Ομιλία στη Συναυλία: «Ακολουθία εις Κεκοιμημένους» (Requiem) στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών σε σύνθεση Μίκη Θεοδωράκη, 30/3/2007
Η αποψινή κατανυκτική μουσική πανδαισία που απολαύσαμε μέσα στον πρώτο αυτό Ναό της χώρας, είναι καρπός μιας πρωτοβουλίας που σηματοδοτεί μια πολύ σημαντική και από πάσης απόψεως αξιόλογη προοπτική. Η απόφαση της Εκκλησίας των Αθηνών να διοργανώσει για πρώτη φορά μέσα στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών μια συναυλία με έργο θρησκευτικής έμπνευσης και με συνθέτη τον Μίκη Θεοδωράκη έχει πολλές σημειολογικές και συμβολικές εξηγήσεις. Ύστερα από μια μακρά περίοδο όχι μόνο αμοιβαίας πολεμικής μεταξύ δύο ισχυρών κοινωνικών πόλων, Εκκλησίας δηλαδή και Αριστεράς στην πατρίδα μας, αλλά και σκληρής αντιπαράθεσης στα πλαίσια της ιδεολογικής διαμάχης μεταξύ Πίστεως και ιστορικού Υλισμού, η πρωτοβουλία για υπέρβαση της πόλωσης, οδήγησε στην αποψινή μεγαλειώδη εκδήλωση, κάτω από τη σκέπη της Εκκλησίας. Αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι της Εκκλησίας αποστολή είναι η κατανόηση και συγκατάβαση στην ανθρώπινη ελευθερία και κυρίως στην αγωνιώδη αναζήτηση της αλήθειας, η συνένωση των διεστώτων και η κατάφαση στην πολιτισμική προσφορά.
Παράλληλα η Εκκλησία με την πρωτοβουλία της αυτή αγκάλιασε μια λαμπρή θρησκευτική καλλιτεχνική δημιουργία ενός εκ παραδόσεως Αριστερού καλλιτέχνη διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, που, απηλλαγμένος από δογματισμούς και εσωτερικές αγκυλώσεις, ως γνήσιος Έλλην, είχε το θάρρος να αντλήσει έμπνευση από την ακένωτη πηγή της Ορθοδοξίας, να υπηρετήσει τη συμπαντική αρμονία και να υπερασπισθή το δικαίωμά του ως Ελληνορθόδοξου να εκφράζει μεσά και από την παράδοση της Εκκλησίας του τον ίμερο της δημιουργικής του παρέμβασης, μελοποιώντας ένα θρησκευτικό –καλύτερα– εκκλησιαστικό προσευχητικο ποίημα του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού. Έτσι για πρώτη ίσως φορά η αμοιβαιότητα στις προθέσεις άσκησε πίεση για σύγκλιση στον ανοικτό πιά χώρο της Εκκλησίας για τον μεγάλο μας συμφωνικό συνθέτη τον αειθαλή Μίκη Θεοδωράκη.
Βέβαια ο Μίκης είναι περισσότερο γνωστός στον ελληνικό λαό για τις επιτυχίες του στο λαϊκό τραγούδι, που στα χείλη των νεοελλήνων έχει βρει την έκφραση της καρδιάς τους. Δεν είναι ωστόσο ευρύτερα γνωστοί οι βαθύτεροι εσωτερικοί προβληματισμοί του και οι εκτιμήσεις του για την ορθόδοξη πνευματικότητα την οποία εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Πράγματι στην πρόσφατη αφηγηματική εξιστόρηση της ζωής του πού κυκλοφόρησε σε τόμο με τίτλο «Άξιος εστίν» ο Μίκης αποκαλύπτει τις πρώτες επαφές του με τον Χριστιανισμό. Ομολογεί για τα αίτια της σύνθεσης της Συμφωνίας του υπ΄ αριθμ. 1 πού δεν παίχθηκε ποτέ. «Μυούμαι στην αρχή στον Χριστιανισμό, δηλ. από τους αρχαίους έπαιρνα το τραγικό στοιχείο, το μύθο και λοιπά, αλλά εκείνο πού με συγκλόνισε ως νέο παιδί είναι η διδασκαλία του «αγαπάτε αλλήλους». Είναι η διδασκαλία του «ο έχων δυο χιτώνας να δώσει τον ένα στο συνάνθρωπό του». Ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα με τη θυσία για την Ανάσταση, θυσία του ενός για τους άλλους. Όλα αυτά τα σύμβολα του χριστιανισμού με θεμελίωσαν, δηλ. με έκαμαν αυτόν πού έπρεπε να είμαι. Έπρεπε να είμαι ένας άνθρωπος πού αγαπάει, δηλ. έγινα χριστιανός όχι μεταφυσικά αλλά κοινωνικά» (σ. 98). Τα ίδια επανέλαβε και χθες ο Μίκης στη συνέντευξή του για την αποψινή βραδιά, όταν διακήρυξε θαρραλέα ότι «συνάντησα την ελληνική γλώσσα και το βυζαντινό μέλος στα κηρύγματα του Χριστιανισμού πού περιείχαν μηνύματα αγάπης, αλληλεγγύης αλλά και θυσίας, σε μια εποχή πού ζούσαμε κάτω από το ζυγό της Κατοχής».
