skip to Main Content

Ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 27 Μαΐου 1996, στο πλαίσιο της τελετής αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου.

Στα 1943, πριν πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια, έδινα μαζί με άλλους υποψήφιους, μέσα σ’ αυτή την ίδια αίθουσα, εξετάσεις, προκειμένου να εισαχθώ στη Νομική Σχολή. Αυτή ήταν η επιθυμία του πατέρα μου, για τον οποίο η τέχνη και ειδικότερα η μουσική δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να θεωρηθούν φυσιολογικά επαγγέλματα, που να εξασφαλίζουν όχι μόνο οικονομικά αλλά ίσως περισσότερο κοινωνικά το μέλλον ενός νέου πολίτη και ανθρώπου.

Έτσι, όλο το θέρος του 1943, πριν τις εξετάσεις, αφιερώθηκα σε εντατική μελέτη, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας το είχε αναλάβει η γυμνασιάρχης κυρία Κακριδή, σύζυγος του μεγάλου έλληνα φιλολόγου, ο οποίος τότε, και λόγω της περίφημης «δίκης των τόνων», ήταν ένα από τα περισσότερο προσβεβλημένα πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας.

Όπως καταλαβαίνετε, εκείνο που με τραβούσε σαν μαγνήτης στο σπίτι του Κακριδή δεν ήταν τόσο τα λατινικά και το συντακτικό, όσο ο μύθος του έλληνα φιλολόγου-φιλοσόφου, που με τα συγγράμματά του αναστάτωνε τα νερά όχι μόνο της φιλολογικής αλλά και αυτής της ίδιας της εθνικής μας ζωής.

Φαίνεται πράγματι ασύλληπτο πώς ήταν δυνατό να θεωρείται ισότιμος με τους σημερινούς τηλεοπτικούς αστέρες ένας σεμνός εργάτης των γραμμάτων, ένας αφοσιωμένος στο πνεύμα, ένας λειτουργός του πολιτισμού.

Και όμως γύρω μας τότε υπήρχε η ξένη κατοχή. Ο πόλεμος μαινόταν σε όλα τα μέτωπα. Η πείνα μόλις και είχε ξεπεραστεί, αφήνοντας πίσω της δεκάδες χιλιάδες θύματα. Και έξω από το Πανεπιστήμιο κυκλοφορούσαν ξένοι στρατιώτες και οχήματα με το σήμα της σβάστικας.

Σ’ αυτή την αίθουσα, καθηγητές και υποψήφιοι φοιτητές είχαν γίνει φαντάσματα του εαυτού τους από την πείνα. Τα ρούχα τους ήταν φτηνά και η όψη τους χλομή. Όμως στα μάτια όλων υπήρχε μια φλόγα και στην έκφρασή τους κυριαρχούσε μια ανεξήγητη μέθη. Μια βαθύτατη χαρά για τη ζωή. Όμως, προπάντων ένας απέραντος έρωτας για την ελληνική ιδέα, την ελληνική γλώσσα, τους μύθους και τους στίχους απ’ την Αντιγόνη και τον Όμηρο έως τις Σουλιώτισσες και τον Κωστή Παλαμά.

Φυσικά, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ τότε πως, ύστερα από μισό αιώνα, θα ήμουν το τιμώμενο πρόσωπο μέσα στην ίδια αίθουσα.

Αυτή η ενότητα του χώρου, σε συνδυασμό με το απροσμέτρητο χάσμα του χρόνου, με υποχρεώνει να θέσω δύο βασικά ερωτήματα:

Τι σχέση έχω σήμερα με το δεκαοκτάχρονο υποψήφιο φοιτητή που ήταν καθισμένος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, σε κάποια γωνιά αυτής της αίθουσας;

Είμαστε οι ίδιοι σήμερα με τους Έλληνες εκείνης της εποχής; Η Ελλάδα είναι η ίδια;

Ειλικρινά δυσκολεύομαι να απαντήσω, ιδιαίτερα στο δεύτερο ερώτημα. Γιατί στο πρώτο η απάντηση είναι σαφής, παρότι σύνθετη. Και έχει σχέση με το κατά πόσο μπορεί να είναι κανείς ο ίδιος, όταν όλοι και όλα έχουν αλλάξει γύρω του.

