Skip to content

“Μουσικό αφιέρωμα Μίκης Θεοδωράκης” της Χορωδίας Χανίων την Κυριακή 6 Απριλίου 2025 στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων.

Η ΧΟΡΩΔΙΑ ΧΑΝΙΩΝ

Soprani

Κατερίνα Αλεξανδράκη, Παρασκευή Αντωνίου, Βάσω Βαζιουράκη, Κλαούντια Βέλτερ, Μιμίκα Γιαννακουδάκη, Ελίζαμπεθ Γκρίντερ, Άννα Ελληνικάκη, Χρυσή Ζερβουδάκη, Ελένη Καραβαλάκη, Αργυρω Κουκάκη, Μαρία Λαμπουσάκη, Μαίρη Μαρκάκη, Στεφανία Παπαδάκη, Αντωνία Περράκη, Μαρία Σταφυλλίδη, Ιωάννα Τετράδη, Ευανθία Τσιναράκη, Ελένη Τσιώλη, Εύα Χατζηδάκη

Alti

Μαρία Ζερβουδάκη, Ανδριάννα Καποδίστρια, Σταυρούλα Κυριακοπούλου, Ροδάνθη Κουτρούλη, Βασιλική Λουβερδή, Πηνελόπη Μαργιωλάκη, Νότα Μουστάκη, Διονυσία Μπολουδάκη, Ευαγγελία Παπαγιαννάκη, Μαρία Παπουτσάκη, Αργυρώ Περράκη, Σουζάνα Ροδομαγουλάκη, Αναστασία Σιδηροπούλου, Γιάννα Σπανοχριστοδούλου, Σοφία Φουντουλάκη, Τόνια Φραγκιουδάκη

Tenori

Μανόλης Βιτσιλάκης, Αντωνία Βλαζάκη, Αντώνης Καλογηρόπουλος, Νίκος Καρπουζάς, Ζαχάρης Κεκάκης, Γρηγόρης Κολομβάκης, Γιώργος Κονταράκης, Κωνσταντίνος Λιμογιάννης, Γιάννης Μανούσακας, Παντελής Μωραϊτάκης, Μανώλης Πλανάς, Ανδρέας Σταυρακάκης, Κώστας Χαζιράκης

Bassi

Γιάννης Ανδρουλάκης, Στέλιος Βατσολάκης, Νίκος Βλαζάκης, Θεόδωρος Γεωργιλάς, Γιώργος Θωμόπουλος, Παναγιώτης Μαντατής, Δημήτρης Μπέλλος, Eberhard Reinecke, Μιχάλης Στυλιανουδάκης, Σταύρος Τάτσης, Στέλιος Φραντζεσκάκης, Γιώργος Χαβρές

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ-ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ: Γιάννης Μεντζελόπουλος


Στην έναρξη της συναυλίας αναγνώστηκε ο χαιρετισμός που έστειλε ο Πρόεδρος του Παγκρήτιου Συλλόγου  Φίλων Μίκη Θεοδωράκη Γιώργος Αγοραστάκης, στον οποίο σημείωσε την ιστορική συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με την Χορωδία Χανίων το 1951:

“Σήμερα η Χορωδία Χανίων έχει την τιμητική της. Καταξιώθηκε να είναι η πρώτη Χορωδία με την οποία συνεργάστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης το 1951, στην πρώτη του συναυλία που διοργάνωσε ο ίδιος στο Βενιζέλο Ωδείο Χανίων.

Τότε ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν νέος συνθέτης συμφωνικής μουσικής, 26 ετών, παντελώς άγνωστος και στα Χανιά. Ήταν μάλιστα στρατιώτης που υπηρετούσε τη θητεία του στην 5η Μεραρχία Χανίων.

Η συναυλία αυτή δεν ήταν συνηθισμένη συναυλία. Αποτέλεσε ένα σταθμό στην πορεία του, όπως αποδείχθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Δοκίμασε για πρώτη φορά να δημιουργήσει συμφωνικό έργο που βασίζεται στην Κρητική μουσική.

Το κυρίως έργο στο πρόγραμμα ήταν “ο Χανιώτικος συρτός για πιάνο και ορχήστρα”.

