Αγαπητοί φίλοι
Όλοι οι άνθρωποι έχουν στιγμές αδυναμίας. Εξαίρεση λοιπόν δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ένας πρώην Πρύτανης και νυν Ευρωβουλευτής, – δηλαδή ο υποφαινόμενος. Σε μια τέτοια λοιπόν στιγμή αδυναμίας, δέχθηκα να είμαι ένας από τους ομιλητές στην σημερινή εκδήλωση. Σύντομα όμως αντιλήφθηκα την απερισκεψία μου: Διότι η ανάγνωση του βιβλίου – 527 πυκνοτυπωμένες σελίδες, συν το οπισθόφυλλο- με οδήγησε αθέλητα σε ένα καταιγισμό γεγονότων και εικόνων, σε μια αδιάκοπη περιδίνηση γύρω από ιδέες και πρόσωπα. Σε λίγο θύμιζα τον δυσμοιρο ζωγράφο, που στο αγνοημένο αριστούργημα του Κώστα Χατζηαργύρη “Ο θρύλος του Κωνσταντή” είχε επιστρατευτεί από ένα γενναίο κουρσάρο για να απομνημονεύει με τον χρωστήρα του τις τρικυμίες και τα καράβια, κυρίως όμως τις περίτεχνες σφαγές των εχθρών του. Καληωρα όπως εγώ, ο ζωγράφος ζαλιζόταν και λυποθυμούσε από τους καταιγιστικούς ρυθμούς του κουρσάρου, και ένας κανονιέρης είχε την αποστολή να τον συνεφέρει ραντίζοντας τον με ένα λεπταίσθητο γαλλικό άρωμα. Στην δική μου την περίπτωση, ο γενναίος κουρσάρος είναι παράλληλα ένας αυθεντικός διανοούμενος, συγγραφέας με ευρύτατους ορίζοντες, αλλά και οξυδερκής πολιτικός, ο Μίμης Ανδρουλάκης. Ενθαρυμμένος από αυτές τις αρετές αλλά και με τον αθεράπευτο Κρητικό του εγωισμό αποφασίζει να ασχοληθεί με μια προσωπικότητα που δεν έχει ευκρινή όρια, ούτε επιτρέπει τις εύκολες ερμηνείες.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι από μόνος του ένα ολόκληρο Σύμπαν. Και όπως το άλλο, το πραγματικό Σύμπαν, εμπεριέχει αστρικές εκρήξεις και λαμπρά νεφελώματα, γαλαξίες ολόκληρους ιδεών και δράσεως, γωνιές πάμφωτες κι άλλοτε σκοτεινές, πλανητικά συστήματα που φιλοξενούν ένα άλλο είδος ζωής· και ήχους, ήχους παντού, ήχους απόκοσμους και θαυμαστούς. Ενώ δεν λείπουν και οι μαύρες τρύπες, – μόνον που κι εκείνες, όπως απέδειξε ο Χώκινγκ, εκπέμπουν αμυδρά κάποιο φως. Στις στιγμές λοιπόν της απελπισίας μου και λίγο πριν την επόμενη λιποθυμία από τους καταιγιστικούς ρυθμους του βιβλίου σκεφτόμουνα ότι μόνον ο Μίμης Ανδρουλάκης μπορούσε να αποπειραθεί να βιογραφήσει τον Μίκη. Δεν είναι απλώς ότι έχουν κοινές πολιτικές καταβολές, η ότι συμπορεύθηκαν από ανάγκη η αγάπη σε ποικίλες διαδρομές του βίου τους. Ο Μίμης Ανδρουλάκης, έχει παράλληλα μια μέγιστη αρετή. Οτι δεν αντιμετωπίζει την ιστορία, ούτε όμως και μια προσωπικότητα ανθρώπινη, με τρόπο γραμμικό, η αλλιώς με μια λογική άτεγκτη, που θα έκανε την διήγηση του στεγνή και ανούσια. Αφήνει αντίθετα χώρο για τις αιχμές, το απροσδόκητο, η ακόμα και το ανεξήγητο. Γνωρίζει ότι για την ερμηνεία του Σύμπαντος δεν αρκούν οι κλασσικοί, νευτώνιοι νόμοι της φυσικής. Απαιτείται, αλίμονο, και ο κβαντικός κόσμος των ιδεών, που παραβιάζουν την κοινή λογική, υπονομεύουν την αιτιοκρατία, και προκαλούν μεγάλες ανατροπές στην επιστήμη από τότε περίπου που γεννήθηκε ο Μίκης. Όπως μεγάλες ανατροπές, αυτην την φορά στην ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, θα προκαλέσει και η ψυχανάλυση, που από ότι δείχνουν πολλές σελίδες του βιβλίου, φαινεται οικεία στον Μίμη Ανδρουλάκη.
Τι είδος βιβλίου είναι λοιπόν ο “Σαλός Θεού”; Ένας φιλόλογος ίσως το χαρακτήριζε “Μυθιστορηματική Βιογραφία”. Κάθε όμως ανάλογος χαρακτηρισμός προυποθέτει μια στοιχειώδη τάξη, μια χρονική ίσως αλληλουχία, μια δομή που ακολουθεί κάποιους άγραφους πιθανόν κανόνες.
