skip to Main Content

Αφήγηση του Μίκη Θεοδωράκη σχετικά με τις προσπάθειες του για την ενότητα της Αριστεράς την περίοδο της μεταπολίτευσης, από πριν την πτώση της δικτατορίας μέχρι και τις πρώτες εκλογές το 1974.

Ο Θεοδωράκης αποκαλύπτει όλα όσα συνέβησαν πίσω από τα μεγάλα μεγονότα της εποχής. Από το βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη, τομ.Α’ Εκδ. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2019, σελ. 367-396. Επίσης για τα ίδια θέματα, αναφορές στο βιβλίο: Πετρίδης Παύλος, Ο πολιτικός Θεοδωράκης 1940-1996, Εκδ. Προσκήνιο, 1997 σελ.269-286

 

Η οριστική διάλυση του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου (ΕΑΣ), με τη ματαίωση της ενότητας των αντιστασιακών δυνάμεων, που για μένα ήταν η μόνη περίπτωση να επανέλθει η δημοκρατία στην Ελλάδα μέσα από τη «σκληρή» λύση, με έστρεψε αναγκαστικά προς τη δεύτερη, τη «μαλακή» λύση, που ήταν πλέον η μόνη εφικτή. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια τραγωδία.

Ο Καραμανλής δεν είχε δεχθεί ως τότε να δει ούτε εμένα (η συνάντηση είχε ζητηθεί από το ΠΑΜ όταν βγήκα στο εξωτερικό) ούτε τη Μερκούρη ούτε κανέναν άλλο από το ΠΑΜ. Γνωρίζαμε όμως ότι έβλεπε τακτικά τον Μητσοτάκη, με τον οποίο προδικτατορικά δεν είχα καμία σχέση λόγω των πολιτικών εντάσεων της εποχής εκείνης και ιδιαίτερα επί Ιουλιανών. Όταν όμως βρέθηκα στο Παρίσι, ζήτησε ο Μητσοτάκης συνάντηση -και ομολογώ ότι μου έκανε εντύπωση που έκανε το πρώτο βήμα-, διότι όπως μου είπε ήθελε να βοηθήσει το ΠΑΜ και ήταν έτοιμος ακόμα και να οργανώσει αντάρτικο στην Κρήτη εφ’ όσον θα είχε την ενίσχυση των αντιστασιακών οργανώσεων. Συμφωνήσαμε να με ενημερώνει, γιατί με τις δύο διασυνδέσεις που είχε, τον Λαμπρία στο Λονδίνο και τον Μπακογιάννη στο Μόναχο, ήταν πλήρως ενημερωμένος για τα σχετικά με τη χούντα, και έτσι αρχίσαμε να έχουμε τηλεφωνική επικοινωνία.

Όταν λοιπόν γύρισα στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1972, μετά την οριστική διάλυση του ΕΑΣ, ήταν φυσικό να μιλήσω με τον Μητσοτάκη για να μάθω αν ο Καραμανλής σκέπτεται να ενεργοποιηθεί και να μπει μπροστά. Η απάντηση του Μητσοτάκη ήταν ότι ο Καραμανλής προβληματίζεται.

Στις 16 Ιανουάριου 1973, την προηγούμενη της πρώτης εκτέλεσης του έργου 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας του Ρίτσου στο Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου, επρόκειτο να παρουσιαστεί σε μεγάλη πρες κόνφερανς η αγγλική μετάφραση του βιβλίου μου Το Χρέος και, όπως με ενημέρωσε ο εκδότης, υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον από όλα τα MME για το πρόβλημα της δικτατορίας στην Ελλάδα. Σκέφτηκα ότι αυτή η ευκαιρία με την τόσο μεγάλη δημοσιότητα δεν έπρεπε να πάει χαμένη και επικοινώνησα με τον Μητσοτάκη, μήπως είχε κάποια ιδέα. Εκείνος αμέσως μου πρότεινε να μιλήσω για τη «λύση Καραμανλή», διότι ο Καραμανλής του είχε δώσει την εντύπωση ότι ήθελε κάποια αφορμή για να ενεργοποιηθεί και βέβαια δεν θα υπήρχε τίποτα καλύτερο από το να το προτείνει ένας αριστερός πολιτικός του αντίπαλος όπως εγώ. Απάντησα ότι θα το σκεφθώ, γιατί βέβαια ήξερα από την πρώτη στιγμή τις συνέπειες. Μάλιστα, αργότερα στο αεροπλάνο εμπιστεύθηκα τις σκέψεις μου στον Γιάννη Διδήλη, τον πιανίστα μου και φίλο, που αφού με κοίταξε λες και έβλεπε Αρειανό έβαλε τις φωνές: «Τρελάθηκες; Θέλεις να αυτοκτονήσεις; Εσύ είσαι ο ηγέτης της Αντίστασης, ο κόσμος σε βλέπει σαν θεό, σαν άγιο, οι Έλληνες σε λατρεύουν. Αν προτείνεις τον μεγαλύτερο εχθρό σου, τον εκπρόσωπο της Δεξιάς, τελείωσες». «Κι αν υποτεθεί ότι με τη “λύση Καραμανλή” πέσει η χούντα;» τον ρώτησα. «Κι ο Θεοδωράκης τι θα γίνει;» μου απάντησε.

Τελικά, αφού το σκέφτηκα πολύ και τα μέτρησα όλα, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Στην πρες κόνφερανς δήλωσα ότι μετά την αποτυχία για ενότητα των αντιστασιακών δυνάμεων, δεν υπάρχει παρά μόνο μία λύση για να πέσει η χούντα: η λύση Καραμανλή. Απαντώντας μάλιστα σε ερώτηση Αμερικανού δημοσιογράφου «γιατί ο Καραμανλής», εξήγησα ότι στην Ελλάδα την πολιτική κατάσταση διαμορφώνουν τρεις παράγοντες: ο ελληνικός λαός, ο ελληνικός στρατός και οι Αμερικανοί.

Υπάρχουν Έλληνες πολιτικοί που έχουν μαζί τους κάποιον από τους παράγοντες αυτούς. Ο Καραμανλής είναι ο μόνος που αυτή τη στιγμή έχει με το μέρος του και τους τρεις.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που προτάθηκε η «λύση Καραμανλή» δημόσια, γεγονός που έδωσε τροφή σε όλους τους εχθρούς μου -κομματικούς, ιδεολογικούς, προσωπικούς- να αρχίσουν έναν φοβερό πόλεμο λάσπης, που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα. […]

Μετά την πρες κόνφερανς ήμασταν καλεσμένοι με τη Φαραντούρη και τον Πανδή στο σπίτι του Λαμπρία για δείπνο. Μου είπε ότι είχε ενημερώσει τον Καραμανλή για το περιεχόμενο των δηλώσεών μου κι εκείνος απάντησε: «Μπράβο. Τώρα θα ντρέπονται οι φίλοι μου στην Ελλάδα που μόνο ένας πολιτικός μου αντίπαλος είχε το θάρρος να κάνει αυτή την πρόταση, γιατί πραγματικά μόνο εγώ μπορώ να φέρω τη λύση στην Ελλάδα».

Όταν γύρισα στο Παρίσι, πληροφορήθηκα από τον Μητσοτάκη ότι ο Καραμανλής αποφάσισε πλέον να παρέμβει ανοιχτά. Ακολούθησε η δημοσίευση της γνωστής επιστολής του στη Βραδυνή, η οποία κατασχέθηκε αμέσως, ενώ εγώ εγκαταλείφθηκα σιγά σιγά από τους προσωπικούς μου φίλους.

 

1974-7-24, Άφιξη Μίκη Θεοδωράκη στην Ελλάδα από το Παρίσι. Υποδοχή στο αεροδρόμιο του Ελληνικού

Η τελευταία ευκαιρία

Την επομένη της επιστροφής του Καραμανλή με κάλεσαν επειγόντως στο σπίτι του Φίλια, που ήταν ένας από τους ηγέτες της Δημοκρατικής Άμυνας. Εκεί βρήκα τους αντιπροσώπους όλων των δημοκρατικών δυνάμεων: της Δημοκρατικής Άμυνας, φυσικά, του ΚΚΕ, του ΚΚΕ Εσωτερικού, του ΠΑΚ, των Σοσιαλιστών, των Νέων Δυνάμεων που συνεργάστηκαν με το Κέντρο, και ανεξάρτητους αντιστασιακούς όπως ο Γλέζος και ο Λεντάκης, καθώς και άλλους ανεξάρτητους αντιστασιακούς που έκλιναν προς το Κέντρο, όπως ο σμήναρχος Μήνης. Ήμαστε καμιά τριανταριά, που είχαμε βγει από τις φυλακές, από την παρανομία ή γυρίζαμε από την εξορία. Όλοι μαζί αποφασίσαμε ν’ απευθύνουμε έκκληση στον ελληνικό λαό, επειδή ο Καραμανλής προετοίμαζε τη συγκρότηση συντηρητικής κυβέρνησης και γνωρίζαμε ότι θα στηριζόταν στις παραδοσιακές δυνάμεις. Κάποιοι τότε πρότειναν να διαμαρτυρηθούμε. Εγώ πρότεινα να δημιουργήσουμε μια πολιτική κίνηση που να αποτελείται από όλες τις αριστερές δυνάμεις του αντιδικτατορικού αγώνα και να πάρουμε μέρος στις εκλογές. Η πρότασή μου έγινε δεκτή και αποφασίσαμε να γράψουμε τη διακήρυξη αυτής της πολιτικής κίνησης. Τη σύνταξη της διακήρυξης ανέλαβαν ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Σάκης Καράγιωργας. Δώσαμε ραντεβού για την επόμενη, για να διαβάσουμε όλοι μαζί τη διακήρυξη και να τη δημοσιεύσουμε. Ήμουν απολύτως βέβαιος ότι θα γινόταν η ενότητα της Αριστεράς. Όμως την επόμενη που συναντηθήκαμε ο Καράγιωργας δεν ήρθε.