Για τη συναυλία δημιούργησε εκ του μηδενός μία μικρή συμφωνική ορχήστρα  25 οργάνων, σε μία πόλη που τότε δεν υπήρχε τίποτα. Η ορχήστρα μαζί με τη Χορωδία Χανίων, που προϋπήρχε, εκτέλεσαν τα έργα του. Μαζί ανέβασε στη σκηνή τοπικά κρητικά συγκροτήματα για να παρουσιάσει την αυθεντική κρητική μουσική και να δείξει τη διαφορά που υπήρχε με τη λόγια συμφωνική μουσική του.

Πάνω στη βάση του “Χανιώτικου συρτού” συνέθεσε στην συνέχεια στη δεκαετία του ’50 στην Αθήνα και στο Παρίσι και άλλα συμφωνικά έργα με τα οποία διακρίθηκε και βραβεύτηκε:

το 1957 στην Μόσχα ως ο καλύτερος νέος συνθέτης στον κόσμο και

το 1959 ως ο καλύτερος Ευρωπαίος συνθέτης με το Αμερικανικό βραβείο Copley.

Γι αυτό σας λέω ότι η συναυλία του 1951 αποτέλεσε ένα σταθμό στην πορεία του Μίκη Θεοδωράκη.

Ο Θεοδωράκης από ένας άγνωστος επαρχιώτης συνθέτης ανέβηκε μέσα σε λίγα χρόνια στην κορυφή της παγκόσμιας μουσικής.

Το μουσικό αφιέρωμα σήμερα είναι αφιερωμένο στο Μίκη Θεοδωράκη με αφορμή τα 100 του χρόνια. Πιστεύω ότι δεν θα έχετε αντίρρηση να μνημονεύσουμε μαζί του στο αφιέρωμα και το Μάνο Χατζιδάκι, του οποίου επίσης εορτάζουμε τα 100 χρόνια. Εξ άλλου σ’ αυτή την ιστορική συναυλία του ’51 συμμετείχε και ο Μάνος Χατζηδάκις με το έργο του “για μικρή λευκή αχιβάδα”.

Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζιδάκις, δύο πολύ μεγάλοι και διαφορετικοί συνθέτες, πολύ δεμένοι και αγαπημένοι φίλοι από την νεότητά τους, τους οποίους συνέδεε η αμοιβαία εκτίμηση κι θαυμασμός για το έργο τους.

Δόξα και τιμή λοιπόν στον Μίκη Θεοδωράκη και στον Μάνο Χατζιδάκι.

Στη Χορωδία Χανίων ευχόμαστε να ‘ναι πάντα άξια και να τα υπερεκατοστήσει. Ανανεωμένη να συνεχίσει και στον επόμενο αιώνα της”.

ΦΩΤΟ: Συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Βενιζέλειο Ωδείο Χανίων το Σεπτέμβρη του 1951


 

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΥΛΙΑΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Γιάννης Γιαννακάκης Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Δήμου Χανίων

[ο χώρος, η χώρα]

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια θάλασσα. Μια μεγάλη θάλασσα στη μέση της γης.

Μια θάλασσα που ανάσαινε τους ανέμους και καθρέφτιζε τ’ άστρα τις ήσυχες νύχτες.

Μια θάλασσα που έβρεχε χώρες γεμάτες ιστορία, χώρες που γέννησαν θρύλους, που κρατούσαν μνήμες αρχαίες.

Κι εκεί, κάπου στη μέση αυτής της μεγάλης θάλασσας βρισκόταν από παλιά μία χώρα. Μια χώρα μικρή, μα τόσο ζωντανή, που έμοιαζε να πάλλεται μαζί με το κύμα. Ξεμύτισε, λες, διστακτικά από την αγκαλιά της γης κι απλώθηκε μέσα στο γαλάζιο σαν να ήθελε να χαθεί όσο περισσότερο γίνεται στη δροσιά του αλμυρού νερού. Και όπου δεν έφτανε να απλωθεί, έσπειρε μεγάλους βράχους. Και γέμισαν το πέλαγος.

Και μίλησαν γι’ αυτή τη χώρα οι ποιητές. Και φτιάξαν ιστορίες οι παραμυθάδες. Και τη στόλισαν οι ζωγράφοι. Και τη γιόρτασαν με μουσικές. Κι οι μουσικές αυτές μοιράστηκαν σε όλους. Κι απλώθηκαν παντού. Όπως τα νησιά του πελάγους, όπως τα όνειρα που ταξιδεύουν πέρα από τον ορίζοντα.

