skip to Main Content

Το βραβείο καλύτερης ταινίας με το όνομα του Μίκη Θεοδωράκη, του 10ου Φεστιβάλ  Κινηματογράφου Χανίων, δόθηκε στο ντοκιμαντέρ «Ενθύμιον» του Νίκου Ζιώγα.

Είναι ένα φιλμ που διακρίνεται για την μοναδικότητα, την αμεσότητα, και την πρωτοτυπία της ιστορίας που διηγείται. Είναι ένα βαθιά συγκινητικό ντοκιμαντέρ που ισορροπεί πάνω σε μια γραμμή που χωρίζει την ανάμνηση από τη λήθη, τη ζωή από το θάνατο. Είναι ένα ρέκβιεμ σε ένα βαθύτατα φιλοσοφημένο κόσμο που χάνομε.

Ο δημιουργός του φιλμ συνυφαίνει μια ιστορία – αλληγορία που έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης που προκαλούν την σκέψη και την φαντασία του θεατή.

Είναι ένα φιλμ που διεισδύει -με μέσον την μουσική- μέσα στην ψυχή της παραδοσιακής ηπειρώτικης κοινωνίας και αναδεικνύει τα βασικά συστατικά της, την συλλογικότητά της, την ιστορικότητά της, την φιλοσοφία της.

Πρόκειται για ένα αριστούργημα που επάξια πήρε το βραβείο «Μίκης Θεοδωράκης».

Γιώργος Αγοραστάκης

29/10/2022


Ενθύμιον του Νίκου Ζιώγα

Παραγωγή: Αγγελος Βενέτης

Σκηνοθεσία: Νίκος Ζιώγας

Σενάριο: Νίκος Ζιώγας, Μίμης Χρυσομάλλης

Φωτογραφία: Νίκος Ζιώγας

Μοντάζ: Παναγιώτης Παπαφράγκος

Μουσική: Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου

Διάρκεια: 70 λεπτά

Δείτε εδώ το τρέιλερ του «Ενθύμιον»:

Ο Νίκος Ζιώγας έζησε ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο ένα Πάσχα στο Γιρομέρι Θεσπρωτίας

Μια συνέντευξη του δημιουργού του ντοκιμαντέρ «Ενθύμιον», Νίκου Ζιώγα στο Μανώλη Κρανάκη στο Flix, 22 Ιούν 2021

Το «Ενθύμιον» του Νίκου Ζιώγα κλείνει μέσα στο αφοπλιστικό ασπρόμαυρο σινεμασκόπ του έναν ολόκληρο κόσμο, φτιαγμένο από μνήμες, μοιρολόγια και ανθρώπινες ιστορίες. Ενα μύθο, δηλαδή, από την αρχή, που ενώ προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό το παρελθόν, ανακαλύπτει πως το παρόν επιβάλλεται στο χώρο και το χρόνο με δική του αυτόφωτη, σαρωτική δύναμη.

Οι μέρες του Πάσχα στο Γιρομέρι Θεσπρωτίας ξεκινούν σαν ένα εθνογραφικό ντοκιμαντέρ για παραδόσεις, έθιμα και ανθρώπους που χάνονται στα χρόνια πριν καταλήξει γρήγορα σε ένα δοκίμιο πάνω στην έννοια του θανάτου, του αποχωρισμού, της ζωής που δεν σταματάει όταν πεθαίνεις.

Τι είναι το «Ενθύμιον»;

Όπως αναφέρεται και στη σύνοψη, είναι μια ελεγεία στη Ήπειρο που χάνεται και ένας ύμνος στην Ήπειρο που επιβιώνει. Είναι μια ταινία που προσπάθησα να αποτυπώσω την ιερότητα και την αγριάδα αυτού του τόπου που παραμένει αυθεντικός παρά την συνεχή ψηφιοποίηση. Μια προσπάθεια να κερδίσει η μνήμη λίγο χρόνο, και να φέρει στο μέλλον μας λίγα περισσότερα όσα κρατάει μέσα της. Ένα ενθύμιο.

Ποια ήταν η κεντρική ιδέα του ντοκιμαντέρ;

Η κεντρική ιδέα ήταν να κινηματογραφήσουμε απόλυτα το έθιμο του χωριού που παραμένει ζωντανό εδώ και χρόνια. Να γίνει μια καταγραφή με τη μέθοδο της παρατήρησης. Στη συνέχεια όμως αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με τον αυθορμητισμό.

