Δημοσίευση-Αφιέρωμα στο Ριζοσπάστη, Παρασκευή 3 Σεπτέμβρη 2021, την επομένη που:
«ΕΦΥΓΕ» ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΗΣ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Η βασική μου ύλη υπήρξε ο ήχος, η μελωδία, η μουσική… Δεν μ’ άρεσε ποτέ να δημιουργώ έναν μικρό πλανήτη και μετά να τον εγκαταλείπω στη μοναξιά του Διαστήματος. (…)
Ευτύχησα να γνωρίσω εν ζωή τη μέθη της μέθεξης ανάμεσα στο έργο μου και τους άλλους. Είδα τα έργα μου να ριζώνουν σε ξένες ψυχές, να απλώνουν κλαδιά και να ανθίζουν… Τι άλλο, αλήθεια, είναι μια πλατεία, ένα στάδιο, ένας δρόμος γεμάτους ανθρώπους, που ομαδικά τραγουδούν ένα τραγούδι σου, παρά ένας ολάνθιστος κάμπος; Αυτό το πέτυχα, το έζησα και ακόμα και τώρα εξακολουθώ να το ζω και να το θεωρώ σαν τη μέγιστη ευλογία των ουρανών…».
Αυτά είχε αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης πριν από 20 χρόνια στην εφημερίδα μας, όταν είχε κληθεί να κάνει τον απολογισμό της πολυκύμαντης ζωής του.
Και πράγματι, τι παραπάνω να ζητήσει ένας δημιουργός; Η τέχνη που έπλασε, ζυμωμένη με τους καημούς, τις αγωνίες, την πάλη και τα οράματα των ταπεινών και καταφρονεμένων, είναι διαχρονική και τέτοια θα μείνει. Σε αυτά τα 70 χρόνια δημιουργίας, ευτύχησε να δει τα έργα του να ριζώνουν σε ψυχές, να πυρπολούν τα όνειρα, για να «λάβουν εκδίκηση».
«Θεωρώ όλη αυτήν τη διαδρομή μου μέσα στη μουσική ένα συνεχές ταξίδι. Ένα ταξίδι στο άγνωστο, χωρίς τέλος…»
Και πώς μπορεί, κανείς, άραγε να χαρακτηρίσει με λίγα λόγια αυτό που ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης; Θα το επιχειρήσουμε δανειζόμενοι τα λόγια του άλλου «μεγάλου» της μουσικής μας, του Μάνου Χατζιδάκι: «Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας ποταμός σπανίων μελωδιών, που έχει βαθιές τις ρίζες του στον αραβικό χώρο κι όχι μόνο στην Κρήτη. Από την Κρήτη πήρε την επική μεγαλοστομία και λεβεντιά που σφραγίζει τους ρυθμούς του. Απ’ τα νησιά του Αιγαίου τη χάρη του και τη λεπτεπίλεπτη δεξιοτεχνία του. Κι από τη βόρεια Ελλάδα τους βαθείς αναστεναγμούς της μουσικής του…».
Τα παραπάνω μπορεί κανείς να τα αντιληφθεί, αν ανατρέξει στην παιδική ζωή του συνθέτη. Γεννήθηκε το 1925 στη Χίο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η κρητική καταγωγή του πατέρα του αλλά και οι Μικρασιάτες πρόγονοι από την πλευρά της μητέρας του τον καθορίζουν ουσιαστικά. Έλεγε, μάλιστα, ότι από έναν πρόγονό του, τον Θεοδωρομανώλη, ξακουστό λυράρη στην Κρήτη των τελών του 1800, πήρε την έφεσή του για τη μουσική.
