Η Συμφωνική Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Σημαντικές παρτιτούρες από τη συμφωνική εργογραφία του Μίκη Θεοδωράκη θα παρουσιάσει η Συμφωνική της Ε.Ρ.Τ. υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου αρχιμουσικού Μίλτου Λογιάδη, την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου με τη συμμετοχή της ιδανικής ερμηνεύτριας των έργων του μεγάλου έλληνα συνθέτη, Μαρίας Φαραντούρη, του διεθνούς φήμης βαρύτονου Δημήτρη Τηλιακού και του καταξιωμένου κιθαριστή Ιάκωβου Κολανιάν. Η συναυλία αποτελεί συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής και της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης. Η Συμφωνική Ορχήστρα της Ε.Ρ.Τ. θα ερμηνεύσει τη Ραψωδία για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων σε ποίηση Διονύση Καρατζά, το έργο ‘LORCA’ για φωνή, κιθάρα και συμφωνική ορχήστρα σε ποίηση Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μεταφρασμένη από τον Οδυσσέα Ελύτη και τη Σουίτα Μπαλέτου « Les Amants de Teruel » («Οι εραστές του Τερουέλ»).
Η σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τη συμφωνική μουσική υπήρξε κάτι περισσότερο από ζωτική για τον μεγάλο Έλληνα δημιουργό, όπως φαίνεται άλλωστε από την εκμυστήρευσή του στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη, συγγραφέα του βιβλίου «ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: η ζωή μου» (Εκδόσεις Πατάκη, 2011):
«Η συμφωνική μουσική αποτελεί το κορυφαίο πνευματικό επίτευγμα της δυτικής σκέψης, ιδιαίτερα των Γερμανών, ισάξιο με την αθάνατη αρχιτεκτονική και το αρχαίο δράμα», αναφέρει ο Θεοδωράκης σε απόσπασμα της βιογραφίας του. Λίγο παρακάτω, παραθέτει τη φιλοσοφική του άποψη για το πολύτιμο αγαθό της αρμονίας και της μουσικής στον ανθρώπινο βίο: «Επειδή πιστεύω ότι για τα έλλογα όντα, δηλαδή για τον άνθρωπο, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας μεταξύ της αρμονίας και του χάους, ο θρίαμβος της ζωής επί του θανάτου ολοκληρώνεται με την πλήρη πνευματική απογείωση που, μέσω της αρμονίας, μας οδηγεί στην ταύτισή μας με το ιερό κέντρο της συμπαντικής αρμονίας ως τη μοναδική απόδειξη ότι εκτιμήσαμε σωστά τη δωρεά της ζωής. Φανταστείτε την ευτυχία που ένιωσα με την αποκάλυψη της συμφωνικής μουσικής. Έως τότε θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό, γιατί με είχε επιλέξει η μουσική άθελά μου, χαρίζοντάς μου τη δυνατότητα να ζω μέσα στον κόσμο της μουσικής αρμονίας».
H Ραψωδία για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων σε ποίηση Διονύση Καρατζά αποτελεί το «κύκνειο άσμα» του Μίκη Θεοδωράκη. Έτσι την χαρακτηρίζει άλλωστε ο ίδιος ο συνθέτης σημειώνοντας τα εξής: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για έναν συνθέτη από το να έχει ένα δικό του πρωτογενές θεματικό υλικό, όπως αυτό των έργων του “Λυρικού Βίου” κι έτσι να μπορέσει να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία και την τεχνική του στην ανασύνθεση του υλικού αυτού. Αυτό είχα ακριβώς την τύχη να κάνω από το 1995 μέχρι χτες, που, με το Κύκνειο Άσμα μου, τη Ραψωδία για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων, έκλεισα οριστικά τον κύκλο της ενασχόλησής μου με τη μουσική σύνθεση, κύκλο που άνοιξα με τη σύνθεση της “Κασσιανής” (1942). Δηλαδή κράτησε 68 ολόκληρα χρόνια! Για την περίοδο αυτής της ανακύκλωσης του “Λυρικού Βίου”, το μόνο που έχω να προσθέσω είναι ότι υπήρξε πλούσια σε ποσότητα και εξαιρετική σε ωριμότητα». Η Ραψωδία είναι αφιερωμένη στον Γερμανό φίλο του Θεοδωράκη Πέτερ Χάνσερ-Στρέκερ ως ένα είδος φόρου τιμής του συνθέτη στη χώρα που ο ίδιος αποκαλεί «πατρίδα του συμφωνικού του έργου». Όπως έχει δηλώσει: «Θεωρώ τον εαυτό μου έναν συμφωνιστή […] που γεννήθηκε στο Αιγαίο και […] έναν Κρητικό μελωδό που έζησε στο Παρίσι».
