skip to Main Content

Επετειακό άρθρο στα 80 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, του Κύπριου συνθέτη Ευαγόρα Καραγιώργη στο «ΠΟΛΙΤΗΣ» – 30/07/2005



Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός

Τα ογδόντα χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη, που συμπληρώθηκαν χθες 29 Ιουλίου 2005, αποτελούν ένα σημαντικό ορόσημο για την πορεία της μουσικής στην Ελλάδα, αλλά και στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα. Με την ευκαιρία αυτή και ως ελάχιστο φόρο τιμής, μεταφέρουμε σήμερα ένα άρθρο για τον μεγάλο μουσουργό που έγραψε ο συμπατριώτης μας συνθέτης Ευαγόρας Καραγίωργης, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια και το οποίο παραμένει επίκαιρο, καθώς διατρέχει την πορεία του Μίκη Θεοδωράκη το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, επιχειρώντας να αφουγκραστεί τους κραδασμούς της μουσικής του μεγάλου συνθέτη και στοχαστή.

Η πορεία του Μίκη Θεοδωράκη μέσα στην Ελληνική μουσική δημιουργία συνδέθηκε με την πορεία της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Οι κοσμοϊστορικές αλλαγές στα Βαλκάνια και αργότερα στη Μικρά Ασία, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο μετέπειτα εμφύλιος σπαραγμός, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και ειδικότερα της κουλτούρας και πολιτιστικής ζωής. Μέσα σε αυτά τα δύσκολα για τον Ελληνισμό χρόνια μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο συνθέτης για να φτάσει στο οικοδόμημα των μουσικών, αλλά και πολιτικοκοινωνικών του αναζητήσεων. Οι μετέπειτα εξελίξεις στον ελληνικό χώρο, και ιδιαίτερα η δικτατορία του 1967, ήρθαν να επισφραγίσουν περισσότερο το ρόλο του σαν δημιουργού, διανοούμενου, πατριώτη-επαναστάτη, αλλά και ειρηνιστή. Με όπλο τη μουσική του, θα ταξιδέψει στα πέρατα της γης, για να τραγουδήσει τα δίκαια της Ρωμιοσύνης, της Χιλής, του κόσμου ολόκληρου, παρέα με τον Νερούδα, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιούλη του 1925 στη Χίο, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του, Γιώργος Θεοδωράκης, νομικός, εργάστηκε το 1919 στη Αρμοστεία Σμύρνης και εκεί γνώρισε την Ασπασία Πουλάκη, με την οποία αργότερα παντρεύτηκε. Το 1922 βρίσκει το ζευγάρι μαζί με πολλές άλλες χιλιάδες πρόσφυγες στη Χίο. Εκεί θα γεννηθεί ο Μίκης, τρία χρόνια αργότερα. Στη Χίο θα γνωρίσει με τη βοήθεια της Μικρασιάτισσας γιαγιάς του Σταματίας, τη γοητεία της εκκλησιαστικής λειτουργίας. Τα επόμενα χρόνια θα είναι μια συνεχής περιπλάνηση σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, αφού οι μετακινήσεις του δημοσιοϋπάλληλου πατέρα του είναι πολύ συχνές. Τα χρόνια αυτά θα βρουν τον Θεοδωράκη στη Σύρο, Λήμνο, Μυτιλήνη, Κρήτη, Χίο. Έξι χρονών θα βρεθεί στα Γιάννενα, εννιά στο Αργοστόλι Κεφαλλονιάς και το 1937 στην Πάτρα. Τα χρόνια 1939-43 ο Θεοδωράκης θα τα περάσει στην Τρίπολη, έναν από τους πολλούς σταθμούς της ζωής του. Σύμφωνα με τον μουσικολόγο Φοίβο Ανωγειανάκη (Για την Ελληνική μουσική, 1974), ο Θεοδωράκης πήρε τον αντάρτικο χαρακτήρα από τους οπλαρχηγούς παππούδες του και από τη μητέρα του και τον θείο του μουσικό, Αντώνη Πουλάκη, την κλίση προς τη μουσική. Μικρός, νανουριζόταν από τη γιαγιά του με βυζαντινά τραγούδια, από τη μάνα του με δημοτικά και από τον πατέρα του με κρητικά ριζίτικα. Στην Τρίπολη θα πάρει τα πρώτα μουσικά μαθήματα και θα διευθύνει την πρώτη του χορωδία στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρα. Μέσα από την τριβή του αυτή με τη φωνητική-χορωδιακή μουσική, θα συνθέσει και θα παρουσιάσει το Τροπάριο της Κασσιανής.

