skip to Main Content

Επετειακό, στα 90 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, του συνθέτη Ευάγγελου Ασημακόπουλου στο tar.gr

Για τα 90 χρόνια του Μίκη θέλω να γράψω λίγα λόγια, έτσι για να τιμήσω με τις πιο ειλικρινείς ευχές μου την επέτειο των γενεθλίων του. Σκέπτομαι μάλιστα να μην αναφερθώ καθόλου στο έργο του και την τεράστια προσφορά του, αφού η παγκόσμια αναγνώριση που εξακολουθεί να το περιβάλλει, επισκιάζει κάθε αναφορά.
Θα μιλήσω κυρίως για την γνωριμία που η Λίζα κι εγώ είχαμε μαζί του και για κάποια γεγονότα που μένουν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μας, γεγονότα που σημαδεύουν μια ολόκληρη εποχή.

Γνώρισα λοιπόν τον Μίκη Θεοδωράκη το 1960 στο στούντιο της Columbia στον Περισσό, όταν συμμετείχα στην ορχήστρα εγχόρδων για την ηχογράφηση του ‘Επιτάφιου’ του Γιάννη Ρίτσου. Ήταν η πρώτη εκτέλεση του έργου στην οποία έπαιρναν μέρος αρκετά μέλη της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι και με τραγουδίστρια τη Νάνα Μούσχουρη.
Είκοσι χρονών εγώ και ομολογώ πως δεν καταλάβαινα και πολλά εκεί που βρέθηκα. Κάποιες μελωδίες πρωτόγνωρες, διαφορετικές και κάποιοι στίχοι με παράξενα λόγια “άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης…” και τέτοια δυσνόητα χωρίς ειρμό, χωρίς ομοιοκαταληξία, καμιά σχέση με το “τσίκα-τσίκα μπουμ ολέ – ολέ” ή το “Μαντουμπάλα αγάπη γλυκιά μου” που ως τότε τραγουδούσε όλη η Ελλάδα.
Απλά ωστόσο παρατηρούσα πως κάθε φορά που τέλειωνε ένα τραγούδι ο Χατζιδάκις που διηύθυνε την ορχήστρα, γύριζε και ρωτούσε έναν ψηλό που καθόταν σκυφτός κι αμίλητος σ’ ένα πάγκο: “ Σου άρεσε Μίκη; Πως σου φαίνεται Μίκη; Θέλεις κάτι άλλο Μίκη? ” Ποιός ήταν αυτός ο Μίκης εκείνη την ώρα ούτε και που ήξερα.
Έστω κι αν τη μέρα εκείνη δεν ανταλλάξαμε μισή κουβέντα, αυτή τελικά ήταν η πρώτη γνωριμία με τον άνθρωπο που αργότερα θα έφερνε μια πραγματική επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, τόσο ο Μίκης Θεοδωράκης όσο και ο Μάνος Χατζιδάκις επέβαλαν με τα τραγούδια τους το μπουζούκι, ένα όργανο περιφρονημένο, κατατρεγμένο και απαγορευμένο από το Ραδιόφωνο. Κυρίως όμως γνώρισαν σε έναν ολόκληρο λαό μέσα από τις υπέροχες μελωδίες τους, τους κορυφαίους ποιητές μας Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Λειβαδίτη, Γκάτσο και πολλούς ακόμη. Έφεραν τέλος μια ανανέωση στο λαϊκό τραγούδι που μέχρι εκείνη την εποχή πελαγοδρομούσε μεταξύ του απαγορευμένου ρεμπέτικου και του ξενόφερτου ανατολίτικου αμανέ.

Η ουσιαστική γνωριμία με τον Μίκη ωστόσο, έγινε λίγα χρόνια αργότερα το 1964, όταν μας διηύθυνε στο κονσέρτο για δυο κιθάρες του Βιβάλντι στον «Παρνασσό» με την Μικρή Ορχήστρα Αθηνών. Η Μ.Ο.Α, όπως ήταν γνωστή τότε, ιδρύθηκε από τον ίδιο σε συνεργασία με τον Χατζιδάκι, με αποκλειστικό ρεπερτόριο έργων κλασικής μουσικής που διηύθυναν σχεδόν εκ περιτροπής κάθε εβδομάδα.
Να ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ τους? Να ήταν η πολιτική τους αντίθεση ή μήπως η διαφορά του χαρακτήρα τους; Ό,τι και αν ήταν, έμοιαζαν σαν δυο τεράστιους ογκόλιθους που έπεσαν ξαφνικά με πάταγο στα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής μουσικής. Και ήταν οι δυο τους που έβαλαν τα γερά θεμέλια, χάραξαν μια άλλη πορεία και δημιούργησαν τη νέα Σχολή μέσα από το τραγούδι, τους δίσκους και τις συναυλίες.

