skip to Main Content

Ο Θεοδωράκης αναπτύσει τις θέσεις του πάνω στο ζήτημα της Ελληνικότητας, του Ελληνικού Έθνους και της Ελληνικής ταυτότητας.

Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο Θεοδωράκης Μίκης, Κοντογεώργης Γιώργος, Ελληνικότητα και «διανόηση» Εκδ. «ΙΑΝΟΣ», 2007 σελ.18-105. Αποτελεί μια παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Κοντογεώργη «Έθνος και “εκσυγχρονιστική” νεοτερικότητα».

 

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε στην Θεσσαλονίκη ένα βιβλίο που χαρακτηρίζει ανάμεσα σε άλλους τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιάννη Ρίτσο ως νεκρόφιλους… Έγινε μάλιστα η πανηγυρική παρουσίασή του με την συμμετοχή στο πάνελ πολλών παραγόντων της πνευματικής ζωής της συμπρωτεύουσας σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ.

Ποιοι να είναι οι άνθρωπο αυτοί στ’ αλήθεια και ποιος ο συγγραφέας και πώς έφτασαν στο σημείο να σκέφτονται τόσο απαξιωτικά για δυο σύγχρονους Έλληνες ποιητές, που αποδεδειγμένα εκτιμά και αγαπά μια μεγάλη μερίδα του λαού μας και που το έργο τους συνδέεται τόσο στενά με την ουσία και την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας;

Σκέφτομαι ότι για να φτάσουμε σ’ ένα τόσο ακραίο σημείο, αυτό σημαίνει ότι η αμφισβήτηση για ό,τι θεωρούσαμε πως εκφράζει την ιδιαιτερότητά μας ιδιαίτερα μέσα στον ευαίσθητο χώρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας δημιουργίας, έχει ξεπεράσει κάθε όριο.

Ποιο είναι αλήθεια, το κοινό γνώρισμα του Ελύτη και του Ρίτσου; Ασφαλώς είναι η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η παρουσία του ελληνικού χώρου και χρόνου στο έργο τους σε συνδυασμό με τη γνώση και την αγάπη στην ιστορική παράδοση και τις πολιτιστικές αξίες του ελληνικού λαού. Αν τα χαρακτηρίσουμε όλα αυτά με μια λέξη, τότε η λέξη αυτή είναι: ελληνικότητα.

Στην ίδια γραμμή της σύγκρουσης με την ελληνικότητα έχει σχηματισθεί από καιρό ένα άτυπο μέτωπο που κατάφερε να κυριαρχήσει σε ορισμένους ευαίσθητους τομείς όπως είναι η Παιδεία, ο Πολιτισμός και τα Μέσα ενημέρωσης και που ένα από τα προβεβλημένα του σημεία είναι και το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού, που αποκαλύπτει την πρόθεση των κύκλων αυτών να χειραγωγήσουν τις νεότερες γενιές ξεκινώντας ακόμα και από το δημοτικό σχολείο!

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Ο ήρωας Μάρκος Μπότσαρης

Τι είναι στ’ αλήθεια, αυτό που προβάλλουν απέναντι στην ελληνικότητα και τι σημαίνει εκσυγχρονισμός; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι η ελληνικότητα, ποιο είναι το περιεχόμενό της, πώς εκφράστηκε και ποια η σημασία της σήμερα.

Σε αντίθεση με την εθνικότητα, που στον σύγχρονο κόσμο συνδέεται άρρηκτα με το κράτος, όπου η υπήκοοι μπορεί και να μην συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο αποκλειστικό γνώρισμα, αντίθετα η ελληνικότητα ενώνει τα μέλη της με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία παραμένουν αναλλοίωτα μέσα στον χρόνο. Αυτό φυσικά δεν είναι αποκλειστικά γνώρισμα των Ελλήνων αλλά όλων των λαών.

Στην δική μας περίπτωση το κυρίαρχο γνώρισμα είναι η ελληνική γλώσσα, που έδειξε μια πρωτοφανή αντοχή στον χρόνο και χρησίμευσε σε όσους την μιλούσαν σαν ένας συνδετικός ιστός που βοήθησε στη διαιώνιση διαφόρων μορφών κοινωνικής ζωής, κοινής θρησκευτικής πίστης όπως η ορθοδοξία, κοινής πολιτιστικής παράδοσης, καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης και κατά συνέπεια κοινής συλλογικής συνείδησης, έστω και αν κάποτε κάτω από ορισμένες συνθήκες αυτό ήταν δύσκολο να εκδηλωθεί και να μορφοποιηθεί.

Ο Γιώργος Κοντογιώργης προσθέτει και ένα άλλο καίριο χαρακτηριστικό στοιχείο, το ελληνικό ανθρωποκεντρικό σύστημα, όπως το ονομάζει, που το βλέπει να μεταλλάσσεται στο νεότερο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας.

Στο κεφάλαιο «Το έθνος ως ελευθερία» πιστεύω ότι φτάνει στην ουσία της διαφοράς που χωρίζει σήμερα τις δυο σχολές σκέψης γύρω από την έννοια «έθνος». Γιατί αναφερόμενος στις ιστορικές ρίζες του ελληνικού έθνους, το συνδέει με την συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου με όρους ελευθερίας σαν ένα κύριο χαρακτηριστικό του ανθρωποκεντρισμού, κάτι που θεωρεί ως ένα καθαρά ελληνικό γνώρισμα. Από την εποχή των κρητομυκηναϊκών χρόνων έως τις παρυφές του 20ού αιώνα.

Έχοντας ως πρότυπο τα Ευρωπαϊκά δεδομένα από τον Μεσαίωνα έως τους νεότερους χρόνους, δεν διακρίνουμε το πολιτισμικό χάος που χωρίζει τον ελληνικό από τον ευρωπαϊκό κόσμο. Γιατί εκεί είχαμε δεσποτικές, φεουδαλικές εξουσίες, όπου οι μεγάλες ανθρώπινες μάζες ήταν δουλοπάροικοι χωρίς ελευθερία και δίχως δική τους ταυτότητα και επομένως δυνατότητα έκφρασης σε όλους τους τομείς και φυσικά στον πολιτισμό.

Πράγματι η ιστορία μάς διδάσκει ότι τόσο στο δουλοκτητικό σύστημα οι δούλοι όσο και στο φεουδαρχικό οι δουλοπάροικοι δεν δημιούργησαν δική τους τέχνη. Μέσα σ’ αυτά τα κοινωνικά συστήματα η Τέχνη υπήρξε προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων.

Τότε πώς εξηγείται το φαινόμενο της ελληνικής δημοτικής ποίησης και του δημοτικού τραγουδιού; Και μόνο αυτό αποδεικνύει ότι οι Έλληνες δεν είχαν μεταβληθεί ούτε σε δούλους ούτε σε δουλοπάροικους, αφού είχαν τη δυνατότητα να δημιουργούν έργα τέχνης.

Η ποιότητα της Ποίησης όσο και της Μουσικής σε ένα είδος Τέχνης, της δημοτικής, αποδεικνύει ότι το καλλιτεχνικό επίπεδο τόσο των ανώνυμων δημιουργών όσο και εκείνων που ήσαν οι αποδέκτες αυτών των έργων δεν υπολείπεται από εκείνο που χαρακτηρίζει τα μέλη μιας ελεύθερης κοινωνίας που έχει την ευχέρεια να καλλιεργεί τον ποιητικό λόγο, καθώς και τα στοιχεία της μουσικής παράδοσης.

Στην περίπτωση των δημοτικών μας τραγουδιών η γλώσσα είναι η ελληνική, η δε μουσική έχει τις ρίζες της στους βυζαντινούς χρόνους και ίσως και πιο μακριά. Πράγματι η συνάφεια μεταξύ της βυζαντινής μουσικής και της δημοτικής είναι ολοφάνερη. Άλλωστε και οι δυο βασίζονται στις ίδιες μουσικές κλίμακες. Και όταν μιλάμε για κλίμακα στη μουσική εννοούμε ένα είδος ηχητικού σκελετού, που όπως ο ανθρώπινος, διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική μορφή του σώματος.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο παρατηρούνται όλα αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά που συναντώνται και στη σύγχρονη περίοδο λόγω ακριβώς της ύπαρξης συγγενικών μουσικών κλιμάκων και φέρνουν τόσο κοντά τη σύγχρονη λαϊκή μας μουσική τόσο στα δημοτικά όσο και στα βυζαντινά ακούσματα.

Από πού όμως προήλθαν οι βυζαντινές μουσικές κλίμακες; Και αν όντως αποτελούν συνέχεια των αρχαίων ελληνικών, τότε ποια θα πρέπει να υπήρξε η σχέση ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή μουσική; Ώστε βλέπουμε να υπάρχει πέραν της ελληνικής γλώσσας και μία άλλη σταθερά, αυτή της μουσικής από την αρχαιότητα έως σήμερα με σταθμούς το Βυζάντιο και την δημοτική μουσική των χρόνων της Οθωμανοκρατίας έως της παρυφές του 20ού αιώνα.