Ποια είναι η προσωπική σας σχέση με το Γιρομέρι;

Η μόνη σχέση που είχα με το Γιρομέρι ήταν ένα βίντεο του εθίμου της Δευτέρας του Πάσχα που είχα δει κάποια στιγμή. Δυστυχώς δεν το είχα επισκεφτεί ποτέ.

Ο «αγαπημένος παππούς» της αφιέρωσης ήταν η έμπνευση της ταινίας; Ποια είναι η ιστορία του; Τι θυμάστε από αυτόν;

Η οικογένεια μου κατάγεται από την Ήπειρο. Μετανάστευσαν εσωτερικά στις Πρέσπες και έστησαν εκ νέου τη ζωή τους εκεί. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κουβαλούσαν μαζί τους, τα έθιμα και ο τρόπος ζωής έγιναν αφορμή για αφηγήσεις και ιστορίες που άκουγα από τον παππού μου όσο μεγάλωνα. Ο σεβασμός στους νεκρούς, ο σεβασμός στη μνήμη, στη μητέρα και σε όσα «ανεξήγητα» έβαζαν γεύση στη δύσκολη καθημερινότητα. Με το φευγιό του παππού μου ήρθε ταυτόχρονα και η απόφαση να κινηματογραφήσω αυτό το ντοκιμαντέρ. Η αγάπη μου προς το πρόσωπο του μετέτρεψε ίσως το πένθος μου σε δημιουργία και αυτός είναι ο λόγος που του αφιερώνω τη ταινία.

Περισσότερο από τις λέξεις «θυμάμαι» ή «μνήμη», στο ντοκιμαντέρ ακούγονται οι λέξεις «θάνατος» και «ζωή». Πόσο γρήγορα αντιληφθήκατε πως η αφήγηση σας θα έπαιρνε αυτή τη διάσταση;

Δεν ήμουν καθόλου σίγουρος για την αφήγηση της ταινίας και τι θα γινόταν παρά μόνο όταν είδα όλο το υλικό που είχαμε κινηματογραφήσει. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αντιλαμβανόμουν τη σύνδεση των ανθρώπων του χωριού με τον θάνατο και πόσο συμφιλιωμένοι είναι. Μέσα σε αυτό ένιωσα και κατάλαβα πως και ο θάνατος είναι ζωή.

Το υλικό που παρεμβάλλεται στην αφήγηση σε ποιον ανήκει; Ήταν συνειδητή η επιλογή να είναι το παρελθόν έγχρωμο και ζωντανό και το παρόν ασπρόμαυρο και ακίνητο; Ποια ήταν η καλλιτεχνική προσέγγιση του όλου εγχειρήματος;

Ήταν συνειδητή επιλογή το ασπρόμαυρο μιας και όλες οι εικόνες μου για την Ήπειρο έρχονται μέσα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ανέφερα. Ήθελα να κάνω μια ασπρόμαυρη ταινία, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία και για αυτό προτίμησα τα σταθερά πλάνα και στο μεγαλύτερο ποσοστό με έναν 35mm φακό.
Τα αρχειακά υλικά που βρήκαμε είναι ένα έγχρωμο φιλμ του Κώστα Μπαλάφα το οποίο μας παραχώρησε το Μουσείο Μπενάκη, η ταινία «Γιρομέρι» του Μενέλαου Μελετζή και οι έγχρωμες βιντεοκασέτες που μας έδωσε ο Χρήστος Καρράς, ένας κάτοικος του χωριού. Η πραγματικότητα ωστόσο ενώθηκε με τη ποίηση και σε όλα τα αρχειακά βλέπουμε το μέρος να είναι γεμάτο ζωντάνια. Οπότε η αίσθηση ότι το παρελθόν έχει χρώμα και το παρόν είναι ασπρόμαυρο προκύπτει μέσα από την εναλλαγή των εποχών μέσα από την εναλλαγή των υλικών.

Αναλαμβάνοντας και τη διεύθυνση φωτογραφίας της ταινίας, καταγράφετε το χωριό σαν να θέλετε να το κρατήστε ζωντανό μέσα στο χρόνο; Ποιες ήταν οι αναφορές σας, πώς δουλέψατε στο στήσιμο των σκηνών; Πόσο καταγραφή και πόσο σκηνοθεσία είναι όσα βλέπουμε;