Βάρκα στο γιαλό, (Μαγική πόλη) ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη

 

[οι άνθρωποι]

Κι ήταν όμορφη εκείνη η χώρα. Μυθική. Με κήπους και ρεματιές. Με λουλούδια και πουλιά. Με λίμνες γαλήνιες και βουνά θεόρατα. Σχεδόν ευλογημένη. Και σίγουρα πλούσια. Με έναν πλούτο μοναδικό, ασύγκριτο: τα παιδιά της. Αυτά που μεγάλωσαν – μαζί της. Που άγγιξαν τον άνεμο και το κύμα. Που μέτρησαν τα αστέρια. Που τις νύχτες μιλούν με το φεγγάρι. Που σήκωσαν ανάστημα όποτε χρειάστηκε. Αυτά που μεγάλωσαν τη χώρα τους και ύφαναν το όνομά της με ιστορίες και μύθους.

Ταξίδεψαν την άγρια θάλασσα και έχτισαν πύργους πάνω στα βουνά. Κι έτσι η θάλασσα άρχισε να ενώνει. Και έτσι τα βουνά ακούμπησαν τα σύννεφα. Και τα παιδιά της συνέχιζαν να μεγαλώνουν, να δημιουργούν, να τραγουδούν, να γιορτάζουν.

Κυρίως όμως… να αγαπούν.

Προδομένη αγάπη, ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη

 

[ο έρωτας]

Η γη ήταν σιωπηλή. Οι δρόμοι έμοιαζαν άδειοι, τα δέντρα γέρναν κουρασμένα από τους ανέμους και η θάλασσα ανέπνεε βαριά. Κι όμως, κάπου εκεί, κρυμμένο ανάμεσα στα σύννεφα και στις ψυχές των ανθρώπων, υπήρχε κάτι που περίμενε να γεννηθεί.

Και τότε ήρθε ο έρωτας. Όπως η πρώτη αχτίδα που διαπερνά το σκοτάδι, όπως η μουσική που ξαφνικά γεμίζει μια άδεια πλατεία. Γεννήθηκε μέσα σε βλέμματα που συναντήθηκαν τυχαία, σε χαμόγελα που άνθισαν δίχως λόγο, σε χέρια που άγγιξαν το ένα το άλλο διατακτικά. Ήρθε σαν ψίθυρος γλυκός, σαν άνεμος που σήκωσε τη σκόνη από τις καρδιές. Τα χρώματα έγιναν πιο φωτεινά, οι μέρες γέμισαν προσμονή, κι οι νύχτες με όνειρα. Κάθε βήμα είναι πλέον χορός, κάθε λέξη είναι τραγούδι, κάθε στιγμή είναι υπόσχεση.

Και αν κάποτε χαθεί, αν η φλόγα του τρεμοπαίξει στον άνεμο, μη φοβάσαι. Ο έρωτας δεν πεθαίνει ποτέ, μόνο αλλάζει μορφές. Μπορεί να κρύβεται σε μια ανάμνηση, σε ένα βλέμμα που δεν ξέχασες, σε έναν αλλιώτικο χτύπο της καρδιάς. Γιατί ο έρωτας είναι η . ίδια η ζωή – η φωτιά που μας κρατά ζεστούς, το φως που δεν σβήνει ποτέ.

Απρίλης, (Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού) εναρμόνιση. Β. Τενίδης ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη

 

[τα Πάθη]

Κι εκεί, στη χώρα αυτή, οι άνθρωποι δεν φοβήθηκαν ποτέ το σκοτάδι. Στάθηκαν όρθιοι, ακόμα κι όταν η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια τους. Έσφιξαν τις γροθιές και κοίταξαν μπροστά. Δε χαμήλωσαν το βλέμμα, δεν λύγισαν μπροστά στη θύελλα. Πολέμησαν με ξίφη και με λέξεις, με χέρια γυμνά και καρδιές φλεγόμενες.

Μικροί και μεγάλοι, γυναίκες και άνδρες. Σε μάχες άνισες, σε αγώνες για την αλήθεια. Απέναντι στο άδικο, το μεγάλο κακό. Οπλισμένοι με πάθος και πίστη, με θάρρος και ορμή.

