Συνέντευξη του Θέμη Καραμουρατίδη στην Φωτεινή Λαμπρίδη στο Tvxs, 6 Οκτ. 2024
Το να κληθεί ένας συνθέτης της νεότερης γενιάς να διασκευάσει τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη για μια συναυλία στο Ηρώδειο, δεν είναι κάτι εύκολο. Ο Θέμης Καραμουρατίδης, εξηγεί στο tvxs πως πορεύτηκε με αυτή την αναμέτρηση, ποια τραγούδια «πείραξε» με περισσότερο θάρρος, δίπλα πάντα στην Νατάσα Μποφίλιου, η οποία έχει βαθιά σχέση με το υλικό αφού θεωρεί τον Θεοδωράκη καλλιτεχνικό της πατέρα.
Η συναυλία την οποία διοργανώνει ο Μελωδία 99,2, πραγματοποιείται στις 14 Οκτωβρίου στο Ηρώδειο υπό τον τίτλο «Μες τους ανθισμένους κήπους». Μιλήσαμε με τον Θέμη Καραμουρατίδη λίγο πριν την πρεμιέρα του νέου του μιούζικαλ με την Φωτεινή Αθερίδη στο θέατρο ΗΒΗ σε σκηνοθεσία Κακλέα.
Θυμάσαι τη στιγμή που ανακάλυψες τον Θεοδωράκη; Ή τη στιγμή που ένιωσες να σε αφορά βαθιά;
Ο Θεοδωράκης είναι στο dna μας, στις οικογένειες μας, στα γλέντια μας, στα μαγαζιά που βγαίνουμε…ήταν στα σχολεία μας. Οπότε δεν θυμάμαι την ημέρα που τον πρωτοανακάλυψα. Υπήρχε σε όλη μου τη μουσική παιδεία, από την αρχή, με έναν τρόπο που υπάρχει σε όλους μας.
Ποια συνθετική πλευρά του σε αφορά περισσότερο;
Ως παιδί είχα αδυναμία στο «Γελαστό Παιδί». Τώρα καταλαβαίνω ότι μου άρεσε το ρυθμικό του σχήμα. Νομίζω ότι ο δυναμικός, πολιτικός, επικός Θεοδωράκης, πάντα είχε μία ανάταση που ακόμα και ως παιδί δεν μπορούσε να μη σε συγκινήσει. Στις σχολικές γιορτές όταν έμπαιναν τα τραγούδια του Θεοδωράκη μεταμορφωνόταν όλη η διάθεση. Νιώθαμε ότι κάτι λέμε τώρα.
Που εστιάζεις τη δύναμη του τραγουδιού του; Γιατί ήταν τεράστιος συνθέτης;
Για τον τρόπο με τον οποίο έκανε την τέχνη του. Υπηρέτησε την ποίηση όσο κανείς. Υπηρέτησε τον λόγο με έναν σεβασμό. Πρέπει να είσαι σπουδαίος για να συνειδητοποιείς ότι το μεγαλύτερο σου όπλο είναι η μετάδοση αυτού του λόγου μέσα από τη μουσική. Υπήρξε πρωτοπόρος σε πολλά. Αλλά κυρίως μπορούσε να διατηρεί τον λυρισμό και την ευαισθησία ακόμα και μέσα από τα σκληρά πράγματα που χρειάστηκε να δημιουργήσει. Ακόμα και στα πιο επικά, στα επαναστατικά τραγούδια του, υπήρχε μέσα ευαισθησία.
Ποιος είχε την ιδέα για τη συναυλία;
Η ιδέα έπεσε συγχρόνως από την Νατάσα και τον Μελωδία. Η Νατάσα πάντα είχε στο νου μια συναυλία γύρω από τον Θεοδωράκη, γιατί γι’αυτήν είναι μουσικός πατέρας. Και στο πλαίσιο αυτής της αγάπης και κουβέντας με φίλους όπως ο Θύμιος Καλαμούκης, άρχισε να συζητιέται η ιδέα. Ο Μελωδία είχε κάτι αντίστοιχο σαν στόχο οπότε το συνδέσαμε.
Έχεις αγωνία για τη διαχείριση του υλικού;
Σαφώς και υπάρχει αγωνία. Αλλά ξεκινάω πρωτίστως από μια διάθεση κατανόησης του υλικού. Όταν ένας ενορχηστρωτής, καταπιάνεται με ένα υλικό οφείλει να το αναγνωρίσει πρώτα και μετά να δει πως δεν θα παραποιήσει το τραγούδι, χωρίς όμως να χρειαστεί να επαναλάβει την ίδια του την αίσθηση.
Νομίζω βρήκα έναν δρόμο που ταιριάζει με το υλικό, προσπαθώντας να αφαιρέσω την ακαδημαϊκή σχέση ενός κοινού με τον Μίκη Θεοδωράκη και να ακουστεί πιο γήινος. Προσπάθησα να μεταφράσω το επικό σε έναν εσωτερικό δυναμισμό. Ελπίζω να το έχω πετύχει.
Έχει άγχος, αλλά όταν προσπαθείς να αποβάλλεις από τη δημιουργία το εξυπνακίστικο και να μην δεις αλαζονικά ένα υλικό – κάτι που υπάρχει πολύ γύρω μας- το καταφέρνεις.
Ένα από τα κριτήρια ήταν πως θα μιλήσει σήμερα ο Θεοδωράκης στη νέα γενιά;
Ένα από τα κριτήρια ήταν πως θα μιλούσε σε κάθε εποχή αλλιώς. Να φτιάξω ένα πόνημα που θα μπορούσε να παρουσιαστεί το 1979, το 1993, το 2009. Μια άχρονη εκδοχή των τραγουδιών του, στηριζόμενη κυρίως σε ήχους συγκινησιακούς της Μεσογείου. Ήχους μεγάλων ρευμάτων από την κάτω Ιταλία, την Ισπανία… όπου το συναίσθημα δρα πρωταρχικά. Ταυτόχρονα κι ο έντονος ρυθμός και ορμητικότητα.