Στην αντίσταση

Μέσα σε αυτή την περίοδο είχε αποφασίσει ότι θα ασχοληθεί σοβαρά με τη μουσική. Πλην όμως, από την Τρίπολη αρχίζει και η σχέση του με το αντιστασιακό κίνημα κατά των Γερμανών κατακτητών. Η κατοχή βρίσκει τον Μίκη 16 χρονών. Μια μικρή τοπική αναταραχή κατά των Ιταλών στις 25 Ιουλίου του 1942, θα τον βρει για τρεις μέρες στη φυλακή.
Εκεί θα γνωρίσει τους ‘τρομοκράτες’, την αντίσταση, τον Λένιν και τον Μαρξ. Τον ίδιο χρόνο θα φύγει για την Αθήνα για σπουδές στη Νομική, αφού ο πατέρας του τον θέλει να ακολουθήσει το επάγγελμά του. Ο Μίκης, παράλληλα, θα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ, για να συνεχίσει από τις γραμμές της τον αγώνα. Τον επόμενο χρόνο (1943) οι Γερμανοί θα μπουν στην Τρίπολη και θα κρεμάσουν δέκα ομήρους, τους περσινούς συλληφθέντες, μαζί με τον Μίκη. Αυτός θα ζήσει, αλλά δε θα τους ξεχάσει ποτέ. Στο μεταξύ, μέσα του οι πολιτικές ανησυχίες κοχλάζουν ακατάπαυστα. Ο θείος Αντώνης, με τον οποίον μένει προσωρινά, θα επέμβει για την ανάμιξή του στον αγώνα και θα τον συστήσει στο γνωστό καθηγητή του Ωδείου Αθηνών και σημαντικό μουσικό της εποχής, Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Έτσι γράφεται στο Ωδείο Αθηνών και αρχίζει μαθήματα το 1943, με τον Οικονομίδη, τον άνθρωπο που για πολλά χρόνια θα εκτιμά σαν μεγάλο και αγαπημένο δάσκαλο. Παράλληλα, για την ησυχία του πατέρα του, γράφεται και στη Νομική. Κατά την περίοδο αυτή θα γνωρίσει τη Μυρτώ Αλτινόγλου, της οποίας ο αρραβωνιαστικός σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Θα πορευτούν και οι δυο σαν μέλη της ΕΠΟΝ και αργότερα θα ενώσουν τις ζωές τους. Στην Ελλάδα η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα ταραχώδης. Το τέλος της γερμανικής κατοχής βρίσκει την αντίσταση και την ηγεσία της σε πολύ δύσκολη θέση. Η αναμονή για δικαίωση των ανταρτών και η θέση τους στον πολιτικό αγώνα για αναδόμηση της χώρας, φαίνεται μάλλον μια αυταπάτη. Οι αγγλικές δυνάμεις κατεβαίνουν στην Ελλάδα. Πολύ γνωστές οι θέσεις του Τσόρτσιλ για το αντάρτικο κίνημα και οι συμφωνίες του Στάλιν θα γίνουν γνωστές πολλά χρόνια αργότερα. Η Αθήνα βράζει, έτοιμη να ανατιναχθεί στον αέρα. Στις 3 του Δεκέμβρη του 1944 το ΕΑΜ κατεβαίνει σε μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Τα βρετανικά τανκς θα επέμβουν ‘για να αποκαταστήσουν την τάξη’. Η κατάσταση που δημιουργείται, είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια. Οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν και την επομένη. Εκατοντάδες οι νεκροί, πληγωμένοι, συλληφθέντες. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την κατεύθυνση των πραγμάτων. Ο εμφύλιος αρχίζει. Ο Μίκης θα ζήσει έντονα αυτά τα γεγονότα και μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ θα οργανωθεί στη μάχη κατά του ιμπεριαλισμού.

