skip to Main Content

του Γιώργου Αγοραστάκη

Ο Μίκης Θεοδωράκης στην αυτοβιογραφία του «οι Δρόμοι του Αρχάγγελου», περιγράφει μια φρικιαστική σκηνή από τον εμφύλιο στα Χανιά, που δείχνει όλη την αγριότητα του πολέμου, αλλά και την βαρβαρότητα των νικητών επί των ηττημένων ανταρτών.

Ο Θεοδωράκης απελευθερώνεται από την Μακρόνησο τον Αύγουστο του 1949 και κατεβαίνει στην Κρήτη στο πατρικό του στο Γαλατά Χανίων, όπου βρίσκεται η οικογένειά του.

Στα Χανιά φτάνει  στις 23 Αυγούστου του 1949 με το ατμόπλοιο «Ελένη». Ήταν ένα ανθρώπινο ράκος, σακατεμένος, σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου, περπατά με τη βοήθεια μιας πατερίτσας.

Στο Γράμμο και το Βίτσι διεξάγονται οι τελευταίες μάχες του εμφυλίου. Σε λίγες μέρες επρόκειτο να τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος (29/8), με την ήτα των ανταρτών, οι οποίοι θα υποχωρούσαν πίσω από τα βόρεια σύνορα.

Στην Κρήτη ο εμφύλιος είχε λήξει -ουσιαστικά- ένα χρόνο πιο πριν, με την νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων σε δυο αποφασιστικές συγκρούσεις που ήταν και οι τελευταίες. Μια στην ανατολική Κρήτη όπου πέφτει και ο αρχηγός των ανταρτών Ποδιάς και μια δεύτερη στη δυτική, όπου τον Ιούνιο του ’48 οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού εγκλωβίζονται στο φαράγγι της Σαμαριάς, μάχονται επί πενθήμερο και καταφέρνουν να διαφύγουν με βαριές απώλειες. Όσοι έχουν επιζήσει δεν παραδίδονται, κρύβονται διασκορπισμένοι σε πολύ μικρές ομάδες στον ορεινό όγκο των Λευκών Ορέων. Στις 26 του Οκτώβρη 1948 έπεσε σε ενέδρα η ηγεσία τους. Σκοτώθηκε ο Δημήτρης Μακριδάκης, γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής Χανίων του ΚΚΕ, και ο επικεφαλής τους Γιώργος Τσιτήλος, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, πιάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε αμέσως.

Οι 40 τελευταίοι εναπομείναντες αντάρτες τότε καταλαβαίνανε ότι δε θα γλυτώσει κανείς τους,  ωστόσο προτιμούσαν τον ηρωικό θάνατο από την ατίμωση. Ορισμένοι κατάφεραν και κρατήθηκαν ζωντανοί,  επέζησαν καταδιωκόμενοι για πολλά χρόνια.

Το διάστημα που ο Μίκης βρισκόταν στα Χανιά, η ανηλεής καταδίωξη των ανταρτών συνεχιζόταν. Οι  κυβερνητικές δυνάμεις με το στρατό, τη χωροφυλακή, την εθνοφυλακή και τη συνδρομή των παρακρατικών συμμοριών, επιχειρούσαν διαρκώς, προκειμένου να εξοντώσουν όλους όσους είχαν απομείνει και μαζί είχαν επιβάλει ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας στον τοπικό πληθυσμό για να τους απομονώσουν, αλλά και για να τους καταδώσουν.

Την ημέρα άφιξης του Μίκη στα Χανιά, στο έκτακτο στρατοδικείο Χανίων ολοκληρώθηκε η δίκη 47 μελών και στελεχών της οργάνωσης του ΚΚΕ της πόλης των Χανίων και εκδόθηκε η απόφαση. Δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο, τρεις σε ισόβια δεσμά, δύο σε 20 χρόνια φυλάκιση, έξι σε 12 χρόνια, και στους υπόλοιπους επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές, σ’ ορισμένους με αναστολή. Αθωώθηκαν οκτώ. Οι αθωωθέντες και οι καταδικασθέντες με αναστολή οδηγήθηκαν στην συνέχεια στην εξορία.