Το «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι μια πρόσφατη αναφορά μου.
Προτιμώ να δουλεύω απόλυτα με τον ρεαλισμό, το φυσικό φως χωρίς να επεμβαίνω στις συνθήκες. Ωστόσο στη ταινία υπάρχουν τρεις σκηνές που έχουμε χρησιμοποιήσει φώτα. Θεωρώ πως το μεγαλύτερο ποσοστό της ταινίας είναι καταγραφή, εκτός των συζητήσεων με τους ανθρώπους on camera.
Δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε και αποφάσισα πως η ταινία δεν θα γίνει με έναν συγκεκριμένο τρόπο κινηματογράφησης. Όλα έγιναν ανάλογα με τη συνθήκη στην οποία βρισκόμασταν καθώς και η εξέλιξη της επεξεργασίας όλων αυτών στο μοντάζ, μέσα από το οποίο με τον Παναγιώτη Παπαφράγκο, τον μοντέρ, αντιληφθήκαμε περισσότερο τις πιθανότητες και τους συνδυασμούς. Προσωπικά νιώθω πως εξίσου σημαντικός για τη ταινία ήταν και ο ήχος, καθώς υπάρχουν μουσικοί με παραδοσιακά όργανα, η έντονη ηχητική ατμόσφαιρα της φύσης, και ο Κώστας Κουτελιδάκης ο ηχολήπτης τα αποτύπωσε εξαιρετικά.

«Χωριό χωρίς καφενείο, παπά και δάσκαλο δεν είναι χωριό». Τι άλλο ορίζει ένα χωριό κατά τη γνώμη σας;

Οι άνθρωποι και όσα φέρουν. Οι παραδόσεις που δημιουργούνται υποθέτω μέσα από την ανάγκη για έκφραση. Όσα δημιουργούνται σε μια μικρή κοινωνία. Σε πιο πρακτικό επίπεδο όμως ένα χωριό ορίζεται από τις παροχές μέσα από τις οποίες μπορεί να σταθεί και να επιβιώσει. Ακούγεται πια κοινότυπο πως τα χωριά ερημώνουν. Ο λόγος που ερημώνουν αφορά αυτές τις παροχές. Κινηματογραφικά, η ερήμωση έχει μια ποιητικότητα, μια νοσταλγία, όμως η ουσία της μας θλίβει και δημιουργεί ερωτήματα που πρέπει να είμαστε σίγουροι πως έχουμε τις αντοχές να απαντήσουμε, συλλογικά.

Πόσο πρόθυμοι ήταν οι κάτοικοι του χωριού να μιλήσουν για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον τους; Τι ανακαλύψατε στις αφηγήσεις τους που δεν είχατε φανταστεί;

Στο ρεπεράζ ήταν η πρώτη μας επαφή με τους κατοίκους. Κάθε κομμάτι της επαρχίας έχει την ανάγκη να μιλήσει. Ο Ηγούμενος της μονής Γιρομερίου, Μεθόδιος, αναφέρει πως «οι άνθρωποι εδώ του χωριού το παλεύουν, κάνουν το πανηγύρι, φωνάζουν είμαστε ζωντανοί.»
Όταν τους αναφέραμε πως θέλουμε να κάνουμε μια ταινία για το χωριό, για το έθιμο και για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη ζωή ήταν απόλυτα δεκτικοί: «Ό,τι χρειαστείτε είμαστε εδώ». Νιώθω πως τη ταινία τη κάναμε όλοι μαζί, με σκοπό να μεταφέρουμε ένα μήνυμα το οποίο μπορεί να αποτυπωθεί – όχι τόσο με λόγια και εικόνες – αλλά με συναισθήματα.
Ένας γέροντας του χωριού, μας μίλησε για 3 δέντρα που φύτεψε. Σε μια σκηνή, που δεν έχει μπει στη ταινία, κάτω από τον ίσκιο των δέντρων μας είπε τα λόγια ενός παραδοσιακού τραγουδιού: «Άιντε σε τούτο το χωριό έχω φυτέψει γιέ μου δέντρα, για να ‘ρχονται οι χωριανοί να πιάνουνε κουβέντα».
Αυτή την αγάπη ανακαλύπταμε κάθε μέρα, που όσο και να τη φαντάζεσαι, δεν είσαι ποτέ σίγουρος πως υπάρχει.