Όταν τελείωσε η ανάγνωση της διακήρυξης και μάλιστα συμφώνησαν οι περισσότεροι να γίνει έτσι και ήρθε η ώρα να βάλουμε τις υπογραφές, τότε μπήκε μέσα ο εκπρόσωπος του ΠΑΚ, ο οποίος μας είπε ότι επικοινώνησε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον κατατόπισε στα της συγκεντρώσεως και της αποφάσεως να βγάλουμε μια διακήρυξη, πλην όμως ο Ανδρέας μας στέλνει τους συντροφικούς του χαιρετισμούς αλλά πριν έρθει στην Ελλάδα -πράγμα που θα επιδιώξει να κάνει τις επόμενες ημέρες (είχε έρθει μετά ένα μήνα νομίζω)- δεν ήθελε να δεσμευτεί με καμία τέτοια συμφωνία. Θα έπρεπε να γυρίσει πίσω για να αποφασίσει. Επομένως το ΠΑΚ δεν θα υπέγραφε. Ακολούθησε ο Γλέζος λέγοντας: «Και εγώ δεσμεύομαι να μην υπογράψω». Και μένουμε άφωνοι όλοι. «Μόνον ο Μίκης θα μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο δεν υπογράφω», είπε ο Γλέζος. «Αλλά θέλω να του το εξηγήσω ιδιαιτέρως». Και βγήκαμε στο χαγιάτι, όπου μου είπε ο Μανώλης: «Εσύ με καταλαβαίνεις, αισθάνομαι ότι δεν έχω το δικαίωμα να είμαι ηγέτης. Απέτυχα. Δεν προλάβαμε τη χούντα, δεν κάναμε αυτό, δεν κάναμε τ’ άλλο, απέτυχα. Λοιπόν πώς, με τι κύρος θα βάλω την υπογραφή μου κάτω από ένα τέτοιο σημαντικό ιστορικό έγγραφο;». «Μα, αν δεν κάνω λάθος, εσύ προκάλεσες αυτή τη συνάντηση. Σαν ηγέτης. Ήταν μια ηγετική πρωτοβουλία την οποία πήρες», απάντησα. «Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα μέσα, πες απλώς ότι κατάλαβες για ποιο λόγο δεν υπογράφω». «Πώς δεν κατάλαβα, Μανώλη. Δικαίωμά σου υπογράφεις δεν υπογράφεις, αλλά εν πάση περιπτώσει εδώ τραυματίζεις αυτή την προσπάθεια που είναι μια πραγματικά επαναστατική αλλαγή, μια αναγέννηση του να είμαστε όλοι μαζί. Καταλαβαίνεις τώρα, αν δεν υπογράψεις εσύ, αν δεν υπογράψει και η Δημοκρατική Άμυνα, να δούμε τι θα απογίνουμε». Πράγματι, όταν πήγαμε μέσα, η Δημοκρατική Άμυνα είχε αρχίσει να παίρνει τις αποστάσεις της (έλεγαν: «Να το σκεφτούμε κι εμείς, να δούμε τι θα κάνει ο Ανδρέας, πώς το χειρίζεται»), και στο τέλος μείναμε μόνον οι παλιοί κομμουνιστές – ο Κεπέσης, ο Κύρκος, ο Λεντάκης κι εγώ μείναμε να υπογράψουμε. Κι έτσι δεν επιτεύχθηκε η υπογραφή, διαλυθήκαμε, τελείωσε η σύναξη. Και μου κάνει εντύπωση ότι αυτό το γεγονός δεν μνημονεύθηκε ποτέ από κανέναν από όσους ήταν εκεί, πέρασε στη λήθη της ιστορίας. Έτσι νομίζω ότι στραγγαλίσθηκε η τελευταία ευκαιρία για να πραγματοποιήσουμε την ενότητα των αντιστασιακών δυνάμεων. Πρόθεσή μας ήταν να προτείνουμε στον λαό μια δημοκρατική και σοσιαλιστική εναλλακτική λύση. Αποτύχαμε. Ο λαός θα αναγκαζόταν να επιστρέψει στους δρόμους του παρελθόντος, στην κλασική διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, σε Δεξιά, Κέντρο και Αριστερά.

Σύσκεψη με τα στελέχη της Αριστερός για την πρόταση Καραμανλή

Την άλλη μέρα παίρνω ένα τηλεφώνημα από τον Λαμπρία στο σπίτι του πατέρα μου, ότι θέλει οπωσδήποτε να γίνει μια συνάντηση.

Μου λέει αν είναι δυνατόν να βρούμε κάποιο φιλικό σπίτι ουδέτερο, γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό που έχει να μου πει. Στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη υπήρχαν πάντα δημοσιογράφοι γύρω γύρω, έτσι τηλεφώνησα στη Σύλβα Ακρίτα (η οποία για μένα μπήκε φυλακή, διότι είχε το θάρρος να βοηθήσει να κρυφτώ στο σπίτι του αδελφού της και γι’ αυτό τον λόγο την έπιασαν και ταλαιπωρήθηκε όσο κανένας άλλος, της όφειλα πάρα πολλά), την πήρα λοιπόν τηλέφωνο για να τη δω κιόλας και της λέω ότι πρέπει να γίνει ένα πάρα πολύ σημαντικό ραντεβού και αν μπορεί να μας δανείσει το σπίτι της για το βράδυ τα μεσάνυχτα. Απόρησε. «Τέτοια ώρα συνωμοτική ποιος θα ’ρθει;» Της λέω: «Θα σου πω μόλις θα έρθω». Πήγα λοιπόν λίγο πιο νωρίς, της λέω ότι θα έρθει ο Λαμπρίας, ο οποίος θέλει να με δει για ένα πολύ σημαντικό θέμα. Πράγματι στις 12 ήρθε μαζί με τον βουλευτή Βολουδάκη, ο οποίος ήταν στο Λονδίνο μαζί με τον Οπρόπουλο. «Θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως», είπε. Διακριτικά έφυγε η Σύλβα, ήταν και η Έλενα εκεί, μικρή κοπέλα ακόμα, μπήκανε μέσα.

Μου λέει: «Έρχομαι εκ μέρους του προέδρου, ο οποίος θα ήθελε πολύ να μπεις στην κυβέρνηση την οποία σχηματίζει τώρα». Ομολογώ ότι αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Με ξάφνιασε πολύ, δεν έβλεπα τον ρόλο μου ως υπουργού. Του λέω: «Κοίταξε, καταλαβαίνεις ότι εγώ είμαι ένα είδος μαζικού ηγέτη, δεν μπορώ να μπω σε καλούπια, στο κάτω κάτω έχω την εντύπωση ότι θα συρρικνωθώ, δεν θα βοηθήσω πολύ την υπόθεση αυτή. Εγώ είμαι στο πλευρό του Καραμανλή, χαίρομαι που έγινε αυτή η αλλαγή. Να σου πω την αλήθεια, προχθές το βράδυ εισηγήθηκα να κάνουμε άλλο κόμμα σε αντιπαράθεση προς τον Καραμανλή, διότι φοβήθηκα πως πάει να αναστήσει τη Δεξιά. Τώρα βλέπω ότι κάνει ανοίγματα προς τη Δημοκρατική Άμυνα και προς την Αριστερά και προς το Κέντρο, βλέπω ότι πηγαίνει σε καλό δρόμο, επομένως δεν έχω αντίρρηση κατ’ αρχήν να μπω σε μια τέτοια κυβέρνηση, αλλά, όπως καταλαβαίνεις, εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι είμαι μόνος μου, εγώ ανήκω στην Αριστερά, φυσικά δεν είμαι οργανωμένος, αλλά θα ήθελα τουλάχιστον άτυπα να πάρω τη γνώμη ορισμένων αριστερών και θα σου απαντήσω τη Δευτέρα». Μου λέει: «Μην αργήσεις πολύ διότι βιάζεται πάρα πολύ ο πρόεδρος».

Αυτά μου είπε τότε και έφυγε, και τα μετέφερα στην Ακρίτα, στην οποία είχα απόλυτη εμπιστοσύνη και αποφασίσαμε να τηλεφωνήσω επιτόπου στον Κύρκο σαν πρώτο σύμβουλο, που ανήκει σ’ ένα χώρο στον οποίο μέχρι προχθές ήμουν κι εγώ οργανικό μέλος. Πράγματι, ο Κύρκος μου όρισε ραντεβού για το πρωί. Πρωί πρωί πήγα στο σπίτι του στα Εξάρχεια, ήταν και η Καλλισθένη (σύζυγος του Λεωνίδα Κύρκου), του είπα τι συμβαίνει, ο Κύρκος είπε ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό και πρόσθεσε: «Νομίζω ότι θα έπρεπε να δεχθείς να γίνεις μέλος της κυβέρνησης Καραμανλή. Βλέπω ότι πραγματικά πηγαίνει προς την κατεύθυνση τη σωστή της εθνικής ενότητας». Του λέω πως θα συναντήσω τους άλλους τώρα, τον Κεπέση, τον Αμπατιέλο. Προηγουμένως θα καλέσω και τους παλαιούς Λαμπράκηδες και συντρόφους του ΠΑΜ. Εκεί που τα λέγαμε ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Μπενάς, ο οποίος ερχόταν απ’ την εξορία. Τα ξανασυζητήσαμε και ο Μπενάς είπε: «Πιστεύω ότι πρέπει να γίνεις μέλος της κυβέρνησης». Την Κυριακή στο Βραχάτι προσκάλεσα ανθρώπους που ήταν στη Νέα Αριστερά, στο Πατριωτικό Μέτωπο, Λαμπράκηδες κλπ., συνολικά τριάντα πέντε παλιούς μου συναγωνιστές: ο Γιάνναρος φυσικά ήταν εκεί, ο Χριστόφορος ο Αργυρόπουλος, ο Λεντάκης, ο Γιώργος ο Βότσης, ο Τάκης ο Παππάς, ο Μανωλάκος. Και ανεβήκαμε στο στούντιο μου στο Βραχάτι, καθίσαμε όλη την Κυριακή, κι εγώ με δημοκρατικό τρόπο είπα τα πάντα για τον Καραμανλή, τις εκτιμήσεις μου, την πρότασή μου να γίνει μια άλλη παράταξη και τη γνωστοποίησα και σ’ αυτούς φυσικά, πώς έβλεπαν και τη δική μου τη θέση, να με συμβουλεύσουν τι να κάνω. Αλλά το ερώτημα το βασικό ήταν τι πίστευαν οι ίδιοι για μένα. Έπρεπε να μπω στην κυβέρνηση Καραμανλή ή όχι; Εάν υπήρχε μια προοπτική να κάνουμε κάτι όλοι μαζί, θα βοηθούσε. Αυτά συζητήθηκαν όλη την ημέρα με τον τρόπο που συζητούν οι αριστεροί, και τέλος πρότεινα να γίνει και ψηφοφορία, όπου με 27 ψήφους υπέρ και 8 κατά συμφωνήθηκε να λάβω μέρος στη κυβέρνηση Καραμανλή. Αμέσως το ανακοίνωσα στον Λαμπρία, ο οποίος μου είπε: «Με ανακούφισες διότι είναι κάτι το οποίο θα ’θελε πολύ ο πρόεδρος».

 

Συνάντηση με τον Καραμανλή

Δεν θυμάμαι αν είδα τον Καραμανλή μετά τη συνάντηση αυτή ή πριν. Πάντως τον συνάντησα, νομίζω με πρωτοβουλία δική του, αμέσως μόλις γύρισα. Ανάμεσα σ’ αυτές τις συσκέψεις, αφού έγινε η δεύτερη ή η τρίτη σύσκεψη, πήγα στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Είχε καθοριστεί το ραντεβού να γίνει το μεσημέρι, ήταν κάτω φρουρά, αστυνομικοί, είδα ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν ασφαλίτες, περίμενα λίγο, μου είπαν ν’ ανέβω σε κάποιον όροφο, δεν ξέρω πού, ανεβαίνω, με παραλαμβάνει ένας αστυνομικός ο οποίος έτυχε να είναι από αυτούς οι οποίοι με είχαν συλλάβει παλαιότερα, και είχα αρχίσει να σχηματίζω ψυχολογικά την εντύπωση ότι βρίσκομαι στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Με πάνε σε ένα σαλονάκι να περιμένω, έχει βαρύνει η ατμόσφαιρα, έμπαιναν ορισμένοι χαφιέδες, του λέω λοιπόν του αξιωματικού: «Δεν μου λες κάτι, υπό κράτηση είμαι; Τι γίνεται δω;». Γελούσε αυτός, τότε ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο Καραμανλής, φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο και σήκωνε εκείνη την ώρα τα μανίκια του γιατί έκανε πολλή ζέστη. Μου λέει: «Καλημέρα, Μίκη», και λέει στον επί κεφαλής: «Να μη μας ενοχλήσει κανείς», μ’ ένα ύφος πολύ κατηγορηματικό, αυταρχικό θα έλεγα, όπως πρέπει να μιλάει κανείς σε ανθρώπους της Γενικής Ασφάλειας οι οποίοι κάθονταν προσοχή.