Δεν θα έπρεπε λοιπόν να προβληματίσει τους Έλληνες επιστήμονες ιστορικούς το φαινόμενο του δημοτικού μας τραγουδιού;

Εμείς σημειώσαμε ορισμένα βασικά στοιχεία που θα πρέπει να μελετηθούν και που μπορεί να συνοψισθούν στα ακόλουθα ερωτήματα:

  1. Είναι Έλληνες αυτοί που δημιούργησαν συλλογικά τα δημοτικά μας τραγούδια (Λόγος, Μέλος, Χορός)
  2. Η δημιουργία αληθινών έργων τέχνης είναι δείγμα ελευθερίας;
  3. Σε ποιες συνθήκες, κοινωνικό περιβάλλον, οικονομικές και διοικητικές σχέσεις ζούσαν, ώστε να μπορούν να έχουν την απαιτούμενη πνευματική καλλιέργεια για τη δημιουργία και αποδοχή έργων τόσο υψηλού επιπέδου;
  4. Με ποιους τρόπους τόσο η γλώσσα όσο και η μουσική παράδοση παρέμειναν ζωντανές και σε συνεχή εξέλιξη;
  5. Η ορθοδοξία και κυρίως ο κλήρος σε επίπεδο κοινοτήτων έπαιξε ρόλο στην διατήρηση και εξέλιξη αυτού του πολιτισμού; Ποια η σημασία του ελληνικού λόγου των Ευαγγελίων και γενικά των βυζαντινών θρησκευτικών κειμένων και του βυζαντινού εκκλησιαστικού Μέλους;

Απ’ όσο γνωρίζω, τις πειστικότερες ως τώρα απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, τις βρήκα διαβάζοντας την εργασία του Γιώργου Κοντογιώργη και ειδικά το πρόσφατο βιβλίο του που παρουσιάζεται σήμερα στο ελληνικό κοινό.

Θα μου πείτε ίσως, ποια η σημασία να ψάχνουμε τα στοιχεία της ελληνικότητας σε τόσο μακρινούς χρόνους. Μήπως η προσπάθειά μας αυτή είναι η αιτία να μας χαρακτηρίσουν ως νεκρόφιλους οι μεν, συντηρητικούς και παρωχημένους οι δε και αριστεροδεξιούς εθνικιστές κάποιοι άλλοι… Αυτό όμως θα μπορούσε να έχει κάποια βάση εάν όλα όσα ψάχνουμε είναι πράγματα νεκρά. Για μας όμως η σύνδεση της Ελλάδας με στοιχεία και έννοιες όπως η Ελευθερία στη ζωή και στη σκέψη, που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς και τα φαινόμενα της διαιώνισης δύο βασικών ανθρώπινων χαρακτηριστικών, της γλώσσας και της μουσικής έκφρασης με την σφραγίδα της ελληνικότητας, αποτελούν μια όχι μόνο ζωντανή αλλά και πολύτιμη ιδιαίτερα για το σήμερα και για την εποχή μας πραγματικότητα για όλους εμάς που μας συνενώνουν αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά και μας διαμορφώνουν την ιδιαίτερη εθνική συνείδηση και ταυτότητα.

Γιατί σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχουμε ανάγκη από κοινωνική και εθνική συνοχή για να αντέξουμε τις προκλήσεις των καιρών. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο νέος κίνδυνος που μας απειλεί, αποβλέπει στην διάλυση ακριβώς αυτής της συνοχής και της ενότητας, ώστε από μια ενιαία και συμπαγή μάζα να μας θρυμματίσει σε πολλές ξένες μεταξύ τους ομάδες χωρίς έρμα και χωρίς αντίσταση, που έτσι να μεταβληθούν σε απλούς πελάτες, όπως το θέλει η λογική και το επιτάσσουν τα συμφέροντα της όλο και πιο πολύ ενιαιοποιημένης Διεθνούς Αγοράς.

Μέσα στην οποία όλα τα αγαθά -ακόμα και τα πνευματικά- πρέπει να μεταβληθούν σε εμπόρευμα. Και ο,τιδήποτε μπορεί να εναντιωθεί σ’ αυτό το ολιγαρχο-οικονομικό τσουνάμι, θα πρέπει να σβήσει, να εκλείψει, να εξοντωθεί.

Αρχίζοντας από την ιστορική μνήμη και όλα τα υπόλοιπα εθνικά χαρακτηριστικά, την Γλώσσα, την Τέχνη, το Ήθος, τη Σκέψη, τον Πολιτισμό. Και φυσικά όλα τα συνεκτικά στοιχεία όπως λ.χ. η Ιστορία μας, που μας βοηθά να ανυψωθούμε σε υπολογίσιμη εθνική οντότητα και παρουσία.

Σε λίγες εβδομάδες από τώρα συμπληρώνω 82 χρόνια ζωής. Εάν ζούσα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, όσα έζησα και όσα έκανα θα μου εξασφάλιζαν την ηρεμία και την γαλήνη μιας ήσυχης ζωής μακριά από τη βουή των γεγονότων. Όμως εδώ είναι Ελλάδα και θα πρέπει κανείς να παραμένει όρθιος, ακόμα και μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Γιατί τούτο το «αλωνάκι» ή θα πρέπει κανείς να το μισεί ή να το αγαπά έως θανάτου.

Ειδικά όταν διαπιστώσει ότι για ακόμα μια φορά κινδυνεύει όχι από έξωθεν βέλη βαρβάρων αλλά από προσπάθειες ουσιαστικά και πάλι ξένων, που βρίσκουν όμως πρόθυμους οπαδούς και διεκπεραιωτές ανάμεσά μας. Στόχος ανομολόγητος των τελευταίων -και γι’ αυτό πιο επικίνδυνος- το μοναδικό μας στήριγμα και εγγύηση για να υπάρξουμε, να αντισταθούμε, να αντέξουμε ως λαός που του έτυχε να γεννηθεί και να ζει σ’ αυτή τη χώρα: η συνείδηση της ελληνικότητας.

Όταν ο Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης μου ζήτησε να παρουσιάσω το τελευταίο του βιβλίο «Έθνος και “εκσυγχρονιστική” νεοτερικότητα» προβλημα- τίστηκα πολύ για το τι θα έπρεπε να πω. Έχω την αίσθηση πως η ιστορική στιγμή που ζούμε ξεπερνά τα όρια της σημασίας αυτού του γεγονότος, όσο σημαντική κι αν είναι.

Θα έπρεπε, σκέφθηκα, να σας μιλήσω για την σημασία της ελληνικότητας με έναν τρόπο καταλυτικό. Δηλαδή με κάτι που να ξεπερνά την όποια κατάθεση απόψεων και ιδεών, την όποια επιχειρηματολογία.

Κι αυτό βρήκα ότι είναι μόνο η αναφορά μου στα προσωπικά μου βιώματα, που νομίζω ότι αποκαλύπτουν και εξηγούν με τον καλλίτερο τρόπο την άποψή μου για την ελληνικότητα. Και ακόμα γιατί στην πορεία της ζωής μου η πεποίθηση και η πίστη μου στην ιδέα της συνέχισης του ελληνικού έθνους αποτέλεσε θεμέλιο ζωής, δράσης και πνευματικής δημιουργίας. Το προσωπικό παράδειγμα αποτελεί τελικά το καλλίτερο επιχείρημα που θα πρέπει να προβάλλει κανείς, ειδικά όταν διανύει όπως εγώ το τελευταίο στάδιο της ζωής του. Και είμαι έτοιμος να δεχτώ για άλλη μια φορά τον σαρκασμό, την ειρωνεία και την απόρριψη από όπου κι αν προέρχεται. Σ’ αυτά άλλωστε είμαι συνηθισμένος…

Πρόκειται λοιπόν για μια αληθινή Απολογία (με την σκέψη πιότερο στο κώνειο παρά στον Σωκράτη), που ελπίζω να φτάσει κάποτε και ως την μαθητιώσα νεολαία μας, που αυτή τη στιγμή δέχεται τα δριμύτερα πυρά, για να την εμποδίσουν να ακολουθήσει τον δρόμο που περιγράφω και που φυσικά δεν είναι μόνο δικός μου αλλά χιλιάδων και χιλιάδων που έζησαν, πίστεψαν, μόχθησαν και πολλοί απ’ αυτούς θυσιάστηκαν για τις ίδιες ιδέες, πιστεύω και ιδεώδη. Στους ίδιους αγώνες και προσπάθειες να προσθέσουμε όλοι μαζί ένα πετραδάκι για να ψηλώσει αυτή η χώρα η ελληνική.

Υπήρξα γέννημα-θρέμμα της ελληνικής επαρχίας, όπου έζησα και μεγάλωσα στην εποχή του μεσοπολέμου έως την ηλικία των 18 χρόνων που ήρθα στην Αθήνα.

Εκεί διαμορφώθηκα όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά μ’ αυτά που ακούγαμε, που βλέπαμε και που διαβάζαμε στο σπίτι, στο σχολείο, στην γειτονιά, στο επαρχιακό μας περιβάλλον που εκείνες τις εποχές ήταν ασφυκτικά περιορισμένο στα στενά γεωγραφικά του σύνορα. Για μένα τα πιο σοβαρά βοηθήματα που με διάπλασαν ήταν τα βιβλία, τα τραγούδια, οι βυζαντινοί ύμνοι και όσα άκουγα από τους γονείς μου, στο σχολείο και στις συναναστροφές μου.

Δεν θυμάμαι να έφτασε ως εμένα σε κείνα τα χρόνια ούτε η Ευρώπη ούτε καν η Αθήνα. Και όμως, όταν στα 1943 πάτησα το πόδι μου στην πρωτεύουσα, είχα ήδη διαμορφωθεί ως πολίτης και ως συνθέτης. Και από τότε άρχισα να δέχομαι τις καινούριες επιδράσεις, που όμως δεν άλλαζαν τον βασικό πυρήνα του χαρακτήρα, της σκέψης και της μουσικής μου. Μονάχα όπως ήταν φυσικό τον εμπλούτισαν και δεν έπαψαν να τον εμπλουτίζουν έως σήμερα. Όμως αυτό που ήμουν και που έγινα, υπήρξε έργο αποκλειστικά της ελληνικής επαρχίας, σε μια εποχή που όπως είπα ήταν υποχρεωτικά κλεισμένη ασφυκτικά στον εαυτό της.

