skip to Main Content

Ένα απόσπασμα από τη μεγάλη συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στο «Playboy» τον Απρίλη του 1988, αφιερωμένο στο εμβληματικό έργο.

Ο Θανάσης Γιώγλου ανακάλυψε στο περιοδικό «Playboy» (τεύχος 37) που κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1988 μια αποκαλυπτική συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στον Ανταίο Χρυσοστομίδη γύρω από τη μουσική και τον ρόλο που έπαιξε αυτή στην ελληνική κοινωνία και την δημοσίευσε στο ogdoo.gr. Από κει αναδημοσιεύουμε τα σχετικά αποσπάσματα.


Μ.Θ.: … Στο Παρίσι κύρια ασχολία μου ήταν η μουσική, αλλά δεν έπαυαν να με ενδιαφέρουν όλα όσα συνέβαιναν γύρω μου. Το ’58, τη χρονιά που έλαβα τυπωμένο τον «Επιτάφιο», η ΕΔΑ είχε πάρει πάνω της κι εμείς οργανώσαμε μια συνάντηση σπίτι μου για να μαζέψουμε χρήματα για τις επερχόμενες εκλογές. Ο «Επιτάφιος» γράφτηκε για κείνη τη συνάντηση, ήταν – όπως λέτε κι εσείς – η επάνοδός μου στην ενεργή πολιτική δράση μέσα από τη μουσική μου.

Α.Χ: Είναι αλήθεια ότι οι μουσικές του «Επιτάφιου» γράφτηκαν μέσα σε λίγη ώρα;

-Είναι αλήθεια. Όπως ξέρετε, ήμουνα και είμαι φορτωμένος με μεγάλο μουσικό υλικό μέσα μου κι όταν βρω το ερέθισμα – που σχεδόν πάντα είναι ο στίχος- γράφω πολύ εύκολα. Τα είκοσι τραγούδια του «Επιτάφιου» τα έγραψα μέσα στο αυτοκίνητο, περιμένοντας τη γυναίκα μου που είχε πάει να ψωνίσει.

-Είκοσι; Μα εμείς ξέρουμε μονάχα οκτώ.

-Ναι, είκοσι. Αυτό το τετράδιο με τις νότες και των είκοσι τραγουδιών, πρέπει να το έχει ο Φίλιππος Ηλιού. Εγώ αντέγραψα και έστειλα εφτά στους Ρίτσο, Χατζιδάκι και Βύρωνα Σάμιο, γιατρό που ήταν μαζί μου στη Μακρόνησο, γιατί μονάχα τόσα χωρούσαν στο χαρτί.

-Και γιατί δεν τα ψάχνετε τώρα; Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, τριάντα χρόνια μετά, να ακούγαμε ανέκδοτα τραγούδια από τον «Επιτάφιο».

-Ο Ηλιού έχει τα τραγούδια στο αρχείο του και δεν μου τα δίνει, μην και του τα πάρω. Το «Άξιον Εστί» το έχει ο Αντρέας Λεντάκης κι αυτό το έμαθα στη δικτατορία, όταν με το «τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ» επικοινωνούσαμε μέσα από τον τοίχο,

-Να βγάλετε φωτοτυπίες.

-Δεν βαριέστε… Γράφω άλλα!

-Και το όγδοο τραγούδι που βγήκε σε δίσκο;

-Ήταν το «Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός», που δεν το είχα συμπεριλάβει στη συλλογή. Μου το ζήτησε ο Πατσιφάς, γιατί στον δίσκο έπρεπε να υπάρχει και ένα όγδοο τραγούδι. Επίσης ο Πατσιφάς μου ζήτησε να γράψω τις εισαγωγές – εγώ τότε δεν ήξερα ότι ήταν αναγκαστικές οι εισαγωγές -, τις οποίες και έγραψα όλες μαζί ένα βράδυ, στο κρεβάτι μου.