Η κατηγορία που τους απηύθυνε ο Βασιλικός Επίτροπος ήταν η παράβαση του Γ’ Ψηφίσματος με την επιβάρυνση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947. Βάση του κατηγορητηρίου «ορισμένοι εξ αυτών προσπάθησαν να αναπαράγουν δελτία ειδήσεων, βρέθηκαν δε στο σπίτι τους κόλλες χαρτί και 1 καρμπόν, άλλοι προσπάθησαν να συγκεντρώσουν με έρανο χρήματα, τρόφιμα και φάρμακα και άλλοι γιατί έδωσαν», τα οποία πιθανόν προοριζόταν για τους αντάρτες (!)


Αυτό ήταν το κλίμα της εποχής.

Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, στο βιβλίο του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», 4ος τόμ. σελ. 97-98

«Όταν πλησιάζαμε στην γέφυρα του Κλαδισού, για να μπεις στα Χανιά ένας χωροφύλακας μας έκανε σήμα να σταματήσουμε και να παρκάρουμε πίσω από την ουρά παρκαρισμένων λεωφορείων και αυτοκινήτων, που είχαν στηθεί στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Μας διέταξε να βγούμε έξω. Ο θείος (Πέτρος) του είπε “Τμηματάρχης της Γενικής Διοικήσεως”. Όμως ο χωροφύλακας χωρίς να εντυπωσιαστεί από το αξίωμα, θα έλεγα ζοχαδιασμένος, του λέει “Κι ο Παπάγος να ‘σουνα το ίδιο μου κάνει. Θα βγείτε όλοι για να δείτε όλοι.” Μια ουρά από χωριάτες και χωριάτισσες κάπου διακόσια μέτρα μάκρος, είχε σχηματιστεί και βάδιζε αργά προς τον Κλαδισό.

Εκεί είχαν κρεμάσει τον καπετάν Γιώργη, τον φόβο και τον τρόμο της Χωροφυλακής και γενικότερα των “εθνικών δυνάμεων” της περιοχής. Είχαν φτιάξει ένα είδος κρεμάστρας, με χοντρά κλαδιά από δέντρα κι από εκεί κρέμονταν σαν σφαχτάρια οι σκοτωμένοι αντάρτες και αντάρτισσες. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, όλοι όσοι έμπαιναν κι όσοι έβγαιναν από τα Χανιά και που θα περνούσαν υποχρεωτικά τη γέφυρα, θα έπρεπε να παρελάσουν μπροστά στους κρεμασμένους για “να δουν”.

Πλάι στον καπετάν-Γιώργη είχαν κρεμασμένη τη Δασκάλα- έτσι ήταν το αντάρτικο ψευδώνυμό της. Αυτή την είχαν κρεμάσει ανάποδα. Έτσι που φαίνονταν η μαύρη κιλότα της. Η άσπρη κοιλιά της και ο αφαλός της που είχε τριχίτσες. Τα δυο βυζιά της είχαν πέσει στους ώμους απ’ τις δυο πλευρές του προσώπου που ήταν παράξενο να το βλέπεις ανάποδα. Είχε τα μάτια ολάνοιχτα, μαύρο χρώμα. Κάτασπρη κόρη. Κι όπως σε κοίταζαν ανάποδα, σου έρχονταν να οπισθοχωρήσεις, αυθόρμητα. Σαν να σε πρόσταζαν: “Τι κάθεσαι προχώρα!”

