skip to Main Content

Ομιλία του Θάνου Μικρούτσικου, 25/9/2007 στο Θέατρο Παλλάς

Δε θα αναφερθώ λεπτομερειακά στα συγκεκριμένα έργα του συμφωνιστή Μίκη Θεοδωράκη καθώς στη συνέχεια θα μιλήσουν ο σπουδαίος μαέστρος Μίλτος Λογιάδης και ο ιστορικός και κριτικός της μουσικής, ο φίλος μου Γιώργος Μονεμβασίτης. Ο δικός μου ρόλος είναι άλλος. Θέλω να καταθέσω από καρδιάς πώς εγώ αλλά και η γενιά μου έχουμε εισπράξει τον θυελλώδη αυτόν μουσικό και άνθρωπο.

Καταρχήν αγαπώ πολύ τον Μίκη Θεοδωράκη. Μη σκεφτεί κανείς να πει ότι τα χαρτιά είναι «σημαδεμένα» αφού έχω προσκληθεί να μιλήσω γι’ αυτόν. Ότι δε θα είμαι δηλαδή αντικειμενικός. Έχω κυριολεκτικά βαρεθεί όσους επιχειρούν κριτική, όχι μόνο στη μουσική αλλά και στην ποίηση και στη λογοτεχνία, πλησιάζοντας ψυχρά το έργο, πλησιάζοντας ψυχρά τον δημιουργό, για δήθεν λόγους αντικειμενικότητας. Πώς να κατανοήσεις, πώς να ξεκλειδώσεις ένα έργο τέχνης αν δεν αισθανθείς τρυφερότητα, αγάπη, απόλυτο σεβασμό για τον δημιουργό του. Στην περίπτωση που πλησιάσεις ψυχρά ένα έργο, σας διαβεβαιώνω πως δε θα μιλήσει ποτέ και σε κανέναν. Μπορείς να πεις πολλά λόγια, να περιγράφεις με μύριους τρόπους το έργο, αλλά την ουσία του δε θα την αγγίξεις ποτέ.

Και έχω επίσης βαρεθεί τη φοβερή υπάρχουσα τσιγκουνιά που κυκλοφορεί τα τελευταία χρόνια για ό,τι παράγεται στις μέρες μας. Δε μιλάμε, γιατί δήθεν θα μιλήσει ο χρόνος, θα μιλήσει το μέλλον. Ποιος είπε ότι μιλάει ο χρόνος; Άνθρωποι μιλάνε μέσα στον χρόνο, με ό,τι κουβαλάει ο καθένας τους, εμμονές, φιλοδοξίες, πρόσωπα που επηρεάζονται από την εκάστοτε συγκυρία.

Πρέπει να τολμήσουμε να ονοματίσουμε τους Μύθους του αύριο. Αρκετά πια με το παρελθόν και μάλιστα το απώτατο και τους μύθους του.

Είμαι παιδί του Μίκη Θεοδωράκη. Μην πάει ο νους σας στο κακό — εννοώ, πνευματικό παιδί του Μίκη Θεοδωράκη. Kαι έπαιζα όλα του τα τραγούδια στο πιάνο από δώδεκα δεκατριών χρονών. Το 1965 στην οδό Πειραιώς, στη Νεολαία Λαμπράκη, ήμουν σε απόσταση αναπνοής όταν έγραφε ή τον «Πέτρουλα» ή το «Χρυσοπράσινο Φύλλο» – δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, αλλά ήμουν σε δύο μέτρα απόσταση. Kαι τον παρακολουθούσα με δέος. Το 1967 έπαιζα πιάνο – η παρθενική μου εμφάνιση – συνοδεύοντας την Καίτη Χωματά, την πιο δημοφιλή τραγουδίστρια του Νέου Κύματος. Μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο ήμασταν τρεις νέοι άνθρωποι σε μια μπουάτ της εποχής, την «Παράγκα». Μια μέρα μάς ζήτησαν να προετοιμάσουμε κάποια τραγούδια του Μίκη γιατί θα έρθει να μας ακούσει. Είχαν μόλις κυκλοφορήσει τα τραγούδια του «Μαουτχάουζεν», με τη νεαρότατη τότε Μαρία Φαραντούρη, που είναι σήμερα μαζί μας. Έγιναν οι πρόβες και με πολλή αγωνία και τρακ τα παίξαμε παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη.