Υπήρχαν όμως τότε, στην εποχή της εφηβείας, και μερικά άλλα πολύ σημαντικά στοιχεία που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωσή μου. Όπως λ.χ. οι Μύθοι. Οι μεγάλοι Μύθοι όπως τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, που συνδυάζουν την λάμψη της Ποίησης με την μαγεία της φαντασίας.

Και τελικά ήσαν αυτοί οι δύο μύθοι που διαπλάσανε τον Ελληνικό Πολιτισμό. Όπως διάπλασε τον Ιουδαϊσμό ο Μύθος της Παλαιάς Διαθήκης. Μια θρησκεία και μια κοσμοθεωρία που όχι μόνο άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου αλλά σήμερα ακόμα κυριαρχεί και επηρεάζει τους πιο ευαίσθητους τομείς του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Τέλος ο Μύθος της Καινής Διαθήκης, που με τον Χριστιανισμό χώρισε την ανθρώπινη ιστορία σε δυο μέρη και που επίσης κυριαρχεί και μάλιστα σε χώρες που από την εποχή της αποικιοκρατίας έως την Χιροσίμα και το Ιράκ, έχουν αναδειχθεί σε Εφιάλτη της ανθρώπινης Μοίρας. Βέβαια για να ‘μαι δίκαιος, δεν είναι μόνο αυτή η επίδραση του Χριστιανισμού, γιατί υπάρχουν και πάρα πολλά θετικά στοιχεία. Θέλω όμως να πω ότι τρία από τα σπουδαιότερα φαινόμενα μέσα στην παγκόσμια ιστορία, ο ελληνισμός, ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός, είχαν τις ρίζες τους επάνω σε Μύθους και για να το πούμε απλά, σε παραμύθια.

Και τι είναι στην ουσία ο Μύθος; Δεν είναι μήπως η Λογική και η Υπέρβαση της Λογικής συγχρόνως; Με άλλα λόγια, ένα συστατικό γνώρισμα του ελληνικού πνεύματος που οι αρχαίοι το προσωποποιούσαν στην ταυτόχρονη και ισότιμη λατρεία του Απόλλωνα και του Διονύσου όπως συνέβαινε λ.χ. στους Δελφούς.

Όπως θα δούμε αργότερα, οι Μύθοι απετέλεσαν την βάση και το περιεχόμενο της αρχαίας τραγωδίας, όπως συνέβη με την Ηλέκτρα στο Άργος, τον Οιδίποδα στην Θήβα και την Μήδεια στην Κόρινθο.

Με δάσκαλο στην Τρίπολη τον Ευάγγελο Παπανούτσο, που με τα βιβλία του «Τριλογία του Πνεύματος», «Περί Ηθικής», «Περί Επιστήμης» και «Περί Τέχνης» μάθαμε να ισορροπούμε ανάμεσα στην Λογική και στην Μαγεία, τον Αριστοτέλη και τον Αισχύλο, την Σαπφώ και τον Πλάτωνα. Προσωπικά επηρεάστηκα βαθειά από τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό ταυτόχρονα και ισοδύναμα. Την ίδια εποχή ανακάλυψα την βαθύτερη φύση της Ορθοδοξίας, δηλαδή την συνένωση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό.

Στις 25 Μαρτίου του 1943 έγινε η πρώτη μαζική διαδήλωση κατά των κατακτητών. Μπροστά στο κενοτάφιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κρατώντας την γαλανόλευκη με τον σταυρό και ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο περνούσαμε από την πόρτα του ΕΑΜ σε μια νέα κοσμοθεωρία, τον μαρξισμό. Τότε η πατριωτική μας έξαρση και η χριστιανική μας πίστη συνενώθηκαν για να ολοκληρωθούν μέσα στη φωτιά της επαναστατικής πράξης. Ο ελληνισμός του Αληθινού και του Ωραίου και ο Χριστιανισμός του «Αγαπάτε αλλήλους» και της Σταύρωσης έγιναν τα νέα μας όπλα για να αντιτάξουμε στην ασχήμια της βίας και στην ψευτιά της βαρβαρότητας την αλήθεια και την ομορφιά ενός κόσμου ελεύθερου και δίκαιου, με όπλο την αγάπη για την πατρίδα και την θυσία για τον λαό. Αυτός υπήρξε για μας τότε ο κομμουνισμός, που γέμισε τις ψυχές μας με μια νέα πίστη που μας έκανε να αψηφάμε τις δοκιμασίες, ως και τον θάνατο.

Λίγο πιο πριν, στα βουνά της Ρούμελης, ο πρώτος μεγάλος γνήσιος Έλληνας λαϊκός επαναστάτης, ο Άρης Βελουχιώτης έμπαινε με τους πρώτους λιγοστούς του αντάρτες στα χωριά με την γαλανόλευκο με τον σταυρό μπροστά και αφού μιλούσε για τους σκοπούς του νέου αγώνα, στη συνέχεια μπαίνανε όλοι μαζί στην εκκλησία. Κι εκεί καλούσε τον παπά να ευλογήσει τα όπλα και τη σημαία.

Τι μας θυμίζει τάχα αυτή η σκηνή; Δεν μας θυμίζει την Αγία Λαύρα με τους επαναστάτες του ΄21 γονατισμένους μπροστά στον Δεσπότη και κρατώντας την ελληνική σημαία με το ένα χέρι και το καρυοφύλλι με το άλλο να δέχονται την ευλογία της εκκλησίας για τον αγώνα τους;

Κι αν ακόμα ήταν Μύθος αυτή η σκηνή, εν τούτοις εμείς οι νέοι επαναστάτες στο νέο ΄21 της εθνικής μας αντίστασης, τον είχαμε ζήσει με πρώτο και καλλίτερο τον νέο Κολοκοτρώνη, τον Άρη Βελουχιώτη.

Κι όχι μονάχα αυτόν αλλά όλο το παραμύθι της Επανάστασης με τους νέους ήρωες και αγίους ποιητές και οραματιστές όπως ο Ρήγας Φεραίος, οι Φιλικοί, οι Μάρτυρες και οι Αγωνιστές

Αλλά μήπως και η Γαλλική Επανάσταση δεν είχε σαν σύμβολό της έναν αληθινό Μύθο όπως αυτόν της Βαστίλης; Εδώ ήταν εύκολο για την λογική των ιστορικών να τον ξετινάξουν, γιατί πράγματι όσοι και όποιοι μπήκαν τότε σ’ αυτό το φρούριο-φυλακή, δεν βρήκαν παρά μια χούφτα εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Όμως τόλμησε έκτοτε κανείς να αμφισβητήσει αυτόν τον ωραίο Μύθο με τον οποίο γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές Γάλλων και ξένων; Κανένας απολύτως, γιατί θα τον έθαβε η χλεύη όλων όσων ευλογήθηκαν από το φως της Μεγάλης αυτής Επανάστασης.

Γιατί όμως το τόλμησαν και το έκαναν τώρα οι δικοί μας; Ποιους λόγους είχαν; Αρκούμε να πω εδώ, ότι ένα από τα δύο θα πρέπει να συμβαίνει: Είτε ο Άρης και οι αντάρτες του και όσοι αποδείξανε με πράξεις και έργα ότι ήταν πράγματι λαϊκοί αγωνιστές με το όραμα μιας ελεύθερης σοσιαλιστικής Ελλάδας δεν ήξεραν τι τους γίνεται είτε οι σημερινοί προφέσορες έχουν μαύρα μεσάνυχτα.

Άποψη εξαιρετικά ήπια μπροστά σε όσα τους καταλογίζει ο κ. Χρήστος Κάτσικας στα ΝΕΑ της 3ης Απριλίου με έναν καταγγελτικό λόγο αληθινό καταπέλτη, που καταλήγει σχετικά με το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού με την φράση: «Είναι μνημείο ιστορικής λοβοτομής».

Στο ίδιο άρθρο ο κ. Κάτσικας μιλάει για «επιστημονική προβιά», για «ιστορική σούπα» και για «τσελεμεντέ που τελικά αφήνει ένα και μόνο: το τίποτα». Παρ’ όλα αυτά, κατά έναν περίεργο τρόπο, όλους όσους συμφωνούμε με τις απόψεις του αυτές μας χαρακτηρίζει «κενολόγους» με «κούφιο πατριωτισμό» και διατείνεται ότι «κηρύσσουμε τον σωβινισμό» και «βγάζουμε εθνικιστικές κορώνες». Με λίγα λόγια ότι είμαστε «αριστεροδεξιοί εθνικόφρονες» κατά κύριον Λιάκον. Όμως, αγαπητέ αρθρογράφε, το Λιακονίζειν ουκ εστί φιλοσοφείν…

Στην ίδια περίοδο από πολύ μικρός και χωρίς ξένες μουσικές επιδράσεις, γιατί δεν υπήρχαν, αφοσιώθηκα στην μουσική χωρίς να την ξέρω. Στην αρχή άκουγα μουσική και τραγουδούσα. Όταν απέκτησα βιολί, ξεκίνησα μόνος μου να την ανακαλύπτω και να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια. Η εκκλησία με βοήθησε να ανακαλύψω τους μαγικούς κόσμους της βυζαντινής μουσικής αλλά και της Αρμονίας. Κλεισμένος ασφυκτικά στον εαυτό μου δεν θυμάμαι πια για ποιο λόγο άρχισα να ταυτίζω τον άγνωστο κόσμο της μουσικής δημιουργίας με την Αρχιτεκτονική και την τραγωδία της αθηναϊκής περιόδου. Η πρώτη με την τελειότητα του Παρθενώνα ήταν για μένα το εξωτερικό περίβλημα της Ουράνιας Αρμονίας, ενώ η δεύτερη, η εσωτερική της ουσία. Ξαφνικά ανακάλυψα ότι όλα αυτά ήταν μια απλή αντανάκλαση εκείνου που με είχε συνεπάρει όταν τα καλοκαίρια ξαπλωμένοι στην αυλή του εξοχικού μας στη Βαριά της Μυτιλήνης ατενίζαμε τις νύχτες τον ουράνιο θόλο ενώ ο πατέρας μου μας μιλούσε για τα άστρα, τους γαλαξίες και τους αστερισμούς.