Πιο πέρα, άλλοι δυο αντάρτες κρεμασμένοι κανονικά. Δυο παιδιά θα ‘λεγες δεκαέξι χρονών το πολύ. Ο ένας χαμογελούσε. Όμως και οι δύο είχαν πολλές και βαθιές πληγές από όπου έσταζε αίμα. Σημάδι ότι τα βασάνισαν και τα σκότωσαν εκείνο το πρωί. Πλάι στον κάθε κρεμασμένο δεξιά ζερβά ήταν τοποθετημένοι στρατιώτες με πλήρη εξάρτυση. Άλλοι είχαν ύφος αδιάφορο κι άλλοι φάνηκαν θλιμμένοι. Όμως οι περισσότεροι κοίταγαν καλά στα μάτια όσους περνούσαν από μπροστά σαν να ήθελαν να μαντέψουν τι σκέπτονται. Οι πιο πολλοί, κυρίως χωριάτες κοίταζαν τους νεκρούς με τρόμο. Κάπου κάπου βρίσκονταν κανένας να βρίσει να φτύσει τους νεκρούς. Το έκαναν από φόβο ή από μίσος; Ο χωρικός που ήταν ακριβώς μπροστά μας, έσβησε το τσιγάρο του στον αφαλό της Δασκάλας. Μύρισε καμένο κρέας. Γέλασε με το κατόρθωμά του στον φρουρό, όμως αυτός τον αγριοκοίταξε.

Καθώς περνούσα με την σειρά μου μπροστά στους σκοτωμένους σκεπτόμουν μονάχα μια λέξη “Εκδίκηση” Τίποτα άλλο.» Όμως δε θυμάμαι. Όπως λόγου χάρη: «Σύντροφοι, θα πάρω το αίμα σας πίσω». Σύντροφοι αυτό, σύντροφοι το άλλο… Τι να πεις; και τι να υποσχεθείς σ εκείνες τις στιγμές; Μήπως δε μας είχαν τσουβαλιάσει για καλά; Εμάς τους αετούς, δε μας τσουρούφλισαν τα φτερά; Μήπως δε μας κάνανε κότες, να καμαρώνουμε στη σειρά τα κατορθώματά τους; Μέσα στο αυτοκίνητο ξαναείπα μέσα μου: «Αυτές οι εξάψεις δεν ωφελούν σε τίποτα. Μόνο το πιο δυνατό μυαλό θα νικήσει» και ησύχασα γιατί ήξερα…»


Η γέφυρα του Κλαδισού βρίσκεται στην είσοδο-έξοδο της πόλης απ’ όπου περνούσαν υποχρεωτικά όσοι πήγαιναν κι έρχονταν από τις δυτικές και νότιες περιοχές του νομού Χανίων, όπως και στο χωριό Γαλατάς, δίπλα στην πόλη, όπου διέμενε ο Μίκης. Τη γέφυρα του Κλαδισού είχαν επιλέξει οι Κυβερνητικές δυνάμεις στον Εμφύλιο, για να εκθέτουν τα τρόπαια της νίκης τους. Οι φρικιαστικές πράξεις βεβήλωσης και διαπόμπευσης των νεκρών ήταν μια συνήθης πρακτική τους σ’ όλη την Ελλάδα.

Τους σκοτωμένους αντάρτες κι αντάρτισσες κρεμασμένους από το λαιμό ή τα πόδια ή τα κομμένα κεφάλια τους καρφωμένα σε κοντάρια ή  κρεμασμένα απ’ τα μαλλιά, έθεταν σε περίοπτα σημεία για να τους χλευάζουν και για να φοβίζουν τον πληθυσμό. Και το πιο τραγικό ήταν ότι εξακολουθούσαν να κάνουν τα ίδια και όταν είχε λήξει ο εμφύλιος.

Επειδή κάποιοι είπαν ότι ο Θεοδωράκης γράφει μυθιστόρημα και άλλοι ότι είναι υπερβολές, παραθέτουμε τα ιστορικά γεγονότα και τα πρόσωπα.