Στα παιδικά του χρόνια γνώρισε πολλές μετακινήσεις λόγω της δουλειάς του πατέρα του. Χίος, Μυτιλήνη, Σύρος, Αθήνα, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη μέχρι το 1943 και στη συνέχεια Αθήνα. Λόγω των μετακινήσεων δεν μπόρεσε να δεθεί με κάποια περιοχή, να αποκτήσει παιδικούς φίλους. «Ήμουν κλεισμένος σε τρεις κύκλους. Πρώτος ήταν ο οικογενειακός κύκλος… Μου έδωσε μεγάλη χαρά και ευτυχία, για την οποία ευγνωμονώ τους δικούς μου. Δηλαδή ό,τι γεύση ευτυχίας έχω στη ζωή μου, την έχω από την οικογένειά μου. Ένα οικογενειακό περιβάλλον που βασίλευε η μεγάλη αγάπη, η χαρά, η ευτυχία, η αλληλεγγύη, το τραγούδι, το κέφι». Ο δεύτερος κύκλος ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι και ο τρίτος οι Κρητικοί.
Αυτή η αίσθηση της «απομόνωσης» που βιώνει σαν παιδί, είναι και ένας από τους λόγους που τον οδηγούν στη μουσική. Εκεί, βρίσκει «καταφύγιο», αν και όπως ο ίδιος μαρτυρά, στην αρχή η σχέση του με τη μουσική υπήρξε μαρτυρική. Κι αυτό γιατί, ενώ για κάθε άλλη παιδική απορία ή ανησυχία υπήρχε μια απάντηση, εντούτοις για τη μουσική δεν υπήρχε καν ερώτημα. «Τόσο απίθανο και ξένο ήταν, τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, το λειτούργημά της…». Παρ’ όλα αυτά, οι μελωδίες της Φιλαρμονικής του δήμου Αργοστολίου, η θέα ενός πιάνου – από τα ελάχιστα μιας μικρής επαρχιακής πόλης – τον σημαδεύουν. Οι γονείς του κάποια Πρωτοχρονιά τού κάνουν δώρο ένα βιολί. «Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου».
Αρχές του ’40 άκουσε την 9η του Μπετόβεν στον κινηματογράφο. «Ήταν πραγματικά ένας κεραυνός! Κεραυνός! Έπεσα κεραυνόπληκτος, αρρώστησα!». Ο πατέρας του, αν και δεν ήθελε να γίνει ο γιος του μουσικός, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Το 1943, ερχόμενος στην Αθήνα, περνά την πόρτα του Ωδείου Αθηνών. Εκεί, ευτύχησε να γνωρίσει τον αληθινό του δάσκαλο, όπως τον αποκαλούσε, τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. «Δεν υπάρχει, νομίζω, για έναν μουσικό, βαθύτερο, ηδονικότερο, δυνατότερο συναίσθημα από τη στιγμή που ανακαλύπτει τη μουσική. Αυτές οι στιγμές είχαν τα μαγικά ονόματα του Μπαχ, του Χέντελ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Μπερλιόζ, του Βάγκνερ… Μια απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη για ό,τι μας χάρισαν. Και μια δίψα ανελέητη να μάθουμε τη γλώσσα τους, να βρούμε τα κλειδιά για να ανοίξουμε τους μουσικούς δρόμους των ήχων…».
«Αν δεν είχα βιώσει αυτά που βίωσα, δεν θα είχα γράψει αυτήν τη μουσική. Η μουσική για μένα ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός, είναι κάτι το βιωματικό…»
Πράγματι, τα γεγονότα της ζωής του ήταν συνταρακτικά.
Το έργο του αντηχεί ακέριο όλη τη μεγάλη πορεία και τις περιπέτειες του λαϊκού κινήματος του 20ού αιώνα. Ήταν και αυτός μέλος της γενιάς που ανδρώθηκε στην Αντίσταση, που πάλεψε για να έρθουν καλύτερες μέρες στον τόπο μας και γι’ αυτή του την απόφαση διώχτηκε, φυλακίστηκε, εξορίστηκε, συνέχισε να παλεύει και να δημιουργεί. Για αυτόν, όμως, αυτά ήταν και τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια του. Είχε αναφέρει χαρακτηριστικά στη μεγάλη συναυλία που είχε διοργανώσει το Κόμμα για τα 90χρονά του: «Βρίσκομαι σήμερα εδώ μπροστά σας με μεγάλη συγκίνηση, γιατί τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια μου τα έζησα στις γραμμές του ΚΚΕ. Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος Πόλεμος, οι διώξεις που ακολούθησαν την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η βαθιά παρανομία με την ένοπλη προσπάθεια το 1944 μέσα στην Αθήνα, που πνίγηκε στο αίμα, η Ικαρία και η Μακρόνησος, η αναγεννητική προσπάθεια μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες. Η παράνομη δράση με την ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου, δέκα μέρες μετά την επικράτηση της χούντας. Αργότερα, υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ στην Αθήνα και τέλος η εκλογή μου ως βουλευτής του Κόμματος το 1981 και 1985».