Στην πραγματικότητα ζούσα από τότε μέσα στην ερημιά του πλήθους. Ίσως γιατί από την εποχή της εφηβείας μου στόχευσα σταθερά σε μια χίμαιρα, που την αγάπησα και της αφοσιώθηκα ψυχή τε και σώματι, αδιαφορώντας τελικά αν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικότητα. Έτσι ζούσα σε μια διαφορετική πραγματικότητα, που για μένα ήταν και είναι η πραγματικότητα της πραγματικότητας.

Ήταν και είναι ένα όραμα από ιδέες και ήχους. Μια χίμαιρα ελληνική με χιτώνες και ιάμβους, που με βοήθησε να προχωρώ χτίζοντας από δω κι από κει δύο παράλληλους κόσμους με κοινή κοίτη και θεμέλια. Το πολιτικό όραμα και το μουσικό σύμπαν, τα δύο στοιχεία της προσωπικής μου χίμαιρας, είχαν κοινή ρίζα την ανάγκη της έκφρασης μιας κοσμοθεωρίας και μιας στάσης ζωής που έβγαιναν μέσα από τα έγκατα της ανθρωποκεντρικής και ελληνοκεντρικής μου συνείδησης. Και ίσως αυτή η καθ’ όλα ουτοπική μορφή της αντίληψής μου για τη ζωή να ήταν που με οδήγησε σε μια συνεπή και τραυματική σύγκρουση με τις τρέχουσες αντιλήψεις και καταστάσεις.

Ωστόσο, το ταξίδι υπήρξε συναρπαστικό. Βγαίνοντας τότε απ’ αυτή την αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, που για τις ανάγκες των διαγωνισμών είχε μετατραπεί σε μια μεγάλη σχολική τάξη, και μόλις πάτησα την άσφαλτο της οδού Πανεπιστημίου, άρχισα την πορεία μου στη ζωή με σταθερό βηματισμό, που δε σταμάτησε ποτέ και με τίποτε. Και μόνο να ζεις στο φως της Αθήνας αποτελεί μέγιστη δωρεά. Γιατί, πέρα από τη δωρεά της ζωής, έχεις προικιστεί και με τη δωρεά της ουσίας της ζωής, που είναι η ελληνική φύση, η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η ελληνική κληρονομιά.

Για μένα τα στοιχεία αυτά υπήρξαν τα μόνα που όχι μόνο συνταίριαζαν αλλά και ξεπερνούσαν και τα πλέον ακραία οράματα και τους πνευματικούς ακροβατισμούς μου στον κόσμο των καθαρών ιδεών και των συμπαντικών αρμονικών νόμων. Τι μεγαλύτερη τύχη και βαθύτερη ευτυχία για έναν κοινό θνητό από το να μπορεί να συνταιριάζει τον έσω κόσμο του με τον έξω; Μόνο που και οι δύο δεν ήταν ορατοί, δεν ήταν υπαρκτοί παρά μόνο για όσους είχαν μάτια για να τους βλέπουν και ευαίσθητες κεραίες για να δέχονται τα μυστικά μηνύματά τους.

Από καιρού εις καιρόν μεγαλοπρεπείς ιστορικοί άνεμοι τέντωναν τη χορδή του ελληνικού λαού, σε σημείο που να δημιουργούνται αυξανόμενες παλμικές κινήσεις. Κι αυτές με τη σειρά τους κατέληγαν σε ήχους αρμονικούς. Τότε η Ελλάδα μετατρεπόταν σε ένα γιγαντιαίο μουσικό αρμόνιο, πάνω στο οποίο ο ερμηνευτής-λαός, πατώντας τα πλήκτρα, συνέθετε έργα συμπαντικά, αντάξια των προγόνων του και των νόμων της παγκόσμιας αρμονίας.