Τίποτε από αυτά δεν ισχύει στο βιβλίο του Μίμη: Τα πρόσωπα συμπλέουν και συμπλέκονται, ο χρόνος κυλά ανάστροφα η με άλματα, η Ιστορία -της Ελλάδος, του Κόσμου- συμβαδίζει με τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων. Μέγας πρωταγωνιστής είναι βέβαια πάντα ο Μίκης. Μόνον που αυτό δεν γίνεται αυτόματα, και το πρόσωπο του συχνά σκοτεινιάζει καθώς ο συγγραφέας διερευνά με δεξιότητα τις προθέσεις η τις αντιφάσεις του. Δεν περιγράφει τον Μίκη, αλλά τον αφήνει να αναδυθεί ανάμεσα σε ανθρώπους μικρού η μεγάλου διαμετρήματος, να ελιχθεί στις παραδοξότητες της ιστορίας η τις απαιτήσεις της. «Βιογραφία, όχι!” λέει ο Μίμης Ανδρουλάκης “Έγινε συνήθειο κάθε Σάββατο 5 με 9.30 το βράδυ να ξαναλέμε το τραγούδι απ’ την αρχή, αλλά αν τυχόν κάποτε αποτολμήσω να γράψω, θα είναι σαν τις ιστορίες της Σεχραζάτ, δεν θα τελειώνουν ποτέ για να παραμένουμε κι οι δυο στη ζωή. Το φανταστικό να ’ναι πραγματικό, το πραγματικό να γίνεται μυθιστορηματικό.”
Ευτυχώς, ο Μίμης απετόλμησε να γράψει τα τραγούδια του Σαββάτου· τα συνδύασε μάλιστα με την δική του υπόκωφη, αλλά θαυμαστή μουσική της μνήμης και της φαντασίας. Ίσως μάλιστα, για να προιδεάσει τον αναγνώστη, η παρομοίωση του βιβλίου του με τις ιστορίες της Σεχραζάτ, αναφέρεται στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο, με τίτλο “Το Γαλάζιο Κορίτσι του Μπουένος Άιρες.”
Το θέμα του αιφνιδιάζει τον αναγνώστη. Περιστρέφεται γύρω από μια πρόσφατη, αλλά και εκτενή συνομιλία του συγγραφέα με ένα καταξιωμένο γιατρό από την Αργεντινή, που είχε την υποψία ότι -άκουσον, άκουσον! – ο Μίκης υπήρξε ο φυσικός του πατέρας. H μητέρα του, διανοουμένη της αριστεράς και επαναστάτρια, είχε από ότι φαίνεται γνωριστεί με τον Μίκη κατά τις συναυλίες του στην Αργεντινή στις αρχες του ΄70. Είχε όμως φρικτό θάνατο αργότερα από την στρατιωτική χούντα. Ο Μίμης δεν συναινεί με τα στοιχεία και τα επιχειρήματα του γιατρού, το Γαλάζιο Κορίτσι παραμένει με μια αχλύ μυθου. Υποπτεύομαι όμως κατά την συνομιλία τους ο Μίμης δεν θα απέφυγε ένα σαρδώνιο χαμόγελο. Άλλος όμως είναι ο λόγος που θίγω το πρώτο αυτό κεφάλαιο του βιβλιου. Διότι, με αφορμή την δραματική, αλλά νηφάλια συνομιλία ενός γιατρού, που αναζητά τα χαμένα ερωτικά ίχνη της μητέρας του, ο Μίμης υφαίνει ιστορίες και ιστορίες, αναλύει την σχέση του Μίκη με το τάνγκο, σχολιάζει την απουσία του Πάμπλο Νερούδα από την συναυλία του αριστουργηματικού Canto General, μιλά για τον Ισπανικό εμφύλιο, αγγίζει μια από τις εκατοντάδες πλευρές του Μίκη, πιό κάτω αποκαλύπτει μια άλλη, αναφέρει βιαστικά τον Μιχάλη Κακογιάννη και τον Άντονυ Κουίν, καταλήγει στον Μάρκες και τα υπέροχα 100 χρόνια μοναξιάς -δεν παίρνει ανάσα, ο Μίμης Ανδρουλάκης πάντα, ο οξυδερκής παρατηρητής, ο αναλυτής των ανθρωπίνων, ο μέγας παραμυθάς αλλά και μέγιστος ερευνητής της αλήθειας. “Θα σας περιγράψω” λέει ο ίδιος, πάντα στο πρώτο κεφάλαιο “πώς ένα μουσικό θέμα του Μίκη, ένα τραγούδι, συνδέει σαν αόρατο νήμα τον Χέμινγουεϊ, τον Πάμπλο Νερούδα, τον Ρώσο συγγραφέα Ιλιά Έρενμπουργκ, τους Γάλλους ποιητές Λουί Άραγκόν και Πολ Ελιάρ, υπερρεαλιστές και οι δύο, τους ζωγράφους Πικάσο, Ματίς και Σαλβατόρ Νταλί, καθώς και τους Φιντέλ Κάστρο και Τσε Γκεβάρα! Άκούγεται τρελό…”
Ακούγεται τρελό, αγαπητοί φίλοι, αλλά δεν είναι. Πράγματι: Όλο το βιβλίο του Μίμη αποτελείται από εκατοντάδες αόρατα νήματα, που συνδέουν, πάντα χωρίς αναπνοή, στιγμές της ιστορίας και στιγμές των ανθρώπων, κουλτούρες και πάθη, διαψεύσεις και ελπίδες.