-Όταν γράφατε τον «Επιτάφιο», ποια από τις τρεις εκδοχές που κυκλοφόρησαν αργότερα σε δίσκο είχατε στο νου σας;

-Είχα σαφώς στο νου μου την εκτέλεση Μπιθικώτση. Είχα συνδέσει μέσα μου τον Μπιθικώτση με την έννοια της λαϊκής μουσικής. Τον είχα γνωρίσει στη Μακρόνησο, τα τραγούδια του μου είχαν αρέσει και είχα αποφασίσει ότι η φωνή του ήταν η ιδεώδης φωνή για λαϊκό τραγούδι. Επίσης είχα ξεχωρίσει τις φωνές της Νίνου, της Μπέλλου, της Καίτης Γκρέυ. Αργότερα ξεχώρισα και τη φωνή της Πόλυς Πάνου και της Μοσχολιού: όλες, δηλαδή τις φωνές που μπορούμε να θεωρήσουμε κλασικές φωνές για λαϊκό τραγούδι. Προτιμούσα τη φωνή του Μπιθικώτση από τη φωνή του Καζαντζίδη, γιατί έβρισκα τον Καζαντζίδη μεγάλο τραγουδιστή αλλά υπερβολικά ανατολίτη. Το δικό μας το κόμπλεξ ήταν ακριβώς αυτό: να μην είμαστε πολύ ανατολίτες.

-Είχατε συνείδηση, όταν γράφατε τον «Επιτάφιο», ότι κάνατε μια επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι;

-Όχι. Ήθελα απλώς να ντύσω τον «Επιτάφιο» με λαϊκά όργανα.

-Στο βιβλίο σας «Το χρέος» γράψατε ότι ο Χιώτης σας βοήθησε πολύ στην τελική μορφή του δίσκου. Ότι αυτός σας υπέδειξε ότι το «Μέρα Μαγιού» ήταν ζεϊμπέκικο.

-Πράγματι, όταν έβαζα την τελευταία φράση του δεκαπεντασύλλαβου σε τέσσερα τέταρτα μου έβγαινε μεγάλο κι όταν το έβγαζα σε δύο τέταρτα μου έβγαινε μικρό. Δεν είχα σκεφτεί καθόλου τα τρία τέταρτα, δηλαδή τον ζεϊμπέκικο. Κάτι με ενοχλούσε και προσπαθούσα να τραβήξω τα δύο τελευταία τέταρτα λίγο πιο αργά, όταν ο Χιώτης, εκεί στο στούντιο, μου είπε: «Μα αυτό είναι ζεϊμπέκικο!» Ήταν κάτι πολύ απλό, το αυγό του Κολόμβου. Ήξερα τι ήταν ο ζεϊμπέκικος, αλλά δεν είχα μελετήσει ποτέ τη δομή του.

-Κάνω λάθος ή η πρώτη εκτέλεση του «Επιτάφιου» είναι αυτή που φέρει την υπογραφή του Χατζιδάκι;