Ο Μίκης, μετά το τέλος της παράστασης ήρθε σ’ ένα είδος καμαρινιού που ήμασταν όλοι μαζί, με κοίταξε, με αγκάλιασε απ’ τους ώμους και μου είπε: «Βρε παιδί μου, εσύ πολύ ωραία τα έπαιξες στο πιάνο, είσαι καταπληκτικός πιανίστας». Έκανα να κοιμηθώ τρεις μέρες. Γιατί εμείς τότε ονοματίζαμε τους Μύθους μας.

Είμαι ένας ωφελημένος άνθρωπος από τη Δικτατορία. Η Χούντα με ωφέλησε. Γιατί με ωφέλησε; Γιατί από το ’65 μέχρι το ’69 όλα μου τα τραγούδια ήταν επηρεασμένα σε μεγάλο βαθμό από τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Ευτυχώς η λογοκρισία τα έκοβε λόγω των κειμένων Ρίτσου, Βάρναλη, Χικμέτ και άλλων, κι έτσι μου δόθηκε το περιθώριο να αποχτήσω έναν προσωπικό ήχο αφού οι πόρτες άνοιξαν με τη μεταπολίτευση του 1974.

Η σύνδεσή μας έγινε στενότερη όταν αυτός ήταν εξόριστος κι εγώ του έκανα τις πρώτες εκτελέσεις αρκετών τραγουδιών του στην Αθήνα. Μιλάω για τραγούδια όπως οι «Δρόμοι παλιοί» σε ποίηση Αναγνωστάκη, η «Αδελφή μας Αθηνά» σε ποίηση Φωτεινού, μιλάω για τον «Επιζώντα» σε ποίηση Σινόπουλου, τραγούδια που η πρώτη εκτέλεση έγινε από μένα με τη Μαρία Δημητριάδη και την Αφροδίτη Μάνου. Και ίσως κάτι που δεν το ξέρει και του το λέω τώρα, ότι με τη Μαρία παρουσιάσαμε σε πρώτη εκτέλεση το «Raven» σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, που έγραψες, Μίκη, στον Ωρωπό το 1970 και το αφιέρωσες στη μνήμη του Γιάννη Χρήστου. Μας στέλνατε τις παρτιτούρες από το εξωτερικό κι εμείς, νέοι μουσικοί τότε, αμέσως παρουσιάζαμε τα τραγούδια σου στον κόσμο.

Ξέρουν αρκετοί ότι ο Μίκης έκανε όχι απλώς σοβαρές σπουδές αλλά ειδικές σπουδές στο Παρίσι. Είχε έναν δάσκαλο, μύθο της μουσικής του 20ού αιώνα. Αναφέρομαι στον Ολιβιέ Μεσιάν. Ακόμα και οι βασικοί εκπρόσωποι της σχολής του Ντάρμσταντ (Μπουλέζ, Νόνο, Μπέριο, Στοκχάουζεν κ.ά.) είχαν ως μέντορά τους τον Ολιβιέ Μεσιάν. Λίγοι όμως γνωρίζουν πόσο ο Ολιβιέ Μεσιάν εκτιμούσε τον Μίκη Θεοδωράκη. Πίστευε ότι ο Μίκης ήταν ένα από τα μεγάλα ταλέντα στη δεκαετία του ’50, μια εποχή κοσμογονικών αλλαγών στη μουσική.

Η προσφορά του Μίκη Θεοδωράκη στην ελληνική μουσική είναι τεράστια. Μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι δημιούργησαν έναν σοβαρότατο χώρο μουσικής βασισμένο στο τραγούδι και στην ποίηση. Μοναδικό φαινόμενο αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, με την εξαίρεση της μεσοπολεμικής Γερμανίας, όπου (μόνο για οχτώ χρόνια γύρω από τον Μπρεχτ) ο Άισλερ, ο Βάιλ και ο Ντεσάου δημιούργησαν ένα αντίστοιχο κίνημα. Αυτό όμως που ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις ξεκίνησαν κρατάει εξήντα ολόκληρα χρόνια! Άνοιξαν «αυτές οι δύο κολόνες της ελληνικής μουσικής» τον δρόμο, ώστε τρεις γενιές Ελλήνων συνθετών και τραγουδοποιών να γράψουν τραγούδια και μουσικές, τα οποία θα μείνουν χαραγμένα διά παντός στη συλλογική μνήμη των νεοελλήνων.

