skip to Main Content

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήπτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα […] Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι όι, μάνα μου», «όι όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου. Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς. Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

 


ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ : Λαϊκό Ορατόριο για συμφωνική ορχήστρα, χορωδία, μικρή λαϊκή ορχήστρα, λαϊκό τραγουδιστή, Ψάλτη και αφηγητή.

Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης

Μουσική:  Μίκης Θεοδωράκης

Λαϊκός Τραγουδιστής : Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Ψάλτης (βαρύτονος)  : Ανδρέας Κουλουμπής

Αφηγητής : Μάνος Κατράκης

Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος / Λάκης Καρνέζης

Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης

Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης .

Σύνθεση : 1960, Παρίσι.
Πρώτη ηχογράφηση : 1964, Μάνος Κατράκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Θεόδωρος Δημήτριεφ, Μικτή χορωδία Θάλειας Βυζαντίου. Μ.Ο.A., Διεύθυνση Μίκη Θεοδωράκη, COLUMBIA
Σπουδαιότερες ξένες ηχογραφήσεις:
1980, (απόδοση ατά σουηδικά Ingemar Rhedin, σολίστ: Bjorn Thulin, Rolf Leandersson, Bjorn Gedda. Collegium Musicum (Sam Claeson). Medlemmar ur Halmstads Kammarorkester och Goteborgs Ungdomssymfoniorkester m.fl., FOLKSANG.
1983, (απόδοση στα γερμανικά: Dirk Mandel, σολίστ Gothart Stïer, Gunter Emmerlich, Friedrich WOhelm Jurige. Beethoven-Chor des VEB Elektromaschinenbau Sachsenwerk Dresdnen, FDJ-Chor der EOS Kreuzschule Dresden, Kinder -Kammerchor der Dresdner Philharmonie. Orchester der Hochschule fur Musik ‘”Cari Maria von Weber” Dresden, Lehrkrafte der Bezirksmusikschule ” Paul Bûttner” Dresden, ETERNA (DDR).

Τραγούδια:
ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ
ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ
ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ


Μέρος Α’: Η γένεσις

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ορχήστρα)

ΤΟΤΕ ΕΙΠΕ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου :
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
Κάθε λέξη κι από’να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος, είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να τό’χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ακριβό του τ’όνομα
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που ν’απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη σου
Μέρος Β’: Τα πάθη

ΙΔΟΥ ΕΓΩ ΛΟΙΠΟΝ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Ιδού εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες
και τα νησιά του Αιγαίου
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας, το άγκρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή
προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη
δεν άκουσα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω
που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία
και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ (Ανάγνωμα)
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν είχε καθημερινές
και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως
τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι
πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί
και δέν αντέχανε άλλο.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’τον άλλο,
ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ’ τη λάσπη, όπου,
φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε
στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί,
μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό,
λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο
να τρέξουνε τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν
αυτό πιο κι απ΄την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε, ακουγότανε
στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε , και πάλι
σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει
και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως τό’ χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν είχε καθημερινές και
σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το
καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα
βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε
το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των
πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα
ν’απαντούμε, απ’ τ’άλλο μέρος νά’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους
λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον
κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και
το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που
τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και
τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές
μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του
βυθού ή το θειάφι. “Όι όι , μάνα μου”, “όι όι μάνα μου”, και κάποτε,
πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που’λεγαν, όσοι
ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους
λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα.
Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες.
Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας
κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές –
μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

 

ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ (Χορικό)
Γρ. Μπιθικώτσης-Χορωδία

Ενα το χελιδόνι
κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος
θέλει δουλειά πολλή

Θέλει νεκροί χιλιάδες
να ‘ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί
να δίνουν το αίμα τους.

Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν από μάγους
το σώμα του Μαγιού
το ‘χουνε θάψει σ’ ένα
μνήμα του πέλαγου

Σ’ ένα βαθύ πηγάδι
το ‘χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι
κι όλη η άβυσσος

Θε μου Πρωτομάστορα
μέσα στίς πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα
μύρισες την Ανάσταση

 

ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Τα θεμέλια μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’την κόψη της πέτρας μιλάς.
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλια μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

 

ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ (Χορικό)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ’αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ (Ανάγνωμα)
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης

Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την
απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν
έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε
απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες
τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία
η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον
άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς
εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την
αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν
αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με
τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους
τόσες χαρακιές, που’λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα
ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε
την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο
πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’τα
σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε
κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου
να’ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους
κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ολάκερη τη γη, για να
περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει
αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρα απ’την άκρη της απελπισιάς, τη
Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που
τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με
τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα
θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα
εστήσανε στον τοίχο τριάντα.

 

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ (Χορικό)
Γρ. Μπιθικώτσης-Χορωδία

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!

ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
Ορχήστρα

 

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ (Χορικό)
Γρ. Μπιθικώτσης-Χορωδία

Της αγάπης αίματα, με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες, με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Στ’ ανοιχτά του πελάγου, με καρτέρεσαν
με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

 

ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ-Χορωδία

Ναοί στο σχήμα τ’ουρανού
και κορίτσια
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Ναοί στο σχήμα τ’ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Μαίστρος με το μυτερό του σάνταλο
και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.
Φύγανε
και βαθιά κάτω απ’το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά, των βράχων τ’αγάλματα!

 

ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ (Ανάγνωσμα)
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης

Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει
ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα
φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει απ’ την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.
Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.

-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.

-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.

-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.

Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει
ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενιές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα
γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας
πολέμους. Όπου θα χορτασθούν ο Χωροφύλακας κι ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους
αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ανεβάσουν
σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει
στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ανοίγει στα μέτρα του,
κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.

-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.

-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.

Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει απ’ την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει.
Και θά’ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα.
Και θα’χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα’ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία,
που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας απ’ τ’ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας,
θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο
στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του
ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει απάνω στα χόρτα
καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε
γενεές στους αιώνες των αιώνων!

 

ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ (Χορικό)
Γρ. Μπιθικώτσης – Χορωδία

Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του
τις σπηλιές και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.

 

ΣΕ ΧΩΡΑ ΜΑΚΡΙΝΗ (Υμνος)
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία – Ορχήστρα

Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι
Τώρα μ’ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ’αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,
μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Για να λάβει ο κρίκος από τους αιθέρες δίκαιο,
Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι.
Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.
Γι’αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,
στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.
Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματά μου!
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.

Μέρος Γ:
Δοξαστικόν

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Θ. Δημητρίεφ – Χορωδία

Άξιον εστι το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα
Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
Οι σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια
οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο
Ο Μαϊστρος , ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια
Άξιον εστι το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει
Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι
μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο
ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους
η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας
με κόντρα-φλόκο
Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας
πόντζα-λαμπάντα
έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα
με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια
Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
η Κώς, η Ίος, η Σίκινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι
ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει
το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες
και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε:

Χαίρε η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί
Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται
Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία
Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη
Χαίρε με τα λυτά μαλλιά
Η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά
η δαμάζοντας το δαίμονα
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική

Άξιον εστι το χώμα που ανεβάζει
μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον
Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία
γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι
το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει
της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει
Τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα
Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή
η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια
Άξιον εστι το αναίτιο δάκρυ
ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια
των παιδιών που κρατιούνται χέρι-χέρι
των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται
Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια
ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη
το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ’αγιάζι
Άξιον εστί το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιο το “νυν” και ποιο το “αιέν” του κόσμου:
Νυν το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
Αιέν η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη
Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική
Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο
Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία
Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα
Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαυρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός
Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου
Νυν Νυν το μηδέν
και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!

Back To Top