-Αυτή είναι μια όχι γνωστή ιστορία. Πράγματι, ο Χατζιδάκις έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στον «Επιτάφιο». Ο Χατζιδάκις ήταν ο φίλος, ο συμφοιτητής που είχε σπάσει πρώτος το φράγμα του δίσκου, γιατί για τη γενιά μας, τότε, ο δίσκος ήταν ένα ταμπού. Ο Χατζιδάκις με τους δίσκους του με τη Μούσχουρη είχε ανοίξει ένα δρόμο και οι εταιρείες έψαχναν νέους συνθέτες, όχι λαϊκούς, που να γράφουν έντεχνη μουσική κατά το πρότυπο Χατζιδάκι. Όπως λοιπόν έλεγα πιο πάνω, όταν έγραψα τον «Επιτάφιο» έστειλα μερικές μαγνητοταινίες, με τα τραγούδια μου στην Αθήνα. Φαίνεται πως όσοι τα άκουγαν τα έβρισκαν καλά. Όταν μου έγινε η σχετική πρόταση, στην αρχή είπα όχι. Τότε βρισκόμουν στο αποκορύφωμα της πρώτης μου συμφωνικής καριέρας. Είχε παιχτεί στο Κόβεν Γκάρντεν το μπαλέτο μου «Αντιγόνη», είχαν παιχτεί άλλα δύο μπαλέτα στο Σάρα Μπερνάρ με τα μπαλέτα Τσερίνα («Ελληνική Αποκριά» και «Τερουέλ») και κυρίως είχα υπογράψει συμβόλαιο με τον μεγαλύτερο εκδότη σύγχρονης μουσικής του κόσμου, τον Μπούζιετ Χωκς, κάτι που για μας τους μουσικούς αντιστοιχεί με την είσοδό μας στην Ακαδημία: ήταν ο εκδότης του Σοστάκοβιτς, του Προκόφιεφ, του Μπρίττεν, του Στραβίνσκυ και διάλεγε ανά δεκαετία ένα μόνο συνθέτη. Μου έδινε πεντακόσιες λίρες το χρόνο μόνο και μόνο για να γράφω μουσική και μόνη μου υποχρέωση ήταν να παρευρίσκομαι στις διάφορες «πρώτες», σε διάφορα μέρη του κόσμου. Τι άλλο θα μπορούσε να ονειρευτεί ένας συνθέτης; Ο ίδιος τύπωσε την «Αντιγόνη», τον «Οιδίποδα Τύραννο», τη «Δεύτερη σουίτα» και άλλα. Ήταν φανερό πως μονάχα αυτή η προοπτική με ενδιέφερε.

-Πώς έγινε και αλλάξατε γνώμη;

