Η σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τη συμφωνική μουσική…
… υπήρξε κάτι περισσότερο από ζωτική για τον μεγάλο Έλληνα δημιουργό, όπως φαίνεται άλλωστε από την εκμυστήρευσή του στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη, συγγραφέα του βιβλίου «ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: η ζωή μου» (Εκδόσεις Πατάκη, 2011):
«Η συμφωνική μουσική αποτελεί το κορυφαίο πνευματικό επίτευγμα της δυτικής σκέψης, ιδιαίτερα των Γερμανών, ισάξιο με την αθάνατη αρχιτεκτονική και το αρχαίο δράμα», αναφέρει ο Θεοδωράκης σε απόσπασμα της βιογραφίας του. Λίγο παρακάτω, παραθέτει τη φιλοσοφική του άποψη για το πολύτιμο αγαθό της αρμονίας και της μουσικής στον ανθρώπινο βίο: «Επειδή πιστεύω ότι για τα έλλογα όντα, δηλαδή για τον άνθρωπο, η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας μεταξύ της αρμονίας και του χάους, ο θρίαμβος της ζωής επί του θανάτου ολοκληρώνεται με την πλήρη πνευματική απογείωση που, μέσω της αρμονίας, μας οδηγεί στην ταύτισή μας με το ιερό κέντρο της συμπαντικής αρμονίας ως τη μοναδική απόδειξη ότι εκτιμήσαμε σωστά τη δωρεά της ζωής. Φανταστείτε την ευτυχία που ένιωσα με την αποκάλυψη της συμφωνικής μουσικής. Έως τότε θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό, γιατί με είχε επιλέξει η μουσική άθελά μου, χαρίζοντάς μου τη δυνατότητα να ζω μέσα στον κόσμο της μουσικής αρμονίας».
Ο «Οιδίπους Τύραννος»…
… έχει απασχολήσει δύο φορές τον συνθέτη, ο οποίος υπογράφει δύο παρτιτούρες που αντλούν το θέμα και τον τίτλο τους από τη φερώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Το πρώτο έργο, που προορίζεται για ορχήστρα εγχόρδων, γράφτηκε το 1958 και το δεύτερο το 1996 (σκηνική μουσική). Στη συναυλία της 26ης Απριλίου θα ακουστεί η εκδοχή για ορχήστρα εγχόρδων (αρ. καταλόγου 50 [103]), την οποία ο Θεοδωράκης επεξεργάστηκε αρχικώς το 1948 αξιοποιώντας υλικό από το «Σεξτέτο» και από το τρίτο μέρος της «Συμφωνίας σε τρία μέρη». Ακολούθησε αναθεώρηση του μουσικού κειμένου δέκα χρόνια αργότερα, πιθανόν ενόψει της πρεμιέρας του «Οιδίποδα Τυράννου» στην Αθήνα. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1958 από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με αρχιμουσικό τον Ανδρέα Παρίδη.
Η Ραψωδία για βιολοντσέλο και συμφωνική ορχήστρα…
… είναι κατά πολύ μεταγενέστερη του «Οιδίποδα». Γράφτηκε στην Αθήνα το 1996 και η πλειονότητα των μουσικών θεμάτων της βασίζεται σε μελωδίες του έργου «Τα λυρικότερα». Δύο χρόνια αργότερα, η εξαμερής Ραψωδία παρουσιάστηκε σε πρώτη εκτέλεση στο Μόναχο από τη Συμφωνική της Ουκρανίας υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη με σολίστ την τσελίστα Τατιάνα Βασίλιεβα. Τα σολιστικά μέρη θα αποδώσει στη συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Ε.Ρ.Τ. στο Μέγαρο ο Γερμανός τσελίστας, συνθέτης και παραγωγός Σεμπάστιαν Χες, ένας από τους πλέον επιτυχημένους ερμηνευτές της γενιάς του, ο οποίος είχε την τύχη να θητεύσει κοντά σε μεγάλους βιολοντσελίστες της εποχής μας όπως, μεταξύ άλλων, οι Γιάνος Στάρκερ, Μπόρις Περγκαμέντσικοφ και Μστισλάβ Ροστροπόβιτς. Ο βαυαρικής καταγωγής πολυβραβευμένος καλλιτέχνης έχει επίσης συμπράξει με κορυφαίους αρχιμουσικούς, με διεθνούς φήμης ορχήστρες και σύνολα μουσικής δωματίου, καθώς και με διαπρεπείς σολίστ. Επίσης, έχει στο ενεργητικό του πολλές συμμετοχές σε δισκογραφικές και οπτικοακουστικές παραγωγές. Το ρεπερτόριό του καλύπτει ευρύτατο φάσμα, από το μπαρόκ έως τη σύγχρονη εποχή.