Στα χρόνια της Κατοχής παλεύει οργανωμένα μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. «Όλα άρχισαν και όλα κυριεύτηκαν τη μέρα που κατακτήσαμε την αξιοπρέπειά μας, την τιμή μας και την ανθρωπιά μας, αντιτάσσοντας στον νόμο της ζούγκλας των ναζί τη δύναμη των όπλων μας. Εκείνη τη στιγμή που πρωταγγίξαμε ο καθένας μας το όπλο του και ξεκινάγαμε σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου…». Παίρνει μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη του ’44 μέσα από τις γραμμές του 1ου Λόχου του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε τη βάση του στην Άνω Νέα Σμύρνη. Οι μέρες του Δεκέμβρη, αυτής της σκληρής ταξικής αναμέτρησης, τον σημαδεύουν τόσο, που θα ομολογήσει πολλά χρόνια αργότερα: «Εάν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα – κατά το αισχύλειο – που θα επιθυμούσα να χαραχτεί στον τάφο μου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη».
Τον Ιούλη του 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ικαρία. Εκεί, θα ακούσει τον «Καπετάν Αντρέα Ζέππο» από μια ομάδα εξόριστων Πειραιωτών. «Και αυτό ήταν το δεύτερο σοκ της ζωής μου», μετά την 9η του Μπετόβεν. Νέοι δρόμοι στη μουσική ανοίγονται μπροστά του. Τον χειμώνα του 1949 εξορίζεται στη Μακρόνησο και βασανίζεται φρικτά. Εκεί είναι που, σύμφωνα με τον ίδιο, έσπασε το «εγώ» κι έγινε τελεσίδικα «εμείς». «Η μάχη θα δοθεί για το “εμείς”, υπέρ του ανθρώπου, εναντίον των κανιβάλων… Η ασθένεια των κανιβάλων είναι το “εν αρχή το κέρδος”. Ακολουθεί η υποτίμηση του ανθρώπου». Μέσα σε τεράστιες δυσκολίες δεν σταματά να δημιουργεί. Μάλιστα, αποσπάσματα από την «Πρώτη Συμφωνία» του, που δούλευε εκείνη την περίοδο, παρουσίασε στη σκηνή των στρατηγών, εκεί όπου κρατούνταν ο Σαράφης και άλλοι. «Αυτό το θεωρώ μια πολύ σημαντική πράξη της ζωής μου και είναι σημαδιακή. Στις δύσκολες στιγμές απαντάμε πάντα με δημιουργία».
«Το τραγούδι είναι κάτι που πάει από καρδιά σε καρδιά»
Μετά τη Μακρόνησο εγκαθίσταται σε ένα χωριό στην Κρήτη. Βάλτωνε. Οι δικοί του πουλούν μέχρι και τις βέρες τους για να τον βοηθήσουν. «Μου ‘κανε ο πατέρας μου ένα πανωφόρι, ένα κοστούμι μαύρο, παπούτσια, μου έδωσε 300 δραχμές και τις ευλογίες του και μπάρκαρα για την Αθήνα, για να σταδιοδρομήσω στην Αθήνα».