Και κάποιοι χάθηκαν. Όχι γιατί ηττήθηκαν, αλλά γιατί έγιναν φως. Και το όνομά τους ψιθυρίζεται ακόμα στους ανέμους, και οι πράξεις τους γράφτηκαν στο χώμα και στις καρδιές όσων έμειναν πίσω. Δεν τους ξέχασε η γη, ούτε τα ποτάμια που κύλησαν δίπλα τους. Είναι στις σκιές των βουνών που τους είδαν να στέκονται αγέρωχοι, στις θάλασσες που κράτησαν το τελευταίο τους βλέμμα, στον ουρανό που ανοίγεται πάνω από τα μέρη που αγάπησαν.

Μέρα Μαγιού, (Επιτάφιος) ποίηση: Γιάννη Ρίτσου

 

[ο θρήνος]

Ο θρήνος. Μια κραυγή που δεν ακούγεται, ένα βάρος που κουρνιάζει στο στήθος και δεν φεύγει. Είναι τα μάτια που κοιτάζουν στο κενό, τα χέρια που έμειναν άδεια, οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Είναι η σιωπή που βαραίνει τα δωμάτια, τα βήματα που δεν ακούγονται πια στις αυλές, το κάλεσμα που δεν θα πάρει απάντηση.

Όσοι έμειναν πίσω, κουβαλούν τη σκιά της απώλειας, σαν ένα παλιό ρούχο που δεν μπορούν να βγάλουν από πάνω τους. Μαθαίνουν να προχωρούν, αλλά ποτέ δεν ξεχνούν. Θρηνούν, όχι μόνο για εκείνους που έφυγαν, αλλά και για όσα δεν πρόλαβαν να ζήσουν μαζί τους. Για τις αγκαλιές που δεν δόθηκαν, για τις ερωτήσεις που έμειναν αναπάντητες, για τα τραπέζια που θα έχουν για πάντα μια θέση κενή.

Κι όμως, μέσα στον θρήνο, υπάρχει μια παράξενη ζεστασιά. Γιατί η αγάπη δεν χάνεται, ακόμα κι όταν μεταμορφώνεται σε δάκρυ. Κι όσοι μένουν πίσω, σιγά σιγά, μαθαίνουν να μιλούν με τους απόντες. Να τους κουβαλούν μέσα τους, να τους ζωντανεύουν σε ιστορίες, σε προσευχές, σε ένα απαλό άγγιγμα πάνω σε μια παλιά φωτογραφία. Μαθαίνουν πως ο θρήνος δεν είναι μόνο πόνος, αλλά και ένας τρόπος να κρατάς κάποιον κοντά σου. Ένας ψίθυρος που ταξιδεύει με τον άνεμο.

Που πέταξε τ’ αγόρι μου, (Επιτάφιος) ποίηση. Γιάννη Ρίτσου

 

[η αναγέννηση]

Και τότε, μια μέρα, η γη ανάσανε. Μια απαλή ζεστασιά τύλιξε τον κόσμο, σαν ένα χάδι αόρατο. Η πρώτη αμυγδαλιά άνοιξε τα μάτια της, τα πρώτα άνθη φανέρωσαν το μυστικό τους. Και σαν να είχε ξυπνήσει από έναν μακρύ ύπνο, ολόκληρη η φύση αναδεύτηκε.

Τα χρώματα ξεχύθηκαν σαν νερό που ξεχειλίζει. Τα λιβάδια ντύθηκαν με πράσινο, οι λόφοι στολίστηκαν με πολύχρωμα λουλούδια και οι μέλισσες χόρευαν πάνω στις ανθισμένες κορφές. Ο ουρανός ξαναβρήκε το γαλανό του βλέμμα. Και οι άνθρωποι, λες και θυμήθηκαν κάτι που είχαν ξεχάσει, βγήκαν έξω να υποδεχτούν το θαύμα. Τα ποτάμια κυλούν πιο γρήγορα τώρα, τα δέντρα γεμίζουν ζωή, τα πουλιά φέρνουν μηνύματα από μακρινές πατρίδες. Τα παιδιά γελούν στις αυλές, οι μεγάλοι ανασαίνουν βαθιά.

Η Άνοιξη έφτασε. Ξανά και ξανά, όπως πάντα.

Και αν σταθείς για λίγο σιωπηλός, αν αφουγκραστείς τον άνεμο που περνά ανάμεσα στα φύλλα, θα ακούσεις την καρδιά της γης να χτυπά. Είναι ο ρυθμός της Άνοιξης αυτός, ο ρυθμός της ζωής που δεν παύει ποτέ να ξαναγεννιέται.