Όμως ευθύς μετά επερχόταν η κόπωση και η παρακμή, η χαρά των ερπετών και των αρουραίων, ο θρίαμβος των γκάλοπ με τις δημοτικότητες και τις ακροαματικότητες, η ώρα των εμπόρων των σαπισμένων ονείρων.

Σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, ο εραστής των ιδεών δεν έχει παρά να υψώσει το βλέμμα του προς τους ιερούς πάλλευκους βράχους, που επιμένουν να στέκονται όρθιοι και ωραίοι στο μέσο των ιστορικών διαδρομών και των ανθρώπινων δοκιμασιών.

Δεν έχεις τότε παρά να κατηφορίσεις προς τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και από κει, παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή, να εφορμήσεις προς τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Δεξιά σου το θέατρο του Διονύσου. Τι παίζουν σήμερα; Τους «Πέρσες» του Αισχύλου! Να τος και ο ποιητής, συλλογισμένος στέκεται κάτω απ’ τη σκιά των κυπαρισσιών, ανήσυχος για την έκβαση της παράστασης. Οι απαιτητικοί Αθηναίοι έρχονται με περιέργεια να δουν επί σκηνής τα ίδια –δικά τους– πάθη, όπως τα έζησαν προσφάτως στο Μαραθώνα.

«Καλημέρα, ω Αισχύλε!»

«Ποιος είσαι;» με ρωτά ενοχλημένος.

«Ευλογημένος να είσαι» του λέω. «Βλέπω απ’ τον εγκέφαλό σου να αναπηδά μια λάμψη τόσο δυνατή, που είναι ικανή να μας κάψει για να μας λυτρώσει ύστερα από δυόμισι χιλιάδες χρόνια… Σε ευγνωμονούμε…»

«Ποιος είσαι;» με ρωτά ξανά και η φωνή του τώρα ραγίζει.

«Η Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών» του απαντώ, και νιώθω πως η φωνή μου χάνεται στους αιώνες, «σε πλήρη απαρτία, μαζί με μερικούς άλλους εραστές του ωραίου και του αληθινού, σκύβει και σου φιλά την άκρη των ποδιών σου…»


Τους «Πέρσες», το αριστούργημα του Αισχύλου, μνημονεύει στην ομιλία του ο Θεοδωράκης. Και όχι τυχαία ασφαλώς.

Οι λαοί οδηγούνται στην καταστροφή –υπαινίσσεται σαφώς– όταν χειραγωγούνται από αλαζόνες και άφρονες ηγέτες, όταν υποκύπτουν κι εκείνοι στην ύβριν της ισχύος.

Η υπέρβαση του μέτρου, ο φανατισμός, οι λεονταρισμοί και οι παλικαρισμοί γεννούν τελικά ήττες, τραγωδίες, ποταμούς αίματος και δακρύων, διδάσκει η ιστορία.

Φυλαχτείτε από τα ερπετά και τους αρουραίους, μην επιτρέψετε ποτέ στους εμπόρους των σαπισμένων ονείρων να διαφεντέψουν τις τύχες σας, προειδοποιεί ο Θεοδωράκης τους Έλληνες, ενόσω ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και συνομιλεί με τον μεγάλο τραγικό της αρχαιότητας.

Μαθήματα ήθους και σύνεσης από δύο σπουδαίους Έλληνες, που τους χωρίζουν δυόμισι χιλιάδες χρόνια.

Η αρχή του μέτρου

Αποσπάσματα από την παρουσίαση του Μίκη Θεοδωράκη από τον εθνομουσικολόγο και πανεπιστημιακό καθηγητή και πρόεδρο του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Γεώργιο Αμαργιανάκη (1938-2003).

