
Η ομιλία του Κώστα Γεωργουσόπουλου στο Συμπόσιο: «ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ» του Πανεπιστήμιου Κρήτης στο Ηράκλειο το 2006
Είναι πολύ μεγάλη τιμή μου να ομιλώ σ’ αυτό το Συμπόσιο, που ουσιαστικά υλοποιεί τις μεγάλες ιδέες της Αναγέννησης, αφού ξαναπροσπαθεί να βρει σύγκλιση ανάμεσα στις Επιστήμες και στην Τέχνη, να ξαναβρεί την ενότητα που διασπάστηκε κάποια στιγμή ύστερα από τη μεγάλη ενότητα που οραματίστηκαν και πραγμάτωσαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Το Συμπόσιο αυτό είναι μια αναγεννησιακή κατάθεση και η εποχή μας το θέτει ως αίτημα πλέον αυτό. Διεπιστημονικά συμπόσια, διάλογος ανάμεσα στις Τέχνες και στις Επιστήμες, διάλογος καμιά φορά και ανάμεσα στο ίδιο το εσωτερικό των Επιστημών, που η πολυδιάσπαση πολλές φορές τις έφερε σε διχόνοια.
Το θέμα που έχω να αναπτύξω δεν αναφέρεται στις ιδέες του Μίκη Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία, αλλά στον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη ως μια προσωπικότητα, η οποία συνέλαβε ακριβώς αυτήν την ιδέα και θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί.
Θέμα αυτής της μικρής μου εισήγησης είναι ένας Αναγεννησιακός Θεοδωράκης. Θα μπορούσε να είναι ένας Προμηθεϊκός, ένας Φαουστικός, ένας Δον Ζουανικός, ένας Αμλετικός, ένας Δον Κιχωτικός, ένας Ντοστογιεφσκικός, ένας Ακριτικός άνθρωπος, ένας Ηρακλείτειος, ένας Σωκρατικός. Διότι ο Μίκης Θεοδωράκης, ως ένας Φαουστικός άνθρωπος, δηλαδή ένας Ευρωπαίος με ζυμωμένη μέσα του ολόκληρη την παράδοση την αρχαία και τη χριστιανική, έθεσε ξανά το ερώτημα: «Τί ήταν στην Αρχή;». Ο Μίκης Θεοδωράκης φαουστικά απάντησε «Εν Αρχή ην η πράξη», όλα τα άλλα έπονται, ακόμα και η μουσική, διότι η μουσική στον Μίκη Θεοδωράκη είναι πράξη, είναι πράξη δημόσια και ανάληψη δημόσιας ευθύνης και δεν έχει καμιά σημασία κάθε φορά ο αγωνιζόμενος, ο πράττων, με ποια μορφή πράττει, αν είναι ο λόγος, αν είναι τα χρώματα, αν είναι οι ήχοι, αν είναι οι δομές.
Ως Δον Ζουανικός άνθρωπος και ως Επικούρειος, ο Μίκης Θεοδωράκης έθεσε ως κέντρο της δράσης του την ηδονή, δηλαδή, την ευχαρίστηση του να υπάρχεις, και μέσα απ’ αυτήν την ηδονή και την ευφορία είδε τον κόσμο μέσα από τις νότες του.
Ως Αμλετικός, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο άνθρωπος που αμφέβαλλε. Όταν ο μέγας Λόρενς Ολίβιε κινηματογράφησε τον Άμλετ του, το Όσκαρ του 1948, είχε βάλει ως υπότιτλο «Άμλετ ο πρίγκιψ της Δανίας, ένας άνθρωπος που αμφέβαλλε». Και αυτή η αμφιβολία είναι το μεγάλο ερώτημα, το μοναδικό φιλοσοφικό πιθανόν ερώτημα, όπως λέει ο Καμύ, όλα τα άλλα είναι παρεπόμενα, αν θα επιλέξει κανείς να ζει ή να μην ζει. Και από τη στιγμή που επιλέγει να ζει, τότε ξέρει ακριβώς τί σημαίνει αυτό. Σημαίνει πάθη, ματαιώσεις, προδοσίες, φιλίες, αγάπη, μίσος, ανταγωνισμός, αυτή είναι η ζωή, αυτό επέλεξε ο Μίκης Θεοδωράκης, αφού όμως πολύ αμφέβαλλε και ακόμα αμφιβάλλει.
