί, όπου πλάι στα λαϊκά όργανα τοποθετώ τους συμφωνικούς ήχους. Γι’ αυτό πιστεύω ότι για να κριθεί σωστά η συμφωνική μου πλευρά θα πρέπει να αποκολληθεί από τα δυτικά τεκταινόμενα και να αναλυθεί μονάχα σε σχέση με την προσπάθειά μου να δημιουργήσω ένα μουσικό σύμπαν στη χώρα μου που να απηχεί τις πολιτισμικές μας καταβολές και ανάγκες και να απευθύνεται στους νεοέλληνες βασικά.

Η πρώτη επαφή μου με την ουσιαστική τέχνη έγινε με τη σύγχρονη ποίηση (Διονύσιος Σολωμός, Κωστής Παλαμάς) και με την αρχαία τραγωδία – βασικά σε μεταφράσεις Γρυπάρη.

Με την καλπάζουσα εφηβική μου φαντασία είχα ταυτιστεί με τους τόπους (Θήβα, ‘Αργος, Κόρινθος), με τα γεγονότα και φυσικά με τους ήρωες των τραγωδιών. Ήταν ίσως η πλέον γόνιμη φυγή από την πραγματικότητα της ξένης στρατιωτικής κατοχής και όσων θλιβερών συνέβαιναν γύρω μου.

Όταν άρχισα να γράφω ποίηση και να συνθέτω -πέρα από τα απλά τραγούδια- το πρώτο μου έργο για χορωδία-ορχήστρα εγχόρδων-σολίστ και ηθοποιούς, αυτό ήταν εν σπέρματι τραγωδία. (Συμφωνία αρ. 1, 1943-45).

Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου με επηρέασε η Σχολή του Γιάννη Ρίτσου… Όπως τη δίδαξε με το έργο του και με το παράδειγμά του. Αυτή ακριβώς που με το θρίαμβο της αντεπανάστασης μετά τη χούντα και ως σήμερα προσπαθούν να φιμώσουν και να κατεδαφίσουν με κάθε μέσο, με κύριο όπλο τη συνωμοσία της σιωπής, διάφορα κέντρα και όργανα θλιβερά των νέων εξουσιαστών, που χτίζουν τη δύναμή τους πάνω στην ανοιχτή πληγή, πάνω στα ερείπια των μύθων, που πέτυχαν να γίνουν έστω και για μια στιγμή φωτεινή πραγματικότητα.

Σκέφτομαι τώρα πως το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό μας με τον Γιάννη Ρίτσο είναι αυτή ακριβώς η «φωτεινή πραγματικότητα», δηλαδή η ένταξή μας στην μεγάλη απελευθερωτική και αναγεννητική προσπάθεια του Λαού μας στα χρόνια της φωτιάς, που την βιώσαμε με όλους τους πόρους της ψυχής και του κορμιού μας, γνωρίζοντας και πλάθοντας συγχρόνως τους Νέους Ελληνικούς Μύθους.

Ένα δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό υπήρξε η εργατικότητα. Πόσες φορές ο ποιητής, σαν να ‘θελε να «απολογηθεί» για την παραγωγικότητά του, μου ‘λεγε για την απίστευτη εργατικότητα του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αισχύλου, που άφησαν πίσω τους κολοσσιαία εργασία, όχι μόνο σε ποιότητα αλλά και σε ποσότητα (άλλο αν χάθηκαν τα πιο πολλά)…

Η ελληνολατρία στον Ρίτσο δεν ήταν εγκεφαλική αλλά βιωματική. Με το ταλέντο και τη συνεχή άσκηση είχε πετύχει να ενώσει μέσα του τους μύθους και τα τραγικά πρόσωπα του χτες με του σήμερα.

‘Αλλωστε η σχέση του με το κύριο υλικό της εργασίας του, τη γλώσσα, δείχνει ότι τον σαγήνευε και τον χάλκευε η βεβαιότητα ότι σμιλεύει την ίδια γλώσσα, την ελληνική, από τον Όμηρο ως σήμερα. Πώς όμως μπορούσε να γίνει άξιός της; Δίνοντάς της αντάξιο περιεχόμενο, που μόνο ένας ποιητής, φωνή του λαού και του καιρού του, μπορούσε να της προσφέρει.

Έτσι εξηγείται ο βαθύς και επώδυνος δεσμός του με το λαό και τον καιρό. Η συνέπειά του, η πίστη του και η απόφασή του να ζήσει -ακόμα και με κίνδυνο να καταστραφεί- όλα τα πάθη του λαού, καθώς σφάδαζε μέσα στη δίνη των καιρών.

