
Μέρες του 1948, εμφύλιος και ο Μίκης αμνηστεύεται από την πρώτη εξορία στην Ικαρία, επιστρέφει στην Αθήνα και κινείται με προφυλάξεις.
Μεταφέρομε ένα στιγμιότυπο από την αυτοβιογραφία του Δρόμοι του Αρχάγγελου, Έκδοση Κέδρος τομ.2ος, σελ.146-47
Αγόρασα το Εμπρός και μπήκα κανονικά στο τραμ για την Αθήνα. Στο άγαλμα του Βύρωνα άλλαξα για Παγκράτι. Στις τρεις το απόγιομα χτυπούσα στη Μάνου 3. Ήξερα πως είναι η ώρα που ξυπνούσε ο Μάνος κι έπινε τον πρωινό του καφέ. Μου άνοιξε η μάνα του. «Καλώς το παιδί», μου λέει πρόσχαρα. «Ο Μάνος μου μόλις ξύπνησε και πίνει τον καφέ του. Θέλεις κι εσύ;» «Ευχαρίστως! Σας ευχαριστώ.» Το χολ λιλιπούτειο. Αριστερά, το πιάνο. Στο βάθος, ένα άλλο μικρό δωμάτιο, που χωρούσε ίσα ίσα το κρεβάτι του Χατζιδάκι. Δεξιά, ο διάδρομος που οδηγούσε στο υπόλοιπο σπίτι. Εκεί μέσα, σ’ αυτή τη φωλιά, γράφτηκαν μερικά από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής μουσικής: ο Καραγκιόζης, η Αχιβάδα, οι Έξι λαϊκές ζωγραφιές, οι Όρνιθες, ο Κύκλος CNR. Τόσες και τόσες μουσικές για φιλμ. Και κείνα τα υπέροχα τραγούδια, ας πούμε: «Μην τον ρωτάς τον ουρανό». Δούλευε σκληρά ο Μάνος, γιατί είχε να ζήσει μάνα και αδερφή. Κι όταν η Μιράντα έπαθε φυματίωση και τα φάρμακα κόστιζαν μια περιουσία, ποιος θα πληρώσει; Το κράτος; Το ΙΚΑ; Δεν υπήρχε τίποτε απ’ αυτά. Μια ζούγκλα ήταν η κοινωνία. Σου έλεγε: αν έχεις ταλέντο, προσπάθησε πρώτα να επιζήσεις. Δεν με νοιάζει πώς. Αν χαθείς, χάθηκες. Αν πετύχεις, τότε, μπράβο σου. Έτσι κι αλλιώς, όμως, είσαι ένοχος, γιατί είσαι σπουδαίος. Κάπως έτσι είναι η μπερδεμένη διαλεκτική της κομπλεξικής ελληνικής κοινωνίας. Που λατρεύει τον πλούτο και μισεί τον πλούσιο. Που μισεί τον επιτυχημένο, σκίζεται για την επιτυχία. Όπως θ’ αποδείξω μ’ αυτό το κείμενο, είμαστε μερικοί που δεν χρωστάμε τίποτα σ’ αυτή την ψυχικά άρρωστη κοινωνία. Κανένας δεν μας βοήθησε, εξόν από τους ταπεινούς, τους άσημους και καταφρονεμένους σαν κι εμάς. Μπορεί για μένα η ζούγκλα νά ‘χε και τη μορφή της ασφαλίτικης δίωξης. Όμως, το σκιάχτρο της πείνας και της ανάγκης δεν είναι καλύτερος δαίμονας. Όταν η κοινωνία δίνει ό,τι δίνει στους Σοστακόβιτς και στους Ροστρόποβιτς, έχει θαρρώ το δικαίωμα να τους πει αυτό κι αυτό. Σε μας με τι στόμα θα μιλήσει; Με ποιο δικαίωμα, σήμερα, θα μας μαλώσει για τούτο ή για κείνο; Του Μάνου του αρέσει να λέει ότι το μόνο που έχουμε κοινό είναι το -άκης (εμένα με ήτα και εκείνου με γιώτα). Ξεχνά, νομίζω, το πιο σημαντικό: ότι στα είκοσί μας χρόνια κουβαλάγαμε και οι δυο μας τον πάγο του κυρίου λοχαγού της μουσικής από το Φιξ στο σπίτι του. Έτσι. Μόνο και μόνο γιατί μας ζήλευε και ήθελε να μας «ξευτελίσει». Και μια ζωή, η κοινωνία των κομπλεξικών μάς προόριζε σ’ αυτούς τους εξευτελισμούς. Εμείς μόνοι μας σπάσαμε αυτή την προπατορική συνήθεια, να τιμωρείς τους καλούς. Και γι’ αυτό, όπως είπα, δεν χρωστάμε τίποτα σε κανέναν. Είμαστε ελεύθεροι.