
Η δικτατορία επέφερε μια αναγκαστική στροφή στην μουσική του Μίκη Θεοδωράκη από τα λαϊκά ορατόρια, στα πολιτικά, αντιστασιακά, αντιδικτατορικά τραγούδια. Ο ίδιος εξηγεί τι συνέβη.
Απαντώντας σε μια ερώτηση φίλου του ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει:
Για ό,τι άφορα την γνησιότητα και την ποιότητα της δουλειάς μου : Η αναφορά μονάχα στα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ και του ΑΝΤΡΕΑ είναι μονομερής. Στην ίδια περίοδο — δηλ. στη χουντική — συνέθεσα ανάμεσα στα άλλα και τον ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΟΝΟ-ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΛΒΕΡΩΦ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ και κυρίως την ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ.
Επομένως, δεν αρκέστηκα μόνο στα απλά. Σαν κορύφωμα όλης της δουλειάς μου θεωρώ το CANTO GENERAL, όπου νομίζω ότι ολοκληρώνονται όλες οι προηγούμενες προσπάθειές μου στην ανάπτυξη του μελωδικού, ρυθμικού και γενικότερα του ηχητικού υλικού. Εδώ ίσως θα πρέπει να Υπογραμμισθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες ήμουν αναγκασμένος να συνθέτω : Λ.χ. τα πρώτα τραγούδια του αγώνα (ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ-ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΗΜΟΥΝ ΛΕΥΤΕΡΟΣ κ.λπ.) τα ‘γραψα το Μάη του ‘67, δηλαδή στις πρώτες μέρες της Δικτατορίας. Η παρανομία για μένα ήταν βαριά και βαθιά, γιατί τα χαρακτηριστικά μου ήταν πολύ γνωστά. Έτσι βρισκόμουν κλεισμένος, αμπαρωμένος σ ένα δωμάτιο κι όταν το σπίτι είχε επισκέψεις με βάζανε και ξάπλωνα στο πάνω ράφι σε μια ντουλάπα τοίχου. Κλειδωμένος με συντροφιά ένα «θερμός» για να μην σκάσω από δίψα, περίμενα να μ’ ανοίξουν, χωρίς να είμαι πάντα σίγουρος για το ποιοι θα μ’ ανοίξουν. Γύρω μου όλοι ήταν τρομοκρατημένοι, γιατί υπήρχε η βεβαιότητα ότι σε περίπτωση ανακάλυψής μου από την Αστυνομία και το Στρατό που, βρίσκονταν συνεχώς στα πόδια μας, θα μας εκτελούσαν όλους επί τόπου.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, έγραψα τα τρία πρώτα τραγούδια του αγώνα, που τα προόριζα κυρίως για τους παράνομους, που τότε είχε παρθεί η απόφαση να οργανωθούν σε τμήματα κρούσης. Έχοντας στο μυαλό μου τις αναμνήσεις του ΕΛΑΣ, τότε που το τραγούδι ήταν ο πιο πιστός μας σύντροφος, και γνωρίζοντας καλά το ρόλο που έπαιζε για να ορθώνεται το ηθικό μας ιδιαίτερα στις δύσκολες ώρες, προσπάθησα να δώσω στα νέα μου τραγούδια την ίδια απλότητα και αμεσότητα. Έλεγα π.χ. «Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικανοί— θα σας σαρώσει ο λαός θα ‘ρθει γιορτή μεγάλη. Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη — Ελευθερία η θάνατος το λάβαρό μας γράφει». Ή : «Εγώ είμαι το Μέτωπο καλώ τους πατριώτες — καλώ τα νιάτα του Μαγιού — καλώ και τους εργάτες — να γίνουν πέλαγο βαθύ — τους Παττακούς να πνίξουν».
Με τα τραγούδια του ΑΝΤΡΕΑ, λυπάμαι για την κρίση του αναγνώστη μας, όμως, δεν τα θεωρώ και τόσο «απλά». Γράφτηκαν στα 1968, και λίγες μέρες μετά τη σύνθεση τα μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας (Αύγουστος 68). Κι από κει τα πήρε όλος ο κόσμος που μάθαινε μ αυτόν το μαζικό τρόπο επικοινωνίας, ότι στην Ελλάδα «Βαράνε δυο — βαράνε τρεις βαράνε χίλιες δεκατρείς». Κι ότι «Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο… χτυπούν το βράδυ τον Αντρέα στην ταράτσα, μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ… μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό».