Από κει και πέρα οι μουσικοί ήχοι που υπήρχαν μέσα μου και προσπαθούσα να καταγράψω, μου έδιναν όλο και πιο πολύ την πεποίθηση ότι ξεκινούν μέσα από τον ουράνιο θόλο, πράγμα που με οδήγησε στα 17 μου χρόνια να διατυπώσω την θεωρία για την ύπαρξη του Νόμου της Συμπαντικής Αρμονίας. Από κει και πέρα δεν χρειαζότανε παρά ένα βήμα για να ανακαλύψω και να ταυτιστώ πλήρως με τις θεωρίες του Πυθαγόρα. Και μάλιστα είπα τότε ότι για να καταλήξω στα ίδια συμπεράσματα με τους Πυθαγόρειους ακολούθησα την αντίθετη ακριβώς πορεία από αυτούς, δεδομένου ότι ο Ουρανός είναι εκείνος που οδήγησε τον Πυθαγόρα στην Μουσική, ενώ εγώ οδηγήθηκα από την Μουσική στον Ουρανό..

Για όσους πιθανόν δεν το γνωρίζουν, σημειώνω ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν εξερευνήσει και συνδέσει την αρμονική τους θεωρία των πλανητικών σφαιρών με την Μουσική και με την Ψυχή.

Η σχέση Ψυχής και πλανητών κατ’ αυτούς ανάγεται σε μια ανώτερης μορφής εσωτερική κατάδυση, σε μια περιπλάνηση στις ρίζες του όντος, εκεί όπου η τραγική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην αδυναμία του να συλλάβει με την διανόηση το ασύλληπτο του Απείρου και του Απέραντου, μετατρέπεται σε πόνο από τον οποίο επιδιώκει να απολυτρωθεί με την πνευματική ικεσία και την ψυχική έκταση. Μ’ αυτόν τον τρόπο η πυθαγόρεια προοπτική αναγωγής της ψυχής στην σφαίρα της πνευματικότητας αποσπάται από το ιδεώδες του ελληνικού ορθολογισμού και καταλήγει στον χώρο της Μαγείας. Με άλλα λόγια στην διονυσιακή υπέρβαση που ήρθε σαν αναπόσπαστο συμπλήρωμα της απολλώνειας συμμετρίας μέσα στην οποία αποκρυσταλλώνεται η έννοια του αισθητικά Ωραίου.

Οι Πυθαγόρειοι επέλεξαν την Αρμονία και την Μουσική ως θεμέλιο των ανθρωπίνων σχέσεων και θεωρούσαν τον ήχο με τον άυλο χαρακτήρα του ως ένα από τα πιο ιδανικά μέσα για την επανασύνδεση των μύχιων δυνάμεων της ανθρώπινης ψυχικής πνευματικότητας με τα συμπαντικά Αρχέτυπα της δημιουργίας. Κατ’ αυτούς η Αρμονία εκφράζει ένα συμπαντικό και προαιώνιο μαθηματικό σύστημα που αφορά το Άπειρο με ιδεατές αριθμητικές σχέσεις και υπολογισμούς. Έτσι τεκμηρίωσαν μια γενική θεωρία, κατά την οποία τα μουσικά διαστήματα εκφράζονται μέσα από σχέσεις ζυγών θετικών ακέραιων αριθμών. Παίρνοντας μια χορδή τεντωμένη ανάμεσα σε δυο σταθερά σημεία, άρχισαν να την διαιρούν σε δύο, τρία, τέσσερα ίσα σημεία και έτσι ανακάλυψαν ότι σε κάθε διαίρεση προέκυπταν τα σύμφωνα ή καθαρά διαστήματα της μουσικής κλίμακας της 8ης, της 4ης και της 5ης που παραμένουν σε ισχύ μέχρι σήμερα.

Από την έρευνα αυτή προέκυψαν οι μουσικές κλίμακες των αρχαίων που ονομάστηκαν τρόποι και που πάνω τους βασίστηκε η μουσική της αρχαιότητας.

Από κει πέρασαν ατόφιοι στο Βυζάντιο και ονομάστηκαν Ήχοι, επάνω στους οποίους στηρίχτηκε η βυζαντινή μουσική και τα ακριτικά-δημοτικά τραγούδια ντυμένα κι αυτά με την ελληνική γλώσσα. Επάνω στους αρχαίους ελληνικούς τρόπους χτίστηκε επίσης και η μουσική της μεσαιωνικής Ευρώπης μεταφράζοντας το «Τρόπος» σε Modal, έως ότου γύρω στα 1500 και λόγω της κυριαρχίας της ενόργανης μουσικής (ενώ η βυζαντινή και η δημοτική, όπως η αρχαία ελληνική, βασίζονταν πάντα στην ανθρώπινη φωνή) οι δυτικοί από το Modal πέρασαν στο Tonal, δηλαδή από το Τροπικό στο Τονικό σύστημα. Στην νεότερη Ελλάδα και ενώ στην ύπαιθρο κυριαρχούσε η δημοτική μουσική, παρουσιάζονται στις αρχές του περασμένου αιώνα οι πρώτοι λαϊκοί συνθέτες επηρεασμένοι από την τουρκική κυρίως μουσική, της οποίας οι μουσικές κλίμακες δεν ήσαν παρά μίμηση των βυζαντινών Ήχων. Έτσι το Βυζάντιο φτάνει μέσω μιας ξένης μουσικής στην χώρα μας με τα ρεμπέτικα τραγούδια των οποίων οι κλίμακες ονομάζονται τώρα μουσικοί Δρόμοι.

Η συνέχεια του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είναι γνωστή. Δεν είναι όμως γνωστή η υπόγεια σύνδεσή του με τους βυζαντινούς Ήχους κι από κει με τους αρχαίους ελληνικούς τρόπους.

*

Νίκος Εγγονόπουλος, Ο όρκος των Φιλικών

Από όσα τόσο εκτενώς εξέθεσα, φαίνεται νομίζω καθαρά ότι η αγωγή, η μόρφωση και η θεωρητική μου θωράκιση -ακόμα και στον χώρο της Μουσικής- αναπτύχθηκε με άξονα την ελληνικότητα. Και νομίζω ότι αυτή η επιλογή έγινε φυσιολογικά, παρ’ ό,τι οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαμε κάθε άλλο παρά ευνοϊκές ήταν. Θα έλεγα ακόμη ότι η ξένη κατοχή και η στέρηση της ελευθερίας μπορεί να ήταν τα επί πλέον κίνητρα για την ανάπτυξη της απαραίτητης πνευματικής αντίστασης με την προβολή της ανωτερότητας της εθνικής μας κληρονομιάς σε ό,τι αφορά κυρίως την ταύτιση της ελληνικότητας με την ελευθερία στην σκέψη και στη ζωή από τον Πυθαγόρα και τον Λεωνίδα έως τον Κολοκοτρώνη και τον Διονύσιο Σολωμό.

Αυτή η πεποίθηση της εθνικής μας συνέχειας υπήρξε σε κείνες τις κρίσιμες και σκοτεινές εποχές το κυριότερο όπλο του υπόδουλου λαού μας για να αντλήσει την αναγκαία εσωτερική πνευματική και ηθική δύναμη, ώστε να μην υποκύψει μπροστά στην απειλή του εθνικού του αφανισμού και να βγει ακέραιος και δυνατός μέσα από την δοκιμασία.

Όταν ήρθα στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1943, είχα κυρίως δύο στόχους. Ο πρώτος να σπουδάσω στο Ωδείο Αθηνών μουσική σύνθεση. Ο δεύτερος να συμβάλω με όλες μου τις δυνάμεις στην απελευθέρωση της πατρίδας μου. Η ένταξή μου στο ΕΑΜ με οδήγησε να γνωρίσω σε βάθος την ελληνική Αριστερά της εποχής εκείνης, που διένυε θα λέγαμε την παιδική της ηλικία.

Έως την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944 ο άνεμος ήταν ούριος και όλα ήταν καλά για την ηγεσία του κινήματος, γιατί μπορούσε έτσι να κρύβει τις βασικές της αντιθέσεις.

Λέω δήθεν διότι αυτοί ουσιαστικά δεν υπήρξαν ποτέ προοδευτικοί. Ήταν οργανικά αντιδραστικοί και αυτός είναι, όπως δείχνει ο Γ. Κοντογιώργης, ένας θεμελιώδης λόγος που αρνούνται την ελληνική συνέχεια, γιατί όπως αποδεικνύει ο Γ Κοντογιώργης, ο ελληνισμός υπήρξε το ταυτολογικό ισοδύναμο του ανθρωποκεντρισμού, δηλαδή της κοινωνίας εν ελευθερία και επομένως της προόδου.