Η παρέα των μεγάλων

Πολλοί είναι εκείνοι που θα ξεπηδήσουν μέσα από τη δίσεκτη αυτή εποχή. Ο Γιάννης Ξενάκης, μέλος της αντίστασης, θα πληγωθεί την 1 Ιανουαρίου του 1945 για να φυγαδευτεί στη Γαλλία. Ο Βάρναλης θα μιλήσει με την “Απολογία του Σωκράτη”, Ρίτσος με τον “Επιτάφιο για τον Μάη του 1936”, ο σκηνοθέτης Κύρου, ο Καμπανέλης, ο Λειβαδίτης και τόσοι άλλοι, θα μιλήσουν αργότερα. Ο Μίκης δε θα είναι ο μόνος, θα είναι “ο εκατομμυριοστός” (Όλα τα τραγούδια, 1987). Μελλοντικά θα πορευτεί μαζί τους, ενώνοντας τη μουσική του με την ποίησή τους, για να καταθέσουν μαζί τις απέραντες μαρτυρίες που τους έταξε η μοίρα να δουν και να γνωρίσουν χειροπιαστά. Κατά την περίοδο αυτή ο Μίκης δείχνει έντονη δράση, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την παρεμβολή του καθηγητή του Οικονομίδη, ο οποίος θα προσπαθήσει να τον κρατήσει μόνο στη μουσική και μακριά από την πολιτική. Αυτό αναστατώνει τον Μίκη και για κάποιο καιρό τα χαλάει με τον δάσκαλό του. Αργότερα θα τα ξαναβρούνε. Μέσα σε συνθήκες καταδίωξης και παρανομίας καταφέρνει κάπου κάπου να συνθέτει (3η του Δεκέμβρη, ορατόριο 1945) και να παρακολουθεί κάποια μαθήματα. Την ίδια χρονιά βρίσκει προσωρινή απασχόληση σαν καθηγητής μουσικής σε κάποιο σχολείο, ενώ παράλληλα συνθέτει τα έργα Ντουέτο για βιολιά, Το πανηγύρι της Ασή Γωνιάς για ορχήστρα, τον κύκλο τραγουδιών Έρως και Θάνατος, τη Νυχτερινή πορεία για του Μακρυγιάννη για ορχήστρα και τη Σονατίνα αρ. 1 για βιολί και πιάνο.

Ο εμφύλιος
Νέες έντονες εσωτερικές αλλαγές συντελούνται κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Η συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης του 1945) θα είναι μια υποσχόμενη παγίδα για τους αντάρτες. Ο Άρης Βελουχιώτης θα την απορρίψει και έτσι η αντίσταση θα υποστεί το ανεπανόρθωτο κτύπημα. Αφανίζονται αντάρτες, διχάζεται το ΚΚΕ, αρχίζει η παράδοση οπλισμού, αλλά κάποιοι δεν συμφωνούν. Θα ακολουθήσει εξέγερση από τον Μάρκο (Γράμμο-Βίτσι). Όλα αυτά θα φέρουν το τέλος της αντίστασης, με τους αντάρτες αυτοεξόριστους στις ανατολικές γύρω χώρες. Σε όλη την Ελλάδα θα ακολουθήσουν συλλήψεις, εξορίες, βασανιστήρια και εκτελέσεις αγωνιστών. Τον Ιούλιο του 1947 γίνεται σύλληψη του Μίκη στο σπίτι του στη Ν. Σμύρνη. Από την Αθήνα θα βρεθεί στην Ικαρία και από εκεί στη Μακρόνησο. Εκεί θα συναντήσει τον παλιό του συναγωνιστή Βασίλη Ζάννο, που αργότερα θα καταδικαστεί σε θάνατο. Θα γνωρίσει τον μουσικολόγο Φοίβο Ανωγειανάκη, ο οποίος θα του μιλήσει με θαυμασμό για τα δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, το ρεμπέτικο. Στις 29 Μαρτίου του 1949 θα μεταφερθεί με σπασμένο πόδι και βγαλμένη σιαγόνα σε στρατιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών. Ο πατέρας του θα τον ανακαλύψει τυχαία και θα τον επισκεφθεί, για να δει τον γιο του ένα αγνώριστο ανθρώπινο ράκος, από τις κακουχίες, τα βασανιστήρια και τις στερήσεις. Θα επιστρέψει για δεύτερη φορά στη Μακρόνησο, όπου τυχαία θα γνωρίσει τον τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση, που αργότερα θα ερμηνεύσει πολλά από τα τραγούδια του.
Τα προγράμματα “εθνικής αναμόρφωσης” θα τελειώσουν το 1952 και ο Μίκης θα ξαναβρεί τον εαυτό του, τη Μυρτώ και θα ξαναγραφτεί στο Ωδείο για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να πάρει δίπλωμα αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας. Κατά την περίοδο αυτή θα συνθέσει επίσης την Πρώτη Συμφωνία (1953-54) και θα ανασκαλίσει έντονα τα λιμνάζοντα νερά της σύγχρονης ελληνικής μουσικής με πάμπολλα άρθρα του σε αθηναϊκά έντυπα και εφημερίδες της εποχής (Για την Ελληνική μουσική, 1974).