Μυρτιά, ποίηση: Νίκου Γκάτσου

 

[οι ρίζες]

Οι ρίζες μας. Αθέατες, σιωπηλές, μα τόσο δυνατές. Πλέκονται βαθιά μέσα στη γη, εκεί όπου οι μνήμες δεν χάνονται. Είναι τα θεμέλια, αυτά που κρατούν όρθιο το σώμα και την ψυχή μας, που μας δίνουν μορφή και σκοπό.

Κι εμείς, κλαδιά που μεγαλώνουν, φυλλωσιές που απλώνονται στον ήλιο, κουβαλάμε τις ρίζες μέσα μας. Μπορεί να φύγουμε μακριά, να αναζητήσουμε νέους δρόμους, να ακολουθήσουμε άγνωστα μονοπάτια, μα πάντα θα μας καθοδηγούν και θα μας καθορίζουν. Όπως η θάλασσα ξέρει να γυρίζει στην ακτή, όπως ο ήλιος βρίσκει το δρόμο του πίσω στον ορίζοντα, έτσι κι εμείς, ακόμα κι όταν χαθούμε, θα νιώθουμε εκείνη τη λεπτή, αόρατη δύναμη να μας οδηγεί ξανά πίσω.

Γιατί οι ρίζες αυτές δεν είναι δεσμά. Είναι η πυξίδα των παιδικών μας χρόνων, είναι ο αχός του παρελθόντος, είναι οι παραδόσεις που αγνοούμε, είναι ακόμα και οι μνήμες που δεν ζήσαμε. Και όσο κι αν ο άνεμος φυσάει, όσο κι αν οι εποχές αλλάζουν, αυτές θα είναι πάντα εκεί. Να μας διδάσκουν, να μας κρατούν, να μας οδηγούν.

Δρόμοι παλιοί, ποίηση: Μ. Αναγνωστάκη τραγούδι: Έλενα Μεντζελοπούλου

 

[εκείνος]

Ήταν κι ένας άνθρωπος που, όταν στεκόταν, έμοιαζε να αγκαλιάζει τον κόσμο. Τα χέρια του άνοιγαν πλατιά, σαν να ήθελαν να χωρέσουν μέσα τους όλη τη μουσική, όλη την ιστορία, όλη την ψυχή ενός λαού. Ψηλός, με βλέμμα που φλόγιζε, με μια σιλουέτα που δεν λύγιζε στον χρόνο, ούτε στις καταιγίδες που πέρασαν από πάνω του.

Η φωνή του δεν ήταν μόνο δική του. Ήταν η φωνή μιας χώρας που τραγουδούσε ακόμα και στις πιο σκοτεινές εποχές. Οι νότες του είχαν μέσα τους ήλιο και αίμα, θάλασσα και πέτρα. Σαν κύματα που σπάνε στην ακτή, άλλοτε ήρεμες και άλλοτε αγριεμένες, κουβαλούσαν πόνο, ελπίδα, πάθος.

Περπάτησε δρόμους δύσκολους, γνώρισε φυλακές και εξορίες, μα ποτέ δεν σίγησε. Κι αν τον έκλειναν στο σκοτάδι, αυτός γινόταν ακόμα πιο δυνατός. Κάθε νότα που έγραφε, κάθε μελωδία του, ήταν ένα κομμάτι ελευθερίας. Τα τραγούδια του έγιναν σημαίες. Τ’ άκουγες στις πλατείες, στα εργοστάσια, στις αυλές των σπιτιών. Οι στίχοι που έντυσε με τη μουσική του έγιναν προσευχές για εκείνους που αγωνίζονταν, που αγαπούσαν, που πονούσαν.

Δεν φοβήθηκε ποτέ να μιλήσει. Δεν δίστασε να σταθεί μπροστά, ακόμα κι όταν οι καιροί ήταν δύσκολοι. Κυρίως όταν οι καιροί ήταν δύσκολοι! Κι όταν σήκωνε τα χέρια του, δεν διηύθυνε μόνο μια ορχήστρα – διηύθυνε μια ολάκερη εποχή.

Οι χαρταετοί (οργανικό)

 

[η παιδικότητα]

Μια μπάλα κυλάει και πίσω της ακολουθούν χαρούμενες φωνές. Μια κούκλα γίνεται φίλη, εξομολογητής, συνοδοιπόρος σε περιπέτειες. Ένα ποδήλατο τρέχει με τον άνεμο, κι η καρδιά χτυπά δυνατά. Ένα γέλιο ξεσπάει ξαφνικά, ένα ζευγάρι γυμνά πόδια τρέχουν πάνω στο ζεστό χώμα, δυο χέρια μικρά αγκαλιάζουν τον κόσμο χωρίς φόβο.