Η ισορροπία φαίνεται συχνά να χάνεται, η συνέχεια του νήματος να μην είναι ορατή- τοτε όμως προβάλλει από μια γωνιά ο Μίκης, λες και θέλει να αγκαλιάσει με τα χέρια του όλα τα νήματα, ακόμα και εκείνα που συνδέουν τα ασύνδετα, και να τους δώσει πνοή και νόημα. ¨Εχει συνηθίσει άλλωστε, αυτή η μέγιστη προσωπικότητα των καιρών μας και της πατρίδας, να κινείται με αφάνταστη ευκολία από τις θεσπέσιες μουσικές νότες στην πολιτική δράση, και από τον χειμαρώδη λόγο στην περισυλλογή και τον έρωτα· η ακόμα, να βυθίζεται συχνά στον μύχιο, μυστικό του εαυτό. Από τις σελίδες του βιβλίου δεν λείπουν λοιπόν οι πολιτικοι της εποχής: Ο Ανδρέας Παπανδρεου και ο Χαρίλαος Φλωράκης, η Μελίνα Μερκούρη -που ο ίδιος ο Μίκης διαψεύδει την φημολογούμενη ερωτική τους σχέση -και ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Μανόλης Γλέζος αλλά και Κώστας Μητσοτάκης -με με μεγάλη καθυστέρηση συνδέεται με τον συνθέτη, -ο Κω\νος Καραμανλής, αλλά, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, και ο Αλέξης Τσίπρας. Δεν λείπουν όμως και προσωπικότητες, που δέσποσαν στην παγκόσμια σκηνή: Ο Λένιν και ο Φιντέλ Κάστρο, ο Τσε Γκεβάρα και ο Μιτεράν, ο Τίτο. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στα κοριτσόπουλα, που σε μια συναυλία του “Αξιον Εστι” στην Λειψία αποθέωσαν τον Μίκη, ήταν και μια φοιτήτρια φυσικής, υπεύθυνη διαφώτισης της κομμουνιστικής νεολαίας. Πολλα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα θα την γνωρίσει ως πανίσχυρη καγκελάριο της ενιαιας Γερμανίας. Ήταν η Άνγκελα Μέρκελ. Ο Μίμης Ανδρουλάκης δεν θα αποφύγει το πικρόχολο σχόλιο. “ Ίσως η Ανγκελα να αντιμετώπιζε με μεγαλύτερο σεβασμό το παλαιό της ίνδαλμα, παρά τους μαθητευόμενους μάγους που αντιπροσώπευαν την χρεοκοπημένη Ελλάδα.”
Ατέλειωτος είναι βέβαια και ο κατάλογος, των μουσικών η των δημιουργών γενικότερα, που τα βήματα τους διασταυρώθηκαν με εκείνα του Μίκη: ο Μπετόβεν και ο Σοστακόβιτς, ο Μάρκες και ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος και ο Βασίλης Τσιτσάνης -άλλοι πολλοί, χωρίς να είναι πάντοτε διακριτό, και ούτε έχει ιδιαίτερη σημασία, αν ο Μίκης συναντήθηκε πράγματι μαζί τους, η με την φαντασία του. Η ιδιαίτερη πάντως σχέση του συνθέτη με τον άλλο μεγάλο -και τόσο διαφορετικό!- συνθέτη της εποχής, τον Μάνο Χατζηδάκη, θα κορυφωθεί με μια συγκλονιστική σκηνή: Ενα σπαρακτικό μονόλογο του Μίκη, ποιος μπορεί άραγε να φαντασθεί το περιεχόμενο του, μπροστά στο νεκρό του φίλο.
Με αυτόν τον καταγιστικό ρυθμό, της διηγήσεως η της περι συλλογής, κινείται όλο το βιβλίο. Είναι ένα απέραντο ταξίδι, σε τόπους γεγονότα η ανθρώπους, που ορατό τέλος δεν φαίνεται να έχει. Δεν πρέπει άλλωστε να είναι τυχαίο, ότι το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, ίσως για να προετοιμάσει τον αναγνώστη, περιστρέφεται γύρω από ένα ταξίδι, που είχε στα νιάτα μας εμβληματικό χαρακτήρα: Ένα ταξίδι με τον Υπερσιβηρικό, μια διαδρομή, αν θυμούμαι καλά, πάνω από 9000 χιλιομέτρων, από την Μόσχα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Περιούσιοι επιβάτες ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Χαρίλαος Φλωράκης, -που δεν έπαψαν ποτέ να έχουν αγαπησιάρικη αλλά και κάπως πολεμική σχέση- με τις συντρόφους τους.
Λαθρεπιβάτες όμως στο τρένο είναι ο Σοστακόβιτς και ο Λένιν, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Στάλιν -άλλοι της κομματικής ιεραρχίας. Κυρίως όμως επιβάτες του τρένου είναι μελωδίες και ιδέες, τα πάθη και οι έριδες της μετεμφυλιακής αριστεράς, τα πειράγματα του Μικη -ήδη βουλευτή επικρατείας του ΚΚΕ -με τον Χαρίλαο. Στον τίτλο του Κεφαλαίου επαναλάμβάνεται για δεύτερη φορά το επίθετο “Γαλάζιο” -θα υπάρξει και τρίτη. Αυτή την φορά πρόκειται για το “Γαλάζιο Βαγόνι στο Μεγάλο Κόκκινο Τρένο”, που φιλοξενούσε πολυτελώς το ζεύγος Θεοδωράκη. Το εντυπωσιακό όμως είναι άλλο: Η αφήγηση του Μίμη μοιάζει τόσο αυθεντική, που ο αναγνώστης διερωτάται μήπως ήταν κι εκείνος επιβάτης στο τρένο- και τώρα το κρύβει. Εκεί, πάντως, στην συναρπαστική συνομιλία του Σοστακόβιτς με τον Μίκη, θα αναδυθεί και ο τίτλος του βιβλίου “Σαλός Θεού.” Τον τιμητικό όμως αυτό τίτλο, με τις ευρύτερες προεκτάσεις του, θεωρώ ότι επάξια μπορεί να διεκδικήσει και ο Μίμης Ανδρουλάκης.