Μια εικόνα της Ελλάδας που γερνά και πεθαίνει γυρισμένη από έναν νέο δημιουργό που την κοιτάζει μέσα από το βλέμμα του. Πόσο σημαντικό είναι να καταγραφούν πράγματα που αρχίζουν να χάνονται από μια νέα γενιά;

Η εξέλιξη και οι αλλαγή όπως όλοι ξέρουμε είναι, αναπόφευκτα, κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Δεν θέλω να αγιοποιήσω τη ζωή στο χωριό, ούτε να δαιμονοποιήσω τη ζωή στη πόλη. Νιώθω όμως την ανάγκη να πω πως μέσα από το παρελθόν και την Ελλάδα που γερνά, πρέπει να κρατήσουμε τις ποιότητες και τις αξίες όλων όσων οι συνθήκες σμίλεψαν. Να κρατήσουμε τα καλά και να τα περάσουμε το παρόν και το μέλλον. Τα τελευταία χρόνια για παράδειγμα, η ενασχόληση της γενιάς μου με τη παραδοσιακή μουσική και η συγχώνευση του σύγχρονου με το παλιό, μας δείχνει πως είναι εφικτό. Μόλις μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή του Θανάση Βέγγου με το μπισκότο στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Η μουσική, οι λαϊκοί μύθοι, τα ποιήματα: η ταινία λειτουργεί και ως θησαυροφυλάκιο μιας παράδοσης. Πώς τα αναζητήσατε, ποιος σας βοήθησε να τα συλλέξετε;

Ξεκινήσαμε τη ταινία με τον φίλο μου, Μίμη Χρυσομάλλη. Οι κοινές μας αναφορές, η καταγωγή μας και η θέληση να δούμε λίγο πιο βαθιά την Ήπειρο. Ξεκινήσαμε την έρευνα και ήρθαμε σε επαφή με ανθρώπους που έκαναν ακριβώς αυτό, εμπλουτίζουν το θησαυροφυλάκιο της παράδοσης. Ο Μιχάλης Πασσιάκος, ο οποίος μας ταξιδεύει ως αφηγητής στη ταινία μας έδωσε σημαντικές εικόνες και πληροφορίες. Επίσης οι Γιρομερίτες, μας άνοιξαν τις πόρτες για τη ψυχή του τόπου.

Το μοιρολόι είναι σαν κλαυσίγελως, όπως αναφέρεται μέσα στην ταινία. Εκεί που κλαις, γελάς και χορεύεις. Τι κατοικεί ανάμεσα σε αυτά τα δύο αντιφατικά συναισθήματα;

Ίσως το μοιρολόι είναι ένα καθρέφτισμα της ανθρώπινης ψυχής. Ο πόνος και η χαρά. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο συναισθήματα υπάρχει η ζωή, ο χορός.

Με ποια αίσθηση θα θέλατε να φύγει ένας θεατής αφού έχει δει την ταινία;

Με την αίσθηση που είχαμε όταν φύγαμε από το χωριό μετά το τέλος των γυρισμάτων. Οτι αυτός ο τόπος σε δέχεται και σου προσφέρει ό,τι έχει και δεν έχει. Σε γεμίζει, σου δίνει, χωρίς να σου πάρει τίποτα. Και πως σε περιμένει, να ξανάρθεις να πιείτε έναν καφέ ή ένα τσίπουρο στο καφενείο του χωριού.

Τι μάθατε για τη ζωή και το θάνατο μέσα από τη δημιουργία της ταινίας;

Δύσκολη ερώτηση και μάλλον γι’ αυτό πάντα απαντάμε φευγαλέα σοφίσματα.
Νομίζω πως το έθιμο στο Γιρομέρι μπορεί να έχει μια αναφορά στα Ελευσίνια Μυστήρια. Μέσα από αυτή τη «μύηση» ίσως γίνεσαι λίγο πιο δεκτικός απέναντι στον θάνατο και την έλλειψη που δημιουργείται. Ριζώνει μέσα σου η ελπίδα πως ίσως, και να ξαναδούμε όσους έφυγαν.
Μια ποιητική αντίσταση στην εξουσία του θανάτου.

Είμαστε περαστικοί, ναι. Πώς μπορούμε να αφήσουμε ένα «ενθύμιο» πίσω μας;

Θαρρώ πως το πιο σημαντικό που μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας είναι η αγάπη. Χιλιοακουσμένο, μα όσο μεγαλώνω νιώθω να καταλαβαίνω καλύτερα την απλότητα και τη δυναμική της. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να νιώσουμε κάπως το «για πάντα»

Όλη η ταινία είναι σαν ένας (προσωπικός) αποχαιρετισμός; Τι ακριβώς αποχαιρετάτε;

Δεν ξέρω αν είναι ένας αποχαιρετισμός, αλλά είναι σίγουρα μια υπόσχεση στην μνήμη. Και μια ελπίδα πως αν «κάτι υπάρχει», θα ήθελα πολύ να ξαναδώ αγαπημένα πρόσωπα.

 

Ακούστε εδώ το τραγούδι των τίτλων της ταινίας από τον Κωνσταντή Παπακωνσταντίνου

 

Back To Top