Κάποιους μήνες αργότερα, η Λίζα κι εγώ νοιώσαμε να μας κολακεύει το τηλεφώνημα που μας έκανε ο Μίκης για να λάβουμε μέρος στο “Άξιον εστί” ένα συμφωνικό του έργο που θα παιζόταν για πρώτη φορά στο θέατρο «Κεντρικό». Όπως φάνηκε αμέσως, η επιτυχία του έργου υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε όχι μόνο επαναλήφθηκε μια εβδομάδα αργότερα, αλλά πολύ γρήγορα οι προπωλήσεις εισιτηρίων έφθασαν να καλύπτουν κάποιους μήνες.
Ένα έργο για ορχήστρα και χορωδία με λαϊκά και βυζαντινά στοιχεία, ένα έργο γραμμένο πάνω στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, ένα έργο που έκανε αίσθηση ακόμα και στους κακοπροαίρετους, όσους διαφωνούσαν με την δηλωμένη αριστερή τοποθέτηση του Μίκη.
Δεν θυμάμαι πόσες συναυλίες του “Άξιον εστί” έγιναν μετά τις αλλεπάλληλες πρόβες. Αυτό που θυμάμαι είναι πως διακόπηκαν απότομα όταν ξαφνικά απλώθηκε η μεγάλη νύχτα της δικτατορίας. Κυνηγημένος και φυγάς πια στο Παρίσι ο Μίκης δεν σταμάτησε την μουσική αλλά και την πολιτική δράση του.
Πληθωρικός, χειμαρρώδης, ασυμβίβαστος και πάνω απ’ όλα αγωνιστής, δέχτηκε σφοδρή επίθεση από φίλους και ομοϊδεάτες όταν στις επικίνδυνες μέρες της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο, την κατάρρευση της χούντας και την έλευση στην Ελλάδα του Καραμανλή, είχε πει το περίφημο “Καραμανλής ή τανκς”. Αυτός ένας ακραιφνής αγωνιστής της Αριστεράς, ένας ηγέτης των ‘Λαμπράκηδων’ απλώνει χέρι βοήθειας στο σύμβολο της Δεξιάς που εμφανίζεται ως μεσσίας για τη σωτηρία της χώρας. Όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα, με μια μονοκονδυλιά σβήνονται τα πάντα, ξεχνιούνται οι αγώνες, οι προσφορές, τα επιτεύγματα και τη θέση τους παίρνουν οι αμφισβητήσεις, οι σαρκασμοί, η απαξίωση.

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, δεχόμαστε ένα νέο τηλεφώνημα από τον Μίκη για να λάβουμε μέρος στο Canto General, το καινούργιο του ορατόριο πάνω σε στίχους του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα. Χιλιάδες πλέον ο κόσμος που τον αποθεώνει στα στάδια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας όταν μάλιστα με την πάροδο του χρόνου δικαιώνεται και η προαναφερθείσα ρήση του.
Στο επικό Κάντο Χενέραλ, τα απλωμένα τεράστια χέρια του μοιάζουν να ακουμπάνε τον ουρανό, παρασύροντας ορχήστρα, χορωδία και τραγουδιστές σε μια ξέφρενη, γεμάτη συγκίνηση εξιστόρηση του ισπανικού κειμένου που ο ίδιος με το πάθος του μεταδίδει στις εξέδρες που δεν γνωρίζουν τα λόγια. Ανεπανάληπτες οι βραδιές, απερίγραπτη η ατμόσφαιρα, ατέλειωτα τα μπιζ, η αποθέωση σε όλο της το μεγαλείο.

Βρεθήκαμε αρκετές φορές με τον Μίκη και τη Μυρτώ στο σπίτι μας και στο σπίτι του. Κάναμε μάθημα κιθάρας στα παιδιά τους, μιλήσαμε, παίξαμε μουσική, συνεργαστήκαμε. Όταν ένας ακούραστος καλλιτέχνης όπως αυτός δραστηριοποιείται όχι μόνο στα μουσικά αλλά και στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα για τόσες πολλές δεκαετίες, όταν η ζωή του περνά τόσες διακυμάνσεις από την εξορία ως τα βουλευτικά έδρανα και από το ξύλο στις διαδηλώσεις μέχρι το δείπνο με τον Φιντέλ Κάστρο, δεν είναι περίεργο να αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις με αισθήματα λατρείας από τη μια και αμφισβήτησης από την άλλη.
Αυτός ο αιώνιος έφηβος, που δεν έπαψε ποτέ να μπερδεύεται με την πολιτική, δεν έπαψε να κάνει λάθη, δεν έπαψε να μάχεται για μια πιο δίκαιη κοινωνία και μια ζωή καλύτερη, έφτασε μετά από τόσους αγώνες, κακουχίες, εξορίες και φυλακίσεις τα 90 χρόνια.
Αναρωτιέται κανείς αν αυτά τα δύσκολα που πέρασε τον θρέφανε και τον κράτησαν ζωντανό και ακμαίο. Αναρωτιέται μήπως τελικά το μυστικό της μακροζωίας ήταν η συνεχής αναζήτηση και το ανικανοποίητο.

Μίκη να είσαι πάντα καλά και να συνεχίσεις με το ίδιο πάθος να αγωνίζεσαι για πολλά-πολλά χρόνια ακόμα!…

Back To Top