Η διαβίωση στην Αθήνα δεν είναι εύκολη. Κάθε βδομάδα έπρεπε να παρουσιάζεται στην Ασφάλεια. Εκείνη την περίοδο πήρε και το πτυχίο του στο Ωδείο. Οι πόρτες όμως είναι κλειστές. Για να επιβιώσει κάνει αντίγραφα μουσικής και παίζει εκτάκτως σε συναυλίες. Γράφει μουσική, πολλή μουσική. Το 1954 με υποτροφία εγκαθίσταται στο Παρίσι. Συνεχίζει το συμφωνικό του έργο και γράφει μερικά από τα σπουδαιότερα συμφωνικά του έργα: «Τρεις σουίτες», «Το μπαλέτο Αντιγόνη», «Κονσέρτο για πιάνο».
Εκείνη την περίοδο παντρεύεται την Μυρτώ Αλτίνογλου και μαζί αποκτούν δύο παιδιά, την Μαργαρίτα και τον Γιώργο.
«Επιτάφιος. Η μεγάλη, τελευταία στροφή όχι μόνο στη μουσική μου ζωή, αλλά σ’ ολόκληρη τη ζωή μου»
Το 1958, βρισκόμενος στο Παρίσι, παίρνει στα χέρια του την επανέκδοση του «Επιτάφιου» με την αφιέρωση του ποιητή: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός». Αναφέρει ο Θεοδωράκης: «Θυμάμαι ότι έλαβα τον “Επιτάφιο” στο Παρίσι, από τον ίδιο τον Ρίτσο. Ευθύς μόλις τον διάβασα, άρχισα να γράφω τα τραγούδια, αυθόρμητα, δίχως καμιά ανάγκη, καμιά πρόθεση θα έλεγα. Και η μουσική βγήκε αυτή που βγήκε: λαϊκή. Γιατί, άραγε; Καταρχήν νομίζω από την ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο, καθώς παίρνει τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και – όντας πάντοτε Ρίτσος – θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα».
Ο συγκεκριμένος δίσκος, που κυκλοφόρησε το 1960, αποτελεί το ορόσημο για την είσοδο του συνθέτη στο χώρο της λαϊκής μουσικής. Συμπυκνώνοντας τι καινούριο έφερε ο «Επιτάφιος» στην ελληνική μουσική, σημειώνει: «Ηταν ένας κύκλος τραγουδιών. Ηταν ακόμα η καθιέρωση του λαϊκού τραγουδιστή και του λαϊκού μουσικού οργάνου (μπουζούκι) ως αυθεντικών εκφραστών του γνήσιου ποιητικού πάθους. Ηταν, τέλος, μια νέα μορφή επικοινωνίας με την καθιέρωση της λαϊκής συναυλίας, που έσπαζε τους παραδοσιακούς τρόπους παρουσίασης, ερμηνείας και επικοινωνίας και έφερνε σε άμεση επαφή τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές με τις μάζες».
«Οι μεγάλοι ποιητές ανήκουν στους εργαζόμενους, στον λαό»
Η συνύπαρξη της λαϊκής με τη συμφωνική μουσική στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη κάνει τον ίδιο και τη μουσική του μοναδική περίπτωση στο χώρο της διεθνούς μουσικής, καθώς κινείται συνεχώς ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους προσπαθώντας να τους συνενώσει σε έναν και μοναδικό.
Ήταν ο πρώτος που έβαλε στο στόμα του απλού λαού λόγια μεγάλων ποιητών. «Ο ελληνικός λαός τραγουδούσε, στις ταβέρνες, στα γιαπιά, στις εκδρομές, στις συντροφιές, στις διαδηλώσεις, μελωδίες βασισμένες σε αυστηρά ποιητικά κείμενα, που τα χαρακτήριζαν η τελειότητα του λόγου, η τόλμη της εικόνας και η δύναμη της έκφρασης». Για τον ίδιο ήταν ξεκάθαρο: «Οι μεγάλοι ποιητές ανήκουν στους εργαζόμενους, στον λαό. Μόνο αυτοί μπορούν να τους καταλάβουν. Φυσικά, ο καθένας μπορεί να αγοράσει βιβλία τους. Πόσοι όμως είναι; Το πρόβλημα δεν είναι πρακτικό – ποσοτικό. Ο λαός δεν μπορούσε να πλησιάσει τη μεγάλη ποίηση, γιατί δεν είχε στη διάθεσή του τα κλειδιά για να ανοίξει τις πόρτες. Κάνοντας τραγούδι και βάζοντας στα χείλη του λαού τη μεγάλη ποίηση, είναι σαν να του πρόσφερα αυτό το σπάνιο κλειδί να ανοίξει τις μεγάλες πόρτες και να μπει στον μαγικό κόσμο της λόγιας τέχνης».