Ειδικά ο Μίκης, περισσότερο απ’ όλους, προχώρησε από τα απλά τραγούδια στους κύκλους τραγουδιών, στα τραγούδια-ποταμούς («Επιζών», «Κατάσταση Πολιορκίας» κ.ά.) σε μεικτά έργα -μετασυμφωνικά τα ονομάζει ο ίδιος- όπως το «Άξιον Εστί» και το «Κάντο Χενεράλ» και βεβαίως σε συμφωνικά έργα αρκετά από τα οποία εκδίδονται σήμερα.

Το λάθος που κάνουν αρκετοί μουσικολόγοι και κριτικοί είναι το εξής: Λένε «Ο Μίκης είναι μέγας τραγουδοποιός, που μέχρι το ’60 κι απ’ το ’80 και μετά έγραψε και κάποια συμφωνικά έργα. Κι επειδή είχε αυτή τη διακοπή των είκοσι χρόνων, δεν υπάρχει μια συνθετική συνέχεια, όπως για παράδειγμα στον Στραβίνσκυ ή στον Σοστακόβιτς». Υπονοούν επίσης ότι ο συμφωνικός Μίκης είναι συντηρητικός αφού ποτέ δεν αποδέχτηκε τον μοντερνισμό ή τον μεταμοντερνισμό. Είναι μέγα λάθος στη μουσική να βάζεις πρόσωπα και πράγματα σε προϋπάρχοντα κουτάκια. Οι μεγάλες προσωπικότητες ανοίγουν καινούριες σελίδες και καινούριους δρόμους. Τα βολικά κουτάκια δε χωράνε πρόσωπα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης κι έτσι δεν μπορείς να μιλήσεις με σιγουριά ότι εδώ έχουμε τραγούδι, εκεί συμφωνία, από δω όπερα κι από κει μπαλέτο. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι απ’ το «Δυο γιους είχες μανούλα μου» μέχρι την περίφημη «Αντιγόνη» που παίχτηκε στο Κόβεν Γκάρντεν το 1959, ή απ’ το «Άνοιξε λίγο το παράθυρο» -ένα από τα αριστουργηματικότερα τραγούδια της ελληνικής μουσικής- μέχρι την 3η Συμφωνία ή τις όπερές του υπάρχει μια αδιάσπαστη ενότητα. Και μόνο έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα έργα του.

Θα ήθελα να επιχειρηματολογήσω λίγο περισσότερο σ’ αυτό, γιατί είναι κομβικό στοιχείο. Εάν ακούσετε την 3η Συμφωνία, στην εκδοχή του 1992, θα ανακαλύψετε στοιχεία που υπάρχουν, ως σχεδιάσματα του 1941. Παρατηρείς στον Θεοδωράκη το εξής: Η ίδια ιδέα μέσα από μια αλληλουχία σχεδιασμάτων που αναπτύσσεται στον χρόνο μπορεί να βρεθεί σε τραγούδια, σε κύκλους τραγουδιών, σε μετασυμφωνικά έργα, σε μουσική δωματίου, σε μπαλέτα, σε συμφωνικά έργα, σε όπερες. Ο Μίκης δε λειτουργεί όπως εγώ που είμαι ένα είδος Δρ. Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ. Δε συνθέτει τραγούδια και μετά από τρεις μήνες ένα συμφωνικό έργο, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με αυτά. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε το έργο του Μίκη ως μια πλήρως αδιάσπαστη ενότητα.

Στην 3η Συμφωνία (Τρίτο Μέρος) έχει έξοχα μελοποιήσει την «Πόλη» του Καβάφη. Εάν το παρακολουθήσετε απομονωμένα αυτό το κομμάτι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάει το μυαλό σας στις έξοχες μελοποιήσεις που μας έδωσε στη δεκαετία του ’60. Είναι ίδιας υφής, ίδιας λογικής, ίδιας φόρμας. Η άρια της Μήδειας από την ομώνυμη όπερα είναι βασισμένη στο παιδικό του τραγούδι «Το φθινόπωρο». Το πολυπαιγμένο μπαλέτο του «Ζορμπάς» βασίζεται σε μελωδικά και ρυθμικά θέματα που διατρέχουν όλο το προγενέστερο έργο του. Και αυτό συμβαίνει σε όλα τα συμφωνικά του έργα, πλην ίσως της 1ης Συμφωνίας του 1954. Και μάλιστα όλα τα συμφωνικά του έργα περιέχουν και μια άλλη εμμονή του Θεοδωράκη. Ποια είναι αυτή η εμμονή; Ο μελοποιημένος λόγος, που βασίζεται στις διαμορφωμένες ιδέες του Μίκη απ’ τη δεκαετία του ’60.