Γενικός Γραμματέας του Π.Γ ήταν τότε ο Γιώργος Σιάντος (τον οποίο αργότερα, στα 1949, ο Ζαχαριάδης θα καταγγείλει ως πράκτορα). Έχοντας γύρω του τέσσερα πέντε ανώτατα στελέχη και αφήνοντας απ’ έξω τις ηγεσίες των μαζικών οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν φυσικό να κάνει μαζί τους το ένα λάθος μετά το άλλο, οδηγώντας με αποκλειστικά δική τους απόφαση και ευθύνη όχι μονάχα την Αριστερά αλλά και όλη την Ελλάδα από το ένα κακό στο άλλο. Ίσως μέσα σε όλη την σύγχρονη ιστορία να μην υπήρξε άλλη τόσο μικρή ομάδα ανίκανων, αλαζόνων ικανή να προξενήσει σ’ ένα λαό ένα τόσο μεγάλο κακό.

Μετά από αυτή την καταστροφική πρακτική προκύπτει ανάγλυφα η αντίθεση των «δοτών» με τους λαοπρόβλητους ηγέτες όπως ο Άρης, ο Μάρκος, ο Σαράφης και άλλοι, καθώς και ο βαθύτερος φόβος τους μήπως αποκαλυφθεί ότι πίσω από την λεοντή του καθεστωτισμού κρυβόταν μια τόσο απίστευτη μετριότητα. Χωρίς να λάβουν υπ’ όψιν τους το γεγονός της ουδετερότητας της Σοβ. Ένωσης, αποφάσισαν να αναμετρηθούν με έναν Τσώρτσιλ που είχε λυμένα τα χέρια του και έτσι κατάντησαν παιχνιδάκια στα σχέδιά του πατώντας τη μια πεπονόφλουδα μετά την άλλη σε έναν κατήφορο χωρίς τέλος.

Πιστεύω ότι κάθε βήμα προς το χάος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως λάθος, γιατί στην ουσία αποτελεί ένα έγκλημα κατά της Αριστερός και του Λαού μας. Με την σφραγίδα της περιφρόνησης των αρχών της ελευθερίας και της δημοκρατίας μέσα στο αριστερό μας κίνημα, που όσο είχε τη σφραγίδα του Ελληνισμού εκεί που πατούσε επάνω στον λαό και στις λαϊκές παραδόσεις άλλο τόσο είχε τη βούλα του δεσποτισμού στα υψηλά κλιμάκια του καθεστωτικού.

Λίβανος, Γκαζέρτα, Δεκεμβριανά, Ομηρία, Βάρκιζα. Μετά, την ευθύνη των αποφάσεων αναλαμβάνει προσωπικά πλέον ο Νίκος Ζαχαριάδης με πρώτη πράξη την αποκήρυξη του Άρη που αναγκάζεται να αυτοκτονήσει, Με πρόσχημα ότι διαφώνησε με ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Ακολουθούν Αποχή, Εμφύλιος, Αποκήρυξη του Τίτο, Διώξεις του Μάρκου, Αρχιστρατηγία, Καταστροφή, Τέλος.

Όταν όμως άρχισαν οι πρώτες σοβαρές δοκιμασίες, βγήκε στο φως το χάος που μας χώριζε σε δύο ξεχωριστά μέρη. Τους λαϊκούς και τους εγκάθετους. Οι πρώτοι ήταν όπως ο Άρης και το σύνολο των λαϊκών αγωνιστών που ζυμώθηκαν μέσα στη φωτιά του αγώνα μαζί με τον λαό, ενώ τους δεύτερους τους αποτελούσαν οι διορισμένοι από την Τρίτη Διεθνή με κέντρο τη Μόσχα. Γύρω απ’ αυτούς αναπτύχθηκε η κομματική γραφειοκρατία αποτελούμενη βασικά από μορφωμένα στελέχη που καταλήξανε στους σημερινούς διανοουμενίστικους δήθεν προοδευτικούς κύκλους που καπηλεύονται το όνομα της Αριστεράς. Και θα έλεγα ότι τα σημερινά τους καμώματα, ιδιαίτερα στον χώρο της Παιδείας και της ελληνικής ιστορίας είναι πταίσματα μπροστά στα εγκλήματα των αληθινών τους προγόνων.

Όπως π.χ. οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Γκαζέρτας, η αλλοπρόσαλλη στάση απέναντι στην κυβέρνηση Παπανδρέου, τα Δεκεμβριανά και η Βάρκιζα.

Αμέσως μετά μας ήρθε ο αρχηγός τους, αρχιεγκάθετος της Διεθνούς, γιος του Στάλιν όπως του άρεσε να λέει για τον εαυτό του ο Νίκος Ζαχαριάδης, που ξεκινά από την διάλυση των λαϊκών αγωνιστών αρχίζοντας από τον Άρη που δεν υπάκουσε στο μεγάλο έγκλημα της άνευ όρων παράδοσης των όπλων του ΕΛΑΣ. Και προχωρεί στην απόφαση της αποχής. Πέφτει στην παγίδα του Εμφυλίου, αποκηρύσσει τον Τίτο, καταργεί τους καπετάνιους με πρώτο τον Μάρκο και ανακηρύσσεται αρχιστράτηγος, για να οδηγήσει στην καταστροφή και την ήττα.

Δεν το βάζει όμως κάτω. Σαν γνήσιος πρόγονος των σημερινών μας ψευτοδιανοούμενων-ψευτοπροοδευτικών, στα 1953 στην 4η Ολομέλεια του ΚΚΕ διατυπώνει και επιβάλλει ως επίσημη θέση του κόμματος ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν σχέση με τους Αρχαίους. Κι αυτό φυσικά είναι ειδικά για μένα το τελικό χτύπημα.

Φυσικά αυτή την αντίθεση ανάμεσα στους λαοπρόβλητους και τους εγκάθετους την έζησα κι εγώ επάνω στο πετσί μου, με κορυφαία στιγμή όταν οι δεύτεροι αποφάσισαν να με εξοντώσουν και με καταδίκασαν σε θάνατο γιατί διαφώνησα με την δική τους ολέθρια τακτική. Κι αυτό πότε; Ανάμεσα σε δυο μάχες, στις 20 του Δεκέμβρη…

Ξέρω ότι πολλοί πιστεύουν ότι είναι ευτύχημα το ότι ηττηθήκαμε, γιατί αλλοιώς η Ελλάδα θα γινόταν Αλβανία. Κι αυτό πιστεύουν και οι μετανοήσαντες εγκάθετοι που βγαίνουν δημόσια και φτύνουν επάνω στις θυσίες και τις πληγές μας. Όμως η αλήθεια εδώ είναι μόνο η μισή, γιατί μπορεί τα περισσότερα κομματικά πόστα να ήταν στα χέρια της κομματικής γραφειοκρατίας, όμως η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του ΕΑΜ, που το αποτελούσαν αγωνιστές λαογενείς και λαοπρόβλητοι με χαρακτηριστικά όπως αυτά που διεξοδικά σας περιέγραψα πιο πριν μιλώντας για το παιδί της επαρχίας που το περιβάλλον η πίστη, οι γνώσεις και τα παραδείγματα ατσάλωσαν τον χαρακτήρα του με πυρήνα την ελληνικότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την βία του κατακτητή και στη συνέχεια κάθε τι που καταπίεζε τον λαό και την χώρα του.

Κι όλοι αυτοί αποτελούσαμε -βάζω και τον εαυτό μου- ένα ισχυρό ανάχωμα ικανό να εμποδίσει κάθε απόπειρα των εγκάθετων να επιβάλουν ένα ξενόφερτο καθεστώς. Η γνώμη μου είναι λοιπόν ότι εάν νικούσε τότε το ΕΑΜ, το πιο πιθανό ήταν ότι εμείς οι πραγματικοί λαϊκοί αγωνιστές θα εφαρμόζαμε το πρόγραμμα του Γληνού, δηλαδή της Παλλαϊκής Δημοκρατίας με κύριο χαρακτηριστικό την βαθειά του ελληνικότητα. Αντίθετα εάν οι άλλοι αποδεικνύονταν πιο δυνατοί, τότε θα έπρεπε για να το πετύχουν, να περάσουν πάνω από τα πτώματά μας.

Στα 1954 βρέθηκα στο Παρίσι για να σπουδάσω σε βάθος την μοναδική κατάκτηση των Ευρωπαίων στον τομέα της Τέχνης, τη Συμφωνική Μουσική. Για έναν Έλληνα όπως εγώ, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη πρόκληση και δοκιμασία. Γιατί κινδύνευα να πνιγώ είτε να αφομοιωθώ -όπως οι περισσότεροι νέοι συνθέτες που προέρχονταν από χώρες της περιφέρειας- μέσα στη μεγάλη θάλασσα της ευρωπαϊκής μουσικής τέχνης. Γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να μεγαλώσει μέσα μου και να ατσαλωθεί η πίστη μου στην ελληνικότητα γνωρίζοντας ότι μονάχα έτσι θα κατόρθωνα να διατηρήσω την ιδιαιτερότητά μου ως Έλληνας με το διαχρονικό βάρος και σημασία αυτής της εννοίας, προκειμένου να προβάλω ακόμα και μέσα από τα όσα ισχυρά ευρωπαϊκά ηχητικά υλικά την ουσία της ελληνικότητας. Θα έλεγα ότι την εποχή εκείνη έμοιαζα με κάποιον που επιχειρούσε να διασχίσει με ένα υδραίικο σκαρί την απεραντοσύνη του Ατλαντικού, με μοναδικό ευνοϊκό άνεμο για τα πανιά του την πνευματική παράδοση της χώρας του, με την οποία έπρεπε να γεμίζει και να ξαναγεμίζει τα πνευμόνια του. Και συγχρόνως να τον απειλούν από πάνω του και να του κρύβουν τον ήλιο τα μαύρα σύννεφα των διάφορων Φαλμεράγιερ, Χαουπσμπάουμ και Ζαχαριάδη.