Είναι ένας Δον Κιχωτικός άνθρωπος ο Μίκης Θεοδωράκης, δηλαδή, ένας άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή αγωνιζόμενος κυνήγησε τους μύλους της ουτοπίας και αυτό έχει νόημα μόνο στην ποίηση. Ένας πολύ σημαντικός Έλληνας ποιητής που μελοποίησε ποιήματά του ο Μίκης Θεοδωράκης, ο μακαρίτης Δημήτρης Χριστοδούλου, έχει γράφει κατά την ταπεινή μου γνώμη τον τελειότερο ορισμό για την ποίηση παγκοσμίως, με τη διαφορά ότι εδώ θα πρέπει να αντικαθιστούμε κάθε φορά το «ποίηση» με την αρχαία, την πλατωνική του σημασία, δηλαδή, την πορεία από το “μη είναι” στο “είναι”, από το σκοτάδι στο φως, από το τίποτα στο κάτι. Ποίηση, λέει ο Χριστοδούλου, είναι το φίλτρο μετατροπής του τρόμου σε ρυθμό. Αυτό ήτανε το Δον Κιχωτικό, αν θέλετε, αίτημα και η πραγμάτωση, το κατόρθωμα του Μίκη Θεοδωράκη. Έκανε ρυθμό τον τρόμο της εποχής μας, τρόμο που πέρασε όχι μόνο από το πνεύμα του, αλλά απάνω στο σώμα του και σφράγισε, χάραξε το σώμα τού Μίκη Θεοδωράκη. Έλεγα κάποτε, όταν είχα εισηγηθεί εκείνη τη μεγάλη του γενναιόδωρη πράξη να χαρίσει το αρχείο του στο Μέγαρο Μουσικής, ότι το σώμα του Μίκη Θεοδωράκη, εκτός από το πνεύμα του, είναι η ιστορία της Ελλάδος, είναι η γεωγραφία της Ελλάδος, απάνω εκεί υπάρχουνε εξάρσεις, υπάρχουνε φρέατα, υπάρχουνε ποτάμια, υπάρχει χάος, υπάρχει δυσαρμονία και αρμονία.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι Ντοστογίεφσκικός διότι, πέρα από τις οποιεσδήποτε θεολογικές ή άλλες θέσεις του μεγάλου Ρώσου ορθοδόξου, αναρχικού, εκείνο που θέλουμε να τονίσουμε κάθε φορά και το ξεχνάμε, είναι ο άνθρωπος που μας είπε ότι ο κόσμος θα σωθεί μόνο με την ομορφιά. Αυτό είναι το αίτημα το οποίο είχε βάλει εκείνος ο μοναχικός, εξόριστος, βασανισμένος Ντοστογιέφσκυ. Μόνον η ομορφιά θα μας σώσει.
Για τις Πυθαγόρειες ρίζες του Μίκη Θεοδωράκη θα μιλήσει ο ίδιος και άλλοι πιο ειδικοί από εμένα, αλλά δεν μπορώ να αφήσω απ’ έξω ούτε τον διαλεκτικό Ηρακλείτειο Θεοδωράκη, όπου εκεί ο Λόγος, αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι, δεν σημαίνει λόγια. Στον Ηράκλειτο ο Λόγος σημαίνει δομή και η λέξη Λόγος στην πρώτη σημασία της σήμαινε ουσιαστικά συγκέντρωση και ισορροπία αντιφατικών στοιχείων. Και δεν μπορούμε να ξεχάσουμε καθόλου τον Σωκρατικό, όχι μόνον ειρωνικό Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και τον Μίκη Θεοδωράκη «Διοτίμα», τον ερωτικό άνθρωπο, εκείνον που είδε τον έρωτα, όπως ακριβώς στην αρχαία μυθολογική αντίληψη, να είναι εκείνος που γονιμοποιεί το χάος, άρα πάλι εκείνος που κάνει το χάος ρυθμό και τον ρυθμό μέλος.