Ενώ όμως το βιβλίο κέρδισε ήδη τον τίτλο του, και το ταξίδι με τον υπερσιβηρικό τελειώνει -η ίσως δεν άρχισε ποτέ-, ένας νέος ήρωας εισβάλλει απρόσκλητος στην ζωή του Μίκη. Αυτή την φορά δεν είναι ένα τρένο, ούτε κάποιος σπουδαίος συνθέτης. Είναι, αντίθετα, μια πόλη, μια ολόκληρη πόλη: το Ηράκλειο. Αυτή η πόλη, η πόλη μας, με την αλλοπρόσαλλη αισθητική και το σπουδαίο παρελθόν, θα δώσει στον Μίκη την αναγκαία ώθηση, την δύναμη για το μεγάλο άλμα. Οι συναυλίες του, που γίνονται την δεκαετία του 60 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Κρητών σπουδαστών, προσελκύουν χιλιάδες λαού που παραληρεί, νέες φωνές δοκιμάζονται, καινούργια τραγούδια αντηχούν στον φιλόξενο Κρητικό ουρανό.
Δεν θα προχωρήσω σε λεπτομέρειες. Είτε για να αποφύγω την συγκίνηση μου, είτε για να κατανικήσω το πικρό αίσθημα “σαν να ήταν χθές” -ενώ έχουν περάσει 50 τόσα χρόνια. Ίσως ο Γιώργης Νικολακάκης καλύψει την αδυναμία μου, αφού είναι άλλωστε αρμοδιότερος από μένα. Είναι πάντως γεγονός ότι οι συναυλίες αλλά και η θέρμη που υποδέχτηκε τον συνθέτη το Ηράκλειο, έχουν μεγάλη πολιτική και κοινωνική σημασία. Ας μου επιτραπεί όμως μια μικρή παρένθεση. Μοιάζει προσωπική, ενώ δεν είναι. Τον Μίκη γνώρισα από τότε, στις συναυλίες του Ηρακλείου.
Υστερα συναντιόμαστε κατά καιρους, εδώ η εκεί, στο Λονδίνο και στα Παρίσια, στο σπίτι του και σε συναυλίες. Υπήρξα πάντα -όπως θάλεγε και ο Θουκυδίδης, “ένας ακροατής των λόγων και θαυμαστής των έργων του”. Μια συνάντηση μας όμως, που θα παραμείνει ιδεατή, έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα. Οι συναυλίες του Ηρακλείου θα κορυφωθούν τον Αύγουστο του 1966, στο γήπεδο του Εργοτέλη, στον εμβληματικό λόφο του Μαρτινέγκο. Στον Ελληνικό ουρανό είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα πολιτικά και σύννεφα οργής, που θα μετατραπούν ένα χρόνο αργότερα σε βαθύ και μακροχρόνιο σκοτάδι. Απροετοίμαστοι για το κακό που μας έμελε, είμαστε όλοι εκεί, στον λόφο του Μαρτινέγκο. Νέοι και μεγαλύτεροι, παιδιά και γυναίκες, κορίτσια και άνδρες αποθέωναν τον Μίκη και τα τραγούδια του, το βαθύτερο τους νόημα και τους τραγουδιστές.
Τα χρόνια πέρασαν, και μαζί η δικτατορία και οι ξενητειές. Τον Σεπτέμβριο του 2009, το ιστορικό σωματείο Εργοτέλης, με πρόεδρο ένα σπουδαίο ευπατρίδη και άνθρωπο, τον Απόστολο Παπουτσάκη, απεφάσισε να τιμήσει τον Μίκη και τον υποφαινόμενο. Ο Μίκης δεν μπόρεσε να έλθει, τον εκπροσώπησε όμως επάξια ο Γιάννης Κουγιουμτζάκης, που διάβασε κι ένα συγκινητικό του μήνυμα. Εγώ όμως, υπερήφανος ήδη κάτοχος της φανέλας νούμερο 10, σκεφτόμουνα ότι δεν βραβεύθηκα για την όποια προσφορά μου, αλλά για την βραδυά εκείνη στο Μαρτινέγκο, που οραματιζόμαστε με φωνές ένα άλλο μέλλον, μια άλλη Ελλάδα.