Τότε, σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές, διάβασα το πρώτο βιβλίο του Γιώργο Κοντογιώργη στα γαλλικά και στη συνέχισα γνώρισα τον ίδιο προσωπικά στο Παρίσι. Και ομολογώ ότι έκτοτε το ταξίδι μου έγινε ευκολότερο, καθώς η ήλιος της βεβαιότητας έσβηνε σιγά-σιγά τις μαυρίλες που μας σκέπαζαν και που δυστυχώς μας απειλούν ακόμα με τον σκοταδισμό τους έως σήμερα.

Καταλαβαίνετε λοιπόν με πόση χαρά αλλά και με πόση τιμή και ευθύνη ανέλαβα να παρουσιάσω το νέο του βιβλίο. Κι αν σας κούρασα με τόσες λεπτομέρειες, το έκανα από ανάγκη να παρουσιαστώ μπροστά σας όπως ακριβώς είμαι, ώστε να φανεί καθαρά ότι η ταύτισή μου με τις απόψεις του Κοντογιώργη αποτελεί πράξη ζωής και συγχρόνως σήμα κινδύνου για όσους όπως εγώ γαλουχήθηκαν με τα ίδια βιώματα, οράματα και ιδεολογικά πιστεύω. Και πάνω απ’ όλα την πίστη στην ελληνικότητα, όχι ως στοιχείο έπαρσης και στείρου εθνικισμού αλλά ως περιεχόμενο και κώδικα ζωής.

Μίλησα κι εγώ στο άρθρο μου στην «Καθημερινή» για την σύγκρουση ανάμεσα σε δυο Σχολές Σκέψης. Ποιες όμως είναι αυτές; Ο Κοντογιώργης κατ’ αρχήν επισημαίνει ότι η ελληνική επιστήμη ασφυκτιά ανάμεσα σε μια παραδοσιακή ιστοριογραφία που ένας κλάδος της απολήγει στον εθνικισμό και σ’ εκείνη της «εκσυγχρονιστικής» νεοτερικότητας η οποία επιχειρεί να επιβάλει την εθνικιστική αντίληψη της ιστορίας που διδάσκει η δυτική Ευρώπη. Η διαφορά ανάμεσα στις δυο αυτές σχολές σκέψης είναι ότι η μεν πρώτη προσπαθεί με τα υλικά της Δυτικής ιστορίας να επεξεργασθεί έναν ελληνικό εθνικισμό, παραμορφώνοντας ωστόσο τον χαρακτήρα της ελληνικής εξέλιξης και ταυτότητας, η δε δεύτερη να αποδομήσει ολοκληρωτικά την ελληνική ταυτότητα και ιστορία, προκειμένου να οικοδομήσει μια ανάγνωση του ελληνισμού που να συνάδει με το διατακτικό της επίσημης ιστορίας των νικητών της νεοτερικότητας, δηλαδή της Δύσης.

Και οι δυο αυτές σχολές σκέψης εμπνέονται από το δυτικό παράδειγμα. Η δεύτερη όμως παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι «στο βάθος του επιστημονικού προβλήματος της χώρας ελλοχεύει ουσιαστικά, η παραρτηματική ή, για να γίνω πιο λιτός, η μηρυκαστική λειτουργία μιας μεγάλης μερίδας ιστορικών που, επί πλέον, επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το τεκμήριο της προοδευτικής σήμανσης». Στην πραγματικότητα όμως η σχολή αυτή είναι, όπως προείπα, αντιδραστική. Όχι μόνο γιατί εναντιώνεται σε κάθε εγχείρημα για την οικοδόμηση μιας ελληνικής ιστοριογραφίας που θα αντλεί από το πραγματολογικό υλικό του ιστορικού χρόνου αλλά και διότι συντασσόμενη με τα φεουδαλικά και πρωτο-ανθρωποκεντρικά βιώματα της Εσπερίας αρνείται τις οικουμενικές και καθ’ όλα προοδευτικές κατακτήσεις του ελληνισμού.

«Το αποτέλεσμα της λειτουργίας αυτής της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού σε όλα m επίπεδα του βίου της ελληνικής κοινωνίας. Οικοδόμησε ένα πλέγμα παραμορφωτικών κατόπτρων μέσα από το οποίο προέβαλε αναγνώσεις του ελληνικού παρελθόντος. Συνάδουσες με το αξιωματικό επιχείρημα περί της καθολικής ανωτερότητας του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Τοποθέτησε την ελληνική κοινωνία στη θέση της «περιφέρειας» έναντι της Εσπερίας και, κατ’ επέκταση, αξιολόγησε τις παρεκκλίσεις της από τον ευρωπαϊκό κανόνα ως εξ ορισμού «παραδοσιακές», δηλαδή οπισθοδρομικές και κατώτερες του προοδευτικού γινομένου που ενσάρκωνε η Δύση. Αποδύθηκε σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία στήριξης και νομιμοποίησης ενός κράτους που, κατά το ουσιώδες, λειτούργησε επί της ελληνικής κοινωνίας ως θεσμός κατοχής. Η απαξία με την οποία το κράτος αυτό -και, εννοείται, η άρχουσα τάξη του περιέβαλε το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, η πλήρης αδιαφορία του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του κοινωνικού σώματος, θα αποδοθούν όχι στη φύση του, αλλά στο «ένοχο» παρελθόν της τουρκοκρατίας, δηλαδή στις εμμονές της «παράδοσης» με τις οποίες είχε εμποτισθεί κατά τρόπο ανεξίτηλο η ελληνική κοινωνία.

Θα λέγαμε, με λίγα λόγια, ότι η καθ’ ημάς «εκσυγχρονιστική» ιστοριογραφία έχει τόσο βαθιά ενσωματώσει το διατακτικό της «επίσημης» ιστορίας των «νικητών», ώστε να συμπεριφέρεται αυτοβούλως ως ο ιθαγενής πρατηριούχος του δόγματος και των σκοπιμοτήτων της. Η παραρτηματική πρόσδεση της μικρής Ελλάδας στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις και, εν τέλει, η αποδόμηση του ευρύτερου ελληνισμού, προϋπέθεταν μια ανάλογη ιδεολογία, την οποία πρόσφεραν απλόχερα οι Έλληνες θιασώτες των επιστημών του κράτους.

Πυρήνα του εγχειρήματος αυτού αποτέλεσε το διακύβευμα του έθνους. Η αποδοχή της μιας ή της άλλης άποψης για το έθνος δεν είναι μια απλή ούτε άδολη υπόθεση.

Σηματοδοτεί το ερμηνευτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί το σύνολο οικοδόμημα της ζωής μιας κοινωνίας και το προοδευτικό της πρόσημο. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά στην ελληνική κοινωνία, το ζήτημα δεν είναι να επιλεγεί η μια ή η άλλη εκδοχή για το έθνος, που διακινεί η νεοτερική επιστήμη, αλλά να αποτιναχθούν όλες οι «σχολές σκέψης» που διδάσκουν την παραίτησή της από το προοδευτικό γινόμενο του ανθρωποκεντρικού της παρελθόντος, προκειμένου να εναγκαλισθεί την πρωτοανθρωποκεντρική ιδέα ότι η πρόοδος αποτελεί το ταυτολογικό ισοδύναμο του «εξευρωπαϊσμού».

Το συμπέρασμα από ένα εγχείρημα όπως αυτό, παρουσιάζει, νομίζω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Διαπιστώνει αίφνης κανείς ότι οι παρεμβάσεις των φορέων της «εσπέριας» επιστήμης αντιμετωπίζονται με άφατο θαυμασμό, ως θέσφατα. Την ίδια στιγμή οι εσωτερικοί της διακινητές, αυτοτοποθετούνται αμέσως ως θεματοφύλακες της αυθεντίας της.

Εν τούτοις, έχει ήδη αποφασισθεί τελεσίδικα ότι είναι περίπου αδιανόητο ο ελληνικός επιστημονικός χώρος να παραγάγει πρωτότυπο έργο. Δεν νοείται η «ελληνική περιφέρεια» να διεκδικεί πρωτότυπο επιστημονικό λόγο στα δρώμενα της κοινωνικής επιστήμης και, ιδίως, λόγον αντικείμενο στο δόγμα της νεοτερικότητας».

Φυσικά η ανικανότητα των Ελλήνων να παραγάγουν πρωτότυπο έργο, δεν πρέπει να περιορίζεται σύμφωνα μ’ αυτές τις απόψεις στον χώρο της επιστήμης αλλά θα πρέπει να καλύπτουν και όλους τους υπόλοιπους κλάδους και προ παντός την Τέχνη, όπου όλοι οι γηγενείς συγγραφείς, ζωγράφοι, συνθέτες, καλλιτέχνες και ιδιαίτερα όσοι «επιμένουν ελληνικά» κατατάσσονται συλλήβδην στον χώρο των πτωχών συγγενών σε σχέση με τον οποιονδήποτε ξένο της ίδιας κατηγορίας.

Η εντεινόμενη και επεκτεινόμενη κυριαρχία της ιδεολογίας της «ψωροκώσταινας», που καλλιεργείται συστηματικά τόσο από τους οπαδούς του ιστορικώς ορθού όσο και από τους ομοούσιούς τους διευθυντικούς κύκλους του πολιτιστικού γίγνεσθαι, επηρεάζει αρνητικά τους Έλληνες πνευματικούς δημιουργούς και καλλιτέχνες που αισθάνονται όλο και πιο πολύ ξένοι στον τόπο τους.