Ήθελε να γίνει αντάξιός τους, όχι απλώς με ένα μέρος, αλλά με το όλον του εαυτού του. Έπρεπε να εισέλθει στην κάμινο της δοκιμασίας ολόκληρος, όχι μόνο με το πνεύμα αλλά και με το σώμα, όχι μόνο με τη φαντασία αλλά με την ευαισθησία και τον πόνο ακόμα και της τελευταίας φλέβας, ακόμα και του τελευταίου αιμάτινου αγγείου του σώματός του. Και γι’ αυτό ο Ρίτσος έγινε έργο και σύμβολο άξιο να σταθεί πλάι στον ανώνυμο μάρτυρα, την ψυχή της Ελλάδας, αυτόν που τον οδήγησε στη θυσία η πεμπτουσία της συλλογικής μας συνείδησης, τα άγια των αγίων της ρωμιοσύνης.

Η ταύτισή μου με τον ποιητή, που ξεπερνούσε τα σύνορα της ποίησης κι απλωνόταν σε όλο το χώρο της ζωής, της εργατικότητας, της δημιουργικότητας, της ιδεολογίας, της στάσης ζωής, της κοινής πίστης σε μια κοινή κλίμακα αξιών, στην ταυτόσημη αντιμετώπιση του χρέους, τέλος, στην κοινή μας στράτευση στο στρατόπεδο της Αριστεράς, της Εθνικής Αντίστασης, της ελευθερίας και της αφοσίωσης στο ιδεώδες της εθνικής αναγέννησης, όλα αυτά δημιούργησαν μια κοινή ταυτότητα, θα έλεγα, στις δύο ευαισθησίες μας. Γίναμε συγκοινωνούντα δοχεία, απ’ όπου ποίηση και μουσική περνούσε η μια στην άλλη, ώσπου να πάρουν μια τρίτη διάσταση: το τραγούδι.

Από την άλλη μεριά, ο Οδυσσέας Ελύτης ήρθε να καταγράψει με τον ποιητικό λόγο του το αποκορύφωμα και το απόσταγμα ενός τιτάνιου ψυχικού, πνευματικού και ηθικού αγώνα μιας φυλής, που της έλαχε κάποτε ο κλήρος του πρωτοπόρου μέσα στην πρόσφατη παγκόσμια εποποιία της ανθρώπινης κοινωνίας. Μετά την παρακμή φάνηκε να αχνοροδίζει η αυγή μιας καινούργιας εθνικής αναγέννησης. Σ’ αυτό βοήθησαν οι εχθροί και οι βάρβαροι γιατί ο Έλληνας ξυπνά όταν τα όρια της ντροπής και της βίας έχουν φτάσει στο έσχατό τους σημείο.

Γεννήθηκε τότε μέσα στο καμίνι της Κατοχής και του Εμφυλίου μια «ποιητική» βιωματική των απλών ανθρώπων. Δηλαδή γέμισε ο τόπος με ανθρώπινες πράξεις, που με την υπέρβαση και τον οίστρο της αυτοκαταστροφής, δηλαδή της θυσίας ήσαν αυτές καθαυτές ανθρώπινα ποιήματα. Γεγονός που οδήγησε τον ποιητή στην καταγραφή αυτού του έπους με νέα σύμβολα αντάξια της βιωμένης ποιητικής. Έτσι γεννήθηκε το ‘Αξιον Εστί.

Χρειάζονται ίσως βαθιές ρίζες, που να εισχωρούν ως τις εσχατιές της ουσίας των πραγμάτων, και ευαίσθητες κεραίες, που να δονούνται στους μυστικούς κραδασμούς της συλλογικής ευαισθησίας… Μνήμη και προοπτική. Ενόραση και όραμα…

Η ιδανική μορφή του ιδανικού νεοέλληνα είδε τον εαυτό της στον «καθρέφτη» του ‘Αξιον Εστί.

Κι όταν οι χαλεποί καιροί μετέβαλαν τη μορφή του νεοέλληνα σε καρικατούρα, έμειναν οι στίχοι του ποιητή που με θεϊκή χάρη βρέθηκε στο μονοπάτι του χρόνου, πάνω στη διακλάδωση, να δει και να μιλήσει. Για πάντα! Η πομπή δεν ακολούθησε το δρόμο που εκείνος χάραξε. Δεν τράβηξε μπροστά. Γλιστρώντας πάνω σε λάσπες από μαρμελάδα που κατηφόριζαν, οι νεοέλληνες χαίρονταν το ανέμελο, το άκοπο, το ανέξοδο και προπάντων το ανεύθυνο «ταξίδι» της τσουλήθρας προς το τίποτα. Γι’ αυτό το ‘Αξιον Εστί κι όλος ο κόσμος γύρω του, πνευματικός και ηθικός, μένουν σήμερα μετέωρα. Σημάδια πολιτισμού, που μόλις κατάφερε να ανθοφορήσει σε μια βραχύβια άνοιξη και που τώρα ζει σαν όνειρο στη σκέψη μόνο όσων αρνήθηκαν τον ξεπεσμό.