Η αναφορά που κάνει στο γεγονός ο Θεοδωράκης είναι αληθής αλλά όχι απόλυτα ακριβής. Ο λόγος είναι ότι  στην αυτοβιογραφία του έχει δώσει μυθιστορηματική μορφή και αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα με μυθιστορηματικό τρόπο. Τα αναφερόμενα γεγονότα είναι πραγματικά και γίνονται το Δεκέμβρη του 1949.

Συγκεκριμένα η αναφορά του δεν είναι ακριβής για την «Δασκάλα», δηλαδή στην Βαγγελιώ Κλάδου. Η κρεμασμένη ανάποδα αντάρτισσα ήταν η Μαρία Μποράκη και όχι η Κλάδου. Στην Κλάδου είχαν κόψει το κεφάλι και το παρουσίαζαν στο ίδιο χώρο.


Η Μαρία Μποράκη

Η αντάρτισσα Μαρία Μποράκη

Η 19χρονη αντάρτισσα Μαρία Μποράκη κρυμμένη στο κρησφύγετό της στα Μεσκλά, κυκλώθηκε από ένα απόσπασμα Χωροφυλακής στις 11/12/1949. Προσπάθησε να διαφύγει και πολέμησε μέχρι την τελευταία σφαίρα. Την συνέλαβαν και την σκότωσαν επί τόπου. Πήραν το πτώμα της και το κρέμασαν ανάποδα στον Κλαδισό.

Η Μαρία Μποράκη από το χωριό Καράνου Κυδωνίας ήταν “η μικρή κόρη πολυμελούς αγωνιστικής οικογένειας με σημαντική προσφορά στους εθνικούς αγώνες, στη Μάχη της Κρήτης, στην Εθνική Αντίσταση και στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού. Ο πατέρας της, ο Μποροσταμάτης πήρε μέρος στη μάχη της Κρήτης και βρέθηκε σκοτωμένος δίπλα σ’ ένα Γερμανό, που όπως φαίνεται προηγήθηκε φοβερό χαροπάλεμα. Ο μεγάλος αδελφός της Στέλιος ήταν αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού, ο δεύτερος αδελφός της, ο Μανώλης ήταν βαρυποινίτης πολιτικός κρατούμενος κι η μάνα της με τη μεγάλη της αδελφή ήταν στην εξορία. (Βλ. Ηλιάκης, σελ. 216).

Για την Μαρίκα Μποράκη και για το ίδιο γεγονός, η ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου έχει γράψει το ακόλουθο ποίημα. Υπόψη ότι η Θεοδώρου διέμενε στην Νέα Χώρα στα Χανιά, κοντά στο Κλαδισό.

2005, Η Βικτωρία Θεοδώρου μπροστά στη γέφυρα του Κλαδιού ποταμού

 

ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη

τ΄ άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια

σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη

κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει

και σκουπισμένο τον αφήνει απ΄ τ΄ αγκαθόξυλα

για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,

όσοι την παν νεκροί να την πομπέψουνε

στου Κλαδισού την ποταμιά.

Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της

ξωπίσω της πολλοί, κι αδέλφια ακόμα, τηνε περιγελούν

και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ΄ ένα καλάμι …

Τ΄ αχείλι της σκισμένο δεν σαλεύει

να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν

σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.

Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες

όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε την ντροπή

να δούνε τι μας καρτερεί και μας που ανταρτέψαμε

μα κείνες τήνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε

την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν

στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,

για θυγατέρα τους την ελογάριασαν•

με τ΄ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν

το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο

γεφυρωτά της φρύδια απ΄ όπου εδιάβηκεν

η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα

σ΄ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.

Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι

παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της

και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα

να σειέται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα

κι φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.

Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής

για να της πει τ΄ αξέχαστο τραγούδι,

εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά

δε τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω

σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω

μαζί με τ΄ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω …

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Από τη συλλογή Βορεινό Προάστιο, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Γαβριηλίδης Αθήνα, 2008)


Ο καπετάν Γιώργης (Κοδέλας)

Στις 6 του Δεκέμβρη του 1949, ένα απόσπασμα Χωροφυλακής και MAY στο χωριό Ρογδιά στην Κίσαμο, περικύκλωσε τον καπετάν Γιώργη (Κοδέλα) και τον σκότωσαν. Πήραν το πτώμα του και το κρέμασαν στον Κλαδισό.