[…]

Κατά πρώτον πρέπει να σημειώσω ότι ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε τυχερός, εννοώντας μ’ αυτό ότι κατά τη γέννησή του ήσαν παρούσες οι Μοίρες, που τον μύρωσαν πλουσιοπάροχα. Η Κλωθώ, με κλωστές τις γραμμές του πενταγράμμου, άρχισε να κλώθει το νήμα της ζωής του, και η Λάχεσις σφράγισε το μέτωπό του με τη σφραγίδα δωρεάς του δημιουργού. Αναρωτιέμαι μήπως και το επώνυμό του «Θεοδωράκης» δεν είναι μια απλή σύμπτωση. Τα θεία αυτά δώρα ο τιμώμενος δεν τα κράτησε μέσα του κρυμμένα. Ως ευγνώμων αποδέκτης, τα καλλιέργησε, τα πολλαπλασίασε και τα ανέδειξε, ποτίζοντάς τα με ιδρώτα και αίμα.

Ωστόσο, και πάλι δεν θα γινόταν αυτός που είναι, αν οι Μοίρες δεν τον ευνοούσαν και σε κάτι άλλο ακόμη. Φρόντισαν να γεννηθεί όπου, όταν και όπως έπρεπε.

Γεννήθηκε όπου έπρεπε, δηλαδή στην Ελλάδα, με παχύ και γόνιμο πολιτιστικό υπέδαφος, όπου μπορούσε να ριζώσει και να αντλήσει από τα σπλάχνα της πλούσιους θρεπτικούς χυμούς τον καιρό της δημιουργικής ανθοφορίας και καρποφορίας του.

Γεννήθηκε όταν έπρεπε, δηλαδή την εποχή του Μεσοπολέμου, και έζησε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο Πόλεμο και δύο δικτατορίες. Δύσκολες εποχές, τις οποίες πέρασε, ως αγωνιστής, διά πυρός και σιδήρου, και οι οποίες άφησαν έντονα τα σημάδια τους στην ψυχή και στο σώμα του. Όμως μέσα από τις αναπόφευκτες κακουχίες, δοκιμασίες και περιπέτειες, το τάλαντό του ωρίμασε, δοκιμάστηκε και έλαμψε. Τον ίδιο περιπετειώδη δρόμο ωρίμανσης βάδισαν και πολλοί άλλοι. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την ίδια εποχή αναδεικνύονται στη χώρα μας σημαντικές προσωπικότητες, που τιμούνται διεθνώς με εξαιρετικές διακρίσεις, ακόμη και με βραβεία Νόμπελ. Έτσι ο Θεοδωράκης βρίσκει μπροστά του ένα συγκροτημένο, στιβαρό, εμπνευσμένο και βαθυστόχαστο ποιητικό λόγο, έτοιμο να δεχθεί τις πηγαίες μελωδικές επενδύσεις του. Η ωφέλεια υπήρξε διπλή: η μουσική έμπνευση του συνθέτη, με τη βοήθεια του ελληνικού ποιητικού λόγου, κεντρίζεται να φθάσει στο αποκορύφωμά της, και ο ελληνικός ποιητικός λόγος, με τη βοήθεια της μελωδικής επένδυσης του συνθέτη, εκτινάσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις και γίνεται παγκοσμίως γνωστός.

[…]

Όμως ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε και όπως έπρεπε, δηλαδή από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα, που σημαίνει ότι οι αποθήκες των βιολογικών του γονιδίων είναι γεμάτες με πολιτιστικούς αρχέτυπους δύο σημαντικών ελληνικών περιοχών· και είναι γνωστό πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η κληρονομικότητα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού. Από το άλλο μέρος, οι διαδοχικές μετακινήσεις του, επί 18 ολόκληρα χρόνια, από περιοχή σε περιοχή (Χίο, Μυτιλήνη, Σύρο, Αθήνα, Γιάννενα, Αργοστόλι, Πάτρα, Πύργο, Τρίπολη, Αθήνα), έπαιξαν ασφαλώς σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή του, όσο κι αν ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του το αρνείται, με το αιτιολογικό ότι λόγω των συχνών μετακινήσεων δεν πρόφτανε να αφομοιώσει την ντόπια παράδοση. Γράφει χαρακτηριστικά ότι όλη αυτή η κατάσταση είχε δημιουργήσει μέσα του ένα «πολιτιστικό, πνευματικό και ειδικά μουσικό χάος». Προσωπικά πιστεύω ότι δεν πρόκειται για χάος, αλλά για κάτι άλλο […].