Δεν γινόταν όμως, τα χρόνια εκείνα του Ηρακλειου, να μην αφήσουν στον Μίκη και μια άλλη σφραγίδα. Μια ερωτική σφραγίδα- και μάλιστα, την πιό δυνατή ίσως από όλες. “Η γαλάζια οπτασία” όπως περιγράφει στον “Σαλό Θεού” ο συγγραφέας, εισβάλλει στην ζωή και τον λογισμό του Μίκη, τον κατακτά πνευματικά και ερωτικά. Δίκαια θάλεγα, αν είναι σωστή η υποψία μου για την ταυτότητα της. Ενα βράδυ πάντως, μπαίνουν κλεφτά στο αρχαιολογικό μουσείο, γιατί ο Μίκης επέμενε να δεί την Παριζιάνα. “Είχε μείνει άφωνος” -διηγείται ο συγγραφέας- “και με ευλάβεια παρακολουθούσε την εκλεπτυσμένη μινωική αισθητική. Τον τρέλαινε η ομοιότητα της “Παριζιάνας” με την οπτασία δίπλα του, που τώρα του εξηγούσε ψιθυριστά για τα κυβιστήματα στους αρχαιους χορούς. Εκεί, μπροστά στην Μητέρα Θεά με τους όφεις, καταπρόσωπο στις γαλάζιες κυρίες και στην Παριζιάνα, έσμιξαν πνευματικά στην ιερή μυσταγωγία.”
Τις ερωτικές πάντως διαδρομές του Μικη, τις ανόμοιες και συχνά ψυχοφθόρες, ο Μιμης χειρίζεται με μεγάλη διακριτικότητα και σεβασμό. Δεν σχολιάζει άστοχα, δεν καταγέλλει -ούτε όμως εξιδανικεύει. Υπάρχει άλλωστε η Μυρτώ, ο αιώνιος και αξεπέραστος έρως, για την οποία ο συγγραφέας εκφράζεται συχνά με θαυμασμό. Όσο για τις ατασθαλίες του Μίκη, θα σημειώσει: “Τα πρόσωπα των γυναικών, όπως και τα έργα του, αποτελούν τη διέξοδο από τον κλοιό του θανάτου που τον περισφίγγει από μικρή ηλικία.” Και συνεχίζει: “Η διονυσιακή όμως παρόρμηση στον Μίκη δεν είναι μια σεξιστική παρασπονδία, κάτι το δευτερεύον και το εξωτερικό στην προσωπικότητά του, αλλά μία από τις θεμελιώδεις διαστάσεις της. Μία από τις καλύτερες διαστάσεις της, ιερή θα σας πω εγώ, κι ας επιχειρεί ο εκλογικευμένος θεοδωρακικός οπορτουνισμός να την αποκαλεί:“Το κτήνος μέσα μου”. Είναι σαν να επιχειρούμε να κατανοήσουμε με την τρισδιάστατη ευκλείδεια γεωμετρία μια “υπερσφαίρα” πέντε, δέκα… ν διαστάσεων. Άνάλογο πολυδιάστατο φαινόμενο είναι ο Μίκης κι ο διονυσιακός υπαρξισμός του είναι πρωτίστως Έρως με την αρχαιοελληνική έννοια και λιγότερο σαρκικός έρωτας. “80% ο πρώτος, 20% ο δεύτερος”, δηλώνει ο ενενηντάρης Μίκης.” Η απορία πάντως του αναγνώστη, πως συνάγονται αυτά τα ποσοστά, που μεταβάλλονται μάλιστα με την ηλικία, θα παραμείνει μάλλον αναπάντητη.
Ετόνισα ωστόσο από την αρχή, ότι το βιβλίο του Μίμη δεν σέβεται τις χρονικές, ούτε όμως και τις νοητικές αλληλουχίες. Αυτό επιτρέπει στον συγγραφέα να αιφνιδιάζει τον αναγνώστη με σκηνικά εφευρήματα, που έχουν όμως βαθειά συμβολική σημασία. Είναι το λεπταίσθητο γαλλικό άρωμα που, όπως στον θρύλο του Κωνσταντή, απέτρεπαν την λιποθυμία που μου προκαλούσε ο ρυθμός του βιβλίου. Ετσι, σε μια εποχή απόγνωσης του Μίκη – ούτε καν βουλευτής δεν είχε εκλεγεί, και μάλιστα στον αγαπημένο του Πειραια “στην Δραπετσώνα πια δεν έχομε ζωή”- ο Μίμης επιμένει ότι μόνον ένα δραματικό γεγονός θα επαναφέρει την ισορροπία, θα συγκλονίσει την ιστορία. Στο κεφάλαιο λοιπόν, “Ο Σωσίας σε 33 παραλλαγές” μηχανεύεται, με παραληρηματικό τρόπο, την δολοφονία του Μίκη, και μάλιστα κατά την διάρκεια μιας μεγάλης συναυλίας στην Τούμπα. “Η θυσία σου” επιμένει στον Μίκη, “θα είναι το πιό συγκλονιστικό έργο τεχνης. Θα παίζεται επί αιώνες σε όλες τις σκηνές του κόσμου. Θυμήσου τη σκηνή του φόνου του Ιουλίου Καίσαρα στον Σαιξπηρ. Το δικό σου μουσικό δράμα θα είναι υπέρτερο.” Σε μια άλλη περίσταση, κι ενώ όδευαν προς την Πάτρα, μια αιφνίδια θύελλα θα καθηλώσει τους δύο φίλους στο αυτοκίνητο. Ο Μίμης Ανδρουλάκης θυμάται: «Εκεί, αμίλητοι μες στη θύελλα, μου συνέβη ένα σπάνιο ψυχικό φαινόμενο. Ένιωθα τον Μίκη, αριστερά μου, και τον άγριο ποταμό να γίνονται ένα κι ο Μίκης-ποταμός να ξεχύνεται με ορμή, να παρασέρνει όλα τα εμπόδια, να ελίσσεται στο ανάγλυφο του βουνού, να αλλάζει πορεία σαν να αναζητά εναλλακτικές διαδρομές και να κατεβάζει, μαζί με τα γόνιμα υλικά και τα νερά, πέτρες, κορμούς, πτώματα. Ποιος θα ανοίξει την κοίτη του ποταμού-Μίκη, να περάσει ομαλά, παραγωγικά; Ποιος θα κτίσει γεφύρια κι αναχώματα; Το πολιτικό υποκείμενο της Άριστεράς ήταν αδύναμο για έναν ανάλογο μετασχηματισμό ενέργειας. Η πολιτιστική βιομηχανία της Ελλάδας εξίσου ανίσχυρη”.