Μπήκαμε μέσα. «Βλέπεις», μου λέει, «κρατούμενος είμαι». Και εγώ αυτή την αίσθηση είχα, πως κατά σύμπτωση είμαι κρατούμενος στην Ασφάλεια. «Είμαι κρατούμενος, και όχι μόνο αυτό, αλλά φοβάμαι ότι θα με σκοτώσουν, θα με δηλητηριάσουν, δεν ξέρω τι θα γίνει. Το φαγητό όπως το παίρνει το πετάει ο Θόδωρος, και μου ψωνίζει και τρώω σίγουρα φαγητά για να μη με δηλητηριάσουν. Επίσης τα βράδια πολλές φορές δεν κοιμάμαι εδώ, κοιμάμαι σε κότερα». Κατάλαβα λοιπόν ότι ο άνθρωπος ζούσε σε μια έντονη κατάσταση, φοβόταν. Εκείνη την ώρα στο Σύνταγμα γίνονταν διαδηλώσεις των αριστεριστών. Αυτές οι διαδηλώσεις γίνονταν με στόχο τον Καραμανλή, πως τάχα ήταν μια νατοϊκή λύση, μια λύση αντι-δραστική, να φύγει ο Καραμανλής! Φώναζαν λοιπόν, μάλιστα σε μια τέτοια διαδήλωση νομίζω οι αριστεριστές με μια πέτρα έβγαλαν το μάτι ενός αστυφύλακα. Μου είπε: «Μίκη, παραδίδω την εξουσία σ’ αυτούς που μ’ έφεραν και φεύγω». Και λέω: «Ποιοι σας έφεραν;».

Μου απάντησε: «Οι στρατιωτικοί. Μόνο εσύ πρότεινες λύση Καραμανλή. Εδώ δεν βλέπεις τι γίνεται; Διαδηλώσεις εναντίον μου. Εγώ ήρθα μόνο και μόνο για το εθνικό πρόβλημα. Θυμάσαι που σου είπα ότι θα πάω στην Ντοβίλ και δεν γυρίζω κάτω; Εγώ δεν γύρισα για να κυβερνήσω την Ελλάδα. Εγώ γύρισα για να λύσω το εθνικό πρόβλημα της Κύπρου. Λοιπόν θα λύσω το πρόβλημα της Κύπρου και μετά θα σηκωθώ να φύγω να πάω πάλι στο Παρίσι. Θα παραδώσω την εξουσία σ’ αυτούς που μου την έδωσαν. Στον στρατό». Του λέω: «Κύριε πρόεδρε, κάνετε ένα μεγάλο λάθος. Ο λαός, ο οποίος δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή, είναι στο πλευρό σας. Γιατί δεν κάνετε αυτό το οποίο κάνει ο Φιντέλ Κάστρο;». Μου λέει: «Τι να κάνω;». «Να βγείτε στο μπαλκόνι. Να πείτε “θα μιλήσω την Τετάρτη το βράδυ”. Ε, θα έρθουν ένα εκατομμύριο Αθηναίοι και νοερώς θα είναι δέκα εκατομμύρια Έλληνες στο πλευρό σας. Δεν υπάρχει κανένας Έλληνας αυτή τη στιγμή που να μη σας βλέπει σαν τον άνθρωπο ο οποίος έφερε τη δημοκρατία. Τι είναι αυτά που λέτε τώρα; Αυτά τα παιδάκια κάτω τα οποία φωνάζουν για υπερεπαναστάσεις είναι του γλυκού νερού, δεν τους ακολουθεί κανένας».

Συνεχίσαμε τη συζήτηση, ο Καραμανλής ήταν υπέρ της πλήρους ανεξαρτητοποίησης της Ελλάδας, δεν θα ’θελα να αποκαλύψω πράγματα που ανήκουν σ’ αυτόν και δεν έχω δικαίωμα να πω στον κόσμο, δηλαδή σκέψεις του μύχιες για το πώς έβλεπε τη Σοβιετική Ένωση ή την ασυδοσία του ελληνικού Τύπου. […]

Αργότερα ο Λαμπρίας με παρακάλεσε εκ μέρους του Καραμανλή αν μπορώ να βολιδοσκοπήσω μέλη της Δημοκρατικής Άμυνας να γίνουν βασικά στελέχη ενός κόμματος που θα ήθελε να κάνει ο ίδιος. Ήθελε να κάνει δηλαδή ένα κόμμα το οποίο να έχει βασικά τη στελέχωση της Κεντροαριστεράς. Προς τα εκεί πήγαινε περισσότερο την εποχή εκείνη η σκέψη του Καραμανλή παρά προς τη Δεξιά. Και δεν νομίζω ότι ήθελε να ιδρύσει κόμμα. Αναγκάστηκε να το κάνει διότι βρέθηκε πλέον μέσα σε μια καινούρια κατάσταση που έπρεπε να συντονίσει, έπρεπε να στηριχτεί σ’ έναν δικό του μηχανισμό, και τα πράγματα πήραν την τροπή που πήραν, εξ αιτίας βέβαια και της στάσης του Ανδρέα Παπανδρέου.

Φυσικά ο Ανδρέας, επειδή εκστόμισα την περίφημη φράση (που δεν την είχα διατυπώσει έτσι – βλ. παρακάτω) «Καραμανλής ή τανκς», μόλις γύρισε και συγκεκριμένα στον Πανιώνιο απαντώντας στο δικό μου το «σύνθημα» διεμήνυσε ότι τώρα έχουμε «και τον Καραμανλή και τα τανκς». Είχε φτιάξει το μέτωπο εναντίον του Καραμανλή , πράγμα το οποίο υποχρέωσε τον τελευταίο να αναδιπλωθεί και, ενώ επρόκειτο στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας να συμπεριλάβει και τον Ανδρέα Παπανδρέου και εμένα και τον Ηλιού, έκανε πίσω και αναγκάστηκε να δημιουργήσει κόμμα στηριζόμενος στα παλιά του πιστά στελέχη της ΕΡΕ.

Σχετικά με την υπουργοποίησή μου (που τελικά δεν έγινε) πέρασε κανένας μήνας και φυσικά δεν είχα κανένα νέο – ούτε μ’ ενδιέφερε κιόλας. […]

 

Η ιστορία του «Καραμανλής ή τανκς»

Όπως είναι γνωστό, τον Ιανουάριο του 1973 είχα δημόσια προτείνει «λύση Καραμανλή». Αλλά το «Καραμανλής ή τανκς» έμεινε στην ιστορία. Φυσικά συμφωνούσα με τη μεταβατική λύση Καραμανλή, αλλά σαν σύνθημα το «Καραμανλής ή τανκς» προέκυψε ως εξής: Έκανα τις πρόβες μου στη μουσική σκηνή Ζουμ στην Πλάκα τότε μαζί με νέους τραγουδιστές, τον Νταλάρα, τον Μητσιά, τη Φαραντούρη φυσικά, τον Καλογιάννη, για να πραγματοποιήσουμε τις περίφημες συναυλίες, τις ιστορικές, στο Καραϊσκάκη. Και είχαμε προγραμματίσει, μετά τις συναυλίες μας στην Αθήνα και τον Πειραιά, να πάμε στην επαρχία. Τα ’χαμε αναγγείλει αυτά. Εκείνη την ημέρα είχα καλέσει τους δημοσιογράφους, οι οποίοι πρώτη φορά με έβλεπαν μετά τόσα χρόνια να διευθύνω ορχήστρα σε πρόβα, ήταν και μεγάλη η συναισθηματική φόρτιση, και την ώρα που τελείωνα την πρόβα ήμουν έτοιμος να κάνω την πρες κόνφερανς και να αναγγείλω το πρόγραμμα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν, νομίζω, ο Μολυβιάτης ή κάποιος από το γραφείο του Καραμανλή. Μου είπε: «Ο κύριος πρόεδρος θα σας παρακαλέσει να περιορίσετε τις συναυλίες σας μόνο στην Αθήνα». «Βέβαια», απάντησα εγώ ξαναμμένος από την πρόβα και τον ενθουσιασμό του κόσμου, «πολύ άσχημα ξεκινάει η κυβέρνηση Καραμανλή. Δηλαδή μου απαγορεύει να κάνω συναυλίες; Κι αν τις κάνω τι θα γίνει;». «Ναι», είπε, «το απαγορεύουμε. Υπάρχουν λόγοι που δεν πρέπει να πάτε έξω».

Φυσικά ο τρόπος που μίλησα κι εγώ ήταν λιγάκι άκομψος και νευρικός, αλλά στο βάθος μπορεί να είχε δίκιο ο Καραμανλής φοβούμενος τι θα γίνει στην επαρχία. Θα μπορούσε να γίνει προβοκάτσια. Εν πάση περιπτώσει εγώ αγρίεψα και δήλωσα στους δημοσιογράφους: «Αυτή τη στιγμή τηλεφώνησαν εκ μέρους του κυρίου Καραμανλή και μου απαγορεύουν να βγω έξω από την Αθήνα. Αρχίζει πολύ άσχημα τη διακυβέρνηση της χώρας με απαγορεύσεις. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να είμαστε σε πολύ άσχημη κατάσταση και να έχουμε απ’ την μια τον Καραμανλή κι απ’ την άλλη τα τανκς, αλλά όμως δεν δικαιούται να αρχίζει με απαγορεύσεις». Δηλαδή ήταν μια καταγγελία του Καραμανλή, διότι ξεκίνησε άσχημα απαγορεύοντας να κάνω συναυλίες. Και την άλλη μέρα η Βραδυνή είχε τίτλο «Καραμανλής ή τανκς». Να το διαψεύσω αυτό; Να πω ότι δεν είναι δικό μου; Αφού στη βάση συμφωνούσα, διότι εγώ είχα προτείνει λύση Καραμανλή. Δεν ήταν όμως αυτό το σύνθημά μου. Επιπλέον ο Καραμανλής είχε πάντοτε δέος μαζί μου, μ’ έβλεπε λίγο όπως ο διάβολος το λιβάνι. Όταν έγινα ηγέτης των Λαμπράκηδων συνδέθηκα άρρηκτα στη συνείδησή του με μία πληγή για την οποία ο ίδιος ήταν αμέτοχος, πλην του γεγονότος ότι ως κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να χτυπήσει τις παρακρατικές οργανώσεις.

 

Ο Ανδρέας Παπανδρέου

Ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε τη στιγμή εκείνη ότι η επιστροφή του Καραμανλή είχε επιβληθεί από το ΝΑΤΟ. Δεν αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για ένα συμβιβασμό τον οποίο οι Αμερικανοί είχαν υποχρεωθεί να δεχθούν σχεδόν σαν κατηγορούμενοι. Κατά τη γνώμη του, ο αγώνας έπρεπε να ενταθεί για να φθάσει ενδεχομένως ως την ένοπλη σύγκρουση. Εξακολουθούσε ακόμη να είναι με την αντίσταση, αλλά εναντίον του Καραμανλή αυτή τη φορά. Υποστήριζε, τέλος, ότι δεν θα δεχόταν να γυρίσει στην Ελλάδα όσο ο στρατηγός Γκιζίκης θα εξακολουθούσε να είναι πρόεδρος της Δημοκρατίας. Κι εδώ ακόμη δεν καταλάβαινε ότι ο Γκιζίκης, που είχε διοριστεί λίγους μήνες νωρίτερα από τον Ιωαννίδη, ήταν πια διαφορετικός, ότι τώρα εξέφραζε την πολιτική θέληση των νομιμοφρόνων αξιωματικών, ότι αποτελούσε ένα εξάρτημα, που ήταν αναγκαίο για να βγει η χώρα από την άβυσσο στην οποία την είχε ρίξει η χούντα.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όμως, δεν πίστευε στον Καραμανλή. Υπολόγιζε ότι ο Καραμανλής θα παρέτεινε τη δικτατορία, ότι αποτελούσε διαφορετική όψη του φασισμού.