Αυτός ο ερωτικός Θεοδωράκης υλοποιεί εκείνη την καταγωγή τού έρωτα κατά τη «Διοτίμα», που τον θέλει ως παιδί του πόρου και της πενίας. Διότι αυτός ο άνθρωπος με την περίσσεια ταλέντου, με αυτόν τον πλούτο των εσωτερικών αισθημάτων και ιδεών, επειδή ακριβώς τού περίσσευαν, τα χάρισε στον κόσμο, αλλά η πενία του ως θνητού ανθρώπου τον οδηγούσε να παίρνει από τον κόσμο δύναμη, όπως η φτώχια ζητάει να πάρει.
Αλλά δεν θέλω να κλείσω τη σύντομη αυτή παρέμβαση χωρίς να μιλήσω για τον τραγικό Θεοδωράκη, τον τραγικό με την αρχαία σημασία της λέξεως και όχι μόνο με τη θεατρολογική. Τον άνθρωπο ο οποίος, όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, θέτει τέτοια φιλοσοφικά και υπαρξιακά προβλήματα, σαν αυτό που κουβεντιάζουμε σήμερα, δηλαδή, τη μεγάλη απορία, τη βάση και την ουσία κάθε φιλοσοφίας. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, κρούει τις θύρες του αγνώστου και μπορεί καμιά φορά το άγνωστο να μην απαντά, αλλά νομίζω ότι αυτή είναι η γοητευτικότερη και η γονιμότερη, θα έλεγε κανείς, επικοινωνία. Να προσπαθήσεις να εφεύρεις, να ανακαλύψεις ή να υποθέτεις τις απαντήσεις της σιωπής του αγνώστου.
Σε τούτο εδώ το Συμπόσιο, αυτό το άγνωστο μπορεί να πάρει χίλιες τιμές. Αυτό το x μπορεί να είναι ο Θεός, να είναι η Φύση, να είναι ο Λόγος, να είναι μια Νομοτέλεια, να είναι η Τύχη. Σήμερα πια είμαστε μάρτυρες μιας πορείας της ανθρωπότητας από την Κοπερνίκεια εκείνη τοποθέτηση του ανθρώπου στο σύμπαν και όχι στο κέντρο του κόσμου, στην προσγείωσή του στην ιστορία της καταγωγής και την εξέλιξη των ειδών και, φυσικά, στη φροϋδική ταπείνωση ότι ακόμα και τον εαυτό μας δεν γνωρίζουμε. Δεν είμαστε μόνοι μας στον κόσμο, είμαστε σαν ένας κόκκος μέσα στο σύμπαν, είμαστε προϊόν εξελίξεως, είμαστε όντα που αγνοούμε πάρα πολλά πράγματα, αγνοούμε τα κίνητρά μας.
Μέσα σε αυτό λοιπόν το χαώδες σύστημα, ο Μίκης Θεοδωράκης με την εκρηκτική του φύση προσπάθησε να δώσει μιαν απάντηση. Και εκεί λειτουργεί ως Ακρίτας, εκεί λειτουργεί ως Διγενής, όπου το ένα του πόδι πατάει στην Ανατολή και το άλλο του πόδι στη Δύση. Είναι ο πρώτος στην ιστορία μας μουσικός ο οποίος μίλησε, και με το έργο του και με την πράξη του, διαπολιτισμικά. Πάντρεψε, αν θέλετε, το δέντρο της Ανατολής με τους καρπούς της Δύσης.
Ως τραγικός άνθρωπος λειτούργησε και ως σατυρικός, διότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν συλλάβει μέσα στη διαλεκτική της δομής μιας τετραλογίας, τη σύγκρουση βέβαια των αντιθέτων και τη σύνθεσή τους στο τρίτο μέρος της τριλογίας -πρώτο μέρος θέση, δεύτερο μέρος αντίθεση, τρίτο μέρος σύνθεση, η Ορέστεια- αλλά υπήρχε και ένα τέταρτο μέρος, το σατυρικό δράμα, όπου προσγείωνε τον άνθρωπο στις γεύσεις, στις ηδονές, στις χαρές και στη μιζέρια, αν θέλετε, της καθημερινότητας, στην πείνα και στη δίψα, στο σεξ. Αυτή ήταν, αν θέλετε, η κατάληξη του τραγικού αδιεξόδου, επιστροφή πάλι στα καθημερινά μας πάθη, στις ορέξεις μας, στο σώμα μας. Και ο Μίκης, συνδυάζοντας τον αγώνα, που είναι η ουσία του τραγικού, το ήθος, τη διάνοια, βασισμένα πάνω στον μύθο, γίνεται ένας πολύ μεγάλος παραμυθάς, είναι ένας πολύ μεγάλος αφηγητής. Μέσα του λειτουργεί η κρητική του παράδοση και η γενικότερη ελληνική παράδοση, και ως ένας μεγάλος επικός, εξιστορεί τους αγώνες του όχι μονάχα για τη δημοκρατία και την ελευθερία, αλλά και για την απελευθέρωση των ενστίκτων μέσα από την περιπέτεια της μουσικής.