Παρίσι και μετά
Το 1954 θα φύγει με υποτροφία για το Conservatoire του Παρισιού, όπου θα παρακολουθήσει ανάλυση με τον Olivier Messian και διεύθυνση με τον Eugene Bigot. Στο Παρίσι, ο συνθέτης, παράλληλα με τις σπουδές του θα αναπτύξει ιδιαίτερη συνθετική δραστηριότητα, γράφοντας μουσική για μπαλέτο και κινηματογράφο. Το 1957 θα του απονεμηθεί από τον Σοστακόβιτς το Πρώτο Βραβείο του Φεστιβάλ Μουσικής της Μόσχας. Το 1960 επιστέφει στην Ελλάδα, όπου αρχίζει να αναμιγνύεται έντονα στα μουσικά, αλλά και πολιτικά πράγματα του τόπου. Ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με λαϊκά τραγούδια, “Επιτάφιος” σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου με συνεργάτες τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη. Μια πιο ‘κλασικιστική’ ενορχήστρωση του Επιταφίου από τον Μάνο Χατζιδάκι με ερμηνεία της Νανάς Μούσχουρη, κυκλοφορεί παράλληλα με τη λαϊκή και εκτελεσμένη με μπουζούκια, άποψη των Θεοδωράκη-Μπιθικώτση-Χιώτη, για να πυροδοτήσει μια εμφύλια διαμάχη μεταξύ Θεοδωρακικών και Χατζιδακικών. Οι συζητήσεις για τις δυο αυτές δισκογραφικές απόψεις (Θεοδωράκης-Columbia, Χατζιδάκις-Fidelity) δίνουν και παίρνουν μεταξύ φοιτητών, συλλόγων, σωματείων και άλλων οπαδών των δυο συνθετών. Αναμφίβολα η κίνηση αυτή του Θεοδωράκη, στο να ερμηνεύσει ποίηση με λαϊκό τραγουδιστή και τα μπουζούκια, έθεσε την ελληνική μουσική σε μια νέα βάση. Το τι θα ακολουθήσει, είναι μια πλημμύρα από συνθέτες και συνθέσεις βασισμένες σε ό,τι καλύτερο ποιητικό κείμενο διαθέτει η ελληνική ποίηση. Η κίνηση αυτή θα έχει σαν αποκορύφωμα, την απίστευτη ως τότε ιδέα τού πως ακόμα και ένας απλός οικοδόμος θα μπορέσει να τραγουδήσει τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο.