Η θέση αυτή εξηγείται όταν ληφθεί υπόψη ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν γοητευμένος με το όραμα της εξουσίας και ότι το όνειρό του ήταν να την ασκήσει μόνος του. Σε ένα μέτωπο που θα άρχιζε από τους κεντρώους και θα έφθανε ως τους κομμουνιστές, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα έπαιζε έναν από τους πρώτους ρόλους βέβαια, αλλά ισότιμο με τον ρόλο των άλλων ηγετών, ρόλο που θα ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται με άλλους όσον αφορά τις ευθύνες και τις τιμές. Εκείνος ήθελε όλες τις εξουσίες για τον εαυτό του, επιθυμούσε να μπει στο πάνθεον των μεγάλων προσωπικοτήτων. Απομάκρυνε έτσι έναν έναν όλους τους φίλους του.

 

Ανάλυση

Ώστε με βάση αυτές τις πραγματικότητες οριοθετήθηκε ο συμβιβασμός, που βεβαίως έγινε μέσα στα πλαίσια και του ΝΑΤΟ και της αμερικανοκρατίας, και δεν θα χρειαζόταν δα και μεγάλη πολιτική διορατικότητα για να δει κανείς αυτές τις πασίγνωστες αλήθειες που τις ξέρει απέξω και ανακατωτά κάθε Έλληνας ηλικίας δέκα ετών και πάνω. Το πρόβλημα είναι αν υπάρχει ουσιώδης υποχώρηση από τους μεν και ουσιαστική πρόοδος από τους δε, σε ποιο βαθμό και με ποια προοπτική. Ότι δεν είχαμε μια θεαματική πτώση χούντας κι ένα ριζικό σάρωμα του συστήματος της αμερικανοκρατίας, κι αυτό το ξέρουμε. Όμως ποιος φταίει γι’ αυτό; Φταίνε όλοι εκείνοι που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν βοήθησαν ή εμπόδισαν να αξιοποιηθεί η πανεθνική, παλλαϊκή ενότητα του ελληνικού λαού με τη δημιουργία ενός ενιαίου αντιστασιακού φορέα. Γιατί μόνο αυτή η δύναμη -ο ενωμένος πολιτικά και οργανωτικά λαός- θα μπορούσε την ώρα αυτή, από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και μετά, όταν δηλαδή το σύστημα περνούσε βαθιά κρίση, να δώσει οργανωμένα χτυπήματα και να σαρώσει κυριολεκτικά τη χούντα και τ’ αφεντικά της, είτε να προωθήσει τα όρια ενός ενδεχόμενου συμβιβασμού σε πολύ πιο μεγάλο βάθος, προς όφελος του ελληνικού λαού, απ’ ό,τι είναι σήμερα.

Είδαμε ότι από την άποψη της συγκεκριμένης πολιτικής οργάνωσης φρόντισαν οι φωτισμένοι του ηγέτες να τον αφήσουν γυμνό. Όμως από το Πολυτεχνείο και μετά δημιουργήθηκε μέσα στον λαό και μία καινούρια δυναμική. Δηλαδή ένα ρεύμα κατά της χούντας και των αφεντικών της που έπαιρνε όλο και πιο μεγάλες διαστάσεις και που ήταν φανερό ότι η συγκεκριμενοποίησή του σε ενιαία πολιτική έκφραση δεν ήταν παρά μόνο θέμα χρόνου και πρωτοβουλιών. Αυτό το ρεύμα, αυτή η δυναμική, κορυφώθηκε με τη γενική επιστράτευση και την εθνική τραγωδία της Κύπρου. Και αυτή η δυναμική ανάγκασε, βασικά, τους Αμερικανούς σε ουσιαστική υποχώρηση. Ώστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η παρουσία του λαού αποτελούσε τον αποφασιστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των γνωστών αποφάσεων που οδηγούν τη χώρα σε νέα φάση. Σ’ αυτό το στάδιο η κυβέρνηση Καραμανλή αποτελεί την πρώτη υλοποίηση αυτής της δυναμικής. Είναι τοποθετημένη πάνω στα όρια των συμβιβασμών, που όμως είναι ταυτόχρονα και το σημείο συγκρούσεως αυτής της δυναμικής ως συγκεκριμένης έκφρασης με όλες τις μορφές του συστήματος.

Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να διατηρηθεί αυτή η δυναμική και κυρίως να μην αποπροσανατολιστεί, να μην μπερδέψει τους στόχους της. Για όσο διάστημα είναι ακόμα αναγκαίο, δηλαδή για όσο διάστημα το σύστημα βρίσκεται στη θέση του -έστω κλονισμένο-, θα πρέπει να σκοπεύουμε καθαρά τον κύριο στόχο μας, που είναι το πλέγμα της χούντας, όπου και όπως εξακολουθεί να εκφράζεται. Η διατήρηση και η ένταση αυτής της δυναμικής αποτελεί από την πλευρά της κυβέρνησης τη στήριξή της σε όλες ανεξαιρέτως τις δυνάμεις του ελληνικού λαού, συμπεριλαμβανομένων και των κομμουνιστών, ώστε να εκφράζει κάθε στιγμή τη θέληση όλου του λαού και ν’ αφήνει απέξω μόνο τους χουντικούς, τους συνεργούς και τους κάθε λογής προβοκάτορες. Από την πλευρά του λαού, προϋποθέτει καθολική πολιτική επιστράτευση και κινητοποίηση, ενεργητική στήριξη της κυβέρνησης, ώστε να προχωρεί με ρυθμό αποφασιστικό προς την εκκαθάριση από τα χουντικά στοιχεία, πρόσωπα, μηχανισμούς κλπ. και να μεταθέτει τα όρια του πρώτου συμβιβασμού όλο και προς όφελος του ελληνικού λαού. Η προοπτική θα πρέπει να είναι το οριστικό τέλος της εξάρτησης, το ξήλωμα της αμερικανοκρατίας, η εθνική ανεξαρτησία.

Όμως η μάχη που δίνουμε σήμερα είναι η μάχη για τη διατήρηση και την αξιοποίηση και διεύρυνση αυτού του πρώτου προγεφυρώματος, που κάναμε όλοι μαζί πάνω στο σώμα των μηχανισμών, που χτες ακόμα μας κρατούσαν αιχμάλωτους και φιμωμένους. Μια νέα ιστορική ευκαιρία άνοιξε για μας. Άραγε θα επωφεληθούμε από αυτήν ή θα παρασυρθούμε ξανά σε νέες εγκληματικές περιπέτειες; Αυτό είναι το δίλημμα της στιγμής. Και μετά; Το μετά κρίνεται από το τώρα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει μετά, αν τώρα χάσουμε αυτή την κρίσιμη μάχη.

 

Πώς χάθηκε οριστικά μια ανεπανάληπτη ιστορική ευκαιρία

Η επαφή μου με την ελληνική πραγματικότητα δημιούργησε μέσα μου τέλεια σύγχυση. Το σοκ ήταν τρομερό. Τι άλλαξε; Όλα άλλαξαν. Και πρώτα απ’ όλα εμείς οι ίδιοι. Εγώ άλλαξα. Δεν είμαι εκείνος που άφησα την Ελλάδα πριν τέσσερα χρόνια. Και πιο πολύ ακόμα εκείνος που έμπαινε στην παρανομία την αυγή στις 2ΐ Απριλίου. Όμως εκείνο που άλλαξε προ παντός, νομίζω, είναι ο ίδιος ο ελληνικός λαός. Κι αυτός ο λαός δεν μίλησε ακόμα. Σιωπηλός αλλά όρθιος και πάντα εν ενεργεία, βάζει με τον όγκο του και με την ποιότητα της στάσης του τη σφραγίδα του στα γεγονότα. Στις επιφάνειες θορυβούν οι οργισμένοι. Οι δήθεν ανυποχώρητοι, οι σκληροί. Αυτοί που «τώρα» τα θέλουν μονομιάς όλα και αμέσως. Θέλουν κάθαρση, τιμωρίες, τόλμη. Και είναι πολύ, πάρα πολύ οργισμένοι. Εγώ απλώς θα τους έλεγα: Είσαστε κάπως καθυστερημένοι. Αυτό το «θείον μένος» θα έπρεπε να το δείχνατε καλύτερα λίγο πιο πριν. Κάνατε ασφαλώς κάποιο λάθος στις ημερομηνίες. Τώρα είναι σχετικά εύκολο. Τότε ήταν σχετικά δύσκολο. Τώρα είναι σχετικά άχρηστο. Τότε ήταν πολύ ωφέλιμο. […]

Το πολιτικό παιχνίδι στις μεγάλες του γραμμές έχει παιχτεί. Οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, συσπειρωμένες γύρω από το πρόσωπο του Καραμανλή και με το φωτοστέφανο τώρα της συμμετοχής τους στις διαδικασίες της επαναφοράς της δημοκρατίας στη χώρα, θα αναβαπτιστούν μέσα στη λαϊκή ψήφο και θα κυβερνήσουν ξανά. Ίσως αυτή η πραγματικότητα ν’ αποτελεί προσωπική τραγωδία για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που είμαι βέβαιος ότι αποβλέπει ειλικρινά σε μια βαθιά ανανέωση της πολιτικής μας ζωής. Όμως ουσιαστική ανανέωση δίχως την ουσιαστική συμμετοχή των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων δεν μπορεί να υπάρξει. Το δυστύχημα για τη χώρα είναι πως οι δυνάμεις αυτές έχασαν οριστικά μια ανεπανάληπτη ιστορική ευκαιρία. Πράγματι, οι συνθήκες της αντιδικτατορικής πάλης ήταν ιδανικές για να αναπτυχθεί η ενότητα ανάμεσα σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που αποβλέπουν σε μια ριζική αλλαγή στις δομές της ελληνικής κοινωνίας. Υπήρχε όλος ο χρόνος, ώστε να εκπονηθεί μια κοινή ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας και με βάση τις διαπιστώσεις από την ανάλυση αυτή να συντεθεί ένα κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας. Να προταθεί στον λαό ένας νέος συνταγματικός χάρτης που να κατοχυρώνει τα δικαιώματά του κι ένα επιστημονικό πρόγραμμα κοινωνικής ανάπτυξης και κοινωνικών αλλαγών που να οδηγούν τολμηρά, σοβαρά και σταθερά προς τον ελληνικό σοσιαλισμό, που είναι αναμφισβήτητα το ιδανικό κοινωνικό σύστημα για τον λαό μας.

Όμως οι ηγεσίες των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων έδειξαν στο διάστημα αυτό ότι εκείνο που τους ενδιαφέρει προ παντός είναι η επιβολή και η ηγεμονία των δικών τους στενών κομματικών απόψεων και συμφερόντων. Έτσι φτάσαμε στη σημερινή πολυδιάσπαση και κομματική πανσπερμία στον χώρο της Αριστεράς, που μειώνει τρομακτικά τον ρόλο των προοδευτικών δυνάμεων σ’ αυτή την κρίσιμη για τη χώρα ιστορική φάση. Δεν θα κατονομάσω εδώ τους κυρίως υπεύθυνους για την τραγωδία αυτή, γιατί είναι πασίγνωστοι. Θα αποτελούσε, όμως, αληθινή ντροπή για όλους όσους ανήκουν στο στρατόπεδο των προοδευτικών δυνάμεων η με οποιονδήποτε τρόπο επιβράβευση εκείνων που με φανατισμό μας οδήγησαν από διάσπαση σε διάσπαση, σαμποτάροντας συστηματικά κάθε δυνατότητα και κάθε προσπάθεια για την ενότητα των προοδευτικών αντιστασιακών δυνάμεων.