Είναι το παιχνίδι που δεν έχει τέλος. Είναι η φαντασία που πλάθει κάστρα από άμμο και πολιτείες από όνειρα.

Κι ύστερα, είναι εκείνο το μικρό χεράκι. Που τεντώνεται διατακτικά, να φτάσει πιο ψηλά, να κρατήσει ένα μεγαλύτερο χέρι για να προχωρήσει. Για να ισορροπήσει. Για να μάθει. Κάθε βήμα, μια νέα ανακάλυψη. Κάθε πτώση, μια αφορμή για να σηκωθεί ξανά.

Κι όσο υπάρχουν μικρά χέρια που τεντώνονται για να φτάσουν πιο ψηλά, η ζωή θα συνεχίζει να ανθίζει. Με γέλια, με όνειρα, με την αγνότητα μιας καρδιάς που ακόμα χοροπηδά ξυπόλυτη, χωρίς να φοβάται να λερωθεί.

Του μικρού βοριά, (Μικρές Κυκλάδες) ποίηση. Οδ. Ελύτη

 

[η τρυφερότητα]

Σ’ αυτή τη γη που λούζεται στο φως, η τρυφερότητα περπατάει χαρούμενη πάνω στη ζεστή αμμουδιά. Αναδύεται μέσα από το γέλιο των παιδιών που παίζουν στους δρόμους, μέσα από τα δάχτυλα που αγγίζουν απαλά τα στάχυα, μέσα από το αεράκι που χαϊδεύει τα πρόσωπα τα δειλινά του καλοκαιριού.

Είναι η τρυφερότητα των γιαγιάδων, που απλώνουν τα χέρια τους πάνω από τα κεφάλια των εγγονιών τους, ψιθυρίζοντας ευχές παλιές, σαν ξόρκια προστασίας. Είναι η ματιά της μάνας, που σκεπάζει με ένα βλέμμα όλη τη φροντίδα του κόσμου. Είναι οι φίλοι, που μοιράζονται τον ίδιο ήλιο, το ίδιο ψωμί, τα ίδια όνειρα.

Και πάνω απ’ όλα, είναι η τρυφερότητα της ίδιας της γης. Στις λεμονιές που βαραίνουν από καρπούς, στα κύματα που γλύφουν απαλά τις ακτές, στις πλατείες που κρατούν το αποτύπωμα των βημάτων όσων έχουν χορέψει εκεί ξέγνοιαστα.

Κι αν αυτή η χώρα είχε να πει μια μόνο λέξη, θα ήταν ένα μεγάλο, γλυκό «αχ». Ένα «αχ» όχι από βάρος, αλλά από πληρότητα. Ένα «αχ» που γεννιέται στις σκιές των αμπελιών τα απογεύματα, διασχίζει τις ραγισμένες πέτρες της αυλής και φωλιάζει στα τραγούδια που δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Μαργαρίτα Μαγιοπούλα, ποίηση: Ιάκωβου Καμπανέλη εναρμόνιση: Π. Μπαρμπάτη, τραγούδι: Νατάσα Σιδηροπούλου, Γιάννης Μανούσακας

 

[το «μαζί»]

Πιάσε το χέρι μου! Έλα να περπατήσουμε αντάμα. Να θυμηθούμε όσα ζήσαμε και να γνωρίσουμε νέους τόπους. Να δοκιμάσουμε νέες γεύσεις, νέους ήχους, νέα χρώματα. Κι αν κάπου αστοχήσουμε, κι αν η ρότα μας αλλάξει, τουλάχιστον θα έχουμε τη χαρά ότι κρατάμε για λίγο ο ένας το χέρι του άλλου. Ότι περπατάμε μαζί.

Το έχουμε μέσα μας αυτό το «μαζί». Κρύβεται στις παιδικές συντροφιές, στις εφηβικές παρέες, στα ερωτικά σκιρτήματα. Κρύβεται στις ομάδες που δημιουργούν, σε όσους παλεύουν καθημερινά. Σε όσους ονειρεύονται, σε όσους αγωνίζονται, σε όσους θρηνούν.

Κι αυτό το κρυμμένο «μαζί» είναι η δύναμή μας. Είναι η καταφυγή και η ελπίδα μας.