Ο πολιτικός Μίκης
Ο Θεοδωράκης, παράλληλα με την όποια μουσική του δραστηριότητα, δεν θα πάψει να αναμιγνύεται στα κοινά. Το 1963 ιδρύει τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και εκλέγεται πρόεδρός της, ενώ το 1964 εκλέγεται Βουλευτής Β’ Πειραιώς της ΕΔΑ. Παράλληλα, μέχρι το 1967 ιδρύει τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών, το Μουσικό Οργανισμό Πειραιά και δίνει απεριόριστο αριθμό συναυλιών σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Το “Άξιον Εστί” σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, θα παρουσιαστεί σε πρώτη εκτέλεση το 1964. Το 1967 είναι η χρονιά που οι δικτατορία θα ξαναφέρει την Ελλάδα πίσω σε μαύρες σελίδες και καταστάσεις. Ο Μίκης Θεοδωράκης περνά στην παρανομία και την αντίσταση, αλλά συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, υπόκειται σε εξευτελισμούς, κακοποιήσεις και εξορίες μέχρι το 1970. Ύστερα από έντονες πιέσεις και προσπάθειες διαφόρων προσωπικοτήτων του εξωτερικού αφήνεται για να φύγει στο Παρίσι. Κατά τα χρόνια αυτά θα συνθέσει μερικούς από τους πιο πολυτραγουδισμένους κύκλους τραγουδιών του: Λιποτάκτες, Ρωμιοσύνη, Μαουτχάουζεν, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Πολιτεία, Επιφάνεια κ.α. Στο εξωτερικό, μαζί με άλλους καλλιτέχνες και συνεργάτες, (Κ. Γαβρά, Μ. Μελκούρη, Μ. Φαραντούρη, Π. Πανδή), δίνει συνέχεια συναυλίες και αγωνίζεται για την πτώση της δικτατορίας και την ενότητα των αντιστασιακών δυνάμεων. Παράλληλα συνθέτει το Canto General και τα 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας. Με την πτώση της δικτατορίας, το 1974, επιστρέφει στην Ελλάδα για να συνεχίσει το έργο του και να αναμιχθεί στα κοινά. Το 1976 ιδρύει το κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης, το 1978 την Κίνηση Ενιαίας Αριστεράς, το 1986 την Επιτροπή Ελληνοτουρκικής φιλίας. Το 1981-86 και 1989 εκλέγεται βουλευτής και Υπουργός Επικρατείας το 1990-93. Το 1983 τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Από τη δεκαετία του 1980 ως σήμερα έχει δώσει μεγάλο αριθμό συναυλιών σε όλο τον κόσμο και το συνθετικό του έργο κατευθύνθηκε κυρίως προς το συμφωνικό. Σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου είναι η 2η, 3η, 4η και 7η συμφωνία, καντάτα Κατά Σαδδουκαίων, Θεία Λειτουργία, Requiem, Ιππείς, Ορέστεια, Αντιγόνη, Χαιρετισμοί, Διόνυσος, Φαίδρα, Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν, Καρυωτάκης (όπερα), Ζορμπάς (μπαλέτο), Μήδεια (όπερα).