Μετά τον «Επιτάφιο» ακολούθησαν μια σειρά άλλοι κύκλοι τραγουδιών: «Λιποτάκτες» (1959), «Αρχιπέλαγος» (1959), «Πολιτεία» (1959), «Επιφάνια» (Σεφέρης 1960), «Ενας όμηρος» (Μπήαν, μτφρ. Ρώτας), «Μικρές Κυκλάδες» (Ελύτης, 1963), «Πολιτεία Β’» (1964), «Μαουτχάουζεν» (Καμπανέλλης, 1966), «Ρωμιοσύνη» (Ρίτσος, 1966), «Εξι θαλασσινά φεγγάρια» (Γκάτσος, 1966), «Ο Ηλιος και ο Χρόνος» (Θεοδωράκης, 1967), «Μυθιστόρημα» (Σεφέρης, 1968), «Νύχτα θανάτου» (Ελευθερίου, 1968), «Αρκαδία I» (Θεοδωράκης, 1968), «Αρκαδία II» (Ελευθερίου, 1968), «Αρκαδία III» (Ελευθερίου, 1969), «Αρκαδία IV» (Κάλβος, 1969), «Αρκαδία V» (Άγγελος Σικελιανός, 1969), «Αρκαδία VI» (Θεοδωράκης, 1969), «Αρκαδία VII» (Σινόπουλος, 1969), «Αρκαδία VIII» (Αναγνωστάκης, 1969), «Αρκαδία X» (Θεοδωράκης, 1969). Ευτύχησε να τραγουδηθεί από όλους τους μεγάλους Έλληνες και όχι μόνο τραγουδιστές.
«Ένα τραγούδι γεννιέται σαν ένα παιδί. Χρειάζεται αγάπη. Χρειάζεται αίμα. Χρειάζεται αλήθεια…»
Η δεκαετία του 1960 είναι από τις πιο δημιουργικές στη μουσική διαδρομή του συνθέτη. Με τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών που είχε ιδρύσει, επιδίωξε να απλώσει τη μουσική του μέσα στους βουερούς δρόμους, στα πανεπιστήμια και στις συνοικίες, στην επαρχία και μέσα στις συζητήσεις. «Δεν υπάρχει καιρός! Καλλιτέχνες και κοινό πρέπει γρήγορα να πιαστούν χέρι χέρι και ν’ ανέβουν μαζί στην κορυφή του λόφου, για να δουν αυτό που κρύβεται από την άλλη μεριά!».
Συστήνει στο κοινό νέους συνθέτες, όπως τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή. Μάλιστα, τους χάρισε και την πέτρα που του είχαν ρίξει στη διάρκεια συναυλίας στη Νάουσα παρακρατικές ομάδες.
Το 1963 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο Θεοδωράκης αναλαμβάνει Γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέγεται στο Κοινοβούλιο.
Το 1964 κυκλοφορεί το «Αξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Σύμφωνα με τον ίδιο, το «Αξιον Εστί» συνοψίζει σε μία μόνο κορύφωση όλες του τις σκέψεις, τις προθέσεις και τις απόπειρες όσον αφορά τη δημιουργία ενός νεοελληνικού λαϊκού μουσικού έργου.
