Τα ενενήντα (90) χρόνια τού Μίκη γιορτάζονται όχι μόνο σε όλη τη χώρα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, όπου υπάρχει ελληνική κοινότητα. Απ’ όπου και να το κοιτάξεις, αυτή η μαζική συμμετοχή στο γεγονός, είναι η μεγαλύτερη δικαίωση για έναν δημιουργό, αυτού τού βεληνεκούς.
Τον παρατηρώ τώρα, αυτόν τον «ουρανομήκη» όπως τον λένε οι φίλοι του, ως υπερήλικα μέντορα, μέσα στην κατάλευκη χαίτη του, τις αργές κινήσεις του, την κουρασμένη ομιλία, τη δυσκολία τού σώματος να τον έχει καταβάλλει… Ωστόσο, πάντα παίρνει μέρος στη λειτουργία τής πολιτικής, ανεξάρτητα αν η απήχηση των πολιτικών θέσεών του περιορίζεται και δεν επηρεάζει πια, όσο παλαιότερα, πολλούς από τους συμπολίτες μας.
Η ενενηντάχρονη ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος σε όλη του τη ζωή λόγω επαγγέλματος είναι συνεχώς εκτεθειμένος σε δημόσια θέα, δεν είναι δυνατόν να μην έχει… ψεγάδια και «περίεργες» στιγμές. Για να το σκεφτούμε πιο προσεκτικά: Γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1925, σε εποχές που όλα ήταν διαφορετικά, σε μια χώρα, σε έναν ελληνικό κόσμο, που λίγο πριν είχε δεχτεί εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και οι πληγές των μεγαλοϊδεατικών πολέμων είχαν φτωχοποιήσει τη χώρα. Άλλος κόσμος, άλλη χώρα… Η συνέχεια της ιστορίας συνέχισε τραγική και μελαγχολική, με δικτατορίες και την δύνη τού Δεύτερου παγκόσμιου, των ανελέητων εξελίξεων, μην τα ξαναλέμε… Αυτές οι γενιές λοιπόν πέρασαν από φωτιά και σίδερο. Ίσως γι αυτό και οι ποιητές τής γενιάς του ’30, γι αυτό και οι φλόγες των Θεοδωράκη-Χατζιδάκι από τη δεκαετία τού τέλους του ’40, μετασχηματίστηκαν σε τεράστιες φωτιές, που μεταφέρθηκαν στις γενιές ως πνευματική τροφή. Σε μιαν εποχή όπου ο κόσμος (ο λαός) είχε ανάγκη από έναν εναλλακτικό πολιτισμό κι από μιαν άλλη μεταρρυθμιστική κατεύθυνση κι ανάπτυξη. Ιδιαίτερα η δεκαετία τού ‘ 60, έχει όλα τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν αυτή την πολιτιστική αναγέννηση.