Στη συνέχεια ο Μίκης αφηγείται πως έγινε μαρξιστής απογοητευμένος από το κατεστημένο της αδικίας. Πίστεψε ότι ο μαρξισμός είναι εφηρμοσμένος χριστιανισμός. Γι΄ αυτό και δεν αποδέχθηκε ποτέ την άσκηση βίας που ο υπαρκτός σοσιαλισμός χρησιμοποίησε σε βάρος κάθε αντιφρονούντος. «Ήμουν –λέγει– αντιστασιακός κομμουνιστής και παράλληλα Χριστιανός άνθρωπος πού πίστευε στην Ορθοδοξία» Πιστός στη λαϊκή έκφραση του ελληνικού πολιτισμού ο Μίκης Θεοδωράκης πίστεψε ότι το αληθινά λαϊκό στοιχείο της ζωής μας ταυτίζεται με το αληθινά διανοουμενίστικο αντίστοιχό του. Γι αυτό και δεν δίστασε να διακηρύξει ότι «όλα όσα υπήρξαν στη νεότερη Ελλάδα γόνιμα και προοδευτικά υπήρξαν ταυτόχρονα λαϊκά. Δηλαδή πατούσαν γερά πάνω στο χώμα του λαού, της πραγματικότητας αλλά και της παράδοσης πού μας πηγαίνει πολύ μακρυά στο βάθος του χρόνου με τα οχήματα της δημιουργικής ποίησης και μουσικής, της δημοκρατικής παράδοσης με κέντρο το κύτταρο της ελλαδικής κοινότητας, του βυζαντινού μέλους και της ελληνικής γραμματείας κυρίως της γλώσσας» (Καθημερινή 18.3.07) αποδυναμώνοντας έτσι την ψευδοκουλτουριάρικη αδολεσχία πού σε αντίθεση με τη λαϊκή ψυχή επιχειρεί και στις ημέρες μας να τραυματίσει όχι μόνον τις πνευματικές καταβολές των νεοελλήνων αλλά και τα εσώψυχα μυστικά τους πιστεύματα. Απορεί κανείς με τη δογματική στάση πού τηρούν απέναντι σε θέματα ζωής κάποιοι Αριστεροί σήμερα στην Ελλάδα πού σε πείσμα της λαϊκής ψυχής επιμένουν να αρνούνται αυταπόδεικτες ιστορικές αλήθειες που έθρεψαν πνευματικά το λαό μας και του εξασφάλισαν την ουσιαστική του επιβίωση. Απορεί κανείς διαπιστώνοντας ότι οι αυτοαποκαλούμενοι προοδευτικοί αυτοαναιρούνται καθώς χλευάζουν με αναίδεια και προπέτεια την εμμονή μας στις πατροπαράδοτες αξίες του πολιτισμού μας και επιζητούν να αλλοτριώσουν τις συνειδήσεις μας αρνούμενοι τη θρησκεία, την ιστορία, τη παράδοση, τη γλώσσα και όλα τα στοιχεία πού προσδιορίζουν το πνευματικό μας στίγμα μέσα στην οικουμένη.