Η Πρώτη Συμφωνία για Μεγάλη Ορχήστρα (1948-1954)…
… αποτυπώνει στις σελίδες της τις δραματικές περιστάσεις υπό τις οποίες γράφτηκε το έργο και συνιστά αδιάψευστη ιστορική μαρτυρία για την Ελλάδα του Εμφυλίου. Τα πρωτόλεια σχεδιάσματά της ανάγονται στην περίοδο 1948-1950, όταν ο Θεοδωράκης ήταν εξόριστος στην Ικαρία και την Μακρόνησο. Ο ίδιος ο συνθέτης περιγράφει τα τραγικά γεγονότα που έγιναν αφορμή για τη σύνθεση της Πρώτης, αλλά και τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτικών κρατουμένων σε συνέντευξή του σε κυκλαδικό δικτυακό ιστότοπο: «Κάθε προσπάθεια επικοινωνίας ήταν αδύνατη. Ο κόσμος μάθαινε μόνο όσα η διοίκηση και ο υπουργός φρόντιζαν να μάθει. Στις εξορίες, ο κανόνας μερικές φορές παραβιαζόταν. Και χαρτιά είχαμε και μολύβια. Εγώ πάντα είχα μαζί μου μουσικά βιβλία. Μελετούσα κι έγραφα. […] Μάλιστα στη Μακρόνησο είχα πάρει μαζί μου ένα μεγάλο έργο. “Ελεγεία και θρήνος στον Βασίλη Ζάνo” το ονόμαζα. Ο Βασίλης ήταν σύντροφος και φίλος της Εθνικής Αντίστασης που εκτελέστηκε το 1948. Το έργο ήταν η μαγιά για την Πρώτη Συμφωνία που έγραψα και προς τιμήν ενός [άλλου] φίλου του Εθνικού Στρατού που σκοτώθηκε. Έσμιξα, δηλαδή, σε ένα έργο και τους δύο. Είχα συγκλονιστεί. Ο πόνος μου είχε προσωποποιηθεί. Ήταν φίλοι μου αγαπημένοι. Μου έμεινε για πάντα ένα μεγάλο γιατί για το χαμό τους. Το έργο το δούλευα με σχέδια. Όταν με πήραν από την Ικαρία, είχα ένα μπαούλο με τα σχέδια αυτά. Όταν φτάσαμε εκεί, μας είπαν να τα ακουμπήσουμε στην παραλία για να τα ελέγξουν. Μόλις βάλαμε τη σκηνή, πιάνει μια θύελλα και παίρνει τις σκηνές, παίρνει και το μπαουλάκι μου. Τότε είδα τις νότες καρφωμένες στα συρματοπλέγματα. “Σταυρώθηκαν οι νότες της Πρώτης Συμφωνίας”, σκέφτηκα».
Από το αντίγραφο του 1954 και τις χειρόγραφες διορθώσεις του Θεοδωράκη επάνω στο χαρτί φαίνεται ότι έγιναν περαιτέρω τροποποιήσεις στην αρχική ενορχήστρωση, καθώς και στον υπότιτλο («Ελεγεία και θρήνος»). Γι’ αυτό και οι μελετητές του έργου του Θεοδωράκη αποδίδουν στην Πρώτη Συμφωνία για μεγάλη ορχήστρα τη χρονολογία 1948-1954 (αρ. καταλόγου 54). Η πρώτη παγκόσμια δόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 1955 από την Κ.Ο.Α. υπό τον αείμνηστο μαέστρο Ανδρέα Παρίδη και ηχογραφήθηκε από το ίδιο σύνολο αρκετές δεκαετίες αργότερα με τον Ηλία Βουδούρη στο πόντιουμ. Είναι τριμερής –allegro, andante, allegro marcato– και ανήκει στη λεγόμενη πρώιμη περίοδο του Θεοδωράκη, για την οποία ο ίδιος ο συνθέτης αναφέρει στο βιβλίο του Γιώργου Αρχιμανδρίτη τα εξής: «Αν κοιτάξει κανείς την πορεία μου στη σύνθεση από το 1948 μέχρι το 1958, θα μπορέσει να αναγνωρίσει τι καινούργιο έφερα στη μουσική, όχι μόνο ως έμπνευση αλλά και ως δημιουργία καινούργιων μορφών, νέων αρμονικών, αντιστικτικών και γενικά ηχητικών συνδυασμών. Θα δει ότι έχει μια συνέπεια από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι σαν μια γραμμή η οποία ξεκινάει από το 1948 με την 1η Συμφωνία που έγραψα στη Μακρόνησο και τελειώνει το 1958 με την Αντιγόνη, για να συνεχιστεί μετά το 1980 έως σήμερα, πάντα πάνω στην ίδια γραμμή».
Ο Τζον Καρού (John Carewe) σπούδασε στο Λονδίνο και το Παρίσι με δασκάλους τους Βάλτερ Γκερ, Μαξ Ντόυτς(και οι δύο μαθητές του Σαίνμπεργκ), τον Μεσιάν και τον Μπουλέζ. Στα τέλη του 1950 και στις αρχές του ’60 έκανε με το σύνολο του New Music Ensemble πολλές ‘πρώτες’ παρουσιάσεις έργων, ανάμεσα τους και των Μπουλέζ και Στοκχάουζεν στο Λονδίνο και στα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Βρετανίας. Το 1966 έγινε μόνιμος αρχιμουσικός της BBC Welsh Orchestra στο Cardiff διευρύνοντας εξαιρετικά το ρεπερτόριο της ορχήστρας, ενώ στα μέσα του 1970 άρχισε να διευθύνει σε ετήσια βάση ορχήστρες στην Αργεντινή, τη Χιλή, την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία ενώ από τη δεκαετία του ’80 άρχισε να διευθύνει σε τακτική βάση ορχήστρες στη Γερμανία (Βερολίνο, Κολωνία, Φραγκφούρτη, Αμβούργο, Ανόβερο κ.α.) αλλά και στη Γαλλία, τη Σουηδία, την Ολλανδία και τη Δανία παρουσιάζοντας ένα ρεπερτόριο με έργα Μάλερ, Στραβίνσκυ, Ντεμπυσύ, Ελγκαρ αλλά και Χάυντν και Μπετόβεν. Το 1993 έγινε γενικός μουσικός διευθυντής της Όπερας και τη Φιλαρμονικής Robert Schumann στο Κέμνιτς της Γερμανίας. Έχει πλούσια δισκογραφία που περιλαμβάνει μια εξαιρετική ηχογράφηση του ‘Πελλέα και Μελισάνθη’, αλλά και δύο έργα του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 2013 θα κυκλοφορήσει η 7η Συμφωνία του David Matthews.