Είναι ο τρόπος και ο στόχος.

Γιατί μαζί γινόμαστε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας.

Η μπαλάντα του Αντρίκου, ποίηση: Κώστα Βάρναλη εναρμόνιση. Γ. Θεοφιλόπουλος

 

[τα δύσκολα χρόνια]

Ήταν μια χώρα όμορφη, φτιαγμένη από φως και αλμύρα, από πέτρα κι ουρανό. Μα η ομορφιά της συχνά σκεπάστηκε από σκιές. Οι δυσκολίες ήρθαν σαν κύματα αγριεμένα. Άλλοτε σαν φτώχεια που άφηνε τραπέζια άδεια και καρδιές σφιγμένες. Άλλοτε σαν δοκιμασίες που έκαναν την ελπίδα να μοιάζει με πολυτέλεια. Χρόνια δύσκολα, μέρες που κύλησαν βαριές, άνθρωποι που έσκυψαν για λίγο, μα δεν λύγισαν.

Στα χωριά, η γη έδινε λίγο ψωμί και πολύ ιδρώτα. Στις ταλαιπωρημένες καρέκλες της αυλής οι γείτονες πάσχιζαν να γελούν, ακόμα κι όταν η ζωή ήταν σκληρή. Στις πόλεις, τα χέρια μάτωναν από τη δουλειά, οι δρόμοι μύριζαν καπνό και προσμονή και τα φτωχόσπιτα έκρυβαν όνειρα που δεν ήθελαν να σβήσουν.

Κι όμως, ακόμα και στις πιο μεγάλες κακουχίες, η χώρα αυτή δεν έπαψε να ανασαίνει. Βρήκε τη δύναμή της στα τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα από τον πόνο, στα χέρια που ενώθηκαν στις δυσκολίες, στα μάτια που -όσο κι αν έκλαψαν- έμαθαν ξανά να κοιτούν προς τον ήλιο.

Βρέχει στη φτωχογειτονιά, ποίηση: Τάσου Λειβαδίτη εναρμόνιση. Π. Μπαρμπάτη, τραγούδι: Θεόδωρος Γεωργιλάς

 

[το σπιτικό]

Μέσα στη σκληρή τη γη, στις φουρτούνες και τις δυσκολίες, πάντα υπήρχε ένα μέρος που άντεχε. Ένα σπίτι, άλλοτε μεγάλο, άλλοτε μικρό, που δεν μετρούσε την αξία του στους τοίχους και τα κεραμίδια, αλλά στις φωνές που το γέμιζαν.

Το σπιτικό. Ο πυρήνας. Εκεί όπου η μέρα τελειώνει με κουβέντες γύρω από το τραπέζι, όπου ο πόνος γίνεται πιο ελαφρύς όταν μοιράζεται, όπου η χαρά αποκτά νόημα όταν τη ζεις μαζί με τους δικούς σου. Εκεί όπου το φαγητό έχει πάντα γεύση ζεστασιάς, όπου οι τοίχοι κρατούν μνήμες, γέλια, ψιθυριστές προσευχές, κρυφά δάκρυα και αγκαλιές που δεν ξεχάστηκαν ποτέ.

Η οικογένεια. Άνθρωποι που στέκονται δίπλα σου, ακόμα κι όταν όλα γύρω καταρρέουν. Που σε κρατούν, όταν δεν έχεις δύναμη να σταθείς μόνος. Που ξέρουν το βάρος σου και το σηκώνουν μαζί σου. Δεν είναι πάντα εύκολα, δεν είναι πάντα γαλήνια, αλλά είναι πάντα εκεί. Και αυτό αρκεί.

Και το σπίτι, το πραγματικό σπίτι, δεν είναι οι πέτρες και τα ξύλα. Είναι το βλέμμα της μάνας, το χέρι του πατέρα, το αδερφικό πείραγμα, το γέλιο που σπάει τη σιωπή μιας δύσκολης μέρας. Είναι εκείνο το φως που μένει πάντα αναμμένο, για να βρίσκεις το δρόμο σου πίσω, όσες φορές κι αν χαθείς. Ένα «καλώς όρισες» που δεν θα πάψει ποτέ να σε κάνει να νιώθεις δυνατός.