Ο Γιώργης Κοδέλας (καπετάν Γιώργης), ήταν ένα από τα σημαντικά στελέχη του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στα Χανιά με την οικογένειά του για ν’ αποφύγει τους διωγμούς. Ήταν ο επικεφαλής του του Δημοκρατικού Στρατού στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου.


Η Βαγγελιό Κλάδου (Μαρία)

Την επομένη μέρα, 7 του Δεκέμβρη του 1949, στην περιοχή Χώσες των Λευκών Ορέων, σκοτώνεται η Βαγγελιώ Κλάδου με τον Δημήτρη Τσαγκαράκη. Αποκεφαλίζονται τα σώματά τους και τα κεφάλια τους περιφέρονται στα χωριά για να καταλήξουν στο ίδιο μέρος, στον Κλαδισό.

Η Βαγγελιώ Κλάδου (Μαρία), ήταν δασκάλα από τα Ανώγεια Ρεθύμνου. Γραμματέας του ΚΚΕ και υπεύθυνη του αντάρτικου στην Κρήτη. Τον Απρίλιο του 1949 σε συνέλευσή τους οι (40 περίπου) αντάρτες που είχαν απομείνει στα Λευκά Όρη, εξέλεξαν τη Βαγγελιώ Κάδου επικεφαλής τους. Ο Δημήτρης Τσαγκαράκης, ήταν από τη Σούρη Αποκορώνου. Στέλεχος της ΕΠΟΝ και μαχητής του Δ.Σ. Σκοτώθηκε μαζί με την Βαγγέλιο Κλάδου, στις 6/12/1949.

Για το τέλος της Βαγγελιώς Κλάδου έχουν γράψει οι πρωταγωνιστές της εποχής. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο, των συντρόφων της Κλάδου, του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε».

«Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» σελ.276-7

“…Το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη του 1949 η Βαγγελιώ ανεβαίνει προς τα ορεινά του Αποκόρωνα. Έχει οριστεί στα μέσα του Οκτώβρη μια συνάντηση πάνω στα Λευκά Όρη. Πρέπει να σμίξουμε όλοι οι αντάρτες να κουβεντιάσουμε πριν ο χειμώνας μας αποκλείσει από τα βουνά. Από τη Γενική μας Συνέλευση στις Χώσες και μέχρι σήμερα έχουν σκοτωθεί δώδεκα. Έχουμε μείνει καμιά εικοσιπενταριά. Με τη Βαγγελιώ συναντηθήκαμε λίγες μέρες πριν. Προχωρήσαμε νύχτα προς τα πάνω και κάπου κοντά στην τοποθεσία Γούρνες ανάμεσα σε βράχια καλυφτήκαμε, για να περάσει η μέρα και το βράδυ να συνεχίσουμε την πορεία μας.

Κατά το μεσημεράκι άνοιξε ο Αγγελής (Ηλιάκης) το σακούλι του έβγαλε μια ρέγκα τυλιγμένη σ’ εφημερίδα και ένα κομμάτι ψωμί που με κίνδυνο του έδωσε κάποιος άνθρωπός μας αποβραδίς στο χωριό Καρές. Αυτές τις μέρες τα αστυνομικά μέτρα στα χωριά είχαν ενταθεί. Η Βαγγελιώ πήρε το λαδωμένο χαρτί στα χέρια της κι άρχισε σιωπηρά να το διαβάζει. Συνοφρυώθηκε σαν να μην πίστευε ή σαν να μην ήθελε να πιστέψει αυτά που διάβαζε. Ξαναδιάβασε φωναχτά: «… επιτέλους ο συμμοριτοπόλεμος έληξε… Με ανακοίνωσή τους οι συμμορίτες παραδέχονται την ήττα των και αποσύρονται στο Σιδηρούν Παραπέτασμα».