Ο Γιώργος Κοντογιώργης πάει πολύ πέρα από τις σχολές αυτές σκέψης. Εισάγει μια νέα πρόταση για την προσέγγιση του ελληνισμού, μέσα από τη συγκρότηση της οποίας αποδείχνει την προοδευτική του φύση, καθώς οι αναγνώσεις του τον οδηγούν επίσης στην επεξεργασία μιας νέας κοινωνικής επιστήμης, η οποία εμπνέεται από το ελληνικό παράδειγμα και κυρίως αποδεικνύει ότι η κοινωνική επιστήμη που προτείνει η νεοτερικότητα είναι τελικά πτωχός συγγενής μπροστά της. Ορίζει τον ελληνισμό ως κοσμοσύστημα και μάλιστα ως το πρώτο στην ιστορία ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, του οποίου η ιστορία μπορεί να παραβληθεί όχι με την ιστορία ενός άλλου έθνους αλλά μόνο με το ανάλογο προς το ελληνικό, δηλαδή το νεότερο εθνοκεντρικό κοσμοσύστημα.

Η διαφορά του ελληνικού από το σημερινό κοσμοσύστημα, έγκειται στο ότι το μεν πρώτο διάνυσε μια ολοκληρωμένη, δηλαδή πλήρη ανθρωποκεντρική διαδρομή, ενώ το δεύτερο διανύει μόλις τη φάση της μεταφεουδαλικής του οικοδόμησης. Οι ελευθερίες επομένως και τα συστήματα που έχει να μας προτείνει ο νεότερος κόσμος ως δείγματα προόδου είναι πρωτόλεια. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η προοδευτική υπεροχή του ελληνικού κόσμου. Σας καλώ να δείτε την πρόταση αυτή του Κοντογιώργη, η οποία θεωρώ ότι θα αποτελέσει την κυρίαρχη σχολή σκέψης στο μέλλον για τον ελληνισμό και τις κοινωνικές επιστήμες. Ολόκληρη η πρότασή του περιέχεται σε ένα άλλο του βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και φέρει τον τίτλο: «Το ελληνικό κοσμοσύστημα», από τις εκδόσεις Σιδέρη.

Όσο για το Έθνος, ο πυρήνας της προβληματικής του Κοντογιώργη είναι ότι αποτελεί όχι μια «κατασκευασμένη» ή «φαντασιακή» έννοια, όπως υποστηρίζουν εκσυγχρονιστές, αλλά μια έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου με όρους ελευθερίας. Το έθνος δεν σηματοδοτεί απλώς το ανήκειν σε μια κοινή ταυτότητα αλλά το ανήκειν εν ελευθερία. Όταν ο άνθρωπος διαλογίζεται για το «είναι» του, για την ύπαρξή του, για την κοινωνική του υπόσταση, για τον «άλλον» και βιώνει ένα καθεστώς ατομικής κατ’ ελάχιστον ελευθερίας, συγκροτεί μια προσωπική συνείδηση αλλά και μια συλλογική συνείδηση, μια συνείδηση κοινωνίας. Στις δεσποτικές, φεουδαλικές, στις μη ανθρωποκεντρικές κοινωνίες, η έννοια της κοινωνίας συνέχεται ταυτολογικά με το πεδίο της ιδιοκτησίας του δεσπότη. Ο δουλοπάροικος δεν διαθέτει δική του ταυτότητα, μιας και το είναι του ανάγεται στην ταυτότητα του δεσπότη.

Αυτή η τελευταία παρατήρηση αναιρεί τον ισχυρισμό της νεοτερικότητας. (έτσι χαρακτηρίζει τους οπαδούς του ιστορικώς κατά τους ίδιους ορθού) ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το ελληνικό κράτος. Γιατί πράγματι η εθνογένεση στον νεότερο κόσμο με αφετηρία την Ευρώπη εστιάζεται μόλις στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Σε αντίθεση με την δεσποτική Ευρώπη ο ελληνισμός συγκροτήθηκε εδώ και αιώνες πολιτικά ως κοσμοσύστημα με γνώμονα την θεμελιώδη κοινωνία της πόλης μικρής κλίμακος και εν τέλει σε ανθρωποκεντρικές βάσεις.

Το ελληνικό έθνος λοιπόν προϋπήρξε του Κράτους και δεν κατασκευάστηκε από αυτό. Μάλιστα, δεν επιζήτησε να εκφρασθεί μέσα από ένα ενιαίο κράτος αλλά με το κοσμοσύστημα των πόλεων. Η Ευρώπη και ο κόσμος αγωνίσθηκαν να οικοδομήσουν το έθνος για να συνδράμει την απελευθέρωση των κοινωνιών τους από τον φεουδαλικό ζυγό, ώστε να συγκροτηθούν σε ελεύθερες κοινωνίες, ενώ ο αγώνας των Ελλήνων ήταν απλώς εθνικοαπελευθερωτικός.

Ο ελληνισμός πέρασε από το έθνος κοσμοσύστημα στο κράτος έθνος. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες συγκρότησαν για πρώτη φορά συλλογική συνείδηση έθνους με την έξοδό τους από τη φεουδαρχία και γι’ αυτό εμπνεύσθηκαν την έννοια του συλλογικής ταυτότητας, όπως και για όλα τα άλλα από το ελληνικό προηγούμενο.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο ελληνισμός στη νεότερη εποχή δεν υπήρξε περιφέρεια της νεοτερικότητας αλλά αντίθετα προηγήθηκε ως προς τα συστατικά γνωρίσματα που την συγκροτούν ξεκινώντας από αυτό της ελευθερίας, και κατά τούτο ενέπνευσε το νεότερο κόσμο, αρχής γενομένης από τη μετάβασή του από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό που, κατά τον Κοντογιώργη, είναι κατ’ εξοχήν έργο του ελληνικού κοσμοσυστήματος.

Μέσα στο πέρασμα του χρόνου και ιδίως στη διάρκεια της οικουμενικής φάσης του ελληνικού κοσμοσυστήματος, η έννοια του έθνους θα εξελιχθεί, θα ενσωματώσει διάφορα στοιχεία, συνακόλουθα με τις μεταμορφώσεις του ελληνισμού και τον ρόλο του στην ιστορία, θα γίνει δε χωνευτήρι των εθνοτήτων, χωρίς να τις καταργεί, οι οποίες έρχονταν σε επαφή μαζί του. Στο πλαίσιο αυτό το ελληνικό Έθνος κατά τον συγγραφέα θα οικειοποιηθεί την «ρωμιοσύνη» και τον «Χριστιανισμό».

Κωνσταντίνος Παρθένης, Η αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου

Ο Χριστιανισμός θα αποτελέσει αντικείμενο οικειοποίησης από τις ελληνικές κοινωνίες και θα εγγραφεί ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Συνεκτική σταθερά αυτής της σύνθεσης θα αποτελέσει η ελληνικότητα, που τροφοδοτεί η γλώσσα στην οποία αποτυπώνεται η Παιδεία και ο ανθρωποκεντρικός τρόπος του βίου. Η Ορθοδοξία αποτελεί την ελληνική εκδοχή του Χριστιανισμού με την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό ανθρωποκεντρικό κατεστημένο.

Και το γεγονός αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην προσέγγιση των Βυζαντινών από τους «άλλους», που οι μεν Δυτικοί τους αποκαλούν Έλληνες, οι Άραβες Ρουμ και οι Ασιάτες Γιουνάν, αναγνωρίζοντας την ελληνική τους ταυτότητα.

Οι δε βυζαντινοί στην επικοινωνία τους με τους άλλους δεν παραλείπουν να υπογραμμίζουν την καταγωγική τους σχέση με τους αρχαίους Έλληνες και της ελληνικότητα της παιδείας τους. Τυπικό παράδειγμα ο Διγενής Ακρίτας ο οποίος προασπίζεται την ελληνική χριστιανική οικουμένη.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας ο Ελληνισμός θα εκφραστεί πρώτον από την άρχουσα ελληνική τάξη της Πόλης που διαμορφώνει τις μείζονες επιλογές του Πατριαρχείου και δεύτερον από την σταδιοδρομία και την συνοχή του ελληνικού έθνους-κοσμοσυστήματος, όπως αποκρυσταλλώνεται με τα ανθρωποκεντρικά του χαρακτηριστικά στο σύστημα των πόλεων ή κοινών ή κοινοτήτων. Για να καταλάβετε το βαθμό της αλλοτρίωσης του νεότερου ελληνισμού και της διαστροφής της ελληνικής ιστορίας προκειμένου να προσομοιάσει στο δυτικοευρωπαϊκό διατακτικό, σας προτείνω να σταθούμε για λίγο στη διαφορά μεταξύ πόλεως (ή κοινού) και κοινότητας.