Λίγα λόγια για το έργο του

Ο μουσικός Μίκης
Το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους:
Α. Συμφωνικό έργο 1940-1960
Β. Έντεχνη λαϊκή μουσική – Μετασυμφωνικό έργο 1960-1980 Γ. Συμφωνικό έργο 1980-1995
Σε μερικές περιπτώσεις ένα έργο ανήκει στη Β’ περίοδο, ενώ γράφτηκε στα χρονολογικά πλαίσια της Α’ (Επιτάφιος, 1958) ή της Γ’ ,αλλά αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη κατανομή του έργου στην κύρια κατηγορία. Πολλοί είναι οι λόγοι που δημιουργούν αυτή την κατάταξη. Το ξεκίνημα του συνθέτη ήταν σίγουρα προς την κατεύθυνση, της σοβαρής μουσικής. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε, οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που διαδραματίστηκαν στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, αλλά και το επαναστατικό της νεότητάς του, τον έπεισαν να στραφεί προς τη λαϊκή μουσική, τη μουσική των μαζών και ιδιαίτερα τους κύκλους τραγουδιών. Κατά τη μέση περίοδο του έργου του ο Θεοδωράκης θα παντρέψει τις δυο σχολές, κλασική και λαϊκή μέσα από έργα όπως το “Άξιον Εστί” και θα δημιουργήσει έτσι, τη “Μετασυμφωνική μουσική”. Αφού πια είναι σίγουρος για τον εαυτό του και το ακροατήριό του, θα επιστρέψει στην αρχική του πρόθεση, που ήταν η κλασική μουσική.
Στο έργο του, ο Μίκης Θεοδωράκης κατάθεσε ό,τι γνώριζε γύρω από τη δημοτική, τη βυζαντινή και τη λαϊκή μουσική. Μέσα από αυτή την τόσο πλούσια παράδοση ξεχύθηκε ξανανιωμένος και πιο δυνατός, με αυθεντικά μελωδικά και μουσικά αριστουργήματα, που σημάδεψαν για δεκαετίες τις καρδιές των νεότερων Ελλήνων, αλλά και των ξένων που γνώρισαν την Ελλάδα και το σύγχρονο πολιτισμό της μέσα από τη μουσική του. Πίστευε πάντοτε στην αξία και σημασία της παράδοσης. Στα έργα του διακρίνονται έντονα οι πηγές καταγωγής πολλών θεμάτων και ιδεών. Ο ίδιος παραπέμπει σε συγκεκριμένα δημοτικά, λαϊκά τραγούδια και βυζαντινούς ύμνους, από τα οποία δανείστηκε ή επηρεάστηκε, (Μουσική για τις μάζες, 1974). Είναι γνωστή η απέραντη αγάπη και εκτίμηση του Μίκη Θεοδωράκη προς την ποίηση. Γνωρίζει πολύ καλά την δύναμη του λόγου στα κείμενα των μεγάλων Ελλήνων ποιητών, που εκθέτουν τα κατά καιρούς πάθη του Ελληνισμού, όχι από τη μοιρολατρική σκοπιά, αλλά από τη σκοπιά της περηφάνιας, της κατάθεσης της ανθρώπινης αλήθειας και της αναζήτησης του δικαίου και της κάθαρσης, που θα επιφέρει μόνο η συνειδητή παραδοχή των ανθρώπινων αδυναμιών. Με σεβασμό προς τον εαυτό του και τους ποιητές θα συνδυάσει στα μετασυμφωνικά του έργα υψηλά ποιητικά κείμενα τραγουδισμένα επιλεκτικά από λαϊκές φωνές (Μπιθικώτσης, Φαραντούρη, Πανδής, Νταλάρας, Μητσιάς, Βενετσάνου). Θα τοποθετήσει έτσι την ελληνική μουσική σε ανώτερα επίπεδα, αλλά και θα ανεβάσει το πολιτιστικό επίπεδο του λαού του, αφού θα καταφέρει και τον τελευταίο Έλληνα να τραγουδήσει και να ανακαλύψει, σε τελευταία ανάλυση, τους άγνωστους μέχρι τότε ποιητές του.

