skip to Main Content

Συνέντευξη στο Μανιάτη Δημήτρη στα ΝΕΑ 12 Μαΐου 2013

«Το πρώτο μου τραγούδι το συνέθεσα στην Πάτρα ευθύς μόλις απόκτησα ένα βιολί και πήγα στο ωδείο αφού έμαθα τις πρώτες νότες. Ήμουν δώδεκα χρονών. Και από τότε… απογειώθηκα. Η ζωή μου χώρισε σε δύο μέρη: τη Μουσική, που ήταν η πραγματική μου ζωή. Και την κοινωνική, που ήταν η αναγκαστική. Η σύνθεση μουσικής σε απογειώνει. Δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή της ζωής μου χωρίς μουσική. Ακόμα και όταν στη Μακρόνησο με πέταξαν βαριά τραυματισμένο σε μια φυλακή, ήρθε η Μουσική. Και τότε έβαλα τα γέλια. Ενώ όλοι γύρω μου ούρλιαζαν, εγώ γελούσα τόσο δυνατά που όλοι σταμάτησαν νομίζοντας ότι τρελάθηκα. Αντίθετα, όμως, ο ανείπωτος πόνος μού φώτισε τον εγκέφαλο που έδιωχνε καγχάζοντας τη Μουσική. Θυμάμαι και τη σκέψη μου εκείνης της στιγμής. Της έλεγα της Μουσικής: “Δεν υπάρχεις. Είσαι ένα ψέμα. Μια αυταπάτη. Η μόνη αλήθεια είναι σάρκα και πόνος”. Έτσι προσγειώθηκα, για να μοιραστώ με τους άλλους την αλήθεια του πόνου και της σάρκας».

Χειμαρρώδης, ο Μίκης Θεοδωράκης μίλησε στα «ΝΕΑ» για τη ζωή του, τη μουσική του, τις ελπίδες του και την κληρονομιά του, με αφορμή την παράσταση «Ποιος τη ζωή μου…».

«Είχα την τύχη να γνωρίσω και να μυηθώ στις πυθαγόρειες θεωρίες από τα 15 μου χρόνια. Και από τότε έως σήμερα παρέμεινα πιστός. Έτσι μπορώ να πω ότι η ιδιότητα του Μουσικού υπήρξε κυριαρχική μέσα μου, πάνω από κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές θεωρίες. Έτσι, η βασική αντίθεση μεταξύ Αρμονίας και Χάους ήταν για μένα η πυξίδα που οδήγησε τα βήματά μου μέσα στην κοινωνία και την πολιτική.

Είναι αλήθεια ότι έζησα πολλά και συνάντησα πολλούς και σημαντικούς. Τώρα, από το ύψος των δεκαετιών που με βαραίνουν σας λέω ειλικρινά ότι τίποτα από όλα αυτά δεν με έχει εντυπωσιάσει και πολύ περισσότερο δεν μου έχει προκαλέσει συναισθήματα θαυμασμού περισσότερο απ’ ό,τι ένα τραγούδι, μια μουσική φράση ή ένα μουσικό έργο. Οι λόγοι πιστεύω ότι είναι προφανείς: Ενώ η μουσική και η Τέχνη γενικά είναι λουσμένες με το φως της Αρμονίας, η ανθρώπινη κοινωνία δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από τον εναγκαλισμό του Χάους. Επιπλέον εκείνο που με εκπλήσσει και με πονάει είναι ότι η πορεία είναι κατηφορική. Δυστυχώς από το Κακό πηγαίνουμε στο χειρότερο.

Όσο για το σήμερα, προσπάθησα να κάνω το καθήκον μου απέναντι στον λαό και στη χώρα μας. Ξεκίνησα με την ίδρυση της Σπίθας στις 10 Δεκεμβρίου του 2010. Στην πρώτη ομιλία μου στα Προπύλαια ήρθαν να μ’ ακούσουν 50.000 ακροατές. Λίγο αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, 80.000. Στις 12 Φεβρουαρίου του 2012, που καλέσαμε μαζί με τον Μανώλη Γλέζο και τον Γιώργο Κασιμάτη τον λαό στα πλαίσια του Μετώπου ΕΛΛΑΔΑ (Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση) υπολογίζουν τον κόσμο από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια σε 500.000. Έγιναν εκλογές. Διαφωνήσαμε με αυτούς που μπήκαν στη Βουλή. Εγώ δηλώνω ότι παραμένω έξω και ενάντια στο σύστημα. Δεν έχω όμως πια τον λαό μαζί μου. Τι έγινε; Κουράστηκε, φοβήθηκε, απογοητεύτηκε; Ξεκίνησα τη στράτευσή μου στα 1942 παλεύοντας για την Εθνική μας Ανεξαρτησία, στην Εθνική Αντίσταση. Την κερδίσαμε από τους Γερμανούς, τη χάσαμε από τους Αμερικανούς και τώρα από τις Τράπεζες, τους δανειστές μας, με πρώτους και καλύτερους ξανά τους Γερμανούς… Όπως καταλαβαίνετε, είναι αργά για μένα ύστερα από 70 χρόνων αγώνες για την Ανεξαρτησία να παραιτηθώ από αυτόν τον… αιώνιο στόχο. Επιμένω ελληνικά, πατριωτικά, για οριστική, τελεσίδικη και ολοκληρωτική λύση. Την Εθνική μας Ανεξαρτησία! Αυτή είναι η κληρονομιά που σας αφήνω, με την ελπίδα ότι κάποτε οι Έλληνες θα είναι ελεύθεροι και ωραίοι σαν Έλληνες!».

Ποιος τη ζωή του κυνηγά σήμερα; – ρωτήσαμε τον Μίκη Θεοδωράκη. «Όχι μόνον ηλικιακά αλλά και ψυχικά βρίσκομαι στο απυρόβλητο», αρχίζει την απάντησή του ο συνθέτης. «Με κυνήγησαν τόσοι και τόσοι, που τους έχω ξεχάσει. Τελικά με βοήθησαν να γίνω καλύτερος. Τώρα δεν έχω περιθώρια να καλυτερεύσω, γι’ αυτό θεωρώ ότι είναι πια περιττό να με κυνηγούν. Φυσικά, πολλοί εξακολουθούν να το κάνουν ή θα ήθελαν να το κάνουν. Τους ενοχλώ. Όμως δεν μπορώ να κάνω πια τίποτα γι’ αυτούς. Όχι μόνο γιατί έχω φτάσει αλλά νομίζω ότι έχω ξεπεράσει τα όριά μου».

Πρώτα «εθνικός», μετά «διεθνής»
«Για να γίνεις “διεθνής”, δηλαδή να σε αναγνωρίζουν οι άλλοι λαοί, θα πρέπει να είσαι πρώτα “εθνικός”», τονίζει ο Μίκης Θεοδωράκης. «Δηλαδή να εμπνέεσαι από τις παραδόσεις σου και να έχεις ταυτιστεί μαζί τους, ώστε να μπορέσεις να τις εκφράσεις με το έργο σου, έτσι που η προσωπικότητά σου να αποκτήσει μια τέτοια και τόση ιδιαιτερότητα, που να μπορεί να υπερβεί τα σύνορα της χώρας σου. Τότε γίνεσαι “διεθνής”, γιατί κατάφερες να είσαι όσο γίνεται πιο τέλεια “εθνικός”. Στην περίπτωσή μας, Έλληνας».

Back To Top