Παγώσαμε. Μείναμε για λίγο άφωνοι και ερωτηματικά κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον: Και τώρα τι γίνεται μ’ εμάς που είμαστε τόσο μακριά από αυτές τις χώρες;

Το απόκομμα της εφημερίδας ήταν παλιό. Κι εμείς αυτές τις μέρες δεν είχαμε κουβεντιάσει μ’ άνθρωπο για να μάθουμε το νέο που το ’ξερε ασφαλώς όλη η Ελλάδα.

Ο Δημοκρατικός Στρατός λοιπόν σταματούσε τον πόλεμο στην Ηπειρωτική Ελλάδα στα τέλη Αυγούστου και, ηττημένος, κατέφευγε στις ανατολικές χώρες. Συγκλονιστήκαμε με την είδηση -αν και σ’ εμάς εδώ η ήττα είχε σημειωθεί πάνω από ένα χρόνο πριν, τον Ιούνιο του 1948 με τη μάχη στη Σαμαριά… Εμείς, όσοι σταθήκαμε, δεν είχαμε σύνορα να διαβούμε. Μείναμε στο νησί μας και, ένας ένας σκοτωνόμασταν. Ελπίζαμε όμως σ’ ένα γενικό τέλος αξιοπρεπές και αισιόδοξο. Τώρα κάθε ελπίδα χάνεται… Αποφασίσαμε -έστω και με οποιοδήποτε κόστος να πλησιάσουμε σε χωριό, να συναντήσουμε δικούς μας ανθρώπους, να μάθουμε την αλήθεια. Πήγαμε στη Ραμνή: «Ναι», μας είπαν «ο Δημοκρατικός Στρατός σταμάτησε τον πόλεμο και, όπως μαθεύτηκε, έφυγε για τις Λαϊκές Δημοκρατίες και τη Σοβιετική Ένωση…».

Τώρα αναπροσαρμόζουμε την τακτική μας. Είμαστε αναγκασμένοι να μείνουμε εδώ στο νησί και πρέπει να κινούμαστε για να επιζήσουμε. Τα όπλα μας όμως θα τα κρατάμε προσωρινά, μόνο για την υπεράσπιση της ζωής μας.

 

«Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» σελ.280

Η πυκνή ομίχλη δεν θ’ αφήσει να φανεί ο καπνός. Σταθήκαμε για λίγο γύρω από τις φλόγες. Ζεστάναμε τα παγωμένα κορμιά μας. Μισοστεγνώσαμε τα ρούχα μας. Ύστερα αφήσαμε τις φλόγες και χαμήλωσαν, βάλαμε δυο πέτρες κι ακουμπήσαμε πάνω τους ένα δίκιλο κονσερβοκούτι με χιόνι. Ρίξαμε λίγες κουταλιές αλεύρι και με δυο βράσεις ο χυλός μας ήταν έτοιμος. Η ομίχλη γύρω από τη σπηλιά υποχωρεί για ένα-δυο λεπτά. Ανησυχούμε. Ο καπνός θα φανεί από μακριά. Σβήνουμε τη φωτιά. Ο ομίχλη επανέρχεται όπως και πρώτα. Η Βαγγελιώ αφήνει το κορμί της να πέσει δίπλα στη ζεστή στάχτη. Ο Μήτσος βγάζει το ξεσκισμένο σακάκι του, τυλίγεται με τη μισοβρεγμένη ακόμα χλαίνη του και κάθεται κι αυτός δίπλα. Η Αργυρώ παίρνει το σακάκι και κάθεται κοντά στο έμπα της σπηλιάς. Έχει λίγο φως και τα χέρια δεν βρέχονται και δεν παγώνουν όπως όταν κάθεται στο κλαδί. Στις τέτοιες λίγες στιγμές ράβαμε τα ρούχα των ανταρτών. Τα ρούχα μας… Το χιόνι που πιπιλάμε αντί για νερό, στεγνώνει το στόμα και παγώνει το λαιμό. Πιο κάτω υπάρχει μια «βρύση». Η πυκνή ομίχλη συνεχίζεται…

«Πάμε για νερό», λένε ο Βάνιας (Γιάννης Παντελιάδης) και ο Λευτέρης (Ηλιάκης).