Η τέχνη στο λαό
Με την αιολική και λυρική απλότητα των μελωδιών που κουβαλούν ένα έντονο και δυναμικά επαναστατικό πάθος, θα φτάσει σε εκατομμύρια στόματα και θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο τραγουδιστικού παλμού και μαζικής έξαρσης σε θέατρα, στάδια και πλατείες του ελληνικού χώρου. Ποτέ οι Έλληνες δεν ξαναγνώρισαν τέτοιο παραλήρημα. Για δεκαετίες θα τρέχουν στις συναυλίες του, όλοι θα ξέρουν τα τραγούδια του, οι δίσκοι του θα κυκλοφορούν ο ένας μετά τον άλλο, τα ραδιόφωνα θα παίζουν καθημερινά Θεοδωράκη: Είμαστε δυο, Της δικαιοσύνης, ‘Ένα το Χελιδόνι, Χρυσοπράσινο φύλλο, Ρωμιοσύνη, Ωρωπός, Ο Αντρέας, Ένα δειλινό, Ο Απρίλης και τόσα άλλα. Στο συμφωνικό του έργο κατάφερε επίσης να δώσει ελληνικές ρίζες, αφού άλλωστε αυτό επεδίωκε να κάμουν και άλλοι σύγχρονοι Έλληνες συνθέτες. Ήταν δε πολύ αυστηρά κριτικός απέναντι στη λεγόμενη “Εθνική Σχολή”, γιατί πίστευε ότι δεν αντιπροσώπευε με κανένα τρόπο τα ελληνικά χρώματα και την τόσο πλούσια και αστείρευτη μουσική κληρονομιά (Για την Ελληνική Μουσική – Έτος περίπου μηδέν 1960 – 1974).
Ο Θεοδωράκης δεν ήταν ικανός μόνο να ασκεί έντονη κριτική στα κακώς έχοντα της μουσικής κίνησης και δημιουργίας της χώρας του, αλλά έδειχνε και έμπρακτα αυτό που ζητούσε και από τους άλλους. Στα έργα του είναι εμφανής μια συνεχής προσπάθεια χρήσης βυζαντινών θεμάτων (3η συμφωνία, ”Άξιον Εστί, διάφοροι κύκλοι τραγουδιών), κρητικών (Πέντε Κρητικοί χοροί, Το Πανηγύρι της Ασή Γωνιάς), αλλά και χαρακτηριστικών αρμονικών εναλλαγών που κατάγονται από δημοτικά, βυζαντινά ή λαϊκά τραγούδια. Επίσης, παρατηρείται έντονη χρήση ρυθμικών, μορφολογικών και ερμηνευτικών στοιχείων (χρήση ψάλτη) σε έργα όπως το “Άξιον Εστί, Ο Ζορμπάς, Συρτός Χανιώτικος, κ.α.
Στα μετασυμφωνικά του έργα (Άξιον Εστί, Επιφάνεια Αβέρωφ, Πνευματικό Εμβατήριο, Γενικό Τραγούδι), θα συνδέσει με μεγάλη επιτυχία, τα συμφωνικά σύνολα με την ελληνική λαϊκή ορχήστρα (μπουζούκια, σαντούρι, κιθάρα κτλ.), για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό να περάσει στα ευρύτερα στρώματα τού λαού, στον απλό πολίτη, τον εργάτη, τον φτωχό και τον πλούσιο. Θα δέσει το λαϊκό με το αστικό, θα φέρει σε απόσταση αιχμής τη χαμηλή τάξη με την ελίτ, πάντοτε μέσα από τη συμπόρευση μουσικής και ποίησης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ένα απαράμιλλο μουσικό είδος, πρωτοποριακό για την ελληνική μουσική και αντάξιο σε σοβαρότητα, ήθος, δομή, λειτουργικότητα και αισθητική, με έργα μεγάλων παγκόσμιων συνθετών (Β. Λόπος, Α. Κόπλαντ, Μάλλερ, Σιοστακοβιτς, κ.α.)

Ο οικουμενικός
Χρησιμοποιώντας φωνητικά σύνολα, αλλά και σολίστες, όπως στις συμφωνίες 3η, 4η, 7η, και σε άλλα έργα: Άξιον Εστί, Γενικό Τραγούδι, Κατά Σαδδουκαίων, Πνευματικό Εμβατήριο, θα φτάσει τις προσδοκίες παγκόσμιων συνθετών που πάντοτε θαύμαζε (Μπετόβεν 9η συμφωνία, Μάλλερ 2η-3η-4η-8η συμφωνία, Στραβίνσκυ-Συμφωνία των Ψαλμών και Σιοστακόβιτς 13η-14η συμφωνία). Οι συνθέτες αυτοί θαύμασαν τη δύναμη του ποιητικού κειμένου και προχώρησαν πέρα από τις απλές συμφωνικές ορχηστικές φόρμες, για να δώσουν μηνύματα πάνω από ενορχηστρωτικά και αισθητικά, αλλά φορτισμένα με τη δύναμη του ποιητικού λόγου και κειμένου. Τα έργα αυτά εξυμνούν τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο. Δίνουν μιαν άλλη διάσταση, με κοινή συναίνεση μουσικής-ποίησης, συγγενική με αυτή του συμφωνικού τραγουδιού. Ο Θεοδωράκης θαύμαζε ιδιαίτερα τους Μάλλερ και Σοστακόβιτς, γιατί μέσα από τις συμφωνίες τους, “θα δώσουν εσωτερικά και εξωτερικά, τις διαστάσεις της σύγχρονης μουσικής τραγωδίας, που εκφράζει πιστά και κατηγορηματικά τη σύγχρονη παλλόμενη ανθρώπινη σκέψη, ελευθερία και συνείδηση”, (Ανατομία της μουσικής, 1990). Ο ίδιος δε εκφράστηκε μέσα από το έργο με τον ίδιο τρόπο, αφού άγγιξε με τα ίδιά του τα χέρια πάνω στα τραγικά στοιχεία και γεγονότα της εποχής του.
Με το λυχνάρι του Διογένη στραμμένο με απεριόριστο θαυμασμό πάνω από τα έργα παγκόσμιων και αναγνωρισμένων δημιουργών, αλλά κυρίως στραμμένο πάνω στα πάθη της Ρωμιοσύνης, έδωσε στα συμφωνικά του έργα μια διάσταση ταυτόσημη με το επίπεδο και την παγκόσμια τεχνική, αλλά με ρίζα και χρώμα Ελληνικό, βγαλμένο μέσα από την παράδοση, τους βυζαντινούς ύμνους, τα δημοτικά και τα λαϊκά τραγούδια. Χάρισε στους Έλληνες, αλλά και στο παγκόσμιο, μια ιδιαίτερη μουσική κληρονομιά φορτισμένη με το πάθος του για τον “νοητό ήλιο της δικαιοσύνης”. Η παντοτινή του έγνοια για τα ανθρώπινα, η επαναστατική του διάθεση απέναντι σε κάθε τι το καταπιεστικό, έδωσε στη μουσική του ένα στρατευμένο χαρακτήρα, ένα χαρακτήρα πατριωτισμού και περηφάνιας που στο άκουσμά της να αισθάνεσαι τη σημασία τού να ζεις και να υπάρχεις σαν Έλληνας.
Ευαγόρας Καραγιώργης 29 Ιουλίου, 1995