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, πράγμα που πολύ σπάνια αναλύεται, ορίζει ότι η τραγωδία δεν είναι μίμησις ανθρώπων, είναι μίμησις πράξεως και μάλιστα έτσι διπλά αρνητικά, διότι η τραγωδία δεν είναι μίμησις, αλλά ουχί ανθρώπων, αλλά πράξεως. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το ήθος έπεται της δράσης. Δεν είναι όπως στην αντίληψη του δυτικού κόσμου και μετά αν θέλετε της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, ότι το ήθος προσδιορίζει την πράξη. Δηλαδή, όταν πάμε να δούμε τον Μολιέρο, τον Αρχοντοχωριάτη ή τον Ταρτούφο ή τον Φιλάργυρο, λέμε ότι θα πάμε να δούμε τί κάνει αυτός που αναγγέλλεται στον τίτλο. Ο Αριστοτέλης λέει το αντίθετο: για να βγάλω συμπέρασμα για το ήθος, τα κίνητρα ενός ανθρώπου, πρέπει να δω πρώτα τη δράση του. Πες μου τί κάνει να σου πω ποιος είναι. Και αυτός είναι ο Μίκης Θεοδωράκης: έπραξε. Και σήμερα, στην ηλικία πλέον εκείνη που μπορεί να κάνει και απολογισμούς, εμείς μπορούμε εδώ να τον έχουμε ζωντανό και να συζητούμε τα λόγια του, τις σκέψεις του, τις φαντασιώσεις του, τα μυθεύματά του, τον ενστικτώδη, αν θέλετε, λόγο του. Είναι ακριβώς ο άνθρωπος ο οποίος εισπράττει πλέον το τελικό ήθος μέσα από μια συρροή μεγάλων, πολλές φορές απροσδόκητων και απίθανων πράξεων.
Του είμαστε ευγνώμονες.
Ευχαριστώ πολύ!
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Απλώς να συμπληρώσω, με τη φιλολογική μου διαστροφή, ότι στη μητέρα γλώσσα των Ευρωπαϊκών διαλέκτων, δηλαδή την ινδοευρωπαϊκή, υπάρχει η ρίζα *ar- που σημαίνει «συνταιριάζω». Από αυτήν τη ρίζα κατάγονται οι ελληνικές λέξεις «αρμός», «αρμονία», «αρετή», «αριθμός» και η λατινική λέξη «ars-artis». Βεβαίως υπάρχει μια αντιστοιχία του «ars-artis» με τη λέξη τέχνη, διότι στην Ομηρική διάλεκτο το ρήμα «τεύχω» σημαίνει «συνταιριάζω», στην αρχή χάλκινα αντικείμενα, μετά συνταιριάζω μέταλλα και μετά απλώς «συνταιριάζω». «Τεύχεα ανδρών» στον Όμηρο είναι η αρματωσιά, όπως στον Βιργίλιο «arma virumque». Άρα, λοιπόν, τέχνη, αριθμός και αρετή έχουν την ίδια, ουσιαστικά, σχεδόν μεταφυσική ρίζα, αν κρατήσουμε τα διδάγματα του Κρατύλου.
Από το βιβλίο: Πανεπιστήμιο Κρήτης, συλλογικό, ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, Επιμ: Γιάννης Κουγιουμουτζάκης, Πανεπιστημιακές Εκδ. Κρήτης, 2007 σελ.33-37