Ακόμα και την ύστατη στιγμή, στις 24 Ιουλίου και όταν το σύνολο των αντιστασιακών μας δυνάμεων αποφάσισε να ενωθεί γύρω από μια κοινή διακήρυξη προς τον ελληνικό λαό και να σχηματίσει κοινή εκτελεστική επιτροπή, οι ίδιες δυνάμεις, τα ίδια πρόσωπα διέλυσαν κι αυτή την ύστατη προσπάθεια για την ενιαία εμφάνιση της αντίστασης. Έτσι, με υποδειγματική συνέπεια, τα πρόσωπα αυτά προσφέρουν σήμερα στις ελληνικές παραδοσιακές δυνάμεις το θείο δώρο της εξουσίας και μάλιστα με την ενθουσιώδη υποστήριξη από τις λαϊκές μάζες. Μεγαλύτερη υπηρεσία στην ελληνική Δεξιά δεν θα μπορούσε ποτέ να προσφερθεί.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, θα ήταν απατηλό και γελοίο να συνεχίσει κανείς στην επιφάνεια της πολιτικής μας ζωής ένα κομματικό παιχνίδι αποβλέποντας δήθεν σε μια νέα «προοπτική» που έχει ήδη δολοφονηθεί με το στιλέτο της διάσπασης και του κομματικού φανατισμού. Αν μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό, το ύποπτο και ψεύτικο κομματικό παιχνίδι παρασυρθούν μάζες και ιδιαίτερα νέοι, αυτό θα ήταν ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία της νεότερης Ελλάδος. Θα σημαίνει ότι ο κόσμος αναποδογύρισε και ότι την προδοσία των λαϊκών συμφερόντων την ονομάζουμε ηρωισμό και αρετή. Πάντως εγώ προσωπικά αρνούμαι να πάρω μέρος σε υποκριτικές και ψεύτικες διαδικασίες και είμαι βέβαιος πως η ζωή θα με δικαιώσει. Άλλωστε τα πάντα θα κριθούν και πάλι μέσα στα έγκατα της λαϊκής ψυχής.

Με ορισμένους μας χωρίζει η απόσταση μιας εποχής. Εμένα μ’ αρέσει να χτυπώ τους εχθρούς του λαού την εποχή που είναι δυνατοί και επικίνδυνοι. Άλλοι προτιμούν να τους χτυπούν την εποχή που είναι αδύνατοι, σκιές του αλλοτινού εαυτού τους. Στην Ελλάδα έγινε απελευθέρωση. Έτσι το νιώθω εγώ και όσοι δεινοπαθήσαμε την εποχή της δικτατορίας. Φυσικά για κείνους που δεν έπαθαν τίποτε και που πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια με «σύνεση και ευφυΐα» η διαφορά με τη σημερινή κατάσταση είναι μηδαμινή.

Μήπως και χτες ποιος τους εμπόδισε να κάνουν τα τσιμπούσια τους, τις εκδρομές τους, τα ταξίδια τους στο εξωτερικό; Αλίμονο σ’ εμάς που τα χάσαμε όλα. Και σήμερα ξαναβρίσκουμε τη χαμένη μας ζωή. Και να είναι βέβαιοι όλοι αυτοί οι «πατριώτες», οι όψιμοι «επαναστάτες», πως τούτη τη φορά δεν θα τους επιτρέψουμε να ξανανοίξουν με τις ανεύθυνες και ανισόρροπες πράξεις τους τον δρόμο σ’ έναν μελλοντικό Παπαδόπουλο. Ο λαός αγρυπνεί. Στα σαλόνια της υπερεπανάστασης λένε: «οι κομμουνιστές και πάλι πρόδωσαν τον λαό, έγιναν τσιράκια του Καραμανλή. Έδωσαν εντολή να ψηφίσουν κρυφά Καραμανλή…»

Βλέπετε ο «διμέτωπος» είναι ακόμα βαθιά ριζωμένος στο αίμα τους. Δύσκολα, πολύ δύσκολα μπορούν να κρύψουν τον σφοδρό αντικομμουνισμό τους και σ’ όλο το διάστημα της Αντίστασης «με συνέπεια» σαμπόταραν κάθε ουσιαστική συμμαχία με τους κομμουνιστές. Σκέφτηκαν πονηρά: «Να ρίξουμε τους κομμουνιστές, να μονοπωλήσουμε τους αντιστασιακούς τίτλους, ώστε να εισπράξουμε -σε ψήφους- μόνο εμείς τα κέρδη από την “επιχείρηση” αντίσταση». Μα αποδείχτηκαν κακοί «επιχειρηματίες», υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Ξέχασαν τον Καραμανλή και τις παραδοσιακές δυνάμεις. Και τώρα φωνάζουν γιατί τους «πήραν» μες απ’ τα χέρια την ιστορική ευκαιρία. Οι προοδευτικοί κεντρώοι θα πρέπει να το καταλάβουν μια για πάντα: μόνοι τους δεν μπορούν να κυβερνήσουν. Γι’ αυτό θα πρέπει να αποφασίσουν: ή με τη Δεξιά ή με την Αριστερά.

 

Πρόταση για την ενότητα της Αριστερός και την ενότητα λαού

Το πρόβλημα δεν είναι αν μας αρέσει ή όχι ο Καραμανλής• είναι να δούμε: Γιατί ήρθε ο Καραμανλής; Ποιος τον έφερε; Ποιες δυνάμεις τον στηρίζουν; Ποιες τον αντιμάχονται; Και προ παντός τι θα συμβεί αν ξαφνικά ο Καραμανλής εξαφανιστεί; Ποιες δυνάμεις θα πάρουν την εξουσία; Πιστεύω ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν δύο βασικές δυνάμεις που μπορούν σοβαρά να διεκδικήσουν την εξουσία: η εθνική, παλλαϊκή, πατριωτική ενότητα όπως εκδηλώνεται αυτή τη στιγμή μέσα απ’ τον φορέα αυτής της ενότητας που λέγεται κυβέρνηση Καραμανλή, και οι ένοπλες δυνάμεις. Τρίτη δύναμη αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει.

Επομένως, δεν απομένει παρά η πρώτη λύση. Δηλαδή η «ομαλή πορεία», που μέσα της κύριο μέλημά μας θα είναι η εκκαθάριση του κράτους και του στρατού, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ο λαός να γίνει δύναμη εξουσίας χωρίς να υπάρχει ανάγκη να συγκροτήσει ένοπλες ομάδες. Έτσι ή αλλιώς λοιπόν αυτή τη στιγμή ο λαός δεν διαθέτει καμία δυνατότητα ν’ αντιταχτεί σε τυχόν δυναμικό κίνημα. Χωρίς οργανώσεις, χωρίς ενιαία συγκρότηση και καθοδήγηση, πολυδιασπασμένος, αποτελεί ευκολότατα λεία στον νόμο των τανκς. Τον σώζει μόνο αυτή η ενότητα που συγκροτείται αυτή τη στιγμή γύρω απ’ την κυβέρνηση Καραμανλή. Αν τη χάσει, τότε δεν έχει άλλο μέσον άμυνας στην εκδικητική μανία υποψηφίων δικτατόρων. Το περίεργο είναι πως εκείνοι που δεν βλέπουν την αυτονόητη αυτή αλήθεια είναι ακριβώς εκείνοι που έκαναν συστηματικά το παν ώστε ο λαός να μην ενωθεί και να μην οργανωθεί. Οι υπεύθυνοι για τη σημερινή γύμνια του λαού έβαλαν τις φωνές, καταγγέλλουν τον Καραμανλή, ζητούν, απαιτούν, απειλούν. Δεν έχει παρά να τους ρωτήσει κανείς: «Κι αν δεν γίνουν όσα απαιτείτε, τι θα κάνετε;». Τίποτα. Δεν μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα. Γιατί, όπως είναι κοντόφθαλμοι, πριόνισαν τόσα χρόνια το κλαδί που κάθονταν πάνω του. Και τώρα πια έχουν πέσει φαρδιοί πλατιοί στο χώμα και το φυσάν και δεν κρυώνει.

Το μόνο που τους απόμεινε είναι να δημαγωγούν και να κολακεύουν το αίσθημα των νέων που θέλουν γρήγορη εκκαθάριση και δικαιοσύνη: Ωραία! Το λέω κι εγώ: «Απαιτώ να τιμωρηθούν αυστηρά οι ένοχοι! Απαιτώ να φύγουν οι Αμερικάνοι! Απαιτώ να γίνουν οι εκλογές μετά από ένα χρόνο! Απαιτώ!… Απαιτώ!…». Το πρόβλημα όμως για κάθε σοβαρό άνθρωπο είναι, νομίζω, να ξέρει ποιο είναι το ειδικό βάρος του και το αντίκρισμά του στη ζωή. Ώστε όταν ο άλλος του πει: «Και που απαιτείς και που δεν απαιτείς το ίδιο μου κάνει…», να μπορεί τότε κι αυτός να του απαντήσει όπως πρέπει. Τώρα όμως τι μπορεί ν’ απαντήσει; Τι έχει να κάνει για να τον πάρουν σοβαρά υπόψη; Πού είναι οι οργανώσεις του; Πού είναι τα «δικά του» δυναμικά ερείσματα; Όλα αυτά τα εφτά χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να διασπά τις δυνάμεις. Και τώρα που ο λαός είναι ξανά γυμνός μπροστά στα όπλα, γίνεται και πάλι απαιτητικός, βγάζει υστερικές φωνές, «ερεθίζει» και πάλι τα όπλα, ενώ ξέρει καλά πως αν τα τανκς ξανάρθουν -όπως κάποιο πρωινό του Απρίλη- δεν έχει ούτε έναν σουγιά για να υπερασπίσει έναν λαό που ο ίδιος τον καταδίκασε στη διαίρεση, στην πολυδιάσπαση και στην ανοργανωσιά.

Με μπροσούρες, ομαδούλες και κούφιες επαναστατικές φράσεις δεν εξοπλίζεται ο λαός. «Από τη στιγμή που διαπιστώνεται», έγραφε ο Δημήτρης Γληνός, «πως ο αγώνας είναι παλλαϊκός και δεν μπορεί να πετύχει παρά μόνο με την ενότητα στους σκοπούς, στις οργανώσεις και στην καθοδήγησή τους, βγαίνει επιτακτικό το χρέος για όλο το λαό να ενταχτεί σε μιαν ενιαία εθνική ενότητα, αφήνοντας για την ώρα κατά μέρος κάθε διαφορά -πολιτική ή ιδεολογική- που πηγάζει από τα μερικότερα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων, όταν για όλους τους Έλληνες και για όλες τις κοινωνικές τάξεις προβάλλει τώρα το υπέρτατο συμφέρον να σωθούν, να κατακτήσουν και να διατηρήσουν τη λευτεριά τους».

Μια μεγάλη ελπίδα γεννιέται σήμερα στον τόπο μας: η ενότητα της Αριστεράς μέσα στην πράξη και στη δράση που θα εξαφανίσει σιγά σιγά τις διαφορές μας. Δεν έχουμε παρά ν’ ακούσουμε τον σφυγμό της ζωής, τον σφυγμό του λαού, και να προσπαθήσουμε να εκφράσουμε πολιτικά και ιδεολογικά τη νέα ελληνική πραγματικότητα.