Φορτώνονται τα άδεια παγούρια μας και βγαίνουν. Χάνονται πίσω από τα μεγάλα βράχια. Δεν θα ’χαν προχωρήσει πάνω-κάτω δέκα-δεκαπέντε μέτρα κι ακούγεται ένας πυροβολισμός. Σαλτάρουμε έξω με τα όπλα μας. Πέφτουμε καταγής. Αντιλαμβανόμαστε ότι μας χτυπούν από τριγύρω. Δεν ξέρουμε από πού να προφυλαχτούμε. Οι σφαίρες σφυρίζουν, περνούν από πάνω μας, πέφτουν δίπλα μας, δεξιά-ζερβά μας. Και, μέσα στο χαλασμό, μια φωνή ακούγεται.

«Σύντροφοι, σκοτώστε με!… Μην πέσω στα χέρια τους ζωντανή!…».

Είναι η φωνή της Βαγγελιώς. Τραυματίστηκε στο χέρι απ’ την πρώτη στιγμή. Δεν μπορεί να πολεμήσει. Μπροστά της, πλάι της δεν υπάρχει βράχος. Είναι ακάλυπτη, έχει δώσει στόχο. Δεκάδες σφαίρες πέφτουν στο κορμί της και την αφήνουν άψυχη.

Μια σφαίρα παίρνει ξυστά τον Νίκο (Κοκοβλή) στο αριστερό φρύδι, προς τον κρόταφο. Το αίμα τρέχει… Το μάτι θαμπώνει… Ο Μήτσος κόβει δεξιά, πυροβολεί, αμύνεται. Ακούμε ένα πονεμένο ωχ! Κι ο Μήτσος εξακολουθεί να πυροβολεί. Ο χαλασμός συνεχίζεται. Σφαίρες εμπρηστικές, φλογοβόλες και δεκάδες χειροβομβίδες σκάνε στο στόμιο και γύρω από τη σπηλιά. Πέτρες σπάνε, κομμάτια κομμάτια πέφτουν σαν οβίδες στη γη.

Αμυνόμαστε. Χτυπάμε όπου υπολογίζουμε πως έχουν ταμπουρωθεί. Τους καθηλώνουμε. Ανασηκωνόμαστε και με ένα-δυο σάλτους μπροστά πέφτουμε σ’ ένα σχίσμα. Μέσα είναι κι ο Βάνιας. Βρέθηκε εδώ, καθώς οπισθοχωρούσε. Ταμπουρωνόμαστε και οι τρεις. Και πολεμάμε. Η πολεμίστρα του Μήτσου έχει σιγήσει. Καταλαβαίνουμε τι συνέβη, αλλά δεν θέλουμε να το πιστέψουμε…