Όλα αυτά ήταν μηνύματα που έπρεπε να φτάσουν στα πέρατα της γης, να ξεσηκώσουν όλους τους ελεύθερους ανθρώπους, να σταματήσει το χέρι των δημίων. Αλήθεια, αναρωτήθηκε ποτέ κανείς τι θα γινόταν στην Ελλάδα, αν δεν υπήρχε αυτός ο πρωτοφανής ξεσηκωμός όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων, που βρίσκονταν σ όλο τον κόσμο — επώνυμων και ανωνύμων; Η γνώμη μου είναι ότι η Ελλάδα θα γινότανε Χιλή.
Ότι δηλαδή θα μας έσφαζαν όλους… Ώστε εκείνες τις στιγμές δεν μπορούσε κανείς να έχει τις «αισθητικές ανησυχίες» του ταξιτζή. Έπρεπε να είναι απλός, ίσως και απλοϊκός και κυρίως να ρίχνει μηνύματα και συνθήματα. Δεν κάναμε μουσική ασφαλώς ούτε τέχνη κάναμε όπως το μπορούσαμε το πατριωτικό και δημοκρατικό μας καθήκον. Προσπαθούσαμε να είμαστε αποτελεσματικοί. Άμεσοι. Βιαστικά. Οδυνηρά. Χωρίς καμμιάν άλλην έγνοια στο κεφάλι μας. Και χωρίς φυσικά να φανταζόμαστε τότε, ότι θα μας γινότανε αυστηρή κριτική γιατί, αντί να πίνουμε ήσυχοι το ουίσκι μας σε κάποια κοσμική ταβέρνα ακούγοντας κάποια «γνήσια» λαϊκή μας δημιουργία, προσπαθούσαμε να συμβάλουμε όπως και όσο μπορούσαμε και με το τραγούδι που το φτιάναμε με την ψυχή στο στόμα, γιατί δεν ξέρω τι έκανε τότε ο φίλος ταξιτζής, και όσοι συμμερίζονται την κριτική του, όμως εγώ βρισκόμουν πάντα είτε ανάμεσά σε δυο κρυψώνες, είτε σε δυο συλλήψεις, είτε σε δυο φυλακές.
*
Πριν προχωρήσω στο δεύτερο θέμα, θα πρέπει να αναφερθώ στο δικό μου «παράπονο». Στα 1967 βρισκόμουν στο κορύφωμα της συνθετικής μου προσπάθειας. Μετά τον Λυκαβηττό του ‘66 και με την βοήθεια του ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ, που διέθετε Συμφωνική Ορχήστρα, Μικτή Χορωδία και Λαϊκή Ορχήστρα, σκόπευα να αφιερωθώ στη δημιουργία λαϊκών ορατόριων. Και να βοηθήσω, ώστε και οι συνάδελφοί μου συνθέτες να παρουσιάσουν έργα που απαιτούν μεγάλα τεχνικά μέσα με βάση το ΚΕΝΤΡΟ του Πειραιά και τον νέο Λυκαβηττό που σχεδιάζαμε για το 1967.
Ήρθε η Δικτατορία και τα σάρωσε όλα. Ήμουν 42 χρόνων. Και όταν τέλειωσε το κακό βρέθηκα πενηντάρης. Τα πιο δυνατά, τα πιο δημιουργικά χρόνια για μένα χάθηκαν τελειωτικά. Αυτό που θα ‘γραφα τότε μέσα σε ομαλές συνθήκες, δεν θα γραφεί ποτέ πια. Γιατί όλη μου τη φλόγα, την ικμάδα, τη δύναμη, την απορρόφησαν ολοκληρωτικά οι δοκιμασίες που για μας ήταν χειρότερες κι από την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Δημοκρατική συγκεντρωτική Αριστερά, Εκδ. Παπαζήσης, 1976 σελ.175-77
Φωτο κεφαλίδας: Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει μεσ’ το σύρμα περπατώ… ο Μίκης Θεοδωράκης στις φυλακές Ωρωπού 1970