Σε ποια διασκευή ήσουν πιο τολμηρός;
Στην «Όμορφη Πόλη» και κατά μία έννοια στο «Άξιον Εστί». Γιατί το να το παρουσιάσεις χωρίς μπουζούκι και να του δώσεις έναν πιο βαλκανικό ήχο, είναι από μόνο του μία τόλμη. Για εμένα ειδικά που είμαι προσεκτικός στα βήματα μου.
Πως επιλέξατε τα τραγούδια;
Με βάση πολλές συζητήσεις και με δεδομένο ότι δεν θα κάναμε ένα ηθογραφικό αφιέρωμα που θα περιλάμβανε τα πάντα. Οπότε, συζητήσαμε με όλη την ομάδα τα τραγούδια και μετά από διαφωνίες και συζητήσεις καταλήξαμε σε ένα ρεπερτόριο. Είναι τεράστιο και πολυσχιδές το ρεπερτόριο οπότε κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε.
Είχες συναντηθεί μαζί του;
Όχι δεν είχα την τύχη, γιατί από τύχη θα συναντιόμουν. Είναι κάποια μεγέθη που αν δεν το φέρει η ζωή, δεν γίνεται να το επιδιώξεις. Το ότι συνάντησα τον Ξαρχάκο είναι κάτι τυχαίο που είναι για μένα ευλογία.
Αν έπρεπε να συνοψίσεις την προσφορά του σε λίγες λέξεις τι θα έλεγες;
Ήταν μεγαλοφυής συνθέτης με τεράστιο πολιτισμικό αποτύπωμα που μεταφράστηκε σε πολιτικό. Αναπτύχθηκε τόσο που έγινε οικουμενικό. Μεγάλος συνθέτης και μεγάλη προσωπικότητα.
Γράφεις κοινωνικό τραγούδι. Πως βλέπεις το πολιτικοκοινωνικό τραγούδι σήμερα;
Εμείς πια είμαστε άλλοι ακροατές από εκείνους του ΄60 – ’70. Έχει η εποχή μας το πολιτικό τραγούδι που της αναλογεί αλλά εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχει πχ πολιτικό τραγούδι σε μεγάλες δόσεις στην χιπ χοπ. Υπάρχει σύνδεση με το κοινωνικό που έχει πολιτικές προεκτάσεις.
Πως ακούς την Νατάσα σε αυτά τα τραγούδια;
Αυτή η συναυλία είχε για μένα μια δυσκολία. Κι αυτό ήταν το ότι έπρεπε να αναμετρηθώ με το επίπεδο στο οποίο είναι η Νατάσα απέναντι σε αυτό το υλικό. Είχα να κάνω με μια μεγάλη ερμηνεύτρια που είναι στο πεδίο της. Κι έπρεπε να προλάβω γρήγορα, να φέρω αυτό το υλικό από πλευράς μου από πλευρά αρχιτεκτονικής να έχει το βάθος της σχέσης που έχει η ίδια με τα τραγούδια αυτά. Είμαι περήφανος που δουλεύω με την Νατάσα και πολύ ευτυχισμένος που κάνω αυτή τη δουλειά.
Θα επαναληφθεί η συναυλία;
Είναι νωρίς ακόμα. Αισθανόμαστε ότι έχουμε να πούμε κάτι δυνατό και θα χαρούμε να το ξανά κάνουμε.
Ο Θ. Καραμουρατίδης και η Ν. Μποφίλιου απαντούν στην ερώτηση τι ήταν γι’αυτούς ο Θεοδωράκης:
«Τι είναι για εμάς ο Μίκης;
Είναι δυο χέρια ανοιχτά στον ουρανό.
Το αίμα που κύλησε άδικα και πότισε αυτόν τον τόπο στο πέρασμα των χρόνων.
Τα αετόμορφα βουνά, το γεράνι της Δραπετσώνας, τα περβόλια, η Παντέρμη, η υπόγεια η ταβέρνα, οι κοπέλες του Άουσβιτς, το τρένο που φεύγει στις 8, το κρυφό το περιγιάλι, οι αμυγδαλιές που ανθίζουν, το ψωμί στο τραπέζι και η νοτιά των ανθρώπων.
Είναι η Ρωμιοσύνη, το φως της οικουμένης, το χώμα τους και το χώμα μας και όλα τα ωραία που κάποτε θα ‘ναι δικά μας.
Είναι το ντουφέκι του Βελουχιώτη, η μάντρα της Καισαριανής, το πείσμα της Μάγδας Φύσσα, η Μακρόνησος, ο Ανδρέας στην ταράτσα.
Είναι ο αγώνας για το καθημερινό μεροκάματο, το δάκρυ της Καρυστιανού, η υψωμένη γροθιά στον ουρανό, η ουρά στο ταμείο ανεργίας, η βάρκα του πρόσφυγα, ο ξεριζωμός του μετανάστη, ο απλήρωτος λογαριασμός, το γαρύφαλλο του Μπελογιάννη.
Είναι η αδικία που θέλουμε να ανατρέψουμε, η ανισότητα που θέλουμε να σβήσουμε, η υποταγή που θέλουμε να αρνηθούμε, ο φόβος που θέλουμε να διώξουμε.
Είναι τα βήματά μας στην καθημερινή πορεία της ζωής, άλλοτε γερά και στέρεα και άλλοτε βαριά.
Αυτό είναι για εμάς ο Μίκης σήμερα.