Λίγο αργότερα, ο Μίμης θα απαγγείλει τον επικήδειο στον ξαπλωμένο στο κάθισμα του αυτοκινήτου Μίκη, ξεκινώντας με την κραυγή “Πυροβολήστε τα ρολόγια” – να σταματήσει, δηλαδή, ο χρόνος-νπου είχε την ρίζα της στην Ιουλιανή Επανάσταση, και δίδει και τον τίτλο στο ανάλογο κεφάλαιο. Είναι ένα παραληρηματικό κείμενο, με πληθώρα αναφορών στα τραγούδια του Μίκη και σε στίχους ποιητών, με δάκρυα και πόνο για τον υποθετικό, ευτυχώς, χαμό του συνθέτη.
Για τα πολιτικά του Μίκη, που απλώνονται και εκείνα σε όλο το πλάτος και το βάθος του βιβλίου, δεν έχω να πώ πολλά πράγματα. Είναι γνωστά στους περισσότερους, με το μεγαλείο και τις αντιφάσεις τους, με τους θριάμβους και τις πτώσεις τους. Ο Μίμης Ανδρουλάκης τα παρακολουθεί, αλλά, με ένα παράδοξο τρόπο, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα. Προσφέρει πολλά ως πληροφορίες, καταγράφει στιγμές και συναντήσεις, θίγει αποτυχίες και λάθη-ως εκεί όμως. Μοιάζει να μην τον αφορά το βαθύτερο περιεχόμενο του πολιτικού Μίκη, ίσως γιατί υποπτεύεται ότι διέπεται από συναίσθημα και όραμα, και πολύ λίγο από ενσυνείδητη στρατηγική.
Εκεί όμως που η προσφορά του βιβλίου είναι μέγιστη, είναι νομίζω η αποτίμηση της μουσικής διαδρομής του Μίκη. Εδώ ο Μίμης Ανδρουλάκης ιχνηλατεί, αμφιβάλλει, προσπαθεί να κατανοήσει μια διαδρομή απέραντη στον χρόνο και τις διαστάσεις της μια πραγματική σπουδή στην Μουσική του Μίκη, που αποφεύγει τα τετριμμένα και τις μουσικολογικές φλυαρίες. Από μόνη της, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ολόκληρο βιβλίο. Ψάχνει χωρίς προκαταλήψεις τις μουσικές καταβολές του Μίκη, αναφέρεται στον Τσιτσάνη και στο λαικό τραγούδι αλλά και στους μεγάλους μουσικούς της ανθρωπότητας. Δεν ξεχνά τους σπουδαίους ερμηνευτές της μουσικής του, ενώ διάσπαρτοι στο βιβλίο είναι οι στίχοι των τραγουδιών, που έκαναν τις ψυχές μας να φλέγονται. Ο συγγραφέας αναδεικνύει την παράδοξη, η ακόμα και αμφιλεγόμενη σχέση του με την Κρητική μουσική, ενώ προσπαθεί να πείσει τον Μίκη για την αξία της όπερας και την μεγαλοσύνη του Βάγκνερ και του Βέρντι. Οι αναλύσεις του κορυφώνονται με την -ιδεατή, φυσικά- συνάντηση του Μίκη με το Μπετόβεν. , κατά την γνώμη μου, ένα από τα εναργέστερα κεφάλαια του βιβλίου, που φέρει μάλιστα τον προκλητικό τίτλο “Ο άνθρωπος που ήθελε να είναι Μπετόβεν συν Βοναπάρτης”. “Η Ηρωική Εποχή τελειώνει” – επιμένει στην μακρά συνομιλία του με τον Μίκη ο Μπετόβεν “αλλά το όνειρο της οικουμενικής συναδέλφωσης μένει. Άυτή είναι η “Ενάτη” μου, αυτή η “Ωδή στη χαρά”. Ο Μπετόβεν, κύριοι, απογοητευμένος από την εποχή του και τη ζωή του, στρέφεται στις μελλοντικές γενιές. Τα πράγματα θέλουν τον χρόνο τους, ο δικός μας όμως προσωπικός χρόνος είναι πεπερασμένος». «Συμφωνώ, σκεφτόμαστε ακριβώς τα ίδια», ψιθυρίζει ο Μίκης.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι, σε αντίθεση με τον Μάνο Χατζηδάκη, που υπήρξε σχεδόν αυτοδίδακτος στην μουσική, ο Μίκης θα κάνει σοβαρές σπουδές, και θα ζήσει κοντά σε σπουδαίους δασκάλους. Δεν ακολουθεί όμως τα χνάρια τους, που κινούνται γύρω από την λεγόμενη σύγχρονη μουσική.