Η Ενωμένη Αριστερά πρέπει να δείξει ότι ο δρόμος που οδηγεί προς τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία περνάει σήμερα μέσα απ’ την πλατιά εθνική παλλαϊκή ενότητα. Μέσα σ’ αυτή την ενότητα βέβαια υπάρχει μια βασική αντίθεση, αυτή που χωρίζει τον κόσμο της «εργασίας» από τον κόσμο του «κεφαλαίου». Πιστεύουμε πως αυτή η αντίθεση δεν πρέπει να εμποδίσει την εθνική ενότητα για όσον καιρό θα υπάρχει κίνδυνος υποτροπής των σκοτεινών δυνάμεων. Όπως και, αντίστροφα, η ανάγκη για εθνική ενότητα δεν θα πρέπει να μας εμποδίσει να υπερασπιζόμαστε την ελληνική εργατική τάξη και γενικότερα τους Έλληνες εργαζόμενους στον αγώνα τους εναντίον κάθε είδους εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Δύο λοιπόν είναι οι κύριες πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν αυτή τη στιγμή την ελληνική πραγματικότητα:

  1. Οι δυνάμεις που πιστεύουν, που δέχονται, που συνεργάζονται και που υπηρετούν το κεφάλαιο, είτε φανερά είτε κρυφά.
  2. Oι δυνάμεις που μάχονται για τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας.

Είναι βέβαιο ότι στις προσεχείς εκλογές (Νοέμβριο 1974) όλες οι δυνάμεις του κεφαλαίου -και όχι φυσικά μόνον αυτές- θα συσπειρωθούν σ’ ενιαία παράταξη. Σ’ αυτή θα πρέπει ν’ αντιπαραταχθεί μια άλλη συσπείρωση το ίδιο υπολογίσιμη. Γύρω από ποιον πόλο πρέπει να γίνει; Μα δεν υπάρχει άλλος παρά η Ενωμένη Αριστερά, με τους δοκιμασμένους αγωνιστές, τους πρωτοπόρους σε ολόκληρη την υπόθεση του λαού, αυτούς που βγαίνουν από τα σπλάχνα του εργαζόμενου λαού, από τον σκληρό του αγώνα και την ιστορία του.

Για όλους αυτούς τους λόγους χαιρετίζω την ίδρυση της Ενωμένης Αριστεράς -αίροντας τις όποιες επιφυλάξεις μου-, προσχωρώ στις γραμμές της και καλώ όλους τους Έλληνες πατριώτες, εργάτες και νέους να πυκνώσουν τις γραμμές της. Ενότητα όλου του λαού μπροστά στην ξένη επέμβαση, την αμερικανοκρατία και τα ντόπια όργανά της. Ενότητα όλων των εργαζομένων μπροστά στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, στην αδικία και στην εκμετάλλευση. Η Ενωμένη Αριστερά θ’ ασκήσει με ευθύνη το χρέος της απέναντι στο έθνος. Δεν θα επιτρέψει τη διάσπαση του παλλαϊκού μετώπου μπροστά στην απειλή των μαύρων δυνάμεων που συνωμοτούν με τη βοήθεια των ξένων, χωρίς να επιτρέψει κιόλας η ανάγκη αυτή για παλλαϊκή ενότητα να γίνει πρόσχημα στα χέρια της εξουσίας.

Λίγες μέρες μένουν ακόμη ως τις εκλογές. Ας παλέψουμε αποφασιστικά στον μοναδικό χώρο της Ενωμένης Αριστεράς και σίγουρα ο λαός θα μας ανταμείψει γι’ αυτό και σαν Ενωμένη Αριστερά και σαν παράταξη -οποιαδήποτε παράταξη- που με συνέπεια θα προβάλει με δική της θυσία τα πρόσωπα της Ενωμένης Αριστερός. Αν δεν ήμουν κομμουνιστής -ένας απλός στρατιώτης δηλαδή μέσα στο κόμμα του λαού- δεν θα έκανα αυτό που κάνω σήμερα: Δεν θα καταπιανόμουν με τα κοινά, δεν θα έδινα συναυλίες, δεν θα έμπαινα σε πολιτικά σχήματα, δεν θα ήμουν υποψήφιος βουλευτής, και ίσως δεν θα έγραφα πια τραγούδια. […]

Η Ενωμένη Αριστερά μου ξαναζέστανε τις ελπίδες, γι’ αυτό στρατεύτηκα ξανά. Όμως εκείνος που ήμουν άλλοτε δεν είμαι πια. Θα κάμω πάλι όπως μπορώ το χρέος μου και μετά θα δω. Δέχομαι την πραγματικότητα όπως είναι. Αν αισθάνομαι ντροπή είναι μόνο για τον εαυτό μου. Γιατί δεν έχω τη δύναμη να τον κλείσω κάπου έτσι που να μην περιφέρεται σε δρόμους και πλατείες και να μη βλέπει στα μάτια όλους αυτούς που φανταζόταν δυνατούς εκείνες τις μέρες που τα τανκς επιβάλανε τον νόμο τους κι οι πατριώτες περίμεναν ν’ ακούσουν μια φωνή για να κρατηθούν. Θα ’πρεπε ίσως να προφυλάξω αυτή τη φωνή απ’ την καθημερινή μείωση, όμως, όπως είπα και στην αρχή, έμεινα πάνω απ’ όλα ένας απλός στρατιώτης στις τάξεις του λαϊκού μας κινήματος, γι’ αυτό κι εγώ με τη σειρά μου τσαλαπατάω ό,τι καλύτερο είχα μέσα μου. Τη δήλωση αυτή τη θεωρώ αναγκαία -πολλές φορές σκέφτηκα ν’ αποσυρθώ- ίσως γιατί κατορθώνει να με βοηθάει να παραμείνω όσο διάστημα θα είναι ωφέλιμο στο πλευρό των συντρόφων μου.

 

Η ίδρυση της Ενωμένης Αριστεράς

Μου τηλεφωνεί ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, για να μου πει εκ μέρους του Ηλιού ότι έγινε η ενότητα των δυνάμεων της Αριστερός, και να λάβω ισότιμα μέρος. Και έτσι επέστρεψα.

Αφού συναντήθηκα με τον Ηλιού, μου είπε ότι το ΚΚΕ συμφώνησε να συμπορευτεί υπό την προϋπόθεση ότι το ΚΚΕ Εσωτερικού, μετά από συνεννοήσεις με τον Κύρκο, τον Φιλίνη και τον Δρακόπουλο, θα έπρεπε να απαλείψει την προσθήκη «Εσωτερικού» κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα. Το άλλο σκέλος ήταν η ΕΔΑ (Ηλιού), ενώ το ΚΚΕ εκπροσωπούσαν ο Φλωράκης και ο Καλούδης, και το ΚΚΕ Εσωτερικού ο Κύρκος και ο Φιλίνης. Εμείς (Θεοδωράκης, Ηλιόπουλος, Νάσης) συμμετείχαμε ως προσωπικότητες της Αριστεράς.

Έτσι δημιουργήσαμε την Ενωμένη Αριστερά προκειμένου να κατεβούμε ενιαία στις εκλογές. Αναγκάστηκα να ανοίξω γραφείο δικό μου στην οδό Ιπποκράτους, διότι συμφωνήθηκε ότι η κάθε μερίδα απ’ τις πέντε ήταν τυπικά ισότιμη. Ήταν ευκαιρία να δούμε τους πολιτικούς μας φίλους και το γραφείο μου αυτό εκ των πραγμάτων έγινε το κέντρο συναντήσεως όλων, διότι κανείς δεν πήγαινε στους άλλους. Είχαμε το σπίτι του Ηλιού όπου συνεδρίαζε η ηγεσία, αλλά οι άλλες διεργασίες γίνονταν στο δικό μου γραφείο, που ήταν το μέρος συναντήσεως των ανθρώπων που δεν έλεγαν καλημέρα μεταξύ τους. Εκεί είχαμε επεισόδιο όταν ο Δρακόπουλος πήγε στη Λάρισα και ενώ θα έπρεπε να μιλήσει ως μέλος της Ενωμένης Αριστεράς, άρχισε να μιλάει ως ΚΚΕ Εσωτερικού. Αυτό θεωρήθηκε παρασπονδία και την άλλη μέρα ο Λουλές νοίκιασε αυτοκίνητα και με ντουντούκες φώναζαν εναντίον του Μπάμπη Δρακόπουλου! Άρχισε εμφύλιος πόλεμος και τότε θυμάμαι έγινε μια συζήτηση οξύτατη στο σπίτι του Ηλιού, όπου ο Κύρκος άρχισε να λέει για τα δικαιώματα που έπρεπε να έχει το ΚΚ Εσωτερικού, οπότε ο Φλωράκης απάντησε: «Εγώ τη λέξη “Εσωτερικό” δεν την ξέρω, φεύγω». Λέω: «Κάτσε, Χαρίλαε, να τα λύσουμε τα θέματα αυτά». Γυρίζει σε μένα ο Κύρκος λέγοντάς μου: «Πώς το δέχεσαι εσύ, εμείς που αντιπροσωπεύουμε ένα ολόκληρο κόμμα να μη μπορούμε να πούμε το όνομά μας;» «Εσείς το δεχτήκατε, εσείς υπογράψατε, εσείς κάνατε τη συμφωνία. Δεν την έκανα εγώ. Ο Χαρίλαος και ο Καλούδης έχουν δίκιο. Διότι ξεκίνησαν να κάνουν την Ενωμένη Αριστερά αφού εσείς συμφωνήσατε να μη συμμετάσχετε ως ΚΚΕ Εσωτερικού αλλά απλώς σαν μέλη της Ενωμένης Αριστεράς. Ούτε το ΚΚΕ θα δήλωνε προεκλογικά ΚΚΕ. Θα είμαστε όλοι Ενωμένη Αριστερά. Τα κομματικά τα βάλαμε στην μπάντα. Πώς θέλεις τώρα να βάλουμε το ΚΚΕ Εσωτερικού αυτή τη στιγμή από το παράθυρο;»

Κάπως τα βρήκαμε αλλά ήταν κάτι που δεν καταλάβαινα και μ’ έφερνε πιο κοντά στο ΚΚΕ αυτή η συνεχής παρασπονδία απ’ τη μεριά του ΚΚΕ Εσωτερικού. Αυτό ήταν απαράδεκτο, διότι η συμφωνία μας ήταν συγκεκριμένη. Τότε είπε ο Φλωράκης: «Επειδή υπάρχουν τέτοια κρούσματα -του ΚΚΕ Εσωτερικού-, να δημοσιευτεί το πρακτικό στον Ριζοσπάστη και στις άλλες εφημερίδες για να καταλάβουν τέλος πάντων και οι οπαδοί τι συμφωνία κάναμε». Είχαμε την τελική συγκέντρωση, Τετάρτη εμείς, Πέμπτη ο Παπανδρέου. Στην πλατεία Συντάγματος. Έρχονται στο γραφείο μου ο Καλούδης και ο Φιλίνης, να συζητήσουμε για το περίφημο πρωτόκολλο, αν θα το δημοσιεύσουμε πριν ή μετά. Επέμενε ο Καλούδης να δημοσιευτεί πριν τη συγκέντρωση, εκείνοι οι οποίοι δεν ήθελαν να φανεί ότι υποχώρησαν και υπέγραψαν ζητούσαν να βγει μετά τη συγκέντρωση, δεν συμφώνησαν, και έφυγαν με απειλές. Μαθαίνω μετά μια ώρα ότι πράγματι έχουν κατέβει στις συνοικίες με πολύ άγριες διαθέσεις και ξεσηκώνουν τον κόσμο οι μεν εναντίον των δε για να γίνει μάχη μεταξύ των δύο παρατάξεων. Τώρα, σκέφτηκα, δεν υπάρχει παρά μόνο μια λύση. Η Σοβιετική Πρεσβεία. Θα καταλήξουμε εκεί. Και πράγματι πήρα ραντεβού αμέσως. Με δέχτηκε ο ίδιος ο πρέσβης. Του λέω: «Κοιτάξτε, ξέρετε καλά ποια είναι η στάση μου απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, αλλά αυτή τη στιγμή θέλω την παρέμβασή σας». Μου λέει: «Τι συμβαίνει;» «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν διαφωνήσει. Αύριο είναι η μεγάλη συγκέντρωση . Εάν πραγματικά πραγματοποιηθούν τα σχέδιά τους και γίνει σύγκρουση στη πλατεία Συντάγματος, τότε έχει τελειώσει η Αριστερά στην Ελλάδα», του απαντώ. «Και τι να κάνω;». «Μιλήστε με το ΚΚΕ, που έχετε άριστες σχέσεις» απαντώ, «επίσης στον Ηλιού, ώστε να πείσει τους άλλους, και παρακαλώ πολύ να τους πείτε ότι τους περιμένω στο γραφείο μου από τις έξι και μετά. Για να βρούμε καμία φόρμουλα». «Θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν», μου είπε, κλείνοντας τη συζήτηση.