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιάνναρη, Γ. (1973). Mikis Theodorakis: Music and Social Change, London Ζακυνθυνού, A. (1993). Δισκογραφία Ελληνικής κλασσικής μουσικής,
Αθήνα: Δοδώνη, σ. 183-186
Θεοδωράκη, Μ. (1990). Ανατομία της μουσικής. Αθήνα: Γνώσεις Θεοδωράκη, Μ. (1986). Για την Ελληνική μουσική. Αθήνα: Καστανιώτης Θεοδωράκη, Μ. (1983). Music and theater, tr. by Giannaris. G., Αθήνα:
Ευσταθιάδης
Θεοδωράκη, Μ. (1972). Μουσική για τις μάζες. Αθήνα: Ολκός Θεοδωράκη, Μ. (1987). Όλα τα τραγούδια. Αθήνα: Κάκτος Θεοδωράκη, Μ. (1974). Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Αθήνα: Πλειάς Μάκρη, Π. (1987). Μίκης Θεοδωράκης: Κρυμμένες αλήθειες, Επικαιρότητα,
Αθήνα, σ. 136
Μητσάκη, Κ. (1979). Νεοελληνική μουσική και ποίηση. Αθήνα: Γρηγόρης Νοταρά, Γ. (1991). Η μουσική που θα περιμένει, Το Ελληνικό τραγούδι των
τελευταίων 30 χρόνων, Αθήνα: Νέα Σύνορα, σ. 111-123 Πιερά, Γ. (1979). Θεοδωράκης, ο θρύλος μιας παράδοσης, μτφ. Γ. Κρητικός,
Αθήνα: Κέδρος Τολίκα, Ο. (1994). Μίκης Θεοδωράκης, Παγκόσμιο λεξικό της μουσικής.
Αθήνα: Ευρωπαϊκό Κέντρο Τεχνών, σ. 157-158 Φλέσσα, Γ. (1975). Μίκης Θεοδωράκης, το τραγούδι ενός λαού. Ένα
χρονικό. Αθήνα
Φλέσσα, Γ. (1994). Οδοιπορικό με το Μίκη Θεοδωράκη. Αθήνα: Αιγόκερως Φράγκου-Ψυχοπαίδη, Ο. (1986). Τέσσερα πρώιμα τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη:
“Έρως και θάνατος” σε στίχους Λ. Μαβίλη, Μουσικολογία, ιι/1
Αθήνα, σ. 78-92 Χόλστ, Γ. (1980). Μίκης Θεοδωράκης: Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη
Ελληνική μουσική, μτφ. Σ. Σπανουδάκη- Λ. Τσιριμόκου, Αθήνα: Ανδρομέδα

Back To Top