-Με τον Χατζιδάκι είχαμε έναν κοινό φίλο, τον Μίμη Δεσποτίδη, παλιά υπεύθυνο διαφώτισης της ΕΠΟΝ Αθήνας. Εγώ ήμουν δεύτερος υπεύθυνος του ίδιου τμήματος και είχαμε μια βαθιά σχέση με τον Δεσποτίδη. Ζήσαμε άλλωστε μαζί φυλακές, εξορίες και όλα τα συναφή. Το 1959 κι ενώ ο Μίμης ήταν ακόμα εξόριστος στον Άη Στράτη και είχε πάρει μια άδεια να κατέβει στην Αθήνα γιατί γεννούσε η γυναίκα του, συναντιόμαστε στην Αθήνα. Μου λέει ο Μίμης: «Πώς μπορούμε να πείσουμε τον Μάνο να υπογράψει για την απελευθέρωσή μας; Η υπογραφή του θα έχει ξεχωριστό βάρος γιατί είναι γνωστός, αλλά και γιατί βρίσκεται πολύ κοντά στον Καραμανλή». Αποφασίσαμε να πάμε στου Φλόκα, όπου σύχναζε τα μεσημέρια ο Χατζιδάκις. Γίνεται η συνάντηση, υπάρχει μεγάλη συγκίνηση και από τις δυο πλευρές, όταν όμως φτάνουμε στο θέμα της συνάντησής μας, ο Χατζιδάκις μας λέει ότι είναι αρκετά ικανοποιημένος από την κατάσταση και από τον Καραμανλή και πως δεν πρόκειται να προχωρήσει σε καμιά τέτοια ενέργεια. Ο Δεσποτίδης, που ποτέ του δεν έμαθε τι σημαίνει διπλωματία, χωρίς να πει τίποτα, σηκώνεται και φεύγει. Τον ακολουθώ, προσπαθώ να τον ηρεμήσω, και κάπου στη συζήτηση του λέω πως αν έχουν τόσο μεγάλη σημασία τα τραγούδια και το να είσαι γνωστός από αυτά, τότε μπορώ για χάρη του κινήματος να γράψω κι εγώ δίσκους με τραγούδια. «Μα έχεις γράψει τίποτα;» ρώτησε ο Δεσποτίδης. «Έχω γράψει τον “Επιτάφιο”». «Μα τραγούδια είναι αυτά;» μου λέει. «Φυσικά και είναι τραγούδια. Σε μερικούς μάλιστα αρέσουν και οι εταιρείες τα θέλουν. Άκουσέ τα κι εσύ και πες μου τη γνώμη σου». Καθόμαστε λοιπόν στο έρημο εκείνη την ώρα Ζώναρς κι αρχίζω να του τραγουδάω. Τελειώνω το πρώτο, μου λέει «παρακάτω». Τελειώνω το δεύτερο, μου ξαναλέει «παρακάτω». Όταν τραγούδησα το «Μέρα Μαγιού», τον είδα κάπως ν’αλλάζει έκφραση. «Καλό είναι» μου λέει. «Πάμε παρακάτω». Όταν του τα είπα όλα φάνηκε να του αρέσουν. «Θα τραγουδηθούν από τον κόσμο» μου είπε. «Το πρόβλημα θα είναι η λογοκρισία». Θα επιτρέψουν δίσκο με στίχους του Ρίτσου, που είναι εξόριστος και μουσική δική σου, ενός πρώην Μακρονησιώτη; Γιατί, αν τα επιτρέψει η λογοκρισία» – κι εδώ είπε μια προφητική φράση – «θ’ ανάψουμε την Ελλάδα σαν ξερόχορτο». Πάω στον Πατσιφά – που ήταν Καραμανλικός και μπορούσε να ξεπεράσει τον σκόπελο της λογοκρισίας – και του λέω «Εντάξει, ας βγάλουμε τον δίσκο». Ο Πατσιφάς ήθελε να τα τραγουδήσει η Χρυσάφη. Αρχίζουμε τις πρόβες με τη Χρυσάφη. Μια μέρα έρχεται ο Πατσιφάς και μου λέει ότι η Μούσχουρη – που τότε ήταν στις δόξες της – άκουσε τα τραγούδια και ότι ήθελε να τα πει εκείνη. Η Μούσχουρη, τότε, ήταν το πρώτο όνομα και ο Πατσιφάς την προτιμούσε, γιατί ήξερε πως θα πούλαγε περισσότερο. Τα κανονίζει μόνος του με τη Χρυσάφη κι εγώ αρχίζω πρόβες με τη Μούσχουρη. Είχαμε ήδη ετοιμάσει τέσσερα τραγούδια, όταν η Μούσχουρη σκέφτηκε να ζητήσει την άδεια του Χατζιδάκι μιας και ήταν δική του τραγουδίστρια. Πράγματι, ένα απόγευμα που πέρασε ο Μάνος από το στούντιο, του λέει αυτό κι αυτό και ο Μάνος όχι μόνο δίνει τη συγκατάθεσή του, αλλά προτείνει να γράψει το μέρος της ορχήστρας και να παίξει πιάνο. Όταν όμως μπαίνουμε στο στούντιο, ο Χατζιδάκις βλέπει αμέσως την απειρία μου και μου προτείνει ν’αλλάξουμε ρόλους. Κάθομαι λοιπόν εγώ στο πιάνο και διευθύνει εκείνος.

-Και η έκδοση Μπιθικώτση;

-Εξακολουθούσα να οραματίζομαι ένα πιο λαϊκό «Επιτάφιο» κι έψαχνα παντού τον Μπιθικώτση. Όταν τελικά τον βρήκα και βρήκα και τον Χιώτη, κλειστήκαμε δεκαπέντε μέρες σ’ένα στούντιο στη Λυκούργου και κάναμε ό,τι κάναμε. Πρώτη βγήκε η έκδοση Μπιθικώτση και μετά από λίγες μέρες κυκλοφόρησαν τα τέσσερα πρώτα τραγούδια με τη Μούσχουρη που, αμέσως μετά, ολοκληρώθηκαν από τον Χατζιδάκι, χωρίς καμιά δική μου συμμετοχή, αφού είχα ήδη διακόψει τις σχέσεις μου με τον Πατσιφά.

