skip to Main Content

Άρθρο του Μ.Θ. τον Αύγουστο 1993

Και στο βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη, τομ.Γ’ Εκδ. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2019, σελ. 249251

 

Το πρόβλημα της μελοποίησης ενός ποιητικού έργου είναι σύνθετο. Δεν φτάνει δηλαδή να βάζουμε σκέτες νότες κάτω από λέξεις για να πούμε ότι δημιουργήσαμε ένα «νέο έργο». Μήπως υπάρχουν κανόνες; Ευτυχώς όχι.

Μόνο το αποτέλεσμα δικαιώνει την προσπάθεια. Υπάρχουν ποιήματα που επιδέχονται και άλλα που δεν επιδέχονται μελοποίηση. Όμως ποιος θα το κρίνει;

Υπάρχει μουσική που «παντρεύεται» με την ποίηση και μουσική άσχετη με την ποίηση. Όμως ποιος θα το κρίνει; Σε κάθε εποχή οι συνθέτες εμπνεύσθηκαν από τους ποιητές. Έτσι γράφτηκαν τραγούδια (κι ανάμεσά τους τα γερμανικά λίντερ), ορατόρια, όπερες, συμφωνίες, λόγου χάρη η Ενάτη του Μπετόβεν. Σ’ αυτά τα έργα άλλοτε υπερισχύει η ποίηση, άλλοτε η μουσική. Άλλοτε γίνεται το θαύμα, δηλαδή ένα νέο έργο όπου ποίηση και μουσική γίνονται ένα.

Όμως η δική μας προσπάθεια είχε τη δική της ιδιαιτερότητα. Όλες οι άλλες ως σήμερα, απ’ ό,τι τουλάχιστον γνωρίζω, περιορίστηκαν μέσα στο πλαίσιο της έντεχνης μουσικής. Ήταν φυσικό μιας και στην ποίηση, όσο και στη μουσική, υπήρχε -και υπάρχει- πλήρης διαίρεση: από τη μια η έντεχνη, από την άλλη η λαϊκή.

Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι ποίηση και μουσική -συχνά και ο χορός- εμφανίστηκαν μαζί. Δεν έχουμε παρά να δούμε τη δική μας κληρονομιά. Δημοτική ποίηση, δημοτικό τραγούδι, δημοτικός χορός για αιώνες αποτελούν μιαν ενιαία και αδιαίρετη ενότητα. Ήταν τότε που ο λόγος και η μουσική λειτουργούσαν μέσα στον λαό.

Το έντεχνο και το ταξικό εμφανίζονται μαζί. Μια τάξη ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο λαό. Η κοινωνική διαίρεση επιβάλλει παντού τους διαχωρισμούς της. Και μαζί τις αντιθέσεις της. Διαίρεση-αντίθεση ανάμεσα στο χωριό και την πόλη. Την πνευματική και χειρωνακτική εργασία. Αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής κι αυτούς που πουλούν τον μόχθο τους. Αυτούς που αποφασίζουν κι αυτούς που εκτελούν. Στην ποίηση και τη μουσική η διαίρεση οδηγεί στην έντεχνη ποίηση και μουσική από τη μια πλευρά και στη λαϊκή από την άλλη. Με τις κοινωνικές αλλαγές, την τεχνολογική εξέλιξη, τα έντεχνα είδη προχωρούν με βήμα ραγδαίο ενώ τα λαϊκά καρκινοβατούν. Στις πιο πολλές χώρες χάνουν την επαφή με τη ζωντανή πραγματικότητα. Είναι η παράδοση που μπαίνει στο μουσείο. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο λαός -που έπαψε να έχει τη δική του λαϊκή τέχνη- εκφράζεται τώρα με την έντεχνη. Πραγματικά είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου η έντεχνη τέχνη βρίσκει απήχηση στις πλατιές μάζες. Και είναι παράξενο το φαινόμενο. Γιατί οι μάζες αυτές υποτίθεται ότι με τον καιρό είναι καλύτερα πληροφορημένες, σπουδαγμένες, καλλιεργημένες. Από την άλλη πλευρά τα MME βοηθούν το έντεχνο έργο να πάει παντού. Και όμως το χάσμα ανάμεσα στον λαό και τα έντεχνα έργα τέχνης μεγαλώνει. Αποτέλεσμα: ο λαός δεν έχει καλλιτεχνικό έργο για να ταυτιστεί μαζί του. Η Τέχνη δεν έχει κοινό για να συνδιαλεχτεί μαζί του. Εκτός από μικρές ομάδες εστέτ, που γίνονται όλο και πιο μικρές.

Στη χώρα μας πιστεύουμε ότι υπήρξε εξαίρεση σ’ αυτό τον γενικό κανόνα. Η πλειοψηφία του λαού μας χάρη στο τραγούδι -το δημοτικό και μετά το λαϊκό και τέλος το έντεχνο λαϊκό- είχε ένα εκφραστικό μέσο για να εκδηλώσει τον ψυχικό του κόσμο. Για να ταυτιστεί μαζί του. Τη στιγμή που το δημοτικό τραγούδι γινότανε παραδοσιακό ήρθε το λαϊκό. Και όταν το λαϊκό δεν ανταποκρινόταν πια απόλυτα στις καινούριες ιστορικές πραγματικότητες ήρθε το έντεχνο λαϊκό.

Με το έντεχνο λαϊκό τραγούδι αποφεύγεται η διάσπαση-διαίρεση ανάμεσα στη λαϊκή και την έντεχνη τέχνη. Δηλαδή έχουμε μια επάνοδο στη φυσική μορφή του τραγουδιού όταν ποίηση και μουσική αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο.

Τους άλλοτε ανώνυμους βάρδους τώρα τους έχουν αντικαταστήσει δόκιμοι ποιητές και συνθέτες. Όμως το έργο τους λειτουργεί-όπως άλλοτε το δημοτικό και το λαϊκό- μέσα στον λαό σαν γνήσιο λαϊκό έργο. Ο λαός αναγνωρίζεται μέσα στο σύγχρονο έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Ταυτίζεται μαζί του. Νομίζω ότι αυτό είναι το πραγματικό νόημα και η αληθινή διάσταση της έντεχνης ελληνικής μουσικής.

Είναι περιττό να προσθέσω ότι όλα δείχνουν πως αυτό το επαναστατικό φαινόμενο παραμένει περίπου άγνωστο σε κείνους τους πνευματικούς μας κύκλους που υποτίθεται ότι νοιάζονται για τις εξελίξεις της νεοελληνικής τέχνης.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η πολιτεία, το κράτος, ο Τύπος, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο και ό,τι έχει σχέση με την καλλιτεχνική και πνευματική ζωή της χώρας όχι μόνο αγνοούν αλλά και περιφρονούν, όταν δεν το χτυπούν ανοιχτά, το κίνημα της έντεχνης λαϊκής ελληνικής μουσικής.

Back To Top