Τέλος ο Διόνυσος, ο άλλος οδηγός μου, όχι μόνο αψήφησε αλλά και ανέτρεψε την «τάξη» του Ολύμπου. Ήταν δηλαδή ένας θεός αντιεξουσιαστής, ένας θεός αντι-θεός, κι αυτό ταιριάζει απολύτως με το χαρακτήρα μου, που σε κάθε περίπτωση με κάνει να αποστρέφομαι και να πολεμώ κάθε είδους κατεστημένη εξουσία. Κι αυτό γιατί μισώ τη βία, και εξουσία σημαίνει βία. Ο Έλληνας είναι τόσο πολύ αντιεξουσιαστής, ώστε πολλές φορές μπορεί να φτάσει στα όρια της αναρχίας. Ο λαός μου αποστρέφεται τους ισχυρούς και είναι καχύποπτος σε κάθε μορφή εξουσίας.

Σαν συμπέρασμα όλων αυτών γίνεται φανερό ότι υπήρξα γνήσιο τέκνο μιας εποχής σημαδεμένης με πυρακτωμένο σίδερο. Όλα όσα έζησα με ορθάνοιχτα τα μάτια της σκέψης και της ψυχής μου ωρίμαζαν τον «άνθρωπο». Τις ευαισθησίες μου, τον ψυχικό και πνευματικό μου κόσμο. Δρομολογούσαν την βιωματική πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους. Έβαζαν το στίγμα της θέσης μου πάνω στον χάρτη του κόσμου, καθώς οι άνεμοι και τα κύματα των γεγονότων με παρασύρανε πάνω στον μανιασμένο ωκεανό του καιρού μου. Ο άνθρωπος είναι πηλός και ψήνεται μέσα στον φούρνο της καθημερινότητας. Είχα την θλιβερή τύχη να γνωρίσω θερμοκρασίες, σχεδόν απαγορευτικές για την αντοχή του «υλικού». Από την εφηβεία πέρασα αστραπιαία στην ωριμότητα. Καθώς τραγουδούσα, μέσα μου η φωνή μου έμοιαζε όλο και πιο πολύ με κραυγή, με θρήνο, με ελεγείο, με διαμαρτυρία. Αυτό το είδος μουσικής έκφρασης ήρθε να σμίξει με τις ρίζες της γενιάς μου -και από τον κορμό της Μικρασιάτισσας μητέρας μου και του Κρητικού πατέρα μου. Από πάππου προς πάππον τους ξεριζώνανε και τους καίγανε οι Τούρκοι. Καμένα σπίτια, καμένα δέντρα, σφαγμένοι, κρεμασμένοι πρόγονοι και γυναικόπαιδα να τους θρηνούν. ‘Αξιο τέκνο των διωγμών, με ανέδειξε και μένα η ζωή. Έτσι η κατάδυσή μου έφτασε στα θεμέλια του πόνου των Ρωμιών -που ήταν οι γενιές μου. Είμαι τώρα περήφανος, γιατί προσπάθησα να εκφράσω αυτά τα πελάγη των συναισθημάτων, μέσα σε έργα με διαστάσεις και περιεχόμενο αντάξιό τους.

Τελειώνοντας οφείλω να υπογραμμίσω την εκτίμηση και τον θαυμασμό αλλά και την υπερηφάνεια μου σαν Κρητικός για το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Προ πολλού η ακτινοβολία του έχει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας, γεγονός με ξεχωριστή εθνική σημασία: Το υψηλό επιστημονικό επίπεδο του καθηγητικού δυναμικού συνδυασμένο με έναν μοναδικό ζήλο και αφοσίωση στην επιστημονική έρευνα έχει ήδη αποδώσει καρπούς που τιμούν την ίδια την επιστήμη και βοηθούν τον αγώνα του ανθρώπου για την όλο και πιο βαθειά διείσδυση στον άγνωστο κόσμο που μας περιβάλλει και μας καθορίζει. Και είναι μεγάλη μου τιμή να αποτελώ επίτιμο μέλος μιας τόσο υψηλής πνευματικής κοινότητας που επί πλέον έχει επιφορτισθεί με την μεγάλη ευθύνη και το βαρύ έργο της διαμόρφωσης της νέας γενιάς των Ελλήνων επιστημόνων, διανοητών και γενικά πνευματικών ανθρώπων, αυτών που θα κρατήσουν κάποτε στα χέρια τους το Μέλλον της Ελλάδας.

Είναι πάρα πολύ όμορφα και συγκινητικά αυτά τα οποία συμβαίνουν αυτή τη στιγμή για μένα και για τα οποία δεν βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι «μακάρι να έχω την δύναμη να φανώ ωφέλιμος, έστω και κατ’ ελάχιστον στο ωραίο σας έργο.

Σας ευχαριστώ.


Πριν η προσφώνηση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης κ.Γιάννη Παλλήκαρη
Πριν η κεντρική ομιλία του Γιάννη Κουγιουμουτζάκη Καθηγητή Ψυχολογίας και Προέδρου του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Back To Top