-Γι’ αυτό που θέλατε να κάνετε, δεν δημιούργησε σύγχυση η παράλληλη κυκλοφορία δύο εκδόσεων του ίδιου έργου;

-Το αντίθετο. Είμαι ευτυχής που έγιναν έτσι τα πράγματα, γιατί πίστευα και πιστεύω ότι ένα τραγούδι πρέπει να φωτίζεται από πολλές πλευρές, από πολλές ερμηνείες. Εκείνη την εποχή μπορούσα να φωτίσω ένα τραγούδι από πολλές πλευρές. Πάρτε τη «Μυρτιά»: την έκανα με τη Γιοβάννα, τον Μπιθικώτση, τη Λίντα. Ακούγοντας αυτές τις ερμηνείες, ανακαλύπτεις κάθε φορά άλλα πράγματα. Ο «Καημός» πρωτοκυκλοφόρησε με τον Καζαντζίδη και δεν είχε επιτυχία. Ξαναβγήκε με τον Μπιθικώτση και έγινε σουξέ. Σήμερα, μια από τις κακοδαιμονίες του τραγουδιού είναι ότι κάθε ένα τραγουδιέται σε δίσκο μονάχα από έναν τραγουδιστή, ο οποίος και θεωρεί εαυτόν ιδιοκτήτη του τραγουδιού. Οι άλλοι τραγουδιστές, είτε από σεβασμό στον πρώτο είτε από αντιπάθεια, δεν το τραγουδάνε. Κι αν μεν ευτυχήσει η πρώτη εκτέλεση, πάει καλώς. Αν ατυχήσει, το τραγούδι χάνεται άδοξα. Τι έγινε με τον «Επιτάφιο»; Υπήρξε η εξευρωπαϊσμένη, ας πούμε, εκτέλεση του Χατζιδάκι και η ασπρόμαυρη εκτέλεση με τους Μπιθικώτση – Χιώτη.

-Στην εκτέλεση Μπιθικώτση – Χιώτη, το μπουζούκι καλείται για πρώτη φορά να ντύσει μουσικά την ποίηση…

-… και βέβαια οι αντιδράσεις ήταν λυσσαλέες, ακόμα και από την Αριστερά. Τις προάλλες μου έλεγε ο Χρόνης ο Μίσσιος ότι ο «Επιτάφιος», όπως και η «Μυρτιά» και η «Μαργαρίτα – Μαργαρώ», ήταν έργα απαγορευμένα από την κομματική καθοδήγηση στον Άη – Στράτη και τα παιδιά τα τραγουδούσαν «παράνομα», μακριά από τους άλλους εξόριστους.

-Εσείς ξέρατε αυτές τις αντιδράσεις;

– Μα η πρώτη αντίδραση κατά του «Επιτάφιου» εμφανίστηκε στην «Αυγή».

-Φαντάζομαι, θα σοκαριστήκατε.

-Μα και βέβαια! Σοκαρίστηκα και στενοχωρήθηκα και χρειάστηκε να παλέψω για ν’ αλλάξω την κατάσταση. Ήδη ήμουνα στόχος της Δεξιάς: μέχρι και πέτρες μου πετούσαν όταν πήγαινα να κάνω συναυλίες. Να χτυπιέμαι και από τους δικούς μου; Θυμάμαι ακόμα την επίθεση του Αρκαδινού στην «Αυγή». Μιλούσε για τη «σπηλαιώδη φωνή του Μπιθικώτση», χαρακτήριζε τον «Καημό» τραγούδι των καταγωγίων κλπ. Όλα αυτά, όμως θα τα βρείτε στο βιβλίο μου «Για την ελληνική μουσική»….

Back To Top