Οι σφαίρες πέφτουν σαν το χαλάζι πάνω στο ταμπούρι μας, χωρίς να μπορούν να μας χτυπήσουν. Τα άγρια βράχια μας προστατεύουν. Τα βράχια τούτης της περιοχής και η ομίχλη βοήθησαν τους αντιπάλους μας να προχωρήσουν και να μας κλείσουν σε στενό δόκανο. Ήταν στ’ απέναντι ύψωμα. Κρατούσαν ενέδρα σ’ ένα παλιό σπιτάκι. Και για ένα λεπτό που έσπασε η ομίχλη είδαν τον καπνό στη σπηλιά. Πλησίασαν, όταν η ομίχλη πάλι πύκνωσε, κι έδεσαν κυκλωτικά τον τόπο. Καθώς έβγαιναν, ο Βάνιας με τον Λευτέρη έδωσαν κούτελο με τους άντρες του αποσπάσματος. Ο Βάνιας έριξε τον πρώτο πυροβολισμό που ακούσαμε. Με ένα σάλτο οπισθοχώρησε. Τον Λευτέρη τον είδε να σαλτάρει σ’ ένα σχίσμα, κάτω από ένα μεγάλο βράχο. Ο Λεύτερης λοιπόν ζει. Ο Μήτσος όμως; Κοιτάζουμε προς την πολεμίστρα του. Ησυχία. Του ψιθυρίζουμε, του μιλάμε. Απάντηση δεν παίρνουμε καμιά. Σίγουρα ο Μήτσος δεν ζει, όπως και η Βαγγελιώ».

Οι δήμιοι, αφού έκοψαν τα κεφάλια της Βαγγελιώς Κλάδου και του Δημήτρη Τσαγκαράκη τα περιέφεραν σε πολλά χωριά των Χανίων. Φρόντισαν μάλιστα να περάσουν και από τις φυλακές Ιτζεδίν όπου υπήρχαν 700 κρατούμενοι, πολλοί από τους οποίους θανατοποινίτες, για να τους τα επιδείξουν.  Στο τέλος τα εξέθεσαν και αυτά στη γέφυρα του Κλαδισού Ποταμού.

Επομένως, το ακέφαλο, νεκρό σώμα της Βαγγελιώς Κλάδου παρέμεινε άταφο για χρόνια στα βουνά.  29 χρόνια αργότερα οι συναγωνιστές της στη συμπλοκή εκείνη -όταν επέστρεψαν από την προσφυγιά- πήγαν και βρήκαν τα οστά της στο σημείο της συμπλοκής και τα παράδωσαν στην οικογένειά της στα Ανώγεια όπου και θάφτηκαν.

Για την ιστορία, στις αρχές του 1950 είχαν απομείνει στην Κρήτη μόνο 14 αντάρτες, που σε μικρές ομάδες των 2-3 ατόμων κρύβονταν στα βουνά. Πέντε, όμως, απ’ αυτούς συνελήφθησαν τελικά, ένας σκοτώθηκε, έξι κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Ιταλία το 1962 και οι υπόλοιποι δύο, ο Σπύρος Μπλαζάκης και ο Γεώργιος Τσομπανάκης, παρέμειναν ασύλληπτοι στα κρητικά βουνά και παρουσιάστηκαν μετά την πτώση της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας. Εμφανίστηκαν στις ρίζες (πρόποδες) του Ομαλού, αφού αμνηστεύθηκαν ένα χρόνο μετά τη μεταπολίτευση, στις 12 Φλεβάρη του 1975.


Βιβλιογραφία

Θεοδωράκης Μίκης, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, τ. 1 -5, Εκδ. Κέδρος, 1986 (επανέκδοση 2009 τομ. 3, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)

Κοκοβλής Νίκος, Κοκοβλή Αργυρώ, Άλλος δρόμος δεν υπήρχε, Αντίσταση, εμφύλιος, προσφυγιά, Εκδ. Πολύτυπο, 2002

Ηλιάκης Λευτέρης, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Κρήτη, Χανιά, 2002

Θεοδώρου Βικτωρία, Ποιήματα Εκδ. Γαβριηλίδης Αθήνα, 2008

Τα γεγονότα της εποχής 1949, από την σκοπιά των κυβερνητικών αρχών, περιγράφουν εκτενέστατα οι τοπικές εφημερίδες των Χανίων «Παρατηρητής» και «Κήρυξ»

Δαμασκηνού Δημήτρη, Όταν η Γέφυρα του Κλαδισού ποταμού χρησίμευε ως εμφυλιακό εκθετήριο νεκρών σωμάτων και κομμένων κεφαλών ανταρτών του ΔΣΕ, http://agonaskritis.gr/

Back To Top