Η παρούσα συμφωνία δεν είναι το πρώτο έργο του Θεοδωράκη πού έχει αφετηρία την εκκλησιαστική πράξη. Ο ίδιος έχει ομολογήσει ότι ως παιδί άρχισε να συντροφεύει τις νότες με τη βυζαντινή μουσική της Εκκλησίας στον Αγ. Βασίλειο Τριπόλεως. Αλλά της σημερινής συμφωνίας έχει προηγηθή η μελοποίηση της θ. Λειτουργίας. Γι αυτήν στις 27-3-83 ο συνθέτης εδήλωσε τα εξής σημαντικά. «Η συνεργασία με την Εκκλησία είναι οπωσδήποτε ένα μεγάλο πρόβλημα για ένα μαρξιστή… Θυμάμαι όταν είχα γράψει μουσική για το γνωστό τραγούδι «Και δόξα τω Θεώ…» κάποιος από τους ιεροφάντες του αγνού μαρξισμού με κατηγόρησε ότι μ΄ αυτό το τραγούδι προπαγανδίζω τη θρησκεία, το «όπιον του λαού»… Σ΄ αυτά τα 40 χρόνια πού πέρασαν έχω καταλήξει σε ωρισμένα βασικά συμπεράσματα… Η Εκκλησία αποτελεί για μας τους Έλληνες ένα χώρο πάνω κι έξω από οποιεσδήποτε πολιτικοιδεολογικές πεποιθήσεις και προκαταλήψεις. Θα έλεγα είναι το λίκνο του Έθνους… το λίκνο του Ελληνισμού. Μέσα εκεί βαφτίζουμε τα παιδιά μας, αφού πρώτα βαφτισθούμε εμείς οι ίδιοι, εκεί παντρευόμαστε, εκεί αποχαιρετάμε τους αγαπημένους μας. Είτε το θέλουμε είτε όχι τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας τις έχουμε περάσει στην Εκκλησία… Θα ήταν λοιπόν αφέλεια να ξαναγυρίσουμε στο δόγμα «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Έτσι στη πράξη αποφάσισα να κάνω αυτή τη Λειτουργία με τη φιλοδοξία να ανανεώσω τους εκκλησιαστικούς ήχους…»
Με την ίδια λογική μας εχάρισε ήδη από την περίοδο 1983-1984 την αποψινή συμφωνία του « Ρέκβιεμ» δηλ. τη νεκρώσιμη Ακολουθία της Εκκλησίας πού συνοδεύει με τις προσευχές της Εκκλησίας κάθε εξερχόμενο του κύκλου της παρούσης ζωής πιστό άνθρωπο. Σε εμπνευσμένο κείμενο του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού μουσικά επενδεδυμένο με την έμπνευση του καλλιτέχνη, είχαμε την ευκαιρία να αποθαυμάσουμε τη θρησκευτική ποίηση και την καλλιτεχνική μελουργική δημιουργία σαν πρελούδιο στη Μεγ. Εβδομάδα του Πάθους. Τα νεκρώσιμα κείμενα της Εκκλησίας είναι αληθινές μυήσεις στη ματαιότητα της ζωής, και πρόδρομοι αθανασίας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης απόψε μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας και την καρδιά μας. Και μαζί του οι άξιοι συνεργάτες του, πού ερμήνευσαν τη συμφωνική του μελωδία για χάρη μας. Τους ευχαριστούμε όλους. Και κατά πρωτολόγο τον διευθυντή της χορωδίας κ. Αντ. Καραγεωργίου πού μας εντυπωσίασε με την ευαισθησία και την τεχνική του. Τους σολίστ κυρίες Μάτα Κατσούλη, Βικτώρια Μαιφάτοβα και Μαρία Βλαχοπούλου και τους κυρίους Χριστόφορο Σταμπόγλη και Λουκά Πανουργιά. Όλα τα μέλη της χορωδίας του Γ΄ Προγράμματος.
Όλοι τους μας κατέθελξαν με τις θαυμάσιες επιδόσεις τους και μας έκαναν να αισθανθούμε εντονότερα στις καρδιές μας τόσο τους εξαίρετους ύμνους του εμπνευσμένου ποιητή της Νεκρώσιμης Ακολουθίας, όσο και το μουσικό τονισμό τους από τον συνθέτη.