Σε μια εποχή κατά την οποία η δημοτική μουσική εθεωρείτο ως μουσική των άξεστων και αμαθών χωρικών, η λαϊκή μουσική, ως μουσική του προλεταριάτου των αστικών κέντρων και των «κατατρεγμένων» της κοινωνίας, η βυζαντινή μουσική, ως μουσική των παπάδων και των θρησκόληπτων, και η λόγια μουσική, ως μουσική μιας περιορισμένης ελιτίστικης ομάδας ευρωαναθρεμμένων αστών, έρχεται ξαφνικά ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Τα αόρατα στοιχεία του χάους της παιδικής ηλικίας του έρχονται ξαφνικά σε αντιστικτική σύγκλιση και το θαύμα επιτέλους συντελείται. Ξεσκονίζοντας τα περιφρονημένα αγκωνάρια, και χρησιμοποιώντας τα ως ακρογωνιαίους λίθους, αρχίζει να βάζει τα θεμέλια της «νεοελληνικής έντεχνης λαϊκής μουσικής» και παράλληλα να συνθέτει, κατά το πρότυπο των Ευρωπαίων, συμφωνικά και άλλα έργα, τεχνουργημένα όμως με μουσικές ψηφίδες διαλεγμένες με πολλή προσοχή και ευαισθησία από το ταμείο της συλλογικής μνήμης του ελληνικού λαού. Οι μελωδίες του, λιτές και απέριττες, χωρίς νεωτερισμούς και κραυγαλέες πολυφωνικές συνηχήσεις, βασίζονται στην αρχή του μέτρου. Είναι αυτές που πρέπει να είναι· τίποτε παραπάνω, τίποτε παρακάτω. Γι’ αυτό και η αποδοχή τους είναι καθολική. Οι καρδιές των πανελλήνων αρχίζουν ξαφνικά να χτυπούν στον ίδιο ρυθμό, όταν, μέσα από τις μελωδίες του αυτές, αναγνωρίζουν τον ίδιο, τον ξεχασμένο, ίσως και αγνοημένο, εαυτό τους στη διαχρονική πορεία της φυλής τους, και όταν διαπιστώνουν ότι οι μελωδίες του συνθέτη απευθύνονται εξαιρετικά στον ελληνικό λαό, με την αφιέρωση: «τα σα εκ των σων».

Το περίεργο όμως είναι ότι στο άκουσμα των μελωδιών του Θεοδωράκη δεν χτυπά μόνο η καρδιά των πανελλήνων, αλλά και η καρδιά των ανθρώπων όλου του κόσμου. Το φαινόμενο, μολονότι περίεργο, δεν είναι και ανεξήγητο. Η μουσική του Θεοδωράκη, γεμάτη με χρώμα, φως και πνεύμα ελληνικό, και συζευγμένη αρμονικά με στίχους εμπνευσμένων ελλήνων ποιητών, κάνει τους ξένους να θυμηθούν εποχές, γεγονότα και καταστάσεις, καταχωνιασμένες, αθέλητα ή ηθελημένα, στο υποσυνείδητο της παγκόσμιας ιστορικής μνήμης. […]

Σ’ εκείνον, τον Μίκη Θεοδωράκη, ανήκει η τιμή και ο έπαινος· σ’ εμάς, τους Έλληνες, η ευτυχία να σεμνυνόμαστε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης είναι «σαρξ εκ της σαρκός μας».

Πηγή: https://www.in.gr/2022/07/29/life/stories/mikis-theodorakis-arxi-tou-metrou/

 

 

Back To Top