Το 1966 μελοποιεί «μονορούφι» τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, μετά από έναν άγριο ξυλοδαρμό του από την αστυνομία. Με τη «Ρωμιοσύνη» ο Μ. Θεοδωράκης έκανε το μεγάλο άλμα, καθώς ήταν το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε σε μεγάλη λαϊκή συναυλία σε γήπεδο, αφού δεν ήταν αρκετές πια οι μικρές αίθουσες. «Ο Γιάννης Ρίτσος, καθισμένος ακριβώς πίσω μου, ρουφούσε τη συγκλονιστική στιγμή με όλους τους πόρους της ψυχής του. Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι. Ήταν προπαντός αυτή η μυστική μέθεξη όλων αυτών των χιλιάδων, που μέσα απ’ τη “Ρωμιοσύνη”, ξαναζούσαν μέσα τους και ξαναδημιουργούσαν ιδεατά το μέγα όνειρο που είχαν όλοι μαζί ζήσει, αφού οι ίδιοι το είχαν πρώτα δημιουργήσει…», θυμόταν αργότερα ο συνθέτης.
Με την επιβολή της δικτατορίας ο Μίκης Θεοδωράκης περνά στην παρανομία. Η μουσική του απαγορεύεται με ειδικό διάταγμα, το διάταγμα 13/1-6-1067 του Οδυσσέα Αγγελή. Συμμετέχει στο Πατριωτικό Μέτωπο και ορίζεται πρόεδρός του. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Το 1968, χάρη σε διεθνείς πιέσεις, ο Μίκης αποφυλακίζεται και τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι. Τον Αύγουστο του 1968 εξορίζεται μαζί με την οικογένειά του στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Με διάφορους τρόπους καταφέρνει να στέλνει μαγνητοταινίες με τα καινούργια έργα του στο εξωτερικό. Τα έργα μεταδίδονται από ξένους σταθμούς και ακούγονται στην Ελλάδα. Τον Οκτώβρη του 1969 μεταφέρεται από τη Ζάτουνα και φυλακίζεται στο στρατόπεδο Ωρωπού. Το 1970 φυγαδεύεται στο Παρίσι, από όπου ξεκινά τον αγώνα κατά της χούντας. Παρουσιάζει τα έργα που είχε συνθέσει κατά το διάστημα της παρανομίας, της φυλακής και της εξορίας σε αμέτρητες συναυλίες σε όλο τον κόσμο, αφιερωμένες στον αντιδικτατορικό αγώνα. «Έξω συναντήθηκα με τη Φαραντούρη και τον Καλογιάννη. Κάναμε μια ορχήστρα κι αρχίσαμε τις δραστηριότητες θυμάμαι από την Ιταλία. Στη συνέχεια η πρώτη μεγάλη εμφάνιση ήταν στη γιορτή της “Ουμανιτέ”. Εκείνη τη μέρα υπολόγιζαν περίπου σε 600.000 κόσμο, όταν έγινε η συναυλία αυτή».
Εκείνη την περίοδο συνθέτει «Τα Τραγούδια του αγώνα», «Επιφάνεια Αβέρωφ», «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» κ.ά. Εκείνης της περιόδου έργο είναι και το μεγαλειώδες «Κάντο Χενεράλ» σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα. Τις πρόβες του έργου είχε παρακολουθήσει ο ίδιος ο ποιητής. Σχεδιαζόταν, μάλιστα, να γίνει μια μεγάλη συναυλία στο Σαντιάγο, όπου θα παρουσιαζόταν το έργο και θα απήγγειλλε ο Νερούδα. Η συναυλία δεν έγινε κατορθωτό να πραγματοποιηθεί λόγω του πραξικοπήματος του Πινοσέτ.
Με την πτώση της δικτατορίας, η μουσική του Μίκη ακούγεται πλατιά σε συγκεντρώσεις και μεγάλα στάδια, ενώ διαχρονική και πολύπλευρη είναι η παρουσία του στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Το 1983 του απονέμεται το Βραβείο «Λένιν».