Τα μέρη του βαρυτόνου θα ερμηνεύσει ο Δημήτρης Τηλιακός.
To έργο ‘LORCA’ για φωνή, κιθάρα και συμφωνική ορχήστρα βασίζεται στο μουσικοποιητικό υλικό του “Romancero Gitano” (1967). Ως γνωστόν, στον συγκεκριμένο κύκλο τραγουδιών ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε στίχους του Λόρκα σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη. Τα τραγούδια πρωτοπαρουσιάστηκαν στη Ρώμη το 1970 με σολίστ την Μαρία Φαραντούρη και είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία που, από την πρεμιέρα τους έως το 1974, ερμηνεύθηκαν σε περισσότερες από χίλιες συναυλίες σε όλες τις ηπείρους. Δώδεκα χρόνια μετά, η Komische Oper του τότε Ανατολικού Βερολίνου παρήγγειλε (1982) στον Θεοδωράκη μια νέα εκδοχή του κύκλου αυτού για συμφωνική ορχήστρα, σόλο φωνή και κιθάρα, εκδοχή που παρουσιάστηκε λίγο αργότερα στο Βερολίνο. Λίγο αργότερα, έγινε η πρεμιέρα του νέου έργου στο Βερολίνο. Η ίδια εκδοχή θα ακουστεί στη συναυλία-αφιέρωμα της 30ης Ιανουαρίου στο Μέγαρο, με σολίστ την Μαρία Φαραντούρη και τον κιθαριστή Ιάκωβο Κολανιάν.
Η σύνθεση της Σουίτας Μπαλέτου «Les Amants de Teruel » ανάγεται στα 1958 (Παρίσι). Το έργο γράφτηκε ύστερα από παραγγελία της διάσημης μπαλαρίνας Λουντμίλα Τσερίνα, που την εποχή εκείνη είχε δημιουργήσει το δικό της θέατρο. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, οι συντελεστές της παραγωγής ζήτησαν από τον Μίκη Θεοδωράκη να συνθέσει και δεύτερο μπαλέτο, αλλά εκείνος, λόγω έλλειψης χρόνου, πρότεινε να παρουσιαστεί το «Καρναβάλι», πρόταση που έγινε δεκτή. Μάλιστα, είχε την τύχη να διευθύνει ο ίδιος τα έργα του στο Θέατρο «Σάρα Μπερνάρ» με την Ορχήστρα Λαμουρέ. Η Σουίτα Μπαλέτου «Les Amants de Teruel» («Οι εραστές του Τερουέλ») είναι εμπνευσμένη από τον ομώνυμο ισπανικό μύθο: πρόκειται για την ιστορία δύο ερωτευμένων νέων από το Τερουέλ της Αραγονίας, το ειδύλλιο των οποίων είχε τραγικό τέλος το 1217. Ο έρωτας του Χουάν Μαρτίνεθ δε Μαρθίγια και της Ιζαμπέλ δε Σεγούρα αποτέλεσε, κατά καιρούς, πηγή έμπνευσης για πολλούς ποιητές, δραματουργούς, μουσικούς και κινηματογραφιστές. Επίσης, έγινε ταινία (1962) από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ρεμόν Ρουλώ με πρωταγωνίστρια και πάλι την Λουντμίλα Τσερίνα, ο οποίος επένδυσε το φιλμ με τη μουσική του Θεοδωράκη.