Δραπετσώνα, ποίηση: Τάσου Λειβαδίτη τραγούδι Κώστας Χαζιράκης

 

[λαός μαχητής]

Όμως δεν χάνονται όσοι αγωνίστηκαν. Δεν σβήνουν όσοι πάλεψαν. Ζουν μέσα στις λέξεις που αντηχούν ακόμα, στις ψυχές που αρνούνται να ξεχάσουν. Ζουν στα τραγούδια που μιλούν για γενναίους, στα μνημεία που στέκουν αγέρωχα στο πέρασμα του χρόνου, στα χέρια που σηκώνονται ξανά, εκεί όπου η μάχη δεν έχει ακόμα τελειώσει.

Εκεί που ακούστηκαν οι κραυγές τους, εκεί που η γη ποτίστηκε με τον ιδρώτα και το αίμα τους, εκεί ζουν ακόμα. Σε κάθε πεσμένο δέντρο που κάποτε σκέπαζε τα βήματά τους, σε κάθε πέτρα που μετακινήθηκε για να φτιάξει οδόφραγμα, σε κάθε κύμα που ξεβράζει τις ιστορίες τους στις ακτές. Οι θυσίες δεν χάθηκαν. Έγιναν ρίζες βαθιές, έγιναν σπίθα που φωτίζει τις γενιές που έρχονται. Έγιναν σιωπηλές υποσχέσεις πως καμιά προσπάθεια δεν πήγε χαμένη.

Γιατί ο αγώνας ποτέ δεν σταματά. Και εκείνοι που χάνονται, δεν φεύγουν. Γίνονται δρόμος, γίνονται σπίθα. Γίνονται ελπίδα πως πάντα -ακόμα και μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι θα υπάρχει κάποιος που θα σηκωθεί και θα παλέψει ξανά.

Μικρός Λαός, (18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας) ποίηση: Γιάννη Ρίτσου

 

[το αύριο]

Και όσο σ’αυτή τη παλιά χώρα υπάρχουν ψυχές που τολμούν, όσο υπάρχουν φωνές που δεν σιγούν, όσο υπάρχουν μάτια που κοιτούν μπροστά, ο αγώνας θα συνεχίζεται. Γιατί το φως δεν πεθαίνει ποτέ. Σαν σπίθα σιγοκαίει μέσα σε κάθε καρδιά που δεν έμαθε να υποτάσσεται. Και όταν έρθει η ώρα, θα ανάψει ξανά, θα γίνει φλόγα, θα γίνει πυρκαγιά, θα γίνει νέα ζωή. Γιατί η αλήθεια, η ελευθερία, η αγάπη για τον κόσμο δεν χάνονται. Μόνο περιμένουν τη στιγμή τους για να γεννηθούν ξανά.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια θάλασσα. Κι εκεί στη μέση αυτής της θάλασσας στέκεται εδώ και αιώνες μια μικρή χώρα.

Μια χώρα που δεν είναι όμως μόνο γη. Είναι μνήμη και φως, είναι κύματα και ουρανός. Είναι ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ, παραμύθι που κάθε γενιά το λέει ξανά, προσθέτοντας τη δική της σελίδα στο αιώνιο βιβλίο του κόσμου.

Στη μέση αυτής της θάλασσας στέκεται μια χώρα που πέρασε χειμώνες, φουρτούνες και βάσανα. Ονειρεύεται την ηρεμία, τη γαλήνη, την Άνοιξη. Και συνεχίζει να ταξιδεύει σε πείσμα των καιρών. Άλλοτε πληγωμένη κι άλλοτε περήφανη. Μαζί με τους ποιητές, τους ζωγράφους, τους εραστές, τους αγωνιστές. Με τα πουλιά και τα κύματα, με τα βουνά και τα ποτάμια. Και με τα τραγούδια. Αυτά που μας ενώνουν, αυτά που μας μεγάλωσαν αυτά που μας ταξιδεύουν σε ετούτη την υπέροχη μεγάλη θάλασσα.

Λίγο ακόμα, ποίηση: Γιώργου Σεφέρη, εναρμόνιση: Αικατερίνη Σταυριανουδάκη, συνοδεία στο πιάνο: Μιχάλης Κουμουτσάκος μπουζούκι, μαντολίνο: Αντώνης Ψυλάκης, Μιχάλης Δασκαλάκης φλάουτο: Ειρήνη Μητράκη, βιολοντσέλο: Ζαφειρούλα Χαντή, ακορντεόν: Νατάσα Γαλανού

Back To Top