¨Έτσι οι μουσικοί τρόποι του Μπουλέζ, του Μεσιά, του Ξενάκη φαίνεται να τον απωθούν. Δεν θα αργήσει όμως, με την πληθωρική προσωπικότητα του, να χαράξει ένα δρόμο έλλογης μουσικής, που ακολουθεί την πυθαγόρεια παράδοση, και θα αποκαλέσει ο ίδιος συμπαντική αρμονία. “Καθώς έγραφα στο πεντάγραμμο” λέει ο ίδιος “μελωδίες, που μόλις έβγαιναν μέσα από το τίποτα, τις θεωρούσα σαν ένα μικρό δώρο αλλά ταυτοχρονα και κάτι που αντανακλά ένα μουσικό-αρμονικό αρχέτυπο έξω από μένα. Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει το είδωλο της Συμπαντικής Αρμονίας που ξυπνά, ερεθίζεται και διεγείρεται μπροστά στα έργα Τέχνης…”
Το 2006, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, για να τιμήσει τα 80 χρόνια του συνθέτη, οργανώνει ένα λαμπρό συνέδριο, με συμμετοχή κορυφαίων επιστημόνων από όλο τον κόσμο. Ψυχή του συνεδρίου ο Καθηγητής της Ψυχολογίας Γιάννης Κουγιουμτζακης, και θέμα του η Συμπαντική Αρμονία και, ευρύτερα, η σχέση της Μουσικής με την Επιστήμη. Κέντρο βέβαια της προσοχής και του θαυμασμού ο ίδιος ο Μίκης. Το τελευταίο βράδυ του Συνεδρίου, κι ενώ πολλές από τις ανακοινώσεις και τις ομιλίες του Συνεδρίου, συναινούσαν σε κάποια ιδέα Συμπαντικής αρμονίας, θα ζήσω στο επίσημο δείπνο του μια συγκλονιστική σκηνή. ‘Ενας Μίκης, που κουβαλούσε ήδη πολλά προβλήματα υγείας, θα πεισθεί από τις παρακλήσεις μας να τραγουδήσει. Καθώς η βαθειά και μοναδική φωνή του θα ψάλει -έτσι μου φάνηκε- το “σε πότισα ροδόσταμο”, αισθάνθηκα τις σοβαρές εισηγήσεις του Συνεδρίου, αλλά και τους νόμους της φύσεως και των ανθρώπων, να καταρρέουν, με δυό λόγια την ζωή και την λαχτάρα της να κυριαρχεί απέναντι στην θεωρία.
Πόσο τυχερός στάθηκε ο Μίμης Ανδρουλάκης, σκέφτομαι σήμερα, που 50 τόσα χρόνια ζει αυτή την μεγαλειώδη αντίθεση, ενός μυαλού προικισμένου, που υπερίπταται της Ζωής, συχνά όμως αποφασίζει να πορευθεί η και να συγκρουσθεί μαζί της. “Μην έχουμε λοιπόν παράλογες απαιτήσεις από τον Μίκη” σημειώνει ο συγγραφέας, κάπου στο τέλος του βιβλίου. “Εκείνος συγχρονίστηκε μια, δυό, τρεις φορές με την Ιστορία, αλλά δεν μπορούμε να του ζητάμε τα πάντα. Δεν έχει τα πάντα. Κι όμως από το ύψος των ενενήντα τριών χρόνων βλέπει τους ίσκιους του μέλλοντος καλύτερα από αυτούς που έχουν τα μισά του χρόνια”.
Κι ενώ το σχόλιο είναι σωστό, ο Μίμης έπρεπε να αναφέρεται με μεγαλύτερη προσοχή στην ηλικία του Μίκη.
Διότι, όπως δείχνω στο βιβλίο μου “Η αυτοβιογραφία του φωτός” -που σημειωτέον υπάρχει σε όλα τα καλά βιβλιοπωλεία, και τιμάται μόνον 18.90 ευρώ – το φως δεν έχει ηλικία, για το φως ο χρόνος δεν περνά. Είναι η μόνη οντότητα στην φύση, που δεν αισθάνεται το πέρασμα του χρόνου.
Αγαπητοί φίλοι,
Οι ιστορίες της Σεχραζατ δεν φαίνεται να έχουν ένα τέλος, μια ομιλία όμως πρέπει να έχει, και το ίδιο ισχύει και για ένα βιβλίο. Μόνον που εδώ, ως προς το βιβλίο, ο Μίμης Ανδρουλάκης θα κάνει πάλι το θαύμα του.Το βιβλίο τελειώνει, ακριβώς όπως άρχισε: Με τον γιατρό από την Αργεντινή, τον Αντόνιο δε Βέγα, που υποψιαζόταν ότι ο Μίκης είναι ο πατέρας του. “Έχω συγκλονιστεί” θα συνοψίσει ο γιατρός καθώς, καλή ώρα όπως ο υποφαινόμενος στις Βρυξέλλες, είχε διαβάσει σε ηλεκτρονική μορφή τον Σαλό Θεου. Και συνεχίζει: “Έζησα αυτό το καλοκαίρι -διαβάζοντας- πολλές ζωές, εγώ, που επελεξα συνειδητά την ήρεμη, γαλήνια κι ευτυχισμένη μονοτονία της επιστήμης και της οικογένειας.