Τα επόμενα χρόνια, ο Μίκης συνεχίζει να δημιουργεί και να παίρνει ξεκάθαρη θέση μπροστά σε γεγονότα του καιρού μας. Αξίζει να αναφέρουμε τη δήλωση που είχε κάνει ενάντια στο αντικομμουνιστικό μνημόνιο το 2005: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να αλλάξει την Ιστορία. Να τη διαστρεβλώσει εξισώνοντας τα θύματα με τους θύτες. Τους εγκληματίες με τους ήρωες. Τους κατακτητές με τους απελευθερωτές και τους ναζιστές με τους κομμουνιστές. Δυστυχώς, σήμερα είμαι υποχρεωμένος να μιλώ περισσότερο στο όνομα των νεκρών παρά των ζωντανών. Στο όνομα, λοιπόν, των νεκρών συντρόφων μου κομμουνιστών, αυτών που πέρασαν από την Γκεστάπο, τα στρατόπεδα θανάτου και τους τόπους των εκτελέσεων για να εξοντωθεί ο ναζισμός και να θριαμβεύσει η λευτεριά, έχω να απευθύνω στους “κυρίους” αυτούς μόνο μια λέξη: ΝΤΡΟΠΗ!».
«Όλη μου τη ζωή τη μοίρασα σε αγώνες και σε μουσική»
Με το έργο του καταγράφει σαν σεισμογράφος τις διακυμάνσεις της συνείδησης του λαού μας, καθώς τη διαμορφώνουν τα ιστορικά γεγονότα, οι κοινωνικές συνθήκες και οι πολιτικές εξελίξεις. Άλλωστε, μέσα από την Τέχνη του τον λαό και τους αγώνες του θέλησε να υπηρετήσει. Εκεί αφιέρωσε το ταλέντο και τη δημιουργία του. Γι’ αυτό και ο λαός τον τίμησε και τον αγάπησε παρά τις αντιφάσεις του.
Σε όσους του έλεγαν να κάτσει «ήσυχος», για να διαφυλάξει το ταλέντο του και την καριέρα του, εκείνος απαντούσε: «Είναι οι αγώνες και η μουσική τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα. Φαίνεται πως το ταλέντο μου, σαν μια παράξενη μπαταρία, εκεί μέσα γεμίζει. Μέσα στη ζεστασιά της χειραψίας, μέσα στο αετίσιο βλέμμα του συναγωνιστή, μέσα στις ιαχές των συλλαλητηρίων και στη βοή της μάχης… Όμως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει, του πρέπει στρώμα παχύ ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει πως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται… Τότε η ευαισθησία αυτή γίνεται ευθύνη και φέρνει τον καλλιτέχνη μέσα στον λαό».
Ο ίδιος θεωρούσε τον «Κάκτο», που έγραψε το 1967, κρατούμενος στην Ασφάλεια, το πιο αντιπροσωπευτικό του τραγούδι.
…Πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες;
Θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.
Και πράγματι, το έργο του θα ζήσει «άλλους τόσους»… Γιατί, όπως και ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη»: «Από όλα τα είδη ζωής, ποιο είναι αυτό που αντέχει περισσότερο στο χρόνο; Η πνευματική, το πνευματικό δημιούργημα. Αυτό αντέχει. Και η αντοχή του, η διάρκειά του, δεν είναι παρά μια μορφή αθανασίας. Μια νίκη στο θάνατο, τον τελικό μας νικητή. Εκτός και αν με το πνευματικό έργο υψωθούμε εκεί που δεν μπορεί να μας φτάνει το αρπακτικό του χέρι. Έτσι είναι συλλογική, και όχι αποκλειστικά προσωπική, η νίκη με το θάνατο, όταν η κοινωνία μιας εποχής μπορεί να εκφραστεί και αναγνωριστεί μέσα στην πνευματική δημιουργία». Και ο Μίκης Θεοδωράκης αυτό το κατάφερε.
Πηγές: «Ριζοσπάστης», «Μίκης Θεοδωράκης – Κινηματογραφική αυτοβιογραφία. Ντοκουμέντα της ζωής και του έργου του» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη, mikisteodorakis.gr, mikisguide.gr