Ο Μίκης (παράλληλα με τον Μάνο) είναι ο πολιτιστικός μέντορας εκείνων των καιρών που, σε συνδυασμό με τις τότε πολιτικές του θεωρίες και πράξεις, έγινε σύμβολο αγώνων και άλλων οραμάτων…
Τον ενενηντάχρονο Μίκη τον αισθανθήκαμε ως μέντορα, ως φίλο, ως πατέρα, ως σύντροφο (με τη φιλοσοφική έννοια). Από παλιά ήταν συνδεδεμένος άρρηκτα με τον κόσμο και ο ίδιος ένιωσε πως αυτός ο λαός είναι το σημείο που τον συνδέει με τα χώματα και τη ιστορία τής χώρας. Από τη δεκαετία τού ’60, μέσα από τα τραγούδια του, τους δίσκους, τις συναυλίες, τις περιοδείες, τα βιβλία, τις συνεντεύξεις, τις απόψεις, τις προσωπικές μνήμες του, τις πολιτικές του πρωτοβουλίες, σε τόσα θέματα που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τον κόσμο, δεν σταμάτησε ποτέ να μας απασχολεί και να μας κεντρίζει το ενδιαφέρον γύρω απ’ ό,τι εξέπεμπε. Με αυτή την έννοια, πολλοί εξ’ ημών (μεταξύ αυτών και η αφεντιά μου) αισθανθήκαμε «μαθητές του» και αυτή την αίσθηση δεν την εγκαταλείψαμε ποτέ, ανεξάρτητα εάν, με το πέρασμα των δεκαετιών, η ταύτιση με εκείνον, τόσο στο ιδεολογικό, όσο και στο μουσικό μέρος, έχει διαφοροποιηθεί αρκετά…
Τον γνωρίζω προσωπικά από το μακρινό 1962, όταν ανέλαβα να αντικαταστήσω τον δάσκαλο Δημήτρη Φάμπα, στην κιθαριστική συνοδεία των τραγουδιών του στο θεατρικό έργο «Ο Όμηρος» (του ιρλανδού Μπέρταντ Μπήαν) στο Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, που παρουσιάζαμε παράλληλα τις νύχτες στη μπουάτ «Συμπόσιο», με τη Ντόρα Γιαννακοπούλου. Συμμετείχα σε συναυλίες του, το 1968 σε προετοιμασία των τραγουδιών Romancero Gitano που θα τραγουδούσε η Αρλέτα και που δεν έγινε ποτέ με εμένα στην κιθάρα, εκεί, στο παλαιό του σπίτι της Νέας Σμύρνης, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, όπου και εφρουρείτο από αστυνομικούς της Χούντας. Συμμετείχα σε κάποιες άλλες πρωτοβουλίες, συναντώντας τον και συζητώντας μαζί του πολλές φορές. Κρατάω λοιπόν το κλίμα τής οντότητας και της προσωπικότητάς του.
Ο Μίκης εξακολουθεί να είναι ογκόλιθος! Ένα τεράστιο κομμάτι τού μεταπολεμικού πολιτισμού, που καθόρισε την ίδια την Ελλάδα. Χάραξε μουσικούς δρόμους και εναπόθεσε τα έργα του στο πολιτιστικό μας υποσυνείδητο, όπου και έγιναν κλώνοι για να κρατηθούμε εμείς οι… παλαιότεροι. Ο ενενηντάχρονος, τώρα, με το εύθραυστο, κουρασμένο, αλλά πάντα ψηλό παράστημα, με τα χαρακτηριστικά τού υπερήλικα, αλλά πάντα με οξύ πνεύμα, μας αποτρέπει από το να τον θεωρούμε «γέροντα»! Αντιθέτως, τον θεωρούμε ενεργό μέλος τής κοινωνίας των πολιτών. Με τα έργα του, τα τραγούδια του, όλα όσα ακόμα και σήμερα εκφράζουν την άνυδρη εποχή τής φτώχιας και της ανεργίας, να υπάρχουν για να «τρεφόμαστε»-ξεδιψάμε-ονειρευόμαστε-στοχαζόμαστε-ψυχαγωγούμαστε-θυμόμαστε-συγκινούμαστε! Εξακολουθεί το έργο του να στέκεται στα πόδια του ισχυρό, υπερήφανο, να έχει ξεπεράσει την αρχική ταξική και αριστερή πολιτική του μήτρα και να έχει κατακτήσει πολίτες από όλο το πολιτικό και κομματικό φάσμα. Έγινε το τραγούδι όλων των Ελλήνων!
Οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου για τον ενενηντάχρονο Μίκη δεν τελειώνουν εδώ ασφαλώς. Θα εξακολουθώ να πίνω από το νερό τής αστείρευτης πηγής του, όσο θα ψάχνω το αχανές βάθος τής μουσικής του…
Σαν σήμερα, γεννήθηκε. Και αυτό είναι το πιο σπουδαίο δώρο που θα μπορούσε να μας κάνει όποιος θεός μάς τον έστειλε…
Πηγή: https://www.tar.gr/