Και έφυγα. Σε λίγο πράγματι με παίρνει τηλέφωνο ο Καλούδης: «Μίκη, να ’ρθούμε να τα πούμε;» Απαντώ ναι. Ήρθαν και οι άλλοι και βρέθηκε κάποια φόρμουλα, να γίνουν όλα ομαλά, περάσαμε στις λεπτομέρειες της συγκέντρωσης, είπαμε να γίνει προσυγκέντρωση στα εκλογικά γραφεία στην οδό Σταδίου απέναντι από το Αρσάκειο και να προχωρήσουμε μετά με τα πόδια, η ηγεσία της Ενωμένης Αριστεράς, προς το Σύνταγμα. Εκεί θ’ ανέβουν στην εξέδρα μόνο μέλη της ηγεσίας της Ενωμένης Αριστερός. Πρέπει να πω εδώ ότι το κάθε κόμμα είχε ορίσει ποιοι θα είναι μέλη της ηγεσίας της Ενωμένης Αριστεράς. Το ΚΚΕ είχε τον Φλωράκη. Το ΚΚΕ Εσωτερικού δεν πρότεινε τον Δρακόπουλο. Είχε επιλέξει τον Κύρκο και τον Φιλίνη. Οπότε όταν ξεκίνησε η ηγεσία προς το Σύνταγμα να και ο Δρακόπουλος στην ηγετική ομάδα της Ενωμένης Αριστεράς. Μου λέει ο Φλωράκης: «Μίκη, ή φεύγει αυτός ή φεύγω εγώ». Πηγαίνω προς τον Δρακόπουλο, που ο Κύρκος και ο Φιλίνης τον έχουν βάλει στη μέση και τον κρατούσαν αγκαλιά, και του λέω: «Μπάμπη, όπως γνωρίζεις η συμφωνία μας είναι να βρίσκονται εδώ μόνο τα μέλη της ηγεσίας. Εσύ δεν είσαι μέλος της ηγεσίας». «Πώς δεν είμαι; Δεν είμαι ο Γραμματέας του Εσωτερικού;». «Ναι! Αλλά όχι και μέλος της ηγεσίας της Ενωμένης Αριστεράς. Να φύγεις, σε παρακαλώ πολύ, δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις. Είδαμε και πάθαμε να μην έχουμε επεισόδια, και τώρα που πάνε όλα μια χαρά…». Γυρίζω πίσω στον Φλωράκη και του λέω: «Χαρίλαε, κοίταξε, είσαι και ψηλός, σε βλέπουν, τον Μπάμπη δεν τον βλέπει κανένας. Τι να κάνουμε τώρα;». Μου λέει: «Ναι, αλλά δεν θ’ ανέβει στην εξέδρα. Αν ανέβει είναι η τελευταία μου υποχώρηση. Εγώ θα πάρω το μικρόφωνο, θα καλέσω τους δικούς μου και θα φύγω».

Έκανα ό,τι ήταν δυνατό να μην αφήσω τον Μπάμπη να ανέβει, ανέβηκε όμως τελικά, στην άλλη άκρη της εξέδρας, οπότε είχα έναν Φλωράκη έξαλλο, που κάθε στιγμή ήθελε να φύγει, να κάθομαι να του μιλάω, να του λέω διάφορα πράγματα, γιατί καταλάβαινα ότι ήταν δικαιολογημένα αγανακτισμένος, και την ώρα που μιλούσε ο Ηλιού η τηλεόραση έδειχνε εμένα συνεχώς να συζητώ με τον Φλωράκη! Φαίνεται ότι αυτό προκάλεσε μια σκιά στη σχέση μου με τον Ηλιού, γιατί του είπαν όλοι: «Την ώρα που μιλούσες εσύ, ο Θεοδωράκης δεν σε πρόσεχε». Πού να ήξεραν όμως ότι εκείνη τη στιγμή προσπαθούσα να πείσω τον Φλωράκη να μην πάρει τους δικούς του να φύγει και έχουμε τη διάλυση της Αριστεράς;

1974-11-13, Ομιλία του Μ.Θ. στο Σύνταγμα στη προεκλογική συγκέντρωση της Ενωμένης Αριστεράς

Για τη σοσιαλιστική προοπτική

Η Προεκλογική ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στην Κοκκινιά όπου κατήλθε υποψήφιος της Ενωμένης Αριστεράς (Β’ Πειραιώς) στα μέσα Νοεμβρίου 1974.

Λαέ, γι’ άλλη μία φορά μέσα στην ταραγμένη ιστορία της χώρας μας, η ελληνική Αριστερά έδειξε περίτρανα πως είναι η βασική δύναμη της δημοκρατίας. Οι καιροί είναι δύσκολοι και η ευθύνη σου, λαέ, είναι πάρα πολύ μεγάλη για το τι θα συμβεί αύριο στη χώρα μας. Γι’ αυτό, πριν αποφασίσεις, σκέψου σωστά. Χωρίς φανατισμούς και αυταπάτες. Πάτα γερά πάνω στην πραγματικότητα. Άκουσε, εξέτασε, ζύγισε, κρίνε, αποφάσισε.

Από την απόφασή σου θα εξαρτηθεί το μέλλον της χώρας. Μην ξεχνάς από πού βγαίνουμε, από ποια κόλαση, από ποια ζούγκλα. Μην ξεχνάς πως οι μηχανισμοί, ξένοι και ντόπιοι, που γέννησαν την κόλαση και τη ζούγκλα παραμένουν σχεδόν άθικτοι. Έτσι ώστε να προχωράς πάνω σε ναρκοθετημένο έδαφος. Γι’ αυτό και κάθε βήμα σου μπορεί να έχει τεράστια σημασία. Μην παρασυρθείς. Μην ξεχαστείς. Βλέπε σωστά και προχώρα. Θα απαιτήσουμε μέσα στη Βουλή να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι και οι συνένοχοι της δικτατορίας. Θα προτείνουμε να συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα ειδικό άρθρο που να προβλέπει την ποινή του θανάτου για κείνον ή για κείνους που θα τολμήσουν: ι. Να αγγίξουν τις ελευθερίες του λαού. 2. Να ανατρέψουν τη Δημοκρατία. 3• Να βάλουν σε κίνδυνο την Εθνική Ανεξαρτησία. Θα απαιτήσουμε την ποινή του θανάτου για τους αρχιβασανιστές καθώς και για κείνους που εκτέλεσαν τα παιδιά μας στις μέρες του Νοέμβρη. Τέλος θα απαιτήσουμε βαριές ποινές για τους οικονομικούς συνεργάτες τους με παράλληλη δήμευση της περιουσίας τους, όπως επίσης θα παλέψουμε μέσα κι έξω από τη Βουλή με όλα μας τα μέσα για την κατάργηση της μοναρχίας.

Για το θέμα της μοναρχίας η Αριστερά είχε πάντα σαφή θέση: Πρόκειται για σύστημα αναχρονιστικό και προσβλητικό για τον λαό. Όσον αφορά την ελληνική δυναστεία, αποτέλεσε πάντα κέντρο συνωμοσιών και πηγή δεινών κατά του λαού. Πάνω στο πρόβλημα αυτό νομίζω ότι μας χωρίζουν μεγάλες διαφορές με τον κ. Μαύρο και τον κ. Παπανδρέου. Αυτοί ανήκουν σε μία τάξη και σε μία παράταξη που συμβιβάστηκε πολλές φορές με τον Θρόνο. Και αν σήμερα κραυγάζουν κατά της μοναρχίας, παρ’ όλο που χαιρόμαστε γι’ αυτό, δεν μπορούμε να μη δούμε επίσης και τον προεκλογικό-ψηφοθηρικό χαρακτήρα αυτής της εκστρατείας. Ενώ η δική μας στάση έχει καθαρότατη βάση. Η Αριστερά δεν συμβιβάστηκε και δεν θα συμβιβαστεί ποτέ με τη μοναρχία.

Όμως τι ήταν η χούντα; Ποιος τη γέννησε; Ποιος την έθρεψε; Με το Δόγμα Τρούμαν, όπως ξέρετε, ήρθαν στη χώρα μας οι Αμερικανοί. Ποιος τους έφερε, με ποιους συνεργάστηκαν σας είναι γνωστό. Πάσχισαν όλοι μαζί να πείσουν τον λαό πως ο κομμουνισμός και η Αριστερά αποτελούν εθνικό κίνδυνο και πως οι σωτήρες της ελευθερίας είναι οι Αμερικανοί, ο «ελεύθερος κόσμος», ο αμερικανόφιλος πολιτικός κόσμος, οι δεξιοί, οι «εθνικόφρονες», οι αμερικανόφιλοι αξιωματικοί. Τη χούντα λοιπόν μας την έφεραν όλοι αυτοί που μας κυβέρνησαν. Η ελληνική ολιγαρχία, οι Αμερικανοί, τα ξένα μονοπώλια, ο ελληνικός φασισμός. Πολλοί απ’ αυτούς που σήμερα βρίσκονται στο στρατόπεδο της δημοκρατίας δεν έβλεπαν σωστά πριν από τη δικτατορία. Υποτιμούσαν τους κινδύνους, διασπούσαν τις λαϊκές δυνάμεις και προ παντός σκορπούσαν τη γνωστή θεωρία πως η Αριστερά πρέπει να μείνει στη γωνία. Ώστε σήμερα η ανάδειξη της Αριστερός σε κύρια δύναμη της Δημοκρατίας δεν είναι μόνο πολιτική αναγκαιότητα αλλά και ηθική δικαίωση.

Ποια μπορεί να είναι κάθε φορά η προοπτική ; Η νεότερη ιστορία μας έδειξε πως η ελληνική ολιγαρχία και οι ξένοι συνεταίροι της είναι σκληροί και αδίστακτοι. Δεν θα αφήσουν τόσο εύκολα να τους πάρουν τα προνόμιά τους. Γι’ αυτό ο αγώνας προμηνύεται σκληρός και πολύχρονος. Και θα ’ταν πραγματικά αστείο να πούμε ότι αυτή η Μαύρη Εξουσία -που εμείς κονταροχτυπιόμαστε μαζί της 50 χρόνια τώρα- θα ρίξει τα όπλα της γιατί μερικοί ισχυρίζονται ότι αποτελούν το γνήσιο λαϊκό κίνημα που προχωρεί με την ψήφο στο χέρι προς την Εξουσία. Σήμερα λοιπόν το πρώτο που ζητάμε είναι να εξασφαλιστούμε ότι δεν θα έρθουν ποτέ πια τα τανκς. Για να γίνει αυτό δεν φτάνει να λες «δεν θα ξανάρθουν τα τανκς», αλλά να δουλεύεις πραγματικά για να μην ξανάρθουν.