Τώρα, μύστης στο πνεύμα του, κατάλαβα πραγματικά την μητέρα μου. Δεν υπάρχει στην ιστορία ανάλογο φαινόμενο.” θα συμπεράνει ο γιατρός. “Ούτε στην λογοτεχνία και στο θέατρο, Αντόνιο” θα επιδοκιμάσει ο Μίμης Ανδρουλάκης. Και λες και περίμενε αυτήν την στιγμή, την ύστατη στιγμή πριν κλείσει το βιβλίο, επιδίδεται σε μια ακόμα, χειμαρώδη αλλά και όσο γίνεται νηφάλια, παράτολμη αλλά και όσο γίνεται συγκροτημένη, ανάλυση του Μίκη. Επιχειρεί, πρώτα από όλα, να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του Μίκη ως “Εσταυρωμένο Διόνυσο”. Μιλά για τους εσωτερικούς φόβους και αγωνίες του, και παρατηρεί ότι κηρύσσει τον πόλεμο στους εξωτερικούς, υπαρκτούς αντιπάλους, αντί να μάχεται μόνο ενάντια στον εαυτό του. “Δεν καθηλώνεται όμως” τονίζει “σε μια ηθικίζουσα νευρασθένεια, στον φαρισαισμό μιας επιδεικτικής αυτοκριτικής. Περνά τα πάντα σε ένα άλλο επίπεδο, όπου οι Ερινύες-τύψεις μεταμορφώνονται σε Ευμενίδες-πνεύματα. Θεραπεύοντας τον εαυτό του λύνει κι ένα δικό μας πρόβλημα, γίνεται θεραπευτής των δικών μας φόβων και τύψεων.”
Το εύστοχο εύρημα του Μίμη Ανδρουλάκη, που μετατρέπει τις Ερινύες σε Ευμενίδες, εμπνέει και τον τίτλο στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Δεν σταματά όμως εδώ ο συγγραφέας. Αγγίζει στην συνέχεια, έστω και επιδερμικά, την πρόσφατη Ελληνική τραγωδία, που περνά μέσα από μνημόνια, αξιολογήσεις και πλατείες αγανακτισμένων, και όπου ο Μίκης Θεοδωράκης δέσποζε με το ηθικό και φυσικό του ύψος. “Ε, όχι και Indignados ο Μίκης” επισημαίνει ο Μίμης Ανδρουλάκης “Το δικό του Οχι εμπεριέχει πολλά Ναι και το Ναι αρκετά Οχι. Η κατάφαση του είναι διαμαρτυρόμενη. Η άρνηση του καταφατική, όχι η απλοποιητική και λαϊκίστικη του “αγανακτισμένου”, ακόμα και αν οι επιφανειακές εντυπώσεις δείχνουν το αντίθετο”.
Ενώ το βράδυ ενός μεγάλου συλλαλητηρίου, ο Μίκης Θεοδωράκης θα θέσει στον Αλέξη Τσίπρα, το ίδιο ερώτημα, που του είχε απευθύνει κάποτε ο μπιστικός του φίλος, δηλαδή ο Μίμης Ανδρουλάκης. “Εγώ σας έφερα απόψε ένα εκατομμύριο κόσμο, τι θα τον κάνετε; Αν δεν έχετε εξασφαλίσει βιώσιμες οικονομικές εναλλακτικές, θα τροχιοδρομηθείτε, υπό χειρότερες συνθήκες, στις προκαθορισμένες ράγες του τρένου. Τι θα κάνετε λοιπον τον κόσμο; “Θα τον οδηγήσουμε στις κάλπη”, απαντά με κυνισμό ο Αλέξης Τσίπρας. “Εγώ θα γίνω πρωθυπουργός κι εσύ Πρόεδρος Δημοκρατίας”. “Μα, Αλέξη μου”, απαντά μετά την αρχική του κατάπληξη ο Μίκης. “Εχω φτιάξει από καιρό τον Τάφο μου στον Γαλατά. Πως θα πάω τώρα να σκαλίσω στο μάρμαρο “Πρόεδρος Δημοκρατίας;”
Αγαπητοί φίλοι,
Οι ιστορίες της Σεχραζάτ -το επαναλαμβάνω- δεν έχουν τελειωμό, η παρουσίαση όμως ενός βιβλιου έχει χρόνο λήξεως. Απαντήθηκε λοιπόν, στον χρόνο αυτόν, το καίριο ερώτημα Ποιός είναι ο Μίκης; Ο συγγραφέας είναι εδώ αφοπλιστικός. “Καθένας μας κι ο δικός του Μίκης, με τις δικές του αναλογίες” λέει ο Μίμης Ανδρουλάκης. “Ένα ανοιχτό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα όπου καθένας μας συμπληρώνει τις λευκές σελίδες του με τις δικές του επιθυμίες κι ιστορίες, πραγματικές,φαντασιωτικές ή μιγαδικές. Δεν υπάρχει μόνο ένας “Μίκης” – ο δικός μου “Μυστικός” είναι διαφορετικός από κάποιου άλλου.
Ωστόσο υφίσταται πάντα η τριπλέτα: “Έρως, Μουσική, Επανάσταση!” η οποία πραγματώνεται στη δική του μοναδικότητα, σ’ εκείνον τον ανεπανάληπτο συνδυασμό ιστορικών και οικογενειακών περιστάσεων, σ’ εκείνη τη χαοτική, μοναδική σύνθεση γονιδίων που τον δημιούργησε”.
Σε ευχαριστούμε λοιπόν, Μίκη, για τα πολλά και ατίμητα που μας πρόσφερες
Σε ευχαριστούμε, Μίμη, γιατί έκανες αυτά τα πολλά και ατίμητα ορατά εις τους αιώνες