Το κοινό ή πόλη αποτελεί τη θεμελιώδη κοινωνία του ελληνικού κοσμοσυστήματος από την αρχαιότητα έως το τέλος της τουρκοκρατίας, ότι σήμερα είναι το κράτος έθνος. Η κοινότης, αντίθετα είναι η τριτοκοσμική εκφορά του κοινού (της πόλης) που μετακενώθηκε πέραν των Άλπεων, την εποχή που οι Βυζαντινοί αναπροσανατόλισαν τον στρατηγικό τους προσανατολισμό και επανήλθαν στην Ευρώπη. Η στροφή αυτή οδήγησε, κατά τον Κοντογιώργη, στην ευρωπαϊκή μετάβαση από την δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Σήμερα, όχι μόνο η κοινότης θεωρείται θεσμός της φεουδαλικής εποχής αλλά και το ελληνικό κοινό της τουρκοκρατίας ορίζεται ως κοινότης, για να καταδειχθεί η μη συνέχεια του ελληνικού κόσμου, δηλαδή του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Όλα τα βιβλία της ιστορίας τοποθετούν το τέλος των πόλεων ή κοινών στο τέλος της δυτικής Ρώμης,

έτσι ώστε να ταξινομηθεί το Βυζάντιο στο Μεσαίωνα, ως φεουδαρχία. Πώς θα μπορούσε η επίσημη δυτική ιστοριογραφία να παραδεχθεί ότι, όταν αυτή ζούσε στο Μεσαίωνα, ο ελληνικός κόσμος εξακολουθούσε να ζει, με όρους ταυτολογίας, το ανθρωποκεντρικό του προηγούμενο,

Όλα αυτά δείχνουν γιατί το πρόταγμα της ελληνικής παλιγγενεσίας δεν είναι εθνοκεντρικό με την έννοια που θα προβληθεί αργότερα από τον ευρωπαϊκό κόσμο ούτε και ανθρωποκεντρικό (με την έννοια της απελευθέρωσης από τη φεουδαρχία), αλλά εθνικο-απελευθερωτικό, στόχευε στην απόσειση της οθωμανικής κυριαρχίας, ώστε να αποκαθαρθεί ο ελληνικός ανθρωποκεντρισμός, καθ’ όλα υπαρκτός και κυρίαρχος, από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής πολιτικής δεσποτείας. Ο Ρήγας και όλοι οι κήρυκες της εθνικής απελευθέρωσης δεν ήθελαν ένα κράτος δεσπότη του τύπου της δυτικής κρατικής δεσποτείας (ή απόλυτης μοναρχίας) που επικρατούσε την εποχή αυτή ή έστω ένα πρωτο-ανθρωποκεντρικό έθνος κράτος, αλλά την αποκατάσταση της ελληνικής οικουμενικής κοσμόπολης. Είχαν δηλαδή μια αντίληψη για το έθνος κοσμοσυστημική και οικουμενική όχι εθνοκρατική.

Αυτή η βαθιά ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία του Έλληνα εξηγεί το γεγονός ότι στη διάρκεια της επανάστασης δημιουργούνται Συντάγματα που όμοιά τους σε δημοκρατικές πρόνοιες δεν έχουν ακόμη και σήμερα εμφανισθεί στον κόσμο, προνοώντας βεβαίως για την αναγνώριση της καθολικής ψήφου, τη στιγμή που στη Μεγάλη Βρετανία το δικαίωμα ψήφου το είχε μόνο το 7% του πληθυσμού.

*

Σταματώ εδώ τη συνοπτική σταχυολόγηση αποσπασμάτων από το εν λόγω βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη που νομίζω ότι απαντούν σε μερικά από τα κρισιμότερα ερωτήματα που θέτει η παρούσα διαμάχη.

Και οφείλω να επισημάνω ότι αποτελούν ένα μικρό αν και καίριο μέρος της συνολικής άποψης του συγγραφέα, ο οποίος μας αποκαλύπτει τη σημασία και το μέγεθος μιας κρυμμένης ουσιαστικά αλήθειας, που για μας τους Έλληνες έχει ειδικά σήμερα ζωτική σημασία. Μιας αλήθειας που θα έπρεπε να είναι θεμέλιο αυτογνωσίας και πυξίδα εθνικής ανασύνταξης και πορείας.

Ένα είναι το συμπέρασμα της ανάγνωσης αυτής του ελληνισμού: Ότι εισήλθε στη νεότερη εποχή οπισθοδρομώντας ανθρωποκεντρικά -δηλαδή από την άποψη του κεκτημένου των ελευθεριών, προτάσσοντας όχι το επιχείρημα της προόδου αλλά του εξευρωπαϊσμού. Το ζήτημα δεν ήταν προφανώς να μην οδηγηθεί ο ελληνισμός στον νεότερο εθνοκεντρικό κόσμο, αλλά να διατηρήσει το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο και την ηγέτιδα θέση που κατείχε στον κόσμο, παρόλο που τελούσε υπό συνθήκες εθνικής ομηρίας στους Οθωμανούς. Αντί όμως να απελευθερωθεί εθνικά και να ενσωματώσει ως εκ τούτου, τις ανθρωποκεντρικές του (ελευθεριακές, δημοκρατικές κ.λπ.) κατακτήσεις, ο ελληνισμός, περιήλθε στην κυριαρχία ενός εθνικού κράτους κατοχής που όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την εθνική ολοκλήρωση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αλλά και διακατέχονταν από την αποκλειστική αγωνία να διατηρήσει την ελληνική κοινωνία σε κοινωνική και πολιτική ομηρία.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι γνωστές-άγνωστες πονηρές δυνάμεις που βασίζονται στην αμάθεια και την αφέλειά μας, κατάφεραν να επιβάλουν στην κοινή γνώμη και στην Πολιτεία τις απόψεις εκείνες που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και που στηρίζονται στη συστηματική καλλιέργεια του συνδρόμου της κατωτερότητας του σύγχρονου Έλληνα απέναντι στην ανωτερότητα των ξένων που εκπροσωπούν ποικιλοτρόπως. Όπως λένε, και με το μαστίγιο και με το καρότο. Σήμερα είναι φανερό ότι τα καρότα είναι τόσο άφθονα, ώστε η γενίκευση της χορτοψαγίας τείνει να μας μεταβάλει σε μηρυκαστικά.

Εάν υπάρχουν ακόμα πολίτες που έχουν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο αλλά και την ντροπή από την ολοκληρωτική μετατροπή των Ελλήνων σε ζώα ελεύθερης βοσκής, ας αντιδράσουν όσο είναι καιρός…

Έχω πει και άλλοτε ότι οι δυτικοευρωπαίοι μας μεταχειρίστηκαν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Έτσι άλλοτε μας βοήθησαν και άλλοτε μας χτύπησαν. Αν το δει κανείς από τη σκοπιά τους, είχαν δίκιο, γιατί πάνω απ’ όλα έβαζαν την χώρα τους και μετά τους άλλους. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι η στάση ορισμένων δικών μας, που δένονται με τον ένα ή τον άλλο είτε αυτοί είναι πολιτικοί είτε διανοούμενοι. Ότι θα πρέπει να εκτιμάμε τα θετικά που έχουν οι ξένοι, είναι αυτονόητο. Και όχι μόνο να τα εκτιμάμε αλλά κι ακόμα να τα θαυμάζουμε (όσα και όποια είναι άξια σεβασμού) και να προσπαθούμε να επωφεληθούμε απ’ αυτά. Δίχως όμως να γινόμαστε δορυφόροι του ενός ή του άλλου ειδικά σε θέματα εθνικής πολιτικής είτε σε ζητήματα ιδεών, διανόησης και Τέχνης.

Για να μπορέσουμε όμως να το κάνουμε αυτό, πρέπει να διαθέτουμε το δικό μας εθνικό έρεισμα, εκτόπισμα και βάρος, που να μας κρατά σταθερά, ώστε να μη γινόμαστε στο πρώτο αεράκι που θα φυσήξει άβουλοι και απρόσωποι χαρταετοί στα χέρια των ξένων. Δεν βαρεθήκαμε πια να ακολουθούμε τυφλά πότε τον ένα και πότε τον άλλο και στο τέλος να εισπράττουμε και καρπαζιές; Είτε να αναμασάμε τις ιδέες του ενός, τις απόψεις του άλλου και τα θέσφατα ενός τρίτου βασικά ευρωπαίου και μάλιστα για θέματα που μας αφορούν; Όπως είναι η εθνική μας καταγωγή και η πολιτιστική μας ταυτότητα. Ή το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα υπάρχει πριν την Επανάσταση. Κι ότι τέλος, υπάρχουν τεκμήρια που δεν δέχονται καμμιά αμφισβήτηση, όπως η συνέχεια του Ελληνισμού μέσω της Ελληνικής γλώσσας, που φυσικά όσοι την μιλούσαν δεν μπορεί παρά να ήταν Έλληνες, έστω και κατά την παιδείαν, όπως πίστευε ο Ισοκράτης.

Ας πω έστω ότι αυτός υπήρξε ο μεγάλος νεοελληνικός μας μύθος (όπως οι Μύθοι οι πλαστουργοί που προανέφερα), στον οποίο οφείλεται ό,τι καλό έγινε έως σήμερα στην πατρίδα μας.

Εάν όπως ισχυρίζονται δεν υπήρχε Ελλάδα πριν το ΄21, τότε ποιοι έκαναν την επανάσταση; Τι ήταν ο Ρήγας Φεραίος, ο Κοραής, ο Διονύσιος Σολωμός και τόσοι άλλοι; Ποια γλώσσα μιλούσαν και τι πίστευαν οι ίδιοι για την συνέχιση της Ελληνικότητας και του Ελληνικού Έθνους;

Σ’ αυτούς τους άξονες πιστεύω ότι θα πρέπει να εστιασθεί η εκπαιδευτική μας προσπάθεια, προκειμένου οι νέες γενιές να αποκτήσουν τα ηθικά κυρίως ερείσματα που θα τους κάνουν μεθαύριο ολοκληρωμένους πολίτες, έτοιμους να αντιμετωπίσουν την θύελλα της παγκοσμιοποίησης από θέση ισχύος που μπορεί να τους χαρίσει μόνο η αίσθηση ότι ανήκουν στον δικό τους κορμό, με τις δικές του ρίζες και ιδιαιτερότητες.

Με τη δική τους ταυτότητα του ολοκληρωμένου Έλληνα, που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ισότιμα τους άλλους σε μια διεθνή συγκυρία που απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα ξεκινώντας από τις πολιτισμικές και εθνικές ιδιαιτερότητες, ώστε όλοι και όλα να μεταβληθούν σε μια άμορφη και άβουλη μάζα στη διάθεση των ισχυρών της γης.

Μίκης Θεοδωράκης

Απρίλιος 2007

Back To Top