Παράλληλα αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω θερμά και όσους συνέβαλαν αποφασιστικά με τις γενναίες χορηγίες τους στην απρόσκοπτη και όντως επιβλητική πραγματοποίηση της αποψινής εκδήλωσης. Απέδειξαν ότι βρίσκονται ουσιαστικά και έμπρακτα στο πλευρό της Εκκλησίας όταν αυτή αναπτύσσει πρωτοβουλίες πού αγκαλιάζουν είτε τον άνθρωπο, είτε τον πολιτισμό του. Ας είναι βέβαιοι ότι η Εκκλησία μας εκτιμά ειλικρινά και αναγνωρίζει μετ’ ευγνωμοσύνης την προσφοράν τους. Είναι οι κ.κ. Λαυρέντης Λαυρεντιάδης, επί κεφαλής του ομωνύμου Ομίλου Εταιρειών, ο κ. Πετρος Κυριακίδης ιδιοκτήτης ομωνύμου εκδοτικού Οίκου και αλυσίδας καταστημάτων βιολογικών προϊόντων και ο κ. Πελισσί Πρόεδρος της Εταιρείας Γέφυρα ΑΕ. Ευχαριστίες ανήκουν και στον χορηγό επικοινωνίας, την ΕΡΤ και το Δεύτερο και Τρίτο Πρόγραμμα πού με την ευγενική και ολοπρόθυμη συμβολή του Προέδρου κ. Χρ. Παναγοπούλου η αποψινή εκδήλώση θα μεταδοθή στην πατρίδα μας και στον κόσμον όλο.
Ακόμη ευχαριστίες οφείλονται και στους άλλους χορηγούς επικοινωνίας ήτοι το μηνιαίο περιοδικό της Ι. Αρχιεπισκοπής μας Τόλμη,και τον Ρ.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος καθώς και προς όλους τους ανθρώπους της Ι. Αρχιεπισκοπής μας πού ως αρμόδιοι εκοπίασαν για την επιτυχία του εγχειρήματος. Τέλος ευχαριστουμεν και όλους εσάς πού εσπεύσατε απόψε να κατακλύσετε τον περικαλλή αυτό Καθεδρικό μας ναό και με την παρουσία σας να τιμήσετε και την πρωτοβουλία μας αλλά και τον πρωταγωνιστή του Ρέκβιεμ με τους άξιους ερμηνευτές του. Σας είμεθα ευγνώμονες και σας τιμούμε ανταποδίδοντες την ευγενή σας διάθεση.
Ακολουθία εις κεκοιμημένους, Requiem, Μίκης Θεοδωράκης, Α’ παγκόσμια παρουσίαση, 1985
Μίκη Θεοδωράκη: Ακολουθία εις κεκοιμημένους – Requiem (1984) για σολίστ, μικτή χορωδία, και παιδική χορωδία. Α’ παγκόσμια παρουσίαση 29 Απριλίου 1985 στο Θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών.
Το φωνητικό σύνολο «Οι Τραγουδιστές»
Η Παιδική χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας (Διδασκαλία: Δημήτρης Καρβούνης)
Σολίστ: Misa Ikeuchi (Υψίφωνος), Κική Μορφωνιού (Μεσόφωνος), Φραγκίσκος Βουτσίνος (Βαθύφωνος), Στέλιος Γιαννακούλας, Αντιγόνη Κερετζή & Κίμων Βασιλόπουλος
Διευθύνει ο Αντώνης Κοντογεωργίου
Όπως αναφέρει ο συνθέτης σε προλογικό σημείωμά του στο πρόγραμμα της συναυλίας «Η βασική διαφορά του Requiem από τα προηγούμενα εκκλησιαστικά έργα μου έγκειται τόσο στην ίδια την υφή του μέλους, όσο και στην εναρμόνισή του. Από ‘κει και πέρα μεγάλη σημασία έχει η χρήση των φωνών της χορωδίας, καθώς και η σχέση ανάμεσα στα τρία βασικά μουσικά υλικά, δηλαδή τους σολίστ, τη μικτή και την παιδική χορωδία». Όσο για το κείμενο της Ακολουθίας εις κεκοιμημένους, το οποίο ανήκει εν πολλοίς στον συριακής καταγωγής βυζαντινό μελουργό Ιωάννη μοναχό τον Δαμασκηνό, ο Μίκης Θεοδωράκης επισημαίνει ότι είναι «ένα από τα υψηλότερα ανθρώπινα, πνευματικά, φιλοσοφικά και ποιητικά επιτεύγματα του ελληνικού λυρικού λόγου. Μας βοηθά να ανακαλύψουμε τις ορθές μας διαστάσεις μέσα στην παγκόσμια τάξη των πραγμάτων. Μας καλεί σε μια μεθυστική κατάδυση στο βάθος του εαυτού μας για να ανακαλύψουμε το φως που καίει, την ουσία και την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης μας. Να ενωθούμε με το μυστήριο του θανάτου, σαν τη μόνη εγγύηση και οδό, ότι έτσι ανακαλύπτουμε την ουσία της ζωής». Το έργο είναι αφιερωμένο στους νεκρούς της σφαγής των Καλαβρύτων.