Συμβουλή μου στους μουσικολόγους, στους κριτικούς και στους ιστο-ρικούς της μουσικής: Απαγορεύεται να κατακερματίζετε τον Μίκη Θεοδωράκη ως Μίκη τραγουδοποιό, ως Μίκη κλασικό, ως Μίκη θεατρικό συνθέτη, ως Μίκη συνθέτη όπερας. Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης έψαχνε σ’ όλη του τη ζωή με πάθος και εμμονή να βρει τον ήχο αυτής της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Έχουμε ακούσει πολλές φορές να μιλούν με πολύ καλά λόγια για τον Μίκη Θεοδωράκη. Εγώ μάλιστα δημοσίως τον αναφέρω «κολόνα της νεοελληνικής τέχνης». Περιέργως δεν μου αρκεί. Αλλά λόγω σοβαρότητας δεν πήρα κάποιους φιλολόγους να μου βρουν άλλον υπερθετικό. Έψαξα να δω, γιατί δεν μου αρκεί το «μεγάλος συνθέτης» και το «κολόνα του νεοελληνικού πολιτισμού». Και κατέληξα στο εξής: υπάρχουν πολλοί μεγάλοι συνθέτες στην Ελλάδα και βεβαίως και στην Ευρώπη. Αλλά υπάρχουν ορισμένοι εξ αυτών που έχουν το εξής χαρακτηριστικό: Αναφέρω και μη φοβηθείτε από τα ονόματα: Μπαχ. Χωρίς τον Μπαχ η μουσική θα ήταν άλλη∙ δεν θα μπορούσαμε να περάσουμε από τον 16ο στον 17ο και στον 18ο αι. Χωρίς τον Μότσαρτ ήταν αδύνατο να πάμε στον Μπετόβεν από τον Μπαχ. Αν επικρατούσε ο Σαλιέρι, η μουσική θα ήταν αλλιώς. Χωρίς τον Μπετόβεν ήταν αδύνατον να φτάσουμε στον Σούμαν και στον Μπραμς. Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν είναι τα κλειδιά. Ο Σοστακόβιτς είναι η προσωπική μου αγάπη. Πολύ μεγάλος συνθέτης. Τον λατρεύω. Χωρίς τον Σοστακόβιτς θα υπήρχε κενό, η μουσική όμως δεν θα ήταν άλλη.

Στην Ελλάδα τώρα, υποκλίνομαι βαθύτατα στον Νίκο Σκαλκώτα. Πολύ μεγάλος συνθέτης και απίστευτα αδικημένος από τις συνθήκες που επικρατούσανε στον τόπο μας όσο ζούσε. Χωρίς τον Σκαλκώτα θα υπήρχε μεγάλο κενό, αλλά η ελληνική μουσική δεν θα ήταν άλλη. Χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη η ελληνική μουσική θα ήταν άλλη. Και αυτό, νομίζω, καθιστά τον Μίκη μοναδική περίπτωση στην ελληνική τέχνη και στον πολιτισμό μας.

Μίκη, η μουσική είναι η ζωή μου. Τα ’χουμε συζητήσει αυτά. Η αγάπη μου για τα παιδιά μου, για τη γυναίκα μου, για τους φίλους μου περνάει μέσα απ’ αυτήν. Και το σημαντικότερο στοιχείο της μουσικής μου, έτσι όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, είναι η αίσθηση της δραματικής συγκυρίας. Γιατί, νομίζω, θα συμφωνήσεις ότι σ’ αυτή τη χώρα που κι εσύ λατρεύεις κι εγώ λατρεύω και όλοι μας αγαπάμε, ακόμα κι ένα ανέκδοτο, ακόμα κι ένα χαμόγελο, σου αφήνει πικρή γεύση. Κι αυτή την αίσθηση της δραματικής συγκυρίας μου τη μάθατε δύο: ο Γιάννης Ρίτσος κι εσύ. Και γι’ αυτό, Μίκη, σου χρωστώ την ολοκλήρωσή μου στη μουσική. Και θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι θα σε περιέχω μέχρι το τέλος της ζωής μου. Και θα σε αγαπώ για πάνια. Να ’σαι πάντα καλά.

Πηγή: Ο ΣΥΜΦΩΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΩΣ ΤΗ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Εκδ.Πατάκης 2008 σελ.29-33


…κι ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη με το Θάνο Μικρούτσικο. “Άνοιξε λίγο το παράθυρο”

Στίχοι: Brendan Behan (Μετ. Ρώτας Βασίλης)

 

Back To Top