Τι μπορεί να ξαναφέρει τα τανκς; 1. Ο αποπροσανατολισμός του λαού. 2. Η μετάθεση των στόχων. 3. Η δημιουργία ψεύτικων εντυπώσεων. 4. Η καλλιέργεια ψεύτικων ελπίδων. 5. Η διαίρεση των πρωτοπόρων λαϊκών δυνάμεων.

Τι μπορεί να εμποδίσει τα τανκς; 1. Η οργάνωση του λαού σε σωστές βάσεις. 2. Η διαφώτιση του λαού. 3. Η πάλη για την ενότητα του λαού κατά της χούντας, 4. Να λες πάντα την αλήθεια στον λαό. 5. Να οργανώνεις τον λαό πάνω σε δοκιμασμένες αρχές.

To ΠΑΣΟΚ μας λέει ότι πάει να εγκαθιδρύσει αύριο σοσιαλισμό. Κι αυτά δεν λέγονται ούτε στην Τανζανία ούτε στην Μπανανία. Λέγονται στην Ελλάδα του 1974. Αυτή την Ελλάδα που πέρασε από το 1936, το 1940-44, το 1946-49 και το 1967-1974. Αυτοί οι αριθμοί φτάνουν για ν’ ανατριχιάσεις. Φτάνουν για να δεις όλο το πραγματικό επαναστατικό λαϊκό κίνημα με τα εκατομμύρια μέλη, τους δεκάδες χιλιάδες ένοπλους μαχητές και ατσάλινους αγωνιστές. Το επαναστατικό κίνημα που έχυσε ποτάμια αίμα για να επιβάλει τη λαϊκή κυριαρχία. Και κάθε φορά ήρθαν το σίδερο, το ναπάλμ και ο θάνατος για να το σταματήσουν.

Τι είναι όμως σοσιαλισμός; Ο σοσιαλισμός δεν είναι μια κυβέρνηση που βγάζει διατάγματα και προκαλεί διάφορες γενικά κοινωνικές αλλαγές. Ο σοσιαλισμός είναι βίωμα. Είναι στάση ζωής. Αφορά ολόκληρη την ύπαρξή μας. Αγγίζει όλη τη δομή του ανθρώπου. Ανασκαλεύει τα θεμέλια της προσωπικότητας. Γιατί ο εγωιστής γίνεται αλτρουιστής. Το Εγώ γίνεται Εμείς. Ο άνθρωπος δεν ολοκληρώνεται παρά μονάχα μέσα στον άλλο. Το κοινωνικό σύνολο παύει να είναι ζούγκλα με νόμο το κέρδος και την εκμετάλλευση και γίνεται σύνολο αρμονικό με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον. Ο καθένας δίνει αυτό που μπορεί να προσφέρει και παίρνει τόσο όσο έχει ανάγκη να πάρει. Κριτής για την ανταλλαγή μονάχα η συνείδηση.

Ώστε ο σοσιαλισμός σημαίνει καινούρια συνείδηση. Έτσι αρχίζει η οργάνωση της κοινωνίας σε νέες βάσεις. Όλα ανήκουν σε όλους. Έτσι ο καθένας γίνεται υπεύθυνος. Γίνεται τελειωτικά και ολοκληρωτικά ελεύθερος. Γιατί κανείς δεν αποφασίζει για τον άλλο. Αλλά όλοι για όλους. Ο άνθρωπος γίνεται για πρώτη φορά άνθρωπος. Και γίνεται άνθρωπος γιατί για πρώτη φορά μπορεί πια να δοθεί ανεπιφύλακτα και απεριόριστα στο ανθρώπινο στοιχείο που έχει μέσα του. Γιατί ό,τι έχει σχέση μόνο με τη βιολογική ανάγκη ανήκει και στο κτήνος.

Η σοσιαλιστική κοινωνία λύνει συνεχώς όλα τα προβλήματα που έχουν σχέση με την «ανάγκη». Τα άγχη της εργασίας, της υγείας, της μόρφωσης γίνονται δικαιώματα. Ο άνθρωπος απελευθερώνεται προοδευτικά από τα χίλια δεσμά του. Βάζει τη μηχανή στην υπηρεσία του. Μειώνεται συνέχεια ο χρόνος που απασχολείται στην παραγωγή. Έτσι μπορεί να δίνεται όλο και πιο πολύ στο ανθρώπινο στοιχείο που έχει μέσα του, δηλαδή στην επιστημονική σκέψη, στην πνευματική αναζήτηση και στην καλλιτεχνική τελείωση.

Ο σοσιαλισμός είναι η κοινωνία που εναρμονίζει τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Μετατρέπει τις αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις σε αντιθέσεις ανάμεσα στο σύνολο και τη Φύση, για να της αποσπάσουμε όλο και πιο πολλά πλούτη, όλο και πιο πολλά μυστικά για να μπουν στην υπηρεσία της προόδου. Ώστε να υπάρξει τροφή για όλους, υγεία για όλους, παιδεία για όλους, πολιτισμός για όλους. Και όταν λυθούν όλα τα βασικά προβλήματα, τότε ο άνθρωπος απελευθερωμένος από όλα τα δεσμό θα μπορέσει να δοθεί ολόκληρος στη δημιουργία ενός καινούριου πανανθρώπινου πολιτισμού.

Να λοιπόν ποιο είναι το σοσιαλιστικό όραμα. Πώς όμως θα πραγματοποιηθεί; Θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν το γνωρίσει καλά και το απαιτήσει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Τον σοσιαλισμό δεν τον πραγματώνει ένας ηγέτης ή μια ομάδα πολιτών, μόνο ο λαός τον εφαρμόζει. Ο σοσιαλισμός είναι το κατ’ εξοχήν λαϊκό κίνημα, που σημαίνει ότι ο σπόρος της ιδεολογίας άπλωσε ρίζες μέσα σε χιλιάδες ανθρώπους, κι αυτοί σαν μοχλοί της ιστορίας προχωρούν στην εφαρμογή του. Αυτή λοιπόν είναι η μία προϋπόθεση: δηλαδή η βαθιά ιδεολογική ωρίμανση και προετοιμασία.

Εμείς με την αντιστασιακή δράση μας -μέσα κι έξω από την Ελλάδα- κάναμε το παν για να μην ξανάρθει ο Καραμανλής ή όποιος άλλος πολιτικός δεμένος με τους Αμερικανούς. Και ο μόνος τρόπος γι’ αυτό ήταν να δημιουργήσουμε ένα νέο ΕΑΜ. Ποιος είναι αυτός που σαμποτάρισε τη δημιουργία του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου; Αν είχαμε όμως δημιουργήσει τότε την ενότητα όλων των αντιστασιακών δυνάμεων δεν θα είχαμε σήμερα τη «λύση Καραμανλή». Θα είχαμε λύση λαϊκή, λύση επαναστατική. Ποιος είναι λοιπόν ουσιαστικά αντικαραμανλικός; Ο Παπανδρέου χτυπάει τον Καραμανλή σήμερα ενώ χτες έκανε -με τη διάσπαση- ό,τι ήταν δυνατόν για να τον φέρει. Ενώ εμείς κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν για να τον αποφύγουμε με τη συνεπή αντιστασιακή δράση και τις προσπάθειες για ενότητα.

Με μια δυνατή Αριστερά, υπεύθυνη, συνετή και ατρόμητη σε όλες τις δοκιμασίες, ο λαός μας θα είναι βέβαιος ότι στα κρίσιμα θέματα της εθνικής μας πολιτικής θα υπάρξει ευθύνη και σύνεση, όπως στα θέματα της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων θα υπάρξει συνέπεια και αποφασιστικότητα. Η καλύτερη εγγύηση για να αποφύγουμε τις ανεύθυνες προβοκάτσιες. Για να περιφρουρήσουμε όσες ελευθερίες αποκτήσαμε και να κατακτήσουμε καινούριες. Για να προχωρήσουμε στον δρόμο της εκκαθάρισης του κράτους και του στρατού, στον δρόμο της εθνικής ανεξαρτησίας και παράλληλα ν’ ανεβάζουμε το βιοτικό μας επίπεδο. Για να κατακτούμε συνεχώς καλύτερες συνθήκες εργασίας, διαβίωσης, μόρφωσης, πολιτισμού, ψυχαγωγίας και να εξασφαλίζουμε όλο και περισσότερες ελευθερίες και δικαιώματα. Για να υπερασπίζουμε, να ανανεώνουμε και να επεκτείνουμε τις πολιτιστικές μας αξίες. Για να κατοχυρώνουμε όλο και περισσότερα δικαιώματα στην ελληνική νεολαία ανοίγοντάς της νέους ορίζοντες. Τέλος, για να προετοιμάσουμε μεθοδικά και υπεύθυνα τη λαϊκή κυριαρχία. Για όλ’ αυτά χρειάζεται να υπάρξει μια δυνατή Ενωμένη Αριστερά. Χρειάζεται η Ενωμένη Αριστερά να γίνει η μεγάλη παράταξη του εργαζόμενου λαού και η αγωνιστική έπαλξη της ελληνικής νεολαίας. Ο άνθρωπος και πολύ περισσότερο ο σύγχρονος Έλληνας δίνει μια μεγάλη ιστορική μάχη. Οι τεράστιες δυνατότητες που του προσφέρει η σύγχρονη τεχνική του αποκάλυψαν -και του αποκαλύπτουν καθημερινά- σε πόσο υψηλή βαθμίδα πρέπει να τοποθετήσουμε τον άνθρωπο, αυτό το τέλειο δημιούργημα.

Έλληνες πατριώτες! Έλληνες δημοκράτες! Ατίθασα νιάτα της Ελλάδας! Πιστεύουμε βαθιά ότι μια καινούρια ζωή ανοίγει για όλο τον λαό μας. Φτάνει να προσέξουμε αυτά τα βήματα. Τα σημερινά και τα αυριανά. Όταν περάσουμε αυτές τις δυσκολίες θα δούμε ξαφνικά μπροστά μας έναν ολοπράσινο κάμπο γεμάτο κόκκινες παπαρούνες: Είναι η Ελλάδα! Η ανθισμένη Ελλάδα της Παλλαϊκής Εξουσίας! Τότε θα τρέξουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να κερδίσουμε τον χρόνο που χάσαμε με τις δικτατορίες, τις φυλακές, τα στρατόπεδα, τα βασανιστήρια. Και γιατί έτσι μας προστάζουν όλοι οι συναγωνιστές μας που έπεσαν για τη λευτεριά και την ευτυχία του λαού μας!

 

[Τελικά βουλευτής στην ίδια περιφέρεια εκλέχτηκε ο Δημήτρης Γόντικας, συγκεντρώνοντας 17.000 σταυρούς. Ο Θεοδωράκης, έλαβε 14.000 ψήφους και δεν εκλέγηκε.]

[Στις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά την πτώση της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας της 17ης Νοεμβρίου 1974, Το νεοϊδρυθέν κόμμα του Κ.Καραμανλή, η Νέα Δημοκρατία, πήρε το 54,37% των ψήφων και 219 έδρες στη Βουλή. Ακολούθησαν η Ένωση Κέντρου με 20,42% και 60 έδρες, το ΠΑΣΟΚ με 13,58% και 13 έδρες, και η Ενωμένη Αριστεράμε 9,47% (464.787 ψήφους) και 8 έδρες.]

 

Μετά μία εβδομάδα, ήλθε στο Βραχάτι ο Φλωράκης. Ο οποίος μου είπε ότι συνήλθε η Κεντρική Επιτροπή και έκανε αυτοκριτική, και παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος που δεν βγήκα βουλευτής. «Αλλά αυτό οφείλεται βασικά σε σένα, διότι δεν ζήτησες από μας να σε υποστηρίξουμε».

Back To Top